
Spatial filter

Save a snapshot of the current visualization as .png image
Download the digitization of the archaeological sites
Download the cartographic signs (point, line, polygon)
Download the cartographic labels (line)
Download the georeferenced map of 19 century (geotiff)
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial 4.0 International License
Use and reproduction: CC BY-NC: This license allows reusers to distribute, remix, adapt, and build upon the material in any medium or format for noncommercial purposes only, and only so long as attribution is given to the creator.
It includes the following elements:
BY - Credit must be given to the creator
NC - Only noncommercial uses of the work are permitted
Signs data entries: 0
Labels data entries: 0
I
II
III-VI
VII-VIII
KARTEN VON ATTIKA
______
AUF VERANLÄSSUNG DES
KAISERLICH DEUTSCHEN ARCHÄOLOGISCHEN INSTITUTS
UND MIT UNTERSTÜTZUNG DES
K. PREUSSISCHEN MINISTERIUMS DER GEISTLICHEN, UNTERRICHTS- UND MEDICINAL-ANGELEGENHEITEN
AUFGENOMMEN DURCH
OFFIZIERE UND BEAMTE DES K. PREUSSISCHEN GROSSEN GENERALSTABES
MIT ERLÄUTERNDEM TEXT
HERAUSGEGEBEN
VON
E. CURTIUS und J. A. KAUPERT
_______
ERLÄUTERNDER TEXT
_______
HEFT I.
ATHEN UND PEIRAIEUS
_________________
BERLIN 1881
DIETRICH REIMER
Τεύχος I
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
______
ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ
E. CURTIUS ΚΑΙ J. A. KAUPERT
_______
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
_______
ΤΕΥΧΟΣ I
_________________
Βερολίνο 1881
DIETRICH REIMER
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ: Οι αριθμοί εντός αγκυλών αντιστοιχούν στις σελίδες του τεύχους. Τα αρχαιοελληνικά παραθέματα ή λέξεις με πλάγια στοιχεία εντός ή εκτός παρενθέσεων κλπ., προέρχονται από το αρχικό κείμενο.
Οι εικόνες και τα σχέδια του πρωτοτύπου στα οποία παραπέμπουν οι συγγραφείς δεν συνοδεύουν τα κείμενα της ψηφιακής πλατφόρμας.
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
______
ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ
E. CURTIUS ΚΑΙ J. A. KAUPERT
_______
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
_______
ΤΕΥΧΟΣ I
ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΞ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΠΟ ΤΟΝ E. CURTIUS
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΝΕΙΟΥ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ G. VON ALTEN
Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ A. MILCHHOEFER
_________________
Βερολίνο 1881
DIETRICH REIMER
Εποπτικός πίνακας περιεχομένων
_______
Προλεγόμενα (σ. 1-2)
Αθήνα και πέριξ περιοχή από τον E. Curtius (σ. 3-9)
Φύλλο 1. Διαμόρφωση του εδάφους και ύδρευση. Η σύγχρονη πόλη 4.
Φύλλο 2. Η αρχαία πόλη. Ονόματα βουνών και ποταμών 4. Τοπωνύμια 5. Τείχη και πύλες 5. 6 Ιερά 6. Δημόσια κτήρια 6. Ιδιωτικά κτήρια 6. Οδοί 7. Πηγές και υδαταγωγοί 7. 8. Εποπτικός πίνακας προσφάτως ευρεθέντων καταλοίπων 8. 9.
Οι οχυρώσεις του επινείου των Αθηνών από τον G. v. Alten (σ. 10-22)
Ο Πειραιεύς ως νήσος 10. Α΄ Θαλάσσια Οχύρωση. Τα τείχη και οι πύργοι 11. Περίφραξη του κυρίου λιμανιού 11. 12. Λιμάνι Ζέας 12. 13. Λιμάνι Μουνιχίας 13. Κτήρια του βορείου μόλου 14. Κατάλοιπα νεωρίων 14. 15.
Β΄ Χερσαία οχύρωση. σ. 15 κ.εξ. Οι δύο κύριες πύλες 16. 17. Τείχιση της εσωτερικής λεκάνης 17. Εκκίνηση των Μακρών Τειχών 17. 18. Ο ιππόδρομος 18. 19.
Γ΄ Ηετιώνεια. α΄ Η χερσαία οχύρωση 19-21. β΄ Η θαλάσσια οχύρωση 21. 22.
Πειραιάς από τον A. Milchhoefer (σ. 23-72)
(Τα αριθμητικά ψηφία χωρίς τον χαρακτηρισμό «(σελίδα)» παραπέμπουν σε παραγράφους)
Εισαγωγή (σ. 23)
Α΄ Διαμόρφωση του εδάφους (σ. 23-25)
Γεωγραφική θέση 3. 4. Ποταμός και έλος 5. Η φαληρική πλευρά 6. Ανύψωση ή βάθυνση του εδάφους; 7.
Β΄ Ιστορικά στοιχεία
Ι. Προϊστορία (Μύθος). (σ. 15-28)
Ενδιάμεση θέση του Πειραιά 8. Επιδράσεις από την πλευρά της Ελευσίνας 9. Φοινικικά· Αθηνά Σκιράς· υπερπόντιες επιδράσεις 10. Επιδράσεις από τα δυτικά (Βοιωτία) 11. Μινύες· Άρτεμη Μουνιχία 12. Χθόνιες λατρείες 13. Αιολείς Βοιωτοί Αθηνά Ιτωνία 14.
ΙΙ. Ο Πειραιάς ως λιμάνι των Αθηνών. (σ. 28-35)
Δήμος Πειραιέων· Θεμιστοκλής· βόρειο σκέλος του τείχους 15. Περικλής και Ιππόδαμος 16. Πελοποννησιακός Πόλεμος 17. Ο 4ος αιώνας έως τον Λυκούργο 18. Λυκούργος 19. Μακεδονική περίοδος 20. Ρωμαϊκή περίοδος Σύλλας 21. Ερήμωση· ξένοι πολεμικοί λαοί 22. Βυζαντινή περίοδος Μεσαίωνας 23. Η σύγχρονη εποχή 24.
Γ΄ Τοπογραφία του Πειραιά
Ι. Τοπογραφική βιβλιογραφία. (σ. 35. 36)
Παλαιότεροι περιηγητές 25. Νεότερες Εργασίες 26. Σχέδιο της τοπογραφικής περιγραφής 27.
ΙΙ. Η βόρεια περιοχή του Πειραιά. (σ. 36-40)
Χαρακτηριστικά τοπωνύμια 28. Ἁλαί 29. Θησείον 30. Ιππόδρομος; Στάδιο; 31. Πύλη του Άστεως· Ερμής 32.
ΙΙΙ. Το εσωτερικό της πόλης. (σ. 40-46)
Λατομείο 33. Ιπποδάμειος Αγορά 34. Δίας Σωτήρ κ.ά. λατρείες του Δία 35. Αρχαία κατάλοιπα 36. – στην πλατεία Τερψιθέας· ξένες λατρείες 37. Ιδιωτικές οικίες 38. Αφροδίτη Συρία 39. Βυζαντινή εκκλησία· Ποσειδώνας; Θέατρο 40. Μητρώον 41. Λατρευτικές συνδέσεις της Μητέρας των Θεών 42.
ΙV. Ο ανατολικός όρμος του πειραϊκού λιμανιού. (σ. 40-50)
Όριο μεταξύ Κανθάρου και Εμπορίου 43. Η Σκευοθήκη του Φίλωνος 44. Το λιμάνι του Κανθάρου 45. Το Αφροδίσιον 46. Πέντε Στοές και Εμπόριον 47. Δείγμα. Διαμόρφωση του Εμπορίου 48.
V. Βόρεια πλευρά και Ηετιώνεια. (σ. 50-53)
Μακρά Στοά και ἀγορά 49. Πορεία του βορειοδυτικού τείχους της πόλης 50. Οχύρωση των Τετρακοσίων στην Ηετιώνεια 51. Όρμος Κρομμυδαροῦ και ιερά 52. Περίφραξη του λιμανιού, χῶμα 53.
VΙ. Ακτή. (σ. 53-57)
Άλκιμος· Λέων 54. Τάφος του Θεμιστοκλή 55. Φάροι 56. Λατομεία 57. Κατάλοιπα σπιτιών και άνδηρα, φρεάτιο υδάτων 58. Φρεαττύς; 59. (πρβλ. 64)
VΙΙ. Ζέα. (σ. 57-61)
Ονομασία, νεώρια 60. Τριττύες 61. Στοές, οφθαλμοί πλοίων, Πρόπυλον 62. Κατάλοιπα ναού; Οχυρωματικό έργο 63. Δεξαμενές στους βράχους, Φρεαττύς 64. Τοιχώματα βράχου και κόγχες. Δίας Μειλίχιος και Φίλιος 65. Ασκληπιός; Σηράγγειον; Επιγραφή σε βράχο 66.
VΙΙΙ. Μουνιχία. (σ. 61-63)
Ναός της Άρτεμης Μουνιχίας και της Βενδίδος 67. Τύπος του αγάλματος της Άρτεμης 68. Λιμάνι Μουνιχίας· φάροι· ναός του λιμανιού· νεώρια 69. Λόφος Μουνιχίας φρούριο· υδρευτικές στοές· χρονολόγηση του φρουρίου 70. Θέατρο στη Μουνιχία 71.
Σημειώσεις. (σ. 64-71)
Τεκμηρίωση των επιγραφών. (σ. 72)
Τα σταθερά σημεία, τα οποία ήταν καθοριστικής σημασίας για την κατασκευή του δεύτερου χάρτη του Πειραιά («αρχαία πόλη»), έχουν συγκεντρωθεί από τον κ. J. A. Kaupert στη σημείωση 27.
_______
Χάρτες
Φ. Ι. Αθήνα και πέριξ περιοχή: Συντάχθηκε και σχεδιάστηκε από τον J. A. Kaupert. Κλίμακα 1:12.500.
» Ια. Η αρχαία Αθήνα με τα τεκμηριωθέντα μνημεία της, χώρους και κυκλοφοριακές οδούς: Ανασύσταση από τους E. Curtius και J. A. Kaupert. Κλίμακα 1:12.500.
» ΙΙ. Η πειραϊκή χερσόνησος: Συντάχθηκε και σχεδιάστηκε από τον G. v. Alten. Κλίμακα 1:12.500.
» ΙΙα. Η πειραϊκή χερσόνησος μετά την οικοδόμηση της ιπποδάμειας πόλης – Εγκαταστάσεις και οχυρωματικά τείχη: Κλίμακα 1:12.500. Ανασύσταση από τους A. Milchhoefer και J. A. Kaupert.
___
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
_______
[1] Με την ίδρυση του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών (1873) εισήλθε σε ένα νέο στάδιο και η μελέτη της αρχαίας τοπογραφίας. Η από καιρό αισθητή ανάγκη για έναν ενιαίο τοπογραφικό-αρχαιολογικό χάρτη του λεκανοπεδίου της Αθήνας, κατά το δυνατόν και του συνόλου της Αττικής, ανακινήθηκε εκ νέου, έτσι ώστε μέσα από τη σύνταξή του να παρασχεθεί η απαραίτητη βάση για τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας και των μνημείων της.
Στην πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας ανταποκρίθηκε με τη μέγιστη προθυμία και προσωπική συμμετοχή ο επικεφαλής του Μείζονος Γενικού Επιτελείου κύριος στρατάρχης κόμης von Moltke. Αφού ήδη το 1862 ο τότε ταγματάρχης κύριος v. Strantz και το 1873 ο τότε ταγματάρχης κύριος Regely, που ανήκαν και οι δύο στο Μείζον Γενικό Επιτελείο, μπόρεσαν να συμμετάσχουν σε προηγούμενες αποτυπώσεις, ο τοπογραφικός σύμβουλος του Μείζονος Γενικού Επιτελείου κύριος Kaupert εξουσιοδοτήθηκε το 1875 με την ανάληψη των προπαρασκευαστικών εργασιών για το τωρινό έργο της τοπογραφικής-αρχαιολογικής αποτύπωσης του αθηναϊκού λεκανοπεδίου. Σε συνέχεια του τελευταίου συμμετείχαν από το 1877 ο κύριος υπολοχαγός v. Alten και οι αξιωματικοί Steffen, Siemens και v. Weddig, οι εργασίες των οποίων βρίσκονται υπό λιθογραφική επεξεργασία, ενώ ταυτοχρόνως κατά το χειμώνα του 1880/81 ο κύριος υπολοχαγός Gäde επεξέτεινε το τριγωνομετρικό δίκτυο προς την ανατολική ακτή της Αττικής.
Ο Άτλας των Αθηνών, ο οποίος εκδόθηκε το 1878 με εντολή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου από τους E. Curtius και J. A. Kaupert (Βερολίνο, εκδ. οίκος Dietrich Reimer), περιλαμβάνει τις βάσεις για τις προς εκτέλεση εργασίες. Τα φύλλα χαρτών 1 και 2 σε κλίμακα 1:12.500 που περιέχει, δημοσιεύονται εδώ διορθωμένα σε κάποια σημεία και συμπληρωμένα [2] ως τα πρώτα φύλλα των Χαρτών της Αττικής. Συνοδεύονται από τις αποτυπώσεις των λιμανιών των Αθηνών σε ίδια κλίμακα.
Για τα δύο πρώτα φύλλα ήταν αναγκαία μόνον μια σύντομη επεξήγηση. Τα φύλλα 3 και 4 απαιτούσαν ένα λεπτομερέστερο κείμενο. Αυτό, σε ό,τι αφορά την τεχνική πραγμάτευση των οχυρώσεων, συντάχθηκε από τον κύριο υπολοχαγό v. Alten, από τον οποίο προέρχονται και οι εντός του κειμένου εκτυπωθείσες εικόνες και σχέδια. Η γενική τοπογραφική-αρχαιολογική επεξεργασία του Πειραιά έγινε από τον κύριο Δρα A. Milchhoefer, στον οποίο οφείλονται και οι περαιτέρω προσθήκες στα φύλλα 1 και 2.
___________________________
Αθήνα και πέριξ περιοχή
(φ.1 και 2)
[3] Το φύλλο 1 δίνει μια εικόνα του εδάφους της Αθήνας, με το σχεδιάγραμμα της σημερινής πόλης και τα ίχνη της Αρχαιότητας σημειωμένα με ερυθρό χρώμα. Το έδαφος αποκτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του μέσω του βουνού, το οποίο από τα βορειοανατολικά εκτείνεται προς την πεδιάδα και με τις απολήξεις του διαχωρίζει τις ποτάμιες κοιλάδες του Κηφισού και του Ιλισσού. Πρόκειται για τα Τουρκοβούνια από τα οποία ο αρχαίος Λυκαβηττός, ένα επίμηκες βουνό το οποίο φέρει στην κορυφή του, που έχει κωνική μορφή, το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, προεξέχει προς τα νοτιοδυτικά. Στις βορειοανατολικές υπώρειες αυτού βρίσκεται το χωριό Αμπελόκηποι και στη νότια πλαγιά του η μονή των Ασωμάτων (μονὴ τῶν Ἀσωμάτων [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], δηλ. ο Άγγελος), κάτω από την οποία, στη δεξιά όχθη του Ιλισσού, εκτείνεται ο δρόμος προς Κηφισιά. Οι δυτικές υπώρειες με το διαρρηγμένο βράχο τους, το αποκαλούμενο «Στόμα του βατράχου» (Σχιστόπετρα), εισέρχονται στην περιοχή της σημερινής πόλης.
Στις βορειοδυτικές υπώρειες του Λυκαβηττού υψώνεται ο λόφος Στρέφη με τα χαρακτηριστικά λατομεία του.
Από μια κοίλη βάθυνση, εντός της οποίας βρίσκεται η σημερινή πόλη, ανυψώνεται εκ νέου η οροσειρά των Τουρκοβουνίων και του Λυκαβηττού και ανασηκώνει προς την ίδια κατεύθυνση από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά δύο ομάδες βραχωδών υψωμάτων, μια πρόσθια –Ακρόπολη και Άρειος Πάγος– και μια οπίσθια με τη γενική ονομασία «Πνυξ». Η κορυφή αυτής της οπίσθιας οροσειράς χαρακτηρίζεται από τα διακρινόμενα από μακριά κατάλοιπα του μνημείου του Σύρου Φιλοπάππου και, συνήθως, φέρει αυτή την ονομασία· πρόκειται για τον αρχαίο λόφο των Μουσών (Μουσείον). Από αυτήν την κορυφή η κορυφογραμμή του υψώματος χαμηλώνει προς τα βορειοδυτικά σε ένα διάσελο όπου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου Λουμπαρδιάρη. Από την άλλη πλευρά του διασέλου υψώνεται προς την ίδια κατεύθυνση ένα δεύτερο ύψωμα, όπου στηρίζεται ημικυκλικά το άνδηρο, το οποίο θεωρείτο παλαιότερα ως ο τόπος συγκέντρωσης της αθηναϊκής εκκλησίας του δήμου, και εξ αυτού ονομαζόταν συνήθως Πνυξ. Από εδώ προεξέχει προς ένα νέο διάσελο ένα τρίτο ύψωμα με βορειοδυτική κατεύθυνση. Στην κορυφή του φέρει το σημερινό Αστεροσκοπείο και με βάση μια λαξευμένη στον βράχο επιγραφή που αναφέρει τη λατρεία των Νυμφών, ονομάζεται λόφος των Νυμφών.
Αυτά είναι τα σημεία των τριών κορυφών της λοφοσειράς, τα οποία προεξέχουν προς την πλευρά της πόλης μέσω τριών ιδιαίτερων αποστρογγυλεμένων άκρων. Προς την πλευρά της θάλασσας, η λοφοσειρά χαμηλώνει μέσα από διάφορες επιμήκεις κορυφογραμμές που μαζί με τις κοιλάδες που βρίσκονται ενδιάμεσα σχηματίζουν στην κάτοψή τους ένα τρίγωνο, η κορυφή του οποίου προωθείται έως τις παρυφές της κοίτης του Ιλισσού, ενώ και πέραν αυτής ανασηκώνει ακόμη ένα ύψωμα που εκτείνεται προς τα νότια. Ο Ιλισσός είναι ένα ορεινό ρέμα, το οποίο έχει διανοίξει την κοίτη του μεταξύ των νότιων υπωρειών του Λυκαβηττού και των απολήξεων του Υμηττού. Τα προκείμενα όρη του Υμηττού σχηματίζουν τις ανατολικές παρυφές εντός των οποίων, η κοιλάδα που είχε διαμορφωθεί σε στάδιο από τους Αρχαίους, έχει τη χαρακτηριστικότερη μορφή. Κάτω από το στάδιο τα υψώματα γίνονται αραιότερα, και κοντά στην πηγή Καλλιρρόη, η οποία έχει διατηρήσει έως σήμερα την ονομασία της, προς τα νότια του Ολυμπιείου, εξέρχεται το ρέμα από το βραχώδες φαράγγι και έχοντας τη μορφή ενός, συνήθως, άνυδρου ορύγματος με χαμηλές όχθες περιτρέχει τις νότιες απολήξεις του λόφου του Φιλοπάππου με κατεύθυνση προς τη βάθυνση του Ελαιώνα.
Στη δυτική πλευρά της πόλης, ο Κηφισός, τροφοδοτούμενος από τις αστείρευτες πηγές της Πάρνηθας και του Πεντελικού, ρέει με κατεύθυνση από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά διασχίζοντας την ευρεία βάθυνση που καλύπτει τον Ελαιώνα. Μέσω πολυάριθμων καναλιών ποτίζει τους περιβολώνες του τελευταίου και, στη συνέχεια, εισέρχεται σε μια λιγότερο πλούσια σε δένδρα έκταση, όπου συμβάλλεται μαζί του η κοίτη του Ιλισσού.
[4] Μεταξύ των δύο υδάτινων ροών εγκαταστάθηκε η νέα πρωτεύουσα, καθώς με βάση το διάταγμα της Αντιβασιλείας της 18ης/30ής Σεπτεμβρίου 1834 αποφασίστηκε η μεταφορά της κυβερνητικής έδρας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια τα βόρεια και ανατολικά περίχωρα της Ακρόπολης, έως τη λεγόμενη στοά του Αδριανού και το μνημείο του Λυσικράτους, θα παρέμεναν αδόμητα για να αποκαλυφθούν σε αυτές τις θέσεις τα μνημεία της Αρχαιότητας και να πλαισιωθούν με κήπους. Αυτός ο κανονισμός εξαρχής δεν τηρήθηκε. Οι ομάδες των σπιτιών της σύγχρονης πόλης εκτείνονται άμεσα από τις βόρειες υπώρειες της Ακρόπολης, μέσω της κοίλης βάθυνσης, σε δύο παράλληλες οδούς προς τα βόρεια. Η ανατολική είναι η, κατευθυνόμενη προς τον Πύργο των Ανέμων, οδός Αιόλου και η δυτική η οδός Αθηνάς, και οι δύο τέμνονται σε ορθή γωνία από την οδό Ερμού, η οποία έχει ως σημείο αναφοράς το μέσον των βασιλικών ανακτόρων. Από το μέσον της πόλης η δεξιά πτέρυγα εκτείνεται προς τα ανατολικά ανεβαίνοντας προς τις πλαγιές του Λυκαβηττού (Νεάπολις), εκεί όπου έπειτα ο τελευταίος προσεγγίζει την άνω κοίτη του Ιλισσού και φθάνει στον ποταμό στο προάστιο των Ιλισίων, η αριστερή πτέρυγα εξαπλώνεται προς τα δυτικά και έχει επεκταθεί έως το σημείο όπου το βραχώδες έδαφος της πόλης αρχίζει να χαμηλώνει προς τον Κηφισό.
Η νότια πλευρά της Ακρόπολης έχει προσώρας παραμείνει ελεύθερη από τη δόμηση, εκτός από τις νοτιοανατολικές κλιτύες της, όπου από το αρχαίο θέατρο έως κοντά στο Ολυμπιείο έχει εγκατασταθεί ένας πυκνός αριθμός κατοίκων (Πλάκα), ενώ μια ομάδα προαστιακών οικιών προωθείται από το στρατιωτικό νοσοκομείο έως τον Ιλισσό, τον οποίο και προσεγγίζει αμέσως κάτω από την αρχαία Καλλιρρόη.
Κατά τα τελευταία χρόνια η νέα Αθήνα, ο πληθυσμός της οποίας έχει σχεδόν φθάσει τις 70.000, εξαπλώνεται προς κάθε πλευρά. Ακόμη και στα ανατολικά και δυτικά, εκεί όπου ο Λυκαβηττός και ο λόφος των Νυμφών σχηματίζουν ένα φυσικό εμπόδιο, αναδύονται ομάδες σπιτιών και δρόμοι. Για παράδειγμα, προς τα βόρεια, κάτω από το Αστεροσκοπείο, έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη συνοικία. Ο αυξανόμενος πληθυσμός επεκτείνεται ευκολότερα προς τα βόρεια, και σύντομα τα Πατήσια θα μπορούσαν να ενωθούν με την πρωτεύουσα. Η κερδοσκοπία καταλαμβάνει ήδη και τη νότια ομάδα λόφων. Οι πλαγιές του λόφου του Φιλοπάππου προς τα βόρεια και προς τα ανατολικά προορίζονται ήδη για οικοδόμηση. Στον φαληρικό δρόμο, εκεί όπου τέμνει τον Ιλισσό, υψώνεται μια μεγάλη εγκατάσταση λουτρών, η οποία πρόκειται να τροφοδοτείται με θαλάσσια νερά. Το πιο θλιβερό είναι ότι, εσχάτως, η βόρεια κλιτύς της Ακρόπολης καταλαμβάνεται σε τέτοιο βαθμό από κατοικίες, ώστε κάποιες κόγχες και σπήλαια, κυρίως εκείνα στην ανατολική πλευρά των βορείων παρυφών τα οποία όταν συντασσόταν ο χάρτης ήταν ακόμη προσβάσιμα, τώρα, λόγω της δόμησης, να έχουν ήδη εν μέρει αποκλεισθεί.
Το φύλλο 1 αποτελεί, αυτό καθαυτό, ένα σύνολο το οποίο απεικονίζει πλήρως τη σημερινή Αθήνα και τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης μαζί με τη χαρακτηριστική για τη θέση της πόλης γύρω περιοχή, δηλαδή τον Ελαιώνα στα δυτικά, τον λόφο του Κολωνού στα βορειοδυτικά, τις προεκτάσεις των Τουρκοβουνίων και του Υμηττού στα βορειοανατολικά και ανατολικά και τις τελευταίες απολήξεις των υψωμάτων της πόλης στα νότια. Οι χάρτες της Αττικής που θα ακολουθήσουν θα παρουσιάσουν τη συνάφεια του εδάφους της πόλης αφενός με τα όρη που βρίσκονται ψηλότερα, αφετέρου με τη θαλάσσια ακτή.
Το φύλλο 2 αποτελεί επανάληψη του ίδιου χάρτη. Όμως, εδώ εμφανίζεται το πολύμορφο δίκτυο των σύγχρονων πλατειών, οδών και δρομίσκων σε μαύρο υπόβαθρο με σκοπό να διευκολύνει αποκλειστικά τον προσανατολισμό ως προς την αρχαία τοπογραφία. Αντιθέτως, τώρα είναι το Αρχαίο εκείνο στο οποίο επικεντρωνόμαστε. Οι τοποθεσίες χαρακτηρίζονται με τις αρχαίες ονομασίες τους, και τα κατάλοιπα της Αρχαιότητας, σε ό,τι αφορά τις οδούς, τα κτήρια, τα πλατώματα, τα τείχη και τους υδαταγωγούς, παρουσιάζονται, κατά το δυνατόν, εντός των συμφραζομένων τους. Με αυτόν τον τρόπο, διαμέσου της διαφορετικότητας γραφής και σχεδίου, αποτυπώνεται ο υψηλότερος ή χαμηλότερος βαθμός βεβαιότητας. Όλα όσα βασίζονται σε συνδυαστική σκέψη έχουν κρατηθεί μακριά από τη χαρτογραφική αναπαράσταση.
Ως προς την ονοματοθεσία του φύλλου, σε ό,τι αφορά τα υψώματα, πέραν του Λυκαβηττού, της Ακρόπολης, του Αρείου Πάγου και του Μουσείου, η κορυφή του Φιλοπάππου (κατά τον πλατωνικό Κριτία, 112) χαρακτηρίζεται ως Πνυξ και το πέραν του Ιλισσού προς τα νότια προεξέχον βουνό ως Σικελία. Επιπλέον, τα υψώματα κοντά στο στάδιο ως Αρδηττός και Ελικών, ενώ, τέλος, τα δύο ασπιδόμορφα βραχώδη υψώματα στις βορειοανατολικές παρυφές του Ελαιώνα ως εκείνα του Κολωνού Ιππίου και της Δήμητρας Ευχλόου.
Από τις υδάτινες ροές κατονομάζεται, εκτός του Κηφισού και του Ιλισσού, ο παραπόταμος του τελευταίου, ο Ηριδανός. Περαιτέρω, ο Κυκλοβόρος, τον οποίο ταυτίζω με τον χείμαρρο στη βόρεια πλευρά της αρχαίας πόλης διότι την περιέβαλλε κυκλικώς, ήταν εν μέρει γεφυρωμένος και έπειτα από βροχοπτώσεις πολύ ορμητικός (πρβλ. Σχόλ. στους [5] Ιππής του Αριστοφάνη, στ. 137). Από τις πηγές, σημειώνονται η Κλεψύδρα στην Ακρόπολη και η Καλλιρρόη που πηγάζει στην κοίτη του Ιλισσού.
Δυσχερέστερα είναι τα τοπωνύμια. Η Μελίτη ήταν μια υψηλά κείμενη περιφέρεια, η οποία, όπως σήμερα γενικώς πιστεύεται, περιλάμβανε τον λεγόμενο λόφο των Νυμφών ή Αστεροσκοπείου και την πέριξ περιοχή του. Η Κοίλη ήταν, ενδεχομένως, το φαράγγι που εκτείνεται από το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου Λουμπαρδιάρη προς τη θάλασσα. Στα δυτικά η Μελίτη συνόρευε με τις Κειριάδες, στην περιοχή των οποίων βρίσκεται το βραχώδες φαράγγι Βάραθρον, τα απότομα τοιχώματα του οποίου, σε παλαιότερους καιρούς, χρησιμοποιούνταν για να κατακρημνίζονται οι καταδικασμένοι· στα βόρεια συνόρευε με τη θέση του Κεραμεικού που βρίσκεται χαμηλά και τον Κολωνό. Γύρω από τις υπώρειες της Ακρόπολης βρίσκονταν (πιθανώς και τα δύο στα νότια) το Κυδαθήναιον και η συνοικία Λίμναι, δηλ. η ελώδης βάθυνση κάτω από το διονυσιακό θέατρο, στα δε βόρεια ο Κολλυτός και η Διόμεια, η οποία ανέβαινε προς τον Λυκαβηττό. Αυτές είναι οι περιοχές και οι συνοικίες που συνωστίζονταν γύρω από την Ακρόπολη και με την προοδευτική οικοδομική εξάπλωση των Αθηνών ενσωματώθηκαν πλήρως ή εν μέρει στον οχυρωματικό περίβολο της πόλης.
Γνωρίζουμε τον οχυρωματικό περίβολο των αθηναϊκών τειχών μόνον στην έκταση που έλαβε από τον Θεμιστοκλή και αυτή η περιφέρεια έχει αναμφισβήτητα επιβεβαιωθεί και από τις νεότερες έρευνες. Τα τείχη σχημάτιζαν μια έλλειψη, ο μεγάλος άξονας της οποίας σε ανατολική-δυτική κατεύθυνση μετρά περίπου 2.000 μ., ενώ ο μικρός της άξονας σε βόρεια-νότια κατεύθυνση 1.500 μ. (Kaupert, die Befestigungsmauern Alt-Athens, Monatsber. d. berl. Akad. 1879, σ. 608). Τα ίχνη του αρχαίου οχυρωματικού περιβόλου κινούνται από την κορυφή του Φιλοπάππου προς βορειοδυτική κατεύθυνση κατά μήκος της κορυφογραμμής των υψωμάτων, περνώντας έως απέναντι στον λόφο των Νυμφών. Από αυτό το σημείο, στρεφόμενα προς τα βόρεια, ακολουθούν τις εξωτερικές παρυφές του λόφου επάνω στον οποίο βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Αθανασίου και, στη συνέχεια, χαμηλώνουν στη βάθυνση όπου το κοίλωμα της κοιλάδας του εδάφους της πόλης διανοίγεται προς τα βορειοδυτικά. Από εδώ τα ίχνη κινούνται αρχικώς προς βορειοανατολική και έπειτα σε ανατολική κατεύθυνση, στις παρυφές της περιοχής, έως την ευρεία βουνοπλαγιά που σχηματίζει τις προεξέχουσες υπώρειες του Λυκαβηττού. Αυτό είναι το βόρειο σημείο της αρχαίας πόλης, το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το μέσον της Ακρόπολης. Εδώ αρχίζει η ανατολική πλευρά του τείχους, η οποία κάτω από τα ριζά του Λυκαβηττού και διαμέσου του σημερινού κήπου των ανακτόρων εκτείνεται σε νοτιοανατολική κατεύθυνση έως κοντά στον Ιλισσό, όπου σχηματίζει μια αιχμή με μορφή προεξέχοντος προμαχώνα, που αποτελεί την ανατολική άκρη του αρχαίου οχυρωματικού περιβόλου. Από εδώ στρεφόμενο προς τα νοτιοδυτικά, το τείχος κινείται παράλληλα με τον Ιλισσό (σε απόσταση 160 μ. από αυτόν). Επάνω από την Καλλιρρόη το τείχος εμφανίζεται στο κοντινότερο σημείο της κοίτης του ποταμού και, στη συνέχεια, στο νοτιότερο σημείο απομακρύνεται από τον ρου του ποταμού για να ανεβεί, στρεφόμενο προς τα δυτικά, την κορυφογραμμή του Φιλοπάππου, το σημείο από όπου ξεκινήσαμε την περιγραφή της πορείας του.
Σε αυτήν την πορεία του τείχους με περ. 97 πύργους, το εξωτερικό μέτωπο του οποίου –σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Kaupert– έφθανε τα 7.912 μ., κατανέμονται οι πύλες και οι πυλίδες που αντιστοιχούν στους δρόμους, οι οποίοι πριν την περιτείχιση συνέδεαν την Αθήνα με τις γύρω περιοχές.
Οι πύλες, καθόσον βρίσκονται στο έδαφος της αρχαίας πόλης, είναι πύλες διασέλων δηλ. έξοδοι οι οποίες βρίσκονται επί των φυσικών διασέλων των βραχωδών υψωμάτων. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η πύλη κοντά στο εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου Λουμπαρδιάρη (στη δυτική πλαγιά του Φιλοπάππου), η πύλη νότια από τον λόφο των Νυμφών (πύλη Μελίτης) και εκείνη στον λόφο του Αγ. Αθανασίου (Πειραϊκή πύλη), οι τρεις φυσικές έξοδοι προς τα νοτιοδυτικά και δυτικά. Η τέταρτη πύλη, η οποία σημαίνεται μέσω σημαντικών ερειπίων του πυλαίου κτίσματος και της πυλαίας οδού, είναι αυτή που βρίσκεται χαμηλότερα και η φυσική απόληξη της λεκάνης της αστικής κοιλάδας προς τα βορειοδυτικά, δηλαδή το αρχαίο Δίπυλον με τη μικρή παράπλευρη πύλη, την Ιερά Πύλη προς την Ελευσίνα. Η βόρεια πύλη, που βρίσκεται στο πρόσθιο άνδηρο του Λυκαβηττού, ήταν η Αχαρνική. Ακολουθούν στην ανατολική πλευρά η Διόμεια πύλη και εκείνη του Διοχάρους. Τέλος, στα νότια, στο τμήμα από τον λόφο του Φιλοπάππου προς το Ολυμπιείο, βρίσκεται η Ιτωνία.
Πέραν αυτών των δέκα πυλών, θα πρέπει να τοποθετήσουμε μια ακόμη έξοδο στον άξονα του Σταδίου, ομοίως επάνω από την Καλλιρρόη· επίσης, μια πυλίδα όχι μακριά από την Αχαρνική (κοντά στον Άγ. Ιωάννη της Κολώνας) και, ενδεχομένως, μια ιδιαίτερη έξοδο κοντά στην Ιτωνία για την οδό προς το Σούνιο. Στη νέα εκτύπωση αυτή η πύλη σημαίνεται. Με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται η δυσκολία να τέμνεται η φαληρική οδός από το φαληρικό τείχος. Πριν από το θεμιστόκλειο τείχος υπήρχε ένας στενότερος περίβολος και η πύλη που ανήγειρε ο Αδριανός, η οποία οδηγούσε από την πόλη του Θησέα στη νέα αυτοκρατορική πόλη, πιθανώς βρίσκεται επί της γραμμής αυτού του παλαιότερου τείχους. Βρίσκεται στο σημείο όπου αυτή εκτείνεται βορειοανατολικά προς τον βασιλικό κήπο και σημειώνεται στον χάρτη με ερυθρές διαγραμμίσεις.
[6] Με τον οχυρωματικό περίβολο της πόλης συνδέονται τα τείχη που ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά. Η σύνδεση, παρότι το σημείο όπου αυτή πραγματοποιείτο δεν διακρίνεται με σαφήνεια, γενικώς προέκυπτε από τη μορφολογία του εδάφους, καθότι η χαμηλή βραχώδης πλαγιά του λόφου των Νυμφών νοτιοδυτικά του Αστεροσκοπείου ήταν ο φυσικός φορέας της μιας γραμμής του τείχους, τα ίχνη της οποίας μπορούν να παρακολουθηθούν από την περιοχή κοντά στο Βάραθρο έως τα νοτιοδυτικά. Το μεσαίο τείχος θα πρέπει να συνδεόταν με τον [λόφο του] Φιλοπάππου. Τα δύο τείχη συνέκλιναν μέχρι να φθάσουν στο σημείο όπου, σε παράλληλη κατεύθυνση, σχημάτιζαν μια οχυρωμένη στρατιωτική οδό 185 μ., το πλάτος 1 σταδίου. Σε αυτό το σημείο υπήρχε ένα εγκάρσιο τείχος με μια πυλίδα, η οποία οδηγούσε από το προωθημένο τρίγωνο στον δρόμο του τείχους. Το φαληρικό τείχος παρακολουθείται, σύμφωνα με την κατεύθυνσή του, μέσω διαφόρων καταλοίπων. Η σύνδεσή του θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στην Ιτωνία πύλη, και μάλιστα προς τα ανατολικά από αυτήν.
Το σύνολο του οχυρωματικού συστήματος, το οποίο ενοποιούσε την εσωτερική με την παράκτια πόλη, θα παρουσιασθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια στο φύλλο Αθήνας-Πειραιά.
Εντός του περιβόλου της πόλης εξαίρονται τα ιερά και σημειώνονται με ερυθρό χρώμα: Το εν μέρει λαξευμένο στο βραχώδες έδαφος, εν μέρει στηριζόμενο μέσω πρώιμων αντερεισμάτων, διπλό άνδηρο μεταξύ Φιλοπάππου και λόφου των Νυμφών –το οποίο παλαιότερα θεωρείτο ως χώρος συγκέντρωσης της εκκλησίας του δήμου και εξ αυτού αποκαλείτο Πνυξ– είναι μια αρχαία και σεβάσμια εγκατάσταση την οποία γνωρίζουμε μόνον ως χώρο του βωμού του Δία· στη συνέχεια, τα ιερά της Ακρόπολης (Αθηνά Πολιάς, Παρθενώνας, Αθηνά Νίκη), το ευρισκόμενο στις νότιες υπώρειες της Ακρόπολης και προσφάτως αποκαλυφθέν Ασκληπιείο, δυτικά το θέατρο, το ιερό του Διονύσου εν Λίμναις, και στο ανατολικό πέρας το Ελευσίνιο στην υποτιθέμενη θέση του. Επάνω από τον Ιλισσό ο ναός του Ολυμπίου Διός και δίπλα, πιο κάτω στην ίδια όχθη, το ιερό του Απόλλωνα Πυθίου. Τέλος, στη δυτική πλευρά το αποκαλούμενο Θησείο, το οποίο ενδεχομένως ταυτίζεται με το Ηράκλειον της Μελίτης.
Δημόσια κτήρια τα οποία έχουν μόνον μακρινή σχέση με λατρεία θεών: Τα Προπύλαια, η Ακρόπολη, το ωδείο του Ηρώδη Αττικού στους πρόποδες της τελευταίας με τη στοά που εκτείνεται προς τα ανατολικά κάτω από το Ασκληπιείο, το μεγάλο θέατρο του Διονύσου, το ωδείο του Περικλή, η θέση του οποίου υποδεικνύεται στα ανατολικά του θεάτρου. Τα δύο τεκμηριωμένα χορηγικά μνημεία ορίζουν με βεβαιότητα την κατεύθυνση της Οδού των Τριπόδων, η οποία περιέτρεχε την Ακρόπολη προς τη βόρεια κλιτύ της. Αυτή οδηγούσε προς το Πρυτανείο, η θέση του οποίου κάτω από το μέσον της βόρειας κλιτύος της Ακρόπολης θα μπορούσε, περίπου, να προσδιοριστεί σύμφωνα με την πορεία του Παυσανία. Στους καιρούς του τελευταίου αποτελούσε το κεντρικό σημείο της βόρειας πόλης. Προς τα ανατολικά από αυτό βρισκόταν το ταυτιζόμενο με βάση επιγραφικά ευρήματα Διογένειο, ένα Γυμνάσιο του 3ου αιώνα π.Χ., και πιο χαμηλά στην κοιλότητα, όχι μακριά από τη Μητρόπολη, το Σεραπείο. Βόρεια από το Πρυτανείο το οκταγωνικό Ωρολόγιο του Ανδρονίκου Κυρρήστου («Πύργος των Ανέμων»), με τον αγωγό που τροφοδοτούσε το υδραυλικό ωρολόγιο και τα κατάλοιπα μιας τοξωτής στοάς. Προς τα βορειοδυτικά από αυτά βρίσκεται το μεγάλο τετράγωνο της λεγομένης «Στοάς του Αδριανού», δυτικά η πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, η οποία, ως πομπική πύλη, δείχνει την κατεύθυνση των πομπών των Παναθηναίων. Αυτά τα κτήρια είναι αδιανόητα δίχως περιβάλλουσες ή παρακείμενες πλατείες. Αυτοί οι ελεύθεροι χώροι σημειώνονται με φαιό χρώμα. Το Ωρολόγιον, το οποίο οικοδομήθηκε για την παρατήρηση της ηλιακής θέσης και της κατεύθυνσης των ανέμων, βρισκόταν ακριβώς δίπλα σε έναν ελεύθερο χώρο. Η πύλη της Αθηνάς οδηγούσε, όπως αποδεικνύει μια επιγραφή τοποθετημένη δίπλα της, αφενός στην αμέσως συνέχουσα αγορά ελαιόλαδου, αφετέρου (δηλ. προς τα δυτικά) προς τον κοντινό Κεραμεικό, στον οποίο, κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, κατευθυνόταν μια, πλαισιωμένη στη νότια πλευρά της από στοές, οδός. Η Αγορά του Κεραμεικού εκτεινόταν από τους πρόποδες του Αρείου Πάγου προς τα βόρεια. Το νότιο ήμισυ της, έκτασης περίπου 7.000 τ.μ., περιβαλλόταν από τα δημόσια κτήρια, τους ναούς και τις στοές της παλαιότερης Δημοκρατίας, το βόρειο τμήμα (περ. 8.100 τ.μ.) οριοθετείτο στα ανατολικά από τη Στοά του Αττάλου. Μεταξύ της στοάς του βασιλιά Αττάλου και του λεγομένου «Θησείου» βρίσκονται τα ερείπια της «Στοάς των Γιγάντων», η σχέση της οποίας με άλλες κτιριακές εγκαταστάσεις δεν έχει ακόμα διευκρινισθεί.
Από τις ιδιωτικές οικίες έχουν καταγραφεί προς τα ανατολικά των θεμελιώσεων του Διπύλου και στη νέα Αθήνα του αυτοκράτορα Αδριανού τα κατάλοιπα ρωμαϊκών επαύλεων με ψηφιδωτά δάπεδα, που εν μέρει ήταν ενσωματωμένα στο αρχαίο τείχος.
Η Αθήνα, ως κέντρο της επικράτειας, συνδεόταν με όλα τα τμήματα της υπαίθρου μέσω οδών που εκτείνονταν με ακτινωτό τρόπο: Στον βαθμό που είναι δυνατή η αναγνώρισή τους διαμέσου αδιαμφισβήτητων γνωρισμάτων, αποδίδονται έγχρωμες στον χάρτη.
[7] Στην πιο χαμηλή και άνετη έξοδο της πόλης συνενώνονται και οι περισσότερες οδοί. Από το Δίπυλο ξεκινούσαν (σε βορειοδυτική κατεύθυνση):
1. Η οδός προς την Ακαδημία, ένας δρόμος 6 σταδίων, η πλέον άνετη όλων των προαστιακών οδών. Ο βωμός του Προμηθέα (κοντά στον Αγ. Γεώργιο) σηματοδοτούσε την αρχή της Ακαδημίας, την κοιλότητα της οποίας κάλυπτε ο Ελαιώνας. Το σύνολο των περιβολώνων, οι οποίοι θα μπορούσαν περίπου να αντιστοιχούν στην έκταση της αρχαίας Ακαδημίας, αποδίδεται με φαιό χρώμα. Εδώ, ο Έξω Κεραμεικός συνορεύει με την τοποθεσία Κολωνός, στο μέσον της οποίας υψώνεται ο βραχώδης Κολωνός Ίππιος με μια εξομάλυνση του βράχου και ένα εκκλησάκι με αρχαία κατάλοιπα (Αγ. Ελεούσα).
2. Ο δρόμος προς την Ελευσίνα, η «Ιερά [Οδός]» οδηγούσε μέσω της περιοχής Σκίρον προς τις Λακιάδες κλπ.
3. Η οδός προς Πειραιά, η οποία, καθότι αμαξιτή, περιέτρεχε τα βραχώδη υψώματα. Μέσω των επιτύμβιων μνημείων κοντά στην Αγ. Τριάδα σηματοδοτείται με τον πλέον σαφή τρόπο σε σχέση με τις άλλες αττικές στρατιωτικές οδούς.
Από την Πειραϊκή πύλη οδηγούσε 4) ένας δρόμος, ο οποίος συναντούσε την προαναφερθείσα αμαξιτή οδό και την έτεμνε σε ευθεία κατεύθυνση στον πορθμό της Σαλαμίνας.
Από τις δύο πύλες διασέλων της νοτιοδυτικής πόλης ξεκινούσε ο δρόμος μεταξύ των σκελών του τείχους (5), ο οποίος, όταν βρίσκονταν κοντά εχθρικά στρατεύματα, αποτελούσε τη μοναδική ασφαλή οδική σύνδεση μεταξύ της επάνω και της κάτω πόλης.
Στα νότια, κάποτε, η Ιτωνία ήταν η κύρια πύλη. Από εδώ κινείτο ο δρόμος (6) προς τον φαληρικό όρμο, ο οποίος τέμνει τον Ιλισσό και αναγνωρίζεται μέσω των δεξαμενών και των τάφων του. Από εδώ εκκινούσε, ενδεχομένως από μια ιδιαίτερη πύλη, και ο δρόμος (7) προς την παράλια ζώνη που, μέσω Υμηττού, πήγαινε προς το Σούνιο, ένας δρόμος, ο οποίος πιθανώς διαπερνούσε τον Ιλισσό κοντά στην τουρκική γέφυρα. Δυτικά αυτού του δρόμου, κοντά στον Αγ. Ιωάννη, συναντά κανείς ένα είδος οχύρωσης, η οποία σημαίνεται με φαιό τόνο.
Προς τα ανατολικά, διακλαδίζονται διάφορα μονοπάτια που κάποτε οδηγούσαν απευθείας από το κέντρο της πόλης στα προάστια της υπαίθρου (Άγραι) και διαχωρίζονταν προς αριστερά και δεξιά στα προκείμενα όρη του Υμηττού. Ο κύριος δρόμος προς τις Άγρες (8) εγκατέλειπε την πόλη στο ίδιο σημείο από το οποίο πήγαινε κανείς στο Στάδιο και επάνω από το τελευταίο διακλαδιζόταν προς τα νοτιοανατολικά και τα ανατολικά. Στη γωνία που σχηματιζόταν μεταξύ των οδών, καθώς απέκλιναν μεταξύ τους, βρισκόταν το ιερό της Αρτέμιδος Αγροτέρας. Ο περαιτέρω προς τα ανατολικά κινούμενος δρόμος κατευθύνεται προς την παλαιόθεν φημισμένη θέση της πηγής της Αφροδίτης (κύλλου πήρα), τη σημερινή μονή Καισαριανής.
Προς τα βορειανατολικά κατευθύνονταν δύο κύριοι δρόμοι, αμφότεροι ανεβαίνοντας τη δεξιά όχθη του ποταμού. Ο νότιος (9) οδηγούσε στο Γυμνάσιο του Λυκείου, ο βόρειος (10) και ψηλότερα κείμενος, στο άνδηρο του Λυκαβηττού, όπου βρισκόταν το Γυμνάσιο του Κυνοσάργους κοντά στη μονή Ασωμάτων και, εν συνεχεία, μέσω Αλωπεκής (των σημερινών Αμπελοκήπων) προς Κηφισιά και Μαραθώνα. Ο κύριος δρόμος προς τα βόρεια (11) έτεμνε προς την κατεύθυνση της σημερινής οδού Πατησίων τη βαθιά σχισμή του Κυκλοβόρου και βαθμηδόν οδηγούσε από το λεκανοπέδιο της πόλης στα υψώματα της Πάρνηθας, προς Αχαρνές και Δεκέλεια.
Από αυτήν την κυρία οδό ξεκινούσαν στα μεν αριστερά δρόμοι προς την κοιλάδα του Κηφισού, στα δε δεξιά προς τον Λυκαβηττό, και μάλιστα ο ένας (12) παρέκαμπτε αυτό το βουνό με μια μεγάλη στροφή οδηγώντας μέσω των σημερινών Τουρκοβουνίων στην Κηφισιά, ενώ ο άλλος (13), που σημαίνεται από ταφικές εγκαταστάσεις και από έναν μνημειώδη τύμβο κοντά στους Αμπελόκηπους, έστριβε στην προαναφερθείσα οδό προς Κηφισιά.
Από τις οδούς στο εσωτερικό της αρχαίας πόλης, οι σημαντικότερες προσδιορίζονται από την κατεύθυνσή τους όταν κάποιος συνδέει τα σημεία αφετηρίας με τον προορισμό τους, για παράδειγμα ο Δρόμος μέσω της θέσης του Διπύλου και της Αγοράς, η Οδός των Τριπόδων μέσω των σωζόμενων βάσεων των τριπόδων, η οδός που συνδέει τον Κεραμεικό και τη Ρωμαϊκή Αγορά μέσα από τα στωικά κτήρια μεταξύ Κεραμεικού και της ανατολικής Αγοράς. Ο κύριος δρόμος ανάβασης στην Ακρόπολη ερχόταν από τη νότια πλευρά της πόλης, καθώς αυτός περιέτρεχε με ευρεία καμπή τις νοτιοδυτικές υπώρειες του υψώματός της. Συνέπιπτε με το τελευταίο τμήμα της πομπικής οδού των Παναθηναίων. Η κεντρική θέση της Ακρόπολης, η οποία αποτελούσε ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα της πόλης, καθόριζε τις κύριες οδούς της πόλης. Οι υπόλοιποι δρόμοι εντός της πόλης, οι οποίοι θα μπορούσαν να τοποθετηθούν υποθετικά, προκύπτουν είτε από την πορεία του Παυσανία και τα αναφερόμενα από αυτόν μνημεία είτε από τις κατευθύνσεις οι οποίες υποδεικνύονται από τις πύλες.
Σε ό,τι αφορά την υδροδότηση των Αθηνών, εκτός από τις παλαιόθεν γνωστές και με αδιάλειπτη χρήση πηγές Καλλιρρόης και Κλεψύδρας, βρέθηκαν πρόσφατα και οι δύο πλαισιωμένες με τεχνητό τρόπο κατά την Αρχαιότητα [8] πηγές του Ασκληπιείου, κάτι που δείχνει ότι προτιμούσαν ιδιαίτερα τη νότια κλιτύ της Ακρόπολης λόγω των υδάτινων αποθεμάτων της. Αυτή καθαυτήν η σύνδεση τεχνητών και φυσικών υδάτινων ροών αναγνωρίζεται με τη μεγαλύτερη σαφήνεια στην κοιλάδα του Ιλισσού. Από τις γαλάζιες γραμμές, η διακεκομμένη δηλώνει το κανάλι που εγκαταστάθηκε στις παρυφές του ποταμού, το οποίο οδηγούσε προς τα κάτω τα συλλεγόμενα νερά της Καλλιρρόης. Άλλα κανάλια συγκέντρωναν τα νερά από την άνω κοιλάδα του Ιλισσού (σε ύψος 107 μ.) και τα οδηγούσαν προς την πόλη, το υψηλότερο σημείο της οποίας δεν υπερέβαινε τα 105 μ. Ένα κανάλι κατευθύνεται από την περιοχή του αρχαίου Λυκείου στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, ένα άλλο, το οποίο τροφοδοτείται κατεξοχήν από τις πηγές του Αγ. Μάρκου και του Αγ. Θωμά προς τα ανατολικά των Αμπελοκήπων, πηγαίνει στον βασιλικό κήπο· από όπου ποτίζονταν αφενός οι αρχαίοι «κήποι» στον Ιλισσό, αφετέρου η περιοχή προς τα νότια της Ακρόπολης. Η βόρεια πόλη διασχίζεται από δύο υπόγεια κανάλια, το ένα με κατεύθυνση προς τον λεγόμενο ναό του Θησέα, το άλλο, περνώντας από τη Μητρόπολη, προς το Δίπυλο.
Στη δυτική πλαγιά του Υμηττού, κοντά στο «Στόμα του βατράχου», εμφανίζεται ένας κάθετος υδαταγωγός. Τα κανάλια που έρχονται εδώ από απομακρυσμένα μέρη κάνουν με σαφήνεια την εμφάνισή τους μόλις στα επόμενα Τμήματα των χαρτών. Ο υδαταγωγός που εισέρχεται στον χάρτη μας κοντά στην Αλωπεκή γεμίζει τη μεγάλη υδατοδεξαμενή στη νοτιοδυτική πλαγιά του Λυκαβηττού, το κύριο υδραγωγείο της αδριάνειας πόλης, από την οποία εκρέει εκ νέου το πόσιμο νερό με καθοδική πορεία προς την πόλη. Ο δεύτερος υδαταγωγός, ερχόμενος από τα βόρεια, περνά από τη νοτιοδυτική πλαγιά του Λυκαβηττού και φθάνει τη σημερινή πόλη κοντά στο Γαλλικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο [Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή / Σ.τ.Μ.].
Τα δύο φύλλα, η αρχαία και σύγχρονη Αθήνα, τα οποία παρουσιάζονται εδώ ως συστατικά μέρη της συλλογής των Χαρτών της Αττικής, έχουν δημοσιευθεί μαζί με άλλες, σχετικές με τις αθηναϊκές αρχαιότητες αποτυπώσεις, στον Άτλαντα των Αθηνών, τον οποίο εξέδωσα από κοινού με τον κύριο Kaupert και με εντολή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Εκεί η συνολική χαρτογράφηση της πόλης συμπληρώνεται μέσω της αποτύπωσης της νοτιοδυτικής Αθήνας (δηλ. εκείνου του διαμερίσματος της πόλης όπου είναι ορατό το αρχαίο βραχώδες έδαφος με όλα τα αρχαία ίχνη) σε κλίμακα 1:4.000. Περαιτέρω συμπληρώνεται μέσω των φύλλων που απεικονίζουν σε ξεχωριστούς χάρτες την αρχαία Οδό των Τάφων προ του Διπύλου, το διπλό άνδηρο του Δία (την αποκαλούμενη Πνύκα), τα μνημεία των βράχων (οικιστικές θέσεις, άνδηρο βωμού, Επτάθρονον), τάφους και ταφικούς θαλάμους στους βράχους, τις διαμορφώσεις βράχων στο Μουσείο και τον Άρειο Πάγο, καθώς και στην Καλλιρρόη, τέλος τη νότια κλιτύ της Ακρόπολης με το Ασκληπιείο. Σε αυτά προστίθενται οι ενσωματωμένες στο κείμενο ξυλογραφίες, οι οποίες απεικονίζουν με παραστατικό τρόπο τις εγκαταστάσεις στο Δίπυλο, το Στάδιο, τις κατόψεις των κτισμάτων των βράχων, τους βράχους στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης και τα αντιληπτά, εκεί, αρχαία ίχνη, την εγκατάσταση της Κλεψύδρας και τις κατόψεις των σημαντικότερων τάφων των βράχων. Επομένως, για λεπτομέρειες των αρχαιοτήτων της πόλης των Αθηνών παραπέμπουμε στις αναπαραστάσεις του Άτλαντα των Αθηνών και των συνοδευτικών κειμένων του.
Από τότε που εκδόθηκε ο Άτλας των Αθηνών αποκαλύφθηκαν τα παρακάτω αρχαία κατάλοιπα και –στο βαθμό που είναι σημαντικά από τοπογραφική άποψη– ελήφθησαν υπόψη στη νέα χαρτογραφική έκδοση:
1. Στην Ακρόπολη αποκαλύφθηκαν, διαμέσου των ανασκαφών του Γαλλικού Ινστιτούτου, προς τα δυτικά του Ερεχθείου σημαντικές υποδομές από πωρόλιθο, η χρονολόγηση και σημασία των οποίων δεν είναι ακόμη σαφής. Προς τα βόρεια από αυτές ένα τμήμα των τειχών της Ακρόπολης, οι καθαροί και εφοδιασμένοι με περιτένεια αρμοί των οποίων είναι βέβαιο ότι δεν προέρχονται από τη θεμιστόκλεια περίοδο. Πολύ περισσότερο, σε αυτήν τη μορφολογική επιλογή θα πρέπει να οδήγησε η εγγύτητα του Ερεχθείου, ο περίβολος του οποίου γειτνιάζει με αυτό το σημείο.
2. Με την ευκαιρία μιας νέας αποτύπωσης των Προπυλαίων, η δημοσίευση της οποίας επίκειται, ο αρχιτέκτων κύριος Bohn καθάρισε σχεδόν εξ ολοκλήρου την ανηφορική βραχώδη επιφάνεια μεταξύ της λεγομένης Πύλης Beulé και του μεσαίου κτηρίου των Προπυλαίων με τα αρχαία και αρχαιότατα ίχνη τους, ενώ παρακολούθησε λίγο περισσότερο προς τα δυτικά και το, με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, πολυγωνικό τείχος που βρίσκεται στον άξονα της ανόδου.
Εντός του μεγάλου προμαχώνα επάνω στον οποίο βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς Νίκης εμφανίστηκε, επίσης, ένα πολυγωνικό τείχος που καλύφθηκε λόγω υπερύψωσης αυτού του πύργου (κατά τη διάρκεια της ανέγερσης των Προπυλαίων), το οποίο κινείται με κατεύθυνση προς τα βορειοδυτικά.
3. Η ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία [Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία] εξερεύνησε το έδαφος στις ανατολικές και νοτιοανατολικές υπώρειες της Ακρόπολης. Αντί για τα προσδοκώμενα κατάλοιπα του ωδείου βρέθηκαν αναλημματικοί τοίχοι, όπως και άλλοι με εσωτερικό γέμισμα από κροκαλοπαγείς λίθους, επί των οποίων κάποτε ανέβαινε ο δρόμος που διαμέσου του κοίλου του διονυσιακού θεάτρου οδηγούσε προς το ιερό του Ασκληπιού. Επίσης, αρκετά τριποδικά μνημεία θα πρέπει να εκτίθεντο εδώ.
[9] Η ανατολική γραμμή που οριοθετούσε το κοίλον αποδείχθηκε ότι είναι ακανόνιστη και ασύμμετρη με τη δυτική. Τα κατάλοιπα του ωδείου του Περικλή θα πρέπει τώρα να αναζητηθούν κάτω από τις σύγχρονες ομάδες σπιτιών προς τα ανατολικά του θεάτρου.
4. Νότια του θεάτρου και προς τα νοτιοανατολικά της μακράς στοάς, στη διαδρομή προς το βουλεβάρτο, αποκαλύφθηκαν ακόμη κάποια αρχαία κατάλοιπα. Μεταξύ της μικρής εκκλησίας της Αγ. Παρασκευής και των ήδη γνωστών ναϊκών καταλοίπων προς τα δυτικά από αυτήν, έκανε την εμφάνισή της μια πώρινη θεμελίωση καλής εποχής. – Εν μέρει, περίπου παραλλήλως με το βουλεβάρτο, κινείται ένας τοίχος αρκετά όψιμης και κακής κατασκευής, ο οποίος οριοθετούσε τα διονυσιακά ιερά προς τα νότια. – Δυτικότερα βρίσκεται ένα καλοδιατηρημένο πλίνθινο υστερορωμαϊκό κτίσμα (μέρος μιας λουτρικής εγκατάστασης) με τρεις αψίδες στις οποίες είχαν εκ νέου διαμορφωθεί κόγχες. Η εγκατάσταση παρακολουθείτο και προς τα νότια του βουλεβάρτου (αυτή η θέση έχει πάλι καταχωθεί). – Δυτικά του διονυσιακού τομέα εμφανίζονται χαμηλές στρώσεις με τη μορφή ανδήρου από κροκαλοπαγή λίθο με κατεύθυνση προς τη μεγάλη στοά. – Όλη η περιοχή είναι γεμάτη με αρτηρίες ύδρευσης, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, εν μέρει ακόμη και στην καλή εποχή.
5. Στη νότια πλευρά της οδού που οδηγεί από την πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος προς το πέρας της Στοάς του Αττάλου βρέθηκαν κατά τη διάρκεια εκσκαφής θεμελίων ενός σπιτιού κατάλοιπα μιας ρωμαϊκής στοάς, όπως επίσης βάσεις και θραύσματα μεγάλων αγαλμάτων Ρωμαϊκής περιόδου, που επιτρέπουν την υπόθεση μιας οδού, η οποία οδηγούσε προς τον Κεραμεικό.
6. Από την Ελλ. Αρχ. Εταιρεία [Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία] αποκαλύφθηκαν τα τείχη της πόλης στο Δίπυλο από τη μικρότερη νότια πύλη έως το ύψωμα που τέμνεται από τον σιδηρόδρομο. Βρέθηκε η συνέχιση του διπλού τείχους, το οποίο είναι ήδη γνωστό στο τμήμα από την προαναφερθείσα πύλη έως τη μεγάλη πύλη του Διπύλου. Το εσωτερικό τείχος από ασβεστόλιθο, οι κατώτερες στρώσεις του οποίου είναι κατασκευασμένες σύμφωνα με το πολυγωνικό σύστημα, καθώς ανηφορίζει το ύψωμα, ακολουθείται και στις δύο πλευρές του από λαξευμένους στον βράχο αναβαθμούς. Το εξωτερικό τείχος από κροκαλοπαγείς λίθους, στρίβει στην πλαγιά προς τα δυτικά και έπειτα σταματά. Στο σημείο αυτό έχει διατηρηθεί σε ύψος 16 στρώσεων και προς την εξωτερική πλευρά ήταν ενισχυμένο με ένα όρυγμα.
7. Εκτός των τειχών και του ορύγματος παρατηρούνται, επίσης, κατάλοιπα όψιμων κατοικιών με απλά ψηφιδωτά δάπεδα κλπ., τα οποία μοιάζουν με εκείνα που ανακαλύφθηκαν παλαιότερα στο εσωτερικό των τειχών κοντά στο Δίπυλο.
8. Προς τα δυτικά από αυτά διανοίχθηκαν αρκετοί τάφοι Ρωμαϊκής περιόδου. Σαρκοφάγοι ακόμη πιο όψιμης εποχής βρέθηκαν σε εκσκαφές καναλιών στην οδό Πατησίων, κοντά στο Πολυτεχνείο. – Προς τα βορειοδυτικά του εργοστασίου φωταερίου (οικόπεδο Μεσσηνέζη) ιδιώτες έφεραν στο φως μια σειρά τάφων του 5ου και του 4ου αιώνα, ορισμένοι με πλούσιο περιεχόμενο.
E. C.
___________________________
Οι οχυρώσεις του επινείου των Αθηνών
[10] Μαρτυρείται από πολλές πηγές[1], ότι αυτό που σήμερα ονομάζεται Πειραιάς, δηλαδή το σύνολο της παράλιας πόλης, ήταν ένα νησί. Η χαρτογραφική αποτύπωση που διενήργησε ο υποφαινόμενος επιτρέπει το συμπέρασμα ότι αυτό είναι πολύ πιθανόν. Με την πάροδο του χρόνου το νησί έχει συνδεθεί με την ηπειρωτική χώρα μέσω των καταθέσεων υλικών των ρεμάτων που κατεβαίνουν από τα βουνά της Δάφνης και των αποθέσεων του Κηφισού. Για την υπόθεση της ανύψωσης του εδάφους, μολονότι αυτό έχει προταθεί, δεν βρίσκω καμία απόδειξη, αντιθέτως οι παρατηρήσεις που έγιναν στα κτίσματα του λιμανιού δείχνουν ότι η γη δεν μετακινήθηκε.
Η σύνδεση της ηπειρωτικής χώρας με τους βράχους που σχημάτιζαν το νησί γίνεται μέσω μιας κοιλάδας, το παχύ έδαφος της οποίας, ακόμη και σήμερα, όταν βρέχει γίνεται βαρύ, σε πολλές δε θέσεις εντελώς αδιάβατο. Κατά την περίοδο της οικοδόμησης των Μακρών Τειχών το έδαφος ήταν ακόμη τόσο βαλτώδες ώστε αυτά βυθίζονταν, και το έλος έπρεπε να στρωθεί με πολλά βότσαλα και βαρείς λίθους ούτως ώστε να δημιουργηθεί μια ασφαλής βάση. Το υψηλότερο σημείο αυτής της σύνδεσης βρίσκεται μόνον 2,5 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, και μάλιστα μόνον μια στενή λωρίδα φθάνει αυτό το ύψος, η οποία στο κάτωθι σχέδιο [εικ. 1 / Σ.τ.Μ.] αποδίδεται με μελανό χρώμα.
Αυτή η χαμηλή σύνδεση του νησιού με την ξηρά έλαβε τον χαρακτηρισμό ἁλίπεδον[2].
Όταν η Αθήνα έγινε ναυτική δύναμη υπήρχε η ανάγκη ενός χώρου όπου ο μεν πολεμικός στόλος θα ήταν ασφαλής και θα εξοπλιζόταν, ο δε εμπορικός στόλος θα φορτοεκφόρτωνε χωρίς να παρενοχλείται από πειρατές και εχθρικούς γείτονες. Διαμέσου ενός, κατά αυτόν τον τρόπο, διαμορφωμένου χώρου, ο οποίος εγγυάτο το απαραβίαστο των εξοπλιστικών εγκαταστάσεων, αποκτήθηκε και μια μεγάλη πολιτική υπεροχή.
Η εγγύτητα της εχθρικής Αίγινας, από την οποία ήταν αναμενόμενη μια επίθεση οποιαδήποτε στιγμή, καθιστούσε από μόνη της αναγκαία μια τέτοια διασφάλιση.
Το πεπρωμένο είχε προβλέψει αυτήν την ανάγκη και συνέδεσε ασφαλώς το νησί με την ξηρά. Τα αρχικά θαλάσσια στενά μετατράπηκαν σε λιμάνι.
Ο Θεμιστοκλής ήταν εκείνος ο οποίος αναγνώρισε την αξία των τριών λιμανιών, και παρακίνησε τους Αθηναίους να μετοικήσουν εκεί από το Φάληρο.
[11] Εάν η ιδέα της μετοικεσίας είναι, αυτή καθαυτήν, λαμπρή και εκπληκτική, ωστόσο ακόμη περισσότερο εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο τα εξαιρετικά λιμάνια έγιναν πράγματι ένας ασφαλής τόπος για τον στόλο.
Το σύνολο της περιοχής που επιλέχθηκε για τα λιμάνια και την παράλια πόλη περικλείστηκε με οχυρωματικές εγκαταστάσεις τα ίχνη των οποίων ανακαλύπτουμε ακόμη και σήμερα σε όλη την έκταση της πόλης. Στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις θεμελιώσεις τους, ακόμη τόσο καλοδιατηρημένα ώστε είναι δυνατόν να αποκομίσουμε μια ακριβή εικόνα του συνόλου αυτών των εκτενών εγκαταστάσεων. Ως προς την οικοδόμηση και τη διάταξή τους, οι ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των τειχών έγκεινται στο γεγονός ότι κάποια κατασκευάσθηκαν για την απόκρουση του εχθρού που ερχόταν από τη θάλασσα, ενώ άλλα για την απόκρουση του εχθρού που ερχόταν από την ξηρά.
Για αυτόν τον λόγο, διακρίνουμε τη χερσαία από τη θαλάσσια οχύρωση.
Α΄ Θαλάσσια οχύρωση
Τα τείχη που προορίζονταν για την άμυνα ακολουθούν επακριβώς τις καμπύλες της παράκτιας γραμμής και, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, βρίσκονται σε απόσταση 20-40 μ. από την τελευταία, τόσο μακριά δηλαδή όσο είναι αναγκαίο ώστε να μην υφίστανται ζημιές από τα κύματα, αλλά και τόσο κοντά ώστε να μην υπάρχει αρκετός διαθέσιμος χώρος ούτε για τα εχθρικά αποσπάσματα ούτε για την τοποθέτηση των πολιορκητικών μηχανών.
Στις λιγοστές θέσεις της χερσονήσου όπου η ακτή υψώνεται κατακόρυφα εκλείπει ο λόγος απομάκρυνσης του τείχους από τις παρυφές της ακτής, και σε αυτά τα σημεία το τείχος ορθώνεται ακριβώς δίπλα στον γκρεμό, όπως διαφαίνεται στον χάρτη του Πειραιά.
Παραλείπω, επομένως, να περιγράψω λεπτομερώς την πορεία της θαλάσσιας οχύρωσης, την οποία ο χάρτης μεταφέρει ακριβέστερα από ό,τι η περιγραφή θα μπορούσε.
Το πάχος του οχυρωματικού τείχους φθάνει, κατά μέσον όρο, από τα 3 μ. έως τα 3,60 μ. Είναι κατασκευασμένο με εξαιρετική επιμέλεια από πειραϊκό λίθο. Αρκετά λατομεία, τα οποία βρίσκονται πολύ κοντά μπροστά και πίσω από τα τείχη και αναγνωρίζονται αναμφίβολα ως αρχαία, δείχνουν από πού προέρχεται το υλικό κατασκευής.
Για την οριζόντια τοποθέτηση των ισομεγεθών και με επίπεδη επιφάνεια λίθων, παντού στους, κατά κύριο λόγο, κροκαλοπαγείς βράχους συναντούμε εντομές με κάθετες ακμές, από τις οποίες τώρα σε πολλά σημεία εξάγονται οι λίθοι για να χρησιμοποιηθούν σε νέα κτήρια στην ακμάζουσα πόλη.
Καθώς τα τείχη στο μέσον τους γεμίζονταν με μικρούς ακανόνιστους λίθους και χώμα, αυτές οι εντομές κινούνται σε δύο παράλληλες γραμμές και κάθε μια τους έχει πλάτος 0,70 μ., συνεπώς, από το συνολικό πάχος των τειχών 1,40 μ. ήταν συμπαγές, ενώ το υπόλοιπο ήταν παραγεμισμένο. Αυτά, όπως και όλα τα τείχη για τα οποία γίνεται λόγος σε αυτήν τη μελέτη, ανεγέρθηκαν ανεξαιρέτως χωρίς συνδετικό κονίαμα.
Το τείχος πλαισιώνεται από πύργους που προεξέχουν 4 έως 6 μ., οι οποίοι, έχοντας μήκος 6 μ., προσέφεραν επαρκή χώρο στους αμυνομένους. Η μεταξύ τους απόσταση φθάνει τα 50 έως 60 μ., με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να ανέρχεται στους 54 μόνον στο τμήμα από την αρχή του τείχους, κοντά στον μεγάλο πύργο στο νότιο τμήμα της εισόδου στο πειραϊκό λιμάνι, έως την αποκαλούμενη Φρεαττύδα.
Από το μνημείο του Μιαούλη έως τον μόλις προαναφερθέντα πύργο, οι πύργοι είναι τοποθετημένοι σε μεγαλύτερη μεταξύ τους απόσταση από ό,τι προς τα νότια αυτού. Κατά τη γνώμη μου, αυτό οφείλεται στη διαμόρφωση της ακτής, η οποία εδώ έχει εμπρός της αβαθή, ακατάλληλα νερά για τον είσπλου εχθρικών πλοίων, ενώ στο νότιο μέρος της χερσονήσου τα βαθιά νερά επιτρέπουν στα εχθρικά σκάφη μια εγγύτερη προσέγγιση, δηλαδή ο κίνδυνος απόβασης είναι μεγαλύτερος.
Επίσης, προς τα δυτικά της Φρεαττύδος, εκεί όπου η πολύ απότομη ακτή καθιστούσε αδύνατη μια απόβαση, οι πύργοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη απόσταση ο ένας από τον άλλο.
Αυτά τα τείχη σχημάτιζαν μια συνεχή γραμμή από τη μια είσοδο του λιμανιού έως την άλλη.
Ωστόσο, αυτά καθαυτά τα χερσαία οχυρωματικά έργα δεν προσέφεραν επαρκή προστασία στα πλοία που βρίσκονταν ελλιμενισμένα. Καθώς οι είσοδοι των λιμανιών είχαν πολύ μεγάλο εύρος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο έλεγχός τους από τα τότε διαθέσιμα όπλα, προωθήθηκαν μέσα στη θάλασσα πέτρινα φράγματα (μόλοι), οι οποίοι καθιστούσαν στενότερη την είσοδο και, ταυτοχρόνως, απωθούσαν τα κύματα από τη λεκάνη του λιμανιού.
Η μεγαλύτερη κατασκευή αυτού του είδους ήταν απαραίτητη για το λιμάνι του Πειραιά, η πλάτους 310 μ. είσοδος του οποίου μειώθηκε ώστε να γίνει στενότερη και να φτάσει στα 50 μ. διαμέσου δύο, από τα βόρεια και προς τα νότια προεξεχόντων, μόλων, μήκους 130 μ. έκαστος.
[12] Ο βόρειος εξ αυτών έχει σχεδόν διατηρήσει την αρχαία κατάστασή του. Ο νότιος όμως, εξαιτίας των κυμάτων, έχει καταστραφεί σε ύψος έως και 4 μ. κάτω από την επιφάνεια του νερού, όπως δείχνει και ο αγγλικός χάρτης[3] τον οποίο, σε ό,τι αφορά τον θαλάσσιο πυθμένα, μπορεί κανείς να εμπιστευθεί απολύτως. Συνεπώς, παρότι δεν είχα δει ο ίδιος τα τείχη, ήταν εδραιωμένη η πεποίθησή μου ότι μπορούσα να τα αποτυπώσω στον χάρτη χωρίς δισταγμό.
Μεταξύ του σημείου όπου ο νότιος μόλος αγγίζει την ξηρά και του μεγάλου πύργου στα δυτικά του, θα πρέπει να δεχθούμε ότι το περιβάλλον τείχος συνεχιζόταν. Μπόρεσα να εντοπίσω μόνον ένα μικρό κομμάτι του τείχους, το οποίο συνδέεται με τον μεγάλο πύργο.
Το δεύτερο από τα λιμάνια, η Ζέα, είναι εκ του φυσικού ευνοϊκότερα διαμορφωμένο, και για την υπεράσπισή του ήταν αναγκαία κατά πολύ μικρότερα κτίσματα.
Το λιμάνι δεν βρίσκεται άμεσα εκτεθειμένο στη θάλασσα, αλλά περίπου 200 μ. προς το εσωτερικό της ξηράς. Ένας δίαυλος πλάτους 100 μ. διευκολύνει τη σύνδεση.
Αυτός ο δίαυλος περιβάλλεται και στις δύο πλευρές από τα τείχη Α Β και Ε D [εικ. 2 / Σ.τ.Μ.], από τα οποία μπορούσαν να βληθούν τα εχθρικά πλοία που σκόπευαν να διεισδύσουν. Κατά τον ίδιον τρόπο, η είσοδος του λιμανιού αποκτούσε ήδη εξαιρετική ασφάλεια και σε αυτό οφείλεται ο λόγος για τον οποίο οι πύργοι Ν και Μ, που αποτελούσαν αυτή καθαυτήν τη φραγή του, είχαν οικοδομηθεί σε απόσταση 160 μ. ο ένας από τον άλλο.
Αμφότεροι οι πύργοι είναι απολύτως συμπαγείς και βρίσκονται σε συνάφεια με τα οχυρωματικά τείχη. Στον πύργο Μ στηρίζεται ο πρώτος από τους νεωσοίκους, οι διαστάσεις του οποίου, ωστόσο, όπως και εκείνες όλων των υπολοίπων αυτού του λιμανιού, δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν από τον υποφαινόμενο. Εξαιτίας της σύγχρονης κατασκευής των οδών γύρω από το λιμάνι έχουν σχεδόν παντού μερικώς καταστραφεί.
Ο πύργος Μ παρουσιάζει ενδιαφέρον και εξαιτίας της ανέγερσης του τοίχου J-H [εικ. 3 / Σ.τ.Μ.], ο οποίος φαίνεται ότι προοριζόταν για μια πιο άνετη πρόσβαση στον πύργο από ό,τι μέσω του οχυρωματικού τείχους.
Θα πρέπει να αναφερθεί και ο λίθος Κ, ο οποίος φαίνεται ότι χρησίμευε για την υποδοχή μιας δοκού.
Πολύ αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι κοντά στο Ε (εικ. 2) το τείχος της περιβάλλουσας οχύρωσης εμφανίζει ένα κενό. Από το D έως το E και από το F έως το E φαίνονται στον βράχο οι ακόμη έντονες και σαφείς εντομές για την τοποθέτηση των λιθοπλίνθων. Ξαφνικά, αυτά τα ίχνη εξαφανίζονται στο Ε, παρότι ο βράχος σε αυτό το σημείο δεν παρουσιάζει κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη διάβρωση από ό,τι στις προηγούμενες θέσεις.
Το τείχος D C αποκλείει τη στενή, πλάτους 80-90 μ., λωρίδα γης από τον εσωτερικό χώρο της οχύρωσης, και ο λόγος για αυτό μου φαίνεται πως έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η λωρίδα γης –η οποία εξαιτίας της στενότητάς της βαλλόταν καταιγιστικώς και από τις δύο πλευρές και, κατ’ επέκτασιν, ήταν πολύ δύσκολα υπερασπίσιμη– λάμβανε μέσω του τείχους D-C μια ειδική ενίσχυση.
[13] Οι λίθοι για τα τείχη εξήχθησαν από το έδαφος εντός και εκτός των τειχών. Κάποια από τα αρχαία λατομεία έχουν τώρα κατακλυσθεί από τη θάλασσα (εικ. 4). Βρίσκονται κάτω από την επιφάνειά της, παρόλα αυτά δεν πρέπει εξ αυτού να συμπεράνουμε ότι υπήρχε κάποια καθίζηση του εδάφους, καθώς τα αναχώματα που άφησαν οι λιθοξόοι για την προστασία από τη θάλασσα είναι ακόμη αναγνωρίσιμα με βάση τα κατάλοιπα τους.
Μεταξύ ενός από αυτά τα λατομεία και του οχυρωματικού τείχους EF έχουν διατηρηθεί 11 κοιλότητες λαξευμένες στον βράχο, τον σκοπό των οποίων δεν δύναμαι να αποσαφηνίσω. Στην ανωτέρω εικόνα έχει σχεδιαστεί η θέση τους, ενώ δύο από αυτές απεικονίζονται και σε τομή.
Η πλειονότητα αυτών των λίθινων δοχείων δεν φέρει κάλυμμα και μόνο σε δύο, τα υπ’ αριθμόν Ι και VI, έχει διασωθεί καθαρά η εντομή για αυτά.
Οι μικρές διαστάσεις, βάθος: 0,95-1 μ., πλάτος: 0,55 μ., μήκος: 0,90-1,10 μ., καθιστούν την ερμηνεία τους ιδιαιτέρως δύσκολη.
Το τρίτο από τα λιμάνια είναι η Μουνιχία, στην οποία, καθώς είναι η πιο απομακρυσμένη από την κίνηση της σύγχρονης πόλης, τα τεκμήρια της αρχαιότητας διασώζονται πολύ καλύτερα.
Το λιμάνι, αρχικά ένας ανοιχτός όρμος, μετατράπηκε σε τέτοιο μόνο μέσω ισχυρών κτισμάτων. Οι μόλοι που κατασκευάσθηκαν για αυτόν τον σκοπό αποτελούν τα πλέον μεγαλειώδη διασωζόμενα κατάλοιπα της αρχαιοελληνικής οχυρωματικής τέχνης. Παρατηρούμε με θαυμασμό ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ως αρχιτέκτονες θαλασσίων κτισμάτων διέθεταν το ίδιο υψηλό επίπεδο, όπως και στους υπολοίπους κλάδους της αρχιτεκτονικής.
Αυτοί οι μόλοι προεξέχουν από τα βόρεια, όπως και από τα νότια, καθιστώντας πιο στενή την είσοδο έως τα 37 μ.
Ο νότιος μόλος έχει μήκος 190 μ. και βρίσκεται σε έναν κροκαλοπαγή βράχο. Καθώς αποσπάται από το βραχώδες ύψωμα που οριοθετεί το λιμάνι, ο μόλος κατευθύνεται αρχικά προς τα ανατολικά, σχηματίζει τον ισχυρό πύργο Β και έπειτα στρέφεται σε αμβλεία γωνία προς τα βορειοανατολικά.
Ο πύργος Β αποτελείται από μεγάλες ακανόνιστες, αλλά αιχμηρά λαξευμένες και με ακρίβεια μεταξύ τους συναρμοσμένες λιθοπλίνθους πειραϊκού ασβεστόλιθου, οι οποίες στην εξωτερική τους πλευρά είναι εφοδιασμένες με σαφώς εξέχουσα επίπεδη επιφάνεια και ευρεία γλυφή.
Ένας από τους μεγαλύτερους λίθους έχει μήκος 3,20 μ., πλάτος 2,70 μ. και ύψος 45 εκ.
Ο πύργος, αυτός καθαυτόν, έχει πλάτος 11 μ. και προεξέχει 5,25 μ. από τα πάχους 5 μ. τείχη.
Ο βόρειος μόλος έχει μήκος 170 μ., από τα οποία τα 95 μ. έχουν ανεγερθεί επάνω σε μια λωρίδα γης, ενώ τα υπόλοιπα εντός της θάλασσας. Απολήγει στον πύργο D που διασώζεται ακόμη σε ύψος 4 μ. Ο πύργος είναι κυκλικός επάνω σε μια τετράγωνη βάση, οι πλευρές της οποίας έχουν μήκος 12 μ.
Στο μέσον αυτού του μόλου, στην πλευρά του που είναι στραμμένη προς τη θάλασσα, απαντά κανείς μια κόγχη βάθους 1,70 μ. και πλάτους 18 μ. (εικ. 6), στην οποία βρίσκεται ένα μικρό κτίσμα που περιβρέχεται από τα κύματα.
Το τελευταίο έχει εσωτερικό πλάτος 8,30 μ. και βάθος 10,15 μ. Χωρίζεται σε δύο διαμερίσματα [14] από τα οποία το οπίσθιο έχει βάθος 2,60 μ. και, το πρόσθιο 6,30 μ. Η είσοδος βρίσκεται στα δυτικά.
Το υλικό κατασκευής του κτηρίου έχει εξαχθεί από το έδαφος επάνω στο οποίο βρίσκεται, και αποτελείται από κροκαλοπαγές πέτρωμα.
Βαθιά νερά ναυσιπλοΐας φθάνουν σε σχεδόν άμεση γειτνίαση με το κτήριο. Μερικοί σπόνδυλοι κιόνων από πειραϊκό ασβεστόλιθο με κατώτερη διάμετρο 65 εκ., καθώς και ο διμερής διαχωρισμός του κτηρίου, έρχονται προς επίρρωση της υπόθεσης ότι αυτός ήταν ναός.
Η απομονωμένη θέση του λιμανιού μακριά από την πόλη και τα αμυντικά της μέσα –η οποία ήταν με δυσκολία προσβάσιμη μόνο μέσω του χερσαίου δρόμου και δεν εποπτευόταν από το ύψωμα της οχυρωμένης ακρόπολης– καθιστούσε αναγκαία τη λήψη ιδιαιτέρων προστατευτικών μέτρων. Οικοδομήθηκε ένα φρούριο (εικ. 5), οι άνδρες του οποίου θα επωμίζονταν την ασφάλεια του λιμανιού και των εγκαταστάσεών του.
Το φρούριο [της Μουνιχίας / Σ.τ.Ε.] οικοδομήθηκε στο τέλος της λωρίδας γης που κατέπιπτε με απότομο τρόπο στις τρεις πλευρές της, η οποία οριοθετεί το λιμάνι προς τα νότια και ήταν ενισχυμένη με πύργους που πλαισίωναν τα τείχη.
Με την ανέγερση της οχύρωσης Κ (εικ. 5), η οποία σήμερα χρησιμεύει ως θεμελίωση της έπαυλης Κουμουνδούρου, αυξήθηκε σε σημαντικό βαθμό η αμυντική επάρκεια του φρουρίου.
Το τελευταίο συνδεόταν στο σημείο Α με το οχυρωματικό τείχος του Πειραιά και στο Ν με τον νότιο μόλο του λιμανιού.
Στη βόρεια γωνία του λιμανιού, κοντά στο F, έχουν διασωθεί οι μόνοι με ακρίβεια μετρήσιμοι από το σύνολο των πολλών νεωσοίκων της Αρχαιότητας. Απεικονίζονται στο σχέδιο παραπλεύρως [εικ. 7 / Σ.τ.Μ.].
Εκκινώντας από την ακτή, και λόγω της πολύ μικρής κλίσης 2-3°, έχει εγκατασταθεί στη θάλασσα ένας λίθινος διάδρομος πλάτους 0,75 μ., ο οποίος μάλλον χρησίμευε ως βάση για την καρίνα των πλοίων.
Στο τέλος αυτού του διαδρόμου, προς την πλευρά της ξηράς, συναντούμε τον μεγάλο λίθο f, ο οποίος με ωραία λάξευση σχημάτιζε το πέρας του πρώτου και καθιστούσε αδύνατη την περαιτέρω ανέλκυση των πλοίων.
Από την ύπαρξη αυτού του λίθου, ο οποίος, όπως φαίνεται στην εικ. 7, έχει διατηρηθεί σε πέντε σημεία, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα πλοία δεν σύρονταν στην ξηρά. Καθώς, όμως, εξαιτίας του υλικού από το οποίο είχαν κατασκευασθεί, έπρεπε να διαφυλαχθούν εκτός των νερών, μπορούμε μάλλον να συμπεράνουμε ότι τα πλοία ανελκύονταν από τα τελευταία με τη βοήθεια ανυψωτικών μηχανισμών και, μέσω της τοποθέτησής τους σε δοκούς, διατηρούνταν αιωρούμενα επάνω από το νερό.
[15] Ακόμη και εάν αυτός ο καταληκτικός λίθος f δεν είχε διατηρηθεί ή δεν ήταν παρών, θα αναγκαζόταν κάποιος και πάλι να αποδεχθεί την προαναφερθείσα υπόθεση, καθώς το αμέσως πίσω από τις παρυφές της ακτής ανωφερές έδαφος (εικ. 8) καθιστούσε αυτομάτως απαγορευτική τη διέλκυση των πλοίων στην ξηρά. Και αυτό διότι είναι αδύνατον να διανοηθεί κανείς ότι ένα πλοίο θα μπορούσε να ανελκυσθεί επί εδάφους με κλίση 20 - 30°.
Ο λίθος b που βρίσκεται στον τέταρτο νεώσοικο (εικ. 9), ο οποίος χρησίμευε ως βάση τοποθέτησης καρίνας, επιβεβαιώνει αυτήν την άποψη.
Δίπλα στον λίθο g (εικ. 7 και 9) βρίσκεται ο λίθος a, ο οποίος φαίνεται ότι χρησιμοποιείτο για τη στερέωση των παλαμαριών και στον πρώτο νεώσοικο, κοντά στον c, υπάρχουν δύο ακόμη παρόμοιοι λίθοι.
Καθώς αποτελούνταν από ξύλο, οι τοίχοι που διαχώριζαν τους νεωσοίκους και έφεραν τις στέγες δεν έχουν διατηρηθεί, ωστόσο θα πρέπει να βρίσκονταν στο μέσον μεταξύ των εσχαρών.
Στην εικ. 7 οι διακεκομμένες γραμμές δηλώνουν αυτούς τους διαχωριστικούς τοίχους κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνταν 8 νεώσοικοι οι οποίοι, μετρούμενοι από το μέσον του ενός έως το μέσον του άλλου τοίχου, είχαν πλάτος 6,25 μ.
Β΄ Χερσαία οχύρωση
Η πορεία της θαλάσσιας οχύρωσης καθοριζόταν από τη θέση της ακτής. Διαφορετική ήταν η κατάσταση με τη χερσαία οχύρωση, η ανέγερση και διευθέτηση της οποίας εξαρτάτο από την ικανότητα των Ελλήνων ως προς την αξιολόγηση και χρήση του εδάφους.
Τα ακόμη διατηρούμενα κατάλοιπα αποτελούν απόδειξη της εξαιρετικής και οξείας στρατιωτικής ματιάς των κατασκευαστών τους.
Συναντούμε τις οχυρώσεις πάντοτε εκεί όπου εξυπηρετούν κατά τον καλύτερο τρόπο τον σκοπό τους. Οι Έλληνες ήταν δεξιοτέχνες στη χρήση της μορφολογίας του εδάφους προκειμένου να ενισχύσουν τα κτίσματα.
Στρεφόμενο από τη θαλάσσια ακτή, το τείχος που αφήσαμε στη σελίδα 12 ανηφορίζει ακριβώς προς τα δυτικά, κατευθυνόμενο στον λόφο του φρουρίου (βλ. τον κύριο χάρτη), τον οποίο ακολουθεί στον γκρεμό του πλατώματος προς την πλευρά της πεδιάδας.
Σε όλες τις διαθέσιμες αναπαραστάσεις του Πειραιά το οχυρωματικό τείχος, πριν ανεβεί τον λόφο του φρουρίου στρεφόμενο από τη θάλασσα, απεικονίζεται διακοπτόμενο από μια πύλη. Νομίζω ότι δικαιούμαι να χαρακτηρίσω την τελευταία ως ανύπαρκτη, καθώς ακριβώς στην σημειούμενη θέση το έδαφος, εξαιτίας της κατασκευής και διαπλάτυνσης του δρόμου, αναμοχλεύθηκε προς όλες τις πλευρές χωρίς να αποκαλυφθεί τίποτε άλλο εκτός από ένα τείχος χωρίς διάκενα, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω και αυτοπροσώπως το 1879.
Ωστόσο, το συζητούμενο τμήμα του τείχους εγκαταλείπει τον λόφο του φρουρίου εκ νέου αμέσως και ακολουθεί, στρεφόμενο σχεδόν προς τα βόρεια, πάλι τον γκρεμό του πλατώματος που βρίσκεται προς τα βόρεια του παραπάνω λόφου. Στο σημείο όπου αυτό το πλάτωμα χαμηλώνει στα βόρεια προς την πεδιάδα, το τείχος αναστρέφεται προς τα δυτικά και, ανεβαίνοντας αργά, προσεγγίζει το βόρειο τμήμα του πειραϊκού λιμανιού, το οποίο διεμβάλλει· κατά τον τρόπο αυτόν, δημιουργεί τη σύνδεση με τις οχυρώσεις της Ηετιώνειας, οι οποίες, λόγω των μεγάλων ιδιαιτεροτήτων τους, θα εξετασθούν σε ένα ειδικό κεφάλαιο.
Το μόλις αναφερθέν τμήμα του τείχους, η βόρεια πρόσοψη της οχύρωσης μιλώντας με σύγχρονους όρους, αποτελεί ταυτοχρόνως και την πρόσοψη των επιθέσεων, δηλαδή εκείνη που ο επιτιθέμενος θα επέλεγε ως υποσχόμενη αφενός τις μεγαλύτερες προοπτικές για μια θετική έκβαση της επίθεσης, αφετέρου τις σχετικώς μικρότερες δυσκολίες. Τα τείχη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει παντού αλλού, εδώ δεν ενισχύονται καθόλου από το έδαφος. Υψώνονται από την πεδιάδα και ο επιτιθέμενος δεν είναι αναγκασμένος να αναρριχηθεί σε μια απότομη πλαγιά προτού τα προσεγγίσει. Οι κατασκευαστές διέγνωσαν σωστά αυτό το σημείο, και, κατά συνέπεια, παρατηρούμε ότι το τείχος σε αυτήν την πλευρά έχει οικοδομηθεί από μεγάλες λιθοπλίνθους με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι εξ ολοκλήρου συμπαγές, έχοντας πάχος που φθάνει έως και τα 8 μ.
[16] Καθώς αυτή η πρόσοψη βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο, είναι φυσικό ότι εδώ βρισκόταν και η δίοδος που εξασφάλιζε τη συγκοινωνία μεταξύ της πρωτεύουσας και του λιμανιού της. Αυτό το γεγονός αποτελούσε μια επιπρόσθετη αδυναμία του τείχους, η οποία καταβλήθηκε προσπάθεια να αντιμετωπισθεί μέσω της ισχυρότερης δυνατής δόμησης του πύργου που προφύλασσε και έκλεινε αυτήν την είσοδο.
Η πύλη που εξασφαλίζει την κύρια κυκλοφορία μεταξύ των δύο πόλεων βρίσκεται νοτιοανατολικά του σημείου 10.3 (βλ. τον κύριο χάρτη) και έχει διατηρηθεί στο πρόσθιο μέρος της. Διασπά το τείχος σε ορθή γωνία, άρα, προκειμένου η κατεύθυνση της πύλης να μην αποκλίνει πάρα πολύ από εκείνη του δρόμου, το τείχος διακόπηκε εδώ, όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχέδιο [εικ. 10 / Σ.τ.Μ.].
Αυτή καθαυτήν η πύλη με τις πυλίδες βρισκόταν, όπως διακρίνεται στο σχέδιο (εικ. 10, G), πίσω από το, εδώ πάχους 8 μ., τείχος.
Για την υπεράσπιση της πλάτους 6,75 μ. εισόδου g ανεγέρθησαν προς το πρόσθιο μέρος της οι πύργοι Ε και F, οι οποίοι τόσο μέσω της θέσης τους όσο και μέσω της ιδιαίτερης κατασκευής τους έλκουν την προσοχή.
Όπως πάντα, ο πύργος που αντιστοιχεί στην ακάλυπτη πλευρά του επιτιθεμένου είναι πιο προωθημένος από τον άλλον, και, μάλιστα, όχι μόνον αυτός αλλά και όλο το τείχος μεταξύ Ε και F υποχωρεί πίσω από την οικοδομική γραμμή του τείχους H J.
Ο πύργος F προεξέχει 7,25 μ. περισσότερο από ό,τι ο Ε, ωστόσο, από το τείχος μόνον 2,25 μ.
Οι τετράπλευροι πύργοι εδράζονται σε ελλειψοειδείς βάσεις και είναι κατασκευασμένοι από πειραϊκό ασβεστόλιθο.
Οι πύργοι F και Ε και οι ισχυρές παραστάδες της πύλης i και h μπορούσαν να υποδεχθούν έναν μεγάλο αριθμό αμυνομένων, ενώ σε περιπτώσεις ανάγκης ήταν δυνατή η αποστολή ενισχύσεων από τα τείχη μέσω των κτισμάτων k και l.
Δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη ενός αύλειου χώρου στις πύλες, ωστόσο μελλοντικές ανασκαφές θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τα κατάλοιπά του.
Σε αναλογία με την παρακάτω περιγραφόμενη, καθώς και την υπάρχουσα στην Αθήνα πύλη, μπορεί κανείς να συμπεράνει με βεβαιότητα ότι και εδώ υπήρχε μια δεύτερη φραγή.
Επιπλέον, είναι αδύνατον να δεχθούμε ότι μια πύλη που βρίσκεται πολύ κοντά στην παραπάνω, και η οποία, διατρέχοντας πολύ μικρότερο κίνδυνο, διέθετε δύο φραγές που διατηρούνται καλά, προστατευόταν πολύ καλύτερα από ό,τι η κύρια πύλη της πόλης.
Από τη συζητηθείσα πύλη έως τον βόρειο όρμο του πειραϊκού λιμανιού το τείχος μπορεί να παρακολουθηθεί ακόμα σε απόσταση 180 μ. έως τις ράγες του σιδηροδρόμου, και είναι διαρκώς συμπαγές με πάχος 8 μ.
Παρά τις επανειλημμένες έρευνες σε σπίτια δεν κατέστη δυνατόν στον υποφαινόμενο να ανακαλύψει κάποιο ίχνος αυτού του τείχους μεταξύ των σιδηροδρομικών ραγών και του σημείου που αυτό εισέρχεται στα νερά. Μπόρεσα μόνον να διαπιστώσω ότι κατά την ανέγερση του σιδηροδρομικού σταθμού δεν βρέθηκε κάτι που να σχετίζεται με τα αρχαία τείχη.
Μάλλον αποκλείεται η υπόθεση του καθηγητή Hirschfeld[4] ότι τα οχυρωματικά τείχη περιέβαλλαν το βόρειο, ελώδες τμήμα της λεκάνης του Πειραιά. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που έλαβε χώρα κατά τη δεύτερη παρουσία μου στην Ελλάδα, και στην οποία είχε την καλοσύνη να παρευρίσκεται και να με υποστηρίζει με τις συμβουλές του ο κύριος καθηγητής Köhler, το λίθινο τείχος στη βάση του οποίου ο Hirschfeld αναπαριστά τη μακρὰ στοά [17] αποδείχθηκε ότι δεν ήταν παρά μόνο μια λωρίδα που σχηματίστηκε από μικρούς ακανόνιστους λίθους, οι οποίοι ήταν βέβαια τοποθετημένοι σε μια σειρά στη λασπώδη θαλάσσια ακτή, ωστόσο χωρίς θεμελίωση. Πιθανώς προέρχονται από ένα αρχαίο κτίσμα, δεν βρίσκονται, όμως, πλέον in situ.
Το τείχος που εισέρχεται στο λιμάνι και σημαίνεται από εμένα δεν υφίσταται πια. Ακόμη και στον αγγλικό χάρτη που δημοσιεύθηκε το 1840 η θέση του φέρει μόνον τους χαρακτηρισμούς αβαθή ύδατα και υποθαλάσσιοι βράχοι.
Από τότε, ένα μεγάλο μέρος των λίθων έχουν ανελκυσθεί και χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση των μόλων. Οι τελευταίοι λίθοι αποσπάστηκαν από τον βυθό της θάλασσας το τρέχον έτος με την ευκαιρία των εκσκαφών καθαρισμού του βυθού που έλαβαν χώρα στη θέση του αρχαίου τείχους, με σκοπό να κατασκευασθούν τα θεμέλια για έναν σύγχρονο μόλο.
Οι λίθοι δείχνουν ότι έχουν υποστεί αρχαία κατεργασία.
Επιστρέφοντας στην πύλη G, πρέπει να εξετάσουμε τα σωζόμενα κατάλοιπα του μετώπου επίθεσης, το τείχος της οποίας στρέφεται από τον κυκλικό πύργο D σε αμβλεία γωνία προς τα έξω.
Φθάνει τον τετράγωνο πύργο C και τον πύργο Β, πίσω από τον οποίο βρίσκεται οπισθοχωρώντας η πύλη Α που έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ό,τι η προηγούμενη. Ο πύργος C, ευρισκόμενος σε απόσταση 52,5 μ. από τον Β, έχει πλάτος 9,75 μ. Δεν διακρίνεται πια πόσο προεξέχει από το τείχος, καθώς πολλοί λίθοι έχουν απομακρυνθεί. Το τείχος μεταξύ Β και C έχει πάχος 6 μ. Ο πύργος D έχει μια ακτίνα 6,75 μ. και, όπως το τείχος και οι λοιποί πύργοι, είναι συμπαγής. Οι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμησή του εξωτερικά και εσωτερικά έχουν διαμορφωθεί με την ανάλογη, προς την καμπυλότητα του πύργου, λάξευση.
Ο λόγος για τον οποίο οι πύργοι D και B έγιναν κυκλικοί μού φαίνεται ότι οφείλεται στη δυσκολία κατασκευής εντός των γωνιών του τείχους τετράπλευρων πύργων που θα μπορούσαν να πλαισιώσουν επαρκώς τόσο το τείχος όσο και την οχύρωση του προκείμενου εδάφους.
Η πύλη Α, η οποία μέχρι πρότινος ήταν επιχωσμένη, έχει διαφυλάξει πλήρως την κάτοψή της. Πρόκειται για μια διπλή πύλη, δηλαδή μια πύλη με δύο φραγές που αμφότερες σχηματίζονται μέσω ισχυρών παραστάδων. Η δεύτερη φραγή βρίσκεται 23 μ. πίσω από την πρώτη. Το πρόσθιο άνοιγμα της πύλης έχει πλάτος 6,15 μ., ενώ το πλάτος του οπίσθιου ανοίγματος δεν μπορεί, πλέον, να υπολογισθεί ακριβώς. Οι τοίχοι που σχηματίζουν την πρόσθια πύλη έχουν πάχος αντιστοίχως 4,60 μ. και 6 μ. Ο τελευταίος βρίσκεται απέναντι από την ακάλυπτη πλευρά του εχθρού. Ο αύλειος χώρος της πύλης έχει έκταση σχεδόν 19 τ.μ. Οι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση έχουν, κατά μέσον όρο, μήκος 1,39 μ., πλάτος 0,74 μ. και ύψος 0,40 μ.
Η θέση της πύλης, η οποία δεν σχηματίζει ορθή γωνία με το τείχος, μου προκάλεσε εξαρχής εντύπωση. Αρχικώς δεν έβρισκα κάποια ερμηνεία για το γεγονός ότι δύο ευρισκόμενες τόσο κοντά μεταξύ τους πύλες διέκοπταν το οχυρωματικό τείχος, έως ότου, τελικά, ακριβέστερες έρευνες απέδειξαν πως αυτή η πύλη δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από εκείνη, η οποία υποδεχόταν τον δρόμο από την Αθήνα προς τον Πειραιά, προς τα νότια του πρώτου ανεγερθέντος Μακρού Τείχους.
Βαδίζοντας από τις οχυρώσεις προς την Αθήνα, καταρχάς ανακάλυψα δεξαμενές, πηγάδια και λαξευμένους στους βράχους τάφους, μια ένδειξη δηλαδή ότι εδώ οδηγούσε κάποιος δρόμος, και, εκ των υστέρων, ανακάλυψα και τον ίδιο τον δρόμο. Από τον οικίσκο του σταθμοφύλακα, κοντά στο σημείο που διακόπτεται η αμαξιτή οδός προς την Αθήνα, έως τις αναφερθείσες πύλες παρακολουθεί κανείς λαξευμένες στον βράχο αρματροχιές, όπως αυτές που συνήθως κατασκευάζονταν από τους Αρχαίους Έλληνες. Το πλάτος από μέσον εις μέσον των αρματροχιών είναι 1,45 μ. Λίγο πριν από την πύλη αναγνωρίζει κανείς, ακόμη ευκρινώς, μια μικρή παράκαμψη για τις άμαξες που συναντιούνταν στον δρόμο, από την οποία εξάγεται μάλλον το συμπέρασμα ότι η σύνδεση των δύο πόλεων γινόταν επί μιας μόνον λωρίδας.
Από το βόρειο Μακρό Τείχος, αυτό καθαυτό, έχουν διατηρηθεί μόνον ελάχιστα ίχνη, ωστόσο το σημείο όπου αυτό συνδέεται με την πειραϊκή οχύρωση διακρίνεται ακόμη με σαφήνεια. Πρόκειται για τον πύργο Β, ο οποίος, όπως και ο κυκλικός πύργος D, καταλαμβάνει τη γωνία που σχηματίζεται από τη συνάντηση των τειχών. Από το τείχος διατηρούνται ακόμη ίχνη κοντά στο σημείο m.
Ο δρόμος προς την πύλη Α, η οποία βρίσκεται ψηλότερα από την πύλη G, ανηφορίζει αργά το βουνό, όχι όμως τόσο απότομα ώστε η ανάβαση να καθίσταται δυσχερής, όπως θα συνέβαινε εάν –όπως πιστευόταν έως τώρα– το βόρειο Μακρό Τείχος ανέβαινε απευθείας στο βουνό από το σημείο 1,3 (βλ. τον κύριο χάρτη).
Η πορεία των Μακρών Τειχών υπαγορεύθηκε από την προσπάθεια να ανεγερθούν όσο πιο σύντομα γινόταν και να οδηγήσουν έτσι, μέσω της προστασίας τους, με τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση τον δρόμο από την Αθήνα έως το επίνειό της.
[18] Η πύλη Α ανταποκρίνεται και στις δύο ανάγκες. Αυτή βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου η τελευταία βραχώδης προεξοχή του πλατώματος είναι ανωφερής, με το ένα ήμισύ της να στηρίζεται στον βράχο και το άλλο στην πεδιάδα, δηλαδή ακριβώς στο σημείο, όπου η οδός αντιμετώπιζε τη μικρότερη ανωφέρεια και δεν υπήρχε ανάγκη σημαντικής επέκτασης του τείχους.
Ακόμη μια τρίτη πύλη διασπά τη χερσαία οχύρωση του Πειραιά, και μάλιστα πρόκειται για εκείνη που συνδέει την πόλη με τον ιππόδρομο. Μόνον ελάχιστα κατάλοιπα του τείχους της πύλης υφίστανται ακόμη, όμως και αυτά σε τέτοια κατάσταση ώστε η μέτρησή τους να είναι αδύνατη. Κι εδώ, ωστόσο, ακόμη διακρίνονται δύο φραγές.
Η πύλη ήταν κοσμημένη με εξαίσιο τρόπο, όπως αποδεικνύουν τα τρίγλυφα που ανακάλυψε ο υποφαινόμενος.
Μόνον λίγα μέτρα βόρεια αυτής της πύλης βρίσκεται η θέση όπου το μέσο Μακρό Τείχος φθάνει στο πειραϊκό τείχος.
Το Μακρό Τείχος C-K ενώνεται με το περιβάλλον τείχος Α Β κοντά στο C. Είναι, όπως και το Α Β, κατασκευασμένο με έμπλεκτο τεχνική και πλήρως συναρμοσμένο με αυτό.
Στη γωνία που σχηματίζεται από τα δύο τείχη παρατηρεί κανείς μπροστά από το Α Β ένα ενισχυτικό τείχος, το οποίο, όπως φαίνεται, είναι μεταγενέστερο του τελευταίου και πιθανώς σύγχρονο με το C K· οικοδομήθηκε με σκοπό την ισχυρότερη πλαισίωση των τειχών.
Αυτό το τμήμα του τείχους συνέβαλε ώστε να απελευθερωθεί ο χώρος για τον ιππόδρομο, την εξέλιξη του οποίου πραγματεύομαι παρακάτω.
Ακολουθώντας την υπόθεση που διατύπωσε στο de port. Ath., σ. 50 ο κύριος καθηγητής Curtius, κατά την αποτύπωση του Πειραιά πραγματοποίησα επιπλέον έρευνες με επίκεντρο τον ιππόδρομο.
Η θέση στην οποία τον τοποθετεί ο Curtius, φαινόταν με την πρώτη ματιά ιδανική για έναν χώρο αυτού του είδους. Ωστόσο, η πορεία των Μακρών Τειχών, τα οποία σύμφωνα με τους παλαιότερους ερευνητές διέσχιζαν από το Μνημείο των Αγγλογάλλων [Μνημείο του Γάλλου ή Γαλλικό Μνημείο / Σ.τ.Μ.] απευθείας προς τα νότια την περιοχή που αποδιδόταν στο ιππόδρομο, απέκλειε απολύτως μια τέτοια χρήση.
Τα ακόμη σωζόμενα κατάλοιπα αρχαίων τοίχων περίπου 90 μ. προς τα δυτικά του εριουργείου επέτρεπαν, μάλιστα, να φαίνεται ως πιθανόν το γεγονός ότι το μέσο Μακρό Τείχος ακολουθούσε αυτή την πορεία.
Παρόλα αυτά, εξαρχής δεν μπορούσα να υπερβώ μια κάποια δυσπιστία απέναντι στην υπόθεση ότι αυτά τα τμήματα τειχών ανήκαν στα Μακρά Τείχη. Ο τρόπος κατασκευής τους δεν αντιστοιχούσε στις πληροφορίες που είχαμε στη διάθεσή μας. Επιπλέον, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το τείχος κινείτο από ψηλά προς την κοιλάδα για να αναρριχηθεί από εκεί στον απότομο λόφο της Μουνιχίας. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την εμπειρία που είχα αποκομίσει σχετικά με τη δεξιοτεχνία των Αρχαίων ως προς τη χρήση, εκ μέρους τους, της μορφολογίας του εδάφους.
Όμως, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσα να βρω κάποια απόδειξη της υπόθεσής μου, έως ότου, εν τέλει, ανακάλυψα στο σημείο, το οποίο σημειώνεται στον κύριο χάρτη, αδιαμφισβήτητα ίχνη του αρχαίου τείχους, ενώ, επιπλέον, βρήκα και την αναμφίβολη σύνδεσή του με το περιβάλλον τείχος του Πειραιά.
Από το τείχος, αυτό καθαυτό, διασωζόταν μόνον το γέμισμα. Οι λιθόπλινθοι των εξωτερικών τοιχωμάτων είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του εριουργείου.
Επομένως, ο χώρος τώρα έχει απελευθερωθεί και τίθεται το ερώτημα κατά πόσον ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί προκειμένου να τον ταυτίσουμε με τον ιππόδρομο.
[19] Ο ιππόδρομος έπρεπε να διαθέτει χώρο για τις κινήσεις αλόγων και αρμάτων, και επιπλέον έπρεπε να δίνει τη δυνατότητα απρόσκοπτης επόπτευσης του αγωνιστικού χώρου στο πλήθος των θεατών, οι οποίοι ήταν ακόμη περισσότεροι όταν, κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων, οι κάτοικοι των Αθηνών παρακολουθούσαν εδώ τους αγώνες.
Όπως αποδεικνύει μια ματιά στον χάρτη, ο χώρος ανταποκρίνεται σε όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Κατά κάποιον τρόπο, ήδη η φύση τον δημιούργησε για έναν τέτοιο σκοπό, και δεν χρειάζονταν παρά ελάχιστες εδαφικές τροποποιήσεις για να καταστεί απολύτως λειτουργικός για αυτόν.
Στις τελευταίες συγκαταλέγεται η εξομάλυνση του χωμάτινου εδάφους, το οποίο τώρα, εξαιτίας μάλλον των αποπλύσεων από το εριουργείο, ανυψώνεται σε ασήμαντο βαθμό προς τα δυτικά.[5]
Ο άξονας του αγωνιστικού χώρου έχει κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
Η βόρεια πλαγιά του υψώματος του φρουρίου που έχει απότομη κλίση, τα φυσικά άνδηρα του οποίου προσέφεραν χωρίς ιδιαίτερες διευθετήσεις θέση σε πολλούς θεατές, σχηματίζει τη νότια πλευρά του αγωνιστικού χώρου. Η προεξοχή του βουνού που αποκόβεται από τις υπώρειες του υψώματος του φρουρίου, στο άκρο της οποίας βρίσκεται το μνημείο των Αγγλογάλλων, σχηματίζει την αντίπερα πλευρά.
Αμφότερες οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση 130 μ. μεταξύ τους, ένα πλάτος πολύ μεγάλο, όπως φαίνεται, για τις ανάγκες εκείνης της εποχής, και εξ αυτού οικοδομήθηκαν κτίσματα, τα οποία, προεκτεινόμενα τόσο από νότια όσο και από τα βόρεια, περιόριζαν τον αγωνιστικό χώρο σε 70 μ. και ταυτοχρόνως δημιουργούσαν άνδηρα που χρησίμευαν ως ένας άνετος χώρος θεατών.
Σε αυτά τα κτίσματα ανήκουν κατάλοιπα τοίχων, τα οποία έως τώρα θεωρούνταν ως τμήματα των Μακρών Τειχών. Μόνον ελάχιστα κατάλοιπα αυτού του τοίχου της εξέδρας των θεατών, ας την ονομάσουμε έτσι, διασώζονται ακόμη, ωστόσο ο τρόπος διαστρωμάτωσης της γης στα σημεία που χάθηκαν δείχνει ακόμη με σαφήνεια πώς ήταν διαρρυθμισμένη η εξέδρα.
Περίπου στα μισά μεταξύ του εριουργείου, εκεί όπου παλαιότερα ήταν το διάσελο, και του πειραϊκού τείχους οι εξέδρες προεξέχουν. Έχουν μήκος μόνον 30 μ. και στην ανατολική πλευρά τους βρίσκεται το αναφερθέν τμήμα του τοίχου που χρησίμευε ως ανάλημμα. Προς το εσωτερικό του αγωνιστικού χώρου η απότομη κλίση μας δείχνει ότι εκεί είχε μεταφερθεί χώμα. Προς τα δυτικά, εξαφανίζονται τα περιγράμματα της εξέδρας, ωστόσο μπορεί κανείς ακόμη να διακρίνει το πέρας.
Οι εξέδρες βρίσκονται σχεδόν 4 μ. ψηλότερα από το σημερινό επίπεδο του ιπποδρόμου. Προς τα δυτικά των εξεδρών ο αγωνιστικός χώρος διευρύνεται εκ νέου. Εκεί το έδαφος αφέθηκε στην αρχική του κατάσταση.
Γ΄ Ηετιώνεια
Έτσι ονομάστηκε η λωρίδα γης, η οποία, προεξέχοντας από τα βόρεια προς τη θάλασσα, αποκλείει από αυτήν την πλευρά το λιμάνι από την τελευταία. Είναι αυτονόητο ότι ανεγέρθησαν εδώ οχυρωματικές εγκαταστάσεις, τα κατάλοιπα των οποίων, εκτός ενός μικρού τμήματος, έχουν διασωθεί πολύ ευκρινώς.
Εκ νέου μπορούμε να διαχωρίσουμε τη χερσαία από τη θαλάσσια οχύρωση και να τις εξετάσουμε με αυτήν τη σειρά.
α΄. Η χερσαία οχύρωση
Η χερσαία οχύρωση συνέχεται με το τείχος T-V, το οποίο εισχωρούσε στη θάλασσα (σ. 17) και απέκλειε το βόρειο τμήμα του λιμανιού, που θα πρέπει να είχε πιθανώς βαλτώσει ήδη κατά την Αρχαιότητα, από αυτή καθαυτήν τη λεκάνη του λιμανιού.
Αν κρίνουμε από τον αγγλικό θαλάσσιο χάρτη, στο σημείο Τ υπήρχε σε αυτό το τείχος ένα άνοιγμα.
Οι οχυρώσεις της Ηετιώνειας ξεκινούν με τον συμπαγή πύργο G, ο οποίος έχει διάμετρο 16 μ. [20] και είναι αξιοσημείωτος για το γεγονός ότι αγγίζει το οχυρωματικό τείχος μόνον με ένα πολύ μικρό τμήμα της περιμέτρου του.
Το τείχος έως την πυλίδα Η έχει περιορισμένο μόνον πάχος (2,5 μ.), πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι το έδαφος εμπρός του είναι ελώδες, κάτι που καθιστούσε δυσκολότερες τις επιθέσεις με πολιορκητικές μηχανές. Το τείχος σχηματίζεται από ακανόνιστους λίθους, οι οποίοι λαξεύτηκαν μόνον στην εξωτερική πλευρά τους. Ο εσωτερικός χώρος είναι γεμισμένος με κομμάτια λίθων και χώμα.
Έως την πυλίδα Η, η οποία έχει πλάτος μόνον 1,5 μ., δεν υπάρχει κάποιος πλευρικός πύργος. Το τείχος προστατευόταν επαρκώς διαμέσου του έλους. Από την πυλίδα έως τον πύργο Ι, ο οποίος προεξέχει 2,20 μ., έχει πλάτος 4,33 μ. και, εκτός ενός μικρού τμήματος, είναι στο εσωτερικό απολύτως συμπαγής, το τείχος γίνεται λίγο παχύτερο, φθάνοντας μεταξύ των πύργων Ι και L τα 4,35 μ.
Στο μέσον μεταξύ των δύο πύργων βρίσκεται η πυλίδα Κ και στην άλλη πλευρά του πύργου L η πυλίδα Μ, αμφότερες παρόμοιες με τις προαναφερθείσες.
Το τείχος είναι κατασκευασμένο με τον ίδιο τρόπο, όπως στο τμήμα μεταξύ των πύργων G και I.
Πίσω από τον πύργο L έχει συναρμοστεί μια ενίσχυση των τειχών, όπως αυτές που εμφανίζονται πίσω από σχεδόν όλους του πύργους της Ηετιώνειας.
Αυτή την ενίσχυση των τειχών πίσω από τους πύργους, οι οποίοι, οι ίδιοι, ήδη τα ενισχύουν, δεν μπορώ να την εξηγήσω διαφορετικά, παρά μόνον ως μια εγκατάσταση που έφερε τις κλίμακες που εξυπηρετούσαν τη δίοδο στους πύργους.
Το περιορισμένο πάχος αυτών των προσκτισμάτων δεν επιτρέπει την ερμηνεία τους ως εσωτερικών πλευρικών πύργων, οι οποίοι στόχευαν στην πλευροκόπηση του εχθρού που θα διείσδυε από ένα ρήγμα του τείχους.
Το τείχος φθάνει τον κυκλικό, διαμέτρου 10 μ., πύργο Ν, ο οποίος μαζί με τον πύργο Ο σχηματίζει την πύλη S.
Από τη μικρή πυλίδα Μ το τείχος δεν αποτελείται πλέον από τόσο ακανόνιστους λίθους όπως στο πρώτο τμήμα, όπως προκύπτει από το σχέδιο 15.
Μεταξύ των πύργων L και Ν και για μια απόσταση 100 μ. απουσιάζουν οι πλευρικοί πύργοι. Δεν θεωρούνταν απαραίτητοι, καθώς το όρυγμα, το οποίο ταυτοχρόνως προμήθευσε και τους λίθους για την ανέγερση, προσέφερε επαρκή ασφάλεια στο τείχος.
Οι πύργοι Ν και Ο αποτελούνται από μεγάλες λιθοπλίνθους, οι οποίες λαξεύτηκαν σε σφηνοειδή τομή πολύ επιμελώς. Μια στρώση λίθων μήκους 1,30 μ., πάχους 0,52 μ. και ύψους 0,90 μ. εναλλάσσεται με μια άλλη διαστάσεων 1,30 μ., 0,69 μ. και 0,47 μ. αντιστοίχως. Οι πύργοι δεν είναι συμπαγείς, αλλά στο μέσον είναι γεμισμένοι με σπασμένους λίθους και χώμα, διαφοροποιούμενοι κατ’ αυτόν τον τρόπο και σε αυτό από τους παραπάνω περιγραφέντες.
Δεν μπορούμε να διακρίνουμε εάν η πλάτους 7,5 μ. είσοδος S (εικ. 14) ασφαλιζόταν και από μια δεύτερη οπίσθια φραγή, καθώς πια απουσιάζει κάθε ίχνος μιας τέτοιας.
Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος της εγκατάστασης του πλάτους 10 μ. ορύγματος μπροστά από την πύλη, το οποίο εμπόδιζε τους επιτιθεμένους να εισχωρήσουν στο τείχος σε ευθεία κατεύθυνση και τους εξανάγκαζε να κινηθούν με τέτοιον τρόπο ώστε η δεξιά ακάλυπτη πλευρά τους να βρίσκεται περισσότερο χρόνο εκτεθειμένη στις βολές των αμυνομένων.
Προς τα νοτιοδυτικά αυτής της πύλης υψώνεται ο λόφος Q (εικ. 13), ο οποίος δεσπόζοντας και ελέγχοντας τη χερσόνησο της Ηετιώνειας, [21] είχε ενσωματωθεί στην οχύρωση. Τα τείχη έχουν διατηρηθεί χωρίς χάσματα από τη θάλασσα έως την κορυφή του λόφου.
Από τον πύργο Q έως την πύλη που συζητήθηκε, το τείχος διασώζεται μόνον αποσπασματικά, εκεί που σημειώνεται στον κύριο χάρτη. Για ένα τμήμα 150 μ. εξαφανίζεται κάθε ίχνος του τείχους, ωστόσο μας βοηθά να το εξακριβώσουμε εκείνη η αρχαία αρματροχιά, η οποία κινείται σε δυτική κατεύθυνση προς την πύλη S (βλ. κύριο χάρτη). Το τείχος πρέπει να κινείτο προς τα νότια αυτού του δρόμου και δεν είναι δυνατόν, διαπερνώντας αυτήν την αρματροχιά, να στρεφόταν προς τα βόρεια για να ενωθεί με το μέτωπο επίθεσης της οχύρωσης, όπως υποτέθηκε προσφάτως, προς τα βόρεια του πειραϊκού λιμανιού, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται ο σταθμός. Οι τάφοι που βρίσκονται στις υπώρειες του υψώματος 16,7 αντικρούουν αυτήν την υπόθεση.
Η κάτοψη του τείχους Q-P προκαλεί έκπληξη λόγω της αλλαγής των διαστάσεών του. Η υποστήριξη του τείχους πραγματοποιείται μέσω πύργων που προεξέχουν περίπου 2 μ. από αυτό, πίσω από τους οποίους βρίσκουμε την προηγουμένως αναφερθείσα ενίσχυση.
Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι κατά το πολυγωνικό σύστημα και είναι γεμισμένοι με κομμάτια λίθων και χώμα.
Από τον λόφο Q το τείχος στρέφεται βαθμηδόν προς τα ανατολικά. Κατεβαίνει τον λόφο αρχικώς σε διακρινόμενη ακόμη συνέχουσα γραμμή, ενώ στις υπώρειες του λόφου έχουν διατηρηθεί μόνον ελάχιστα ίχνη του, τα οποία ωστόσο, επανεμφανιζόμενα ανά 20-30 μ., επαρκούν για να εξακριβώσουμε την πορεία του. Το τείχος συνενώνεται με τον τρόπο που εμφανίζεται στον χάρτη με την πύλη S, όμως δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί το σημείο συνένωσης με απόλυτη ακρίβεια.
Οι πολυπληθείς αρχαίοι τάφοι που εμφανίζονται προς τα βόρεια αυτής της οχυρωματικής γραμμής, όπως και οι αρχαίες αρματροχιές που οδηγούν στην πύλη S, επιβεβαιώνουν αυτήν την υπόθεση.
Ο κύριος καθηγητής Köhler, ο οποίος είχε την καλοσύνη να παρευρίσκεται σε μια έρευνα που έλαβε χώρα με σκοπό την ανεύρεση του συνδετικού τείχους, ερμήνευσε τα τμήματα τοίχων που ανακαλύφθηκαν μεταξύ των Q και S ως αναμφιβόλως ανήκοντα στο οχυρωματικό τείχος και συμφώνησε με τη χάραξη του τείχους, όπως αυτή αποδίδεται στον χάρτη.
Στο σημείο Ρ συνδέεται με τη χερσαία η θαλάσσια οχύρωση.
β΄ Η θαλάσσια οχύρωση
Η θαλάσσια οχύρωση ακολουθεί την ακτή και σε όλη σχεδόν την πορεία της βρίσκεται πολύ κοντά στα νερά, με αποτέλεσμα η θάλασσα να περιβρέχει τα ριζά του τείχους.
Ο περιορισμένος χώρος που προσέφερε η Ηετιώνεια δεν επέτρεπε την περαιτέρω στένωσή του μέσω της απομάκρυνσης του τείχους από την ακτή, όπως αυτό συνέβη στην Ακτή, και, για αυτό, η πρόνοια για τη διατήρηση του τελευταίου εκδηλώθηκε μόλις στη δεύτερη γραμμή.
Το τείχος, αρχικώς πάχους 5 μ., εκκινώντας από το σημείο Ρ (εικ. 16) οικοδομήθηκε με λιθοπλίνθους κανονικού σχήματος, με τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνο της Ακτής, και στο σημείο Υ είναι ακόμη πλήρως αναγνωρίσιμο. Δεν μπορούμε πλέον να διαπιστώσουμε ποια ήταν η μορφή του τείχους στο βόρειο τμήμα του όρμου. Ωστόσο, μπορεί κανείς να δεχθεί ότι χωρίς αμφιβολία υπήρχε εδώ κάποιο τείχος, πιθανώς διακοπτόμενο από μια πύλη ή πυλίδα που επέτρεπε στα πλοία τη δίοδο προς τους βωμούς που βρίσκονταν πίσω της.
[22] Πολύ κοντά στο σημείο Ρ (εικ. 16) έχουν λαξευτεί στον βράχο 7 τετράπλευρες οπές, οι οποίες φαίνεται πως χρησίμευαν για την υποδοχή επιτύμβιων στηλών.
Κοντά στον Πύργο Α (εικ. 18), ο οποίος είναι αξιοπρόσεκτος εξαιτίας της κατασκευής του, το τείχος, τα ίχνη του οποίου είχαμε χάσει, επανεμφανίζεται στο σημείο a.
Το τείχος που ακολουθεί τις δυτικές παρυφές της Ηετιώνειας χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως από τους προεξέχοντες πλευρικούς πύργους, οι οποίοι, όπως και το ίδιο το τείχος, είναι συμπαγείς μόνον στο εξωτερικό περίβλημά τους, ενώ στο εσωτερικό ήταν γεμισμένοι με κομμάτια λίθων. Πίσω από τους πύργους βλέπουμε τις ενισχύσεις του τείχους για την υποδοχή των κλιμάκων. Μεταξύ των πύργων B και C βρίσκεται μια μικρή πυλίδα.
Οι μεγάλοι πύργοι E και F, οι οποίοι έχουν οικοδομηθεί με λιθοπλίνθους και είναι αμφότεροι απολύτως συμπαγείς, σχηματίζουν το νότιο πέρας του οχυρωματικού συστήματος. Ο πρώτος είναι κυκλικός (διάμετρος: 15,5 μ.), ενώ ο δεύτερος τετράπλευρος (μήκος πλευρών: 10 μ. x 11,5 μ.).
Μεταξύ του τελευταίου πύργου και του μόλου θα πρέπει, ενδεχομένως, να υπήρχε ένα συνδετικό τείχος, ωστόσο δεν μπορεί να ανευρεθεί πλέον κανένα ίχνος του.
Εντός του χώρου που περιβάλλεται από τα τείχη που εξετάστηκαν έως αυτό το σημείο βρίσκεται ακόμη μια εγκατάσταση, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως διατείχισμα. Πρόκειται για το τείχος που κινείται μέσω διαφόρων κατευθύνσεων από τον πύργο Α (εικ. 13) προς τον πύργο Ο της πύλης S (εικ. 14).
Το τείχος στρέφεται αρχικώς προς τα ανατολικά i-k (εικ. 18) έως τις παρυφές του υψώματος και, στη συνέχεια, σε αυτό αμέσως προς τα δυτικά k-e για να προσεγγίσει σε σχεδόν ευθεία γραμμή τον πύργο Ο. Ακόμη δύο αναγνωρίσιμοι πύργοι, οι f και h, υπερασπίζουν αυτό το τείχος.
G. v. Alten
___________________________
[1] Στράβων Ι, 58. τόν τε Πειραιᾶ, νησιάζοντα πρότερον καὶ πέραν τῆς ἀκτῆς οὕτω φασὶν ὀνομασθῆναι.
Σουίδ. Ἔμβαρος: ἦν πρότερον ὁ Πειραιεὺς νῆσος.- Πλίν., Φυσ. Ιστ. II, 85,201 nascuntur enim – (terrae) recessu maris... quod accidisse – et in portu Atheniensium quinque milium passuum intervallo ad Piraeum memoratur.
[2] Αρποκρατ. υπό τη λέξη ἁλίπεδον. ἔστι δὲ καὶ κοινῶς τόπος ὃς πάλαι μὲν ἦν θάλασσα, αὖθις δὲ πεδίον ἐγένετο.
[3] The Piraeus surveyed by Commander Thomas Graves. N. 1520.
[4]Bericht der sächs. Gesellsch. 1878, σ. 5 κ.εξ.
[5] Από τη λεπτομερή εξέταση των ακτών μάλλον μπορεί να προκύψει σε ποιο ύψος έφθασαν οι προσχώσεις του εδάφους στη δυτική πλευρά. Οι επίγονοι θα πρέπει να ανύψωσαν τα άκρα των δεξαμενών.
Ο Πειραιάς
[23]
1. Το παρόν σύγγραμμα χρησιμεύει ως συνοδευτικό κείμενο στον χάρτη της πόλης του Πειραιά, τον οποίο εκπόνησε ο G. v. Alten σε κλίμακα 1:12.500 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μορφή και το περιεχόμενό του καθορίζονται από αυτόν. Δεν πρόκειται ούτε μπορεί να αποτελέσει την τελική μελέτη σε αυτό το, παρά τις πολυάριθμες και εν μέρει σημαντικές προεργασίες, τόσο δυναμικό πεδίο. Πολύ περισσότερο αποσκοπεί να παρουσιάσει μέσω των λόγων και των εικόνων για πρώτη φορά σε, κατά το δυνατόν όσο πιο ολοκληρωμένη μορφή, τα τοπογραφικά ευρήματα, ούτως ώστε να προσφέρει ερεθίσματα και νέο υλικό για περαιτέρω έρευνες που σε τόσο μεγάλο βαθμό αξίζει η πόλη του Πειραιά, αυτό το σημαίνον ζωτικό νευραλγικό σημείο του αττικού κράτους. Μια κάποια ανισότητα στην πραγμάτευση εξαρτάται, όπως είναι φυσικό, από την έκταση όσων έχουν διασωθεί. Πιστεύω, πάντως, ότι, ακολουθώντας το παραπάνω σχέδιο, δεν έχω υπεισέλθει σε υπερβολικές λεπτομέρειες. Επίσης, δεν ήμουν συγκρατημένος στην έκφραση προσωπικών απόψεων και υποθέσεων, όταν αυτές φαίνονταν, κατά τη γνώμη μου, ότι προωθούσαν τη συζήτηση.
Όλα όσα δεν αφορούν αυτή καθαυτήν την τοπογραφία της πόλης, δηλαδή το οδικό δίκτυο, οι ταφικές εγκαταστάσεις, τα Μακρά Τείχη και ερωτήματα σχετικά με τους δήμους, θα εξεταστούν στο κείμενο του χάρτη «Αθήνα-Πειραιάς», που συντάχθηκε σε κλίμακα 1:25.000.
Οι οχυρώσεις της πόλης και των λιμανιών, στις οποίες ο κύριος v. Alten αφιέρωσε μια ειδική μελέτη, εμπλέκονται στη συζήτηση μόνον όταν αυτό απαιτείται από ιστορικούς ή γενικούς τοπογραφικούς σκοπούς.
Η προσπάθεια αναπαράστασης που απεικονίζεται στο επόμενο φύλλο χρησιμοποιεί τα ίδια κριτήρια για να υποδηλώσει τον βαθμό βεβαιότητας όσων αποτυπώνονται σύμφωνα με όσα εφαρμόστηκαν και στο φύλλο «Αρχαία Αθήνα». Ξεκινώ με την πεποίθηση ότι μέσω αυτής της προσπάθειας δημιουργείται, τουλάχιστον, μια βάση ευρύτερης συνεννόησης.
2. Παρότι, όπως σημειώσαμε, βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τον προδιαγεγραμμένο σκοπό, ωστόσο οι συνθήκες για μια τοπογραφία του Πειραιά είναι αναλογικά εξαιρετικά ευνοϊκές. Σήμερα, μεταξύ των πόλεων της Αρχαίας Ελλάδας δεν υπάρχει, πιθανώς μη εξαιρουμένης ούτε της Αθήνας, καμία άλλη που να επιτρέπει ακόμη τόσο καλά την παρακολούθηση και κατανόηση της δημιουργίας, ανάπτυξης και του εσωτερικού οργανισμού της όσο το λιμάνι της τελευταίας, δηλ. ο Πειραιάς.
Είναι τρεις, κατά κύριο λόγο, οι περιστάσεις οι οποίες ευνοούν αυτό το αποτέλεσμα: Πρώτον, η πολύ ιδιαίτερη μορφολογία του εδάφους, η οποία κατέτασσε το κάθε τι στη φυσική του θέση. Δεύτερον, το ενιαίο και πλήρες σχεδιασμού πνεύμα της διαμιάς ανεγερθείσας εγκατάστασης. Τέλος, τα νεότερα ευρήματα και τα κατάλοιπα που ακόμη βρίσκονται στο έδαφος, πολλά εκ των οποίων, παρά την όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή φύση τους και εν μέρει ακριβώς εξαιτίας της μικρής αξίας του υλικού κατασκευής τους, έχουν διαφύγει την καταστροφή και διατηρηθεί εντός μιας πλουσιότερης συνάφειας από ό,τι αλλού.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε ό,τι ακολουθεί θα εξετάσουμε χωριστά τη φυσική διαμόρφωση, την ιστορία της πόλης και τα μνημεία του Πειραιά.
Α΄ Διαμόρφωση του εδάφους
3. Η περιοχή του Κηφισού μπορεί να ιδωθεί ως ένα αρκετά κανονικό, από τα βορειοανατολικά έως τα νοτιοδυτικά εκτεινόμενο, τετράγωνο, το μήκος του οποίου από τη θάλασσα ως τις πηγές μεταξύ Βριλησσού και Πάρνηθας ανέρχεται στα 90 στάδια, το δε πλάτος του, μεταξύ των παραλλήλων οροσειρών του Αιγάλεω και των «Τουρκοβουνίων» (Αγχεσμός), στα 30 στάδια. Η στραμμένη προς τη θάλασσα στενή πλευρά, [24] αυτή καθαυτήν η περιοχή εκβολής, έχει σήμερα, μαζί με εκείνη του Ιλισσού έκταση μόνον 20 σταδίων, η οποία ήταν ίδια και κατά την αρχαία εποχή. Το δυτικό τμήμα αυτής της κοιλότητας έχει απομονωθεί σε πλάτος περίπου 10 σταδίων μέσω των προσχώσεων μιας βραχώδους μάζας που έχει τη μορφή χωρίσματος και προεξέχει από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά. Αυτή, στην πραγματικότητα αποτελείται από ξεχωριστούς ορεινούς κόμβους συμπαγούς ασβεστολιθικού πετρώματος (την «Ακτή» και το «ύψωμα της Μουνιχίας»), οι οποίοι συνδέονται μέσω ενός ελαφρώς κυρτού ισθμού από μαλακούς και, προφανώς, νεότερους σχηματισμούς. Μαζί με τις φυλλόμορφες διακλαδώσεις τους και τη βραχώδη γλώσσα γης στα δυτικά («Ηετιώνεια»), η οποία με την κυματοειδή ενδοχώρα της θα πρέπει να ιδωθεί ως απόληξη του όρους Αιγάλεω, αυτά τα υψώματα σχηματίζουν τη λιμενική και αστική περιοχή του Πειραιά.
4. Στον σχεδιασμό του Πειραιά παρατηρούμε την ίδια διαμορφωτική αρχή, η οποία διέπει την ελληνική χερσόνησο σε όλα τα σταδιακά μεγέθη, ενώ κάθε μεμονωμένη μορφή πολύ συχνά δεν αποτελεί παρά την επιμέρους επανάληψη του γενικού. Η θάλασσα, αφού διασπάσει την ενότητα των Κυκλάδων, εισέρχεται από τα βορειοανατολικά παντού όπου δεν υφίστανται νησιά που προστατεύουν, έως και τις πλέον απότομες παρυφές των βουνών, τις οποίες κοιλαίνει ή υποσκάπτει χωρίς όμως να μπορεί να εισέλθει σε αυτές. Μια τέτοια απόπλυση αποτελεί το λιμάνι της Μουνιχίας και η έως τώρα αποκαλούμενη «Φρεαττύς». Από τα νότια και από τα δυτικά, δηλαδή, η θάλασσα εξασκεί την «εξαρθρωτική» μεν αλλά όχι καταστρεπτική δύναμή της. Για αυτόν τον λόγο, όχι μόνον δημιουργήθηκαν στις απώτατες εποχές αλλά και μεταγενέστερα επανασυνδέσεις αυτών που είχαν προηγουμένως διαχωρισθεί (ως τέτοιες θεωρώ τον Ισθμό της Κορίνθου, αυτόν της Σαλαμίνας μεταξύ Κούλουρης και Αμπελακίου, και εκείνον του Πειραιά μεταξύ Ακτής και υψώματος της Μουνιχίας), αλλά η θάλασσα, και από αυτήν την πλευρά, επιτρέπει στην ξηρά νέους σχηματισμούς μέσω αλλουβιακών αποθέσεων. Για να μην αναλωθούμε πέραν του δέοντος σε συγκρίσεις, θυμίζω εδώ ακόμη μια φορά την εύλογη αναλογία της Σαλαμίνας. Παρέμεινε μεν νησί, ωστόσο η θέση της παραπέμπει τόσο έντονα σε μια διασύνδεση με την ξηρά, ώστε ο Ξέρξης σχεδίαζε να την κατασκευάσει με τη βοήθεια τεχνητών μέσων. Και αυτή έχει προκύψει από τη συνένωση δύο ορεινών συστημάτων, όντας πολύ απότομη προς τα ανατολικά και εφοδιασμένη με μια βαθιά εντομή από τα δυτικά, η οποία βρίσκει την ανάλογη εικόνα της στο μεγάλο λιμάνι του Πειραιά.
5. Ο Πειραιάς, παρά τη νησιωτική φύση του, ανήκει ολοκληρωτικά στο δυτικό ορεινό σύστημα, το οποίο εκτείνεται από το όρος Αιγάλεω έως τη Σαλαμίνα και αποστέλλει τις απολήξεις του προς τα ανατολικά. Σε αυτήν την κατεύθυνση φαίνεται πως ήταν η ίδια η φύση που αρχικώς δημιούργησε αυτήν τη διασύνδεση. 10 στάδια επάνω από τις σημερινές εκβολές του, ο Κηφισός εκτρέπεται από τον απευθείας ρου του προς την πειραϊκή χερσόνησο εμφανώς προς τα νότια. Αρχικώς, η κύρια μάζα υδάτων απέρρεε (όπως έκανε ακόμη και κατά τον παρόντα αιώνα ένας τουλάχιστον αδύναμος βραχίονάς του πριν από τη διαρρύθμιση, βλ. Klenze, aphor. Bemerk., σ. 288) χωρίς αμφιβολία στη νοτιοδυτική γωνία του κύριου λιμανιού, ενισχυόμενη από έναν χείμαρρο που κατέβαινε από τα δυτικά (μερικά άλλα ρέματα εκβάλλουν κατευθείαν στη λασπώδη λεκάνη), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εδώ, αρχικώς, ένα αλλουβιακό δέλτα, το οποίο απέκτησε νωρίς σταθερότερη μορφή μέσω των πλούσιων αποπλύσεων από τα δυτικά υψώματα. Η αναφερθείσα βόρεια διόγκωση του λιμανιού δεν είναι τίποτε άλλο από τα λιμνάζοντα κατάλοιπα των υποχωρούντων και πολύ ρηχών υδάτων, τα οποία κανείς δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει ως ένα αρχαίο λιμάνι[1].
6. Η ελώδης, μήκους 20 σταδίων και μέσω μιας αμμοθίνης διαχωριζόμενη από τη θάλασσα, παράλια ζώνη μεταξύ του Πειραιά και του υψώματος του Αγ. Γεωργίου, η οποία οριοθετεί τον φαληρικό όρμο στα ανατολικά, θα πρέπει να είχε υποστεί σημαντικές αλλαγές ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Το δυτικό τμήμα, εξαιτίας της διαρρύθμισης των εκβολών του Κηφισού και των πρόσφατων επιμέρους επιχωματώσεων, έχει αποξηρανθεί, ενώ κατοικείτο και στην Αρχαιότητα, όπως καταδεικνύουν κατάλοιπα σπιτιών (βλ. τον χάρτη, κοντά στο μνημείο του Καραϊσκάκη). Το σύνολο του ανατολικού τομέα εμφανίζεται, παρότι χωρίς σημαντικές ορατές συρροές υδάτων, τόσο ελώδες, ώστε κατά την Αρχαιότητα δεν μπορούσε να αποτελεί κάτι άλλο παρά τον πυθμένα της θάλασσας. Εάν ο τελευταίος έφθανε έως την περιοχή του υψώματος που σήμερα καταλαμβάνεται από το εκκλησάκι του Σωτήρα, τότε δεν είναι μόνον δυνατή μια εναρμόνιση με την αναφορά του Παυσανία περί απόστασης 20 σταδίων από την πόλη (Παυσ. VΙΙI, 10, 4 Σχόλ. Αριστοφ., Όρν. 1694), αλλά καθίσταται και πιθανόν ότι ο δήμος Φαληρέων θα πρέπει να αναζητηθεί στα αρχαία κατάλοιπα αυτής της περιοχής ή ακόμη δυτικότερα. Μόνον τότε η εγγύτητα προς την Αθήνα εμφανίζεται αρκούντως μεγάλη, ώστε να είναι αποφασιστική για την επιλογή της αρχαιότερης τοποθεσίας. Η θέση κοντά στον Άγιο Γεώργιο δεν είναι σήμερα ούτε ήταν ποτέ «αβρόχοις ποσί» απευθείας προσεγγίσιμη (Ulrichs, Reisen u. Forsch., σ. 159), αλλά μόνον μέσω ενός δρόμου επί ενός αναχώματος, μάλιστα με ανατολική καμπή καθώς έπρεπε να ακολουθήσει [25] την πορεία του πρωιμότερου τείχους. Σε αυτό το σημείο η θάλασσα είναι ιδιαιτέρως αβαθής και με ρηχούς βράχους. Ακόμη και σήμερα όλα τα μεγαλύτερα πλοία που χρησιμοποιούν το λιμάνι αγκυροβολούν στον δυτικό όρμο («Νέο Φάληρο»). (Περισσότερες λεπτομέρειες στο κείμενο για τον κύριο χάρτη, Τμήμα Ι.).
7. Πέραν αυτών των τοπικών φαινόμενων, στην περιοχή του Πειραιά μάλλον δεν μπορεί να διαπιστωθεί κανένα ίχνος που να αποδεικνύει ότι από την Προϊστορική Εποχή υπήρχαν κάποιες μετατοπίσεις στη βασική αναλογία των υδάτων προς την ξηρά. Ιδιαιτέρως, πρέπει να απορριφθούν, όπως πιστεύω, με αποφασιστικότητα κάποιες σποραδικώς εκφραζόμενες υποθέσεις περί ανύψωσης ή πτώσης της θαλάσσιας στάθμης ή της ίδιας της ξηράς (βλ. σχετικά κυρίως Graser, Philolog. XXXI, σ. 17 κ.εξ.). Οι μεγάλοι κυκλικοί πύργοι στην είσοδο του κύριου λιμανιού βρίσκονται ακόμη και σήμερα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα και ακόμη και τώρα τα κύματα χτυπούν τις λιθοπλίνθους στα ίδια σημεία, τα οποία και έχουν φθείρει κατά τη διάρκεια των αιώνων. Όταν σήμερα τα νερά κινούνται με μεγάλη ορμή και γεμίζουν τους τάφους στους βράχους κοντά στον «Θεμιστοκλή», θα αποδειχθεί ότι το μόνον που έχει εξαφανισθεί είναι το υπόβαθρο που κάποτε προστάτευε τους τάφους από τα κύματα. Μικρότερα εμβόλιμα αναχώματα, όπως π.χ. στην Ηετιώνεια, ξεκινούν μάλιστα στις σημερινές παρυφές της ακτής, ενώ τα μεγαλύτερα των στρατιωτικών λιμανιών δεν πρέπει ποτέ να ήταν στεγνά, καθώς προφανώς οι τρόπιδες των πλοίων έπρεπε να καθελκύονται εντός των βαθύτερων πλεύσιμων υδάτων (βλ. παρακάτω). Αντιστρόφως, δεν επιβεβαιώνεται μια υποχώρηση της θάλασσας από την περίοδο της Αρχαιότητας ούτε ακόμη και στον ελώδη βόρειο όρμο του πειραϊκού λιμανιού. Το καλοκαίρι του 1879 βρέθηκαν εδώ σε μια αβαθή θέση, που σχεδόν πλημμύριζε όταν έπνεαν ισχυροί νότιοι άνεμοι, αρχαίες σαρκοφάγοι σημαντικού μεγέθους, οι οποίες ήταν βαθιά χωσμένες (βλ. στον χάρτη «τάφοι» κοντά στον σταθμό) και περιείχαν ακόμη και κατάλοιπα οστών. Σε περίπτωση που η στάθμη των νερών ήταν υψηλότερη, αυτοί οι τάφοι θα ήταν απολύτως αδύνατον να τοποθετηθούν.
Β΄ Ιστορικά στοιχεία
Ι. Προϊστορία (Μύθος)
8. Η πειραϊκή χερσόνησος δεν αποτελούσε εξαρχής σημείο έναρξης ενός αυτόνομου σημαίνοντος οικισμού, ίσως διότι δεν υφίστατο μια ευνοϊκή συγκοινωνία με την ενδοχώρα. Η θαλάσσια οδός, η οποία οδηγούσε από τη Σαλαμίνα στην αντίπερα όχθη, αποτελούσε μια πιο άνετη σύνδεση από ό,τι η αμφίβολη φύση ενός ακόμη όχι πλήρως στέρεου εδάφους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Πειραιάς παρέμεινε μετέωρος μεταξύ δύο ζωηρών κυκλοφοριακών κέντρων και φαίνεται ότι δέχθηκε επιρροές και από τα δύο. Αυτά είναι αφενός η περιοχή της Σαλαμίνας με τα απέναντι παράλια, αφετέρου ο όρμος του Φαλήρου.
9. Οι αρχαιότερες επιδράσεις που έχουν τεκμηριωθεί προέρχονται από τη δυτική πλευρά της Σαλαμίνας. Προς αυτήν την κατεύθυνση παραπέμπουν οι ειδήσεις περί μιας παλαιάς συνένωσης τεσσάρων θέσεων ή κωμών: Του Πειραιά, του Φαλήρου, της Ξυπετής και των Θυμοιτάδων (Πολυδεύκης IV, 105), το θρησκευτικό κέντρο των οποίων ήταν ένα ιερό του Ηρακλή, το τετράκωμον Ἡράκλειον (Στέφ. Βυζ. λ. «Ἐχελίδαι). Καθώς αυτό, όπως νομίζω, βρισκόταν κοντά στο πορθμείο της Σαλαμίνας (βλ. τις αναφορές σχετικά με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τον θρόνο του Ξέρξη, Διόδ. XI, 18· Πλούτ. Θεμ. 3), φαίνεται ότι τουλάχιστον οι απαρχές του προέρχονται από εκεί, και μάλιστα από φοινικική εγκατάσταση (Curtius, κείμενο για τους επτά χάρτες, σ. 9 Wachsmuth, d. Stadt Athen I, 442. 443). Αν και δεν γνωρίζουμε κάποιο ιερό του Ηρακλή στη Σαλαμίνα, αντιθέτως υπάρχουν πάρα πολλοί υπαινιγμοί που οδηγούν στους Φοίνικες (Movers, Phöniker, σ. 239· Rhein. Museum VIII, 331), ώστε αυτός ο συνδυασμός να είναι προτιμότερος από οποιονδήποτε άλλο. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι εδώ, ενδεχομένως, έχουμε να κάνουμε μόνον με επιρροές, οι οποίες επ’ ουδενί δεν επιτρέπουν το συμπέρασμα ύπαρξης φοινικικού πληθυσμού στις σχετικές θέσεις (και η Τετράπολις του Μαραθώνα είχε ένα Ηράκλειον). Κοινωνική οργάνωση αυτού του είδους ήταν ξένη στους Φοίνικες. Από μια σύνδεση εμπορικών ενδιαφερόντων, την οποία διαπιστώνουμε και μεταγενέστερα στον Πειραιά διαμέσου κάποιων θρησκευτικών θεσμών, φαίνεται ότι απέμειναν μόνον οι τελευταίοι με τη μορφή εορτών και με τα ιδιαίτερα τραγούδια και τους χορούς τους (βλ. Πολυδεύκης IV 100, 105· Ησύχ. τετράκωμος, μέλος τι σὺν ὀρχήσει πεποιημένον εἰς Ἡρακλέα ἐπινίκιον, προφανώς αυτόν που λατρευόταν στο τετράκωμονἩράκλειον. Διαφορετικά: Dettmer, de Hercule attico, σ. 36). Είναι πιθανόν ότι και η γειτνίαση του ιπποδρόμου (βλ. παρακάτω) και των αγωνισμάτων του με τον λατρευτικό χώρο του Ηρακλή Επινικίου δεν αποτελούσε σύμπτωση (Στέφ. Βυζ., Ἐχελίδαι).
[26] 10. Δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήσουμε περαιτέρω με λεπτομέρειες τις ανατολικές επιρροές. Η ετυμολογική προέλευση της λέξης «Μουνιχία» από την αντίστοιχη φοινικική για το «κοιμητήριο» μέσω της ενδιάμεσης μορφής «Μουνουχία» (Graser, Philolog. XXXI, σ. 7, σημ.) δεν δύναται να γίνει αποδεκτή, ήδη, εξαιτίας του γεγονότος ότι η αρχαιότερη επιγραφική μαρτυρία είναι το «Μουνιχία». Επιπλέον, η ονομασία συνδέεται στενά με τη θεά Άρτεμη, η οποία μαρτυρείται με τον ίδιο προσδιορισμό και σε τελείως διαφορετικό κύκλο (βλ. παρακάτω). Σε ό,τι αφορά την Αφροδίτη Συρία, γνωρίζουμε συμπτωματικά πότε εισήχθη η λατρεία της στον Πειραιά (Ολ.iii, 4, Corp. Inscr. Att. II, 168). Έλαβε χώρα κατά την ίδια εποχή που τόσο πολλές ξένες θεότητες απέκτησαν θρησκευτική υπόσταση στο λιμάνι του Πειραιά. Σχετικά με την παλαιότητα της λατρείας εκείνου του (φαληρικού) Ποσειδώνα, για την ανάληψη του ιερατικού αξιώματος της οποίας έριζαν τότε Φοίνικες, δεν μπορούμε να υποθέσουμε τίποτα (βλ. την ομιλία του Δεινάρχου, Διονύσ., Περὶ Δειν., 10 Wachsm. σ. 440, σημ. 2) [2]. Πάντως, ο αποκλειστικώς φοινικικός χαρακτήρας αυτής της σκοτεινής θεότητας δεν τεκμηριώνεται.
Το ίδιο ισχύει και για την Αθηνά Σκιράδα στο Φάληρο. Το αδύναμο πλέγμα συνδυασμών που επικρατεί, το οποίο προσπαθεί να εδραιώσει την ξένη προέλευση αυτής της θεότητας είναι το εξής: Το «Σκιράς» παραπέμπει στο σκιρράς –δηλαδή το υπόλευκο έδαφος[3] στο οποίο ευδοκιμεί με εξαιρετικό τρόπο η ελιά, –αυτή πιθανώς προέρχεται από τη Συρία– συνεπώς, το ίδιο ισχύει και για τη λατρεία της Αθηνάς Σκιράδος. Προσθέτω ακόμη ότι το ελαιόδεντρο, το οποίο υποτίθεται ότι έχει προνομιακή θέση σε λατρευτικούς χώρους, ευδοκιμεί εξίσου λίγο τόσο στο Σαλαμίνιο Σκιράδιον όσο και κυρίως στο Φάληρο. Η ονομασία, βέβαια, συνδέεται ιδιαιτέρως με τη Σαλαμίνα και γειτονικά μέρη, όπως τα Μέγαρα και η Ελευσίνα, ωστόσο, όπως και να την ερμηνεύσει κανείς, ηχητικά είναι πολύ ελληνική. Όταν η ονομασία επανεμφανίζεται στην Αττική, τότε μπορούμε να την αποδώσουμε στις παλαιότατες σχέσεις με τα γειτονικά κράτη, μεταξύ των οποίων πρωτοστατούσε η Ελευσίνα.
Εάν, τέλος, επιθυμεί κάποιος να προσδώσει στον μύθο του Μίνωα έναν κατά κύριο λόγο φοινικικό χαρακτήρα, οι τοποθεσίες και τα έθιμα του Φαλήρου που συνδέονται με αυτόν διατηρούν την ανάμνηση ενός από τα αρχαιότερα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, δηλαδή την προσωρινή ταπείνωση και την ευτυχή απόκρουση του ξενικού στοιχείου.
Επιπλέον, και τα ίχνη υπερπόντιων επιρροών δεν είναι τόσο πολυπληθή. Εκτός μιας στάσης του Δηλίου Απόλλωνα στο Φάληρο (Ἀπόλλων Δήλιος Φαληροῖ, C. I. Att. I, 210) και της μεταφοράς εκεί του τρωικού Παλλαδίου[4]), όλες οι ενδείξεις υποδεικνύουν με αξιοπρόσεκτη ομοφωνία τον δρόμο μέσω Βοιωτίας προς Θεσσαλία και Θράκη.
11. Μια ιστορία των μύθων και των λατρειών της Αττικής είναι αδιανόητη χωρίς να ληφθούν υπόψη οι βοιωτικές συνθήκες. Αυτές, βεβαίως, περιπλέκονται όσο τίποτε άλλο από τις ποικίλες διαδοχικές μεταναστεύσεις και τη δυσχέρεια εθνολογικών διακρίσεων. Πάντως, γεγονός αποτελούν οι κατά κύματα μετακινήσεις μερικών φύλων που εξωθούνταν από τη Θεσσαλία, καθώς και οι επιδράσεις στην αττική επικράτεια, είτε ως συνέπεια της απόσχισης κάποιων τμημάτων πληθυσμών είτε μέσω μεταβιβάσεων. Στην πρωιμότερη εποχή συναντούμε εκεί Μινύες, Πελασγούς και Καδμείους –που αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από κενές ονομασίες– ακόμη κι αν η προέλευση και οι μεταξύ τους σχέσεις εμφανίζονται αρκετά συσκοτισμένες[5]. Μεταξύ αυτών παρεισφρέουν, εν μέρει κατακτητικά, οι βοιωτικοί Θράκες. Ακολουθούν, εκδιωκόμενοι από τη Θεσσαλία, οι Αιολείς Βοιωτοί. Για όλα αυτά τα φύλα υπάρχουν άμεσες αποδείξεις για μεταναστεύσεις ή επιθέσεις στην περιοχή της Αττικής[6]. Σε αυτές αντιστοιχεί ένα στρώμα κληροδοτημένων ή αφομοιωμένων και τροποποιημένων λατρειών για τις οποίες όσες ομαδοποιούνται γύρω από το Φάληρο, και μεταξύ αυτών νομίζω ότι πρέπει να συγκαταλεχθεί και η λατρεία της Άρτεμης Μουνιχίας, αποτελούν μια σαφή απόδειξη.
12. Οι αναφορές σχετικά με αποδημήσαντες (εκδιωχθέντες από τους Θράκες) Μινύες (βλ. Curtius, de port. Ath., σ. 19 κ.εξ.) αγνοήθηκαν από τον Wachsmuth, ο οποίος, μέσω αμφιβολιών, τους αντικατάστησε με τους Λέλεγες και τους Φοίνικες. Ακόμη κι αν, ομολογουμένως, αυτές οι ειδήσεις με την παραδεδομένη μορφή τους (άλλοτε εμφανίζεται ένας βασιλιάς της Αττικής ονόματι Μούνιχος, άλλοτε ο Μούνιχος μνημονεύεται ως οικιστής) δεν μπορούν να εγείρουν αξιώσεις αδιαμεσολάβητης εγκυρότητας, ωστόσο η πληροφορία που ανάγεται στον Ελλάνικο δεν μπορεί επ’ ουδενί να απορριφθεί. Πλανάται μια υπόνοια, η οποία έως τώρα μπορεί να μην έχει εκφρασθεί ρητά, έχει όμως ενδεχομένως επιδράσει σιωπηρά: Ότι δηλαδή η εξωτερική ομοιότητα της ονομασίας «Μουνιχία» μπορεί να μας κατηύθυνε προς τον λαό των Μινύων, παρόλα αυτά αυτό δεν είναι καθόλου τεκμηριωμένο, καθώς οι Αρχαίοι ετυμολογούσαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο (πρβλ. τον Απολλόδωρο στο Σουίδα Ἀμφιφῶντες). Όμως, η μινυακή προέλευση της λατρείας της Άρτεμης, από την οποία έλαβε και η περιοχή την ονομασία της, επιβεβαιώνεται και μέσω άλλων οδών. Ο Καλλίμαχος συνδέει τις ονομασίες πότνια Μουνιχίη λιμενοσκόπος - με τη Φεραίη, τις οποίες ο Deimling, Leleger, σ. 180, 182, δεν έπρεπε να διαχωρίσει εκ νέου. Το γεγονός ότι η θεά [27] από τις Φερές της χώρας των Μινύων (Müller, Arch., σ. 251), η οποία λατρευόταν επίσης στη Σικυώνα και το Άργος, υπό την ιδιότητα της Μουνιχίας παραμένει πάντοτε η ίδια αποδεικνύεται από την προσδιοριστική ονομασία «Μουνιχία» του λατρευτικού αγάλματος της Άρτεμης που φιλοτέχνησαν οι Δίποινος και Σκύλλις για τη Σικυώνα (Κλεμ. Αλεξ., Προτρ. ΙV, 42) προφανώς, και σε αυτήν την περίπτωση η θεά ταυτίζεται με την [Άρτεμη] Φεραία (Παυσ. ΙΙ 10, 7 23, 5). Αναμφίβολα, αυτή η Άρτεμη είναι ταυτοχρόνως και η θεσσαλική Εκάτη: Σχόλ. Θεόκρ., Ειδ. ΙΙ, 36 Ἑκάτην…Φεραίας καὶ Διὸς παῖδα…γεγογέναι. Αργον. 938 ἀμφί τε Μουνιχίης Ἑκάτης (σε σύνδεση με τον μύθο της Μήδειας, ο οποίος έχει ομοίως αφήσει τα ίχνη του στην Αττική). Στον Ησύχ. Ζέα· Ἑκάτη, με τον οποίο καταλαβαίνω εκ νέου τη Μουνιχία, που ως λιμενοσκόπος είχε την ίδια σχέση με το λιμάνι της Ζέας, όπως με το ύψωμα της Μουνιχίας και τον όρμο. Αυτή η Εκάτη, την οποία αρχικώς θα ήταν καλό να διαχωρίσουμε από την ασιατική και απολλώνια Άρτεμη, ήταν πολύ οικεία στη Θεσσαλία, και ενδεχομένως δεν ανήκε καθ’ ολοκληρίαν στους Μινύες, στην περιοχή των οποίων την συναντούμε. Αντιθέτως, σύμφωνα με το αξίωμα που αναφέρθηκε παραπάνω, είχαν ιδιοποιηθεί τη λατρεία της και γειτονικά ή περαστικά φύλα, όπως οι Θράκες και ίσως οι Αιολείς Αχαιοί[7]. Όπως παρατηρεί ορθά ήδη ο Welcker, Gr. Götterl. I, 570, δεν αποτελεί σύμπτωση ότι στον Πειραιά κατά τον 5ο αιώνα η θρακική Βενδίς ήταν ακόλουθος της Μουνιχίας. Ησύχ. Ἀδμήτου (του Φεραίου) κόρη… τινές δε Βένδιν. Ορφική, δηλ. από τη Θράκη, ήταν και η πολύ σεβάσμια Εκάτη της Αίγινας (Παυσ. ΙΙ, 30, 2). Στη Βοιωτία η λατρεία της Εκάτης, επίσης, «σχηματίστηκε με αξιοπερίεργο τρόπο» (Welcker, G. G. I, 564 κ.εξ.)· άλλα ίχνη οδηγούν στα Μέγαρα (Παυσ. Ι, 43, 1), ενώ η πολύ συγγενής Άρτεμη Βραυρωνία[8] φαίνεται ότι εγκαθιδρύθηκε μέσω της Σαλαμίνας (από τον Φίλαιο, Πλούτ., Σόλων, 10), όπου ομοίως υπήρχε ένα ιερό της Άρτεμης (Παυσ. Ι, 36, 1). Είναι χαρακτηριστικό ότι η Άρτεμη Μουνιχία σχετίστηκε με την επινίκια εορτή της Σαλαμίνας (Mommsen, Heort., σ. 403). Στα νησιά, ιδιαιτέρως τη Σαμοθράκη, την Ίμβρο και τη Λήμνο, εμφανίζονται σχεδόν παντού μαζί με τις όμοιες χθόνιες και σεληνιακές θεότητες οι ίδιες ομάδες λαών (Πελασγοί και Μινύες δίπλα στους Λέλεγες, οι σχέσεις μεταξύ των οποίων δεν θα συζητηθούν εδώ). Η μετακίνηση από τα βόρεια προς τα νότια και η παράκαμψη προς τα ανατολικά, όπου έγινε συνάντηση με ένα ανατολικό αντίστροφο ρεύμα, είναι και εδώ τόσο από εθνολογικής άποψης όσο και από πλευράς ιστορίας της λατρείας απολύτως δεδομένη. Δεν θα ήθελα να αφήσω εδώ χωρίς μνεία το θέμα της λατρείας της Άρτεμης Εκάτης (διότι αυτή είναι η επίσημη ονομασία της, Corp. Inscr. Att. I, 208) στη δυτική πλευρά της αθηναϊκής ακρόπολης. Οι Χάριτες, παλαιές χθόνιες θεότητες, οι οποίες ανήκουν στον ακριβώς ίδιο λατρευτικό κύκλο και υμνήθηκαν από ποιητές ίδιας προέλευσης και κατεύθυνσης (Πάμφως, Ονομάκριτος, Ησίοδος και, τέλος, Πίνδαρος), εμφανίζονται εδώ, όπως και στην Αίγινα και τον Ορχομενό. Συμπεριλαμβάνονται, ομοίως, σε μυστηριακές τελετές στην Αθήνα, όπως και στην Αίγινα και την Ελευσίνα (Παυσ. ΙΙ, 30, 4). Δεν τολμώ να ισχυριστώ ότι η αθηναϊκή Εκάτη μεταλαμπαδεύτηκε από το ύψωμα της Μουνιχίας στην Ακρόπολη, όπως η γειτονική Άρτεμη από τη Βραυρώνα. Στις επιγραφές απολογισμών εμφανίζονται σε διακριτή θέση. Ωστόσο, τεκμηριώνεται μια στενή συγγένεια τόσο μέσω της σχέσης με τις Χάριτες (το πιο πρώιμο ανάγλυφο Χαρίτων που γνωρίζω, βλ. Mitth. d. Inst. III, 189, βρέθηκε στον Πειραιά) όσο και μέσω των κοινών προσδιοριστικών ονομασιών: Εκάτη και Φωσφόρος (βλ. Benndorf, Beiträge z. att. Theat., σ. 68· Ύμν. Ομ. στη Δημ. 52· Κλεμ. Αλεξ., Προτρ. I, 24 τῆς (όχι τοῦ) Φωσφόρου βωμός δηλ. ο βωμὸς Μουνιχίασιν της Άρτεμης Λυσ., Κ. Αγορ., 24). Τέλος, στην Άρτεμη Μουνιχία προσφέρονταν (προ του γάμου) θυσίες κόμης, όπως, εξάλλου, και στο Άργος (Welcker, Gr. Gott. I, 574· Στάτ.Θηβ., 2, 25, 2) το ίδιο ισχύει και για την Άρτεμη Κουροτρόφο (και τις Χάριτες, οι οποίες εμφανίζονται από κοινού με αυτήν και τον Ερμή στην προσευχή των Θεσμοφοριαζουσών, Αριστοφ., Θεσμ., 295), όχι μόνον κατά την «κουρεώτιδα» ημέρα [κουρεῶτις] (Πολυδεύκης VIII, 107, Ετυμ. Μ. γαμηλία και γαμήλια), αλλά πιθανώς και σε αυτά καθαυτά τα Γαμήλια[9]. Η κουροτρόφος, όμως, ταυτίζεται με βεβαιότητα με την Άρτεμη Εκάτη της Ακρόπολης (Wachsm., σ. 137, σημ. 1· Welcker, I, 567 και σημ. 24), ενώ και οι Χάριτες εμφανίζονται ως κουροτρόφοι (Jahn, Entf. d. Europa, σ. 37) μαζί με άλλες θεότητες που ανατρέφουν παιδιά και αναμφίβολα είχαν τη θέση τους μπροστά από την είσοδο στην Ακρόπολη.
Η σπουδαιότητα αυτής της λατρείας που είναι η μοναδική πανάρχαια που τεκμηριώνεται στον Πειραιά, καθώς και των διαφόρων συνδυασμών που συνάπτονται με την προέλευσή της, ας συγχωρήσουν αυτή την παρέκβαση. Μπορούμε να διαπεράσουμε πιο γρήγορα τα υπόλοιπα ίχνη που, ομοίως, φαίνεται ότι παραπέμπουν στους Μινύες και τους Πελασγούς. Όπως θρυλείται (Παυσ. Ι, 1, 4), ο Φάληρος απέπλευσε για την Αργοναυτική Εκστρατεία από το λιμάνι που έλαβε από αυτόν την ονομασία του. Σε μινυακά σημεία αποικισμού επανεμφανίζονται, όπως απέδειξε ο Boeckh (Abhh. der Berl. Ak. 1836, σ. 40, 41), πολύ γνωστές αττικές ονομασίες, για παράδειγμα στις θηραϊκές επιγραφές ένας Πειραιώτης (η αρχαιότερη αναφορά αυτής της κώμης), όπως και τα Οίη, Μελαιναί, κ.ά. [28] Πρβλ. τον ποταμό Φάλαρο στη Βοιωτία (Müller, Orch., σ. 40) και τις πόλεις Ελευσίνα και Αθήνα στην Τριτωνίδα λίμνη, οι τελευταίες μάλιστα είναι αρχαίες πελασγικές ονομασίες που συνεχώς μας ανάγουν στα ίδια εθνολογικά σημεία αφετηρίας.
13. Εξαιτίας πελασγικών στοιχείων φαίνεται ότι οι Θράκες (παρά και τις πρόσφατες αμφιβολίες, επιμένω σε αυτόν τον φυλετικό προσδιορισμό), αναλόγως της ειδικής προδιάθεσής τους, επίσης μετεξέλιξαν και μεταλαμπάδευσαν άλλες χθόνιες λατρείες, κυρίως εκείνη της Δήμητρας. Κατά μήκος της φαληρικής ακτής βρίσκουμε τουλάχιστον τρία ή τέσσερα ιερά αυτής της θεάς, από τα οποία δύο μαρτυρούνται ρητώς ως Θεσμοφόρια. Κατά τον ίδιο τρόπο, έχουμε στον Αλιμούντα έναν σημαντικό ναό (Παυσ. Ι, 31, 1), ένα ιερό στην Κωλιάδα (Πλούτ., Σόλων, 8· Ησύχ. Κωλιάς), εφόσον δεν ταυτίζεται με τον προηγούμενο, έναν φαληρικό ναό Δήμητρας (Παυσ. Ι, 1, 5) και, τέλος, ένα εκτός της πόλης και προς την περιοχή του Φαλήρου Θεσμοφόριο των Πειραιωτών (C. I. Att. II, 573b· C. I. Gr. I.103, βλ. παρακάτω § 28 και § 31). Ο Wachsmuth (I, 403) τόνισε εκ νέου για την Αθήνα τη συμμετοχή του θρακικού φύλου στις προσφορές δημητριακών. Διαπιστώνουμε την επίδραση της θάλασσας στο νότιο τμήμα της πόλης και τα προάστια (Άγραι) όχι μόνον εξαιτίας της θέσης όπου βρίσκονται τα αθηναϊκά Θεσμοφόρια (καθώς και τα υπολοίπα θρακικά ίχνη), αλλά και διότι η παράδοση του Μουσαίου έχει ισχυρούς δεσμούς τόσο με τον νότιο λόφο της πόλης όσο, και κυρίως, με το Φάληρο, όπου, επιπλέον, επεδείκνυαν τον τάφο του (Διογ. Λαέρτ, Προοίμ. 3 και το επίγραμμα του Αντιπάτρου, Ανθ. ΙΙΙ, 25, η μορφή του οποίου αποδεικνύει πως είναι βέβαιο ότι εδώ δεν υπάρχει κάποια σύγχυση).
Αλλά και το ιερό της Αθηνάς Σκιράδος συνδέεται απευθείας με την Ελευσίνα διαμέσου του μάντη Σκίρου (Παυσ. Ι, 36, 4), κάτι που συνδυάζεται απολύτως καθότι αυτή η λατρευτική μορφή της Αθηνάς υπάγεται χωρίς αμφιβολία σε αυτές καθαυτές τις αγροτικές θεότητες. Θα πρέπει, επίσης, να παρατηρηθεί ότι στην αναφερθείσα επιγραφή (C. I. Att. II, 573b, στίχος 10) μεταξύ των εορτών που συνδέονται με το Θεσμοφόριο κατονομάζονται και τα σκίρα.
14. Κατά τον ίδιο τρόπο, εμφανίζεται αδιάσπαστη η συνέχεια των λατρειών που συνέρρευσαν μέσω της Βοιωτίας και βρίσκονταν σε συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Οι Αιολείς Βοιωτοί μετέφεραν ως οι τελευταίοι τη χθόνια λατρεία της Αθηνάς Ιτωνίας από τη Θεσσαλία στη νέα πατρίδα τους. Από τις επιγραφές απολογισμών (C. I. Att. I, 210 απόσπ. k, 6) γνωρίζουμε μια αττική Αθηνά Ιτωνία. Εάν η πύλη, η οποία υποδεχόταν την οδό που οδηγούσε από το Φάληρο προς την Αθήνα ονομαζόταν Ιτωνία (βλ. Wachsm. I, 151), τότε δεν θα ήταν πολύ παράτολμη η υπόθεση ότι το ιερό αυτής της θεάς θα πρέπει, ομοίως, να αναζητηθεί στα νότια μεταξύ πόλης και θάλασσας, ενδεχομένως στον ίδιο τον όρμο.
Από όλες αυτές τις πανάρχαιες λατρείες βρίσκεται στον Πειραιά μόνον εκείνη της Άρτεμης Μουνιχίας, και αυτή, με το στραμμένο προς τα ανατολικά λιμάνια ιερό της, παραπέμπει σαφώς στην πλευρά του Φαλήρου. Από εκεί φαίνεται, και αυτό είναι αξιοπρόσεκτο, ότι προσφέρονταν οι εορταστικές θυσίες, όπως μας πληροφορούν πολυάριθμες επιγραφές εφήβων, οι οποίοι παρέπλεαν αμιλλώμενοι όλη τη χερσόνησο (περιέπλευσαν – τοῖς Μουνυχίοις εἰς τὸν λιμένα τὸν ἐν Μουνυχίᾳ ἁμιλλώμενοι C. I. A. II, 471, 29).
Η σημασία της υπερυψωμένης Μουνιχίας θα πρέπει να είχε και μια περαιτέρω πρακτική πλευρά. Θα πρέπει σε καιρούς γενικευμένης ανασφάλειας να εξυπηρετούσε ως ακρόπολη τους οικισμούς που την περιέβαλλαν, τότε που, όπως αναφέρει ο μύθος (Φιλόχωρος στον Στράβ. IX, χωρ. 609), ο Κέκροπας συνοίκησε τον λαό της Αττικής σε δώδεκα (οχυρές) πόλεις. Εάν εξετάσει κανείς σύμφωνα με τη θέση τους την ό.π. παρατιθέμενη απαρίθμηση των ένδεκα τοποθεσιών, φαίνεται σχεδόν αναπόφευκτο ότι η απούσα δωδέκατη θέση θα πρέπει να συμπληρωθεί με μια ονομασία όπως το Φάληρον ή, ίσως καλύτερα, την Τετρακωμία (πρβλ. Hermann, Staatsalt. § 91, 9 κ.εξ.).
ΙΙ. Ο Πειραιάς ως λιμάνι της Αθήνας
15. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, η αρχαία κώμη του Πειραιά υπήχθη ως δήμος στην Ιπποθοωντίδα φυλή και, κατά τον ίδιο τρόπο, σε μια ομάδα που στρεφόταν προς την Ελευσίνα, όπως υποδηλώνει η εκεί τοπική ονομασία του Ιπποθόωντος. Μεταξύ άλλων, σε αυτή συνανήκαν και οι δυτικοί δήμοι Θυμοιτάδαι, Κορυδαλλός και Οινόη στον Κιθαιρώνα–μια εκ των όχι σπανίων περιπτώσεων στις οποίες από τη διάταξη των φυλών μπορεί ακόμη να γίνει διακριτή μια κάποια τοπική συνάφεια.
Θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι και πριν από τον Θεμιστοκλή κάποιοι προνοητικοί άνδρες είχαν στρέψει την προσοχή τους προς την ευνοϊκή θέση του Πειραιά. Τουλάχιστον κατά την περίοδο της μακεδονικής κατοχής αρέσκονταν να μνημονεύουν κάποιες ρήσεις του Επιμενίδη (Πλούτ., Σόλων, 12· Διογ. [29] Λαέρτ. Ι, 114), ο οποίος, προβλέποντας το μέλλον, χαρακτήριζε το ύψωμα της Μουνιχίας ως μία τοποθεσία που θα προξενούσε πικρές εμπειρίες στους Αθηναίους. Οι διαμάχες με τη Σαλαμίνα και την Αίγινα θα πρέπει παλαιόθεν να ανέδειξαν την ανάγκη ενός οχυρωμένου και ασφαλούς σημείου στην ακτή. Στο απροστάτευτο αγκυροβόλιο του Φαλήρου εισχώρησαν ήδη οι Σπαρτιάτες κατά την πρώτη εκστρατεία τους επί Πεισίστρατου (Wachsm. I, σ. 512), όπως και οι Πέρσες κατά τη δεύτερη εισβολή τους. Όμως, μόλις ο Θεμιστοκλής ήταν εκείνος στον οποίο η μοίρα επεφύλασσε να κάνει πράξη τη σκέψη που παλαιότερες εμπειρίες είχαν καταστήσει πια ώριμη. Ήδη κατά το έτος που ήταν επώνυμος άρχοντας πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας (494/93) έθεσε τις πρώτες βάσεις και τουλάχιστον ξεκίνησε την κατασκευή των λιμενικών εγκαταστάσεων (Θουκ. Ι, 93, 3). Επεξέτεινε κατά πολύ την ιδέα να κατασκευάσει απλώς έναν προμαχώνα ενάντια στις εξωτερικές απειλές· ήδη τότε προτίθετο να δημιουργήσει μια αφετηρία ούτως ώστε να δρομολογηθεί με ορθό τρόπο η προβλεπόμενη από αυτόν εξέλιξη της ισχύος του αθηναϊκού κράτους. Μετά τους Περσικούς πολέμους κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του πολύ πιο εύκολα τον λαό, που είχε πια αποκτήσει την ανάλογη πείρα, με αποτέλεσμα τα σχέδιά του να εκτελεστούν με ταχύτερους ρυθμούς[10]. Η έναρξη φαίνεται ότι έγινε μόλις με την οχύρωση της πόλης του λιμανιού. Σχετικά με τον Ερμή, τον οποίο οι εννέα Άρχοντες ανίδρυσαν με αυτήν την ευκαιρία, βλ. Wachsm. I, σ. 207, 519 και παρακάτω § 32.
Παράλληλα, ο ετήσιος εορτασμός της νίκης της Σαλαμίνας συνδέθηκε με την εορτή της Άρτεμης Μουνιχίας, και, κατά τον ίδιο τρόπο, αυτή η παλαιά λατρεία απέκτησε μια νέα και περισσότερο εγκάρδια σχέση τόσο με την Αθήνα όσο και με τη Σαλαμίνα (και τη σαλαμίνεια Άρτεμη;), βλ. Mommsen, Heort. σ. 410.
Φαίνεται ότι εκείνη την περίοδο, τουλάχιστον, η πλειονότητα του πληθυσμού δεν σκόπευε να προβεί στην κατασκευή του βορείου σκέλους του τείχους. Μάλιστα προηγήθηκε από αθηναϊκής πλευράς η ανέγερση των Μακρών Τειχών στα Μέγαρα (Θουκ. Ι, 103). Οι νέες διαμάχες με την Κόρινθο, την Επίδαυρο και την Αίγινα, έδωσαν το έναυσμα για την κατασκευή του φαληρικού και του βορείου πειραϊκού τείχους (Θουκ. Ι, 107, 108). Σχετικά με τις δυσκολίες, οι οποίες αρχικά θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την εκτέλεση του έργου (όπως η ελώδης φύση της παραθαλάσσιας πεδιάδας) και σχετικά με το ερώτημα της συμμετοχής του Κίμωνα βλ. Wachsm. I, σ. 557, σημ. 2. Οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμη στραφεί στον Πειραιά με πλήρη αποφασιστικότητα. Προτού ο τελευταίος κερδίσει την πλήρη εύνοια της Αθήνας, δεν ήταν δυνατή και η ιδιαίτερη πολεοδομική ανάπτυξή του.
16. Έτσι έμεινε στον Περικλή, να επανεκκινήσει με πλήρη ενεργητικότητα το θεμιστόκλειο σχέδιο, καθώς και στους άνδρες που επρόκειτο να δράσουν σύμφωνα με το πνεύμα του και ήταν αυτοί που σε αυτήν την περίπτωση, ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας ένα σχέδιο σχεδόν εκ του μηδενός. Η, ασφαλώς, ιδιαιτέρως δύσκολη και δαπανηρή ανέγερση του δεύτερου πειραϊκού τείχους (τὸ διὰ μέσου τεῖχος), που μόνον με αυτό εξασφαλίστηκε η αδιάσπαστη ενοποίηση των Αθηνών και του λιμανιού «σε μια τεράστια διπλή πόλη», φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο τον Περικλή μετά από αντιδράσεις και καθυστερήσεις. Από τη άλλη πλευρά, η δημιουργία μιας άνετης και βασισμένης στα πλέον σύγχρονα πρότυπα πολεοδομικής εγκατάστασης αντιστοιχούσε πλήρως στην εξελικτική πορεία της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Η κατάλληλη προσωπικότητα για αυτόν το σκοπό ήταν ένας εκ των πειραματικών θεωρητικών εκείνης της περιόδου, ο επιφανής φιλόσοφος και αρχιτέκτων Ιππόδαμος από τη Μίλητο. Αυτός έφθασε την κατάλληλη στιγμή, ούτως ώστε να ρυθμίσει άπαξ και διαπαντός την ανάπτυξη της νέας πόλης εντός του ευρύχωρου εσωτερικού του προσχεδιασμένου τείχους, κάτι που δεν το πέτυχε δια μαγείας, αλλά ακολουθώντας έναν συγκεκριμένο και ανταποκρινόμενο κατά το μέγιστο δυνατόν στις αρχικές ιδέες του τρόπο (σχετικά με τις βασικές αρχές της ιπποδάμειας πολεοδομίας πρβλ. κυρίως τις εύστοχες παρατηρήσεις στο Hirschfeld, Ber. d. sächs. Ges. 1878, σ. 2 κ.εξ.). Εδώ, το μαθηματικό αξίωμα των ευρέων και ορθογωνικών χαράξεων των οδών κατέστη λιγότερο αυστηρό μέσω της διαμόρφωσης του εδάφους, με αποτέλεσμα ο Πειραιάς να συγκαταλέγεται, δικαίως, στις ομορφότερες πολεοδομικές εγκαταστάσεις του αρχαίου κόσμου. Εάν ο Ιππόδαμος στις φιλοσοφικές μελέτες του, για το περιεχόμενο των οποίων πληροφορούμαστε από τον Αριστοτέλη, υποστήριζε το διαχωρισμό ανάμεσα σε χώρα ἱερά, δημοσία και ἰδία, τώρα βρισκόμαστε στην ευτυχή θέση, βάσει επιγραφικών μαρτυριών (μιας σειράς όρων, οι οποίοι φέρουν συνολικά τα χαρακτηριστικά μιας, δηλαδή της περίκλειας εποχής, και μπορούν ανενδοίαστα να συνδεθούν με τον Ιππόδαμο – σήμερα αριθμούν ήδη τους 12), να παρακολουθήσουμε την πρακτική εφαρμογή αυτών των θεωριών, όπως, για παράδειγμα, την αυστηρή οριοθέτηση των δημοσίων εγκαταστάσεων. Η αγορά αποτελεί το κέντρο, και από τότε πολιτογραφήθηκε στον καθημερινό λόγο ως ιπποδάμεια. Βρισκόταν εντός του ἄστεος, όπως ονομάζεται αυτός καθαυτόν ο πυρήνας της πόλης σε δύο περαιτέρω όρους, που βρέθηκαν πρόσφατα (βλ. Αθήν. VII, σ. 386). Το σημαντικό είναι ότι η Μουνιχία (προφανώς, πιο συγκεκριμένα, οι οικοδομηθείσες δυτικές και νότιες πλαγιές) αποτελούσε μια ιδιαίτερη συνοικία (ένας όρος [30], ο τόπος εύρεσης του οποίου καταγράφεται ως αρχαία θέση στο βόρειο πέρας της οδού της Μουνιχίας, αναφέρει: (ἄχρι τῆς) δε τῆς ὁδοῦ τῇδε ἡ Μουνιχίας ἔστι νέμησις· προφανώς, οι οικοδομήσιμοι κλήροι παραδόθηκαν διαιρεμένοι σε συγκεκριμένες διαστάσεις (νενέμηται).
Σε ό,τι αφορά τα δημόσια κτήρια, μπορούμε με μεγάλη πιθανότητα να τα συνδέσουμε απευθείας με τη νέα διαμόρφωση της πόλης, και μάλιστα με τις εγκαταστάσεις της αγοράς, την ίδρυση του ναού της Εστίας, αυτής της τόσο σπανίως λατρευόμενης σε ξεχωριστό ιερό θεότητας, η πιο αφηρημένη λατρεία της οποίας αντιστοιχεί στο πνεύμα της συνολικής ίδρυσης της πόλης (C. I. Att. II, 589). Άλλες λατρείες θεών δεν ήταν δυνατόν να εγκατασταθούν αυθαίρετα, ωστόσο η μεγάλη ώθηση θα είχε ως συνέπεια την ανέγερση νέων και τον εξωραϊσμό υφισταμένων κτηρίων. Υπάρχουν πράγματι κάποια σχετικά ίχνη, όπως βλέπουμε στους οικοδομικούς καταλόγους ενός, προσώρας ακόμη όχι με ασφάλεια, ταυτισμένου ιερού (C. I. Att. I, 68).
Ιδιαίτερη φροντίδα επιδείχθηκε για τη διαρρύθμιση της λεκάνης του λιμανιού και της περιοχής γύρω από αυτήν, στις εγκαταστάσεις της οποίας αναφέρεται η πλειονότητα των σωζόμενων όρων. Από τις στοές με κιονοστοιχίες που πλαισιώνουν τον μεγάλο όρμο του κύριου λιμανιού μαρτυρείται ρητά η χρονολογία ανέγερσης της σημαντικότερης, της «Μακράς Στοάς» ή αλλιώς «ἀλφιτοπῶλις» κατά την περίκλεια περίοδο. Δεν θα ήταν παράτολμο να αποδώσουμε στην ίδια εποχή και τις υπόλοιπες, μεταξύ αυτών κυρίως το «Δείγμα» [11].
Η ίδια συστηματικότητα επεκτεινόταν και σε εγκαταστάσεις που ήδη υπήρχαν. Μάλιστα, σύμφωνα με τον παλαιογραφικό χαρακτήρα των σχετικών επιγραφών, φαίνεται ότι η αρχή έγινε από αυτές. Τα τρία στρατιωτικά λιμάνια του Κανθάρου, της Ζέας και της Μουνιχίας γέμισαν με νεωσοίκους που περιλαμβάνονται στα θαύματα της εποχής του Περικλή. Οι σωζόμενοι όροι, στην αρχική τους εκδοχή, επιτρέπουν να διαφανεί μια ταξινόμηση των κυκλόσχημων παρακτίων τομέων κατά τριττύς ή κατά το σύστημα των τριών φυλών, ομοίως με το κοίλο του θεάτρου ή ενός χώρου συγκέντρωσης των πολιτών.
17. Αρχικά, θα έπρεπε να αποδειχθεί η αμυντική αποτελεσματικότητα του νεόκτιστου και προσαρτημένου στην πρωτεύουσα λιμανιού. Κατά τα πρώτα έτη του Πελοποννησιακού πολέμου προσέφερε ένα ευρύχωρο καταφύγιο στον πληθυσμό της υπαίθρου που συνέρρεε στα τείχη του για να προστατευθεί, αποτέλεσε όμως ταυτόχρονα και την εστία εκείνου του φοβερού λιμού (Θουκ. ΙΙ, 48, 2), οι απαρχές του οποίου αποδόθηκαν στις υδατοδεξαμενές που εκείνον τον καιρό αναπλήρωναν γενικώς την έλλειψη τρεχούμενου νερού. Οι εκφράσεις του Θουκυδίδη επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι κατά τον καιρό που συνέγραφε το βιβλίο του αυτή η προβληματική κατάσταση είχε ήδη διορθωθεί, ενώ όλα δείχνουν ότι ως ιθύνοντα της ανέγερσης αυτού του υδραγωγείου (Σχόλ. Αριστ., Όρν. 997 ὁ τὰς κρήνας ἄγων περί το 414 πρβλ. Ullrich, Beitr. z. Erkl. d. Thuk., σ. 87) και ταυτόχρονα μάλλον ως νεότερο υποστηρικτή της ιπποδάμειας θεωρίας θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τον αστρονόμο Μέτωνα. Αυτό διότι εμφανίζεται, προφανώς, ως τέτοιος στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, ενώ οι βασικές θεωρητικές αρχές για τη σύγχρονη πολεοδομία που εκφράζει εκεί, βρίσκονται, εάν κάποιος αφαιρέσει την κωμική υπερβολή, τόσο κοντά στο πνεύμα του Ιππόδαμου ώστε θα πίστευε κανείς πως μόνον ο πρόωρος θάνατος του τελευταίου τον προφύλαξε από τη σάτιρα του κωμικού συγγραφέα. Ως προς τις προσωρινές μεταβολές τοπικής εμβέλειας κατά την πορεία του πολέμου (την ανέγερση του τείχους Ηετιώνειας από τους Τετρακοσίους) βλ. παρακάτω § 51.
Φαίνεται ότι το μεγάλο πειραϊκό έργο, μετά τις συμφορές του πολέμου, όπου, μέσω της αμυντικής συμβολής του, παρείχε αποτελεσματική βοήθεια, είχε μικρή μόνον διάρκεια. Εύλογα το μίσος των Σπαρτιατών στράφηκε κυρίως εναντίον της οχύρωσης του λιμανιού και των Μακρών Τειχών. Η κατεδάφιση αμφοτέρων ήταν ο τελευταίος αναπόφευκτος ειρηνευτικός όρος (το σκέλος που οδηγούσε στο Φάληρο είχε καταπέσει ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου). Η καταστροφή τους πραγματοποιήθηκε από τον Λύσανδρο (404) υπό τους ήχους αυλών, και διεκπεραιώθηκε αρκετά συστηματικά ώστε στις επόμενες διαμάχες με τους ολιγαρχικούς και τους Λακεδαιμονίους να μην παίξουν απολύτως κανένα ρόλο. Μόνον στιγμιαία ο Θρασύβουλος σκέφτηκε το ενδεχόμενο να υπερασπιστεί τη φυσικώς οχυρωμένη περίμετρο της πόλης, η οποία έφερε ακόμη κατάλοιπα του τείχους (Ξεν., Ελλ. ΙΙ, 4, 11).
Ακόμη πιο οδυνηρή πρέπει να ήταν για τους πατριώτες η εκποίηση των πολύτιμων νεωσοίκων με σκοπό να κατεδαφισθούν (Ισοκρ. VΙΙ, 66), ωστόσο ο Boeckh (Seeurk., σ. 670) ορθώς τονίζει ότι η καταστροφή, όπως και εκείνη των τειχών, δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική, καθώς ο Λυσίας σε έναν λόγο που εκφώνησε το 399 (XXX, 22) αναφέρεται σε αυτά μόνον ως περικαταῤῥέοντα.
Από την πόλη του λιμανιού, η οποία υπέστη τη μεγαλύτερη ατίμωση, θα ξεκινούσε η αναγέννηση του αττικού κράτους. Από την ίδρυσή της αναδείχθηκε σε διακεκριμένη έδρα της δημοκρατίας [31], και οι τύραννοι, με απερίσκεπτο τρόπο, συνεισέφεραν στην ενίσχυσή της εκδιώκοντας από την Αθήνα περί τους 5.000 αντιφρονούντες (Ισοκρ. VII, 67 Ξεν., Απομν. ΙΙ, 7, 2· Wachsm. Ι, 576). Ο Θρασύβουλος με όσους έσπευσαν μαζί του και υπό την καθοδήγηση της φωτεινής θεάς της Μουνιχίας δεν θα μπορούσε να βρει κάποια καλύτερη βάση. Μετά από διάφορες μάχες, οι οποίες μέσω της αφήγησης του Ξενοφώντα έχουν καταστεί τόσο διαφωτιστικές για τις γνώσεις μας για τον Πειραιά, το επίτευγμα της αποκατάστασης της δημοκρατίας τελικώς αντάμειψε όλες τις ηρωικές θυσίες.
18. Υπό την προστασία των νέων θεσμών, το κράτος σταδιακά ανέλαβε και ακόμη γρηγορότερα τα μεμονωμένα άτομα, καθώς μάλιστα τώρα, με τη σημαντική μεταβολή των τάσεων της εποχής, εκδηλώνεται το πνεύμα του κέρδους, ως κύριος παράγων του οποίου ο Πειραιάς αρχίζει να εκπληρώνει πια τη δεύτερη ειρηνική αποστολή του. Από την άλλη πλευρά, και οι πρώτοι καρποί μιας ομοίως πρωτοποριακής, αν και όχι πάντοτε εθνικής πολιτικής που ακολουθούσε ο Κόνων απέναντι στον Πέρση βασιλέα είχαν, μετά τη νίκη της Κνίδου, θετικό αντίκτυπο στην εκ νέου ανέγερση των τειχών του Πειραιά και των διατειχισμάτων (σχετικά με τη συμμετοχή των συμμάχων και την ένταξη των φυλών μέσω λειτουργιών πρβλ. Köhler, Mitth. 111, 49 κ.εξ.). Όμως, δεν λησμονήθηκαν ούτε οι θεοί ούτε, αφού ελήφθη πρόνοια για αυτούς, ο εξωραϊσμός της παραθαλάσσιας πόλης. Ο ίδιος ο Κόνων ανήγειρε μεταξύ Κανθάρου και εμπορικού λιμανιού ένα ιερό της Κνιδίας Αφροδίτης. Στη συνέχεια, ιδρύθηκε δίπλα στον «Δία Σωτήρα», πιθανώς για πρώτη φορά, το άγαλμα και ο βωμός της Αθηνάς Σωτείρας του Κηφισοδότου (Πλίν. XXXIV, 74). Πολύ νεότερη είναι η τοποθέτηση των έργων του Λεωχάρη, του Δία και του Δήμου, πίσω από τη «Μακρά Στοά» (Παυσ. Ι, 1, 3).
Άμεσα συνδεδεμένη με την αυξανόμενη ακμή του Πειραιά ήταν η πρόνοια για τη διασφάλιση και ενίσχυση της αμυντικής ικανότητάς του. Το πλέον ουσιώδες και τυπικώς επανερχόμενο στοιχείο που διακρίνουμε μέσα από τα κρατικά μέτρα που λήφθηκαν κατά τον 4ο αιώνα σχετίζεται με την επέκταση του στρατιωτικού λιμανιού και τη βελτίωση των τειχών. Θα πίστευε κανείς ότι η περίοδος του Κόνωνα άφησε εδώ κάτι ανολοκλήρωτο. Σε κάθε μείζονα πολιτική περιπλοκή, ενίοτε και μετά την υπέρβαση κινδύνων, όπως μετά το τέλος των Συμμαχικών πολέμων, διατίθεντο πόροι για αυτόν τον σκοπό.
Κατά τον Δημοσθένη, το έτος 354 ήταν εκ νέου διαθέσιμες ήδη 300 τριήρεις (βλ. σποράδην στο Υπὲρ συμμ. [XIV] αυτόθι ο Δ. κάνει λόγο ήδη για 300 νεωσοίκους). Το ίδιο έτος ο εγγονός Κόνων απέδωσε ένα μέρος από το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί στον πατέρα του Τιμόθεο για την επισκευή των τειχών (Κ. Νέπως, Timoth., 4). Ιδιαιτέρως κατά τη δημοσιονομική περίοδο του Ευβούλου που ξεκινούσε ταυτοχρόνως (Λυκούργ., Κ. Λεωκρ. 44, Δείναρχος Ι, 4) θα πρέπει να ελήφθη κάποια πρωτοβουλία σχετικά με τα πλοία, τους νεωσοίκους, τις εγκαταστάσεις στο Εμπόριον και τα τείχη. Σε ό,τι αφορά τα τελευταία, πάντως, θα πρέπει να διοχετεύθηκε λίγη ενέργεια και αποφασιστικότητα, όπως αποδεικνύει τόσο ο ψόγος του Δημοσθένη (βλ. Wachsm. I, σ. 592, σημ. 2) όσο και το αίσθημα μεγάλης αμυντικής υστέρησης και η βιασύνη με την οποία, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, θα διευθετούνταν οι ελλείψεις μέσω ορυγμάτων, πασσαλόπηκτων φρακτών και με μεταφορά υλικού από τις καταστραφείσες νεκροπόλεις (Λυκούργ., Κ. Λεωκρ. 44). Μετά την αποχώρηση του Φιλίππου, η επισκευή του τείχους που προώθησε ο Δημοσθένης, και η οποία φαίνεται ότι έλαβε χώρα ακολουθώντας τις κονώνειες διαδικασίες ανέγερσής του μέσω της κατανομής της στις 10 φυλές, πρέπει να ήταν συστηματικότερη (Wachsm. I, 596). Ο μέγας πατριώτης κατασκεύασε με ίδια μέσα δύο οχυρωματικά ορύγματα γύρω από τον Πειραιά.
19. Η λαμπρή οικονομική διαχείριση του Λυκούργου, η οποία στην πραγματικότητα διήρκεσε 12 χρόνια (έως το 326), αποδείχθηκε εξόχως ευεργετική, κυρίως ως προς την επιμέλεια της λατρείας των θεών και των εορτών[12]. Μέσω των «επιγραφών εσόδων από τη βυρσοδεψία» και άλλων θραυσμάτων των επιγραφών απολογισμών που σχετίζονται με τον Λυκούργο, μας παρουσιάζεται, ταξινομημένη κατά εορταστικές περιόδους, μια σειρά πλουσιοπάροχα επιμελημένων λατρειών, το ήμισυ των οποίων, σύμφωνα με το υλικό που έχει διασωθεί, αφορούσε τον Πειραιά (πρβλ. Boeckh, Staatsh. II, 122· Hermes I,312 κ.εξ.). Πρόκειται για τα πειραϊκά Διονύσια, τις θυσίες για τον Ερμή Ηγεμόνιο[13], τη Βένδιδα (και Άρτεμη), τον Δία Σωτήρα και τον Άμμωνα[14]. – Από τον ίδιο τον Λυκούργο καθιερώθηκαν κύκλιοι αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνα. Η ίδια πρόνοια για τις λατρείες των θεών συνέχισε να υπάρχει και αργότερα, όπως αποδεικνύει η διασωζόμενη επιγραφή με το αίτημα του Δημάδη για την εξομάλυνση πλατειών και οδών από τις οποίες θα διέρχονταν οι πομπές προς τιμήν του Δία Σωτήρα και του Διονύσου (Αθήν., VI, 158, από το έτος 320) [15].
Οι πρωτοβουλίες του κράτους, προφανώς, επενεργούσαν με ενθαρρυντικό και προτρεπτικό τρόπο σε πλήθος ξένων και ιδιωτικών λατρειών, για την εισαγωγή των οποίων αυτήν την περίοδο διαθέτουμε πολλαπλά τεκμήρια.
Κατά το έτος 333/32 επιτρέπεται στους Κιτίους με ψήφισμα του δήμου η ίδρυση ενός ιερού της Αφροδίτης Συρίας (C. I. Att. II, 168), αφού λίγο πρωτύτερα είχε εγκριθεί για τους Αιγυπτίους η εισαγωγή της δικής τους λατρείας της Ίσιδας. Στην ίδια εποχή ανήκει η συντήρηση του Θεσμοφορίου (C. I. Att. II, 573) [32] και το αρχαιότερο των πολυάριθμων ψηφισμάτων για τους Οργεώνες του Πειραιά (C. I. Att. IΙ, 610), το οποίο τεκμηριώνει την ύπαρξη ενός Μητρώου (ενδεχομένως, σχετίζεται με αυτό και η αναθηματική επιγραφή συλλογεῖς τοῦ δήμου από το έτος 334/33, C. I. Att. II, 607). Λίγο νεότερη, βάσει των επιγραφικών δεδομένων, είναι η ίδρυση εταιρειών Θιασωτών και ακόμη περισσότερο Ερανιστών που συμμετείχαν στις διάφορες λατρείες (μεταξύ άλλων, του Καρίου Δία Λαβρανδέως, C. I. Att. II, 617).
Αυτά σχετικά με τα ιερά και τις λατρείες. Παρόλα αυτά, η δραστηριότητα του Λυκούργου για τον Πειραιά δεν εξαντλήθηκε σε αυτά. Έτσι, πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια, αλλά και εξαιτίας της δικής του θητείας, η ολοκλήρωση των νεωσοίκων που είχαν ξεκινήσει πρωτύτερα, φθάνοντας τον αριθμό 372 (ἡμίεργα παραλαβών, Βίοι δέκα ρητ., 852, 26 από τον μεταγενέστερο Παυσανία Ι, 29, 16, πιστώνεται μάλιστα το σύνολο του έργου αποκλειστικά σε αυτόν), κυρίως, όμως, η ανέγερση της Σκευοθήκης του Φίλωνος, για την οποία οι Αθηναίοι ήταν εξίσου υπερήφανοι όσο και για τα περίκλεια έργα. Η εκτέλεση του έργου άρχισε το 347/46 π.Χ. και διήρκεσε, διακοπτόμενη από τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου, έως το 323. Ωστόσο, σε επιγραφές η ονομασία εμφανίζεται ήδη κατά το έτος 330 (απλώς ως σκευοθήκη, ενώ το παλαιότερο κτήριο μνημονεύεται πια ως ἡ ἀρχαία σκευοθήκη, βλ. Boeckh, Seeurk., σ. 68). Περισσότερα § 44.
Τέλος, υπό την οικονομική διαχείριση του Άβρωνα και, ενδεχομένως, ακόμη λόγω της επιρροής που ασκούσε ο πατέρας του Λυκούργος, έλαβε χώρα μια νέα εκτεταμένη επισκευή των τειχών (C. I. Att. II, 167) από την οποία ωφελήθηκαν με εξαιρετικό τρόπο και τα διατειχίσματα: Καθώς φαίνεται ότι αυτή αφορούσε υψηλότερα κείμενα (επιστέφοντα) τμήματα, πιθανώς αποτελούσε μόνον συνέχιση του έργου του Δημοσθένη. Είναι δύσκολο να αποδεχθούμε μια άμεση και επείγουσα αιτία της κατασκευής, καθώς ο λεπτομερής και συστηματικός χαρακτήρας της επιγραφής φαίνεται να διαψεύδει κάτι τέτοιο[16].
20. Κατά τη διάρκεια της άστατης μακεδονικής περιόδου το ύψωμα της Μουνιχίας μεταβλήθηκε, μετά την πρώτη κατοχή από τον Αντίπατρο (322), σε φρούριο και (από το 295 μαζί με το Μουσείον) σε μια ακρόπολη απολύτου ελέγχου, η οποία ήταν κρίσιμη όχι μόνον για την κατοχή του λιμανιού αλλά και της πόλης[17]. Ο πατριώτης Δημοχάρης εκμεταλλεύτηκε την ενδιάμεση περίοδο μιας, εξωτερικά τουλάχιστον, αυτόνομης Αθήνας από την πρώτη έως τη δεύτερη κατάκτηση από τον Δημήτριο για την εκ νέου ενίσχυση των τειχών (πρβλ. σημ. 16), με αποτέλεσμα η πόλη να καταστεί επαρκώς υπερασπίσιμη και να εξαναγκασθεί σε παράδοση μόνον εξαιτίας του λιμού (295). Αφού ο Δημήτριος έχασε την εξουσία μέσω της εκστρατείας του Πύρρου (287), οι Αθηναίοι υπό την ηγεσία του Ολυμπιόδωρου κατέκτησαν το φρούριο του Μουσείου, και αργότερα (μετά το 284, βλ. Wachsm. I, σ. 620, σημ. 2) ανάγκασαν σε αποχώρηση και τον φρούραρχο του Πειραιά.
Μετά από εικοσαετή ελευθερία, η Αθήνα, παρά την ισχυρή αντίστασή της (262, συνέπεια του «Χρεμωνιδείου πολέμου»), παραδόθηκε στον Αντίγονο Γονατά. Ο Πειραιάς και η Μουνιχία παρέμειναν στην κατοχή του τελευταίου ως η ασφαλέστερη εγγύηση, ακόμη κι όταν αυτός εγκατέλειψε το Μουσείο. Από αυτήν την περίοδο εφεξής, τα διατειχίσματα παύουν να παίζουν κάποιον ρόλο στις πολιορκίες και την οχύρωση. Όπως υποθέτει ο Niebuhr, λόγω αυτής της αφορμής είτε κατεδαφίστηκαν ή παρέμειναν στην ερειπιώδη κατάσταση που είχαν περιέλθει εξαιτίας του πολέμου (Wachsm. I, σ. 629, σημ. 1).
Η νέα μακεδονική κυριαρχία διήρκεσε πάνω από 30 χρόνια. Η απελευθέρωση δεν πραγματοποιήθηκε πια από ίδιες δυνάμεις, αλλά μέσω δωροδοκίας του αρχηγού των μισθοφόρων Διογένη, ο οποίος μετά τον θάνατο του Δημητρίου Β΄ παρέμεινε χωρίς κύριο, και με τη βοήθεια της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ιδιαιτέρως του Αράτου που προέβη σε προσωπικές οικονομικές θυσίες. Τις ευχαριστίες για αυτό φαίνεται ότι, κατά κύριο λόγο, έδρεψε ο ίδιος ο Διογένης (Wachsm. I, σ. 31). Αμέσως αρχίζουν νέες οχυρωματικές εργασίες ή, μάλλον, επισκευές. Αυτή τη φορά το κράτος στηρίζεται, περισσότερο από ποτέ, στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Από επιγραφικά τεκμήρια (C. I. Att. II, 379. 380) πληροφορούμαστε για ευκατάστατους άνδρες, τον Απολλαγόρα ή Απόλλα και τους αναφερόμενους αλλού ως αδελφούς Μικίωνα και Ευρυκλείδη. Ο Μικίων συμμετείχε σε μια οχύρωση του λιμανιού της Ζέας (πιθανώς, του τριγωνικού κτίσματος προς τα ανατολικά της εισόδου στον όρμο βλ. παρακάτω § 63[18]). Για τον Ευρυκλείδη λέγεται γενικά (C. I. Att. II, 379, στίχος 14): τοὺς λιμένας ὠχύρωσε καὶ τὰ τείχη τοῦ ἄστεως καὶ τοῦ Πειραιῶς ἐπεσκεύασεν. Πιθανώς, φρόντισε, επίσης, κάποια ιερά και αφιέρωσε μια στοά στον Πειραιά (βλ. στίχος 26 (τε)μένη καὶ στοὰν ἀνα…). Στην περίοδο που ακολούθησε εντάσσεται η οικοδόμηση ενός δεύτερου πειραϊκού θεάτρου από συνεισφορές πλουσίων πολιτών, κάτι που, ομοίως, μαρτυρείται από επιγραφές (Αθήν. Ι, 11) [19].
Ο Β΄ Μακεδονικός πόλεμος, όσο κι αν έπληξε βαριά την Αττική και τα άμεσα περίχωρα της πόλης (ακόμη και οι τάφοι του Πειραιά φαίνεται ότι λεηλατήθηκαν τότε βλ. Ross, Demen 101), τουλάχιστον συγκρατήθηκε προ των πυλών με την άφιξη του βασιλέα Αττάλου Α΄ στο ενδιάμεσο διάστημα και τη δριμεία αντίσταση των κατοίκων.
[33] 21. Ακολούθησε, χάρη στην αθηναϊκή ουδετερότητα και στην εύνοια που επέδειξαν οι ισχυροί στην Αθήνα, καθότι την θεώρησαν ως μητρόπολη κάθε υψηλότερης μόρφωσης, μια μακρά περίοδος γαλήνης, από την οποία η ιστορία δεν έχει να αναφέρει τίποτε που να σχετίζεται με τον Πειραιά. Το ναυτικό και το εμπόριο δεν του προσπόριζαν πια κάποιο ειδικό βάρος, αφότου η Αθήνα άρχισε να ζει από τη φήμη και τις αναμνήσεις της. Οι εορτές και οι ιδιωτικές λατρείες συνέχισαν ανενόχλητες την πορεία τους, και οι επιγραφές των Εφήβων του 2ου αιώνα δείχνουν ότι ο Πειραιάς, κυρίως εξαιτίας της σχέσης του με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποτελούσε προνομιακό πεδίο για τις πομπές και τις ασκήσεις τους (πρβλ. C. I. Att. ΙΙ,466, 471, 481 κ.ά.: Φρουρές επί των τειχών, γυμναστικές ασκήσεις κοντά και επάνω στα πλοία, κυρίως όμως οι θυσίες στα Πειραίια, Διισωτήρια και Μουνίχια με τις νηοπομπές και τους αγώνες τους).
Ιστορικά, το λιμάνι αποτελούσε πια μέρος μόνον των μεγάλων καταστροφών, οι οποίες ενέσκηπταν στην Αθήνα, μάλιστα εδώ αυτές εκδηλώνονταν με διπλή σφοδρότητα.
Το τελευταίο σημαντικό ιστορικό γεγονός παρουσιάζει τον Πειραιά υπό το φως της πυρκαγιάς του Σύλλα.
Η δυναμική και επιτυχής αντίσταση του Αρχέλαου, στρατηγού του Μιθριδάτη (Αππιαν., Μιθρ., 30 κ.εξ.), επέσυρε όλη την οργή του Σύλλα, ο οποίος μάλιστα ηγείτο προσωπικά της πολιορκίας στην παραθαλάσσια πόλη[20]. Όμως, δεν ήταν μόνον πικρία αλλά και ψυχρός υπολογισμός όταν ο Σύλλας πυρπόλησε ακριβώς τις λιμενικές εγκαταστάσεις (ο Πλούτ., Σύλλ., 14, αναφέρει ακόμη: τοῦ Πειραιῶς τὰ πλεῖστα), κυρίως δε τους νεωσοίκους και την, από πολλούς θαυμαζόμενη, Σκευοθήκη του Φίλωνος. Μάλλον γνώριζε ότι με αυτόν τον τρόπο θα καταστρέφονταν διαπαντός τα τελευταία κατάλοιπα αυτονομίας και δύναμης των Αθηνών.
Τα ιερά παρέμειναν άθικτα και, μαζί με τους θησαυρούς τους, μας περιγράφονται από τον Στράβωνα και τον Παυσανία. Πράγματι, οι λατρείες ήταν αυτές που διατήρησαν τη μεγαλύτερη ζωτικότητα, τον, κατά κύριο λόγο, ιδιωτικό πια χαρακτήρα και αυξανόμενο συγκρητισμό των οποίων μπορούμε ακόμη, με βάση τα σωζόμενα τεκμήρια, να παρακολουθήσουμε επαρκώς για μεγάλο χρονικό διάστημα (βλ. την επόμενη ενότητα).
22. Η πόλη, αυτή καθαυτήν, παρέμεινε στο μεγαλύτερο μέρος της ερημωμένη και περιορίστηκε σε έναν μικρό χώρο (βλ. Στράβ. IX, 396 οἱ δὲ πολλοὶ πόλεμοι… τὸν Πειραιᾶ συνέστειλαν εἰς ὀλίγην κατοικίαν τὴν περὶ τοὺς λιμένας καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τοῦ Σωτῆρος). Το κωμικό πνεύμα ενός επιγραμματοποιού (Ανθολ. XIII, 708, αρ. 147) παρομοίωσε την πόλη και τα κατάλοιπα του τείχους της με ένα μεγάλο κούφιο καρύδι. Σε αντίθεση με την Αθήνα, έκτοτε ο Πειραιάς θεωρείτο ανοιχτή πόλη (Δίων Κάσσ. 42, 14· ο Καλήνος τον καταλαμβάνει ἅτε καὶ ἀτείχιστον ὄντα). Ωστόσο, παρότι κατά την εποχή του Κικέρωνα φαίνεται ότι βρισκόταν ακόμη σε ερειπιώδη κατάσταση (ad. fam. IV, 5, 4, τον εμφανίζει μαζί με την Αίγινα, τα Μέγαρα και την Κόρινθο ως «oppida tempore quodam florentissima, nunc pro strata et diruta»), κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο κάποιες αχτίδες της αυτοκρατορικής εύνοιας, οι οποίες συνέβαλαν στον εξωραϊσμό της Αθήνας, πρέπει να έπεσαν και σε αυτόν (πρβλ. § 49 για αυτοκρατορικά αγάλματα και κεφαλές του Αυγούστου και του Τραϊανού, η δημόσια τοποθέτηση των οποίων θα πρέπει να είχε κάποιο κίνητρο· περί αυτού C. I. A. 111, 458: σχετικά με τον Κλαύδιο).
Ότι κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, ομοίως με την Αθήνα, υπήρχε και εδώ ακόμη πλούσια ιδιωτική ιδιοκτησία αποδεικνύουν, με αρκετά σαφή τρόπο, τα κατάλοιπα όψιμων επαύλεων, υδαταγωγών, θερμών (στο λιμάνι της Ζέας;), καθώς και ειδήσεις για κατοικίες επιφανών ανδρών όπως ο Πρόκλος (Φιλόστρ.,Βίοι ΙΙ, 21, 27, 3· Hertzberg, Gesch. Griechenlands unter d. Röm. III, σ. 105). Δεν ακούμε τίποτε για αυτόνομο εμπόριο. Ο είσπλους ενός αιγυπτιακού πλοίου με φορτίο δημητριακών θεωρείτο μέγα γεγονός (Λουκ., Πλ. ἢ Εὐχ. Ι, 9). Αφότου ο στρατηγός του Πομπήιου Καλήνου (βλ. παραπάνω) είδε τον Πειραιά, από όσο γνωρίζουμε, μόλις το 267 μ.Χ. επανεμφανίστηκαν ξένα στρατεύματα στα τείχη του. Πρόκειται για τους Γότθους και τους Ερούλους, οι οποίοι, ξεκινώντας από το λιμάνι όπου εισέπλευσαν με τον στόλο τους, επιτέθηκαν στην Αθήνα. Ενδεχομένως, η εκδίωξή τους από τον Δέξιππο άρχισε ήδη στον Πειραιά με μια επίθεση στα πλοία (Hertzberg III, 170). Απομένουν πια μόνον καταλήψεις από πολεμικά φύλα όπου η ιστορία αναφέρεται σποραδικώς στο όνομα του Πειραιά, οι οποίες διακρίνονται αναλόγως με τον περισσότερο ή λιγότερο καταστροφικό χαρακτήρα τους και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονική διάρκειά τους. Κατά το έτος 322 το λιμάνι είδε, σίγουρα μετά από πολύ καιρό, να συγκεντρώνεται ένας στόλος (του Κωνσταντίνου) που δεν είχε εχθρικές προθέσεις (Ζώσιμ. ΙΙ, 22· Hertzb. III, σ. 223). Στα τέλη του αιώνα ο Αλάριχος αποκλείει, πιθανώς μέσω της κατάληψης του Πειραιά, την Αθήνα (Hertzb. III, σ. 392) ωστόσο, (αφού μάλλον πρώτα η Αθήνα παραδόθηκε) φαίνεται ότι εμφανίστηκε ηπιότερος σε σχέση με όσα, με βάση άλλες εμπειρίες, θα ανέμενε κανείς να διαπράξει ο άγριος βασιλιάς των Γότθων.
23. Και στη Βυζαντινή Εποχή ο Πειραιάς δεν φαίνεται ότι έμεινε εντελώς χωρίς πληθυσμό. Από αυτήν την περίοδο διαθέτουμε, ομοίως, κατάλοιπα κτηρίων, εγκαταστάσεις ύδρευσης, εκκλησίες και πολυάριθμους τάφους εντός των [34] τειχών. Ενδεχομένως, ήδη κατά τον 11ο ή 12ο αιώνα στις βορειοανατολικές παρυφές του μεγάλου λιμανιού ιδρύθηκε η μονή του Αγίου Σπυρίδωνα[21], η οποία αργότερα είχε σημαίνοντα ρόλο ως ξενώνας για τους ταξιδιώτες, χώρος συγκέντρωσης αρχαιοτήτων και, ακόμη και κατά τα πιο πρόσφατα χρόνια του πολέμου, ως σημείο οχύρωσης.
Επίσης από τον 11ο αιώνα προέρχεται το πλέον αξιοπερίεργο από όλα τα γραπτά τεκμήρια του μεσαιωνικού Πειραιά, η μεγάλη ρουνική επιγραφή στον μαρμάρινο λέοντα που ο Μοροζίνι μετέφερε το 1688 στη Βενετία και η οποία έδωσε στον Πειραιά τη μεσαιωνική ονομασία «Porto di Dracone» ή «P. di Lione» που απαντά ήδη κατά το έτος 1318, βλ. Wachsm. I, 747, σημ. 1 (απεικονίσεις του λέοντα και της επιγραφής στο Laborde, AthènesII, 242 και για τη σ. 250, Le Parthènon, πίν. 15. Σχετικά με την αρχική θέση τοποθέτησής του βλ. παρακάτω § 54). Σύμφωνα με την ανάγνωση του Rafn (Runeinskrift i Piraeeus πρβλ. Hopf στο Ersch και Gruber, τ. 85, σ. 147 Hertzb., Gesch. Griechenlands im Mittelalt. I, σ. 307) πληροφορούμαστε ότι ένα μέρος των Νορβηγών Βαράγγων υπό τον Harald (που υπηρετούσε τον Μιχαήλ Δ΄, και πιθανώς μετά από κάποια εξέγερση) κατέλαβε με σφοδρότητα τον Πειραιά και επέβαλε σημαντικό χρηματικό πρόστιμο στους Αθηναίους.
Από τις λοιπές αναφορές στις τύχες του Πειραιά θα πρέπει να τονισθεί ότι κατά τον Leake, Topogr., σ. 293 της μτφρ., οι Βενετοί «μέσω μιας εγκάρσιας οχύρωσης στον ισθμό, μετέτρεψαν τη χερσόνησο της Μουνιχίας (εννοείται η «Ακτή») σε οχυρό». Εάν δεν είχε στον νου του, όπως ο Ulrichs (Reisen u. Forsch. II, 176), ο οποίος κάνει επίσης λόγο για Βενετούς, τα αναχώματα στη βορειοανατολική πλαγιά της Ακτής[22], τότε αυτή η παρατήρηση φαίνεται ότι είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, πόσο μάλλον που στον πειραϊκό χάρτη των Stuart-Revett (τχ. XXVIII, πίν. XI) απεικονίζεται στο μέσον του υψώματος μεταξύ Ζέας και πειραϊκού λιμανιού ένα εγκάρσιο τείχος, το οποίο δεν θα ήμουν σε θέση να ερμηνεύσω αλλιώς. Σήμερα δεν διασώζεται πια κανένα ίχνος.
24. Κατά τη διάρκεια των πολύ πρόσφατων απελευθερωτικών πολέμων το ύψωμα της Μουνιχίας («Καστέλλα») οχυρώθηκε από τους Τούρκους και στη συνέχεια καταλήφθηκε και ενισχύθηκε από τα στρατεύματα του συνταγματάρχη Gordon (Ulrichs, Reisen, σ. 275· Brandis, Mittheil. a. Griechenld. II, 345· επρόκειτο μόνον για λίθινα αναχώματα, όπως τα περιγράφει ο Prokesch, Denkwürdigkeiten III, σ. 477 και 512[23]). Τον Απρίλιο του 1827, οι Τούρκοι μετακινήθηκαν από εκεί στην οχυρωμένη μονή του Αγίου Σπυρίδωνα και το γειτονικό τελωνείο ως έσχατη θέση οπισθοχώρησης, όπου παρά τον τρομερό βομβαρδισμό από ξηράς και θάλασσας άντεξαν ηρωικά για τρεις ημέρες, έως ότου η έλλειψη νερού τους εξανάγκασε σε παράδοση (πρβλ. Hertzb. III, σ. 430· Prokesch III, σ. 476, 483 κ.εξ.).
Ο Prokesch (III, σ. 505) περιγράφει την κατάσταση μετά από αυτήν την καταστροφή: «Πήγα στον εγκαταλελειμμένο Πειραιά όπου δεν υπήρχε καμία βάρκα, είδα τον μόλο σκαμμένο και αναμοχλευμένο – ένα-δύο καφενεία μπροστά του και το κτήριο του τελωνείου[24] ήταν κατεστραμμένα. Πήγα στη μονή του Αγ. Σπυρίδωνα – παντού τίποτε άλλο εκτός από ερείπια».
Αμέσως μετά τον απελευθερωτικό πόλεμο άρχισε και στον Πειραιά αυτή η αξιοπρόσεκτη ανάπτυξη που από εκείνη την εποχή χαρακτήρισε τις παραθαλάσσιες εμπορικές πόλεις της Ελλάδας. Ακόμη και «το φθινόπωρο του 1834» αναφέρει ο Fiedler (Reise I, 6) «είδα στον Πειραιά μόνον μερικά άσχημα σπίτια πρόχειρης κατασκευής στην παραλία – δύο μικρά μονοκάταρτα σκάφη, εκτός αυτού με το οποίο φθάσαμε, ενώ δύο γλάροι ζωήρευαν τον λιμένα». «Τον Απρίλιο του 1837, δηλαδή 2 1/2 χρόνια αργότερα, αντίκρισα στον Πειραιά μια φιλική πόλη-λιμάνι με κανονικές οδούς, ωραίες κατοικίες, καταστήματα, ογκώδεις εμπορευματικές αποθήκες, λες και είχαν αναδυθεί μέσω του χτυπήματος μιας μαγικής ράβδου. Σημαίες όλων των εθνών κυμάτιζαν στο λιμάνι» κ.ο.κ.
Αυτό συνέβη διότι, εν τω μεταξύ, είχε εκτελεστεί εν μέρει το σχέδιο πόλης που ετοίμασαν οι Κλεάνθης και Schaubert («altero Piraei Hippodamo», Curtius, de port. Ath. praefat.) και αναθεώρησε ο von Klenze (πρβλ. Kl., aphorist. Bemerk., σ. 285 κ.εξ., παράρτ. Ι. ΙΙ), στο οποίο, πέραν των δημοσίων υποδομών, προβλέπονταν ένα βασιλικό παλάτι, ταχυδρομικά γραφεία, χρηματιστήριο και θέατρο. Οι αντιρρήσεις που προέβαλε ο Klenze εξαιτίας της μεγάλης χωρικής επέκτασης όπως και της (κατ’ αυτόν «μη αρχαίας-βόρειας») ευθυγράμμισης των πολεοδομικών εγκαταστάσεων αναιρέθηκαν επαρκώς μέσω της επιτυχίας και της εκ του σύνεγγυς παρατήρησης των αρχαίων καταλοίπων προς τα οποία ο Schaubert προσανατόλισε τις κατευθύνσεις της πόλης (πρβλ. Ross, Reisen, σ. 165).
Εξίσου σημαντική ήταν η κατασκευή μιας αμαξιτής οδικής σύνδεσης με την Αθήνα, η οποία, –μετά από πολλαπλές αποτυχημένες προσπάθειες που θυμίζουν ζωηρά την πρώτη ανέγερση των Μακρών Τειχών– κατασκευάσθηκε, πάλι μετά από συμβουλή του Klenze (aphorist. Bem., σ. 297 και παράρτ. III), επάνω στα κατάλοιπα του βόρειου σκέλους των τειχών.
Ο σύγχρονος Πειραιάς είχε 36 χρόνια μετά την ίδρυσή του (1871) ήδη πάνω από 11.000 κατοίκους και σήμερα, με συνεχώς αυξανόμενη πρόοδο, μάλλον τους διπλάσιους.
[35] Γυμνάσιο, ναυτική σχολή και άλλα πολυάριθμα εκπαιδευτικά ιδρύματα, χρηματιστήριο και αποθήκες, νοσοκομεία και συνεχής ανέγερση νέων εκκλησιών, καθώς και τα πολυπληθή εργοστάσια εξασφαλίζουν στην πόλη, ως προς τη δημόσια πλευρά της, τη δεύτερη σε κατάταξη θέση μετά την Αθήνα. Ιδίως η ταχεία, συνεχώς επεκτεινόμενη οικοδομική δραστηριότητα έχει καταλάβει σχεδόν ολοσχερώς τον προβλεπόμενο χώρο. Μετά την κατασκευή ενός αμαξιτού δρόμου περιφερειακά της Μουνιχίας και του λιμανιού της Ζέας (ο οποίος, εν μέρει βασισμένος στα συντηρηθέντα παράλια τείχη, σταδιακά περιτρέχει όλη τη χερσόνησο της Ακτής) αρχίζει, επίσης, να κατοικείται γοργά η ανατολική περιοχή και να ενοποιείται η πόλη με το «Νέο Φάληρον». Προσώρας, η πόλη υδροδοτείται από έναν υδαταγωγό που κατασκευάστηκε πρόσφατα, τον οποίο τροφοδοτούν μεγαλοπρεπείς δεξαμενές (από το λεγόμενο Βουνό των ανεμόμυλων). Η είσοδος της βόρειας ελώδους διόγκωσης του πειραϊκού λιμανιού στενεύει διαμέσου της κατασκευής μόλων. Ήδη μια γαλλική εταιρεία έχει διενεργήσει γεωτρήσεις με σκοπό την αξιοποίηση αυτού του τμήματος.
Λόγω της πρώιμης ερήμωσής του και του βραχώδους εδάφους, τα αρχαία κατάλοιπα του Πειραιά δεν θάφτηκαν ποτέ βαθιά κάτω από τις οικιστικές επιχώσεις. Η σύγχρονη πόλη, η οποία, εδώ κατ’ εξαίρεσιν, σχεδόν παντού (δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων και των οδικών εγκαταστάσεών της) βρίσκεται σε βαθύτερο επίπεδο από εκείνο της αρχαίας, έχει αποτινάξει σε μεγάλο μέρος την ελαφρά κάλυψη και, παρά τις αναπόφευκτες καταστροφές, έχει αποκαλύψει σε πολυάριθμες θέσεις πολύτιμο τοπογραφικό υλικό[25].
___________________________
Πειραιάς
Γ΄ Τοπογραφία του Πειραιά
Ι. Τοπογραφική βιβλιογραφία
[35]
25. Η πρωιμότερη μνεία των νεότερων περιηγητών σχετικά με τον Πειραιά απαντά στην πνευματική κληρονομιά του Κυριακού Αγκωνίτη («epigrammata reperta per Illyricum», σ. XVI, Wachsm. I, σ. 728) ο Curtius, de port. Ath., σ. 33, αναφέρει ένα κακό σχέδιο του ιδίου στο τετράδιο σχεδίων του Αγ. Γάλλου. Εξίσου πρόχειρο είναι το σκαρίφημα του κύριου λιμανιού από τους Γάλλους μηχανικούς (δημοσιεύθηκε στο Laborde, Athènes II, 61), το οποίο ακολουθεί το σχέδιο των Καπουτσίνων. Οι σχετικές με τον Πειραιά αναφορές των Spon και Wheeler (του έτους 1676) βρίσκονται στο βιβλίο του Spon «Voyage d’Italie», σ. 44 κ.εξ. της γερμ. μτφρ. του 1690, και του Wheeler «voyage de Dalmatie», σ. 207 κ.εξ. της γαλλ. μτφρ. (1723). Με πολλά σφάλματα είναι ακόμη ο χάρτης στο έργο του Le Roy, «les ruines de la Grece» (1770) πίν. XII και οι γενικές απόψεις στους πίν. XIII. και XIV. Πιο ακριβής και πληρέστερος σε λεπτομέρειες είναι εκείνος που δημοσιεύθηκε στο περιηγητικό έργο των Stuart-Revett, τχ. XXVIII, πίν. XI της γερμ. μτφρ., επί τη βάσει αποτυπώσεων του πλοιάρχου Smith. Πρβλ. επιπλέον ΙΙ, σ. 133 κ.εξ. τη σημείωση της γερμανικής μετάφρασης.
Ακριβέστερες και εφεξής θεμελιώδους σημασίας μετρήσεις προσκομίστηκαν μόλις με τον χάρτη του αγγλικού ναυαρχείου που συνέταξε ο Graves (αρ. 1520), ενώ, εξάλλου, μια συναφή πραγμάτευση όλου του υλικού προσέφερε για πρώτη φορά η Τοπογραφία του Leake (σ. 260 κ.εξ. της γερμ. μτφρ.), αφού οι πρόδρομοί του στο πεδίο της τοπογραφίας –μεταξύ αυτών κυρίως ο Dodwell (Reise II, 257 κ.εξ. της γερμ. μτφρ.), ο οποίος ήδη ασχολήθηκε εκτενέστερα με τον Πειραιά– είχαν επικεντρωθεί με αρκετά ομοιόμορφο τρόπο μόνον σε κάποια μεμονωμένα σημεία (επίσης Gell, Itin. I, 96 κ.εξ.). Ο Meursius συγκέντρωσε από καιρό τις γραπτές πηγές με τη γνωστή του φιλοπονία και έλλειψη κριτικής (1866 στο βιβλίο: «Piraeus, s. de Athenarum portu et antiquitatibus liber singularis» και αυτές συμπεριλήφθηκαν στο Gronov. Thes. Gr. ant. V, 1931 κ.εξ.)· κατά τον ίδιο τρόπο, εξαιτίας ενός σφάλματος, αυτή η εργασία πραγματεύεται μεταξύ άλλων αναλυτικά τη Μελίτη ως τμήμα του Πειραιά.
26. Η ισχύς των διαπιστώσεων που διατύπωσε μια αυθεντία όπως ο Leake διατηρήθηκε, ως συνήθως, και σε αυτήν την περίπτωση για πολύ καιρό, έως ότου το 1842 ο E. Curtius με τη διατριβή του «de portubus Athenarum» έστρεψε τις έρευνες προς νέες κατευθύνσεις. Για πρώτη φορά, επέκτεινε την ονομασία του Πειραιά (με την έννοια του «πέραν») σε όλη τη χερσόνησο, έδωσε πρωτίστως επί τη βάσει της τοποθεσίας τη σωστή ερμηνεία των «τριών λιμένων», αναγνώρισε και αξιολόγησε το σημαντικό ύψωμα της Μουνιχίας, ταύτισε τη θέση του λιμανιού του Κανθάρου και επεξέτεινε τη θάλασσα του Φαλήρου πέραν του μικρού όρμου της Μουνιχίας. Μόνον το γεγονός ότι αναζητούσε στον τελευταίο ακόμη ένα λιμάνι εκτός του αγκυροβολίου τον εμπόδισε να κατανείμει σωστά τις ονομασίες[26]. Σε αυτό το τελευταίο βήμα προέβη ο Ulrichs (Topogr. d. Häfen von Athen, Abhdl. der bayr. Akademie III, σ. 647 κ.εξ. = Reisen u. Forsch. II, 156 κ.εξ. και «Über das attische Emporium im Piräus», Ztschr. f. Alterthumswiss. 1842, 3-5, = Reisenu. Forsch. II, 184 κ.εξ.), [36] κατά των τοποθετήσεων του οποίου (κατά κύριο λόγο, των λιμανιών της Μουνιχίας και της Ζέας) δεν διατυπώθηκε καμία σοβαρή αντίρρηση (πρβλ. όμως Hanriot, «recherches sur la topogr. des dèmes», σ. 19 κ.εξ.· G. Perrot, Revue crit. 1877 II, σ. 232).
Από τις μεταγενέστερες εργασίες, ας μνημονευθούν οι: Bursian, Geogr. v. Griechenld. I, σ. 265 κ.εξ.· ο πλήρης ευκρίνειας και πλαστικότητας χάρτης του Strantz στο Curtius, «7 Karten»· πρβλ. το παράρτημα στο «επεξηγηματικό κείμενο», σ. 60 επ’ αυτού, W. Gurlitt, Jahrb. f. Philol. 1869 σ. 147 κ.εξ.· κάποιες ειδήσεις στο C. Curtius, Philolog. 1869, σ. 691 κ.εξ. τεχνικά και τοπογραφικά θέματα στο Graser, «Meine Messungen in den athenischen Kriegshäfen», Philolog. 1871, σ. 1 κ.εξ. Μια νέα αναθεώρηση των πηγών, με οξύτερη διατύπωση μερικών σημείων και προβλημάτων, δίνει ο Wachsmuth, «Stadt Athen» I, σ. 306 κ.εξ. Εδώ η ιστορία του Πειραιά είναι συνυφασμένη σε μεγάλο βαθμό με την παρουσίαση της εξέλιξης της πόλης των Αθηνών (σ. 381 κ.εξ.), και χρησιμοποιήθηκε ήδη παραπάνω από τον υποφαινόμενο.
Προσφάτως, ο G. Hirschfeld (Berichte d. sächs. Ges. 1878, σ. 1 κ.εξ. με 6 πίν.) έθεσε στον εαυτό του για πρώτη φορά τον ελκυστικό στόχο να αναπτύξει και απεικονίσει το σύνολο των εγκαταστάσεων της πόλης, κυρίως όσον αφορά την πλευρά των οχυρώσεων και την εσωτερική διαρρύθμιση. Αν και αποκλίνω σε κάποια σημεία, σε ό,τι αφορά επιμέρους παρατηρήσεις και τη γενική θεώρηση, η συνολική αξία του έργου είναι βέβαιη.
Τέλος, ο Kaupert ερεύνησε από μετρολογικής άποψης ερωτήματα που αφορούν τα τείχη και τις πύλες του Πειραιά, όπως και της πρωτεύουσας, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν κάποιες από τις δυσκολίες που επικρατούσαν έως τώρα («Die Befestigungsmauern Alt-Athens…», Monatsber. der berl. Akad.1879, σ. 608 κ.εξ.).
27. Θα καταβληθεί προσπάθεια διασύνδεσης των τοπογραφικών λεπτομερειών που ακολουθούν με μια περιήγηση της πειραϊκής χερσονήσου, η οποία αρχίζει με την βόρεια αγροτική περιοχή της πόλης αυτής καθαυτήν και, στη συνέχεια, διασχίζει το εσωτερικό τμήμα μεταξύ του υψώματος της Μουνιχίας και του κυρίου λιμανιού έως την Ακτή. Από εκεί, ακολουθείται η πορεία γύρω από το μεγάλο πειραϊκό λιμάνι με την Ηετιώνεια, ενώ ακολουθούν η διέλευση στην Ακτή και, τέλος, τα λιμάνια της Ζέας και της Μουνιχίας. Η περιγραφή θα ολοκληρωθεί με το ύψωμα της Μουνιχίας.
Παρότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο θα καταστεί δυνατή η λεπτομερέστερη αιτιολόγηση της επιχειρηθείσας εικονιστικής ανασύστασης του συνόλου της πόλης, ας προδιαγραφούν εδώ, σε μια υποσημείωση[27], τα κύρια σημεία μέσω των οποίων ο γεωδαίτης κύριος Kaupert, έχοντας ευρεία αντίληψη του χαρακτήρα του έργου, συνέταξε τον χάρτη.
ΙΙ. Η βόρεια περιοχή του Πειραιά
28. Στη βόρεια περιοχή του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης κατανέμεται μια σειρά τοπωνυμίων, τα οποία ταιριάζουν εξαιρετικά στον παραπάνω περιγραφέντα ξηρό, ελώδη ή σε κάποια σημεία ακόμη και κατάφυτο με καλάμια χαρακτήρα του άλλοτε θαλασσίου πυθμένα: «Αλίπεδον» (Αρποκρ. λ. Ξενοφ., Ελλ. ΙΙ, 4, 30 ὁ ἐν ταῖς ἁλαῖς πηλὸς ΙΙ, 4, 34), «Παραλία», «Ἁλμυρίς» και «Σχοινοῦς» (C. I. Gr. I, 103 Inscr. of Brit. Mus. XIII). Τέλος, αν και πιο απομακρυσμένες, οι Ἐχελίδαι (από το ἔλος, βλ. Ετυμ. Μ., λ.Ἔχελος· Στέφ. Βυζ., Ἐχελίδαι κ.ά.). Μεταξύ αυτών, η ονομασία ἁλίπεδον, όπως από την άλλη και εκείνη της παραλίας, αποτελεί προφανώς γενική ονομασία (Τιμ. λεξ., λ. Ευστάθ., Οδ. Μ, 105· Bekk. anecd. Ι, 208· Αρποκρ. λ. τινὲς τὸν Πειραιᾶ φασιν, ἔστι δὲ καὶ κοινῶς τόπος, ὃς πάλαι μὲν ἦν θάλασσα, αὖθις δὲ πεδίον ἐγένετο). Οι Εχελίδαι χαρακτηρίζονται στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Στέφανο Βυζάντιο ως δήμος. Καθώς αυτή η αναφορά δεν επιβεβαιώνεται έως σήμερα μέσω κάποιου δημοτικού, ενώ οι υπόλοιπες πέντε ή έξι ονομασίες δήμων που εμφανίζονται αποκλειστικώς σε Γραμματικούς αμφισβητούνται στο σύνολό τους και φαίνεται ότι προσδιορίζουν μόνον τοποθεσίες, μπορούμε, βεβαίως, να υποθέσουμε ότι το τελευταίο ισχύει και για την περίπτωσή μας. Ελπίζουμε να αποδείξουμε στην πορεία ότι η αυτή η περιοχή θα πρέπει να αναζητηθεί σε βορειοδυτική κατεύθυνση.
29. Η τοποθέτηση του έλους ἐν ταῖς ἁλαῖς εξαρτάται αποκλειστικώς από την αντίληψη που σχηματίζουμε σχετικά με την εξέλιξη της συνάντησης των υποστηρικτών του Θρασύβουλου και των στρατευμάτων του Σπαρτιάτη βασιλιά Παυσανία (σύμφωνα με τον Ξενοφώντα ΙΙ, 4, 30 κ.εξ.). Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στραμμένος προς τον Πειραιά, με τη δεξιά (δηλαδή δυτική) πτέρυγα του στρατού στο λεγόμενο ἁλίπεδον, δηλαδή την πεδιάδα στα βόρεια και βορειοανατολικά πριν από την πόλη. Από εκεί στράφηκε προς τη θάλασσα, προς τον λεγόμενο κωφό λιμένα (κωφὸς λιμήν), για να αποκλείσει πλήρως τον Πειραιά (Ξεν. ό.π. § 31: ἐπὶ τὸν κῶφον λιμένα, σκοπῶν πῇ εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς). [37] Ο Leake (Demen, σ. 29 και «Topogr.», σ. 278 της μτφρ.) σημειώνει δικαίως ότι, προφανώς, ο βασιλιάς επιθυμούσε να αρχίσει τη σχεδιαζόμενη περικύκλωση από τη θάλασσα, όπου βρισκόταν σε επαφή με τον στόλο του οποίου ηγείτο ο Λίβυς, αδελφός του Λυσάνδρου, αποσκοπώντας έτσι στον αποκλεισμό του Πειραιά από αυτήν την πλευρά. Επομένως, το πλέον εύλογο είναι ότι ως «κωφός λιμήν» εννοείτο ο ήσυχος όρμος που σήμερα ονομάζεται Κρομμυδαροῦ [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], ο οποίος τότε, όπως ελπίζω να αποδείξω εκτενέστερα παρακάτω (βλ. Ηετιώνεια), δεν ήταν ακόμη περιτειχισμένος. Μόνον εδώ ήταν δυνατόν να κλείσει τον κύκλο. Επιστρέφοντας και δεχόμενος μια απερίσκεπτη επίθεση, ο Παυσανίας όχι μόνον απωθεί τα ελαφρώς εξοπλισμένα στρατεύματα πίσω στην πόλη, αλλά τα καταδιώκει διαμέσου του κατεστραμμένου τείχους έως το θέατρο της Μουνιχίας. Εδώ, στο άναντες ύψωμα, έστεκαν, όμως, έτοιμοι οι οπλίτες και υποχρέωσαν τους Σπαρτιάτες σε συντεταγμένη αναδίπλωση –μια τελευταία ισχυρή επίθεση του Θρασύβουλου εξαιτίας της οποίας οι Σπαρτιάτες, ευρισκόμενοι υπό μεγάλη πίεση, αναγκάζονται να υποχωρήσουν σε έναν λόφο που βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων ή πέντε σταδίων. Και αυτό το σημείο μου φαίνεται ότι μπορούμε να το ταυτίσουμε με πλήρη βεβαιότητα. Από όλη την πεδιάδα που βρίσκεται εκτός της πόλης, προσφέρεται –αντιστοιχώντας απολύτως στην απόσταση από τις πύλες– μόνον ο λόφος που σημειώνεται στο μέσον των άνω παρυφών του χάρτη (εξ αυτού και στον χάρτη της εικονιστικής ανασύστασης του Πειραιά σημαίνεται ως «βουνό του Παυσανία» με υψόμετρο 75). Ταυτοχρόνως, αυτός ο λόφος προσφέρει μια πανοραμική και πράγματι εκπληκτική θέα. Ο Παυσανίας συγκέντρωσε εδώ όλες τις δυνάμεις του, αναδιέταξε την αριστερή πτέρυγα και προέλασε εκ νέου. Οι δημοκρατικοί ενεπλάκησαν πάλι σε μάχη και ηττήθηκαν: ἔπειτα δὲ οἱ μὲν ἐξεώσθησαν εἰς τὸν ἐν ταῖς Ἁλαῖς πηλόν, οἱ δὲ ἐνέκλιναν (§ 34). Ωστόσο, τρεπόμενοι σε φυγή, θα πρέπει να απωθήθηκαν από τη γραμμή υποχώρησής τους προς την πόλη με διπλό τρόπο. Προς τα ανατολικά πάντως, θα πρέπει να τους προσέφεραν κάλυψη τα κατάλοιπα των Μακρών Τειχών και το εξέχον ύψωμα της Μουνιχίας. Αντιθέτως, το έδαφος χαμηλώνει διαρκώς με ομοιόμορφη κλίση από το πεδίο της μάχης προς τα νότια και νοτιοδυτικά, με κατεύθυνση τη λασπώδη βόρεια καμπύλωση του πειραϊκού λιμανιού (βλ. § 5), και –εάν η τελευταία δεν κατέστη ποτέ δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως λιμάνι ή να περιτειχισθεί (βλ. παρακάτω (βλ. § 51)– μου φαίνεται αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι τόσο στην ίδια (όπως, επίσης, παραδέχεται χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση ο Ulrichs, Reisen II, σ. 182) όσο και στην περιοχή γύρω από αυτήν θα πρέπει να αναζητηθεί το έλος των Αλών. Εφόσον ο Ulrichs ό.π. υποθέτει ότι εκεί θα πρέπει να υπήρχαν αλυκές, τότε, κατ’ αναλογίαν, δικαιούται κάποιος να αναφέρει ότι και κατά τη νεότερη περίοδο καταβλήθηκαν προσπάθειες να δημιουργηθούν σε αυτό το μέρος παρόμοιες εγκαταστάσεις (Prokesch, Denkw. II, 682, 705).
30. Τα τοπωνύμια που γνωρίζουμε από τις δύο σημαντικές πειραϊκές επιγραφές, την επιγραφή των Θεσμοφορίων (C. I. Att. II, 573b) και την επιγραφή μίσθωσεως (C. I. Gr. I, 103), δηλαδή: παραλία καὶ ἁλμυρὶς καὶ τὸ Θησεῖον καὶ τ’ ἄλλα τεμένη (υπό την έννοια των περιβόλων· πρβλ. Schömann, gr. Alterth. II, 188) ἅπαντα, καθώς και τὸ Θεσμοφόριον καὶ τὸ τοῦ Σχοινοῦντος από τη μια –από την άλλη το ίδιο Θεσμοφόριο με την εορτή των Πληρωσιών (η οποία αφορούσε και την Αθηνά Σκιράδα), των Καλαμαίων και των Σκίρων– μας καθιστούν γνωστά πολλά σύνολα θέσεων και ιερών που ανήκαν στον Πειραιά, αλλά βρίσκονταν εκτός της πόλης και σίγουρα κοντά σε αυτήν. Το Θεσμοφόριο και τὸ τοῦ Σχοινοῦντος (δηλ. χωρίον) μνημονεύονται ιδιαιτέρως μόνο μια φορά ακόμη, ως βοσκότοποι (ἐννόμια). Επρόκειτο εν μέρει για δάσος, έλος, αρώσιμη γη και βοσκότοπο. Καθώς φαίνεται ότι στα βόρεια τα αθηναϊκά όρια έφθαναν πολύ κοντά, ενώ το δυτικό τμήμα καταλαμβανόταν από τάφους και πετρώδες έδαφος, είμαστε αναγκασμένοι να στραφούμε κυρίως προς τις βορειοανατολικές και ανατολικές περιοχές.
Ένα από αυτά τα σημεία μπορεί πιθανότατα να προσδιορισθεί. Νομίζω πως το Θησείον συσχετίζεται αναπόφευκτα με εκείνο που εμφανίζεται σε ένα χωρίο του Ανδοκίδη (Ι, 45). Όταν κατά τη διάρκεια της διαμάχης μεταξύ των Τετρακοσίων και των αντιπάλων τους οι Βοιωτοί προσέγγισαν τα σύνορα, δόθηκαν από τους στρατηγούς οι εξής επείγουσες διαταγές για τη νύχτα: Οι ετοιμοπόλεμοι άνδρες της Αθήνας όφειλαν να συγκεντρωθούν στην ἀγορὰ (στον Κεραμεικό), εκείνοι του Πειραιά στην ιπποδάμεια αγορά, «τοὺς δὲ ἐν μακρῷ τείχει εἰς τὸ Θησεῖον». Η πλέον αβίαστη υπόθεση είναι ότι το τελευταίο βρισκόταν εκτός των Αθηνών και του επινείου και μάλιστα μεταξύ των Μακρών Τειχών (έτσι και Bursian, Geogr. I, S. 270). Σύμφωνα με τον Φιλόχορο (Πλούτ., Θησ. 25) υπήρχαν στην πρωτεύουσα και τα περίχωρα τουλάχιστον τέσσερα Θησεία, ένα εκ των οποίων είναι το γνωστό ιερό στην Αθήνα (Θουκ. VI, 61 ἐν Θησείῳ τῷ ἐν πόλει). Ένα άλλο βρισκόταν στον Ίππιο Κολωνό (Παυσ. Ι, 30, 4). Η θέση του τρίτου τεμένους είναι άγνωστη[28] διότι σύμφωνα με όσα έχουν έως τώρα εξακριβωθεί οι δύο αναφορές σε ένα Θησείο, δηλαδή της επιγραφής και του χωρίου του Ανδοκίδη, παραπέμπουν με μεγάλη βεβαιότητα στην ίδια θέση, ώστε δεν χρειάζεται να υποθέσουμε δύο διαφορετικά ιερά (το τρίτο και τέταρτο). Από την επιγραφή συνάγουμε ότι συμπεριλάμβανε έναν περίβολο με δέντρα και τη συνανήκουσα καλλιεργήσιμη γη. Τέλος, σε περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με ένα ηρώον, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως προϋπόθεση την ύπαρξη ενός στενότερου περιβόλου [38] με λίθινη περίφραξη και μια, κατά κάποιον τρόπο, διακριτή δυτική είσοδο. Όμως, κάθε προσεκτικός επισκέπτης του Πειραιά γνωρίζει, μάλλον, έναν τέτοιο χώρο που πληροί όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, και ο οποίος, νομίζω, ότι είναι εκείνος που εγείρει τις μεγαλύτερες δυνατές αξιώσεις για αυτήν την ταύτιση.
Το αξιοπερίεργο μνημείο[29], ένα σκαρίφημα του οποίου παραθέτω (οι in situ ευρισκόμενοι λίθοι εμφανίζονται με μελανό χρώμα), βρίσκεται δίπλα στο ύψωμα της Μουνιχίας επάνω σε μια λωρίδα γης που προεξέχει προς τα ανατολικά στην πεδιάδα, φέρει σήμερα στην απώτερη άκρη της το «Μνημείο των Αγγλογάλλων» και περιβάλλεται κατά μήκος της νότιας πλαγιάς από τα κατάλοιπα του Μέσου Μακρού Τείχους. Αυτός ο «περίβολος» είναι ένα όχι απολύτως κανονικό τετράγωνο, οι μακρές πλευρές του οποίου εκτείνονται από τα δυτικά προς τα ανατολικά περίπου 60 και 58 μ. (οι στενές πλευρές έχουν μήκος 51 και 56 μ.).
Χαρακτηριστικό των τριών πλευρών (με εξαίρεση τη δυτική) αποτελεί μια διπλή σειρά πεσσών από κροκαλοπαγή λίθο, που στέκονται όρθιοι (σε απόσταση 2-3 μ. οι στενές πλευρές σε απόσταση 0,46 [μ.], που αντιστοιχεί σε περίπου 1,5 αττικό πόδα, είναι στραμμένες προς τα έξω· πλάτος: περ. 2 με 2,5 αττ. ποδών ύψος: περ. 4 ποδών, μερικοί έχουν ήδη απομακρυνθεί από την αρχική τους θέση). Αντιθέτως, η δυτική πλευρά έχει τέσσερις σειρές λίθων (οι μεσαίοι είναι αραιότερα διατεταγμένοι), εκ των οποίων η εξωτερική και εσωτερική απέχουν μεταξύ τους 10 μέτρα, βρίσκονται δηλαδή σε διπλάσια μεταξύ τους απόσταση από ό,τι οι άλλες. Στο μέσον σχεδόν αυτής της πρόσοψης (δηλ. αυτής που έχει μετακινηθεί λίγο προς τα βόρεια εξαιτίας του κάπως ανηφορικού στα νότια εδάφους) μεγαλύτεροι, κανονικότερα τοποθετημένοι και λαξευμένοι λίθοι σχηματίζουν μια σαφή είσοδο από τα δυτικά. Στο εσωτερικό, περίπου 15 μέτρα από την είσοδο αλλά λίγο προς τα αριστερά, βρίσκεται ένα ημιχωσμένο πηγάδι. Πριν από την είσοδο, ανηφορίζει προς το ύψωμα, επάνω στο οποίο βρίσκεται το τέμενος, ένα λαξευμένο στον βράχο, επικλινές επίπεδο (ράμπα) πλάτους 6 μέτρων[30], το οποίο ενσωματωνόταν σε έναν δρόμο που ερχόταν από την πύλη. Αναμφισβήτητα, έχουμε να κάνουμε με έναν περίβολο που διέθετε μια πομπική οδό η οποία ήταν προσβάσιμη από τα δυτικά. Μια παρόμοια περίφραξη φαίνεται πως είχε και το Πελόπιον της Ολυμπίας. Την ίδια τοποθέτηση λίθων με περισσότερο ή λιγότερο κανονική διάταξη σε απλούστερη μορφή εμφανίζει πλήθος ταφικών εγκαταστάσεων, π.χ. στην περιοχή η οποία κατά μήκος της βορειοανατολικής πλαγιάς του Υμηττού (μέσω Τραχώνων) οδηγεί προς τη θάλασσα και στα ανατολικά προς τη Βάρη. Η ομοιότητα εξηγείται από το γεγονός ότι αυτές βασίζονται, επίσης, σε μια παραδοσιακή μορφή που χαρακτήριζε τα ιερά των ηρώων, όπως βέβαια από την άλλη πλευρά, η ίδια ιδέα εκδηλώνεται και στη ναόμορφη διαμόρφωση πολλών επιτύμβιων μνημείων.
Ο περίβολος που περιγράφηκε βρίσκεται εντός των Μακρών Τειχών σε έναν υπερυψωμένο και ευδιάκριτο χώρο, ο οποίος, κατά αυτόν τον τρόπο, ήταν ιδιαιτέρως κατάλληλος για λήψη ή εκπομπή σημάτων ή ειδοποιήσεων μέσω φρυκτωριών, όπως αυτές καθορίζονταν κάθε νύχτα (Πολύαιν. Ι, 40, 3).
Πρόκειται για το μοναδικό σημαντικό σημείο μεταξύ των Μακρών Τειχών, το οποίο θα μπορούσε να υποδεχθεί μια λατρεία. Ενδεχομένως, και αυτό το Θησείον ιδρύθηκε από τον Κίμωνα (βλ. σημ. 28 και Σχόλ. Αισχ. ΙΙΙ, 13). Σε κάθε περίπτωση, υφίστατο ήδη πριν την ανέγερση των πειραϊκών Μακρών Τειχών, στην περιοχή των οποίων θα μπορούσε να είναι μόνον μέσω μιας σπάνιας σύμπτωσης, εφόσον βρισκόταν στην εκτενή πεδιάδα μεταξύ Αθηνών και Πειραιά.
31. Ο επιμήκης, σε χαμηλότερο επίπεδο χώρος, ο οποίος οριοθετείται από τη νότια πλαγιά τής εν λόγω βραχώδους λωρίδας γης και από αυτό καθαυτό το ύψωμα της Μουνιχίας αποδόθηκε εκ νέου στον «Ιππόδρομο» (βλ. την ειδική αποτύπωση στο φ. Χ του «Άτλαντος των Αθηνών» με το κείμενο. Επ’ αυτού πρβλ. τους συλλογισμούς του v. Alten, παραπάνω σ. 18 κ.εξ.). Η ανερχόμενη κοιλάδα με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά εκτείνεται σε μήκος 1,5 σταδίου και πλάτος μόλις 0,5 σταδίου. Τα κατάλοιπα των αρχαίων τειχών, που φαίνεται ότι στενεύουν προς την ανοιχτή πλευρά (ορατά μόνον προς τα νότια και προς τα βόρεια, υποθέτουμε ότι βρίσκονται μάλλον κάτω από το κατωφερές έδαφος), αποτελούνται από μια στρώση συναρμοζόμενων λίθων χωρίς περαιτέρω θεμελίωση. Στο εσωτερικό του χώρου του μεγάλου εριουργείου, το οποίο καταλαμβάνει το ανατολικό πέρας, ο υποφαινόμενος δεν ήταν σε θέση να διακρίνει κανένα αρχαίο ίχνος. Κατά την ανέγερση ενός νέου κτηρίου, σύμφωνα με τον σημερινό ιδιοκτήτη, ήλθε στο φως [39] μια (κατά τα φαινόμενα, ασήμαντη) θεμελίωση με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Σύμφωνα με όσα ιστορούνται, εδώ πρέπει να ήταν και η θέση μιας χριστιανικής εκκλησίας ή ενός παρεκκλησίου.
Ως προς τη σημασία αυτού του περιβόλου, θα πρέπει να απορρίψω την υπόθεση ότι πρόκειται για τον παναθηναϊκό ιππόδρομο, τον οποίο οι Αθηναίοι (έως τον Λυκούργο;) χρησιμοποιούσαν ως χώρο θεάματος και εξάσκησης. Αυτή η άποψη τίθεται εν αμφιβόλω προπάντων εξαιτίας των διαστάσεων. Ο ιππόδρομος ήταν ένας εξαιρετικά εκτεταμένος χώρος: Ετυμ. Μ. Ἐνεχιλεδώ, τόπος Ἀθήνησι σταδίων ὀκτώ, ἐν ᾧ αἱ ἱπποδρομίαι. Τα 8 στάδια εδώ αναφέρονται στον διπλά μετρούμενο δρόμο· πρβλ. Ησύχ. Ἵππειος δρόμος τετραστάδιός τις. Φώτ., Λεξ. Ἵππειος ὁ ἐκ τεσσάρων σταδίων δρόμος. Μια μεγαλύτερη αναλογία διαστάσεων προκύπτει και από την προτροπή του Ξενοφώντα (Ιππαρχ., ΙΙΙ, 1 § 10), κατά την έναρξη των επιδείξεων ακριβώς σε αυτόν τον ιππόδρομο, αρχικώς να απομακρύνουν σε όλο το μέτωπο το πλήθος από το μέσον του χώρου (ὡς ἂν ἐπὶ μετώπου ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον ἐξελάσειαν τοὺς ἐκ τοῦ μέσου ἀνθρώπους), μέτρο που εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια γυμνασίων και σε σύγχρονους χώρους εξάσκησης, οι οποίοι αποτελούν πράγματι το κοντινότερο ανάλογο παράδειγμα για αυτόν τον ιππόδρομο. Ωστόσο, από κάθε πλευρά, για κάτι τέτοιο ο χώρος μας είναι πολύ περιορισμένος.
Αλλά εναντίον αυτής της τοποθέτησης υπάρχουν, επίσης, ειδικοί λόγοι τοπογραφικής φύσης: Στέφ. Βυζ. Ἐχελίδαι δῆµος (;) τῆς Ἀττικῆς ἀπὸ Ἐχέλου ἥρωος· οὕτως δ᾽ ἀπὸ Ἕλους τόπου µεταξὺ ὄντος τοῦ Πειραιέως καὶ τοῦ τετρακώµου Ἡρακλείου, ἐν ᾧ τοὺς γυµνικοὺς ἀγῶνας ἐτίθεσαν τοῖς Παναθηναίοις. Όσο εμμένει κανείς στην ταύτιση αυτού του Ηρακλείου με εκείνο που έχει τεκμηριωθεί στα στενά της Σαλαμίνας (βλ. παραπάνω § 9), αυτή η αναφορά δεν εναρμονίζεται με κανέναν τρόπο με την τοποθεσία μας. Επιπλέον, και το γειτονικό Φάληρο είχε το δικό του χώρο ιππικών ασκήσεων (Ξενοφ., Ιππαρχ. ό.π.), οπότε είναι απίθανο αυτά τα δύο να βρίσκονταν σε τόσο κοντινή μεταξύ τους απόσταση.
Το ερώτημα για την πραγματική θέση του ιπποδρόμου δυτικά και κοντά στον Πειραιά (πρβλ. Δημοσθ. 47, 53) πρέπει, σύμφωνα με τον προγραμματισμό μας, να αφεθεί κατά μέρος. Εδώ αρκεί μόνον να αναλογιστούμε μήπως ο εν λόγω, εξαιρετικά κανονικός και, προφανώς, με τη βοήθεια τεχνητών μέσων, διαμορφωμένος χώρος μπορεί να διεκδικήσει μια πιο συγκεκριμένη λειτουργία. Ενώ η υπόθεση ενός θεάτρου αποκλείεται (βλ. το θέατρο που έχει αναγνωριστεί από καιρό στη γειτνιάζουσα δυτική πλαγιά του υψώματος της Μουνιχίας), συνηγορούν πέραν της εδαφικής διαμόρφωσης και άλλες παράμετροι υπέρ της ερμηνείας του ως σταδίου. Κατά πρώτον, η εγγύτητά του με το θέατρο του Διονύσου (η απόσταση μέσω της πύλης, την ύπαρξη της οποίας προϋποθέτουμε εκεί, είναι περίπου 200 μέτρα)[31]. Τα δωρικά κατάλοιπα από πειραϊκό λίθο στο μέσον (στον χάρτη αναφέρονται κοντά στην πύλη: τρεις κίονες, τους οποίους δεν είδα πλέον, καθώς και τμήματα από ζωφόρο τριγλύφων)[32] ως μέρος του διακόσμου μιας πύλης αυτής της τεχνοτροπίας θα ήταν κάτι που δεν βρίσκει αλλού το ανάλογό του, αλλά και εντελώς ακατάλληλα για τους πρακτικούς αμυντικούς σκοπούς του πειραϊκού τείχους. Πιστεύω ότι μάλλον προέρχονται από το ιερό του Διονύσου που, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τοποθετηθεί σε άμεσα γειτνιάζοντα χώρο.
Τέλος, κάτω από την πύλη, στη δυτική κεφαλή του κύκλου, εκεί όπου ο βράχος εμφανίζεται κάθετα λείος, βρίσκονται ακόμη επτά ορύγματα ή, καλύτερα, βαθιές κόγχες τετράπλευρης μορφής, οι οποίες έχουν λαξευτεί προς τα κάτω στο αψιδωτό τοίχωμα του βράχου και σήμερα μπορεί κανείς να τις παρακολουθήσει τοποθετημένες σε κανονικές αποστάσεις (των 5 μέτρων). Όταν η θέση επιχώσθηκε, θα πρέπει να υπήρχαν περισσότερα στοιχεία. Μήπως χρησίμευαν ως οπές δοκών μιας ριχτής (σκηνόμορφης) στέγης που κάλυπτε αυτό το τμήμα ενός χώρου θεατών;
Η ύπαρξη ενός πειραϊκού σταδίου, ακόμη και αν απουσιάζουν συγκεκριμένες ειδήσεις, δεν θα προκαλούσε κάποια δυσκολία λαμβάνοντας υπόψη τις πολυάριθμες εορτές της πόλης. Αρχικώς, με ξένισε το γεγονός ότι επιλέχθηκε ένα τόσο γόνιμο και επαρκέστατα αρδευόμενο έδαφος ως αγωνιστικός χώρος. Παρόλα αυτά, η αρχαία προέλευση των υφιστάμενων δεξαμενών δεν αποδεικνύεται. Από την άλλη, το χώμα φαίνεται ότι επισωρεύθηκε εδώ μέσω αποπλύσεων από τα κοντινά ανορθούμενα υψώματα. Σε ένα από τα τελευταία θα μπορούσε κανείς, τουλάχιστον, να αναζητήσει το Θεσμοφόριο της επιγραφής που μνημονεύθηκε, καθώς η «ἀνάβασις τοῦ θεσμοφορίου» (C. I. Att. II, 573b, στίχος 23) παραπέμπει σε μια αρκετά ευδιάκριτη θέση. Και στην Ολυμπία, επάνω από το στάδιο βρισκόταν ένα ιερό της Δήμητρας Χαμύνης (Παυσ. VI, 21, 1).
32. Τέλος, θα πρέπει να αποδώσουμε στη μία από τις τρεις ή τέσσερις πύλες που διαπερνούσαν το βόρειο τείχος της πόλης, και μάλιστα στη μεσαία κύρια πύλη, μια ονομασία, η οποία έως τώρα είχε υποθετικώς προταθεί για την Αθήνα, και να τοποθετήσουμε κατά προσέγγιση στη θέση του ένα γνωστό, από παλαιότερες μαρτυρίες, μνημείο.
Δικαίως ο Wachsmuth (I, σ. 207 κ.εξ.) επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι ο αρχαϊκός Ερμής Αγοραίος που ανέθεσε στον Κεραμεικό ο άρχων Κέβρης –του οποίου η θητεία παραμένει αχρονολόγητη– δεν μπορεί να ταυτισθεί με το άγαλμα του ίδιου θεού που ανιδρύθηκε από τους Εννέα άρχοντες κατά την έναρξη της οχύρωσης του Πειραιά [40] και έφερε την επιγραφή: ἀρξάμενοι πρῶτοι τειχίζειν οἵδ’ ἀνέθηκαν κλπ., Αρποκρ. λ.«πρὸς τῇ πυλίδι Ἑρμῆς». Όπως υποδεικνύει η γενική έκφραση, οι περαιτέρω λεπτομέρειες διευκρινίζονταν από το σημείο, όπου τοποθετήθηκε (δηλ. κοντά στο πειραϊκό τείχος). Πάντως, σε αυτό το, ομοίως πολύ γνωστό, άγαλμα αναφέρονται δύο άλλα χωρία: Μια μνεία γίνεται στον λόγο κατά Ευέργου και Μνησιβούλου (Δημοσθ., ή μάλλον Απολλόδ., 47, 26 ὕστερον αὐτῷ περιτυχών (τον τριηραρχικό υπόχρεο Θεόφημο) περὶ τὸν Ἑρμῆν τὸν πρὸς τῇ πυλίδι προσεκαλεσάμην πρὸς τε τοὺς ἀποστολέας καὶ πρὸς τοὺς τῶν νεωρίων ἐπιμελητάς). Το σκηνικό της δράσης είναι εκ νέου ο Πειραιάς. Επιπλέον, βλ. Αρποκρ. λ. Ἑρμῆς ὁ πρὸς τῇ πυλίδι· Φιλόχορος – –φησὶν ὡς οἱ θ΄ ἄρχοντες– – ἀνέθεσαν Ἑρμῆν παρὰ πυλῶνα τὸν Ἀττικόν. Ερμηνεύω τις διαφορετικές εκφράσεις πρὸς τῇ πυλίδι και παρὰ τὸν πυλῶνα ως εξής: Κοντά στη μεγαλύτερη πύλη υπήρχε μια πυλίδα, όπως και σήμερα βλέπουμε κάτι παρόμοιο κοντά στη νότια πύλη του Διπύλου (βλ. Mitth. III, πίν. III, IV B). Η πειραϊκή πύλη μπορεί να ονομαζόταν «αττική», πολύ πιο πιθανή είναι, όμως, η προτεινόμενη από τον Leake (Topogr., σ. 85, σημ. 10) μεταβολή σε ἀστικόν, κάτι που είναι εξίσου εύλογο εάν εννοείται η πύλη στον Πειραιά. Αυτή η υπόθεση μου φαίνεται μάλιστα ακόμη πιο πιθανή διότι οι δύο προαναφερθέντες όροι που αφορούν τη συνοικία του Άστεως βρέθηκαν ακριβώς κοντά σε αυτήν την πύλη. Ο Wachsmuth (σ. 210), επηρεαζόμενος από το χωρίο του Λυκούργου Κ. Λεωκρ. 17, αναζητεί την πυλίδα στην «Ακτή» και ανάλογα διορθώνει σε ἀκτικόν. Εκεί ο Λεωκράτης λέει: – –περὶ δείλην ὀψίαν– – κατὰ μέσην τὴν ἀκτήν διὰ τῆς πυλίδος ἐξελθὼν πρὸς τὴν ναῦν προσέπλευσε. Όμως, στην Ἀκτή [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] δεν υπήρχε μόνον μια αλλά αρκετές πυλίδες (βλ. και Hirschfeld, σ. 17 και πίν. I). Εκείνη του Λεωκράτους συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω εδώ μέσω της έκφρασης κατὰ μέσην τὴν ἀκτήν. Μια ταύτιση αυτής της εξόδου με την πυλίδα όπου είχε ανιδρυθεί εκείνος ο Ερμής δεν προσφέρεται με κανέναν τρόπο. Και κυρίως, γίνεται πιστευτό ότι εκείνη η τυχαία συνάντηση με τον υπόχρεο Θεόφημο έλαβε χώρα σε ένα από τα πλέον απομακρυσμένα σημεία τής κατά το μεγαλύτερο μέρος ακατοίκητης χερσονήσου της Ακτής και μάλλον όχι στον πολυσύχναστο δρόμο σύνδεσης με την Αθήνα;
Με βάση αυτούς τους συλλογισμούς, νομίζω ότι υποθετικώς επιτρέπεται να χαρακτηρισθεί η μεγάλη βορειοδυτική κύρια πύλη του Πειραιά (βλ. παραπάνω σ. 16, σχέδιο 10,G) ως «Πύλη του Άστεως», όπως επίσης να θεωρηθεί μια παράπλευρη πυλίδα της ως τόπος ανίδρυσης του Ερμή[33].
ΙΙΙ. Το εσωτερικό της πόλης
33. Υπό τον όρο «εσωτερικό της πόλης» αντιλαμβάνομαι την έκταση, η οποία, έχοντας ευρεία βάση και ανυψούμενη από το βόρειο τείχος μεταξύ των λιμανιών του Πειραιά και της Ζέας –οι εγκαταστάσεις των οποίων θα τύχουν ιδιαίτερης πραγμάτευσης–, εκτείνεται στενή και σε σχήμα ψαροκόκαλου έως τα υψώματα της Ακτής.
Σήμερα, ο ερχόμενος από τα βόρεια αντικρίζει, αρχικώς, ένα λατομείο με ασυνήθιστες διαστάσεις. Το σε στρώσεις τοποθετημένο πέτρωμα που σκληραίνει αργά στον αέρα εμφανίζει μόνον σε λίγα σημεία τη γνωστή, από τα αρχαία λατομεία, λεία εξωτερική επιφάνεια. Αναμφίβολα, μεγάλο μέρος από το υλικό που αποσπάται εύκολα έχει εξαχθεί κατά τη σύγχρονη εποχή. Παρόλα αυτά, η μεγάλη περιφέρεια και τα ίχνη που αναφέρθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έλαβε χώρα και αρχαία χρήση (πρβλ. και Kaupert «Befest.», σ. 622, σημ. 1). Επιπλέον, στο κέντρο της κοίλης επιφάνειας και περισσότερο από 12 μέτρα κάτω από τις ανώτερες παρυφές του λατομείου υπάρχει μια εν μέρει επιχωσμένη δεξαμενή (μάλλον Ρωμαϊκής περιόδου). Από τις πλευρές του τετράπλευρου φρεατίου ξεκινούν υδαταγωγοί προς διάφορες κατευθύνσεις, οι οποίοι δείχνουν ότι εκείνη την εποχή σε αυτήν την περιοχή γίνονταν καλλιέργειες και φυτεύσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο υδαταγωγός που σημειώνεται στο σχέδιο του Schaubert (στον Curtius, «de port») φαίνεται ότι, επίσης, κατέληγε στη νοτιοδυτική γωνία της κοιλότητας του λατομείου. Παραμένει αδιάσπαστη η λεπτή κορυφογραμμή του βράχου προς τα βόρεια, επί της οποίας κινείται το τείχος, μια προφύλαξη που σε μεταγενέστερες εποχές, και ήδη κατά τη Ρωμαϊκή, δεν χρειαζόταν πια να ληφθεί. Κατά τη γνώμη μου, ο χρόνος δημιουργίας του μεγάλου λατομείου μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί ακριβέστερα. Σύμφωνα με τον Δημοσθένη (Κ. Νικοστρ., 53, 17), ο Απολλόδωρος, όταν σκόπευε να επιστρέψει το βράδυ από τον Πειραιά, δέχθηκε επίθεση από τον Αρεθούσιο: τηρήσας με ἀνιόντα ἐκ Πειραιῶς ὀψὲ περὶ τὰς λιθοτομίας παίει τε πὺξ καὶ ἁρπάζει με μέσον καὶ ὠθεῖ με εἰς τὰς λιθοτομίας, εἰ μή τινες προσιόντες – –ἐβοήθησαν. Βεβαίως, λατομεία υπάρχουν μπροστά από την πειραϊκή πύλη κοντά στην Αθήνα, ωστόσο αυτά δεν είναι τόσο σημαντικά. Πριν από αυτά, ο Απολλόδωρος διέμενε στην ύπαιθρο (χωρίον), και η δυνατότητα να τον παραμονεύει κανείς κατά την επιστροφή του από τον Πειραιά [41] καθίστατο πολύ πιο εύκολη. Κάποιο άλλο λατομείο, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί το σκηνικό του επεισοδίου, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί. Και μόνον η έκφραση αἱ λιθοτομίαι παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο και μάλιστα εξέχον λατομείο. Για αυτούς τους λόγους, μου φαίνεται αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως επρόκειτο για το ίδιο λατομείο, όπου εγκλείστηκαν οι Συρακούσιοι αιχμάλωτοι: Ξεν. Ελλ., 1, 2, 14 εἰργμένοι τοῦ Πειραιῶς ἐν λιθοτομίαις, διωρύξαντες τὴν πέτραν, ἀποδράντες νυκτὸς ᾤχοντο εἰς Δεκέλειαν, οἱ δ᾽ εἰς Μέγαρα. Με αυτήν την υπόθεση εναρμονίζονται καλύτερα και οι τοπικές συνθήκες, καθώς μόνον εδώ η φύση του πετρώματος και η εγγύτητα με το τείχος επέτρεπε να σκάψουν την πέτρα και να διαφύγουν (σε βόρεια και δυτική κατεύθυνση)[34]. –Εάν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδεικνύεται η ύπαρξη του μεγάλου λατομείου ήδη κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, τότε αυτό δεν πρέπει να διαμορφώθηκε αρχικά από την πλήρως σχεδιασμένη και εύτακτη επέμβαση του Ιπποδάμου– εν συντομία, νομίζω ότι αυτή η εκτενής κοιλότητα οφείλει την ύπαρξή της στην τεράστια κατανάλωση υλικού εξαιτίας της βόρειας οχύρωσης της πόλης, ιδιαιτέρως δε των Μακρών Τειχών, και μάλιστα αρχικώς των βορείων[35]. Εάν δε διερωτηθεί κανείς, από πού ελήφθησαν οι τεράστιες ποσότητες πετρώματος (τις οποίες ο Klenze, Aphorist. Bemerk., σ. 293, υπερβάλλοντας βεβαίως, υπολογίζει σε 30.000.000 κυβικούς πόδες), τότε ούτε στην περιοχή της πόλης των Αθηνών ούτε στον Πειραιά (με εξαίρεση την απομακρυσμένη Ακτή) είναι δυνατόν να ανευρεθεί άλλο λατομείο που να διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά, τόσο από πλευράς αποδοτικότητας, όσο και από πλευράς ευνοϊκότητας της θέσης[36].
34. Η ιπποδάμειος Αγορά (Παυσ. Ι, 1, 3· Ξεν., Ελλ., ΙΙ, 4, 11· Ανδοκ. Ι, 45), η θέση της οποίας έγινε ομόφωνα αποδεκτή από τους Leake, Ulrichs, Hirschfeld κ.ά., αποτελούσε το κεντρικό σημείο της συνοικίας του Άστεως.
Αναλογικώς με τις άλλες περιπτώσεις, η αγορά πρέπει να βρισκόταν στον επίπεδο χώρο μεταξύ των οδικών αξόνων που έρχονταν από τις βόρειες πύλες και τη Μουνιχία, δηλαδή στη σημερινή περιοχή της πλατείας Καραϊσκάκη (ή Γυμνασίου). (Πρβλ. Ξεν. ό.π. Hirschf., σ. 7, 8). Ιδιαιτέρως με τη δυτικότερη κύρια πύλη –η οποία υποδεχόταν τον συνήθη αμαξιτό δρόμο που κινείτο εξωτερικά από τα βόρεια Μακρά Τείχη προς το εσωτερικό (τὴν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸν ἀναφέρουσαν Ξεν., Ελλ., ΙΙ, 4, 10)– θα πρέπει να συνδέονταν οδοί που κατευθύνονταν προς την αγορά (ή προς όπου αλλού) και πλαισιώνονταν από στοές. Τα «αρχαία κατάλοιπα» (A. R.) νότια από την καθολική εκκλησία (ένα τμήμα ιωνίζοντος επιστυλίου, το ήμισυ μιας μαρμάρινης ιωνικής βάσης κίονα [μήκος πλίνθου: 1,03] και αρκετά τμήματα αρράβδωτων κιόνων από ασβεστόλιθο [διάμετρος: 0,65] θα μπορούσαν να προέρχονται από τις τελευταίες[37].
Η αγορά έφερε την επίσημη ονομασία ἡ ἀγορὰ ἡ ἐν Πειραιεῖ (Αθήν.VI, 158). Στα τέλη Απριλίου 1880, κατά τη διάνοιξη ενός νέου δρόμου κοντά στη βυζαντινή εκκλησία δυτικά επάνω από το λιμάνι της Ζέας, αποκαλύφθηκε ο ακόλουθος ιπποδάμειος όρος της συνήθους μορφής: δηλ. ἀγορᾶς ὅρος. Παρότι υποτίθεται ότι βρισκόταν όρθιος, εδώ, στη στενή θέση του ισθμού, είναι αδύνατον να βρισκόταν στο αρχαίο σημείο τοποθέτησής του βλ. επίσης παρακάτω § 40. Για την ίδρυση της αγοράς και την υποτιθέμενη θέση του ιερού της Εστίας βλ. παραπάνω § 16. Στην αγορά υπήρχαν δημόσια κτήρια, όπως π.χ. το ἀγορανόμιον (βλ. Hirschf., σημ. 30 πρβλ. τα ἀρχεῖα στην αγορά της Μεγαλοπόλεως, Παυσ. VIII, 30, 6), αλλά και ιδιωτικές κατοικίες (Δημοσθ., Προς Τιμ., 49, 22 [εσφαλμένος τίτλος στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]). Στην ίδια προσφερόταν χώρος για συγκεντρώσεις στρατευμάτων (Ανδοκ. Ι, 45· Ξεν., Ελλ., ΙΙ, 4, 11), ωστόσο ακόμη και στα τέλη του 4ου αιώνα δεν διέθετε σε καμία περίπτωση μια άρτια διαρρύθμιση ούτε ήταν εξομαλυμένη, όπως θα προσδοκούσαμε σε αναλογία με τις δικές μας αστικές πλατείες (βλ. το ψήφισμα του έτους 320, Αθήν. VI,158 ὅπως ἄν ἡ ἐν Πειραιεῖ κατασκευασθῇ καὶ ὁμαλισθῇ ὡς κάλλιστα κλπ.).
Στην ίδια επιγραφή, οι αγορανόμοι επιφορτίζονται με τον καθαρισμό και την εξομάλυνση των πλατιών οδών διαμέσου των οποίων πορεύονταν οι εορταστικές πομπές (ἐπιμεληθῆναι τοὺς ἀγορανόμους τῶν ὁδῶν τῶν πλατειῶν, ᾗ ἡ πομπὴ πορεύεται τῷ Διὶ τῷ Σωτῆρι καὶ τῷ Διονύσῳ). Το γεγονός ότι «οι πλατιές οδοί» συνδέονταν με την αγορά εξάγεται από τον Ξεν., Ελλ., ΙΙ, 4, 11 (οδός από την αγορά προς το ιερό της Αρτέμιδος και Βενδίδος πρβλ. Hirschfeld, σημ. 35, ο οποίος υπολογίζει ότι το μετωπικό πλάτος της ισούτο με τουλάχιστον 60 άνδρες, και παρακάτω § 67).
35. Ο Δίας Σωτήρ στον Πειραιά είναι προπάντων θεότητα των ναυτικών, στην οποία θυσίαζαν οι έμποροι που επέστρεφαν στην πατρίδα (Αριστοφ., Πλούτ., 1175-1180). Ωστόσο, το περίφημο ιερό του (Παυσ. Ι, 1, 3, Στράβ. IX, 395) δεν μπορεί να βρισκόταν κοντά στο εμπορικό λιμάνι, καθώς αυτό περιμετρικά ήταν κατειλημμένο, ενώ και η περιγραφή του Παυσανία μας οδηγεί μάλλον προς το εσωτερικό. Eξ αυτού, όπως πιστεύω, δικαίως τοποθετήθηκε ήδη από άλλους μεταξύ της αγοράς και του βορειοανατολικού όρμου του λιμανιού, κάτι υπέρ του οποίου συνηγορεί σε μεγάλο βαθμό και το σημείο εύρεσης μερικών καλά διατηρημένων μαρμάρινων κιονοκράνων που βρίσκονται στη σημειούμενη με «Α. R.» («Aρχαία Kατάλοιπα») θέση επάνω από την Αγ. Τριάδα. Το, ως προς τον Πειραιά, σχετικά σπάνιο υλικό, το μέγεθος των [42] κιονοκράνων και η συγγενής με εκείνα των Προπυλαίων και του Παρθενώνα διαμόρφωσή τους επιτρέπουν, κατά τη γνώμη μου, την υπόθεση ότι θα μπορούσαν να ανήκουν μόνον σε ένα κτήριο εξαιρετικής σημασίας, και σε αυτήν τη θέση αυτό δεν δύναται να ήταν άλλο παρά ο ναός του Διός Σωτήρος. Το παρακείμενο σχέδιο ενός εξ αυτών οφείλεται στην καλοσύνη του αρχιτέκτονα κυρίου R. Bohn. Βεβαίως, από τις μνείες στον Παυσανία και τον Στράβωνα (ό.π.) φαίνεται ότι προκύπτει μόνον ένα τέμενος, η περιτρέχουσα στοά με κίονες[38] του οποίου κοσμείτο με ζωγραφικά έργα (του Αρκεσιλάου), ενώ στον ανοιχτό χώρο βρίσκονταν αγάλματα (μεταξύ αυτών και ένα χάλκινο του πατέρα τού Λεωκράτους, Λυκούργ., Κ. Λεωκρ., 136). Παρόλα αυτά, πολύ δύσκολα θα ήταν σε θέση ένα ιερό άλσος με περιορισμένη χρήση αρχιτεκτονικών στοιχείων (ο Στράβωνας, μάλιστα, κάνει λόγο για στοΐδια) να εξυμνείται ως πειραϊκό αξιοθέατο πρώτης τάξης. Επιπλέον, φαίνεται ότι οι στοές δημιουργήθηκαν μόλις ταυτοχρόνως με τα ζωγραφικά έργα που σχετίζονται με τον Λεωσθένη, δηλαδή μετά τον Λαμιακό πόλεμο, παρότι το ιερό δύσκολα θα ήταν νεότερο από τη στοά του Διός Ελευθερίου ή Σωτήρος στην Αθήνα (μετά τη μάχη των Πλαταιών;). Η τακτική ετήσια κόσμηση του βωμού του Δία, μέσω της οποίας ο Δημοσθένης κάποτε απαλλάχθηκε από το χρέος του (Βίοι δέκα ρητ., 846 D), δεν πρέπει να συγχέεται με την ανίδρυση ενός αγάλματος της Αθηνάς και ενός βωμού που αναφέρονται στον Πλίν., 34, 74: «Cephisodotus Minervam mirabilem in portu Atheniensium et aram ad templum Iovis servatoris in eodem portu». Ο Klein («Studien zur griech. Künstlergesch.» στο archäol. epigr. Mitth. IV, σ. 21) αναζητεί σε αυτόν τον συνδυασμό ένα επιχείρημα για τη συμμετοχή του νεότερου Κηφισοδότου, ενώ υπέρ του παλαιότερου συνηγορεί, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι αυτός συμμετείχε και στη διακόσμηση ενός άλλου ναού του Διός Σωτήρος (στη Μεγαλόπολη· Παυσ. VIII, 30, 10· άλλα αντεπιχειρήματα στο Brunn, Ber. d. bayr. Akad. 1880, σ. 455 κ.εξ.). Ήδη κατά τον 5ο αιώνα το ιερό διέθετε μεγάλη φήμη, ενώ το αξίωμα του ιερέως πρέπει, αρχικώς, να ήταν προσοδοφόρος θέση (πρβλ. Αριστοφ., Πλούτ., 1176, όπου, σύμφωνα με όσα παρουσιάζει ο κωμικός ποιητής, τότε οι καιροί είχαν πια αλλάξει). Οι επιγραφές εσόδων από τα βυρσοδεψεία δείχνουν ότι κατά τις θυσίες των Διισωτηρίων, κατά τον Σκιροφoριώνα, υπήρχε περιστασιακώς μεγάλη κατανάλωση[39].
Από τις υπόλοιπες λατρείες του Δία στον Πειραιά θα πραγματευθώ σε άλλο σημείο εκείνες του Διός Μειλιχίου και Φιλίου, για τις οποίες φαίνεται ότι προκύπτουν τοπικά τεκμήρια, βλ. § 65 κ.εξ.
Η λατρεία του Διός Κτησίου μαρτυρείται στον Πειραιά: Αντιφ. Ι, 16, Ισαίος, 8, 16, Δημοσθ., 21, 53. Οι κοινές θυσίες με τον Δία Μειλίχιο (Σουίδα, λ. Διὸς κώδιον) είναι κάπως προβληματικές. Ο Lobeck προτιμά ἱκεσίῳ· πρβλ. Mommsen, σ. 440, σημ. 2. Καθώς ο θεός λατρευόταν ιδιωτικά σε χώρους αποθήκευσης αποθεμάτων, η δημόσια λατρεία του θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο Εμπόριον.
Για τον Δία Ξένιο διαθέτουμε μεν μόνο μια αθηναϊκή αναθηματική επιγραφή (C. I. Att. III, 199 Διὶ ξείνων ἐφόρῳ κλπ.), ωστόσο στον γεμάτο με ξένους Πειραιά μια τέτοια λατρεία είναι αυτονόητη· ο ίδιος εννοείται και στην επιγραφή C. I. Gr. 124· πρβλ. Hirschfeld, σ. 28.
Από ένα ψήφισμα Θιασωτών του 3ου προχριστιανικού αιώνα προς τιμήν του Μένητος από την Ηρακλεία πληροφορούμαστε για την αποπεράτωση ενός κοσμημένου με προστώο και αέτωμα ιερού του Καρίου Δία Λαβραύνδου, C. I. Att. II, 613 τὸ τε προστῷον καὶ τὸ ἀέτωμα τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διὸς τοῦ Λαβραύνδου ἐπετέλεσεν. Χρονικώς αρκετά κοντά, ακολούθησε μια προσοικοδομία του ιερού του Άμμωνα, Αθήν.VΙIΙ, σ. 231.
Τέλος, απομένει η μνεία του Σύριου Δία Δολιχένου (πρβλ.Overb., Kunstmyth. I, 271), του οποίου ένα μικρό ανάγλυφο άγαλμα παρουσιάζεται στο μικρό μουσείο που στεγάζεται στο Γυμνάσιο του Πειραιά. Βεβαίως, διασώζεται μόνον το μεσαίο τμήμα του σώματος του ζωσμένου ταύρου με τα πόδια του ισταμένου επί αυτού θεού. [Εκεί και ένα άγαλμα του Αγαθού Δαίμονος (μεγέθους πολύ μικρότερου του φυσικού) που έχει τη μορφή ενός γενειοφόρου άνδρα με κέρας Αμαλθείας].
[43] 36. Επιστρέφω στην απαρίθμηση των αρχαίων καταλοίπων του εσωτερικού της πόλης και, εξ όσων γνωρίζω, δεν παραλείπω ούτε τα δευτερεύοντα.
Στην αυλή γυμναστικής του Γυμνασίου που βρίσκεται στη νότια πλευρά της πλατείας Καραϊσκάκη υπάρχουν αρχιτεκτονικά μέλη ενός μικρού δωρικού κτηρίου από ασβεστόλιθο, συγκεκριμένα τμήματα γείσου και τριγλύφου.
Στη νοτιοδυτική πλευρά της διασταύρωσης των οδών Αθηνάς και Μουνιχίας, στο σημείο που σημαίνεται στο σχέδιο ως «A(lte) R(este)», αντέγραψα στον λάκκο θεμελίωσης ενός συγχρόνου κτηρίου την επιγραφή που σχετίζεται με έναν ήρωα, ο οποίος ονομαζόταν Ευρυμέδων (τώρα Αθήν. VIII, σ. 403):
Γλαυ)κέτης Γ(λ)αυ(κ)ίου Λα | (μπτρ)εὺς ἥρω(ι)
Εὐρυμ | έδοντ(ι) ἀνέθηκεν.
Η επιγραφή βρισκόταν σε έναν πεσσό από ασβεστόλιθο, ύψους 2 μέτρων (ύψ. γραμμ. 0,018), και, σύμφωνα με τη μαρτυρία των εργατών, βρισκόταν τοποθετημένη ακόμη εντός της αρχικής πλίνθου και στερεωμένη με μολυβδοχόηση. Εκεί και κατάλοιπα τοίχων ενός κτηρίου. Ο Ευρυμέδων πρέπει να λατρευόταν ως επώνυμος ήρωας μιας φυλής ή με την, όχι σπάνια για ήρωες, ιδιότητα της ιαματικής θεότητας.
Το «σπίτι» κοντά στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας είχε ήδη υπερκαλυφθεί από σύγχρονο κτήριο. Εφόσον είναι σωστό το σχέδιο, φαίνεται περίεργος ο αποκλίνων, από την κατεύθυνση των υπολοίπων οδών, προσανατολισμός.
Σε ένα οικόπεδο στη βορειοδυτική γωνία της διασταύρωσης των οδών Μπουμπουλίνας και Καραϊσκάκη βρέθηκε μια μικρών διαστάσεων ακέφαλη ερμαϊκή στήλη, στην πρόσθια πλευρά της οποίας, κάτω από ένα στεφάνι, υπήρχε η τιμητική επιγραφή εφήβων για τον ταμία τους [ταμίας ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] Αθήναιο. Τώρα στο Αθήν. VIII, σ. 403.
37. Ακολουθεί (πάντοτε στο ύψωμα μεταξύ των λιμανιών της Ζέας και του Πειραιά) η πλατεία Τερψιθέας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποια συνάφεια σχετικά με τα αρχαία κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν κατά τη διαμόρφωση ανδήρου σε αυτήν την, αποτελούμενη από δύο πλατώματα, εγκατάσταση (ήδη το σχέδιο του Schaubert απεικονίζει μια σαφώς σημειούμενη τομή που έχει τη μορφή επικλινούς επιπέδου μήπως και εδώ η σύγχρονη πόλη ακολούθησε όσα υπεδείκνυαν οι αρχαίοι χρόνοι; Πρβλ. Dodwell II, 268, ο οποίος κάνει λόγο για το κοίλον ενός θεάτρου (;) λίγο νότια του Αγίου Σπυρίδωνα). Εκ των υστέρων, μπόρεσα να διαπιστώσω μόνον την προέλευση μερικών μνημείων από αυτήν τη θέση. Η ερμαϊκή στήλη με αυστηρώς νεανικό τύπο κεφαλής και (όψιμη) επιγραφή από τις αρχές του 3ου μεταχριστιανικού αιώνα, βλ. Αθήν. V, 428 = C. I. Att. III, 1280a, ανασκάφηκε (αντιθέτως με όσα αναφέρονται στο Αθήν.) στη νότια πλευρά της πλατείας Τερψιθέας, όπως μου ανακοίνωσε, με πλήρη ειλικρίνεια, ο πρώην ιδιοκτήτης. Πληροφορούμαστε από αυτήν, πέραν των άλλων ιερατικών αξιωμάτων (την ἱέρεια Ὁραίας διὰ βίου, την ἱέρεια Ἀφροδίτης και Συρίας θεοῦ), ότι ο παραγγελιοδότης της ήταν ένας Ὑμνητὴς τῆς Εὐπορίας θεᾶς Βελήλας, το ιερό της οποίας μπορεί να βρισκόταν κοντά. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα συγκείμενα αυτής της συριακής λατρείας, η διατύπωση της επιγραφής ενός βάθρου που, επίσης, βρέθηκε εδώ είναι πολύ ταιριαστή και την αντέγραψα παλαιότερα στην αυλή ενός σπιτιού που συνορεύει με τη νότια πλευρά της πλατείας (τώρα, στο κεντρικό μουσείο της Αθήνας, [Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο / Σ.τ.Μ.] πρβλ. Αθήν. VIII, 294· Bull, de corresp. hell. IV, σ. 129): Διονύσιος καὶ Βαβυλία τῷ Μηνὶ τὸ ἱερὸν ἀνέθεσαν. Σχετικά πρβλ. Lebas, Inscr. V, 667, 668. Ως προς τις συριακές λατρείες βλ. περαιτέρω πιο κάτω § 39.
Στη θέση της ίδιας πλατείας που σημαίνεται με «A. R.» φαίνεται ότι βρέθηκε το θραύσμα ενός διατάγματος σχετικού με την αγορά, το οποίο, σύμφωνα με τη διατύπωσή του, «όφειλε να ανιδρυθεί προ του Δείγματος»: Hirschfeld, πίν. I,Δ, πρβλ. σημ. 39. – Ο Ευστρατιάδης στην εφημερίδα Παλιγγενεσία της 12ης Ιαν. 1868 σημειώνει «τριακόσια βήματα από τον γνωστό όρο του Εμπορίου». – C. Curtius, Philol. 1870, σ. 694. Η αναφερθείσα επιγραφή χρησίμευε ως καλυπτήρια πλάκα ενός βυζαντινού τάφου, κάτι που, καθότι βρέθηκαν εκεί και αρκετοί ακόμη τάφοι, οδηγεί στο συμπέρασμα της ύπαρξης, κάποτε, σε αυτήν την περιοχή (μια πανομοιότυπη θέση νοτιότερα, βλ. § 40) μιας εκκλησίας, από την οποία, ωστόσο, δεν μπόρεσα να βρω κανένα κατάλοιπο. Στις θεμελιώσεις που ο Hirschfeld (σημ. 39) φαίνεται ότι ερμηνεύει ως εκκλησία, εγώ δεν μπόρεσα να διακρίνω παρά μόνον κατόψεις μεταγενέστερων συνηθισμένων σπιτιών.
Μια επιγραφή που (κατά τον Ευστρατιάδη ό.π.) βρέθηκε εκεί, στην οποία γίνεται λόγος για στεφάνωση πέντε δημόσιων λειτουργών, παραμένει αδημοσίευτη (απόγραφο στις σημειώσεις του Corpus inscr.).
38. Αρχαία κατάλοιπα σπιτιών σε μεγάλη έκταση και εν μέρει σε πολύ καλή κατάσταση (κατά τα φαινόμενα, αποκλειστικώς ιδιωτικών κτηρίων) ήλθαν στο φως στον μεγάλο και ακόμη αδόμητο χώρο (οικόπεδο Σκυλίτση), ο οποίος βρίσκεται απέναντι προς τα νοτιοανατολικά των προαναφερθέντων ερειπίων. Περιβαλλόμενα από αρκετές (τουλάχιστον οκτώ) δεξαμενές και πηγάδια και διχοτομούμενα από έναν, στη σημερινή του μορφή, όψιμο υπόγειο υδαταγωγό (βλ. τον χάρτη, ο ίδιος μάλλον και στον χάρτη του Schaubert), εμφανίζονται, σε παράλληλη τοποθέτηση προς τις σημερινές οδούς τμήματα τοίχων, πολύ καλά διατηρημένες είσοδοι με κατώφλια και οπές παραστάδων [44], σε πολλές δε θέσεις ψηφιδωτά δαπέδου (κατασκευασμένα από ελλειψοειδή βότσαλα, κοσμημένα με, κατά το μάλλον ή ήττον, καλλιτεχνικώς επιτυχή σχέδια –κυματοειδείς γραμμές και ρόμβους– σε ποικίλους χρωματισμούς). Στον κήπο του καφενείου που συνορεύει προς τα βόρεια, το οποίο ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη, βρίσκονται κάποια κατάλοιπα διακοσμητικών και αρχιτεκτονικών μελών που προέρχονται από εκεί: Θραύσματα από ζωόμορφα τραπεζοφόρα (όπως αυτά της Πομπηίας), κορμοί κιόνων και κιονόκρανα (σε αυτά εμφανίζονται συχνά λογχοειδή φύλλα σε στεφάνι ακάνθου, ένα μοτίβο που απαντά και στον πύργο του Ανδρόνικου στη Αθήνα), καθώς και ένα μεγαλύτερο κιονόκρανο σύνθετου τύπου, το οποίο φέρει ένα νέο, χαρακτηριστικό μοτίβο του επινείου: Στο μέσον των μετωπιαίων πλευρών (μεταξύ δύο γωνιών με τις έλικές τους) διακρίνονται καθέτως ενσωματωμένες άγκυρες, αποδοσμένες κατά τον αρχαίο τρόπο και χωρίς το εγκάρσιο ξύλο.
Από εδώ έως τις υπώρειες του υψώματος της Ακτής και πιο πέρα παρακολουθούμε ίχνη σπιτιών σε προοδευτική κλιμάκωση, παρότι, εξαιρουμένης της ανατολικής περιοχής της Ακτής (σχετικά με την οποία, λεπτομερέστερα παρακάτω, σημ. 72, μαζί με γενικότερες παρατηρήσεις για την τεχνοτροπία και τη διαρρύθμιση), κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας σχεδιαστικής αναπαράστασης ή λεπτομερειακής περιγραφής. Κρίνοντας από ό,τι έχει διασωθεί, θα μπορούσε κανείς να παρασυρθεί και να θεωρήσει ότι εδώ διαβίωνε ένας πυκνότερος αριθμός κατοίκων ή ακόμη και να αναζητήσει στην πλαγιά της Ακτής αυτή καθαυτήν την «αρχαία πόλη». Η διαφορά έγκειται, απλώς, στο γεγονός ότι εδώ τα ίχνη αρχαίας κατοίκησης δεν έχουν καταπνιγεί από την αυξανόμενη σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα στον βαθμό που αυτό συμβαίνει αλλού. Μολαταύτα, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ακριβώς σε αυτήν τη θέση, όπως και στο ύψωμα της Ακτής (και της Μουνιχίας), εγκαταστάθηκε, ιδιαιτέρως κατά τον 4ο αιώνα, ένας μαζικά μετακινούμενος και εν μέρει ξένος πληθυσμός. Πρόκειται για πραγματική εστία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτή η υπόθεση επιβεβαιώνεται από πολυάριθμα μνημεία ιδιωτικών συλλόγων και ξένων λατρειών, κυρίως μέσω των επιγραφών των Θιασωτών και Οργεώνων που σχετίζονται με την Αφροδίτη και τη Μητέρα των Θεών, η ζώνη εύρεσης των οποίων οριοθετείται προς τα βόρεια και προς τα νότια από την πλατεία Τερψιθέας και το λεγόμενο «Βουνό των ανεμόμυλων».
39. Επιπροσθέτως προς τις συριακές λατρείες (Βελήλα, Μην) που κατονομάστηκαν σε σχέση με την πλατεία Τερψιθέας, και υπό την προϋπόθεση ότι εθνοτικές ομάδες, ευλόγως, θα μπορούσαν να βρίσκονται κοντά, αναφέρω κυρίως εκείνη της Αφροδίτης Συρίας, η ιέρεια της οποίας εμφανίστηκε ήδη σε μια από τις επιγραφές αυτού του είδους (στην ερμαϊκή στήλη C. I. Att. III, 1280a). Προφανώς, πρόκειται για την ίδια θεά, το ιερό της οποίας ίδρυσαν οι Κίτιοι (σύμφωνα με τη C. I. Att. ΙΙ, 168) κατά το έτος 333/2, πιθανώς δε και της Αφροδίτης Ουρανίας (για την ταυτότητα της οποίας σε άλλο συσχετισμό βλ. επίσης Wachsmuth I, σ. 411), αφού η αναθηματική επιγραφή που σχετίζεται με την τελευταία (Εφημ. 2585 Kekulé, Theseion, 76· Foucart, les associations relig., αρ. 11) προέρχεται από την Κιτία Αριστοκλέα (η επιγραφή αυτή φαίνεται, εξάλλου, ότι ήταν ανιδρυμένη στο Μητρώον και, σύμφωνα με τα επιγραφικά χαρακτηριστικά της, πρωιμότερη του ιδιαίτερου ιερού της συριακής θεάς). Τα υπόλοιπα μνημεία, οι τόποι εύρεσης των οποίων είναι γνωστοί, συνδέονται πράγματι χωρικά με εκείνα της πλατείας Τερψιθέας: Το ψήφισμα προς τιμήν μιας ιέρειας της Αφροδίτης Συρίας βρέθηκε μαζί με ένα αγαλμάτιο Αφροδίτης στο ύψωμα επάνω από τη θάλασσα, βορειοανατολικά του τελωνείου (οικία Κωνσταντινίδου· C. I. Att. ΙΙ, 627· πρβλ. Rangabé, ant. hell., 809 Annal. dell’ Inst. 49, 162, εκεί «restes très considerables d’un mur antique»). – Δυτικά από αυτό και προς τα βόρεια από τα κατάλοιπα της βυζαντινής εκκλησίας και του θεάτρου (βλ. § 40), ο C. Schaefer, κατά τις από κοινού πεζοπορίες μας, βρήκε στην οδό Αλκιβιάδου ένα τριπλό τιμητικό ψήφισμα[40] των Θιασωτών της (Συρίας) Αφροδίτης για κάποιον Στέφανο, γιο του Μυλώθρου, το οποίο ανιδρύθηκε κατά το έτος 300 π.Χ. Ότι πρόκειται για τη Συρία, αποδεικνύεται από την ξένη προέλευση του τιμωμένου και από τα Ἀδώνια που αναφέρονται στον στίχο 9 (για τα τελευταία Αθήν., VIII, 138). Τέλος, στη γωνία των οδών Φιλελλήνων και Σωκράτους βρίσκεται ένας κυκλικός μαρμάρινος βωμός μεσαίου μεγέθους με την επιγραφή Ἔρωτος Οὐρανίου, ο οποίος, κατά τα παραπάνω, νομίζουμε ότι μπορεί να συσχετισθεί με την ίδια θεά (Αθήν., VIII, 403). Με αυτόν εξαντλούνται και τα τεκμήρια που παραπέμπουν με βεβαιότητα σε αυτήν την Αφροδίτη (για την Αφροδίτη του Μητρώου βλ. § 42). Σύμφωνα με τα δεδομένα, νομίζω ότι είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως και το ίδιο το ιερό θα πρέπει να αναζητηθεί στο ύψωμα μεταξύ του λιμανιού της Ζέας και του Εμπορίου.
40. Κατά πόσον, βέβαια, τα δωρικά κατάλοιπα κοντά στη βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται προς τα δυτικά επάνω από το λιμάνι της Ζέας θα πρέπει να θεωρηθούν ως αυτό το ιερό (όπως φαίνεται ότι συμπεραίνει ο Κουμανούδης απλώς λόγω του σημείου εύρεσης της αναφερθείσας επιγραφής, Αθήν. VIII, 296), εγείρονται ισχυρές αμφιβολίες. Τα κατάλοιπα χρησιμοποιήθηκαν για το χριστιανικό ιερό (ή βρίσκονται ακόμη εντοιχισμένα στα ερείπια) και, βάσει των αναλογιών τους, φαίνονται μάλιστα να προέρχονται από δύο κτίσματα[41]. Ακόμη και οι θεμελιώσεις του ναού δεν μπορούν να διακριβωθούν με βεβαιότητα, δεν χρειάζεται, εξάλλου, να έχουν αφήσει κάποια σημαντικά ίχνη αφού εδώ είναι ορατός ο βράχος. Κατά τα άλλα, η θέση είναι ιδιαίτερα εξέχουσα, ενώ και [45] το υλικό που συνανήκε με το μεγαλύτερο κτίσμα φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σημαντικής δημιουργίας της καλύτερης εποχής, ώστε να καθίσταται αδύνατον αυτή να ταυτισθεί με έναν λατρευτικό χώρο μιας ξένης κοινότητας, ο οποίος ανεγέρθηκε με ίδια μέσα. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα συνέδεε κανείς την αρχαιοπρεπή, ομοίως εδώ («in medio fere isthmo inter Zeae portum et Piraeum», C. I. Att. I, 68) ευρεθείσα επιγραφή ανέγερσης ναού με την κατασκευή ενός μεγαλύτερου ιερού που βρίσκεται κοντά. Καθώς το τελευταίο, σύμφωνα με τη διατύπωση της περιγραφής, οικοδομήθηκε μέσω συνδρομών των ναυκλήρων [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] και σχετίζεται με μια ανδρική θεότητα (τῷ θεῷ), αυτή, κατά τη γνώμη μου, εκτός από τον Δία Σωτήρα (τον πολύ απομακρυσμένο ναό του οποίου σκέπτεται ο Hirschfeld, σημ. 48), θα μπορούσε να είναι ο Ποσειδώνας. Το γεγονός ότι αυτός ο θεός λατρευόταν σε μια ναυτική πόλη, μου φαίνεται, εξαρχής, μια αναντίρρητη προϋπόθεση, η οποία επιβεβαιώνεται μέσω της είδησης ότι ο Λυκούργος θεσμοθέτησε προς τιμήν του κύκλιους αγώνες στον Πειραιά (Βίοι δέκα ρητ. Λυκ., 348 F). Για αυτόν τον σκοπό, για τους τελευταίους, θα προσφερόταν ο πλέον κατάλληλος χώρος διεξαγωγής στο αμέσως προς τα ανατολικά θέατρο που γειτνιάζει με τον υποτιθέμενο ναό. Ότι ο ημικυκλικός χώρος ήταν πράγματι θέατρο, αποτελεί σήμερα, παρά τους πολλούς νέους αμφισβητίες, αδιάσειστο γεγονός[42]. Όπως παλαιότερα, η από εκεί διερχόμενη βόρεια οδική διασταύρωση με ανατολική-δυτική κατεύθυνση επέτρεψε να αναγνωρισθούν οκτώ ή εννέα θεμέλιοι τοίχοι με προσκλίνουσα αξονική τοποθέτηση, έτσι και την άνοιξη του 1880 η προέκταση της καθέτως προς τα εκεί κατευθυνόμενης βόρειας-νότιας (αθηναϊκής) οδού και ο κίνδυνος που απειλούσε αυτήν τη θέση, έδωσαν αφορμή στην ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία [Eν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία] να προβεί σε εκτεταμένη ανασκαφή, τα αποτελέσματα της οποίας, χάριν της καλοσύνης του αρχιτέκτονα κυρίου Borrmann, κατέστη δυνατόν να αξιοποιηθούν στην παρούσα εργασία (σχέδιο και ερμηνευτικό κείμενο βλ. στη σημείωση 42). Κατά τον ίδιο τρόπο, φαίνεται επίσης απολύτως θεμιτό, η επιγραφή που βρέθηκε σε απόσταση 250 μέτρων νοτιοανατολικά από αυτήν τη θέση (στο σημείο διασταύρωσης των οδών Λεωκράτους και Σαχτούρη), και στην οποία αναγράφονται χορηγοί ανέγερσης ενός θεάτρου (Αθήν. Ι, σ. 11 Hirschf., σ. 22 κ.εξ.: οἵδε ἐπέδωκαν εἰς τὴν κατασκευὴν τοῦ θεάτρου), να μην συσχετισθεί με το θέατρο της Μουνιχίας (όπως επιθυμεί ο Hirschfeld) αλλά με αυτήν εδώ την εγκατάσταση. Η επιγραφή ανήκει στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και αφορά μια συνολική ανακαίνιση. Δεν φαίνεται απαραίτητο να υποθέσει κανείς μια εξ ολοκλήρου νέα κατασκευή [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] (όπως στον Αθήν. VΙ, 158, σχετικά με τις οδούς: ὅπως ἂν ὁμαλισθῶσιν καὶ κατασκευασθῶσιν ὡς βέλτιστα). Ενδεχομένως, κατασκευάσθηκε από τον ίδιο τον Λυκούργο (πρβλ. τη δραστηριότητά του για το θέατρο και το στάδιο των Αθηνών,Wachsm. I, σ. 599 κ.εξ.)· στον Ξενοφώντα (ΙΙ, 4, 32) γίνεται λόγος απλώς για ένα θέατρο: τὸ Πειραιεῖ θέατρον, με το οποίο, εκείνη την εποχή, ενδεχομένως, θα εννοείτο μόνον το θέατρο της Μουνιχίας[42β].
41. Στον χώρο του θεάτρου έως τον πρώτο προκείμενο λόφο της Ακτής, το λεγόμενο «Βουνό των ανεμόμυλων», θα πρέπει, σύμφωνα με πληθώρα επιγραφικών ευρημάτων, να αναζητήσουμε το Μητρώον. Η πλειονότητα αυτών αποτελεί το μοναδικό επιστημονικώς προσπελάσιμο αποτέλεσμα μιας ανασκαφής που διεξήγαγε ο Γάλλος συνταγματάρχης de Vassoigne το έτος 1855· (συγκεντρώθηκαν στα Εφημ. αρχ., φ. 50· Annali dell’Inst. 1862, σ. 23 κ.εξ. [Comparetti] Foucart, les associations relig., σ. 85 κ. εξ). Ως θέση της τελευταίας πρέπει να θεωρηθεί η άμεση περιοχή γύρω από το «Βουνό των ανεμόμυλων», στο οποίο τώρα βρίσκονται ένας ανεμόμυλος και μια υδατοδεξαμενή (αντιθέτως με τον Hirschfeld, ο οποίος τη μετατοπίζει στην κοιλότητα της κοιλάδας προς τα νότια του θεάτρου). Εκεί ήλθαν στο φως, έως και την πλέον πρόσφατη εποχή, όλες οι επιγραφές που έγιναν στη συνέχεια γνωστές[43].
Καθώς είναι βέβαιο ότι οι Γάλλοι ανακάλυψαν όχι το ιερό αυτό καθαυτό, αλλά –όπως μας διδάσκουν και τα τριγύρω διάσπαρτα ευρήματα– κατάλοιπα σπιτιών στην πλαγιά, στα οποία θα πρέπει να είχαν κατολισθήσει οι λίθοι των υψηλότερα κειμένων εδαφών, κλίνω αναφανδόν υπέρ της άποψης ότι το Μητρώον πρέπει να τοποθετηθεί στο εν μέρει τεχνητώς εξομαλυμένο προεξέχον πλάτωμα που τώρα καταλαμβάνει ο ανεμόμυλος, ή λίγο προς τα νοτιοανατολικά –κοντά στη νέα υδατοδεξαμενή.
Μάλλον, η θέση του Μητρώου μπορεί να τοποθετηθεί με αρκετές πιθανότητες εδώ, σε αυτό το ύψωμα, και εξαιτίας μιας άλλης παραμέτρου. Σύμφωνα με τον σημαντικό νόμο περί Οργεώνων (οι Οργεώνες φαίνεται ότι επικεντρώνονταν αποκλειστικώς στη λατρεία της Μητέρας των Θεών), C. I. Att. II, 610· Foucart, σ. 189, 2, στα τακτικά έσοδα του ιερού συμπεριλαμβανόταν και η επί πληρωμή διανομή ύδατος (στίχος 9: τὸ ὕδωρ, ὅσου ἂμ πραθῇ· δωρεάν παραχωρείτο μόνον σε όσους μίσθωναν οικόπεδα που αποτελούσαν ιδιοκτησία του Μητρώου, στίχος 12: ὑπολιμπάνειν δὲ ὕδωρ τῷ ἐνοικοῦντι ὥστε χρῆσθαι). Εδώ, δεν είναι μόνον όλη η εν λόγω περιοχή διεμβολισμένη με υδρευτικά φρεάτια, αλλά σε πολλές θέσεις εμφανίζονται και ίχνη υπόγειων υδαταγωγών. Επιπλέον, είναι προφανές ότι ο υδαταγωγός που σε μεταγενέστερα χρόνια ανακαινίσθηκε εν μέρει και κατευθυνόταν προς την πλαγιά μεταξύ των λιμανιών της Ζέας και του Πειραιά (βλ. το σχέδιο του Schaubert και τον χάρτη μας, στον οποίο η συνέχιση της πορείας των επιμέρους εξακριβωμένων σημείων μπορεί εύκολα να παρακολουθηθεί[44]), [46] έχει ομοίως την αφετηρία του εδώ, στις υπώρειες του υψώματος της Ακτής. Άλλα ίχνη συστηματικώς κατασκευασμένων υδρευτικών έργων υπάρχουν λίγο βορειότερα, στο σημείο διασταύρωσης των οδών Σαχτούρη και Κολοκοτρώνη (πρβλ. Αθήν., 1872 (Ι) σ. 4 κ.εξ. Arch. Zeitg. 1873, σ. 105)[45]. Ακόμη πιο κοντά, αμέσως δυτικά της νέας δεξαμενής [δεξαμενή ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] ύδατος, στο σημείο «A. R.», συναντά κανείς μια μικρή αξιοπερίεργη εγκατάσταση που έχει λαξευθεί στον καθέτως διαμορφωμένο βράχο (ο οποίος, προφανώς επέτρεπε τη διέλευση ενός, σε μεγαλύτερο βάθος κατασκευασμένου, δρόμου / βλ. την παρακείμενη τομή). Το σύνολο έχει προδήλως τοποθετηθεί συμμετρικά· η μεσαία αψίδα χωρίζεται από τις πλευρικές μέσω εγχαράξεων. Στα δεξιά, βρίσκεται ένα σπήλαιο με ίχνη τεχνητού αναλημματικού τοίχου. Από το επάνω πλάτωμα κατέρχεται τουλάχιστον μια αύλακα, ίσως και μια δεύτερη, που οδηγείται πέραν της άκρης. Πιο πίσω, διακρίνονται ίχνη ενός καλυμμένου καναλιού. Φαίνεται ότι έρρεαν ύδατα από την πλαγιά και την κόγχη, επομένως, όλη η κατασκευή θα πρέπει να ιδωθεί ως ένα είδος διακόσμησης του δρόμου που περνούσε στα βόρεια.
Τέλος, πρέπει να παραπέμψουμε στο γεγονός ότι, αφού ελήφθη υπόψη η μορφολογία του εδάφους, και κατά τη σύγχρονη εποχή τοποθετήθηκαν πάλι σε αυτό το σημείο οι μεγάλες υδατοδεξαμενές του νέου υδραγωγείου πόλης, το οποίο, βέβαια, προμηθεύεται τα ύδατά του μέσω αντλίας που βρίσκεται στη βόρεια πεδιάδα.
42. Η Μητέρα των Θεών λατρευόταν ειδικά από τους Οργεώνες και έφερε ακριβώς την ονομασία ἡ θεὸς τῶν ὀργεώνων (πρβλ. C. I. Att. II, 610, στίχος 3 – απλώς ἡ θεός: C. I. Att. II, 619, στίχοι 8, 12, 14). Το ιερό της (Μητρῷον, ἱερόν, ναός, όπως στο C. I. Att. II, 621, στίχος 25) βρισκόταν σε ένα τέμενος (C. I. Att. II, 619, στίχος 23) (αὐλή, Αθήν. VIII, σ. 295, στίχος 28). Σε αυτό συνανήκαν κατοικίες για τον ιερέα, την ιέρεια και το προσωπικό, ενώ ήταν δυνατή η πρόσληψη περαιτέρω ατόμων (C. I. Att. II, 610· στην 618, στίχος 5, μνημονεύεται ένα μαγειρεῖον). Η θυσία λάμβανε χώρα, όπως και οι προηγηθείσες συγκεντρώσεις, κατά τον μήνα Μουνιχιώνα (ἡ θυσία τοῦ Μουνιχιῶνος, Αθήν. VIII, 295, στίχος 26) και, με αυτόν τον τρόπο, ήταν χρονικά προσανατολισμένη προς την εορτή της Άρτεμης, όπως και ο χρονικός προσδιορισμός του Θαργιλιώνος (τοῦ Θαργλιῶνος πρὸ τῆς ἕκτης ἐπὶ δέκα) παραπέμπει στο Βενδίδειον. Ενδεχομένως, δεν ήταν σπάνιο το γεγονός, οι εορτασμοί οψίμως εισηγμένων λατρειών να προσαρτώνται σε ήδη υπάρχουσες.
Το τελευταίο οδηγεί στη σύνδεση με άλλες, εν μέρει επίσης χωρικά συγγενικές θεότητες, στις οποίες εισήλθε η πολύ ευέλικτη λατρεία της Κυβέλης. Ότι πράγματι έχουμε να κάνουμε, ήδη εξαρχής, με μια ενοποίηση συγγενικών θεοτήτων (πρβλ. Mitth. IV, σ. 335) αποδεικνύεται από την έκφραση οἱ θεοί (C. I. Att. II, 621 Αθήν. VII, 388). Περισσότερες λεπτομέρειες γνωρίζουμε για τον Άττι (ἀμφότερα τὰ Ἀττίδεια C. I. Att. ΙΙ, 622, 9) και τον Ερμή «ἡγεμόνιο» [ἡγεμόνιος ελλ. στο πρωτότυπο Σ.τ.Μ.] (Αθήν. VIII, σ. 388· C. I. Att.ΙΙI, 197· πρβλ. Ross, Demen, 48, 16). Σε στενή σχέση –η οποία (βέβαια, σε πιο όψιμη εποχή) οδήγησε έως τον συγκρητισμό– με την Κυβέλη βρίσκονταν η Άρτεμη και η Αφροδίτη. Φαίνεται ότι, όπως στο αθηναϊκό Ασκληπιείον αλλά και στο ιερό της Αφροδίτης των Θιασωτών (Αθήν. VΙΙI, 296 στίχος 19: ἀνέθηκε τὴν Δήμητρα), εξαιτίας λόγων που εν μέρει ήταν πιθανώς ιδιωτικής φύσης, αφιερώνονταν στο Μητρώο και αναθήματα για άλλες θεότητες. Για την Άρτεμη βλ. π.χ. Ross, Demen, σ. 53, 21 –σε έναν λύχνο, μαζί με τα ψηφίσματα των Οργεώνων: Τιμοκράτη Ἀρτέμιδι (Εφημ. Αρχ., 2592)– Ἀρτέμιδι Νανᾷ (Επιγρ. ανέκδ., 33, C. I. Att. III, 131). Ως προς την Αφροδίτη (μπορεί να σκεφτεί κανείς τόσο την Εὔπλοια όσο και τη Συρία) πρβλ. Mitth. IV, 334 (Ἀφροδίτῃ –– ἐπὶ ἱερέως Κίκωνος). Εδώ, πέραν του σημείου εύρεσης, παραπέμπει στο Μητρώον και η χρονολογική αναφορά στη θητεία του ιερέα, καθώς οι δύο Αφροδίτες είχαν αποκλειστικώς ιέρειες[46]. Για την Αφροδίτη Ουρανία πρβλ. Εφημ. Αρχ. 2585.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο παρακολουθούμε στα επίθετα των αναθηματικών επιγραφών του Μητρώου την αυξανόμενη θεοκρασία: C. I. Att. IΙΙ, 888, 135, 134, 137, 136: Μητρὶ θεῶν – εὐαντήτῳ ἰατρείνῃ – Ἀφροδίτῃ. Η επιγραφή C. I. Att. III, 187: Ἀφροδίτῃ [––– ὑ]πὲρ τοῦ υἱοῦ την εμφανίζει και ως ιαματική θεότητα.
ΙV. Ο ανατολικός όρμος του πειραϊκού λιμανιού
[47] 43. Ακολουθώντας τις νέες οδικές κατευθύνσεις που διεισδύουν σε βάθος, αμέσως μόλις στραφούμε στη λεκάνη του μεγάλου πειραϊκού λιμανιού με τον διαχωριζόμενο από αυτόν, μέσω μιας προεξοχής, Κάνθαρο, τίθεται το ερώτημα των δύο, εξέχουσας σημασίας, κτισμάτων του Πειραιά, η τοπογραφική τοποθέτηση των οποίων, από όσο βλέπω, βρίσκεται σε μια σχέση εναλλαγής. Πρόκειται για τη Σκευοθήκη του Φίλωνος και το ιερό της (Κνιδίας) Αφροδίτης Ευπλοίας που ιδρύθηκε από τον Κόνωνα.
Προηγουμένως, θα σταθούμε σε ένα σημείο, το οποίο ξεχωρίζει με πολλούς τρόπους εξαιτίας επιγραφικών και αρχιτεκτονικών ευρημάτων. Προς τα ανατολικά, επάνω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, σε έναν αύλειο χώρο (οικεία Σαχτούρη, προσβάσιμη από την οδό Κολοκοτρώνη πρβλ. τον χάρτη) βρίσκεται στην αρχαία του θέση ο πολύ γνωστός ιπποδάμειος όρος: Ἐμπορίου καὶ ὁδοῦ ὅρος (C. I. Att. I, 519· Wachsm. I, σ. 322, σημ. 1· ύψος: 0,55· πλάτος: 0,40· διάμετρος: 0,22). Η επιγραφή είναι στραμμένη προς τα ανατολικά, προς την κατεύθυνση όπου πρέπει να διερχόταν ο αναφερόμενος σε αυτήν δρόμος (παράλληλος προς την ανατολική προκυμαία).
Στον αμέσως προς τα νοτιοανατολικά όμορο χώρο που τώρα χωρίζεται διαμέσου διασταυρούμενων οδών και συγχρόνων λίθινων τοίχων, βρέθηκε μια σημαντική πώρινη θεμελίωση που εδώ σχηματίζει μια ορθή γωνία. Το ένα σκέλος της κατεβαίνει προς το λιμάνι του Κανθάρου, ενώ το άλλο μπορεί να παρακολουθηθεί από την έξοδο της οδού Σαχτούρη, 80 μέτρα περίπου από τη γωνία. Αυτά τα μεγάλης σπουδαιότητας κατάλοιπα σημαίνονται για πρώτη φορά με ακρίβεια στον χάρτη. Ο Hirschfeld (πίν. I), όπως και άλλοι, αποκατέστησε από αυτά ένα ιερό της Αφροδίτης που εκτεινόταν κατά μήκος σε ανατολική-δυτική κατεύθυνση. Αλλά, πρόκειται πράγματι για θεμελιώσεις ενός κτηρίου; Καταρχάς, αυτό θα είχε προσανατολισμό από τα βόρεια προς τα νότια, άρα είναι βέβαιο ότι δεν επρόκειτο για ναό. Οι τεράστιες διαστάσεις θα ταίριαζαν, εν πάση περιπτώσει, στη Σκευοθήκη του Φίλωνος, η οποία, κατά τα φαινόμενα, πρέπει να βρισκόταν κοντά και μάλιστα επάνω στο ύψωμα. Όμως, κατά αυτής της υπόθεσης συνηγορεί το ακόλουθο γεγονός: Είναι αδύνατον να τεκμηριωθεί η τετράγωνη κάτοψη ενός κτηρίου. Πέραν τούτου, ο χώρος που περιβάλλει η γωνία έως την οδό έχει προσφάτως κατεβεί χαμηλά, έως το επίπεδο του βράχου, καθώς πρόκειται να αναγερθούν εκεί μελλοντικές κατοικίες, χωρίς ωστόσο, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω μετά από συνεχή παρατήρηση, να αποκαλυφθεί ούτε καν ένας αρχαίος λίθος από κάποια εσωτερική κατασκευή δαπέδου ή τοίχου. Καθώς, τώρα, ο τοίχος έχει βόρεια κατεύθυνση σε ευθεία γραμμή προς τον προαναφερθέντα όρο του Εμπορίου, δεν μπορώ να αποσιωπήσω την υπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα τμήμα της τελωνειακής οριοθέτησης, η οποία κοντά στον «ὅρο» [ὅρος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], ενδεχομένως, διακοπτόταν από μια ανοιχτή προς τη θάλασσα οδική δίοδο[47]. Η αυστηρή περίφραξη της περιοχής όπου εισάγονταν τα εμπορεύματα, η οποία βρισκόταν υπό κρατική επιτήρηση, μπορεί να τεκμηριωθεί και με άλλον τρόπο. Πρβλ. τα αποδεικτικά στοιχεία στον Ulrichs II, 197: Το Εμπόριον της Χαλκίδας διαχωριζόταν μέσω ενός τμήματος του τείχους· μια πύλη οδηγούσε απευθείας στην περιβαλλόμενη από στοές αγορά. Στην Αίγινα γίνεται διάκριση μεταξύ της πόλεως [πόλις ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] και του ἐμπορίου [ἐμπόριον ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], ομοίως στη Σελεύκεια μεταξύ πόλης και προαστίων. Το Εμπόριον του Τίβερη περιβαλλόταν από πασσάλους κλπ. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο Hirschfeld στο σχέδιο αναπαράστασης (πίν. Ι) προϋποθέτει την ύπαρξη μιας τελωνειακής περιτείχισης. Για το βόρειο πέρας της τελευταίας θα γίνει αργότερα λόγος, εδώ μας απασχολεί η νότια καθοδική πορεία της, την οποία μπορούμε τώρα να προσδιορίσουμε από τον λίθο με τον όρο έως την αναφερθείσα γωνία, και στη συνέχεια, με μια καμπή προς τα δυτικά, έως το λιμάνι του Κανθάρου. Αυτή η υπόθεση είναι και από άλλη άποψη σημαντική. Η προεξοχή επί της οποίας βρίσκεται σήμερα το κτήριο του τελωνείου δεν θα μπορούσε να εκτείνεται έως το πολεμικό λιμάνι και, για αυτόν τον λόγο, ούτε να φέρει τη Σκευοθήκη του Φίλωνος, όπως πιστευόταν έως τώρα. Ένα δεύτερο στοιχείο έρχεται αμέσως εδώ προς επιβεβαίωση αυτού. Ο ένας εκ των δύο από καιρό γνωστών όρων που ρύθμιζαν την κυκλοφορία των πλοίων (και πάλι από την εποχή του Ιπποδάμου, με την επιγραφή: πορθμείων ὅρμου ὅρος, πρβλ. Wachsm. I, σ. 323, 2) δεν βρέθηκε, όπως έως τώρα θεωρείτο, μπροστά από το τελωνείο, δηλ. προς τα βορειοανατολικά, αλλά νοτιοδυτικά, πίσω από αυτό[48]. Εάν η κυκλοφορία ατόμων και εμπορευμάτων έφθανε έως αυτήν την περιοχή, τότε πρέπει ο (κρατικώς ελεγχόμενος) τομέας του λιμανιού του ναυστάθμου να μετατεθεί ακόμη πιο πίσω.
44. Καθοριστικής σημασίας για τη θέση του φιλώνειου κτίσματος θεωρείτο από πολλούς η εύρεση πολλών σχετικών με αυτό επιγραφών, οι οποίες, στη θέση του τελωνείου, είχαν δευτερογενώς διαμορφωθεί ως αύλακες ροής υδάτων εντός ενός είδους «βυζαντινής στοάς» (βλ. Ross για τα «ναυτικά έγγραφα» του Boeckh, σ. VIII κ.εξ.). Όμως, [48] ο Wachsmuth (I, σ. 321) ήγειρε με πολύ σαφή τρόπο αντιρρήσεις, καθώς δικαίως επιθυμούσε να μετατοπίσει τη Σκευοθήκη εγγύτερα προς το κύριο κυκλικό λιμάνι της Ζέας. Αυτή η υπόθεση, πέραν των παραπάνω αρνητικών λόγων, ενισχύεται σημαντικά λόγω της ανακάλυψης από τον υποφαινόμενο κατά τον χειμώνα του 1880 μιας δεύτερης σειράς παρόμοιων επιγραφών. Και αυτές είχαν, ομοίως, υποστεί δευτερογενή επεξεργασία με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως αύλακες ροής υδάτων, είχαν τις ίδιες διαστάσεις με τις ήδη γνωστές και βρέθηκαν κατανεμημένες σε δύο σπίτια στο πέρας της οδού Καραϊσκάκη (σε κατεύθυνση από βορρά προς νότο, σε σχέση με εκείνες της βυζαντινής εκκλησίας βλ. στον χάρτη «A. R»), κατά τη διάρκεια εργασιών θεμελίωσης των οποίων ήλθαν στο φως[49]. Πέραν τεσσάρων επιγραφών, βρίσκονταν εκεί περαιτέρω λίθινες στήλες με αύλακες, η τώρα απολαξευθείσα οπίσθια πλευρά των οποίων πρέπει, επίσης, να έφερε παρόμοιες καταγραφές. Μάλλον, εντός του εδάφους θα λανθάνει ακόμη άφθονο υλικό, καθώς εκείνο που εξήχθη προέρχεται αποκλειστικώς από τα εσκαμμένα ορύγματα θεμελιώσεων των σπιτιών που αναφέρθηκαν. Διαμέσου αυτού, αίρεται και η τοπογραφική αποδεικτική αξία της θέσης των ευρημάτων κοντά στο τελωνείο. Τώρα πια, καθίσταται όλο και πιο πιθανόν ότι για λόγους ευκολότερης επικοινωνίας η Σκευοθήκη βρισκόταν στο ύψωμα μεταξύ των δύο πολεμικών λιμανιών της Ζέας και του Κανθάρου.
Εξάλλου, με την ευκαιρία της αποκάλυψης μιας υπόγειας υδρευτικής εγκατάστασης (στο άνω τμήμα της οδού Σαχτούρη, περιγραφή στο Αθήν. Ι, σ. 3 κ.εξ.), εξήχθησαν από το κλιμακωτό φρεάτιο, εκτός άλλων καταλοίπων, κυρίως επιγραφές[50], σπόνδυλοι κιόνων (διάμετρος: 1,01) και ένα δωρικό κιονόκρανο από πεντελικό μάρμαρο, τα οποία ο Hirschfeld (σημ. 42), όπως και άλλοι, συνέδεσε με τον ναό της Κνιδίας Αφροδίτης. Πέραν του ότι ο τελευταίος θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα (πρβλ. § 46) και η μεταφορά των ερειπίων του στην ανηφορική απότομη πλαγιά θα ήταν δύσκολη, όπως και πέραν του ότι, ενδεχομένως, αυτός είχε κατασκευασθεί από πειραϊκό λίθο και ήταν σχετικά μικρών διαστάσεων, τα μορφολογικά στοιχεία τού από κάθε πλευράς πολύ ιδιόρρυθμου κιονόκρανου (παραθέτω απεικόνιση, η οποία σχεδιάστηκε με μεγάλη προθυμία από τον αρχιτέκτονα κύριο Bohn) αποκλείουν απολύτως την πιθανότητα να αποτελεί έργο των αρχών του 4ου αιώνα. Αντιθέτως, η εξέλιξη του δωρικού ρυθμού επιτρέπει, μάλλον, την υπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του δευτέρου ημίσεος του ίδιου αιώνα, συνοπτικά με τα τελευταία κατάλοιπα της φιλώνειας Σκευοθήκης, μια ταύτιση η οποία είναι και η μόνη εύλογη σε αυτό το σημείο. Εκτός του τόπου εύρεσης των περιγραφέντων τεμαχίων υπάρχουν και αξιοσημείωτες λιθόπλινθοι θεμελιώσεων επιμελημένης εργασίας (με ακμές). Αυτό το τεράστιο και πολύπλοκο κτήριο (διέθετε χώρο για εξαρτήματα χιλιάδων πλοίων), για το οποίο ο Φίλων συνέγραψε μια ιδιαίτερη πραγματεία, πρέπει με βεβαιότητα να τοποθετηθεί επί του δρόμου της απευθείας σύνδεσης των λιμανιών του Κανθάρου και της Ζέας. Από την αλλοτινή διαρρύθμισή του μπορούμε μόνον με δυσκολία να αποκομίσουμε κάποια εντύπωση, εκτός από ό,τι ήταν δωρικού ρυθμού, πράγμα που συνάγεται από πολλές πλευρές: Συγκεκριμένα, συνηγορεί υπέρ αυτού η διατύπωση παράδειγμα ξύλινον τῆς τριγλύφου τῆς ἐγκαύσεως που εμφανίζεται στις ναυτικές επιγραφές (Boeckh, τεκμ. αρ. XI,134 και αλλού). Τα κατάλοιπα τριγλύφων και μετοπών (του Αφροδισίου;) που βρέθηκαν κοντά στο τελωνείο αποτελούνταν από πειραϊκό λίθο και δεν έφεραν ίχνη χρωμάτων, βλ. § 46. Πρβλ. επίσης το τεκμ. αρ. XI, όπου αναφέρονται 335 γλυπτοί λίθοι, προφανώς πλάκες ζωφόρου (Boeckh, σ. 70[51]).
45. Ὁ Κανθάρου λιμήν ταυτίστηκε για πρώτη φορά, ορθώς, από τον Curtius, de port. Ath., σ. 34 κ.εξ., σύμφωνα με το Σχόλ. Αριστοφ., Ειρ. 144. Υπό τη στενότερη έννοια, πρόκειται για τη νοτιοανατολική κύρτωση του λιμανιού του Πειραιά, κοντά στην οποία αγκυροβολούν ακόμη και σήμερα πολεμικά πλοία51α. [Η ένδειξη «51α» δεν αντιστοιχεί σε κάποια υποσημ. / Σ.τ.Μ.]. Από τους νεωσοίκους (από τους οποίους, επί τη βάσει των γραπτών ναυτικών τεκμηρίων, κατά τις Ολυμπιάδες 112-114 υπήρχαν εδώ 94, βλ. Boeckh, σ. 68), το σχέδιο του Schaubert απεικονίζει ακόμη σημαντικά κατάλοιπα. Ο Graser (Philol. 31, σ. 63) δεν βρήκε πια κανέναν σε μετρήσιμη κατάσταση. Τώρα, η παράλια γραμμή έχει λόγω προσχώσεων [49] επεκταθεί περαιτέρω εντός της θάλασσας, με αποτέλεσμα και «οι λίθοι για την πρόσδεση των πλοίων» που σημαίνονται στον χάρτη να μην είναι πλέον ορατοί.
Το κοίλο και ελαφρώς ανωφερές έδαφος στη νοτιοανατολική γωνία προσέφερε εδώ τη μόνη κατάλληλη θέση για ναυπηγικές εγκαταστάσεις, μια θέση όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοιες, αν και μικρότερης κλίμακας[52]. Ενδεχομένως, στο Σχόλ. Αριστοφ. ό.π. με τη διατύπωση: ὁ Κανθάρου λιμήν, ἐν ᾧ τὰ νεώρια εννοούνται, κυρίως, τα ναυπηγεία (πρβλ. Boeckh, Seeurk., σ. 66). – Κατάλοιπα σπιτιών ψηλότερα, όπως σημαίνονται στον χάρτη, σημείωσε και ο Gurlitt, Jahrb. f. Phil. 1869, σ. 147.
46. Σύμφωνα με το πολλάκις αναφερθέν Σχόλιο, ύστερα από τον Κάνθαρο και τα ναυπηγεία του ακολουθεί εἶτα τὸ Ἀφροδίσιον, (εἶτα κύκλῳ τοῦ λιμένος στοαὶ πέντε). Η ονομασία σχετίζεται με τον ναό της Κνιδίας Αφροδίτης Ευπλοίας που ανήγειρε ο Κόνων. Η παράκτια θέση του επιβεβαιώνεται, πέραν της παραπάνω σειράς που ακολουθεί η απαρίθμηση του Παυσανία (Ι, 1, 3 πρὸς δὲ τῇ θαλάσσῃ, όχι ὑπὲρ τ. θ.), και από το σημείο εύρεσης της μοναδικής αναθηματικής επιγραφής που αφορά αυτήν τη θεότητα (Ross, Hell. I, 68· Rang. ant. Hell., 1069· στην οικία Γλαράκη στην παραλία). Η εύλογη υπόθεση είναι ότι το ιερό βρισκόταν στην προεξοχή που διαχωρίζει το λιμάνι του Κανθάρου και τις «στοές» και ότι ταυτοχρόνως η ονομασία «Αφροδίσιον» χρησιμοποιείτο για όλη την περιοχή, όπως, δηλαδή, στην παρόμοια συνοικία της Αλεξάνδρειας η ονομασία «Ποσείδιον», που, επίσης, προεξείχε από το Εμπόριον σχηματίζοντας μια αμβλεία γωνία[53].
Η αποκαλούμενη «Βυζαντινή στοά», η οποία αποκαλύφθηκε εδώ (Ross στο Boeckh, Seeurk., σ. VIII κ.εξ.) κατά την ανέγερση του τελωνείου και αποτέλεσε την αφορμή ανεύρεσης των πρώτων επιγραφών της Σκευοθήκης (μια κάτοψη που έστειλε ο Ross δεν δημοσιεύεται δυστυχώς εκεί), ήταν ένα τετράπλευρο με πώρινες θεμελιώσεις επί του οποίου ίσταντο αδρώς κατεργασμένες βάσεις κιόνων (διάμετρος: 0,70 μέτρα.· η μεταξύ τους απόσταση είναι 2,60 μέτρα). Προφανώς, δεν πρόκειται για κάποιο ιδιαιτέρως σημαντικό κτήριο, ενώ ο προορισμός του προσώρας παραμένει στον γράφοντα ασαφής. Δίπλα, μεταξύ των αποθηκών, διακρίνονται αξιόλογα θεμέλια από «λιθοπλίνθους», κυρίως δε τρία θραύσματα τριγλύφων που αποτελούνται ομοίως από πειραϊκό λίθο (ύψος: 1,05· πλάτος: 0,753) και είχε δει ήδη ο Dodwell (ΙΙ, σ. 258, «ύψους άνω των τριών ποδών»), ο οποίος πολύ ορθώς τοποθέτησε εδώ το Αφροδίσιον. Πράγματι, όλα συνηγορούν υπέρ αυτής της θέσης του κτηρίου, το οποίο, αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων του Κόνωνα, δεν ήταν μαρμάρινο.
47. Κατά το ίδιο Σχόλιο, μετά το Αφροδίσιον, ακολουθούν στην περιφέρεια του λιμανιού πέντε στοές. Από όσο γνωρίζω, αυτή η ταύτιση γενικώς ερμηνεύεται ως μια επέκταση του Εμπορίου το οποίο, με αυτόν τον τρόπο, θα εμπεριείχε το σύνολο της ανατολικής και βόρειας προκυμαίας. Οφείλω να εκφράσω τη διαφωνία μου και, πέραν της ανάπτυξης του κυρίου επιχειρήματος που θα λάβει χώρα παρακάτω, να χαρακτηρίσω εξαρχής ως πιο πιθανόν το γεγονός ότι, με τη στενή έννοια, το ευρισκόμενο υπό αυστηρή νομοθετική επίβλεψη Εμπόριον ήταν ένας σαφώς οριοθετημένος χώρος, η παράκτια γραμμή του οποίου βρισκόταν σε μια όχι τόσο αόριστη σχέση ως προς το, ευτυχώς γνωστό σε εμάς, πλάτος του, που δεν ξεπερνούσε το ένα στάδιο. Σε περίπτωση που το Εμπόριον κατελάμβανε το σύνολο της ανοιχτής στην ιδιωτική κυκλοφορία περιφέρειας του λιμανιού, ο στενότερος και ευρύτερος χαρακτήρας του (Ulrichs II, σ. 184 κ.εξ., 190) θα αναιρούτο και πάλι, ενώ η ύπαρξη ενός όρου, όπως αυτός που βρίσκεται στην κατοχή μας, θα καθίστατο περιττή. Εφόσον δεν σφάλλω, όλες οι σωζόμενες επιγραφές όρων αυτής της εποχής (ήδη διαθέτουμε δώδεκα) οριοθετούν το δημόσιον [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] αγαθό, δηλαδή τομείς των οποίων τουλάχιστον το γαιοκτητικό καθεστώς ήταν υπόθεση του κράτους ή της πόλης. Άλλα παραδείγματα εντελώς απομονωμένων Εμπορίων ανέφερα ήδη στην παράγραφο 43 (κατά τον Ulrichs II, σ. 197, 198).
Το σημείο όπου περίπου πρέπει να αναζητήσουμε τα βόρεια όρια του Εμπορίου θα ήθελα να το συναγάγουμε μέσω μιας προσπάθειας διόρθωσης του Δημοσθ., Προς Φορμ., 34, 37. Αυτός αναφέρει για τους δύσκολους καιρούς: ἐν ᾧ ὑμῶν οἱ μὲν ἐν τῷ ἄστει οἰκοῦντες διεμετροῦντο τὰ ἄλφιτα ἐν τῷ ᾠδείῳ, οἱ δ᾽ ἐν τῷ Πειραιεῖ ἐν τῷ νεωρίῳ διελάμβανον κατ᾽ ὀβολὸν τοὺς ἄρτους καὶ ἐπὶ τῆς μακρᾶς στοᾶς τὰ ἄλφιτα.
Σχετικά με τη γλωσσική χρήση της λέξης νεώριον βλ. Boeckh, Seeurk., σ. 65. Είναι δύσκολο να εννοείται μια μοναδική αποθήκη, «καθώς εκείνη την εποχή χρησιμοποιούνταν αρκετά μέρη για τη φύλαξη των σκευών», ενώ όποιο κτήριο είχε τέτοια λειτουργία ονομαζόταν σκευοθήκη. Ακόμη περισσότερο, η διατύπωση νεώριον είναι σπανιότερη από τη συνήθως χρησιμοποιούμενη νεώρια, και χαρακτηρίζει σχεδόν παντού (όπου δεν συμπαρατίθεται ένας τοπικός προσδιορισμός), «όλη την τοποθεσία όπου βρίσκονταν τα πλοία ενός κράτους» (πρβλ. Δημοσθ. 50, 36· 47, 20). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτή η διατύπωση μένει εντελώς απομονωμένη ή εντελώς γενική και αόριστη σε σχέση με τους υπόλοιπους προσδιορισμούς τοποθεσιών του χωρίου (μακρὰ στοὰ και ᾠδεῖον). Επιπλέον, δεν υφίσταται καμία πιθανότητα να μεταφέρθηκε το πλήθος στις ναυπηγικές και λιμενικές εγκαταστάσεις, καθόσον για αυτόν τον σκοπό ήταν διαθέσιμοι καταλληλότεροι και ειδικώς κατασκευασμένοι χώροι[54]. Ένας τέτοιος τομέας [50] ήταν το Εμπόριον, την ονομασία του οποίου (ἐμπορίῳ αντί νεωρίῳ) κλίνω να εισαγάγω στο παραπάνω χωρίο. Κατά συνέπεια, η μακρὰ στοά είναι κάτι διαφορετικό, και, εφόσον –πράγμα που, εξάλλου, είναι αναμφισβήτητο– αυτή ταυτίζεται με τη μεγίστη στοὰ του Θουκυδίδη VIII, 90 (περισσότερα παρακάτω, § 49), καταλάμβανε τη βόρεια πλευρά του κύκλου του λιμανιού κοντά στην Ηετιώνεια. Από την άλλη, το Εμπόριον θα μπορούσε να εκτείνεται μόνον στη μακρά ανατολική πλευρά του λιμανιού έως την περιοχή του σημερινού χρηματιστηρίου.
Επομένως η Μακρά Στοά ήταν η πέμπτη και απώτατη των στοών στις οποίες αναφέρεται ο σχολιαστής του Αριστοφάνη, εκ των οποίων στο Εμπόριον αναλογούσαν, κατ’ ανώτατο όριο, μόνον οι τέσσερις.
48. Μια από τις στοές (και, βεβαίως, όχι ένα ξεχωριστό κτήριο παραπλεύρως) ήταν το Δείγμα ή χώρος έκθεσης των εμπορευμάτων[55]. Βρισκόταν, μάλιστα, κοντά στη θάλασσα (πρβλ. Πολύαιν. VI, 22 προσπλεῦσαι τῷ δείγματι), πιθανώς στο μέσον πρβλ. τον τόπο εύρεσης μιας επιγραφής που κάποτε ήταν ανιδρυμένη στο Δείγμα, στην πλατεία Τερψιθέας βλ. παραπάνω § 37.
Σχετικά με τον προορισμό αυτού του κτηρίου (έκθεση εμπορικών δειγμάτων, χρηματιστηριακές εργασίες, ναυτοδάνεια, εμπορικά δικαστήρια) πρβλ. Leake, σ. 273, 3· Wachsm. I, σ. 325, και κυρίως Ulrichs II, σ. 199 κ.εξ. Οι υπόλοιπες στοές ήταν χώροι αγορών και αποθήκευσης. Για την εξακρίβωση της θέσης τους θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αρχαίοι μόλοι που σημάνθηκαν στο σχέδιο του Schaubert, οι οποίοι έχουν μεν πλέον υπερκαλυφθεί, ωστόσο, έχουν επηρεάσει τη σημερινή μορφή του λιμανιού. Αυτοί είτε αντιστοιχούσαν, όπως και σήμερα, στις εγκάρσιες οδούς είτε βρίσκονταν (όπως στη Δήλο, βλ. Ulrichs ΙΙ, σ. 207) πριν από το μέσον των στοών με σκοπό την εκφόρτωση των εμπορευμάτων (για αυτό και ἐξαιρέσεις). Ο Ξενοφώντας, Πόροι ΙΙΙ, 12, υπαινίσσεται ότι, όπως και άλλα κτήρια στο Εμπόριον, υπάγονταν στη μέριμνα του κράτους.
Μπροστά από τις στοές, κατά κύριο λόγο μπροστά από το Δείγμα, βρίσκονταν ανιδρυμένα (όπως και στη Ρόδο, Πολύβ. V, 88) αγάλματα και δημόσιες, σχετικές με τον εμπορικό κλάδο, επιγραφές. Εκτός του παραπάνω αναφερθέντος διατάγματος (του Αδριανού; βλ. Philol. 1870, 694 Παλιγγενεσία της 12ης Ιαν. 1868: στήσατε πρὸ τοῦ Δείγματος), παραπέμπω και στο ψήφισμα που αναφέρεται στους βασιλείς του Βοσπόρου Λεύκωνα και Σάτυρο (Δημοσθ., προς Λεπτ., 20, 36· ανίδρυση ενός αντιγράφου ἐμ Πειραιεῖ), όπως και στην πολύ ενδιαφέρουσα τιμητική στήλη –αποκαλύφθηκε σε ένα νοτιοανατολικό σπίτι της μικρής οδού, η οποία οδηγεί προς τα νότια και βρίσκεται πριν από τη μέση της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα– που φέρει ψήφισμα και ανάγλυφο όπου, κατά τη βασιλική συνήθεια, απεικονίζονται οι γιοι του Λεύκωνος καθιστοί δίπλα στον ιστάμενο δήμο (;)[56].
[Ομοίως εδώ, απέναντι από το αναφερθέν σπίτι, βρέθηκε το ακέφαλο άγαλμα μιας ενδεδυμένης γυναίκας, ύψους 1,5 μέτρου· λίγο νοτιότερα (στη γωνία της οδού Άρεως) ένα άγαλμα κοριτσιού όψιμης εποχής, κάπως μικρότερο του φυσικού. Στο ίδιο σπίτι ένα άγαλμα στηριζόμενου σε πεσσό Πανός (Kekule, Theseion, 48), του γνωστού τύπου. Επιπλέον, εδώ βρέθηκαν κατάλοιπα ενός υδαταγωγού, ο οποίος κατευθυνόταν προς τη θάλασσα].
V. Βόρεια πλευρά και Ηετιώνεια
49. Ότι η μακρὰ στοὰ (Παυσ. Ι, 1, 3) ταυτίζεται με την ἀλφιτοπώλιδα (στο Σχόλ. Αριστοφ., Αχ. 554 (547) ὅπου καὶ σίτος ἀπέκειτο τῆς πόλεως), είναι σύμφωνα με τον Δημοσθ. 43, 47, τουλάχιστον πολύ πιθανόν. Επιπλέον, ο Ulrichs (II, σ 177, σημ. 48) την ταύτισε, έχοντας αναμφισβήτητα δίκιο, με τη μεγίστη στοὰ του Θουκυδίδη VIII, 90, η οποία ήταν προσκολλημένη στην οχύρωση της Ηετιώνειας (εὐθὺς ἐχομένη ἐν τῷ Πειραιεῖ). Οι Τετρακόσιοι τη διαχώρισαν τότε (διῳκοδόμησαν, όχι μόνον ένα τμήμα της, όπως σποραδικώς αναφέρεται) και επέτρεψαν –προφανώς, αναγκαστικά και κατ’ εξαίρεσιν (διότι, σε διαφορετική περίπτωση, προοριζόταν αποκλειστικώς για τα ἄλφιτα)– να εκφορτώνονται και πωλούνται εδώ τα υπάρχοντα και εισαγόμενα δημητριακά. Η στοά οικοδομήθηκε από τον Περικλή, δηλαδή με κρατική πρωτοβουλία, και εφόσον εδώ αποθηκευόταν ο σίτος (με την ευρεία έννοια) τῆς πόλεως, μπορεί κανείς, επίσης, να υποθέσει ότι αυτή προοριζόταν (αποκλειστικώς;) για την κάλυψη των κρατικών αναγκών και αποθεμάτων[57]. Ομοίως, με κάποια επιφύλαξη, ο Böckh, Staatsh. I, 123, c. Και καθώς, όπως ο ίδιος αναφέρει περαιτέρω (ό.π., για τους σιτώνες και αποδέκτες), το κράτος αυτό καθαυτό προέβαινε σε μεγάλες αγορές και χρειαζόταν μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, θεωρώ ως πιθανότερη για κάτι τέτοιο τη «μεγίστη στοά». Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται και το γεγονός ότι αυτή (ως εξαιρούμενη από τον εμπορικό συναγωνισμό) βρισκόταν εκτός του Εμπορίου.
Στη βόρεια ακτή, πριν από τον χώρο που αποδώσαμε στη Μακρά Στοά, βρισκόταν εντός των υδάτων ο άλλος όρος, ο οποίος αναφέρει έναν δεύτερο χώρο αποβίβασης για τα πορθμεῖα (βλ. C. I. Att. I, 521 C. Curtius, Philol. 1869 (29), σ. 691 κ.εξ.· Wachsmuth I, σ. 323, 2)[58]. Εκεί, επίσης, ανασύρθηκαν από τον βυθό δύο κολοσσικά αγάλματα (Curtius ό.π. 696), τα οποία τώρα βρίσκονται στο μουσείο του Γυμνασίου του Πειραιά [51]. Το ένα από αυτά απεικονίζει έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα (τον Κλαύδιο;) με παρακείμενο αετό, το άλλο, μια ανδρική ενδεδυμένη μορφή με θήκη ειληταρίων, είναι ακέφαλο. Κοντά, στην υαλουργία του κυρίου Μελετόπουλου που βρίσκεται δυτικότερα, βρέθηκε και μια καλή κεφαλή Αυγούστου από πάριο μάρμαρο[59]. Είναι πολύ πιθανόν τα παραπάνω να αποτελούσαν μέρος της εξωτερικής κόσμησης της στοάς, καθώς παρόμοια έργα κοσμούσαν και το Εμπόριον.
Όταν ο Παυσανίας, I, 1, 3, αναφέρει περαιτέρω ότι: «ἔστι δὲ τῆς στοᾶς τῆς μακρᾶς, ἔνθα καθέστηκεν ἀγορὰ τοῖς ἐπὶ θαλάσσης (καὶ γὰρ τοῖς ἀπωτέρω τοῦ λιμένος ἐστὶν ἑτέρα», δηλ. η ιπποδάμεια), «τῆς δὲ ἐπὶ θαλάσσης στοᾶς ὄπισθεν ἑστᾶσι Ζεὺς καὶ Δῆμος, Λεωχάρους ἔργον», πιστεύω ότι ο όρος ἀγορά, εδώ, θα πρέπει να ερμηνευθεί κυριολεκτικώς ως μια ανοιχτή εμπορική αγορά και όχι ως οι «στοές πώλησης», καθώς στην πρώτη, με την αναφορά στην ιπποδάμεια αγορά, αντιπαρατίθεται ένας πραγματικά τετράγωνος χώρος. Δευτερευόντως, παραπέμπω εδώ εκ νέου στις σύγχρονες ανάγκες, οι οποίες στην προϋποτιθέμενη θέση του βόρειου όρμου δυτικά της Αγίας Τριάδας και δίπλα στα εμπορικά καταστήματα κατά μήκος της παραλίας, οδήγησαν –κατά κύριο λόγο, για την προμήθεια των απαραίτητων της καθημερινής ζωής, όπως το κρέας, το ψάρι, τα λαχανικά κλπ.– επίσης στη δημιουργία μιας «αγοράς» (βλ. τον χάρτη). Και αυτή η αγορά δεν ανήκει πια στο Εμπόριον. Ο Δίας και ο Δήμος, πιθανώς, ήταν ανιδρυμένοι δυτικότερα της στοάς (ὄπισθεν), στην άκρη της ξηράς από την οποία το ανάχωμα και το τείχος οδηγούσαν στη χερσόνησο της Ηετιώνειας.
50. Σε αυτό το σημείο ανακύπτει το ερώτημα του τείχους –στο οποίο, έως τώρα, δεν είχαμε στρέψει την προσοχή μας– και της εγγενούς σχέσης του με την υπόλοιπη τοπογραφία της πόλης. Για αυτόν τον λόγο, αναστείλαμε έως αυτή τη στιγμή και την γνώμη μας σχετικά με την πολύ πρόσφατη τοποθέτηση της Μακράς Στοάς από τον Hirschfeld (σ. 6 κ.εξ., ο οποίος τη μετατόπισε στον απώτερο, παραπάνω περιγραφέντα όρμο του λιμανιού, που κατ’ αυτόν είναι ο κωφὸς λιμήν· επί τη βάσει αυτού, στοιχειοθετεί μια εκ των σημαντικότερων νέων προτάσεων ανασύστασης της πόλης). Ήδη οι έρευνες του v. Alten (στο Kaupert, Abh. d. berl. Akad. 1879, σ. 625 και παραπάνω σ. 16 κ.εξ.) απέδειξαν ότι δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος από τις θεμελιώσεις κάποιου κτηρίου που περιέτρεχε τον ρηχό όρμο (βλ. σχετικά παραπάνω § 5, 7, 29). Βεβαίως, «οι ακατέργαστοι λίθοι που βρίσκονται στην ακτή χωρίς θεμελίωση» είναι θραύσματα του τείχους που δεν κατέληξαν τυχαία εδώ, αλλά εν μέρει αποτελούν ακόμη άθικτα κατάλοιπα ενός χαμηλού αρχαίου περιβόλου, ο οποίος προστάτευε τις παρυφές της ακτής από την υπερχείλιση των υδάτων (το μέγεθος των λίθων είναι, κατά μέσο όρο, 0,50 x 0,40 x 0,30). Ωστόσο, για κάποιον που είναι εξοικειωμένος με τις αρχαίες συνήθειες, κρίσιμη για την απόρριψη της ένταξης αυτής της θέσης στο εσωτερικό της πόλης είναι η εύρεση αρκετών, σε βάθος χωσμένων, μαρμάρινων σαρκοφάγων με τα καλύμματά τους πολύ κοντά στις παρυφές της ακτής (κοντά στον σιδηρόδρομο), στο χαμηλότερο σημείο όπου και σχεδόν εισέρχονται τα θαλάσσια ύδατα (βλ. τον χάρτη). Σχετικά με το περιεχόμενό τους, ο γράφων μπόρεσε αμέσως μετά την ανεύρεσή τους (το καλοκαίρι του 1879) να πληροφορηθεί ότι τα λείψανα των ταφέντων βρέθηκαν στο εσωτερικό τους (βλ. παραπάνω § 7).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ούτε κάποιο δημόσιο κτήριο, αλλά ούτε το τείχος της πόλης θα μπορούσαν να περιβάλλουν εκείνον τον βόρειο όρμο (τον οποίο, πιο πάνω, συσχετίσαμε με τον αναφερόμενο από τον Ξενοφώντα ως ὁ ἐν ταῖς Ἁλαῖς πηλός). Επιπλέον, περαιτέρω τάφοι (βλ. τον χάρτη) βρίσκονται πολύ κοντά στο βόρειο τείχος της Ηετιώνειας, κάτι που καθιστά ανεπίτρεπτη την τοποθέτηση της γραμμής του τείχους στα σημεία που προτείνει ο Hirschfeld. Η τελευταία μπορούσε να περάσει στην απέναντι πλευρά προς την Ηετιώνεια μόνον από τη δυτική άκρη, κοντά στην «Πλατεία Απόλλωνα», διαμέσου ενός ευρέος και ταυτοχρόνως προσπελάσιμου αναχώματος[60]. Κλίνω στην εκτίμηση ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε στο τελευταίο το διάζευγμα (οι συνήθεις μόλοι ονομάζονταν χώματα), από το οποίο και ο Ἀλαζὼν του Θεοφράστου (Χαρακτ. 23) δείχνει στον ξένο τους θησαυρούς του στη θάλασσα: (οἷος ἐν τῷ διαζεύγματι ἑστηκὼς διηγεῖσθαι ξένοις, ὡς πολλὰ χρήματα αὐτῷ ἐστιν ἐν τῇ θαλάσσῃ). Από εδώ είχε κάποιος την καλύτερη εποπτεία της εισόδου του λιμανιού, καθώς και της μεγάλης σειράς των φορτωμένων εμπορικών πλοίων.
Επομένως, το τείχος, ερχόμενο από τα βόρεια, άγγιζε την, παραλλήλως προς τη θάλασσα, ανεγερθείσα Μακρά Στοά· πιθανώς, ακουμπούσε κατευθείαν σε αυτήν με την οπίσθια πλευρά του, και μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αντιληφθεί κανείς πώς αυτό το κτήριο, κατά τον Θουκυδίδη ό.π. (μέσω ενός βραχέος εγκάρσιου τείχους με βόρεια-νότια κατεύθυνση προς τη θάλασσα), χωριζόταν από την υπόλοιπη πόλη του Πειραιά (βλ. χάρτη ΙΙa).
51. Η ονομασία εκείνης της χερσονήσου που οριοθετεί δυτικά το πειραϊκό λιμάνι, της Ηετιώνειας, βεβαιώνεται μέσω της σαφούς περιγραφής του Θουκυδίδη VIII, 90[61]· πρβλ. Αρποκρ. ἡ ἑτέρα τοῦ Πειραιῶς ἄκρα. Σχετικά με την προέλευση της λέξης, η οποία μπορεί να προέρχεται από το όνομα κάποιου ιδιοκτήτη, βλ. τις υποθέσεις του Curtius, de port. Ath., σ. 23. Αυτή η βραχώδης γλώσσα γης, αρχικώς, έπρεπε να συμπεριληφθεί στην οχύρωση αποκλειστικώς και μόνον εξαιτίας της φραγής του λιμανιού, μάλιστα αυτό συνέβη σύμφωνα με τα δεδομένα της μορφολογίας του εδάφους και επί της ευθύτερης οδού μέσω της σύνδεσης των δύο διπλών πύργων που δέσποζαν στο ύψωμα με τον μεγάλο κυκλικό πύργο του νότιου άκρου (σχετικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες των καλοδιατηρημένων [52] καταλοίπων βλ. Hirschf., σ. 35, σημ. 24, και τα σχέδια του v. Alten για τον χάρτη, παραπάνω σ. 19 κ.εξ.). Χάριν των τοπογραφικών συνεπειών, δεν μπορώ εδώ να παρακάμψω μια ακροθιγή αναφορά και από τη δική μου πλευρά σε κάποια σημεία που αφορούν τη θουκυδίδεια αφήγηση (VIII, 90 κ.εξ.) σχετικά με την οχύρωση των Τετρακοσίων.
Ο Hirschfeld (σ. 5 κ.εξ.) θεώρησε ότι οι κυκλικοί διπλοί πύργοι επάνω στο ύψωμα μαζί με τα δύο σκέλη των τειχών που κατηφορίζουν προς τα ανατολικά και νότια αποτελούν το εν λόγω οχυρωματικό έργο, υπό την προϋπόθεση ότι τότε το παλαιό τείχος (τὸ πρὸς ἤπειρον τεῖχος) περιέτρεχε τον όρμο της Κρομμυδαροῦ [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] και, περνώντας από την υψηλή δυτική κορυφογραμμή του λόφου, περιέβαλλε στη συνέχεια την ελώδη βόρεια γωνία του πειραϊκού λιμανιού. Αυτή η υπόθεση, την οποία απορρίψαμε ήδη παραπάνω για γενικότερους λόγους, αναιρείται και μέσω της ειδικής περίπτωσής μας. Κατά τον Θουκυδίδη (VIII, 92), οι ολιγαρχικοί ανήγειραν: πυλίδες καὶ ἐσόδους καὶ ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων. Η ύπαρξη πυλίδων μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνον στη βραχεία γραμμή του βορειοδυτικού τείχους που οριοθετεί την Ηετιώνεια προς τα βόρεια. Αλλά αυτές θα ήταν άχρηστες για τους Τετρακοσίους, καθώς προς αυτήν την πλευρά θα περικλείονταν μέσω του ευρέος τόξου του παλαιού τείχους (το οποίο ο Hirschfeld θέτει ως προϋπόθεση). Αντιθέτως, απουσιάζουν εκεί όπου πρέπει να θεωρηθούν ως απαραίτητες – στην πλευρά της θάλασσας: ἵνα τοὺς πολεμίους καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ δέξωνται, όπως συνεχίζει ο Θουκυδίδης. Επιπλέον δε, οι Τετρακόσιοι, υπό αυτήν την προϋπόθεση, θα παρέμεναν –καθώς δεν διέθεταν πλοία– εντελώς ακάλυπτοι προς την πλευρά της θάλασσας (δηλ. του πειραϊκού λιμανιού)· πρβλ. επίσης Wachsmuth I, σ. 313. Τέλος, το νέο τείχος τους θα έπρεπε να ενώνεται με το παλαιό στον ίδιο (μεγάλο νότιο) κυκλικό πύργο: ἐπ’ αὐ τὸν γὰρ – τὸν ἕτερον πύργον ἐτελεύτα τὸ τε παλαιὸν τὸ πρὸς ἥπειρον καὶ τὸ ἐντὸς τὸ καινὸν τεῖχος. Και εδώ, αναιρείται εκ νέου η τοποθέτηση που προτείνει ο Hirschfeld, σύμφωνα με την οποία τα τείχη συναντώντο ήδη στη βορειοανατολική γωνία του όρμου της Κρομμυδαροῦ.
Επομένως, αναζητώ την οχύρωση των Τετρακοσίων κατά μήκος του τμήματος της εσωτερικής ακτής της Ηετιώνειας, από τον βόρειο έως τον νότιο κυκλικό πύργο του πειραϊκού λιμανιού. Ως γνωστό, αυτή κατεδαφίστηκε εκ νέου (Θουκ. VIII, 92· Δημοσθ., 58, 67) και είχε, ούτως ή άλλως, οικοδομηθεί βιαστικά, με αποτέλεσμα η αναζήτηση ιχνών λείανσης στις επιφάνειες του βράχου, όπου έβαινε, όπως εκείνα που έχουμε συνηθίσει να παρατηρούμε στο παράλιο τείχος, να είναι μάταιη.– Επιπλέον, θεωρώ ότι το αρχικό οχυρωματικό έργο συνίσταται στα τείχη που κινούνται παραθαλάσσια, από τους διπλούς πύργους προς τα ανατολικά και τα νότια. Η σχετική αδυναμία του βόρειου τείχους, το οποίο, κατά τα φαινόμενα, πρέπει συχνά να μετασκευάσθηκε, ερμηνεύεται μέσω της προστασίας που προσέφεραν οι τεράστιοι πύργοι, το προκείμενο ελώδες έδαφος και ένα όρυγμα που προφανώς είχε λαξευθεί στον βράχο κατά την ανέγερση των πρώτων εγκαταστάσεων.
Αντιθέτως, εντυπωσιακά διαφορετικό χαρακτήρα έχει η πολυγωνική κατασκευή του τείχους που, προς τα δυτικά του όρμου της Κρομμυδαρούς, περνά τη βραχώδη κορυφογραμμή (βλ. το σχέδιο 17 του Αlten), το οποίο ο Hirschfeld ερμηνεύει ως το αρχαιότερο τείχος (τὸ παλαιὸν πρὸς ἥπειρον τεῖχος). Θα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιη τη σύνδεση της κατασκευής αυτής με την κυρία πύλη που είχε διπλούς πύργους, ωστόσο αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν να παρακολουθηθεί εξαιτίας των παλαιών και νεότερων λατομικών εργασιών. Επιπλέον, δεν ενσωματωνόταν εδώ με οργανικό τρόπο, αλλά ανήκε (όπως και το πολυγωνικό τείχος στο Δίπυλον, και αλλού) σε νεότερη εποχή[62], μάλλον σε εκείνες τις πολυάριθμες οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο τείχος κατά τον 4ο και 3ο αιώνα (βλ. την ιστορική ενότητα), όταν, για οποιοδήποτε λόγο –ενδεχομένως εξαιτίας της αυξανόμενης κατοίκησης της κοιλάδας και της, σε κάποιο βαθμό, δεσπόζουσας θέσης του απέναντι υψώματος– δόθηκε η αφορμή να συμπεριληφθεί ο δυτικός όρμος στο οχυρωματικό σύστημα.
52. Τέλος, η ύπαρξη ιερών εντός της κοιλότητας της κοιλάδας του «κωφού λιμένος» [κωφὸς λιμήν] –όπως παραπάνω κατονόμασα το λιμάνι (§ 29)[63] – δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός περιβάλλοντος οχυρωματικού δακτυλίου, ακόμη περισσότερο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε μόνον με ιερά τεμένη [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], η θέση πολλών από τα οποία εκτός των τειχών της πόλης μπορεί να τεκμηριωθεί.
Συγκεκριμένα, το 1866 βρέθηκαν εδώ πέντε μαρμάρινοι βωμοί επί θεμελίων από πειραϊκό λίθο και, σε κάποια απόσταση, παρόμοιες θεμελιώσεις, επιπροσθέτως δε βάσεις και στήλες που εν μέρει φέρουν επιγραφές, όπως και μια «ωραία μαρμάρινη εικονιστική (;) κεφαλή γενειοφόρου» (περιγραφές στα Pervanoglu, Archäol. Anz. 1866, σ. 291 κ.εξ. Hirschfeld, Arch. Zeitg. 1873, σ. 20 κ.εξ.). Σήμερα, εκτός από ένα κατώφλι θύρας, ενός αριθμού λιθοπλίνθων που χρησιμοποιήθηκαν στην πλαισίωση μιας δεξαμενής και (ανατολικά) μιας κυρτής διπλής σειράς ακανόνιστα συναρμοσμένων λίθων (μήκος: 30 βημάτων, απόσταση: 0,60 με 0,75· αγωγός;), τα σημαντικότερα ακόμη επιτόπου ευρισκόμενα κατάλοιπα είναι: Δύο μαρμάρινοι βωμοί (εν μέρει με έλικες) και με άνω και κάτω αποφυγή, εκ των οποίων ο ένας φέρει την σχετική με τον σύνδεσμο του Βαάλ φοινικική επιγραφή (βλ. Hirschfeld ό.π. σ. 21), καθώς και δύο βάσεις με την ανάθεση κάποιου Αβδηρίτη Πύθωνος στον Ερμή (ως θεού των ταξιδίων), και ανάθεση προς έναν Σωτήρα (ωστόσο, δεν πρόκειται ούτε για τον Δία ούτε για τον Απόλλωνα).
[53] Φαίνεται ότι έχουμε πράγματι να κάνουμε, όπως πιστεύει ο Hirschfeld (Peiraieusstadt, σ. 5), «με έναν δογματικώς ελεύθερο λατρευτικό χώρο» (πρβλ. επίσης Foucart, les associat. relig., σ. 103 κ.εξ.), ενώ οι ξένοι αναθέτες επιτρέπουν, μάλλον, το συμπέρασμα ότι από το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνα σε αυτήν την περιοχή κατοικούσαν κυρίως ξένοι.
Η κοιλάδα, αυτή καθαυτή, και η βραχώδης Ηετιώνεια φέρουν κάποια ίχνη παρελθούσας κατοίκησης που αποδεικνύεται μέσω των δεξαμενών, των λειάνσεων του βράχου και των καταλοίπων των θεμελιώσεων.
Μου φαίνεται ακόμη πολύ αβέβαιη μια Ἀθηνᾶ Ἠε[τιώνη], όπως συμπληρώνει ο Gelzer μια επιγραφή που είχε αναγραφεί σε κάθισμα θεάτρου (C. I. Att. III, 341).
53. Στο νότιο άκρο της Ηετιώνειας φθάνουμε στις εντυπωσιακές διαμορφώσεις που συγκροτούσαν την είσοδο του κύριου λιμανιού. Αυτές ήταν διπλής φύσεως, καθώς συμπεριελάμβαναν: Αφενός, την περάτωση της οχύρωσης μέσω δύο κυκλικών πύργων που εδράζονται στις εγγύτερα ευρισκόμενες απολήξεις της ξηράς, ενώ συνδέονταν και με μικρότερους τετράπλευρους πύργους, ο νοτιότερος από τους οποίους εκτείνεται αρκετά εντός της θάλασσας. Αφετέρου, τον εσωτερικό διπλό μόλο που προστάτευε από την ισχύ των κυμάτων και τις αποθέσεις άμμου, η πορεία του οποίου, όπως απεικονίζεται στον χάρτη, φαίνεται βέβαιη μέσω των δύο κωνικών απολήξεων που ήταν γνωστές στους παλαιότερους περιηγητές και, περαιτέρω, μέσω της θαλάσσιας μέτρησης του Graves. Η τοποθέτηση αυτών των κεραιόσχημων προεκτάσεων σε λοξή αναμεταξύ τους θέση εδράζεται στην ίδια αρχή, σύμφωνα με την οποία οι αρχαίες οχυρωματικές πύλες εισόδου έπρεπε, διαμέσου αναγκαστικών συστροφών, να καταστήσουν όσο το δυνατόν πιο δυσχερή τη διείσδυση του εχθρού. Βλ. παραπάνω σ. 11 κ.εξ.
Το γεγονός ότι τα αναχώματα των λιμανιών έφεραν την ονομασία χώματα [χῶμα ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], δεν έχει καμία ανάγκη περαιτέρω τεκμηρίωσης. Μολαταύτα, στον Πειραιά έχουμε να κάνουμε με μια συγκεκριμένη τοποθεσία, η οποία ονομάζεται, υπό τη στενή έννοια, χῶμα (κατά κύριο λόγο, χωρίς άρθρο· πρβλ. επίσης Bekker, anecd., 316, 15 χῶμα, ὄνομα τόπου ἐν Πειραιεῖ). Εκεί οι τριήραρχοι έπρεπε, μετά από διαταγή, να συγκεντρώσουν τα πλοία τους, και οι τρεις πρώτοι που έφθαναν συντομότερα στεφανώνονταν (Boeckh, Seeurk., σ. 171). Η συνήθης έκφραση ήταν: παρακομίζειν ἐπὶ τὸ χῶμα (Δημοσθ., 50, 6)· ἐπὶ χῶμα τὴν ναῦν περιορμίζειν (Δημοσθ., 51, 4). Στη ναυτική επιγραφή αρ. XIV, b 15 κ.εξ., αναφέρεται περαιτέρω: τοὺς δὲ πρυτάνεις ποιεῖν βουλῆς ἕδραν ἐπὶ χώματι περὶ τοῦ ἀποστόλου συνεχῶς. Είναι σαφές ότι ένας μόλος δεν αποτελούσε ούτε μέρος συγκέντρωσης των πλοίων ούτε επαρκούσε για τις συνεδρίες πεντακοσίων βουλευτών. Επομένως, ο όρος ἐπὶ χώματι πρέπει να συμπεριλαμβάνει μια εκτενέστερη γειτνιάζουσα τοποθεσία. Πιστεύω ότι από ένα χωρίο του Ξενοφώντα (Ελλ. ΙΙ, 3, 46) αποκομίζουμε την επιβεβαίωση αυτού και τη λεπτομερέστερη ερμηνεία του. Στην υπερασπιστική ομιλία του ο Θηραμένης αναφέρει για τους Τετρακοσίους: οἱ δὲ ἀμφὶ Ἀριστοτέλην καὶ Μελάνθιον καὶ Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντες φανεροὶ ἐγένοντο ἐπὶ τῷ χώματι ἔρυμα τειχίζοντες, ἐς ὃ ἐβούλοντο τοὺς πολεμίους δεξάμενοι ὑφ᾽ αὑτοῖς καὶ τοῖς ἑταίροις τὴν πόλιν ποιήσασθαι. Από τα συμφραζόμενα είναι πρόδηλο ότι εδώ υπονοείται η περιγραφείσα στον Θουκ.VIII, 90 κ.εξ., ανέγερση του τείχους της Ηετιώνειας. Η ανατολική, αρκετά ρηχή, παράλια λωρίδα της χερσονήσου δεν καταλαμβάνονταν ούτε από τα εμπορικά πλοία (βλ. σημ. 58) ούτε από άλλα κτήρια (με την πιθανή εξαίρεση των ναυπηγείων στο βόρειο ομαλότερο τμήμα, όπως συμβαίνει και σήμερα). Εκεί μόνον μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμη ένα επικλινές επίπεδο, μικρά κατάλοιπα λίθινων αναχωμάτων, κατασκευές για την πρόσδεση των πλοίων (λόγου χάρη, έναν στρογγυλό όγκο λαξευμένο στον βράχο, αλλά συμφυή με αυτόν). Δεν έχω, επομένως, την οποιαδήποτε αμφιβολία ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τον χώρο όπου διαδραματίζονται οι αναφερθείσες σκηνές προπαρασκευών στον βόρειο πειραϊκό μόλο, και από εκεί λίγο ακόμη κατά μήκος της ακτής. Ο όρος περιορμίζειν (βλ. παραπάνω) φαίνεται, επίσης, ότι είναι ο απολύτως κατάλληλος τόσο για τα πλοία, τα οποία από τον Κάνθαρο στάθμευαν στην άλλη πλευρά, όσο και, ιδιαιτέρως, για τα πιο απομακρυσμένα των λιμανιών της Μουνιχίας και της Ζέας (ακριβώς το ίδιο αναφέρεται συχνά και για την αντίστροφη διαδρομή που έκαναν οι έφηβοι: περιέπλευσαν).
VΙ. Ακτή
54. Διασχίζοντας την πλάτους 50 μέτρων είσοδο του λιμανιού προς τη νότια πειραϊκή χερσόνησο που βρίσκεται απέναντι, φθάνουμε σε έναν μεγάλο κυκλικό πύργο[64] σε ένα ισχυρό σημείο που προεκτείνεται προς τα βορειοδυτικά (την ἑτέρα τοῦ Πειραιῶς ἄκρα), στο οποίο, ακολουθώντας τον Πλούτ., Θεμιστ., 32, αποδίδεται ομόφωνα η ονομασία «Άλκιμος». Κατά μια υπόθεση του Ulrich (ΙΙ, σ. 176, σημ. 45) ο Άλκιμος θα πρέπει να συσχετισθεί με τον μεγάλο μαρμάρινο λέοντα, ο οποίος, όπως υποθέτει με τη σειρά του ο Curtius (de port. Ath., σ. 33), ήταν ανιδρυμένος επί της «τετράγωνης βάσης στη θάλασσα» (πρβλ. Pittakis, Athènes, σ. 2). Ωστόσο, καθώς η τελευταία αποτελεί απλώς κατάλοιπο ενός πύργου και ο λέων πολύ δύσκολα θα είχε αντέξει τις καταιγίδες κατά τη διάρκεια των αιώνων σε μια τόσο εκτεθειμένη θέση, και [54] αυτή η παραδοχή δεν είναι δυνατόν να ευσταθεί, ακόμη και αν επιμένω ότι ο αρχικός τόπος ανίδρυσης του λέοντα βρίσκεται σε αυτήν την περιοχή. Πάντως, είναι δύσκολο να καθορίσει κανείς την αρχική λειτουργία του. Κατά τους Spon και Wheeler (πρβλ. του δεύτερου, Voyage II, 209 της γαλλικής μτφρ.: «il a la tête percée d’un trou qui répond à la gueule) θα πρέπει να τον φαντασθεί κανείς ως ένα είδος υδρορρόης, όμως ο τρόπος που ανακάθεται και ο συνολικός μνημειώδης χαρακτήρας τού έργου αντιτίθενται σε αυτήν την υπόθεση. Το στόμα του έχει μεν σήμερα συντηρηθεί, όμως και αρχικώς θα πρέπει μόλις να άνοιγε. Το πιθανότερο είναι να φαντασθεί κάποιος τον λέοντα ως επίστεψη ενός ταφικού μνημείου, το οποίο αποδιδόταν στον Θεμιστοκλή και πρέπει να βρισκόταν στην παραλία εκτός των τειχών (ακόμη και σήμερα απαντά κανείς εκεί τάφους Ελλήνων και ξένων ναυτικών, ωστόσο εντός του οχυρωματικού δακτυλίου)[65].
Βεβαίως, εμείς σήμερα σε όλη την έκταση της Ακτής μπορούμε να αναγνωρίσουμε με ασφάλεια ως αρχαίο χώρο ταφής μόνον μια θέση, και μάλιστα αυτήν που βρίσκεται δίπλα στον σύγχρονο φάρο, την οποία η παράδοση (δεν γνωρίζουμε από πότε) τη χαρακτηρίζει ως «Τάφο του Θεμιστοκλή»[66]. Πάντως, οι νέοι τοπογράφοι εκφράζονται στο σύνολό τους απορριπτικά απέναντι σε αυτήν την ονομασία, καθώς τόσο η περιγραφή της περιοχής όσο και του ίδιου του μνημείου, όπως παραδίδεται από τον Πλούτ., Θεμιστ., 32, φαίνεται ότι δεν συνηγορούν σε αυτό.
55. Σε κάθε περίπτωση, είναι εύκολη η εξαρχής απόρριψη ενός βασικού σκεπτικού. Περιέργως, σχεδόν το σύνολο των αναφορών νεότερων επισκεπτών εστιάζεται μόνον σε μερικές κοιλότητες που έχουν λαξευτεί στον βράχο, οι οποίες σήμερα έχουν κατακλυστεί από τα κύματα, ενώ, στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με σαφώς αναγνωριζόμενα ίχνη μιας μεγάλης και ενιαίας ταφικής εγκατάστασης[67]. Συγκεκριμένα, όπως δείχνει και το σκαρίφημα, παρατηρούμε έναν διευθετημένο σε τετραγωνική κάτοψη χώρο με μήκος πλευράς 5,80 μέτρα, οι περιτρέχουσες παρυφές του οποίου σχηματίζουν έναν λειασμένο, στον βράχο, περίδρομο πλάτους 0,80 μέτρων. Ο τελευταίος, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και σε πολλές θέσεις της περιτείχισης της πόλης, προοριζόταν ως επιφάνεια έδρασης των τοίχων μιας υποδομής, οι οποίοι έπρεπε να κατασκευασθούν με πολύ μεγαλύτερη επιμέλεια από ό,τι το εσωτερικό γέμισμα. Εδώ, στον ενδιάμεσο χώρο, ο βράχος σε μερικά σημεία διαμορφώθηκε επιτόπου με τη μορφή λιθοπλίνθων. Σε αυτόν τον περίβολο αναλογούν δύο μικροί τάφοι στον βράχο και ένας μεγαλύτερος[68], οι πρώτοι εκ των οποίων διέθεταν χώρο μόνον για την τοποθέτηση της τέφρας. Ο μεγάλος τάφος στον βράχο, ο οποίος βρίσκεται προς τα ανατολικά, αμέσως έξω από την κρηπίδα, πρέπει να προστέθηκε μεταγενέστερα και να συνδέθηκε τότε με την υπόλοιπη υποδομή[69]. Συνεπώς, η εγγύτητα της θάλασσας δεν ξενίζει πια διόλου, καθώς εκείνη η ανωδομή του οικοδομήματος προσέφερε προστασία από τα κύματα. Είναι πιθανόν στις μεταγενέστερες λαϊκές δοξασίες αυτό το μεγαλοπρεπές μνημείο, μια κρηπὶς εὐμεγέθης, η οποία θα έφερε και το κυκλικό επίθημα (τὸ περὶ αὐτὴν βωμοειδὲς τάφος), σωστά να συνδέθηκε με το όνομα του Θεμιστοκλή.
Τέλος, θα πρέπει να ασχοληθούμε και με την ακόλουθη, όχι ιδιαιτέρως σαφή ή από τον Πλούταρχο (Θεμιστ., 32) με κακό τρόπο μεταφερόμενη τοπική αφήγηση του περιηγητή Διοδώρου: «περὶ τὸν μέγαν λιμένα τοῦ Πειραιῶς ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸν Ἄλκιμον ἀκρωτηρίου πρόκειταί τις οἷον ἀγκὼν καὶ κάμψαντι τοῦτον ἐντός, ᾗ τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάττης, κρηπὶς ἐστιν» κλπ. Ξεκινώντας από το ακρωτήριο στον Άλκιμο, το οποίο θα πρέπει, τουλάχιστον, να φανταστούμε πολύ κοντά στη φραγή του λιμανιού, υπάρχει (προφανώς σε δευτερεύουσα θέση και καθώς κάποιος απομακρυνόταν από την πόλη) μια αμβλεία προεξοχή (που μοιάζει με αγκώνα, όπως και το ακρωτήριο Κωλιάς), παρακάμπτοντας την οποία φθάνουμε σε «πιο γαλήνια νερά της θάλασσας» (στην ευρέως εκτεινόμενη επιφάνεια ή σε έναν ήσυχο όρμο;). Αμέσως μετά την καμπή (κάμψαντι), αλλά όχι στο εσωτερικό του όρμου –κάτι που θα αντέβαινε στις συνήθειες των Αρχαίων (και, επιπλέον, κάτι που αναιρείται διαμέσου των στίχων του κωμικού ποιητή Πλάτωνα, οι οποίοι υμνούν τη μεγάλη θέα)–, βλέπει κανείς τον υποτιθέμενο τάφο του Θεμιστοκλή. Δεν γνωρίζω καμία άλλη θέση στην παράλια διαδρομή, η οποία θα μπορούσε να ανταποκριθεί καλύτερα σε όλες αυτές τις προϋποθέσεις, εκτός από τη δική μας (εκεί υπάρχει και ένας μικρός όρμος). Αυτή μεταδίδει ιδίως και την ατμόσφαιρα που αναδίδουν οι στίχοι του προαναφερθέντος ποιητή:
ὁ σὸς δὲ τύμβος ἐν καλῷ κεχωσμένος
τοῖς ἐμπόροις πρόσρησις ἔσται πανταχοῦ,
τοὺς τ᾽ ἐκπλέοντας τ’ εἰσπλέοντάς τ᾽ ὄψεται,
χ῾ὠπόταν ἅμιλλα τῶν νεῶν θεάσεται.
Πρόκειται για το πρώτο στένεμα του λιμανιού, μια προκεχωρημένη θέση και σημείο καμπής για όλα τα πλοία που εισέπλεαν από τα νότια και τα ανατολικά[70].
[55] 56. Η εξαιρετική σημασία αυτού του σημείου επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη ενός άλλου μνημείου, τα ερείπια του οποίου κείτονται μόνον μερικά βήματα προς τα βόρεια του επιτύμβιου μνημείου. Πρόκειται για επτά έως οκτώ πολύ φθαρμένους σπονδύλους κιόνων από πειραϊκό ασβεστόλιθο (διάμετρος: 1,55-1,65· ύψος: 0,89-1,29), καθώς και έναν ογκόλιθο (1,65 Χ 1,30) που φαίνεται ότι έφερε διαμόρφωση τύπου «carnies» και πιθανώς ανήκε σε μια (κυκλική;) υποδομή πρβλ. Hirschf., σημ. 50· Dodw. II, σ. 259, 60, στον οποίο οφείλουμε μια σημείωση σχετικά με ένα, τότε ακόμη υφιστάμενο, τμήμα ελίκων ενός ιωνικού κιονοκράνου. Η επιφάνεια όπου εδραζόταν η βάση αυτού του μνημείου φαίνεται ότι βρισκόταν σε μια υψηλότερη, τώρα επιχωσμένη θέση. Όπως πρώτος παρατήρησε ορθώς ο Hirschfeld ό.π., το μνημείο συναντά το ακριβές ανάλογό του στα κατάλοιπα μιας κυκλικής βάσης από ασβεστόλιθο με επιμελημένη αρμολόγηση (διάμετρος: περίπου 5,50 μέτρα) που βρίσκονται προς τα βόρεια, στην απέναντι ακτή, δίπλα στην οποία βρίσκονται ακόμη τρεις ή τέσσερις παρόμοιοι μικρότεροι σπόνδυλοι κιόνων (διάμετρος: 1,00 ύψος: 0,40-1,00), καθώς και δύο κομμάτια του κυλινδρικού επιθήματος (ύψος: 0,73), το άνω κυμάτιο του οποίου (που, φυσικά, κάποτε, όπως και οι κίονες, διαρθρωνόταν ευκρινέστερα διαμέσου του επιχρίσματος που έφερε) εμφανίζει μια σαφή γλυφή, λέσβιο κυμάτιο και αστράγαλο (πρβλ. το παρακείμενο σκαρίφημα).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποκτούμε σε μεταξύ τους αντιστοιχούσες θέσεις και ακριβώς στην αρχή αυτής καθαυτήν της εξωτερικής εισόδου του λιμανιού δύο ψηλούς ιωνικούς κίονες, ο καθένας από τους οποίους ορθώνεται με τον ίδιο τρόπο πάνω σε κυματιοφόρο βάση. Εάν ακόμη και οι ανάγκες της σύγχρονης λιμενικής εγκατάστασης επιβάλλουν ακριβώς σε αυτό το σημείο (τουλάχιστον, στη νότια πλευρά) την τοποθέτηση ενός φάρου (στο βόρειο μνημείο αντιστοιχεί τώρα ένας φάρος στο άκρο της Ψυττάλειας), μου φαίνεται ότι ο Hirschfeld έχει απολύτως δίκιο όταν, ομοίως, χαρακτηρίζει τα περιγραφέντα κατάλοιπα ως αρχαίους φάρους. Οι εγκαταστάσεις φωτισμού, μάλλον δοχεία με πίσσα, πιθανώς θα υποβοηθούνταν περαιτέρω από μηχανισμούς αερισμού. Η κατασκευή της υποδομής και η μορφή των κυματίων παραπέμπουν στην καλή εποχή· ενδεχομένως, και αυτές οι εγκαταστάσεις να ανήκουν στον οργανωτικό εξοπλισμό του 5ου αιώνα.
57. Ως προς την ασφαλή ταύτιση της «αναπτυσσόμενης σε μορφή φύλλου» νότιας πειραϊκής χερσονήσου με την Ἀκτή από τον Curtius πρβλ. το κείμενο για τους «Sieben Karten», σ. 61 (επίσης Wachsm. I, σ. 317 Hirschf., σημ. 10). Στο μέσον της, καθώς και κατά μήκος των δυτικών παρυφών, βρίσκονται αρκετά αρχαία λατομεία, το υλικό των οποίων, ο ἀκτίτης λίθος, χρησιμοποιείτο εν μέρει για την κατασκευή του περιμετρικού τείχους αυτής της περιοχής, εν μέρει για άλλους οικοδομικούς σκοπούς [πρβλ. Εφημ. Αρχ. 1872, 421, στίχος 14: τεμεῖν καὶ κομίσαι ἐξ Ἀκτῆς]. Κατά την Αρχαιότητα, ο λίθος εξορυσσόταν ήδη με τη μορφή ογκολίθων που αντιστοιχούσαν στις επιθυμητές διαστάσεις, τους οποίους αρχικώς έκοβαν περιμετρικά και κατόπιν, με τη βοήθεια σφηνών, τους αφαιρούσαν από την κατώτερη οριζόντια θέση τους. Εξ αυτού προκύπτουν σήμερα τα κάθετα λαξευμένα τοιχώματα του βράχου, οι τομές ανά τακτά διαστήματα και οι γωνίες, καθώς και αρκετοί κυβικοί βράχοι που βρίσκονται ακόμη επιτόπου στα λατομεία. Οι εργασίες αυτές συχνά, δύσκολα διακρίνονται από τις πραγματικές οικιστικές εργασίες ή από τις εγκαταστάσεις ιερών. Όχι σπάνια, κατοικίες και ιερά (ακόμη και τάφοι) φώλιαζαν παραπλεύρως, όπως στη θέση που σημαίνεται ως «υπόγεια δωμάτια και αναθηματικές κόγχες» (βλ. τον χάρτη). Πρόκειται για τρεις λαξευμένους στον βράχο χώρους, ο καθένας με ιδιαίτερη είσοδο, ενώ παραπάνω, στο τοίχωμα του βράχου, διακρίνονται οπές για δοκούς και κυματοειδείς βαθύνσεις (για την τοποθέτηση κεράμων).
58. Ωστόσο, κυριώτερα το σύνολο της ανατολικής κατωφέρειας της Ακτής, καταλαμβάνεται από οικιστικά κατάλοιπα από το υψηλότερο σημείο (υψόμετρο 57,5 μ.) έως το παράκτιο τείχος. Ήδη επισημάνθηκε παραπάνω ότι αυτά τα ίχνη οφείλουν την σχετικώς καλή κατάσταση διατήρησής τους μόνον στο ότι η περιοχή είναι απομακρυσμένη και όχι στο μεγαλύτερο αριθμό τους, καθώς η δημιουργία τους συναρτάται με την πληθυσμιακή αύξηση κατά τον 4ο αιώνα.
Προηγουμένως, ωστόσο, μερικές παρατηρήσεις ως προς το ερώτημα περί των ειδικών οχυρώσεων που κάποιοι βλέπουν σε διάφορα σημεία της Ακτής. Από την φιλολογική παράδοση δεν παρέχεται κανένα τεκμήριο για την ύπαρξη κάποιου φρουρίου επάνω στο ύψωμα (βλ. την ιστορ. ενότ. § 20). Ομοίως, η παρατήρηση του Ulrichs (II, σ. 176) ότι «οι μύλοι ίστανται στην υψηλότερη κορυφή εντός των θεμελιώσεων μιας αρκετά σημαντικής αρχαίας οχύρωσης» είναι αποτέλεσμα πλάνης. Στην υψηλότερη κορυφή, η οποία σήμερα καταλαμβάνεται από τον οπτικό τηλέγραφο, μεταξύ των λατομείων εμφανίζονται επί του λειασμένου [56] βραχώδους εδάφους μόνον τα σωζόμενα ίχνη ενός μεγάλου σπιτιού με κατάλοιπα δαπέδου από αμυγδαλόσχημα βότσαλα, καθώς και ένα λιθόστρωτο δίπλα σε περίβολο από αδρώς κατεργασμένες και χωριστά τοποθετημένες λιθοπλίνθους. Αλλά και η «γραμμή που κατεβαίνει από την κορυφή του λόφου σε νότια (νοτιοανατολική;) κατεύθυνση προς το τείχος και κινείται προς τους βράχους» (Leake, σ. 287) –και είναι η ίδια που ο Ulrichs χαρακτηρίζει ως «ίχνη τοίχων από αργολιθοδομή, εκ των οποίων, κρίνοντας από την κατασκευή τους, μόνον ο απώτερος εγκάρσιος τοίχος έγινε από τους Βενετούς», ενώ ο Hirschfeld μεταδίδει στον πίν. IV μια ιδέα της (πρβλ. σ. 17, σημ. 14)[71],– δεν αποτελεί κάποια οχύρωση αλλά πρόκειται για σαφείς τοίχους ανδήρων (με κατωφέρεια προς την πόλη), ώστε να δημιουργηθούν οριζόντιες επιφάνειες επί των οποίων υπήρχαν παντού θεμελιώσεις σπιτιών. Μόνον ένα και μοναδικό τμήμα τοίχου, η γραμμή που ανεβαίνει σε ανατολική-δυτική κατεύθυνση προς τα νότια από το εκκλησάκι του Αγίου Βασιλείου (και σημαίνεται ως «τοίχος»), διαφέρει σημαντικά από τα υπόλοιπα λόγω του πάχους και της σύστασής του (πλάτος: 2 μέτρα αποτελείται από διπλή σειρά λιθοπλίνθων, ενώ το μεταξύ τους κενό είναι γεμάτο με πατημένο χώμα, όπως και στον εξωτερικό περίβολο). Παρόλα αυτά, τα ίχνη του δεν παρακολουθούνται πια προς τα δυτικά, κάτι που καθιστά στον γράφοντα απολύτως ασαφή τη λειτουργία του.
Τα κατάλοιπα της συνοικίας της πόλης στην ανατολική πλευρά της Ακτής έχουν κατά τα τελευταία χρόνια, επίσης, εξαφανισθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς, από τη μια, η σύγχρονη πόλη αρχίζει να επεκτείνεται προς αυτό το σημείο, από την άλλη, πολλές από τις θεμελιώσεις έχουν αναμοχλευθεί και απομακρυνθεί για να χρησιμοποιηθούν αλλού ως οικοδομικό υλικό. Για αυτόν τον σκοπό, βλέπει κανείς προσώρας, μεταξύ άλλων, επιμελώς αποκαλυμμένη και απογυμνωμένη την κάτοψη των «δύο σπιτιών», ένα σκαρίφημα των οποίων δημοσιεύω ως δείγμα εδώ[72]. Ενδεχομένως, πολύ σύντομα θα εξαλειφθεί κάθε ίχνος και αυτών. Η πρόσοψη βρίσκεται στη δυτική πλευρά, όπου και διέρχεται μια αρκετά μεγάλη οδός. Αυτή τέμνεται από αρκετές (τέσσερις) παράλληλες οδούς, οι οποίες κινούνται προς τα ανατολικά σε πολύ τακτικές μεταξύ τους αποστάσεις των 60 μέτρων. Η νοτιότερη από αυτές συνδέεται με τις κλιμακωτές προεκτάσεις των υψηλότερα κείμενων ανδήρων. Το πλάτος των οδών ανέρχεται στα 5,5 μέτρα. Εφόσον εδώ έλαβε χώρα μια κανονική κατάτμηση, μπορούμε να δεχθούμε ότι, σύμφωνα με το παραπάνω πρότυπο, κάθε νησίδα που δημιουργείτο από τους ευθείς άξονες των οδών περιείχε, κατά μέσο όρο, δύο σπιτικά.
Με παρόμοιο τρόπο, παρατηρεί κανείς ότι το απέναντι ύψωμα που βρίσκεται προς τα βορειοανατολικά, επάνω στο οποίο τώρα ανεγέρθηκε το μεγάλο νοσοκομείο, καταλαμβάνεται από κατάλοιπα ιδιωτικών κτηρίων. Στη βορειοδυτική γωνία του μικρού όρμου που βρίσκεται στα νότια εμφανίζεται στον βράχο μια ευρεία και βαθιά εντομή[73], πιθανώς το σημείο αφετηρίας ενός λοξώς και προς τα κάτω κατευθυνόμενου υδρευτικού φρεατίου (η κλίμακα πρέπει να βρίσκεται κάτω από την επίχωση), όμοιο με το παράδειγμα που γνωρίσαμε ήδη παραπάνω (§ 43, 44). Ως προς την μνημειακότητα αυτών των εγκαταστάσεων (στο ύψωμα της Μουνιχίας) περισσότερα στη σχετική ενότητα. Στην παρούσα περίπτωση, η υπόθεσή μας επιβεβαιώνεται από την παρατήρηση ενός υπόγειου βραχώδους καναλιού με την ίδια κατεύθυνση, το οποίο διαπιστώνεται περίπου 30 βήματα πιο επάνω διαμέσου ενός ευρέος τεχνητού ανοίγματος στο πέτρωμα, τώρα γεμάτο με λίθους.
59. Στον αναφερθέντα μικρό όρμο ο Ulrichs (II, σ. 173 κ.εξ.), με σύμφωνη γνώμη των νεοτέρων, θεώρησε ότι ανακάλυψε τον αρχαίο χώρο των δικαστηρίων (ἐν Φρεττοῖ). Σε αυτόν ένας φυγάς που κατηγορείτο για ένα δεύτερο έγκλημα έπρεπε να απολογηθεί από το πλοίο. Η ισχύς των επιχειρημάτων της ταύτισης που έχουν έως τώρα προσκομιστεί βασίζεται στην παρουσία μιας πηγής με καθαρτικό νερό (εξ ου και η σημερινή ονομασία Τζιρλονέρι [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]). Κατά την επιχειρηματολογία αυτή, η πηγή φαίνεται πως δικαιολογεί την ονομασία Φρεαττύς (από το φρέαρ), και μέσω της ενέργειάς της καθιστά πειστική την ύπαρξη ενός τόπου εξιλασμού σε αυτό το μέρος. Κατά συνέπεια, θεωρείται ότι η θέση βρισκόταν εκτός του τείχους της πόλης και είναι το μόνο σημείο αποβίβασης στη στεριά που διαθέτει αρκετά βαθιά πλώιμα ύδατα, ενώ, επίσης, βρίσκεται κοντά στη Ζέα, καθώς σύμφωνα με τον Bekk., anecd. Gr. I, σ. 311, το ίδιο προφανώς δικαστήριο έφερε και την ονομασία ἐν Ζέᾳ. Θα μπορούσε κανείς να μείνει προσκολλημένος σε αυτόν τον συνδυασμό εφόσον θα ήταν αδύνατη η τεκμηρίωση μιας πιο κατάλληλης θέσης. Καθώς προτείνω μια τέτοια παρακάτω (§ 64), εδώ περιορίζομαι να εξετάσω τα επιχειρήματα που έχουν ήδη παρουσιασθεί.
[57] Το Τζιρλονέρι είναι μια ορατή πηγή, τώρα πλαισιωμένη από λίθους, η οποία μπορεί να ονομασθεί μόνον πηγή, το πολύ κρήνη, αλλά όχι φρέαρ (η διαφορά στη γλωσσική χρήση είναι ιδιαιτέρως σαφής στον Θουκυδίδη, ΙΙ, 84, 2). Επιπλέον, η ετυμολογική ερμηνεία[74] της λέξης με την κατάληξη: -τύς προϋποθέτει στην περίπτωσή μας μια ευρύτερη ή προσηγορική έννοια: η φρεαττὺς είναι ένας τόπος που αποτελείται από πολλά φρέατα και όχι μόνον από ένα φρέαρ.
Για ποιο λόγο, όμως, μια πηγή εξιλασμού; Ο φυγάς, ακόμη και αν κρινόταν αθώος ενός (δευτέρου) εγκλήματος, απαγορευόταν να ακουμπήσει το έδαφος διότι έπρεπε πρώτα να αποκαθαρθεί από την προηγούμενη κατηγορία (Αρποκρ. ἐν Φρεττοῖ· – ἐὰν δὲ ἀποφύγῃ, ταύτης (τῆς δίκης) μὲν ἀθῶος ἀφίνεται, τὴν δὲ ἐπὶ ἑτέρῳ φόνῳ δίκην ὑπέχει). Περαιτέρω, εάν «το βάθος των υδάτων επέτρεπε μια άμεση προσέγγιση της ακτής», δεν θα χρειαζόταν κανένα αγκυροβόλιο, καθώς ο κατηγορούμενος δεν επιτρεπόταν ούτε να ακουμπήσει το έδαφος ούτε να αγκυροβολήσει (μήτ’ ἀποβάθραν μήτ’ ἄγκυραν εἰς τὴν γῆν βαλλόμενον, Πολυδ. VIII, 120). Τέλος, προκειμένου να είναι δυνατή η μετονομασία τής ἐν Φρεττοῖ (βλ. Wachsm. I, σ. 326, 1) σε ἐν Ζέᾳ στο Bekk. anecd. Gr. I, σ. 311, η Φρεαττύς θα πρέπει να βρίσκεται στην περιοχή του λιμανιού της Ζέας. Ότι –όπως έως τώρα γινόταν– αυτό μόλις μετά βίας ήταν εφαρμόσιμο σε ένα λιμάνι, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση 2 σταδίων από αυτή καθαυτήν τη λιμενική είσοδο και ήταν αρκετά απομονωμένο εξαιτίας του προκείμενου υψώματος, καθίσταται πρόδηλο. – Η «κοιλότητα με μορφή λουτήρα» στο βραχώδες έδαφος κοντά στην πηγή φαίνεται ότι πράγματι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας λουτήρας.
VΙΙ. Ζέα
60. Η ταύτιση του δεύτερου μεγαλύτερου λιμανιού μετά την πειραϊκή λεκάνη, του κυκλικού Πασαλιμανίου, με το λιμάνι της Ζέας των Αρχαίων (ὁ ἐν Ζέᾳ λιμήν) οφείλεται στον Ulrichs (βλ. II, σ. 171). Για την προέλευση της ονομασίας, όπως σημειώνει ήδη ο U., είναι περισσότερο αξιοποιήσιμη η πρώτη ερμηνεία στον Ησύχιο ως Ζέα· ἡ Ἑκάτη, παρά η ακόλουθη ετυμολογία ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς ζειᾶς, στην οποία αντιτίθενται τόσο ο τονισμός και η ποσότητα της συλλαβής όσο και το γεγονός ότι η Ζέα δεν λειτούργησε ποτέ ως λιμάνι δημητριακών. Αντιθέτως, η σχέση και αυτού του λιμανιού με την Εκάτη (Μουνιχία) είναι περισσότερο από πιθανή. Αποφασιστικής σημασίας για την ονομασία του λιμανιού είναι οι αναφορές των ναυτικών επιγραφών, σύμφωνα με τις οποίες εδώ στο διάστημα μεταξύ 112ης και 114ης Ολ.[υμπιάδας] βρίσκονταν τουλάχιστον 196 νεώσοικοι, δηλαδή διπλάσιος αριθμός από εκείνον των λιμανιών του Κανθάρου και της Μουνιχίας. Πράγματι, η θαλάσσια λεκάνη είναι κατ’ αντιστοιχίαν πιο ευρύχωρη, και σήμερα έχει γραμμή φορτώσεως 1120 μέτρων. Αλλά, ταυτοχρόνως, τεκμαίρεται από αυτό ότι το λιμάνι της Ζέας καταλαμβανόταν στο σύνολο της περιφέρειάς του από νεωσοίκους, καθότι προκειμένου να εγκατασταθούν 196 νεώσοικοι η μέγιστη δυνατότητα παραχώρησης πλάτους καθ’ έκαστον ανερχόταν στα 6 μέτρα (δηλαδή, ακριβώς αυτό που ήταν αναγκαίο για μια τριήρη). Τελείως διαφορετικά είναι τα μεγέθη των λεκανών του Κανθάρου και της Μουνιχίας. Το πρώτο τώρα διαθέτει μια γραμμή φορτώσεως 800 μέτρων (κατά την Αρχαιότητα ήταν μάλλον αρκετά μεγαλύτερη, καθώς οι παρυφές της ακτής έχουν σήμερα επεκταθεί), χρειαζόταν, ωστόσο, για 94 νεωσοίκους (υπολογιζόμενους με πλάτος, κατά μέσο όρο, 6 μέτρων) μόνον 564 μέτρα (πλεόνασμα 236 μέτρων). Η λεκάνη της Μουνιχίας υπολογίζεται σε 560 μέτρα, από τα οποία, για 82 πλοία, υπήρχε ανάγκη μόνον 492 μέτρων. Ενδεχομένως, αυτή η πιο περιορισμένη αξιοποίηση του χώρου μπορεί να ερμηνευθεί εδώ μέσω της περισσότερο απόμακρης θέσης της. Στο λιμάνι του Κανθάρου, όμως, όπου συναντούμε την πιο εντυπωσιακή αναλογία, αυτή, όπως νομίζω, εξηγείται μέσω των ναυπηγικών εγκαταστάσεων που παραπάνω αποπειράθηκα να τοποθετήσω εδώ και οι οποίες, κατά τον ίδιο τρόπο, απαιτούσαν μια μεγαλύτερη γραμμή φορτώσεως. Ούτε στο πολύ πυκνά κατειλημμένο λιμάνι της Ζέας ούτε κάτω από τις απότομες παρυφές της Μουνιχίας υπήρχε χώρος για αυτές.
61. Μια εξαιρετικά σημαντική συμβολή για την κατανόηση της εξωτερικής και εσωτερικής οργάνωσης αυτών των ναυτικών εγκαταστάσεων, όπως υφίσταντο κατά τον 5ο αιώνα, μας προσφέρουν οι (τέσσερις) έως τώρα ανακαλυφθέντες όροι τριττύων, οι οποίοι συνολικώς έχουν τον ίδιο χαρακτήρα και η προέλευσή τους ανάγεται στην πρωταρχική οργάνωση της περίκλειας εποχής[75].
Η ορθή οδός για την επεξήγησή τους υποδείχθηκε αρχικώς από τον Kirchhoff (στο C. I. Att. I, 517: «videtur hic terminus ex eorum numero superesse, quibus in navalibus publicis Piraeei spatia singulis tribuum ternionibus distributa designata fuisse consentaneum est»).
Ωστόσο, με αυτό το σημείο συνδέονται περισσότερα ερωτήματα. Καθώς η ναυπήγηση και παράδοση των πλοίων ανήκε στην αρμοδιότητα του κράτους, η εξάρτιση, όμως, στους ανεξάρτητους τριήραρχους, για ποιο λόγο υφίστατο αυτή η, τόσο σχολαστικά διενεργούμενη, κατανομή των χώρων; Κατά τη γνώμη μας, η πρακτική της αξία μπορούσε να έγκειται μόνον στην αναγκαιότητα ταξινόμησης των ανά τριττύ (από τρεις φυλές) οργανωμένων υπόχρεων θητείας στα πλοία με τέτοιον τρόπο, ώστε κάθε τριττύς να είναι υπεύθυνη για την τοποθέτηση ἐπιβατῶν [ἐπιβάται ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ] (και ναυτῶν;) [ναῦται ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ] μόνον σε ένα συγκεκριμένο αριθμό σκαφών (αρχικώς, μάλλον δέκα). [58] Για περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τη φύση αυτής της οργανωτικής δραστηριότητας βλ. Mitth. d. Inst. 1880, σ. 85 κ.εξ., όπου ο C. Schaefer δημοσιεύει έναν όρο τριττύος που βρέθηκε από εμάς. Εδώ, κατά κύριο λόγο, μας απασχολούν τα αποτελέσματα που προκύπτουν σχετικά με τον επιμερισμό των λιμενικών λεκανών. Πρέπει να διανείμουμε στους τρεις σταθμούς εγκατάστασης των πολεμικών πλοίων 10 X 3 = 30 τριττύες. Το μόνο διαθέσιμο στοιχείο αποτελεί η αριθμητική αναλογία, όπως εμφανίζεται σταθερά μεταξύ 112ης και 114ης Ολ.[υμπιάδας] (Boeckh, Seeurk., σ. 68), και η οποία από τον 5ο αιώνα δεν έχει μετατεθεί σημαντικά. Ο Κάνθαρος και η Μουνιχία διέθεταν εκείνην την περίοδο αντιστοίχως 94 και 82 νεωσοίκους, το λιμάνι της Ζέας 196. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την αρχική διευθέτηση, η οποία με βεβαιότητα επιτρέπει την αποδοχή μιας απλής αναλογίας, στη Ζέα αντιστοιχούσε ο διπλάσιος –κατ’ ανώτατο όριο τριπλάσιος– αριθμός τριττύων σε σχέση με τον Κάνθαρο και τη Μουνιχία, που είχαν σχεδόν την ίδια επιβάρυνση, συνεπώς η αναλογία στα τρία λιμάνια ήταν είτε 16:7:7 είτε 18:6:6 για αυτές τις μοίρες. Περαιτέρω, αναλόγως με την απόδοση ανά τριττύ δέκα ή δώδεκα νεωσοίκων[76], προκύπτουν για τη Ζέα, τον Κάνθαρο και τη Μουνιχία τα εξής:
Ζ. Κ. Μ.
ανά δέκα νεωσοίκους: 160 + 70 + 70
ή 180 + 60 + 60 (= 300 νεώσοικοι)
ανά δώδεκα νεωσοίκους: 192 + 84 + 84
ή 216 + 72 + 72 (= 360 νεώσοικοι)
Η τελευταία σειρά του υπολογισμού καθιστά την αποδοχή 18 μοιρών τριττύων για το λιμάνι της Ζέας απίθανη, καθώς αυτό δεν ήταν δυνατόν να διέθετε χώρο για 216 νεωσοίκους (υπολογιζόμενους ανά 12 για κάθε τριττύ), ενώ ακόμη και με αναλογία 10 νεωσοίκων θα απέμενε ελάχιστος χώρος για μελλοντικές διευρύνσεις: Επομένως, προκρίνω τη διευθέτηση 16 (+ 7 + 7)[77] μοιρών των τριττύων σε σφηνοειδή διάταξη –με τη χρήση ενεπίγραφων όρων και, όπως φαίνεται, ακτινωτών εγκαρσίων τοίχων (βλ. παρακάτω)–, κάθε μια από τις οποίες θα είχε στη διάθεσή της μια γραμμή φορτώσεως περ. 70 μέτρων. Σε αυτήν την αρχή κατανομής μπορεί (παρότι κατά τον 4ο αιώνα υπήρχαν πολλές μεταβολές) να ανάγεται ο κατά το πολυγωνικό σύστημα κατασκευασμένος και σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα περιτρέχων περίβολος που παρατήρησε ο Graser (Philol. 31, σ. 12 κ.εξ.). Από τους αναφερθέντες εγκάρσιους τοίχους που φθάνουν στη θάλασσα έχουν διατηρηθεί ίχνη τόσο στην ανατολική πλευρά του λιμανιού της Ζέας όσο και σε μια βορειοδυτική θέση της λεκάνης της Μουνιχίας (όπου ο γράφων μπόρεσε να τα παρακολουθήσει σε ανωφερή απόσταση 60 βημάτων).
Οι θέσεις εύρεσης των όρων τριττύων που αναφέρονται στη σημ. 75 επιτρέπουν τώρα την παραδοχή ότι προέρχονται στο σύνολό τους από το λιμάνι της Ζέας. Ως προς την αρχή που διέπει τη διάταξή τους, από όσο βλέπω, στη βάση του υπάρχοντος υλικού δεν είμαστε ακόμη σε θέση να προβούμε σε πιθανολογήσεις.
62. Αυτή η πρακτική κατανομή των λιμενικών τομέων φαίνεται ότι συνοδεύθηκε και από ενός είδους καλλιτεχνική διαμόρφωση. Γύρω από όλη την περιφέρεια της λεκάνης της Ζέας, ιδιαιτέρως προς τα ανατολικά (στη θέση που σημαίνεται με «A. R.»), βρίσκονται αρκετοί ακρωτηριασμένοι κορμοί κιόνων από πειραϊκό ασβεστόλιθο (διάμετρος: περ. 0,60), οι οποίοι επιτρέπουν το συμπέρασμα μιας ενιαίας πλαισίωσης του λιμανιού[78]. Πιθανώς, μια τέτοια στοά διέτρεχε τον πολυγωνικό περίβολο και συνέδεε τους νεωσοίκους με τη γύρω εξωτερική περιοχή.
Αποκομίζουμε εύκολα την εικόνα ενός θεάτρου του ναυστάθμου με εντυπωσιακή συμμετρία. Στον σφηνοειδή επιμερισμό του κοίλου διευθετείται το πλήρωμα των πλοίων (όπως ο δήμος στις συνελεύσεις της Εκκλησίας). Χαμηλότερα απλώνεται, παρόμοια με μια ευρεία ορχήστρα για τις τριήρεις, η επιφάνεια των υδάτων του λιμανιού.
Στον άμεσα περιβάλλοντα χώρο της λεκάνης της Ζέας, ιδιαιτέρως στη βόρεια και ανατολική ακτή, ήλθαν στο φως κάποιες επιγραφές, γλυπτά και άλλα αρχαία κατάλοιπα, από τα οποία εξαίρω μόνον εκείνα που ανήκουν σε αυτή καθαυτήν την εξάρτιση των πλοίων και του λιμανιού.
Αρχικώς, πρόκειται για τα μοναδικά κατάλοιπα αρχαίων τριήρων που έχουν διατηρηθεί έως τις ημέρες μας. Στις ανατολικές παρυφές του λιμανιού της Ζέας βρέθηκαν, μάλλον πριν από ενάμισι ή δύο έτη, ολόκληρες και θραυσμένες πλάκες από παριανό μάρμαρο με τη μορφή μεγάλων οφθαλμών, προφανώς οφθαλμών πλοίων από το πρόσθιο μέρος των τριήρων (αυτοί οι ὀφθαλμοὶ εμφανίζονται στις ναυτικές επιγραφές, πρβλ. Boeckh, Seeurk., σ. 102, ὀφθαλμὸς κατέαγεν, κάτι που, επίσης, παραπέμπει σε μάρμαρο). Έχουν κυμαινόμενο μέγεθος και εμφανίζουν πάντα ερυθρό και γαλάζιο χρωματισμό στην ίριδα –η κυκλική περιφέρεια της οποίας έχει προσχεδιαστεί με διαβήτη– όπως και στις κόγχες των ματιών. Στη θέση της κόρης, ή μάλλον στο κέντρο της, βρίσκεται μια κυκλική οπή, μέσω της οποίας και με τη βοήθεια ενός μεταλλικού καρφιού (ενδεχομένως, με λαμπερό κεφάλι) [59] ήταν στερεωμένοι οι οφθαλμοί. Παραπλεύρως ένα σχέδιο. Οι διαστάσεις διαφέρουν, π.χ. μήκος 0,465 προς πλάτος 0,165 και μήκος 0,54 προς πλάτος 0,24.
Περαιτέρω, συσχετίζω με τη θέση του ναυστάθμου την προσφάτως ευρεθείσα προευκλείδεια επιγραφή όρου Αθήν., VIII, σ. 290 (σε μία στήλη από πειραϊκό λίθο της συνήθους μορφής και μεγέθους): Προπύλου δημοσίου ὅρος. Όπως μου ανακοίνωσε ο προηγούμενος κάτοχος, ένας εργοδηγός κατασκευής θεμελιώσεων και δρόμων, αυτή ανακαλύφθηκε προς τα ανατολικά του λιμανιού της Ζέας, κοντά στη «Συνοικία των Επαύλεων» του Ziller[79]. Δικαίως παρατηρεί ο Κουμανούδης (ό.π. σ. 291) ότι μέσω του προπύλου οριοθετείται από τις ιδιωτικές κατοικίες ένας ελεύθερος χώρος που ανήκε στο κράτος. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τις περιοχές που γειτνιάζουν με τα πολεμικά λιμάνια και σε αυτό, τουλάχιστον, παραπέμπει και ο τόπος εύρεσης. Ένα πρόπυλο(ν) αναφέρεται και στον στίχο 36 της μεγάλης, δυστυχώς σε πολύ άσχημη κατάσταση σωζόμενης, οικοδομικής επιγραφής του Πειραιά (Εφημ. Αρχ. 1872, αρ. 421), την οποία ο Hirschfeld (σημ. 40) συσχετίζει με το κτήριο της Σκευοθήκης. Με βεβαιότητα αφορά κτίσματα του ναυστάθμου, κάτι για το οποίο, σύμφωνα με όσα έως τώρα γνωρίζουμε, αποκτά επιπλέον ειδικό βάρος το γεγονός ότι και αυτή –όπως έως τώρα ίσχυε μόνον για τις ναυτικές επιγραφές– έχει υποστεί δευτερογενή κατεργασία διαμόρφωσης σε αύλακα ροής υδάτων[80]. Πρβλ., τέλος, το οἴκημα μέγα πρὸς ταῖς πύλαις (Seeurk. XI, 125), μια μεγάλη αποθήκη για την εξάρτιση πλοίων, την οποία με δυσκολία θα αναζητούσε κανείς σε κάποια απόμακρη βορεινή πύλη της πόλης. Αντιθέτως, αμφότερες οι αναφορές μπορούν να συσχετισθούν πολύ καλά με την κύρια είσοδο του τομέα της Ζέας, του σημαντικότερου πολεμικού λιμανιού.
63. Από τα άλλα κατάλοιπα που παρατηρήθηκαν κοντά στο λιμάνι της Ζέας, ο Leake (Topogr., σ. 288) μνημονεύει ως ευρισκόμενα επάνω από τις βόρειες παρυφές: Θεμελιώσεις ενός επιμήκους κτίσματος (βλ. τη θέση στον Hirschf. πίν. I. Z), κάποια θραύσματα δωρικών κιόνων διαμέτρου περίπου 2,5 ποδών, και τρίγλυφα ενός δωρικού θριγκού αντίστοιχων αναλογιών. Τα εξέλαβε ως κατάλοιπα του ναού της Άρτεμης Μουνιχίας. Πρβλ. Wheeler IΙ, σ. 208, σχετικά με τη Μουνιχία (Ζέα) «les fondements d’un temple, que nous primes pour ceux du temple de Diana Munychia». Σήμερα, παρατηρεί κανείς στη θέση που σημαίνεται από τον γράφοντα με «A. R.» μόνον μερικές λιθοπλίνθους τοίχων στις ανεσκαμμένες θεμελιώσεις, αλλά κανένα ίχνος κάποιου μνημειώδους κτηρίου.
Το 1866, σε ανεύρεση επιγραφών και θραυσμάτων γλυπτών (στην οικία του Κωντ. [sic] Γιαπάππου [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], περίπου διακόσια βήματα από τη θάλασσα), δεν κατέστη, ομοίως, δυνατόν να τεκμηριωθεί η ύπαρξη ενός αντιστοίχου κτίσματος[81].
Πριν συνεχίσουμε την πορεία μας προς το λιμάνι και τον λόφο της Μουνιχίας, ας ρίξουμε μια ματιά στη χερσόνησο που οριοθετεί τη λεκάνη της Ζέας στα ανατολικά. Η τριγωνική οχύρωσή της (την είχε παρατηρήσει ήδη ο W. Gurlitt, Jahrb. f. Phil. 1869, σ. 147 πρβλ. το σχέδιο 2 του Alten, σ. 12) πιστεύουμε ότι μπορεί να χρονολογηθεί περί το 229 μέσω της επιγραφής C. I. Att. II, 380, σύμφωνα με την οποία (στίχος 10) η ὠχύρωσις τοῦ ἐν Ζέᾳ λιμένος πραγματοποιήθηκε με οικονομική συμβολή του τιμωμένου Απολλαγόρα ή Απόλλα. –
64. Στο απώτερο νοτιοανατολικό άκρο αυτής της προεξέχουσας χερσονήσου φθάνει κανείς σε μια αξιοπρόσεκτη θέση. Εδώ συναντούμε μια σειρά (τουλάχιστον δώδεκα) ελλειψοειδών, προς τα κάτω στενούμενων και λαξευμένων στον βράχο βαθύνσεων[82], εκτός του τείχους και περίπου μόλις δύο μέτρα επάνω από τη θάλασσα, η οποία σε αυτό το σημείο έχει μεγάλο βάθος (βλ. παραπάνω «λίθινα δοχεία» σ. 13, σχέδιο 4). Τα εσωτερικά τοιχώματα έχουν λειανθεί, αρκετά δε εμφανίζουν ίχνη τοποθέτησης για ελλειψοειδή καλύμματα (σε μια περίπτωση, για τετράγωνο). Στην αρχικώς επιβαλλόμενη σκέψη περί τεφροδόχων αγγείων για τους αποθανόντες σε ένα τόσο μοναχικό μέρος αντιτάσσεται εμφατικά το επίμηκες και κάτω στενούμενο σχήμα των οπών στον βράχο. Η λεία επιφάνεια των εσωτερικών τοιχωμάτων μού θυμίζει αμέσως λάκκους πλύσεως, με τους οποίους, και από πλευράς σχήματος, πράγματι παρουσιάζουν απόλυτη ομοιότητα οι δεξαμενές των γναφέων (π.χ. στην Πομπηία). Οι πλύστες για τις πλύσεις τους χρειάζονταν μεν υγρά που περιείχαν αμμωνία, ωστόσο όχι θαλασσινό νερό, το οποίο σε αυτό το σημείο δεν ήταν καν εύκολα προσβάσιμο. Χρησιμοποιούσαν πηγές, πηγάδια, δημόσιους υδρευτικούς αγωγούς και δεν χρειαζόταν να επισκεφτούν μία τόσο απόμακρη τοποθεσία. Επιπλέον, το νερό έπρεπε να διατηρείται διαρκώς ζεστό (βλ. Blümner, Terminol. und Technol. der Gewerbe I, σ. 161). Το πρώτο από τα παραπάνω ισχύει και για άλλα πλυντήρια, στα οποία ήταν απαραίτητο το μαλακό (τρεχούμενο νερό). Ως προς την αρχική χρήση των δεξαμενών μας, θα ήμουν σε θέση να προτείνω μόνον μια ερμηνεία, ότι δηλαδή σε πρώιμες εποχές χρησίμευαν για τη συγκέντρωση και κατεργασία κοχυλιών πορφύρας. Αυτά κόβονταν και κοπανίζονταν σε μικρότερα κομμάτια, ενώ, στη συνέχεια, η μάζα έπρεπε να τοποθετηθεί για τρεις ημέρες, συχνά πολύ περισσότερο, σε αλάτι. Τέλος, την ξέπλεναν με νερό από κάθε ακαθαρσία και κατόπιν την έβραζαν σε λέβητες (πρβλ. Blümner ό.π. σ. 231 κ.εξ.). Το γεγονός ότι η διαλογή και η επεξεργασία των κοχυλιών λάμβανε χώρα, επίσης, παράκτια [60] τεκμηριώνεται και αλλού. Και μόνον εξαιτίας της δυσοσμίας, θα ήταν προτιμητέος ένας απομακρυσμένος χώρος. Ήδη κατά την Αρχαιότητα υπήρχε αδυναμία κατανόησης αυτών των (προερχόμενων από τους Φοίνικες;) λάκκων στον βράχο. Όπως συχνά λειασμένα βραχώδη τοιχώματα και άλλα ίχνη χαμένων ανθρώπινων έργων απέκτησαν, μέσω της λατρείας, μια νέα ιερότητα, έτσι και αυτή η παράξενη τοποθεσία μπόρεσε να αποκτήσει, εν μέρει, έναν νέο προορισμό. Μεταξύ των αρχαίων ονομασιών, οι οποίες θα μπορούσαν να αρμόζουν σε τέτοιου είδους κοιλότητες προσφέρεται, πέραν των λάκκος, βόθρος, ιδίως η λέξη φρέαρ (πρβλ. μια σειρά συνωνύμων στον Αθήν. IV, 170c· λάκκος και φρέαρ ομοίως μαζί στον Αθήν. IΙΙ, 125 a). Το φρέαρ, με την έννοια της τεχνητής δεξαμενής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου καλά για έναν λάκκο με πίσσα, ένα δοχείο ελαιολάδου ή ένα κύπελλο. Επομένως, πιστεύω ότι, με βάση τους παραπάνω συλλογισμούς σχετικά με την ετυμολογική κατάληξη -τύς (σ. § 59), αυτή η περιοχή που φέρει αρκετά τέτοια φρέατα θα μπορούσε δικαίως να ονομάζεται Φρεαττύς, ενώ, ομοίως, μπορούμε να αναζητήσουμε εδώ το αναφερθέν αρχαίο δικαστήριο. Σε αυτό το σημείο θα βρισκόταν πράγματι ἐν Ζέᾳ, πολύ κοντά στη θάλασσα, η οποία εξαιτίας του μεγάλου βάθους της και των απότομων παρυφών της ακτής επιτρέπει σε κάποιον να φθάσει μόνον μέσα σε μια ταλαντευόμενη λέμβο, αλλά όχι και να έλθει σε επαφή με την ξηρά. Αυτό, διότι ο διπλά κατηγορούμενος αποστερείτο εξαρχής αυτής της ελπίδας. Εν ολίγοις, αυτή η θέση πληροί όλες τις προϋποθέσεις στον βαθμό που η Φρεαττύς του Ulrichs τις αφήνει ανεκπλήρωτες.
65. Φτάνουμε βόρεια στην ανατολική θάλασσα, όπου τρεις ομάδες τοιχωμάτων βράχων, τα οποία δίνουν την εντύπωση ότι στην περιφέρειά τους είναι κάθετα αποτετμημένα, ενώ σε όλες τις πλευρές, όπως και στο επάνω μέρος τους σε πυκνότερη διάταξη, εμφανίζουν κυκλικές και τετράπλευρες αναθηματικές κόγχες, εσοχές για βάσεις και άλλα ίχνη στερέωσης παντός είδους (βλ. απεικονίσεις αυτών στο Curtius und Kaupert, 12 Karten, φ. XII). – Όποιος είναι εξοικειωμένος με τον τρόπο που οι Αρχαίοι έκοβαν τους λίθους τους (βλ. παραπάνω για την Ακτή § 57) δεν θα έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι, κατά τα φαινόμενα, αυτές οι βραχώδεις εγκαταστάσεις έχουν πάρει αυτήν τη φανταστική μορφή απλώς ως κατάλοιπα ενός μοναδικού μεγάλου λατομείου. Σε μια τελείως διαφορετική εποχή ανήκουν τα ίχνη λατρειών που εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή, στις οποίες απότομα και λειασμένα τοιχώματα βράχων ασκούσαν παλαιόθεν και παντού στην Ελλάδα μια ιδιαίτερη έλξη. Είναι σαφές ότι θα πρέπει να κατείχαν μια αξιοσέβαστη παλαιότητα πριν οι άνθρωποι διαισθανθούν σε αυτά τη θεϊκή πνοή. Τώρα, η μεγάλη κόγχη (την οποία μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ευκρινώς στην εικ. 3 του φ. XII στον Curtius) εμφανίζει μέσω των παραστάδων της και ενός επιστυλίου με ακρωτήρια τα χαρακτηριστικά των αναθηματικών αναγλύφων του 4ου αιώνα, από τα οποία προκύπτει ότι τα τοιχώματα του βράχου θα πρέπει να διαμορφώθηκαν σε πολύ παλαιότερη εποχή[83]. Προς αυτήν την κατεύθυνση και το εξής: Κοντά προς τα ανατολικά του λιμανιού της Ζέας, κατά την κατασκευή δρόμου, ήλθε στο φως μια σειρά τετράπλευρων και κυκλικών αναθηματικών πλακών από μάρμαρο, το σύνολο των οποίων κοσμούν ανάγλυφα φίδια και, κατά τον γράφοντα, φαίνεται ότι προέρχονται αναμφισβήτητα από τις αναφερθείσες κόγχες. Μερικές από αυτές κατέληξαν στο Βερολίνο, άλλες στο αθηναϊκό Βαρβάκειον, ενώ άλλες είδα προσωπικώς στο εμπόριο τέχνης και σε ιδιωτικές συλλογές. Εδώ, χωρίς να προβούμε σε λεπτομερή τεκμηρίωση, μπορούμε να συσχετίσουμε το φίδι με τη λατρεία χθόνιων θεοτήτων και ηρώων, μεταξύ των οποίων οι ιαματικές θεότητες αποτελούν μόνον μια ιδιαίτερη κατηγορία (πρβλ. Mitth. d. Inst. IV, σ. 164, σημ. 1). Για τα εν λόγω ανάγλυφα υπάρχουν, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, και επιγραφικές ταυτίσεις. Ένα ανάγλυφο στο Βερολίνο (βλ. Arch. Zeitg. 1879, σ. 103) φέρει την επιγραφή Διὶ Μειλιχίῳ[84]. Η λατρεία του Δία Μειλιχίου ως χθόνιας θεότητας (βλ. Mommsen, Heort., σ. 379 κ.εξ.) με τη μορφή φιδιού θα πρέπει να ξενίζει τόσο λίγο όσο και η λατρεία του με μορφή πυραμίδας (στη Σικυώνα, Παυσ. ΙΙ, 9, 6) ή με μορφή ερμαϊκής στήλης (στην Τεγέα, βλ. Heydemann, die ant. Marmorw., 500· ομοίως από εκεί Lebas, Inscr. II, 337). Με ανθρώπινη μορφή τον γνωρίζουμε από το Άργος, δια χειρός Πολυκλείτου (Παυσ. ΙΙ, 20, 1), και μάλιστα, όπως πιστεύω ακράδαντα, του νεοτέρου, ο οποίος φιλοτέχνησε ένα άγαλμα Δία πανομοιότυπου χαρακτήρα για τη Μεγαλόπολη, εκείνο του Δία Φιλίου (Παυσ. VIII, 31, 4)[85]. Εδώ, μάλλον δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι η λατρεία του Δία Φιλίου μπορεί να τεκμηριωθεί και στον Πειραιά, και μάλιστα όχι αποκλειστικώς διαμέσου του πολύ απλού, επιγραφικώς ταυτισμένου, αναθηματικού αναγλύφου στον Schöne, gr. Rel., 105 (Heydem., 736), το οποίο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω (σημ. 81, 2), βρέθηκε ομοίως κοντά στο λιμάνι της Ζέας[86] · πιστεύω, δηλαδή, ότι μπορώ να συνδέσω και ένα ακόμη μνημείο με τον ίδιο θεό. Σε ένα σπίτι κοντά στην ανατολική οδό της προκυμαίας του πειραϊκού λιμανιού είδα το δεξιό τμήμα ενός αναθηματικού αναγλύφου (εργασία του 4ου αιώνα), επί του οποίου απεικονίζεται ένας θεός (γενειοφόρος, με μακριούς βοστρύχους) που φέρει χιτώνα και ιμάτιο και κάθεται στραμμένος προς τα αριστερά. Το χέρι του προτεταμένου δεξιού βραχίονα έχει σπάσει, ενώ το αριστερό κρατεί θύρσο. Στη δεξιά πλευρά του ακουμπά μια Νίκη, τα φτερά, η πλάτη και το οπίσθιο μέρος της κεφαλής της οποίας διατηρούνται. Η ακριβής θέση εύρεσης στον Πειραιά είναι άγνωστη. Εάν θυμηθούμε εδώ την περιγραφή του Δία Φιλίου του Πολυκλείτου του νεοτέρου στη Μεγαλόπολη, όπως την παραδίδει ο Παυσανίας (VIII, 31,4 / κόθορνοι, θύρσος [61] επί του οποίου κάθεται ένας αετός, που στην περίπτωσή μας αντικαθίσταται από τη Νίκη), θα μας επιτραπεί να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι το ανάγλυφό μας (και, ενδεχομένως, ο πολυκλείτιος τύπος) απεικονίζει τον ίδιο θεό.
Η στενή συγγένεια του Δία Φιλίου και του [Δία] Μειλιχίου, καθώς και ένα εύρημα στην Αθήνα (σημ. 86) καθιστούν τουλάχιστον πιθανόν ότι αμφότερες οι θεότητες λατρεύονταν και στον Πειραιά –όπου παρατηρείται συχνότερα η ομαδική λατρεία συγγενικών λατρειών– σε μη απομακρυσμένες μεταξύ τους θέσεις.
66. Ο Δίας Μειλίχιος είναι θεότητα εξιλασμού. Ωστόσο, εκείνο που του εξασφάλισε στον Πειραιά μια, προφανώς, πιο διαδεδομένη λατρεία ήταν η ιαματική του δύναμη. Ενδεχομένως, βέβαια, δεν ήταν η μοναδική ιαματική θεότητα που λατρευόταν στον Πειραιά, εξάλλου, εκτός από αυτόν γνωρίζουμε και τον Ασκληπιό. Ανάγλυφα φιδιών βρίσκονταν και στο αθηναϊκό ιερό του τελευταίου, ενώ μέσω πολλών ενδείξεων δικαιούμαστε να αποδεχθούμε και την ύπαρξη ενός πειραϊκού Ασκληπιείου. Κατά τον ίδιο τρόπο, η θεραπεία του Πλούτου στον Αριστοφάνη, Πλουτ., 656, λαμβάνει χώρα στη θάλασσα, πρβλ. και Σχόλιον στο στ. 621: δύο γὰρ εἰσίν (Ἀσκληπιοί), ὁ μὲν ἐν ἄστει ὁ δὲ ἐν Πειραιεῖ. Επιπροσθέτως, υπάρχει η παραπάνω αναφερθείσα επιγραφή επί μιας ιωνικής βάσης (ΑCKΛH[πιοῦ]) βλ. σημ. 37. Επομένως, θα παραμείνει αβέβαιο σε ποιον θεό απευθύνεται μια άλλη στήλη φιδιού με την ίδια προέλευση και την επιγραφή: ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ ΤΩΙ ΘΕΩΙ (στην κατοχή του κ. Μελετόπουλου στον Πειραιά).
Συμφωνώντας με τον Hirschfeld, θεωρώ πολύ πιθανόν ότι το σύνολο αυτής της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης και της Ακτής, έφερε την ονομασία Σηράγγειον (από ένα ηρώο του Σήραγγος, εκεί και ένα βαλανεῖον), η οποία παραπέμπει σε μια «βραχώδη περιοχή που διαρρηγνύεται από σπήλαια».
Απέναντι, στα δυτικά από τις κόγχες στο βράχο που περιγράφηκαν, υψώνονται εκ νέου λεία τοιχώματα. Ήδη υποδείχθηκε το γεγονός ότι μέσω της εκβάθυνσης των ενδιαμέσως κειμένων τμημάτων, η οποία προκλήθηκε εξαιτίας των λατομικών εργασιών, διασπάστηκε μόνον η αρχική συνοχή. Ταυτοχρόνως, με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε μια αρχαία οδός, η οποία οδηγούσε από αυτήν την πλευρά στο ύψωμα αλλά και στο λιμάνι της Μουνιχίας. Σε ένα από εκείνα τα δυτικά βραχώδη τοιχώματα ανακάλυψα, κατά τη διάρκεια των από κοινού περιπλανήσεων με τον καθηγητή E. Petersen, μία στο δεξιό της μέρος αποσπασματική και, προσώρας, σκοτεινή για εμάς επιγραφή (ύψος γραμμάτων: περ. 0,13):
ΑΠΕΕΔΡΕ /////
ΚΑVEΛ /////
VΙΙΙ. Μουνιχία
67. Για τη θέση του ιερού της Άρτεμης Μουνιχίας και της Βενδίδος (πρβλ. Hirschf. σ. 28 για τη φύση και προέλευση της θεάς, παραπάνω § 12) πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία. Κατά τον Ξενοφώντα (Ελλ. ΙΙ, 4, 11), μια πλατιά ανωφερής οδός οδηγούσε από την ιπποδάμεια αγορά πρός τε τὸ ἱερὸν τῆς Μουνιχίας Ἀρτέμιδος καὶ τὸ Βενδίδειον. Από αυτά τα λόγια δεν νομίζω ότι προκύπτει αυτομάτως πως τα αναφερθέντα ιερά δεν θα ήταν δυνατόν να βρίσκονται επάνω στον λόφο της Μουνιχίας (όπως πιστεύει ο Hirschfeld, σημ. 36). Από το Σουίδ. Ἔμβαρός εἰμι· –Πειραιῶς τὰ ἄκρα Μούνυχος κατασχὼν Μουνυχίας Ἀρτέμιδος ἱερὸν ἱδρύσατο – θα έπρεπε να καταλήξουμε σε μια δεσπόζουσα θέση, εφόσον το σημείο είχε μείζονα σημασία. Τουλάχιστον, ο βωμός της θεάς (βωμὸς Μουνιχιάσιν, στον οποίο κατέφυγε ο Αγόρατος [Λυσ., Κατά Αγορ. § 24]), πρέπει να βρισκόταν σε ανοιχτή και εξέχουσα θέση. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι αυτός ο πολύ γνωστός βωμός ικετών (κατά τον Hirschfeld, σ. 16) θα πρέπει να αναζητηθεί σε έναν απομακρυσμένο βράχο του λιμανιού της Μουνιχίας. Το ίδιο ισχύει και για τον (προφανώς ταυτόσημο) βωμό τῆς (όχι τοῦ) φωσφόρου[87] (Κλήμ. Αλεξ., Στρωμ. Ι, 24, 163)· αυτός προσδιορίζει τον τόπο προς τον οποίο, όπως εξιστορείται, ο Θρασύβουλος και οι σύντροφοί του καθοδηγήθηκαν από τη Φυλή μέσω ενός φωτός, δηλ. το ύψωμα της Μουνιχίας που στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή τους. Ωστόσο, δεν έπεται αναγκαστικά ότι ο βωμός βρισκόταν σε άμεση εγγύτητα με τον ναό. Ο τελευταίος, όπως υποθέτει και ο Hirschfeld (σημ. 36), φαίνεται ότι βρισκόταν στο ύψωμα, μάλλον επάνω στη νότια πλαγιά, τουλάχιστον, με τέτοιον τρόπο ώστε από τη σχετική θέση να είναι, κατά το δυνατόν, ορατά και τα δύο λιμάνια (όπως π.χ. στο υψόμετρο 76, 9). Στην επίπεδη κορυφή του υψώματος της Μουνιχίας αυτό δεν ισχύει. Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη το ομώνυμο λιμάνι, ο χαρακτήρας της λατρευόμενης λιμενοσκόπου [λιμενοσκόπος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] φαίνεται να θεωρεί αυτήν την οπτική επαφή απαραίτητη, ενώ και με το λιμάνι της Ζέας υπάρχουν, ομοίως, κάποιες στενότερες σχέσεις. Έτσι, η Εκάτη αποκαλείται Ζέα (στον Ησύχ.). Το συμβόλαιο μίσθωσης (Hermes II, 169 κ.εξ., βλ. παραπάνω σημ. 81, 1), το οποίο, όπως απέδειξε ο Kirchhoff μέσω της χρονολόγησης των ιερατικών θητειών, είχε ανιδρυθεί στο ιερό της Άρτεμης, βρέθηκε κοντά στο λιμάνι της Ζέας· ομοίως (προς τα ανατολικά), όπως τώρα μπορώ να βεβαιώσω με ασφάλεια, και η αρχαιότερη επιγραφή εφήβων[88] που δημοσίευσε ο Köhler (Mitth. IV, 324 κ.εξ.), ένα (κρατικό) αντίγραφο της οποίας ανιδρύθηκε (θραύσμ. d. e.): ἐν τῷ ……. ῳ τῷν ἐφήβων, (όπως υποθέτω ἐν τῷ γυμνασίῳ τ. ἐ.)[89], [62] επομένως μάλλον στην Αθήνα. Ωστόσο, ένα ιδιωτικό ανάθημα βρισκόταν στον Πειραιά, και το φυσικότερο είναι (όπως εξαρχής είχε υποθέσει και ο Köhler) αυτό να ανιδρύθηκε στο ιερό της Άρτεμης, προς τιμήν της οποίας πραγματοποιούνταν, κατά κύριο λόγο, οι πομπές των εφήβων.
68. Σε σύγκριση με το ερώτημα της θέσης του ναού, μάλλον μπορούμε να έχουμε μια καλύτερη κρίση σε ό,τι αφορά τον τύπο του λατρευτικού αγάλματος. Για τη σεληνιακή θεότητα Εκάτη, η οποία ταυτοχρόνως αποκαλείται ρητώς φωσφόρος, μπορούμε εύκολα να αποδεχθούμε ότι επρόκειτο για ένα δαδοφόρο άγαλμα. Η παλαιά και σεβάσμια λατρεία της στον Πειραιά επιτρέπει την υπόθεση ότι διασώζονται σχετικές παραστάσεις, και πράγματι αρκετά μνημεία που βρέθηκαν στην παραθαλάσσια πόλη μάς μεταφέρουν ένα ιδιαίτερο και, στα βασικά του σημεία, απολύτως ενιαίο τύπο. Αρχικώς, το πλέον γνωστό, απεικονιζόμενο στο Lebas, Mon. fig., πίν. 45,1, αναθηματικό ανάγλυφο μιας θεάς που φέρει δύο δάδες και ίχνη ενός ιστάμενου στα δεξιά λατρευτή[90]. Εντυπωσιακή ομοιότητα εμφανίζει, παρά την κατά πολύ παλαιότερη τεχνοτροπία (του 5ου αιώνα), ένα ενδιαφέρον άγαλμα από πάριο μάρμαρο, το οποίο, προσώρας, βρίσκεται στο μουσείο του Πειραιά (ύψος: περ. 0,80[91]). Η μαζεμένη εντός του καλύμματος της κεφαλής κόμη, ο ζωσμένος χιτώνας με τις απότομες πτυχώσεις στο στήθος και τις κοντές χειρίδες, το ιμάτιο που περνάει στον αριστερό ώμο αφήνοντας απολύτως ελεύθερο το στήθος και κρατείται κάτω από τον αριστερό βραχίονα, ενώ πέφτει από αυτόν με μεγάλες κάθετες πτυχώσεις: Όλα τα παραπάνω επαναλαμβάνουν, όχι μόνον με αρχαιoπρεπώς επιμελή, αλλά και με απολύτως ανάλογο τρόπο τα στοιχεία του αναγλύφου και μέσω των αυστηρών χαρακτηριστικών επιτρέπουν να φανεί ότι πρόκειται για την επανάληψη ενός λατρευτικού αγάλματος. Οι βραχίονες φέρονται σχεδόν ομοιόμορφα προς τα κάτω και κρατούνται παράλληλα προς το σώμα. Τα χέρια και το αντικείμενο που κρατούσαν (είναι τα μοναδικά που απουσιάζουν από το σε εξαιρετική κατάσταση σωζόμενο άγαλμα) ήταν ένθετα, όπως δείχνουν οπές γομφώσεως στα άκρα των βραχιόνων και, ενδεχομένως, συμφυώς δουλεμένα με τα σύμβολα (δύο δάδες, ή, εν πάση περιπτώσει, δάδα και φιάλη). Ένα ακέφαλο, πολύ μικρότερο άγαλμα στο ίδιο μουσείο, παρά τις κάποιες αποκλίσεις και την όψιμη χρονολόγησή του, παραπέμπει στην ίδια θεότητα[92].
69. Το μικρό, ομοιόμορφα ελλειψοειδές λιμάνι της Μουνιχίας (Φανάρι) προστατεύεται από προεξέχοντες βράχους και προβλήτες που ακόμη και σήμερα αναδίδουν μια αίσθηση ισχύος, μολαταύτα προσώρας εμφανίζει μεγαλύτερες προσχώσεις άμμου σε σχέση με τα υπόλοιπα λιμάνια. Στο νότιο σκέλος της ψαλίδας βρίσκονται ακόμη ένας-δύο κυκλικοί ογκόλιθοι (σπόνδυλοι), ενώ στο βόρειο μια τουλάχιστον τετράπλευρη βάση με κυκλικό εξόγκωμα στη μια επιφάνεια. Φαίνεται ότι και αυτά τα κατάλοιπα προέρχονται από φάρους (βλ. παραπάνω § 56).
Στο βόρειο σκέλος, μεταξύ δύο πυργοειδών προεξοχών, αναγνωρίζει κανείς επάνω σε έναν απότομο βράχο προς τα ανατολικά τις θεμελιώσεις ενός ναόμορφου κτηρίου (βλ. παραπάνω σ. 14, σχέδιο 6)[93]. Κάποια κατάλοιπα λείων κιόνων από ασβεστόλιθο βρίσκονται στο εσωτερικό τους. Για αυτό το ιερό, το οποίο εισχωρεί όσο κανένα άλλο στις λιμενικές εγκαταστάσεις, θα μπορούσα μόνον να υπενθυμίσω την επιγραφή σε εδώλιο θεάτρου: C. I. Att. ΙΙI, 368 Θεᾶς Σωτήρας ἐλλιμενίας[94].
Σχετικά με τα κατάλοιπα και τη διαρρύθμιση των νεωσοίκων στο λιμάνι της Μουνιχίας πρβλ. v. Alten (παραπάνω σ. 14 για τα σχέδια 7-9), με τον οποίο συμφωνώ ότι οι καρίνες των πλοίων ανέβαιναν στους λίθινους διαδρόμους. Ωστόσο, ο λίθος με κοίλανση αύλακας («βάση τοποθέτησης καρίνας») προέρχεται από αύλακα ροής υδάτων.
Τα ανά ομάδες τοποθετημένα κατάλοιπα προβλητών μπορούν να συνδυαστούν πολύ καλά με την υπόθεση των επτά μονάδων τριττύων (§ 61). Μια θέση παρέμενε ελεύθερη ως δίοδος.
70. Σαφή ίχνη του μακεδονικού φρουρίου στο ύψωμα της Μουνιχίας (βλ. § 20) μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, κατά κύριο λόγο, στη δυτική πλευρά. Στην κορυφή, η οποία τώρα φέρει την εκκλησία του Αγίου των βουνών, Προφ. Ηλία, δεν υφίστανται πια διόλου αξιοπρόσεκτα κατάλοιπα. Ο Hirschfeld μνημονεύει έναν-δύο μεγάλους σπονδύλους κιόνων (σ. 17). Ο γράφων είδε μόνον έναν μικρό σπόνδυλο από ασβεστόλιθο, αρράβδωτο, όπως και όλοι οι υπόλοιποι που εμφανίζονται στον Πειραιά και είναι κατασκευασμένοι από αυτό το υλικό.
Στη δυτική πλαγιά του υψώματος, μόλις κάτω από το τείχος του κάστρου, βρίσκεται η είσοδος μιας αξιοπερίεργης, επανειλημμένως συζητηθείσας υπόγειας εγκατάστασης, τη λειτουργία της οποίας, από όσο γνωρίζω, ερμήνευσε ορθώς πρώτος ο Hirschfeld (σ. 17). Μια ευρεία κλίμακα με περίπου 165 αναβαθμούς οδηγεί σε βάθος 65 μέτρων μέσω οριζοντίων στοών που φέρουν επίχρισμα, οι οποίες, με τη σειρά τους, συνδέονται μέσω κάθετων φρεατίων με την επιφάνεια της ακρόπολης. Προφανώς, αυτές οι στοές αποτελούσαν χώρους συγκέντρωσης των διαρρεόντων υδάτων ή οι ίδιες καθιστούσαν προσβάσιμες υπόγειες πηγές. Ότι υπήρχαν οι τελευταίες αποδεικνύεται ακόμη και σήμερα από το «αρτεσιανό φρέαρ» που μπόρεσε να διανοιχθεί αμέσως βόρεια της Μουνιχίας στην πεδιάδα (βλ. τον χάρτη). Σε αυτήν και σε παρόμοιες υδρευτικές εγκαταστάσεις –από τις οποίες τα σημεία αφετηρίας δύο μικρότερων γνωρίσαμε ήδη στον Πειραιά (αυτές φαίνεται ότι διακλαδίζονται εκτενώς και επικοινωνούν πολλαπλώς μεταξύ τους)– παραπέμπουν στα λόγια του Στράβωνα, IX, 395: [63] Λόφος ἐστὶν ἡ Μουνιχία … κοῖλος καὶ ὑπόνομος πολὺ μέρος φύσει τε καὶ ἐπίτηδες. Επίσης, το ακόλουθο: στομίῳ μικρῷ τὴν εἲσοδον ἔχων δύσκολα δύναται να αφορά κάτι άλλο εκτός του κλιμακωτού φρεατίου (πρβλ. Curtius, de port. Ath. σ. 12. Μια σημείωση στο περιθώριο του χειρογράφου του, το οποίο έθεσε ο ίδιος φιλικότατα στη διάθεσή μου, προσφέρει και το επόμενο παράλληλο παράδειγμα: Στράβων IX, 277: ἄντρον κοῖλον κατὰ βάθους, οὐ μάλα εὐρύστομον). Από το γεγονός ότι ο Στράβων στέκεται επί μακρόν σε αυτά τα υπόγεια έργα της Μουνιχίας προκύπτει το συμπέρασμα ότι και στην εποχή του αυτά αποσπούσαν μεγάλο θαυμασμό, και, ενδεχομένως, συνδέονταν με αλλόκοτες αντιλήψεις. Η ισχύς των εγκαταστάσεων, οι οποίες δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί πλήρως, το γεγονός ότι το μακεδονικό φρούριο, όπως φαίνεται, δεν τις είχε χρησιμοποιήσει, αλλά και ότι το υδραγωγείο του Μέτωνος, προφανώς, ξεκινούσε από τα δυτικά όρη, όλα τα παραπάνω επιτρέπουν να διαφανεί, βεβαίως, η μεγάλη παλαιότητά τους[95], ενώ θυμίζουν και τα μινυακά έργα της βοιωτικής γης.
Εδώ αντικρίζουμε ακόμη ένα τεκμήριο για την ύπαρξη μιας αυτόνομης οχύρωσης της Μουνιχίας κατά την Προϊστορική Εποχή. Με άλλη μορφή, επίσης, διατήρησε την αυτονομία της ως κώμη ή συνοικία δίπλα στο άστυ στον Πειραιά, όπως γνωρίζουμε τώρα και επιγραφικώς διαμέσου του παραπάνω αναφερθέντος όρου (§ 16), και όπως αυτό εξάγεται από την τυπική ονομασία ἡ Μουνιχία καὶ ὁ Πειραιεύς. Συγκεκριμένα, κατοικείτο πυκνά η δυτική πλαγιά του υψώματος, όπως πληροφορούμαστε ακόμη και σήμερα από τα πολυάριθμα ίχνη ανδήρων και κτηρίων. Αυτά κάποτε θα συνεισέφεραν σε σημαντικό βαθμό στη γενικότερη γραφικότητα της πόλης.
71. Το τελευταίο μνημείο του Πειραιά, με το οποίο ολοκληρώνουμε την περιπλάνησή μας στην πόλη, μας οδηγεί στο σημείο αφετηρίας, δηλαδή στη συνοικία της αγοράς. Πρόκειται για το διονυσιακό θέατρο ἐμ Πειραιεῖ ή Μουνιχίασιν, το οποίο βρισκόταν αρκετά επάνω από την ιπποδάμεια αγορά και συνδεόταν με αυτή μέσω της γραμμής των κτηρίων μιας οδού[96].
Δυστυχώς, σήμερα μπορούμε να πούμε ελάχιστα για το θέατρο. Παρότι σύμφωνα με το σχέδιο δόμησης της σύγχρονης πόλης όφειλε να διατηρηθεί (βλ. Klenze, aphorist. Bemerk., σ. 290), πριν από ένα-δύο έτη έλαβε χώρα εκσκαφή μεγάλων ποσοτήτων χώματος επάνω από το κοῖλον [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], όπως αυτό αποτυπώνεται στον χάρτη, με σκοπό την κατασκευή ανδήρων κατοικιών. Πρόσφατα (κατά το θέρος του 1880) η ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία [Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία], αφού περάτωσε την ανασκαφή στο θέατρο της Ζέας (§ 40), προέβη και εδώ σε κάποιες τομές. Όπως ακούω, πέραν των αναλημματικών τοίχων, βρέθηκε και ένας υδαταγωγός που περιέτρεχε την ορχήστρα.
___________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [σελ. 64-71 του πρωτοτύπου / Σ.τ.Μ.]
___
[1] [σ. 24] Ο Klenze διείδε ότι η απορροή των ρεμάτων πρέπει να κρατούσε αυτή τη λεκάνη μονίμως σε αχρηστία. Καθώς όμως, όπως και ο Leake, πίστευε ότι πρόκειται για το στρατιωτικό λιμάνι του Κανθάρου, ανέστρεψε τη σχέση ώστε, κατ’ αυτόν, ο βραχίονας του Κηφισού εισήλθε εδώ μεταγενέστερα. Ταύτιζε το χείμαρρο με ένα παλαιότερο ρέμα στα δυτικά, γύρω από την περιοχή της Ηετιώνειας, κάτι που με μια απλή ματιά στις εδαφικές συνθήκες αποκλείεται εντελώς.
[2] [σ. 26] Η σημείωση του Renan σχετικά με τις φοινικίζουσες λαξεύσεις σε βράχο, τις οποίες αναφέρει ο Wachsmuth, σ. 440, σημ. 1, σχετίζεται με ένα σύνολο κάθετων τοιχωμάτων λατομείων μεταξύ των λιμανιών της Ζέας και της Μουνιχίας (που εκεί ονομάζεται ακόμη Φάληρον). Αυτά στη συνέχεια εφοδιάσθηκαν με αναθηματικές κόγχες (πρβλ. § 65). Για άλλες υποθέσεις σχετικά με τα φοινικικά ίχνη βλ. παρακάτω § 64.
[3] [σ. 26] Ο Lolling, Mittheil. d. Inst. I, 131, εγκαταλείπει αυτή την υπόθεση και, παρόλα αυτά, φθάνει στο ίδιο συμπέρασμα. Ερμηνεύει την προσδιοριστική ονομασία βάσει του λευκού χρώματος των βράχων. Στο σκιρώνειο πέρασμα (που σίγουρα παίρνει την ονομασία του από τον Σκίρωνα) δεν υπήρχε, από όσο γνωρίζουμε, κανένα ιερό της Αθηνάς. Επίσης, τα βραχώδη τοιχώματα του «Σκιραδίου» στη Σαλαμίνα (εφόσον η ταύτιση είναι σωστή) λαμπυρίζουν σε κοντινή απόσταση με έντονο ερυθρό χρώμα (και ο Lolling: «διακόπτεται από ερυθρά σημεία») και έχουν, καθώς στρέφονται προς τα βόρεια, έναν, κατά την εμπειρία μου, εξαιρετικώς σκοτεινό χαρακτήρα. Εξ αυτού και το σπίτι του Αράπη [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] («σπίτι των φαντασμάτων»).
[4] [σ. 26] Από τους Λέλεγες και Κάρες δεν μπόρεσα να ανακαλύψω τίποτε. Ο Κάριος Δίας Λαβρανδεύς ανήκει σε μεταγενέστερη εποχή (βλ. παρακάτω § 19 και § 35).
[5] [σ. 26] Οι κοινές χθόνιες λατρείες επιτρέπουν, ομοίως, να εξαχθεί το συμπέρασμα μιας στενής συγγένειας παρά μιας ελληνικής προέλευσης. Ο αρχικώς κοινός προσδιορισμός «Πελασγοί» φαίνεται εδώ, όπως και αλλού, ότι κατατμήθηκε σε αυτόνομες ομάδες που έφεραν εν μέρει μια παρόμοια και εν μέρει άλλες ιδιαίτερες ονομασίες.
[6] [σ. 26] Χάρη συντομίας παραπέμπω στον O. Müller, Orchomenos. Για τους Πελασγούς σ. 434, τους Μινύες σ. 384, τους Καδμείους (Γεφυραίους) σ. 112, τους Θράκες σ. 277. Για την επίθεση των Αόνων, οι οποίοι δεν αποτελούν παρά μια συγκεντρωτική ονομασία (Φιλόχωρος στον Στράβ. IX, 397) βλ. σ. 125. 195.
[7] [σ. 27] Επίσης, ένας βασιλιάς των Ηπειρωτών ονομαζόταν Μούνυχος, Αντων. Λιβ. XIX.
[8] [σ. 27] Ο κοινός μύθος της άρκτου, η ίδια εορταστική περίοδος και τα θρησκευτικά έθιμα το επιβεβαιώνουν. Και ο Deimling, Leleg., σ. 181, ομολογεί: «Η άρκτος, όμως, δεν συναντιέται ποτέ ως ιερό ζώο της λελεγικής θεάς».
[9] [σ. 27] Σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι απαραίτητο ούτε η πρώτη αναφορά στο Ετυμ. Μ. γαμηλία (Furtwängler, Mitth. III, 193 σημ. σύμφωνα με τον Mommsen, Heort. 344) ούτε το χωρίο του Πολυδεύκη να οφείλονται σε σύγχυση.
[10] [σ. 29] Αν και ο Graser (Philol. XXXI, σ. 7, σημ. 8) από τη φράση του Θουκ. Ι, 93, 3 «ἔπεισε δὲ καὶ τοῦ Πειραιῶς τὰ λοιπὰ ὁ Θ. οἰκοδομεῖ» εξάγει το συμπέρασμα μιας πρώιμης χρήσης του λιμανιού της Μουνιχίας, ωστόσο, σε αυτά τα λόγια εκφράζεται μόνον η σχέση με την πρωιμότερη έναρξη που έγινε από τον ίδιο τον Θεμιστοκλή. Ασυνήθης, αλλά μάλλον μόνον εξ αγνοίας ο Κ. Νέπως, Them. 6, 1, για το φαληρικό λιμάνι: «neque magno neque bono».
[11] [σ. 30] Οι δύο όροι του άστεως, βλ. Αθήν. 1878 (VII), σ. 386 κ.εξ.: ἄχρι τῆσδε τῆς ὁδοῦ τὸ ἄστυ νενέμηται, βρέθηκαν 1) πλησίον εἰς τοῦ Βαβούλα τὴν γνωστὴν μάνδραν, δηλ. στις ακόμη διασωζόμενες πύλες της πόλης· 2) ἐν τινὶ οἰκίᾳ τῆς ὁδοῦ ‘Μακρᾶς στοᾶς’ (Κουμανούδης). Και αυτή η οδός βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης. Ο Δημοσθ. 22, 76, συνδέει ρητορικώς ως έργα της μίας λαμπρής εποχής τα ακόλουθα: προπύλαια ταῦτα, ὁ παρθενὼν, στοαί, νεώσοικοι, όπου με το στοαί, κατά πάσα πιθανότητα, εννοούνται εκείνες του Πειραιά.
[12] [σ. 31] Πρβλ. Köhler, Hermes I, 320, σχετικά με τη συμμετοχή του Λυκούργου στην ἱερὰ διοίκησιν: «Οι παραδόσεις της οικογένειάς του μπορεί ομοίως να συνέβαλαν στη στροφή της δράσης του Λυκούργου προς αυτήν την κατεύθυνση».
[13] [σ. 31] Ερμής Ηγεμόνιος στον Περαιά: Αθήναιον VII, 388 (επιγραφή στρατηγών). Ο ίδιος C. I. Att. III, 199 = Kekulé, Thes. 227. Χωρίς προσδιορισμό στον Ross, Demen, 48, 16.
[14] [σ. 31] Ότι ο Άμμων συνανήκει εδώ συμπεραίνεται από την πειραϊκή επιγραφή που δημοσιεύθηκε στο Αθήν. VII, 231. Η μορφή που απαντά στον Ησύχ. Ἀμμών, ἑορτὴ Ἀθήνησιν ἀγομένη, δεν αντιτίθεται σε αυτό. Η σύνδεση με τον Αμφιάραο (στον οποίο θυσιάζουν και οι έφηβοι, βεβαίως, στον Ωρωπό), η οποία προκύπτει από την επιγραφή, παραμένει προσώρας ασαφής.
Ο Ερμής και ο Άμμων, οι οποίοι μοιράζονται και τη θυσία των στρατηγών, ενδεχομένως απέκτησαν μόλις λίγο πρωτύτερα τη λατρεία τους (μέσω του Μ. Αλεξάνδρου;). Πρβλ. Mommsen, Heort., σ. 114, σημ. 2.
[15] [σ. 31] Συνδέω (όπως και ο Hirschfeld, σημ. 40) την επιγραφική πληροφορία για ένα μεγάλο δημόσιο κτήριο αυτής της περιόδου (Εφημ. 1872, αρ. 421) με τα κτήρια των νεωρίων και όχι με το ναό του Διός Σωτήρος, βλ. παρακάτω § 62.
[16] [σ. 32] Πρβλ. Müller, de monumentis Athenarum, τον οποίο ακολουθεί και ο Köhler (C. I. Att. II, 167) προκρίνοντας την περίοδο του Αλεξάνδρου. Οι Wachsmuth (I, σ. 616, σημ. 2) και Schäfer (Δημοσθ. ΙΙΙ, 1, 73) αποδίδουν την πρωτοβουλία στον Δημοχάρη επ’ αφορμή του «τετραετούς πολέμου» (έως το 303). Ωστόσο, στους Βίους δέκα ρητ., 851D, δεν γίνεται η παραμικρή μνεία του Πειραιά και των Μακρών Τειχών.
[17] [σ. 32] Ότι ο Πειραιάς, πέραν της Μουνιχίας, απέκτησε κι άλλο ένα ξεχωριστό φρούριο (στην Ακτή, όπως υπέθεταν) δεν αποδείχθηκε ποτέ. Στους Παυσ. ΙΙ, 8, 6 Πλούτ., Δημ., 34, αναφέρεται απλώς η πόλη μαζί με το φρούριο, καθώς από την C. I. Att. II, 317, προκύπτει μια φρουρά στην Αθήνα και μια στο Μουσείον. Οι μάχες από τον θάνατο του Αντίπατρου έως την κατάκτηση της Αθήνας από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (πρβλ. Leake, Topogr., σ. 290, 291 της γερμ. μτφρ.) περιστρέφονται γύρω από την κατοχή της Μουνιχίας. Για την Ακτή βλ. § 58.
[18] [σ. 32] Φαίνεται ότι ο μικρός, υπό κατασκευή πολεμικός στόλος εφεξής θα χρησιμοποιούσε ως κύριο λιμάνι τη Ζέα.
[19] [σ. 32] Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς μια ανακαίνιση του θεάτρου της Μουνιχίας, όπως επιθυμεί ο Hirschfeld. Επιπλέον, είμαστε πια σε θέση να τεκμηριώσουμε με απόλυτη ασφάλεια αυτό το δεύτερο θέατρο (βλ. § 40).
[20] [σ. 33] Το ὀχυρώτατόν τε καὶ θαλάσσῃ περίκλυστον, ᾧ ναῦς οὐκ ἔχων ὁ Σύλλας οὐδ’ ἐπιχειρεῖν ἠδύνατο, όπου τελικώς ο Αρχέλαος κατέφυγε με τα υπολείμματα του στρατού του (Αππιαν., Μιθρ., 40· Wachsm. I, σ. 327, σημ. 3), με βεβαιότητα δεν ήταν ούτε η Ακτή, ούτε η νήσος Σταλίδα, ούτε ένα ξεχωριστό φρούριο δίπλα στο ύψωμα της Μουνιχίας, αλλά αυτή η ίδια, η ονομασία της οποίας, καθώς ο Αππιανός δεν γνώριζε καθόλου την περιοχή, του ήταν άγνωστη· πρβλ. Πλούτ., Σύλλ., 14.
[21] [σ. 34] Δυστυχώς, ακόμη δεν υπάρχουν αρχειακές έρευνες για τις παλαιότατες ιδρύσεις εκκλησιών, ούτε ακόμη για εκείνες των Αθηνών. Δεν έχει μήτε καν διασωθεί η ονομασία εκκλησιών που είτε αποκαλύφθηκαν προσφάτως είτε εγκαταλείφθηκαν νωρίς.
[22] [σ. 34] Αυτά είναι απολύτως παλαιά και εξυπηρετούσαν, όπως θα δείξουμε, έναν τελείως διαφορετικό σκοπό· βλ. § 58.
[23] [σ. 34] Και στην Ακτή ο Καραϊσκάκης είχε κατασκευάσει κάποιες περιορισμένες οχυρώσεις, βλ. Prokesch, ό.π.
[24] [σ. 34] Η μονή και το κτήριο του τελωνείου αποτελούσαν τα μόνα κτίσματα που ορθώνονταν παλαιόθεν, και τα οποία κατονομάζονται από τους παλαιότερους περιηγητές (πρβ. Dodwell II, 257 της γερμ. μτφρ.).
[25] [σ. 35] Αυτή η σημείωση αποσκοπούσε αρχικώς στην υπόδειξη του κινδύνου ο οποίος, ακόμη και κατά την άνοιξη του 1880, απειλούσε μέσω της χάραξης μια νέας οδού το δεύτερο θέατρο του Πειραιά. Εν τω μεταξύ, αυτή η κατάσταση παρακίνησε την ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία [Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία] στην αποκάλυψη αυτού του θεάτρου, όπως και εν μέρει του εντελώς επιχωσμένου θεάτρου της Μουνιχίας. Βλ. § 40 και σημ. 42 με την ξυλογραφία.
[26] [σ. 35] Το παρατιθέμενο σχέδιο του Schaubert είναι από κάθε πλευρά αξιοπρόσεκτο και ακόμη χρήσιμο λόγω της καταγραφής αρχαίων καταλοίπων, αναχωμάτων, νεωσοίκων στο λιμάνι του Κανθάρου, θεμελιώσεων σπιτιών και υδαταγωγών, που εν μέρει έχουν εκ νέου εξαφανισθεί.
[27] [σ. 36] Σχετικώς με την εικονιστική ανασύσταση της πόλης του Πειραιά.
«Τα σταθερά σημεία για την ανασύσταση των αρχαίων εγκαταστάσεων είναι τα ακόλουθα:
α΄) η κυρία πύλη (Αστικός Πυλών;) στο δακτύλιο του τείχους της βόρειας πρόσοψης (G στην ξυλογραφία της σελ. 16· πρβλ. § 32)·
β΄) ο όρος του Εμπορίου που βρίσκεται in situ, περίπου 100 μέτρα προς τα νοτιοανατολικά του Αγίου Νικολάου μαζί με τη γωνία (ενός περιβόλου) που βρίσκεται 100 μέτρα προς τα νοτιοδυτικά του προηγούμενου, βλ. § 43·
γ΄) η πύλη στον δακτύλιο του τείχους, η οποία βρίσκεται αμέσως νοτιοδυτικά της αρχής του βόρειου Μακρού Τείχους και εξυπηρετεί τη διασύνδεση με την Αθήνα μεταξύ των Μακρών Τειχών·
δ΄) ο λόφος επάνω στον οποίο βρίσκεται ένας ανεμόμυλος, 370 μέτρα βορειοανατολικά του οπτικού τηλεγράφου που είναι τοποθετημένος στο ύψωμα της Ακτής (Μητρώον;), βλ. § 41·
ε΄) ο όρος, ο οποίος βρέθηκε in situ 320 μέτρα σχεδόν αμέσως προς τα νότια και με πολύ μικρή ανατολική απόκλιση από την πύλη μεταξύ των Μακρών Τειχών (c), και φαίνεται ότι σήμαινε το όριο μεταξύ των συνοικιών του Άστεως και της Μουνιχίας, βλ. § 16·
στ΄) το θέατρο που ανακαλύφθηκε το 1880 αμέσως δυτικά του λιμανιού της Ζέας, μεταξύ Ζέας και Κανθάρου, βλ. § 40 και σημ. 42·
ζ΄) το θέατρο στη δυτική πλαγιά του υψώματος της Μουνιχίας, βλ. § 71.
Η φυσική σύνδεση αυτών των σταθερών σημείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι γραμμές μεταξύ των σημείων a και b, c και d, καθώς και μεταξύ e και fκινούνται παραλλήλως μεταξύ τους και ακολουθούν σχεδόν ακριβώς τις οδικές κατευθύνσεις της σύγχρονης αστικής εγκατάστασης. Αυτές οι παράλληλες οδοί, ακολουθώντας το ιπποδάμειο πολεοδομικό σχέδιο, τέμνονται καθέτως από εγκάρσιες οδούς. Διακόπτονται από το θέατρο στο ύψωμα της Μουνιχίας, στο μέσον του οποίου, κατά πάσα πιθανότητα, θα κατέληγε μια εγκάρσια οδός. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι βασικές συνοικίες της δυτικής πόλης ήταν τετραγωνισμένες, ενώ ως μέση απόσταση των εγκαρσίων οδών μπορεί να γίνει αποδεκτή η απόσταση μεταξύ των δύο πυλών (a και c), η οποία ανέρχεται στα 150 μέτρα. Το θέατρο στο λιμάνι της Ζέας αποτελεί, επίσης, μια ένδειξη για τη θέση μιας εγκάρσιας οδού. Νοτιοδυτικά από το λιμάνι της Ζέας και ανατολικά της Ακτής φθάνουν τμήματα της πόλης, οι οδικές κατευθύνσεις των οποίων αποκλίνουν από αυτές της κυρίας αστικής εγκατάστασης, οι κατευθύνσεις αυτές προκύπτουν από τα ακόμη υπάρχοντα κατάλοιπα αρχαίων θεμελιώσεων» Kaupert.
[28] [σ. 37] Ίσως, σύμφωνα με το Σχόλ. Αισχ. ΙΙΙ, § 13, θα πρέπει παρόλα αυτά να αναζητηθεί ομοίως στην Αθήνα και ήταν μόνον λιγότερο διάσημο. Το χωρίο είναι δυστυχώς παρεφθαρμένο: δύο Θησεῖα ἐν τῇ πόλει …. αὐτοῦ ἐπιτάφιον ποιήσαντες καὶ ἔξω τῆς πόλεως ὃ ἔκτισε (Κίμων) αὐτῷ ἱερόν.
[29] [σ. 38] Παλαιότερες ερμηνείες, όπως ἀγορὰ Ἱπποδάμειος (πρβλ. Stuart II, 138 σημ.), είναι απολύτως εσφαλμένες. Ο Curtius, «Άτλας των Αθηνών», σ. 33, κάνει γενικώς λόγο για έναν «αρχαίο χώρο συγκέντρωσης».
[30] [σ. 38] Ομοίως η «ἀνάβασις τοῦ Θεσμοφορίου», όπου τοποθετήθηκε το ψήφισμα C. I. Att. II, 573b (πιθανώς γειτνιάζον, βλ. § 36 στο τέλος). Προσθέτω εδώ ακόμη ένα απόσπασμα του Prokesch, Denkw. II, 650, το οποίο δεν γνωρίζω πού αλλού μπορώ να εντάξω: «Ανεβαίνοντας το φαληρικό ύψωμα (Μουνιχία), βρίσκει κανείς, λίγο πριν εμφανισθεί το λιμάνι του Φαλήρου, τα κατάλοιπα μιας πύλης, η οποία οδηγούσε σε αυτόν τον δήμο· κοντά βρίσκεται το βάθρο ενός αγάλματος».
Προς τα ανατολικά και βορειοανατολικά, αμέσως κάτω από το ύψωμα, βρίσκονται στην κάθετη κατωφέρεια μερικά σπήλαια, τα οποία εν μέρει μάλλον δημιουργήθηκαν από τη διάβρωση του εύθρυπτου κροκαλοπαγούς πετρώματος, εν μέρει καθιστούν φανερή τη χρήση τεχνητών μέσων. Δίνουν την εντύπωση ότι διαχωρίζονται μέσω πεσσών που διαμορφώθηκαν στον βράχο. Λαξεύματα πιο επάνω στον βράχο ενδεχομένως οδηγούσαν τα ύδατα προς τα κάτω.
[31] [σ. 39] Θέατρο και στάδιο που γειτνιάζουν π.χ. στην Αίγινα (Krause, Gymn. u. Agon. I, 134,6). Ήδη ο Gell (Itin. I, σ. 100) αναζητούσε κάτω από το θέατρο της Μουνιχίας ένα στάδιο, πρβλ. Stuart & Revett II, σ. 138 σημ.
[32] [σ. 39] Πρβλ. παραπάνω σ. 18 και Curtius στο κείμενο του «Άτλαντος των Αθηνών», σ. 33, φ. Χ. Από όσα βρήκα, μετρήσιμα ήταν μόνον μια μετόπη (ύψ.: 0,52) και το πλάτος μιας γλυφής των τριγλύφων που συνδέονται με αυτή (= 0,095) επιπλέον, ένα, όπως φαίνεται, τμήμα θριγκού με τετράγωνες φατνωματικές βαθύνσεις.
[33] [σ. 40] Σχετικά με τους δύο όρους του Άστεως βλ. παραπάνω σημ. 11. – Επί τη βάσει της σημερινής κατάστασης των καταλοίπων των πυλών, δεν μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε περισσότερες από μια πυλίδες. Από τις δύο πύλες επιθυμώ να επιλέξω τη δυτική, καθώς η κατασκευή της γειτνιάζουσας ανατολικής φαίνεται ότι συναρτάται με τα Μακρά Τείχη.
[34] [σ. 41] Σκληρότερος και καλύτερης ποιότητας ήταν ο ἀκτίτης λίθος, εξ αυτού και χρησιμοποιείτο σε ιδιαιτέρως φροντισμένα κτήρια, όπως φαίνεται στην Εφημ. Αρχ. 1872, 421, στίχος 14: τεμεῖν καὶ κομίσαι ἐξ Ἀκτῆς.
[35] [σ. 41] Ξενίζει ίσως, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η θέση της βόρειας πύλης με τις «αρματροχιές», η οποία φαίνεται αποκομμένη από την πλευρά της πόλης. Παρόλα αυτά, αυτή θα πρέπει να κατασκευάσθηκε μετά την τοποθέτηση του δευτέρου πειραϊκού σκέλους, όταν το λατομείο ήδη λειτουργούσε και μεταξύ των σημείων έναρξης των δύο Μακρών Τειχών στον Πειραιά υπήρχε πλέον ανάγκη νέων οδών επικοινωνίας. Θα κατασκευάσθηκε μάλλον και ένα ανάχωμα, το οποίο θα μείωνε την κατωφέρεια του εδάφους.
[36] [σ. 41] Το γεγονός ότι τα Μακρά Τείχη αποτελούνταν εν μέρει από αυτό το μαλακότερο υλικό απαντά, κατά κάποιο τρόπο, και στο ερώτημα του Klenze (ό.π.) ως προς τη θέση που αυτό βρίσκεται. Το συναντά κανείς ιδιαιτέρως στο νότιο τμήμα του μεσαίου τείχους, πολλαπλώς διαβρωμένο εξαιτίας της υγρασίας και θρυμματισμένο σε μικρά κομμάτια.
[37] [σ. 41] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχαία κατάλοιπα στα σύγχρονα εργοτάξια του Πειραιά συχνά απομακρύνθηκαν και ενόψει προσεχών οικοδομήσεων. Στην περίπτωσή μας, αυτό ισχύει για την ιωνική βάση, η άνω επιφάνεια της οποίας, όπου και βρισκόταν ο κίονας, φέρει χαραγμένο το σημείο ΑΣΚΛΗ // (το υπόλοιπο έχει αποσπαστεί). Σχετικώς με την ύπαρξη και θέση ενός Ασκληπιείου στον Πειραιά βλ. παρακάτω § 66.
[38] [σ. 42] Ακριβώς όπως στο ιερό του ιδίου θεού στη Μεγαλόπολη (Παυσ., VIII, 30, 10), επίσης εκεί ομοίως κοντά στην αγορά. Όπως στον Πειραιά η Αθηνά, έτσι και ο Δίας στη Μεγαλόπολη είναι σύνναος της ομώνυμης πολιούχου και πανελληνίας θεάς Άρτεμης. Αμφότερα τα γλυπτά των δύο πόλεων είναι έργα του πρεσβύτερου Κηφισοδότου. Η αναλογία είναι εντυπωσιακή, καθότι διόλου συμπτωματική.
[39] [σ. 42] Σχετικά με την εορτή βλ. Mommsen, Heort., σ. 452. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν μπορεί η θυσία, όπως διατείνεται ο τελευταίος (σ. 454), να λάμβανε χώρα σε άλλο μέρος πέραν του Πειραιά. Ο Δίας Σωτήρ ως φύλακας του οπισθοδόμου και το Διισωτήριον στην Ακρόπολη (σ. 450, 2) προέκυψαν μόνον (ήδη στον Leake, Topogr., σ. 250, σημ. 2) εξαιτίας μιας παρερμηνείας του αριστοφάνειου χωρίου που αναφέρεται παραπάνω στο κείμενο. Φαίνεται ότι η Νίκη συμπεριλαμβανόταν στη λατρεία. Στο λατρευτικό άγαλμα του ναού ο Δίας απεικονίζεται με σκήπτρο και τη Νίκη (δίπλα η Αθηνά με το δόρυ), ενώ στον Δημοσθ., Προοίμ., 54, αναφέρεται, προφανώς σε σχέση με τον Πειραιά: ἐθύσαμεν τῷ Διὶ τῷ Σωτῆρι καὶ τῇ Ἀθηνᾷ καὶ τῇ Νίκῃ. – Κάθισμα ιερέα στο θέατρο: C. I. Att. ΙΙI, 281· τιμητικές επιγραφές C. I. Att. II, 325, 26.– Επιγραφές εφήβων, οι οποίοι εκτελούν τις νενομισμένες θυσίες, Mommsen, Heort., σ. 453· C. I. Att. II, 471 και αλλού. – Όψιμο ανάθημα C.I. Gr. I, 246· C. I. Att. III, 167.
Σύνδεση με άλλες λατρείες συνάγεται από τη C. I. Att. II, 616 (ψήφισμα Ερανιστών;), στίχος 23οἱ ἱεροποιοὶ τῷ Διὶ τῷ Σωτῆρι καὶ τῷ Ἡρακλεῖ καὶ τοῖς Σωτῆρσι, καθώς και πρόσφατα Αθήν. ΙX, 234 (Ασκληπιός και Υγιεία).
[40] [σ. 44] Αμέσως μετά δημοσιεύθηκε σε ελληνικές εφημερίδες από τον Μελετόπουλο. Ανατύπωση: Αθήν. VIII, 296· Bull. de corr. hell. III, 510 κ.εξ. Στη συνέχεια, το πραγματεύθηκαν οι Bursian και Schaefer, βλ. Jahrbücher für Philolog. 1880.
[41] [σ. 44] Αυτής της άποψης είναι ο αρχιτέκτων κύριος Bohn, ο οποίος ερεύνησε τα κατάλοιπα μετά από παράκλησή μου. Πρβλ. επίσης Hirschfeld, σημ. 36.
[42] [σ. 45] Ως τέτοιον τον θεωρούσαν, ήδη, οι παλαιότεροι τοπογράφοι πρβλ. Stuart & Rev. II, σ. 139 (βέβαια, πίστευαν ότι πρόκειται για το θέατρο της Μουνιχίας), Dodwell II, σ. 262, Leake, σ. 280 κ.εξ., Curtius, deport. Ath. σ. 50 κ.εξ.: «plane mirum est etiamnunc reperiri, qui duo in his locis theatra ut fuerint, concedere nolint». Διαφωνούσαν ιδιαιτέρως οι Ulrichs II, σ. 180, σημ. 54· W. Gurlitt, Jahrb. f. Phil. 1869, σ. 147· Hirschfeld, σ. 21, σημ. 34. Ακολουθεί η αποτύπωση του Borrmann μαζί με τις επεξηγήσεις του:
«Το χωρίς αμφιβολία, σύμφωνα με τον σχεδιασμό του, ελληνικό θέατρο του Πειραιά, το οποίο παρουσιάζεται εδώ σε κάτοψη (και τομή), εδράζεται σε μια φυσική εδαφική κατωφέρεια μικρού ύψους, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί δυνατή η λάξευση στο ασβεστολιθικό έδαφος μόνον των κατώτερων βαθμίδων, ενώ, αντιθέτως, τα τμήματα του κτίσματος που βρίσκονταν υπεράνω του εδάφους έπρεπε να ανεγερθούν επί τεχνητών υποδομών από ασβεστόλιθο. Οι τελευταίες αποτελούνται από έχοντα ακτινωτή διάταξη κατώτερα τοιχώματα πλάτους περ. 90 μ., τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους διαμέσου τοίχων τοποθετημένων σε ομόκεντρη διάταξη περιμετρικά της ορχήστρας, και μαζί με αυτούς χρησίμευαν στη στήριξη των εδωλίων. Αυτές οι υποδομές έχουν διατηρηθεί τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι δυνατός, με αρκετή ασφάλεια, ο καθορισμός των διαστάσεων και της διαρρύθμισης του χώρου των θεατών. Το εύρος της ορχήστρας είναι 16,50 και το μέγιστο εύρος του κοίλου, όσο αυτό διατηρείται, περίπου 46,40.
Από το ορατό άνω μέρος του κτίσματος λείπουν τώρα τα πάντα. Δεν βρίσκεται πια in situ ούτε μια σειρά εδωλίων. Μόνον στα χαμηλότερα, αργότερα επιχωσμένα τμήματα στην πλαγιά του λόφου υπάρχουν ακόμη οι λαξεύσεις για τα καθίσματα και τις βαθμίδες που περιτρέχουν την ορχήστρα, όπως και ο πώρινος αγωγός απορροής των υδάτων (πρβλ. το σχέδιο τομής). Μόνον μερικά θραύσματα των εδωλίων ήλθαν εκ νέου στο φως, από τα οποία ένα είχε πιθανώς αχρηστευθεί ήδη κατά την κατασκευή του και εντοιχίσθηκε στις θεμελιώσεις ως κάλυμμα του αρχαίου πηγαδιού (στο σημείο Α της κάτοψης). Η μορφή των εδωλίων είναι ίδια με εκείνη του διονυσιακού θεάτρου των Αθηνών και, επίσης, για παράδειγμα, του θεάτρου της Σεγέστας, με το οποίο το πειραϊκό κτήριο εμφανίζει κάποιες συγγένειες τόσο ως προς τις διαστάσεις όσο και ως προς τον τρόπο οικοδόμησης και διαρρύθμισης. – Αναλόγως με το τελευταίο, μπορεί κανείς και για την προκειμένη περίπτωση να υποθέσει, σε μικρό ύψος από το έδαφος, την ύπαρξη ενός διαζώματος στη εσωτερική ζώνη των τοίχων, στο οποίο ενδεχομένως θα κατέληγαν εξωτερικές είσοδοι. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, υπολογίζοντας το πλάτος ενός καθίσματος στα 0,55, το θέατρο θα είχε, στη σημερινή του κατάσταση, χωρητικότητα περίπου 2.000 θεατών.
«Είναι αξιοπερίεργο ότι στην επιφάνεια του τοίχου της σκηνής και των παρασκηνίων, ήδη σε αυτό το βάθος, εμφανίζονται τα σαφώς χαραγμένα περιγράμματα και οι οπές για κυκλικά στηρίγματα, τα οποία ήταν διατεταγμένα στο ίδιο πλάτος άξονος έχοντας μόνον ένα ευρύτερο κεντρικό άνοιγμα. Από τον τοίχο που βρισκόταν πίσω από τη σκηνή διασώζεται, μάλιστα, ακόμη in situ ένας σπόνδυλος κίονα (σημείο Β της κάτοψης). Καθώς, όμως, η σκηνή είναι αδύνατον να βρισκόταν τόσο χαμηλά, θα πρέπει μάλλον να υποθέσει κανείς ότι εδώ υπήρχαν μόνον κάποια λίθινα στηρίγματα για μια ελεύθερα κατασκευασμένη ανωδομή από ξύλο». Σημειώνω μόνον ότι το εντοιχισμένο εδώλιο, το οποίο αναφέρει ο κ. Borrmann, φαίνεται ότι επιβεβαιώνει την ανακαίνιση του θεάτρου που επισημαίνεται στο κυρίως κείμενο.
[42β] [σ. 45] Μήπως πρέπει να συσχετισθεί η άλλη θεατρική οικοδομική επιγραφή του 4ου αιώνα (C.I. Att. II, 573) με την ίδρυση του θεάτρου μας; Πρβλ. επίσης W. Gurlitt, de foris Athenarum, σ. 155 κ.εξ. της «Satura philol.» στον Sauppe, 1879.
[43] [σ. 45] Ο Papasliotis, arch. Anz. 1855, σ. 83, περιγράφει τη θέση όχι ιδιαιτέρως υποδειγματικά: «στη νότια πλαγιά της πειραϊκής χερσονήσου, η οποία κλίνει προς τη Μουνιχία ή το λιμάνι της Ζέας του Ulrlich, αλλά όχι εκτός αυτής (της Μουνιχίας;)»· Velsen, αυτόθι. σ. 115, «στη νότια πλαγιά της πειραϊκής χερσονήσου, το σήμερα αποκαλούμενο ‘Βουνό των ανεμόμυλων». Επίσης εδώ, «εἰς τοὺς μύλους» Εφημ. ΙΙ, 1 = C. I. Att. II, 619. –Επιγρ. ελλην., 34 = Foucart No. 16 («ἄνωθεν τῶν μύλων»). – Arch. Anz. 1866, 116 Fouc. αρ. 30 («στους μύλους») = Αθήν., VII, 388, 2 επιγραφές: («πρὸς τῷ μύλῳ»). Τέλος, στην εποχή μου, περισσότερα ευρήματα στη νοτιοανατολική πλαγιά (οικία Ν. Ιωαννίδη) Αθήν., VIIΙ, 237, 295· Mitth. d. Inst. IV, 334 (όχι, όμως, η επιγραφή εφήβων, αυτόθι 324 κ.εξ., για την οποία βλ. § 67). – Όταν ο Hirschfeld, σημ. 43, λέει ότι ο Papasliotis του έδειξε τη θέση που σημαίνεται στο σχέδιό του, πιθανώς ο δεύτερος δεν συγκρατούσε πια ακριβώς στη μνήμη του την τοποθεσία.
[44] [σ. 46] Βλ. σχετικά παραπάνω § 34 και § 38· επιπλέον, την επόμενη θέση που σημαίνεται με «A. R.» νοτιοανατολικά του θεάτρου, στην οποία βρήκα ναυτικές επιγραφές που είχαν υποστεί αυλακώσεις σε δεύτερη χρήση και εμφάνιζαν διαφορετική κατάσταση διατήρησης· βλ. § 44.
[45] [σ. 46] Μια (τώρα καλυμμένη) κλίμακα 12 βαθμίδων, που κατεβαίνει στο έδαφος οδηγεί σε διαδρόμους που πορεύονται οριζοντίως προς νοτιοανατολική και νοτιοδυτική κατεύθυνση, οι οποίοι, με τη σειρά τους, επιτρέπουν την πρόσβαση σε θολωτούς και φέροντες επίχρισμα χώρους με πηγάδι· στο μέσον αυτών βρίσκονται κάθετα φρέατα πηγαδιών που συνεχίζονται επίσης προς τα επάνω, έως την επιφάνεια της γης. Το σύνολο του ενδιαφέροντος συστήματος αυτής της υπόγειας υδρευτικής εγκατάστασης θα χρειαζόταν λεπτομερέστερη τεχνική έρευνα. Στη συνέχεια, θα έχω ευκαιρία να επανέλθω σε αυτό και να χρησιμοποιήσω συγκριτικό υλικό από άλλη πλευρά. Πρβλ. § 70.
[46] [σ. 46] C. I. Att. ΙΙI., 1280a στο τέλος: ἱέρεια Ἀφροδίτης … ἱέρεια Συρίας θεοῦ. Έπαινος μιας ιέρειας της Συρίας: C. I. Att. II, 627. Αντιθέτως, το Μητρώον διέθετε ιερέα και ιέρεια. Χρονολόγηση σύμφωνα με τον πρώτο, πρβλ. επίσης C. I. Att. III. 94, ἐπὶ ἱερέως Φιλήμονος.
[47] [σ. 47] Ο λίθος στην άνω επιφάνειά του είναι φθαρμένος, όπως παρατηρεί κανείς σε τέτοιου είδους μνημεία που βρίσκονται σε σημεία διασταύρωσης με ζωηρή κυκλοφορία (πρβλ. επίσης Ulrichs, Reisen II, σ. 193 κ.εξ.· ο ίδιος, αυτόθι: «Νοτίως, πλησίον του λίθου, παρατηρεί κανείς θεμελιώσεις με λιθοπλίνθους, οι οποίες φαίνεται ότι ανήκαν σε ένα κτήριο που βρισκόταν μεταξύ Κανθάρου και Εμπορίου»). Επομένως, πρόκειται μάλλον για τη συνέχεια του τοίχου μας έως κοντά στον λίθο.
[48] [σ. 47] Πρβλ. Pervanoglu, Βullet. dell’ Inst. 1868, σ. 161. Κυρίως βλ. Κουμανούδη στην εφημερίδα Παλιγγενεσία της 23ης Ιανουαρίου 1868: ὀπίσω (δηλ. για τον ερχόμενο από τα βόρεια) τοῦ Τελωνείου ἐν τῷ ὅρμῳ, ἔνθα πρὸ ἐτῶν ἐστάθμευεν ἡ λέμβος τοῦ βασιλέως Ὄθωνος.
[49] [σ. 48] Οι σημαντικότερες από αυτές, τις οποίες μετέγραψα με τον C. Schäfer, σχολιάστηκαν από τον τελευταίο στο Mitth. d. Inst. V, σ. 43 κ.εξ.
[50] [σ. 48] Η επιγραφή οικοδόμησης τείχους που σχετίζεται με τους Μικίωνα και Ευρυκλείδη: C. I. Att. II 379· το θραύσμα ενός καταλόγου τραγωδιών, Αθήν. ό.π. σ. 5· Hirschf., arch. Zeitung 1873, σ. 105: Μια βάση με ίχνη ποδιών, τμήμα γείσου και θραύσμα με σταγόνες, τα οποία δεν είδα πλέον.
[51] [σ. 48] Οι κεραμίδες αἱ ἐπὶ τὴν σκευοθήκην (επιγρ. αρ. XI, στίχος 109) είναι «κέραμοι χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα του υλικού από το οποίο είχαν κατασκευασθεί» Boeckh. Ομοίως και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά μέλη που αναφέρονται στους στίχους 111 και 115. Όταν ο Rayet, (Collect, de Rayet, σ. 27 κ.εξ., αρ. 104, 105) ταυτίζει στον κατάλογο πωλήσεων της συλλογής του τις πήλινες λεοντοκεφαλές, οι οποίες υποτίθεται ότι βρέθηκαν στο τελωνείο [Δογάνα] με τους ἡγεμόνες λεοντοκεφάλους της Σκευοθήκης (Boeckh XI, 111 κ.εξ.), μπορούμε να αγνοήσουμε αυτήν την άποψη. – Σχετικά με τη σύνθεση της ζωφόρου της φιλώνειας Σκευοθήκης θα έκλινε κανείς στη συσχέτισή τους με τα ανάγλυφα (Archäol. Zeitg. 1866, πίν. CCXIV. CCXV, 1· πρβλ. Schöne, griech. Rel. 56).
[52] [σ. 49] Τα υπόλοιπα πολεμικά λιμάνια έχουν πολύ απότομα άκρα· επιπλέον, το λιμάνι της Ζέας καλυπτόταν με μεγάλη πυκνότητα. Από τα περαιτέρω ναυπηγεία, μπορώ να προτείνω μόνον τα βορειοανατολικά άκρα της Ηετιώνειας, εκ νέου σε αναλογία προς τις σημερινές συνθήκες.
[53] [σ. 49] Στράβ. 794 εἶτα τὸ Ποσείδιον, ἀγκὼν τις ἀπὸ τοῦ Ἐμπορίου καλουμένου προπεπτωκώς.
[54] [σ. 49] «Το γεγονός ότι στα πολεμικά ναυπηγεία δεν επιτρεπόταν στον καθένα η είσοδος είναι αδιαμφισβήτητο. Μάλιστα, στη Ρόδο απαγορευόταν επί ποινή θανάτου η είσοδος σε συγκεκριμένα ναυπηγεία (Στράβ. 653)». Ulrichs II, σ. 195.
[55] [σ. 50] Ο Ulrichs II, σ. 200, θεωρεί πολύ σωστά ότι πρόκειται για μια βασιλική, τη διαχωρίζει όμως απολύτως από τις «5 στοές». Πρβλ., ωστόσο, και Bursian, Geogr. I, σ. 266.
[56] [σ. 50] Αθήν. VI, 152 κ.εξ. «στῆσαι πλησίον τοῦ Σατύρου καὶ Λεύκωνος». Το ανάγλυφο ανιδρύθηκε κοντά στον τόπο εύρεσης του, στην οικία Μελετόπουλου. Τώρα, έχει κατασκευασθεί ένα εκμαγείο για το Μουσείο του Βερολίνου.
[57] [σ. 50] Μια ζωγραφική αναπαράσταση της Ελένης, έργο του Ζεύξη, βρισκόταν, επίσης, στη στοὰ τῶν ἀλφίτων, Bekk. anecd. Gr., 385, Ευστάθ. για Ιλ. Λ 630.
[58] [σ. 50] Συμφωνώ με τον Graser, Philol. 1871 (31), σ. 55. Οι δύο σωζόμενοι λίθοι μνημονεύουν δύο διαφορετικούς χώρους αποβίβασης, και επομένως προϋποθέτουν τουλάχιστον έναν ανά περίπτωση μη σωζόμενο όρο. Δεν είναι δυνατόν όλος ο χώρος του Αφροδισίου, έως τα δυτικά του βόρειου άκρου του λιμανιού, να προοριζόταν μόνον για μια κατηγορία μικρών πλοίων, τα πορθμεῖα. Για τις ὁλκάδες, οι οποίες, όπως και σήμερα, μπορούσαν να προσορμίζονται (και οι μόλοι καθιστούσαν μη αναγκαία οποιαδήποτε άλλη μεσολάβηση), δεν θα έμενε, σε μια τέτοια περίπτωση, καθόλου διαθέσιμος χώρος. Η ακτή της Ηετιώνειας (την οποία υποθέτει ο Wachsmuth I, σ. 323) είναι πολύ απομακρυσμένη και, όπως θα δούμε, έφερε ένα περίβλημα για άλλους σκοπούς. Ακόμη και σήμερα υφίσταται ανά ένας χώρος στάθμευσης μικρότερων σκαφών στους δύο τόπους εύρεσης· στο μέσον λαμβάνουν θέση τα πλοία φορτίου. Στον χώρο του μικρού, σε κάθε περίπτωση, λιμανιού –για τα μέτρα της τότε παγκόσμιας οικονομίας–, θα πρέπει να επικρατούσε μια ακριβέστατη κατανομή και τάξη.
[59] [σ. 51] [όχι 50, όπως αναγράφεται / Σ.τ.Μ.] Στο Μουσείο βρίσκεται, επίσης, μια κεφαλή Τραϊανού, ο ακριβής τόπος εύρεσης της οποίας δεν μου είναι γνωστός, όπως και δύο ακόμη ρωμαϊκές εικονιστικές κεφαλές.
[60] [σ. 51] [όχι 50, όπως αναγράφεται / Σ.τ.Μ.] Η καμπή του βόρειου οχυρωματικού τείχους προς τα νοτιοδυτικά εμφανίζεται ακριβέστερα στο σχέδιο του Schaubert –ο οποίος φαίνεται ότι είδε πολύ περισσότερα– από ό,τι στον δικό μας χάρτη. Στη γραμμή του σιδηροδρόμου δεν διεμβάλλονται ίχνη τείχους ή θεμελιώσεων. – Ομοίως, Ulrichs II, σ. 182 και Kaupert ό.π. στους δικούς του μικρούς εποπτικούς χάρτες των οχυρώσεων.
Από το ανάχωμα σώζονται σημαντικά κατάλοιπα εντός της θάλασσας, τα οποία σήμερα έχουν ενσωματωθεί στον νέο μόλο. Σε αναλογία μπορεί να φαντασθεί κανείς τα αναχώματα της Βενετίας ή εκείνο το τμήμα της Ιεράς Οδού, το οποίο περνούσε μεταξύ των αλμυρών λιμνών (Ῥειτοί) και της θάλασσας, επάνω από την αμμοθίνη, και δεν τις παρέκαμπτε, όπως πιστευόταν έως τώρα.
[61] [σ. 51] χηλὴ γάρ ἐστιν τοῦ Πειραιῶς ἡ Ἠετιωνεία καὶ παρ’ αὐτὴν εὐθὺς ὁ ἔσπλους ἐστίν.
[62] [σ. 52] Η θεώρηση τειχών κατασκευασμένων κατά το πολυγωνικό σύστημα ως ιδιαιτέρως αρχαίων αποτελεί σήμερα μια ξεπερασμένη θέση. Αναλόγως των αναγκών και του υλικού, πολυάριθμα κατάλοιπα αρχαίων τοίχων σπιτιών στον Πειραιά και αλλού εμφανίζουν πολυγωνική συναρμογή.
[63] [σ. 52] [Η ονομασία] κωφὸς λιμήν δύναται να παραπέμπει μετωνυμικώς μόνον σε ένα ήσυχο ή άδειο λιμάνι (όπως εμείς κάνουμε λόγο για ένα «κούφιο καρύδι»), και όταν στους Ζηνόβ. IV, 68, και Σουίδ. λ. κωφότερος τοῦ Τορωναίου λιμένος αυτή η παροιμιώδης έκφραση εξηγείται με την επισήμανση ότι στον τελευταίο, εξαιτίας της περιορισμένης επικοινωνίας με τη θάλασσα, δεν ακουγόταν πια ο παφλασμός των κυμάτων, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμβαίνει το ίδιο και με το δικό μας λιμάνι. Κάθε επισκέπτης θα αντιληφθεί με εντονότερο τρόπο την ησυχία και μοναχικότητα αυτού του όρμου, λαμβάνοντας υπόψη την άμεση γειτνίαση με το θορυβώδες λιμάνι του Πειραιά. Στα Νέα Ελληνικά «κουφό λιμάνι» ονομάζεται ένα μη χρησιμοποιήσιμο, «ψεύτικο» λιμάνι (πρβλ. Perrot, Revue crit. 1877 II, σ. 234.).
[64] [σ. 53] Περιέργως, δεν βρέθηκε κάποιος συνδετικός τοίχος μεταξύ αυτού και της γένεσης του μόλου. Μήπως ο αποκλεισμός του λιμανιού μέσω μιας αλυσίδας από πύργο σε πύργο δεν γινόταν από τον μόλο;
[65] [σ. 54] [όχι 53, όπως αναγράφεται / Σ.τ.Μ.] Αυτό μου φαίνεται ότι είναι απολύτως σαφές πως συμπεραίνεται από τα λόγια του Κυριακού Αγκωνίτη στο Epigr. reperta per Illyr. XVI· Wachsm. I, σ. 728, όπου αναφέρει για το λιμάνι του Πειραιά «et ad faucem ingens marmoreus leo»· εδώ αντιστοιχεί η θέση την οποία, σύμφωνα με τον Curtius, de port. Ath., σ. 33, αυτός καταλαμβάνει στο σχέδιο του λιμανιού από το τετράδιο σχεδίων του Αγ. Γάλλου. Πρώτος ο Curtius σημειώνει ορθά ότι εδώ υπήρχε μόνον ένας λέων. – Βεβαίως, κατά τον 17ο αιώνα αυτός βρισκόταν ήδη στον εσωτερικό (βορειοανατολικό) όρμο του λιμανιού πρβλ. το σχέδιο των Γάλλων μηχανικών στο Laborde, Athènes II, σ. 61. Η μετατόπιση δεν μπορεί να έλαβε χώρα ούτε υπό τους Acciaiuoli ούτε υπό τους de la Roche (πρβλ. Herzberg, Geschichte Griechenlands im Mittelalt. II, 204). Πιθανώς, ο λέων κατέληξε εκεί από πρωτοβουλία των ανθρώπων της γειτονικής μονής του Αγ. Σπυρίδωνα, οι οποίοι και σε άλλες περιπτώσεις συγκέντρωναν αρχαιότητες.
[66] [σ. 54] Ενδεχομένως, μπορεί, εν τω μεταξύ, να σχετίζεται με κάποιον άλλο τάφο μια σαρκοφάγος που μνημονεύεται στον Wheeler (ΙΙ, σ. 211), περίπου 100 βήματα από το λιμάνι «proche de quelques grottes taillées dans le roc»· πρβλ. Dodwell ΙΙ, 267.
[67] [σ. 54] Μόνον στους Stuart & Revett II, σ. 140 κ.εξ., βρίσκω τον ορθό χαρακτηρισμό: «μια μεγαλοπρεπής τετράγωνη βάση». Ίσως τότε διατηρούνταν κάτι από το θεμέλιο.
[68] [σ. 54] Κάποια θραύσματα λιθοπλίνθων (από το αλλοτινό θεμέλιο) που κατέπεσαν μέσα αργότερα έχουν καταστεί πάλι συμφυή εξαιτίας των ασβεστολιθικών αποθέσεων των υδάτων, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην θεωρήσουμε ως ημιτελείς τις κοιλότητες των τάφων στον βράχο.
[69] [σ. 54] Περίπου 9 βήματα προς τα βόρεια βρίσκονται τέσσερις έως πέντε μικρές επιμήκεις έως τετράγωνες οπές στον βράχο (όχι στρογγυλές, όπως αναφέρει ο Hirschfeld, σημ. 50), στις οποίες, ενδεχομένως, ήταν τοποθετημένες επιτύμβιες στήλες (από κενοτάφια;). Πρβλ. το σχέδιο της νοτιοδυτικής γωνίας του τείχους της Ηετιώνειας από τον Alten, όπου βρίσκονται παρόμοιες οπές. – Οι Dodwell II, 260, και Leake, σ. 271, σημ. 3, μνημονεύουν στη θέση μας και ένα «κάλυμμα σαρκοφάγου»· ο δεύτερος, επίσης, αναφέρει «έναν μικρό κίονα ή επιτύμβια στήλη της συνήθους μορφής».
[70] [σ. 54] Το Θεμιστόκλειον που αναφέρει ο Αριστοτέλης, Περὶ τὰ ζῶα ιστ. (VI, 569b 9 κ.εξ.), και συγκαταλέγει μαζί με άλλα σημεία στη Σαλαμίνα και τον Μαραθώνα στους ἐπισκίοις καὶ ἑλώδεσι τόποις, όπου ιδίως αναπτύσσονταν οι σαρδέλες, θα πρέπει να αναζητηθεί στον φαληρικό όρμο, που, βέβαια, έβριθε από μνημεία θαλασσοπόρων (από τον Θησέα έως τον Αριστείδη). Επιπλέον, εδώ η ρηχή θάλασσα φημιζόταν, επίσης, για την ποιότητα και τις μεγάλες ποσότητες αυτών των ψαριών (βλ. τις θέσεις στα Meursius «de Pireo», κεφ. X· Gronov. Thes. V, 1943), τα οποία αλιεύονται ακόμη και σήμερα. Ulrichs ΙΙ, σ. 165, σημ. 21.
[71] [σ. 56] Δεν μπόρεσα να βρω τους, ομοίως εκεί, αναφερόμενους «τοίχους από αργολιθοδομή πλησίον του τάφου του Θεμιστοκλέους».
[72] [σ. 56] Εδώ δεν είναι η θέση για ακριβέστερες, αναγκαστικώς και μετρολογικές έρευνες σχετικά με τα κατάλοιπα αρχαίων ελληνικών ιδιωτικών οικιών. Εξ αυτού, μόνον μερικές σημειώσεις. Οι τοίχοι αποτελούνται από ακανόνιστο ασβεστολιθικό υλικό και συναρμόζονται κατά το πολυγωνικό σύστημα, ενώ σε τοίχους μεγαλύτερου πάχους εμφανίζεται η διπλή σειρά με γέμισμα μικρών αργών λίθων (σχετικά με τη χρήση ξυλοδεσιάς σε έναν τοίχο του Πειραιά πρβλ. τη σημείωση του Dumont, Revue archéeol. 1867, II, σ. 227). Εσωτερικά και εξωτερικά παρατηρεί κανείς σε αυτά τα ταπεινότερα σπίτια τη χρήση ενός παχύρευστου εξισορροπητικού κονιάματος με πολλές στρώσεις, η ανώτερη από τις οποίες είναι βαμμένη ομοιόμορφα, σποραδικώς και με ερυθρές φλέβες ή με υπόλευκο-γκρίζο φυσικό χρώμα. Το πάχος των τοίχων, συμπεριλαμβανομένου του κονιάματος, φαίνεται ότι ανερχόταν στον 1,5 ή τους 2 αττικούς πόδες. Τα συνήθως αλλού συχνά απαντώμενα κατώφλια θυρών από ασβεστόλιθο (πλάτους έως 1,75 μέτρα), τα οποία ήταν, όπως και οι παραστάδες, ιδιαιτέρως συναρμοσμένα, στην περίπτωσή μας δεν έχουν διατηρηθεί. Το δάπεδο αποτελείται από πατημένο χώμα με, τα ήδη μνημονευθέντα, βότσαλα σχήματος μολυβδίδος, τα οποία συχνά δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια (μεγάλη ομοιότητα παρουσιάζουν τα σημερινά λιθόστρωτα αυλών και εισόδων). Στο βόρειο σπίτι, μια στενή είσοδος οδηγεί απευθείας από τα δυτικά σε έναν κατά κάποιο τρόπο αύλειο χώρο, γύρω από τον οποίο είναι διατεταγμένα τα υπόλοιπα δωμάτια. Στον άξονα αυτής της εισόδου βρίσκεται στην αρχαία θέση του ένα χαμηλός κυκλικός κιονίσκος από ασβεστόλιθο, ο οποίος είναι στερεωμένος στο έδαφος με ένα παχύ, αδρά κατεργασμένο τόρμο. Στην άνω επιφάνεια φέρει μια τετράγωνη οπή ένθεσης. Πολύ συχνά συναντά κανείς αυτούς τους κιονίσκους απομακρυσμένους από τη θέση τους και διάσπαρτους. Φαίνεται ότι αυτοί έφεραν τα μικρά οικιακά ιερά, λ.χ. της Εκάτης. – Η οριοθέτηση του δεύτερου σπιτιού αναγνωρίζεται μέσω μιας λοξής μεσοτοιχίας. Ενδεχομένως, στο άνδηρο της (ανατολικής) οπίσθιας πλευράς βρίσκονταν μικροί κήποι. Εκεί και (οι πάντα πολυπληθείς) δεξαμενές, οι οποίες, κατά κύριο λόγο, διέθεταν καλοδουλεμένα στόμια από ασβεστόλιθο. Στα στενά φρέατα εμφανίζονται, συνήθως, αντιθετικά τοποθετημένες κοιλότητες που διευκόλυναν την κάθοδο.
[73] [σ. 56] Επάνω από αμφότερες τις πλευρές της κάθετης εντομής βρίσκονται ανά τρία εγκάρσια ίχνη τοποθέτησης, τα οποία αντιστοιχούν αναμεταξύ τους με τέτοιο τρόπο, όπως στην περίπτωση που θα περνούσαν επάνω τους δοκοί. Εκ των υστέρων, παρατηρώ ότι ο λειασμένος βράχος επάνω από ένα λοξά εισερχόμενο λατομικό φρεάτιο στην Κόρινθο εμφανίζει την ίδια κατασκευή (οπές για την τοποθέτηση των κεφαλών των δοκών).
[74] [σ. 57] Η συνήθης λύση ανάγκης της χρήσης του ονόματος ενός ήρωα (Φρέατος), στην οποία κατέφευγαν ήδη οι Αρχαίοι (πρβλ. Wachsm. I, 326, 2) δεν χρειάζεται να απασχολήσει κανέναν σοβαρά. – Όπως ρηματικά θέματα απλών ενεργειών αναβιβάζονται σε γενική έννοια μιας ενέργειας μέσω της κατάληξης τύς, π.χ. στα ἀκοντιστύς, κιθαριστύς, η επιμέρους πράξη εμφανίζεται οιονεί μόνιμη, έτσι και για συγκεκριμένα πράγματα σε αυτό αντιστοιχεί η συνοπτική απόδοση μιας ενότητας, η προσηγορική έννοια, π.χ. στο τριττύς, ἑκατοστύς κ.ά.
[75] [σ. 57] 1) C. I. Att. I, 517 και Suppl. (βρέθηκε μεταξύ των οδών Άρεως και Σωκράτους, κοντά στην καθολική εκκλησία: Δεῦρε Ἐλευσινίων τριττὺς τελευτᾷ, Περαιῶν δὲ τριττὺς ἄρχεται).
2) Αθήν. VΙΙI, 291 κ.εξ. (όπως μου ανακοίνωσε προσωπικά ο ευρέτης, ο λίθος ήλθε στο φως στη γωνία των οδών Λεωσθένους και Αρτέμιδος): δεῦρε Παιανιῶν τριττὺς τελευτᾷ, ἂρχεται δὲ Μυρρινουσίων τριττύς.
3) Μεταγράφηκε από τον γράφοντα στον Πειραιά· πρβλ. Mitth. d. Inst. V, σ. 85. Βρέθηκε ανατολικά του λιμανιού της Ζέας, περίπου 130 μέτρα προς τα βόρεια της «Συνοικίας των Επαύλεων» του Ziller («A. R.» στον χάρτη): δεῦρε Περαιέων (Πρασιέων;) τριττὺς τελευτᾷ, Θριασίων δὲ ἄρχεται τριττύς.
4) Μεταφέρθηκε στην Αθήνα (C. I. Att. I, 518). Δεν είναι πια εφικτή με ασφάλεια η ανασύσταση του κειμένου.
[76] [σ. 58] Κατά τον Θουκυδ. ΙΙ, 13 (δημηγορία Περικλέους) οι Αθηναίοι στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου διέθεταν 300 έτοιμες προς πλουν τριήρεις· 300 καθελκύουν στον Αριστοφ., Αχ., 544· στον Ξενοφ. (Κύρ. VII, 1, 27) υπήρχαν στα ναυπηγεία και στη θάλασσα συνολικά 400 (Στράβ. IX, 395D). Και κατά τον 4ο αιώνα, ο πραγματικός αριθμός των πλοίων –ένα μέρος των οποίων ήταν διαρκώς εν πλω, ενώ άλλα παρέμεναν παροπλισμένα– ήταν μεγαλύτερος από εκείνον των νεωσοίκων.
[77] [σ. 58] Βεβαίως, είναι σχεδόν δελεαστικό να αξιοποιήσει κανείς υπέρ της αποδοχής 6 + 6 τριττύων στα μικρότερα λιμάνια ή, τουλάχιστον, στο λιμάνι του Κανθάρου το Σχόλιον στον Αριστοφ., Ειρ., 154: ὁ Κανθάρου λιμήν, ἐν ᾧ τὰ νεώρια ἐξήκοντα (ανά 10 νεώσοικοι για τις 6 τριττύς = 60). Ωστόσο, στο ούτως ή άλλως παρεφθαρμένο χωρίο, το αριθμητικό ψηφίο βασίζεται σε εσφαλμένη συμπλήρωση. Αναγνωρίσαμε ήδη παραπάνω τη λέξη νεώρια ως γενική αναφορά σε ναυπηγικές εγκαταστάσεις.
[78] [σ. 58] Τέτοιοι βρίσκονται, επίσης, στο λιμάνι της Μουνιχίας (βλ. το ειδικό σχέδιο 7 του Alten, σ. 14). Τέλος, μήπως οι ακρωτηριασμένοι κορμοί κιόνων της περιγραφόμενης από τον Ross (Boeckh, Seeurk., παράρτ.) «βυζαντινής στοάς» στο λιμάνι του Κανθάρου αποσπάστηκαν και αυτοί από παρόμοιες κιονοστοιχίες;
[79] [σ. 59] Εξαιρουμένου του όρου του Εμπορίου, καμία από αυτές τις αρχαίες επιγραφές όρων δεν διατηρείται πια στην αρχική της θέση. Ο όρος της συνοικίας της Μουνιχίας βρέθηκε όρθιος στην αρχαία θέση του, ωστόσο δυστυχώς απομακρύνθηκε.
[80] [σ. 59] Εναντίον ενός ναού για τον Δία Σωτήρα, το όνομα του οποίου αναφέρεται εκεί, στρέφονται, πέραν του τόπου εύρεσης (στα ανατολικά του τελωνείου, στη θέση που παραπάνω αποδόθηκε στη Σκευοθήκη) και άλλων λόγων (Hirschf. σημ. 40), και οι κρηπιδαῖοι λίθοι· επομένως, ανεγέρθηκε ένα κτίσμα από τα θεμέλια.
[81] [σ. 59] Πρβλ. Ευστρατιάδης στην Παλιγγενεσία της 10ης Σεπτεμβρίου 1866. Wescher, Rev. arch. 1866, I, σ. 349 κ.εξ. Πρόκειται για τα εξής: 1) συμβόλαιο μίσθωσης με πρόστυπη ανάγλυφη παράσταση μιας παράδοσης, πρβλ. Kirchhoff, Hermes II, 169 κ.εξ. Schöne, gr. Rel., 115· Heydemann, die ant. Marm., 738. – 2) Αναθηματικό ανάγλυφο για τον Δία Φίλιο, Schöne, 105· Heydemann, 736. – 3) Ανάγλυφο με τον Πάνα και τις Νύμφες, Schöne, 117· Kekulé, Thes., σ. 81· Heyd., 737. – 4) Ερμαϊκή στήλη «γενειοφόρου Διονύσου», Heyd., 733. – 5) Αγαλμάτιο Κυβέλης, Heyd., 734. – 6) Κεφαλή Πανός, Heyd., 735 [ο Πάνας σε αγαλματικούς τύπους βρέθηκε και σε άλλες θέσεις του Πειραιά, πρβλ. Heyd., 13 και Kekulé, 48].
[82] [σ. 59] Βλ. το σχέδιο στον Alten, σ. 13, 4. Διαστάσεις κατά μέσον όρο: Βάθος περ. 0,95-1 μ. πλάτος: 0,55 εκ. μήκος: 0,90-1,10 μ.
[83] [σ. 60] Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα. Η αναφορά του Renan, Mission de Phénicie, σ. 423, «on m’a dit, qu’à Phalère près d’Athènes il y a des coupes perpendiculaires dans le rocher, qui rappellerait les caveaux de Saida» σχετίζεται, προφανώς, με αυτήν τη θέση και, μάλλον, δεν είναι τόσο άστοχη. Εντυπωσιακές ομοιότητες στη διάρθρωση και τη συνολική διαρρύθμιση, αν και όχι στις μορφολογικές λεπτομέρειες, παρουσιάζει η μεγάλη κόγχη με τον μεμονωμένη θάλαμο στην περιοχή του ναού του el Maabed (Amrit). Πρβλ. Reber, Kunstgesch., εικ. 88.
[84] [σ. 60] Πρβλ. ένα ανάγλυφο φιδιού, αγνώστου τόπου εύρεσης (επίσης από εκεί;), στο κεντρικό μουσείο των Αθηνών [Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο / Σ.τ.Μ.] (αρ. ευρ. 2229):
ΗΔΙΣΤΙΟ (ν)
ΔΙΙ
ΜΙΛΙΧΙΩΙ
[85] [σ. 60] Η χθόνια φύση και αυτού του θεού προκύπτει από την ανίδρυση του αγάλματός του με διονυσιακά σύμβολα στον ναό της Δήμητρας και Κόρης.
Μας δίδεται εκ νέου η ευκαιρία να παραπέμψουμε στα σημεία επαφής μεταξύ Άργους, Σικυώνας και Πειραιά διαμέσου της Άρτεμης Μουνιχίας (βλ. παραπάνω), αλλά και με τη Μεγαλόπολη, της οποίας έγινε επανειλημμένως μνεία.
[86] [σ. 60] Ο (Πειραιώτης;) ιερέας του Δ. Φ. κατείχε ένα κάθισμα στο αθηναϊκό θέατρο (C. I. Att. III, 285). Πρόσφατα, ήλθαν στο φως, επίσης σε μια θέση των Αθηνών (κοντά στο Αστεροσκοπείο), δύο επιγραφές σε ασβεστόλιθο και μια ανάγλυφη στήλη, οι οποίες συνδέουν ακόμη στενότερα τις δύο θεότητες: 1) Διὶ Μειλιχίῳ Ζωπυρίων 2) Ἡλίῳ καὶ Διὶ Μειλιχίῳ Μαμμία· 3) το ανάγλυφο, αρκετά όμοιο με εκείνο στον Schöne (105), με αετό κάτω από τον θρόνο: Ἐρανισταὶ Διὶ Φιλίῳ ἀνέθεσαν ἐφ’ Ἡγησίου ἄρχοντος (κατά το έτος 324). Πρβλ. Αθήν.,VΙΙΙ, 288 κ.εξ.).
[87] [σ. 61] Η Φωσφόρος ταυτίζεται με την Εκάτη, βλ. παραπάνω § 12· κάθισμα ιερέως δᾳδοφόρου ἐμ’ Πειραιεῖ: C. I. Att. III, 366.
[88] [σ. 61] Η αναφορά (ό.π. 334) βασίζεται σε σφάλμα τα υπόλοιπα εκεί αναφερόμενα ευρήματα, κοντά στον υδαταγωγό, αποκαλύφθηκαν πολύ αργότερα, αφότου ήδη, προ πολλού, είχα δει και μεταγράψει αυτήν την επιγραφή.
[89] 89) [σ. 61] Το μεταγενέστερα αποκαλούμενο «Διογένειον»;
[90] [σ. 62] Η Κόρη θα προϋπέθετε τη Δήμητρα και, απλώς, δεν τεκμηριώνεται. Εξίσου απίθανο το ενδεχόμενο της Δήμητρας με δύο δάδες σε αναθηματικό ανάγλυφο (Overbeck, Kunstmyth. IV, 514)· – μπορούμε να συμπληρώσουμε, επίσης ασύμβατο με λατρευτικά αγάλματα σε ήρεμη στάση.
[91] [σ. 62] Δεν υπάρχει ακόμη καμία μνεία. Κατασκευάζεται τώρα εκμαγείο για το Μουσείο Βερολίνου.
[92] [σ. 62] Τον ίδιο τύπο αναπαριστά το καλλιτεχνικά ήδη ωριμότερο, ονομαζόμενο άγαλμα της Σαπφούς στη Villa Albani (Overbeck, Kunstmyth. Atlas XΙV, ΙΙ).
[93] [σ. 62] Παρατηρήθηκε από τον Graser (Philol. XXXI, σ. 39, ο οποίος θεωρεί ότι η εγκατάσταση δημιουργήθηκε για την κάλυψη ενός ρήγματος των βράχων (!)) και από τον Hirschfeld (σ. 15), ο οποίος παραπέμπει στον βωμό της Μουνιχίας. Σχετικά βλ. παραπάνω § 67. Παρόλα αυτά, δεν πρόκειται για κάποιον βωμό, αλλά για την κάτοψη ενός κτίσματος με αρκετά αδύναμους τοίχους.
[94] [σ. 62] Η επιγραφή ξεκινά στο αριστερό άκρο ενός λίθινου καθίσματος και φαίνεται ότι στην αρχή είναι πλήρης, καθώς όλες οι αντίστοιχες επιγραφές άνω και κάτω δεν προεξέχουν περισσότερο προς τα αριστερά.
[95] [σ. 63] Ανάλογα φαινόμενα είναι και από αλλού γνωστά. Από την Αθήνα, μνημονεύω στον Λυκαβηττό δύο υψηλά, ωστόσο μικρά φρέατα, τα οποία έχοντας κλίση προς την είσοδο οδηγούν τα ύδατα σε ένα σημείο από όπου αντλούνται ακόμη και σήμερα. Βλ. Ziller, Mitth. d. Inst. II, πίν. 9 (άλλα σ. 127 κ.εξ.). Περαιτέρω, βρήκα πρόσφατα σε ανταπόκριση της εφημερίδας Παλιγγενεσία της 22ας Μαρτίου 1880 από το Ναύπλιο την ακόλουθη σημείωση:
Παρὰ τὴν ἁγίαν Μονὴν ἀνεκαλύφθη παρὰ τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ κτερίου [sic] φρέαρ, διαμέτρου 0,80 περίπου καὶ βάθους 6,50. Εἰς τὸ βάθος τοῦ φρέατος τούτου καὶ εἰς τὴν ΒΑ. αὐτοῦ πλευρὰν ὑπάρχει ἐντετμημένη θύρα ἄγουσα εἰς θολωτὸν διάδρομον ἐπίσης εἰς τὸν βράχον, εὔθραυστον ὄντα, λελαξευμένον, μήκους 5,20 καὶ πλάτους 0,65. Ἀπὸ τὸ ἄκρον τοῦ διαδρόμου τούτου ἄρχεται ἑτέρα διακλάδωσις διευθυνομένη πρὸς μεσημβρίαν μέχρις ἀποστάσεως 3,40, ἐντεῦθεν δ’ ἑτέρα πρὸς ΝΔ ἐκτείνεται μέχρις ἀποστάσεως 14 μέτρων, διακοπτομένης τῆς πρὸς τὰ πρόσω πορείας ἐκ μεγάλων καταπτώσεων. Ἡ τρίτη διακλάδωσις τοῦ ὑπογείου τούτου εἰσέρχεται εἰς τὸν κῆπον τῆς μονῆς διερχομένη κάτωθεν χαράδρας βάθους τεσσάρων μέτρων.
Στον ίδιο τον Πειραιά, οι εγκαταστάσεις που αναφέρθηκαν ήδη στις § 44 και § 58 είναι βέβαιο ότι ανήκουν όλες στην ιστορική εποχή.
[96] [σ. 63] Πρβλ. Ξεν., Ελλ. ΙΙ, 4, 32· Αθήν. VI, 1877, σ. 158 κ.εξ. η πομπὴ για τον Διόνυσο. Για τα υποθετικώς θεωρούμενα κατάλοιπα του ιερού του Διονύσου βλ. παραπάνω § 31. Ο ήρωας Ἀκρατοπότης (Αθήν. II, 39c) μάλλον λατρευόταν σε αυτόν τον χώρο.
A. Milchhoefer
___________________________
KARTEN VON ATTIKA
______
AUF VERANLÄSSUNG DES
KAISERLICH DEUTSCHEN ARCHÄOLOGISCHEN INSTITUTS
UND MIT UNTERSTÜTZUNG DES
K. PREUSSISCHEN MINISTERIUMS DER GEISTLICHEN, UNTERRICHTS- UND MEDICINAL-ANGELEGENHEITEN
AUFGENOMMEN DURCH
OFFIZIERE UND BEAMTE DES K. PREUSSISCHEN GROSSEN GENERALSTABES
MIT ERLÄUTERNDEM TEXT
HERAUSGEGEBEN
VON
E. CURTIUS und J. A. KAUPERT
_______
ERLÄUTERNDER TEXT
_______
HEFT II
VON
ARTHUR MILCHHOEFER
_________________
NEBST VIER KARTEN IN FOLIO
ATHEN-PEIRAIEUS ATHEN-HYMETTOS KEPHISIA PYRGOS
_________________
BERLIN 1883
DIETRICH REIMER
Τεύχος II
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
______
ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ
E. CURTIUS ΚΑΙ J. A. KAUPERT
_______
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
______
ΤΕΥΧΟΣ ΙΙ
ΤOΥ
ARTHUR MILCHHOEFER
________
ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΦΥΛΛΑ ΧΑΡΤΩΝ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ
ΑΘΗΝΩΝ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ – ΑΘΗΝΩΝ-ΥΜΗΤΤΟΥ – ΚΗΦΙΣΙΑΣ – ΠΥΡΓΟΥ
____________
ΒΕΡΟΛΙΝΟ 1883
DIETRICH REIMER
Αθήνα-Πειραιάς
(Χάρτες της Αττικής – φ. ΙΙΙ)
[1] Με το Τμήμα «Αθήνα-Πειραιάς» αρχίζει η σειρά των φύλλων των αττικών χαρτών που έχουν υλοποιηθεί σε κλίμακα 1:25.000, το πρώτο από τα οποία (φ. ΙΙΙ) συντάχθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ταυτόχρονα με εκείνο του Πειραιά (φ. ΙΙ), τον χειμώνα του 1876/77 από τον κύριο von Alten. Περιέχει την περιοχή δυτικά από την Αθήνα, τον κάτω ρου του Κηφισού και ένα μέρος των «βουνών του Σκαραμαγκά». Η ακτογραμμή ξεκινά στα δυτικά, εκεί όπου αυτά τα βουνά φθάνουν στη θάλασσα και ο δρόμος προς το πορθμείο της Σαλαμίνας περιορίζεται στη στενή λωρίδα μεταξύ βράχου και θάλασσας, ενώ εκτείνεται προς τα ανατολικά συμπεριλαμβάνοντας την πειραϊκή χερσόνησο, τον φαληρικό όρμο και την παραλία που συνεχίζει σε νοτιοανατολική κατεύθυνση έως το σημείο όπου σε μια μικρή λωρίδα γης υπάρχει το μικρό εκκλησάκι του Αγ. Κοσμά.
Καθώς όλες οι οδικές κατευθύνσεις και λοιπές εγκαταστάσεις εξαρτώνται από τη γειτονική πρωτεύουσα, ενδείκνυται και είναι ευκολότερη η λεπτομερέστερη επισκόπηση εκείνων των βασικών κατευθύνσεων, οι οποίες ξεκινούν ακτινωτά από την Αθήνα προς:
Ι. τον φαληρικό όρμο,
ΙΙ. τον Πειραιά,
ΙΙΙ. το πορθμείο της Σαλαμίνας,
IV. τον Σκαραμαγκά και τον κόλπο της Ελευσίνας,
V. το Δαφνί (στην Ιερά Οδό).
Ι. Αθήνα-Φάληρο
Η αμαξιτή οδός, η οποία σήμερα στρίβει νοτιοανατολικά από την Ακρόπολη στην κοιλάδα μεταξύ του υψώματος της Πνύκας και των λόφων του Ιλισσού για να προσεγγίσει μέσα από τη συντομότερη ευθεία τη θάλασσα, καταλήγει στο βραχώδες ύψωμα που τώρα φέρει συνήθως την ονομασία Αγ. Γεώργιος, από το εκκλησάκι που βρίσκεται στην κορυφή του. Κατά το παρελθόν, αλλά και σε νεότερες εποχές, η θέση ονομαζόταν Τριπύργι (Ulrichs, Reisen u. Forschungen II, σ. 162), προφανώς σε ανάμνηση των τριών μεσαιωνικών πύργων-παρατηρητηρίων, οι οποίοι ανήκουν στο είδος που απαντά αρκετά συχνά στην ακτή. Η περιοχή χρησιμοποιείται για κολύμβηση ακόμη και σήμερα, από μερικές αθηναϊκές αστικές οικογένειες, οι οποίες αποφεύγουν τη θορυβώδη παραλία του «Νέου Φαλήρου» στη Μουνιχία. Το τελευταίο τμήμα της διαδρομής καταλαμβάνεται από το έλος που περιβάλλει τον δυτικό όρμο δημιουργώντας μια ευρεία ζώνη έως τον Πειραιά (στο δυτικό πέρας τώρα έχει μερικώς επιχωματωθεί ή διαρρυθμιστεί μέσω ορυγμάτων), ενώ μια αμμοθίνη το χωρίζει από τη θάλασσα. Το σύνολο της κοιλότητας, η τωρινή ελώδης κατάσταση της οποίας οφείλεται επιπλέον και σε υπόγειες πηγές που την τροφοδοτούν, ονομάζεται «Μυσιά».
Η περιοχή ανατολικά από την αμαξιτή οδό, την οποία συμπεριλαμβάνει ο χάρτης μας, ανήκει, από τοπογραφικής άποψης, ήδη στις προκείμενες περιοχές του Υμηττού. Παρόλα αυτά, είναι σωστό να συνδέσουμε άμεσα αυτό το τμήμα (που το διαχωρίζει η λωρίδα στεριάς του Αγ. Κοσμά) με τις συζητήσεις που αφορούν τον φαληρικό όρμο.
Ο Στράβωνας (IX, 398), όπως και ο Παυσανίας (Ι, 31, 1), αρχίζει την απαρίθμηση των αττικών δήμων που βρίσκονται προς τα ανατολικά του Φαλήρου με τον Aλιμούντα. Το συμπέρασμα ότι ο Αλιμούς βρισκόταν κοντά στη θάλασσα δεν μαρτυρείται βέβαια ευθέως, ωστόσο αυτό μπορεί να εννοηθεί γιατί συντρέχουν πολλοί λόγοι.
[2] Καταρχάς, αυτό επιβεβαιώνεται από την ονομασία (στο λεξικό κυρίων ονομάτων των Pape-Benseler μεταφράζεται ως «παραθαλάσσιο χωριό»). Έπειτα, στην περιοχή του δήμου ανήκε επίσης το ακρωτήριο Κωλιάς, όπου βρισκόταν το ιερό της Δήμητρας, το οποίο αναφέρεται ότι βρίσκεται κοντά του (Ησύχ. λ. Κωλιάς· ἔστι δε καὶ Δήμητρος ἱερὸν αὐτόθι πολύστυλον), και δεν είναι άλλο, όπως εξάλλου πληροφορούμαστε και από τον Πλούταρχο (Σόλων, 8), από το περίφημο Θεσμοφόριο του Αλιμούντα (Παυσ. I, 31, 1· Κλήμ. Αλεξ., Προτρ., 21). Και μόνον λόγω αυτού ο Αλιμούς δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί, όπως θεωρούν οι Hanriot (Recherches s. 1. topogr. des dèmes de l’Attique, σ. 70) και Bursian (Geogr. v. Grld. I σ. 361), στην περιοχή Τράχωνες νότια από την Αθήνα (βλ. Τμήμα «Υμηττός»), η οποία απέχει τουλάχιστον 12 στάδια από τη θάλασσα και, επιπλέον, όπως θα προκύψει παρακάτω, πρέπει να ταυτισθεί με τον πολυπληθή δήμο της Αιξωνής, ο οποίος μαζί με τις γειτονικές Αλές Αιξονίδες κυριαρχούσε σε όλη την έκταση της νότιας ακτής έως τη Βάρη (Ανάφλυστος). Εάν, ωστόσο, ο Αλιμούς σύμφωνα με τον Δημοσθένη (Έφ. προς Ευβουλίδην, 1302 § 10) απείχε από την Αθήνα 35 στάδια, τότε απομένει για αυτόν μόνον η περιοχή μεταξύ του Αγ. Γεωργίου (Τριπύργι) και του Αγ. Κοσμά, και υπό στενότερη έννοια μόνον η περιοχή που βρίσκεται αμέσως προς τα ανατολικά του πρώτου σημείου (νότια από τον Αγ. Θεόδωρο). Αυτή η λωρίδα ονομάζεται Καλαμάκι, μια ονομασία η οποία μπορεί πολύ εύλογα να προέρχεται (όπως υποθέτει ο Leake, Demen, σ. 46 της γερμ. μτφρ.) από τον Αλιμούντα· τουλάχιστον σήμερα δεν ευδοκιμεί εκεί καθόλου η καλάμη [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]. Κατά τον ίδιο τρόπο, με το ακρωτήριο της Κωλιάδος μπορούν να συσχετισθούν είτε η βραχώδης απόληξη του Τριπυργίου είτε η λωρίδα γης του Αγ. Κοσμά. Η τελευταία δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ακρωτήριο (ἄκρα Παυσ. I, 1,4· Στέφ. Βυζ. στο σχετ. λ.)· εντούτοις, για εμένα το κρισιμότερο είναι ότι ο Παυσανίας (ό.π.) αναφέρει το ακρωτήριο μαζί με το ιερό της Αφροδίτης αμέσως μετά το Φάληρο, ενώ αντίθετα μνημονεύει το Θεσμοφόριο των Αλιμουντίων μόλις στην τοπογραφική απαρίθμηση μνημείων που έπονται (Ι, 31, 1). Επομένως, επιστρέφω στην άποψη του Leake και ταυτίζω την Κωλιάδα με το ακρωτήριο στο Τριπύργι, το οποίο οριοθετεί από τα ανατολικά τον φαληρικό όρμο. Σε αυτήν την ταύτιση αντιστοιχεί πλήρως η σημείωση στον Στέφανο Βυζάντιο Κωλιάς, ἄκρα ἤτοι Φαληροῖ ἀκτή. Η παρομοίωση με ένα σκέλος που προεξέχει προς τη θάλασσα γίνεται ακόμη πιο διαφωτιστική εάν κάποτε η θάλασσα εισερχόταν πιο βαθιά στον όρμο, μια πιθανότητα που αποδέχεται και ο Ulrichs (Reisen II, σ. 160· πρβλ. Χάρτες της Αττικής I, σ. 24 § 6). Τέλος, εάν μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας επιβεβαιώθηκε ο παλαιός χρησμός του Λυσιστράτου, σύμφωνα με τον οποίο «οι γυναίκες της Κωλιάδος (μάλλον οι γυναίκες του Αλιμούντα) θα άναβαν φωτιά με ξύλα από κουπιά», όταν με τη βοήθεια του δυτικού ανέμου μεταφέρθηκαν εδώ τα συντρίμμια του περσικού στόλου (Ηρόδ. VIII, 96 πρβλ. Στράβ. IX, 398), τότε δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω αυτήν ως τη μόνη θέση στην οποία θα οδηγούνταν τα πλοία παρασυρμένα από το θαλάσσιο ρεύμα της πειραϊκής χερσονήσου[1].
Όπως είναι γνωστό, ο Ulrichs μετατόπισε τώρα τον δήμο Φαληρέων στο Τριπύργι και προώθησε το ακρωτήριο της Κωλιάδος στον Αγ. Κοσμά. Σημειώνω αμέσως ότι με αυτόν τον τρόπο το Θεσμοφόριο και ο Αλιμούντας τοποθετούνται πιο κοντά στο Φάληρο από ό,τι ο ναός της Αφροδίτης και η Κωλιάς (για τα αντεπιχειρήματα βλ. παραπάνω) και ότι κατά τον ίδιο τρόπο η απόσταση του Φαλήρου από το ακρωτήριο της Κωλιάδος, αντίθετα από όσα παραδίδει ο Παυσανίας (Ι, 1, 4), θα εκτεινόταν αντί των 20 σε περισσότερα από 25 στάδια. Μια περαιτέρω προβληματική κατάσταση, η οποία με οδηγεί να αντιταχθώ κατηγορηματικά στην άποψη του Ulrichs, αποτελεί το γεγονός ότι ο ίδιος αναγκάζεται να τοποθετήσει τον δήμο εξωτερικά, δηλ. ανατολικά του φαληρικού τείχους, το οποίο, όπως πολύ σωστά ο ίδιος αποδέχεται, κατευθύνεται από την Αθήνα προς τον Αγ. Γεώργιο. Σχετικά με ίχνη τειχών τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως κατάλοιπα του φαληρικού τείχους πρβλ. Ulrichs, Reisen II, σ. 162· Curtius, att. Studien I, σ. 73· Kaupert, «die Befestigungsmauern Alt-Athens κλπ.» στο Monatsber. d. k. Akad. d. Wiss. zu Berlin 1879, σ. 632 κ.εξ., με τον οποίο συμφωνώ απολύτως όταν τοποθετεί το σημείο αφετηρίας κοντά στον αθηναϊκό περίβολο του τείχους ανατολικά από την Ιτωνία Πύλη, αρ. 5 στον εποπτικό χάρτη. Αντίστοιχα με την αμαξιτή οδό προς Πειραιά, η μεν οδός προς τον Αλιμούντα θα κινκινείτο αμέσως έξω από τα Μακρά Τείχη, ενώ μέσα από αυτά κινούνταν εκείνη που οδηγούσε προς τον φαληρικό όρμο.
Βεβαίως, από τα σωζόμενα κατάλοιπα μόνον λίγα μπορούν να αποδοθούν με ασφάλεια στο φαληρικό τείχος[2]. Τα «σαφή ίχνη» που, σύμφωνα με τον Curtius, αποκαλύφθηκαν κατά την κατασκευή της φαληρικής οδού [3] δεν υφίστανται πλέον. Ο Ulrichs πιστεύει, πάντως, ότι σε πολλές θέσεις «στα δεξιά του δρόμου προς την Αθήνα, εντός των αμπελώνων» ανακάλυψε αδιάψευστα ίχνη τους. Πρόκειται μάλλον για τις λιθοπλίνθους που σημειώνονται στον χάρτη προς τα ανατολικά του Αγ. Γεωργίου και προς τα νότια του Αγ. Θεοδώρου. Εξίσου σε μικρό βαθμό σχηματίζουν συνεκτικές θεμελιώσεις οι μεμονωμένες λιθόπλινθοι που παρατηρήθηκαν (Kaupert ό.π. υπ’ αρ. 3) σε μια ρεματιά που εκτείνεται προς τα βόρεια του Αγ. Θεοδώρου, οι οποίες θα μπορούσαν, ωστόσο, να προέρχονται όπως και οι προαναφερθείσες από το τείχος και να σηματοδοτούν την κατά προσέγγιση πορεία του. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν αυτό να ακολουθούσε έναν ουσιαστικά διαφορετικό δρόμο. Ως προς το μήκος του, αυτό δεν διαφοροποιήθηκε από τις διάφορες δυνατότητες χρήσης του εδάφους· ο Kaupert (ό.π. σ. 633) υπολογίζει το μήκος της εξωτερικής πρόσοψής του σε 6.438 μ., τα οποία αντιστοιχούν ακριβώς στα 35 στάδια που αναφέρει ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 13). Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι διαστάσεις συμπίπτουν με την απόσταση που παραδίδει ο Δημοσθένης (βλ. παραπάνω) για τον Αλιμούντα. Αναγνωρίσαμε αυτόν τον δήμο στα οικιστικά κατάλοιπα προς τα ανατολικά και προς τα νοτιοανατολικά του Αγ. Γεωργίου (πρβλ. τον χάρτη). Το ακρωτήριο αυτό καθαυτό δεν εμφανίζει κανένα σημάδι κατοίκησης. Ήδη ο Ulrichs (σ. 162) μνημονεύει δύο δεξαμενές «σε έναν γειτονικό λόφο». Καθώς ο ίδιος επιθυμούσε να μεταφέρει τον δήμο Φαληρέων κοντά στον Άγιο Γεώργιο, στην πράξη δεν του έμενε καμία άλλη επιλογή από τη μετατόπισή του προς τα ανατολικά και έξω από το σκέλος του τείχους, εκεί όπου εμείς αναζητούμε τον Αλιμούντα. Κι αυτό διότι προς τα δυτικά το τείχος σε μήκος 5 σταδίων προς την ενδοχώρα οριοθετείται σχεδόν άμεσα από την ελώδη ζώνη, η οποία φαίνεται ότι κατά την Αρχαιότητα σχημάτιζε τον πυθμένα της θάλασσας. Κατά τον Παυσανία, η θάλασσα βρισκόταν σε απόσταση περίπου 20 σταδίων από την Αθήνα (VIII, 10, 3 σταδίους μάλιστα εἴκοσιν ἀφέστηκε τῆς πόλεως ἡ πρὸς Φαλήρῳ θάλασσα) το ίδιο βεβαιώνει και το Σχόλ. Αριστοφ. Όρνιθ. 1694 (ἐν τῷ Φαληρικῷ, ἀπέχοντι σταδίους εἴκοσιν) καθώς και ο Ησύχ. λ. Κλεψίῤῥυτον. Ταυτόχρονα, πληροφορούμαστε ότι σε αυτό το μέρος πηγές που τώρα βρίσκονται στο έλος κάποτε ανάβλυζαν στον (Φαληρικόν) όρμο.
Εάν, τώρα, τον δήμο αυτόν καθαυτόν, τον οποίο ο Παυσανίας χωρίς να αναφέρει αποστάσεις συνδέει άμεσα με τη Μουνιχία (Ι, 1, 4 ἔστι δὲ καὶ ἄλλος Ἀθηναίοις ὁ μὲν ἐπὶ Μουνυχίᾳ λιμὴν - - - ––ὁ δὲ ἐπὶ Φαλήρῳ), χώριζε, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, απόσταση 20 σταδίων από το ακρωτήριο της Κωλιάδος, τότε πιστεύω ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αντίστροφα αυτήν τη σημείωση, όχι δηλαδή για τον προσδιορισμό του ακρωτηρίου αλλά του ίδιου του Φαλήρου. Εάν παρακάμψουμε τοξοειδώς το ελώδες έδαφος, φθάνουμε στην περιοχή αμέσως δυτικά από το εκκλησάκι του Σωτήρος, η θέση του οποίου επάνω σε μια βραχώδη στρογγυλή κορυφή προσφέρει από μόνη της ένα από τα πλέον αξιοπρόσεκτα σημεία ολόκληρης της περιοχής. Θα πρέπει, παίρνοντας ως υπόδειγμα νεοελληνικές θέσεις, όπως τα Σεπόλια και το Λεβί, βορειοδυτικά από την Αθήνα, να φαντασθούμε τους αρχαίους δήμους, αυτούς που βρίσκονταν σε εύφορη πεδιάδα, ως εξαιρετικά αποκεντρωμένους. Βέβαια συναφή ίχνη αρχαίων περιοχών τέτοιου είδους δεν εντοπίζονται σχεδόν καθόλου στην Αττική. Εκείνα τα ίχνη που οι παλαιότεροι περιηγητές συνήθως ερμήνευαν κατά αυτόν τον τρόπο, είναι, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, ταφικές εγκαταστάσεις για τις οποίες θα γίνει εκτενής λόγος παρακάτω.
Έτσι και το Φάληρο κάλυπτε αναμφισβήτητα μια μεγάλη έκταση, όπως αφήνουν να εννοηθεί τα πολυάριθμα ιερά, τα μνημεία και άλλες εγκαταστάσεις που μαρτυρούνται. Προς τα νότια και νοτιοανατολικά του Αγ. Σωτήρος βρίσκεται μια σειρά από δεξαμενές σε δυτική-ανατολική κατεύθυνση, οι οποίες, χωρίς αμφιβολία, σημαίνουν έναν ζωηρό και κατά πάσα πιθανότητα κτιστό δρόμο κυκλοφορίας. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε σημαντικά κατάλοιπα αρχαίων εγκαταστάσεων προς τα δυτικά του υψώματος, στη θέση που αναφέρθηκε προηγουμένως. Η περιοχή γύρω από τον Σωτήρα και το βορειότερα κείμενο εκκλησάκι της Ελεούσας, στο οποίο εντοπίζονται αρχαίες λιθόπλινθοι και μια δεξαμενή, ονομάζεται Περόνια, ενώ εκείνη που συνορεύει στα δυτικά με τους αμπελώνες ονομάζεται Βασιλική [Βασιλική ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]. Εδώ υπάρχουν μέσα στους αμπελώνες και πέρα από αυτούς κατάλοιπα από εκκλησάκια. Σύμφωνα με την εμπειρία μας, ο πλούτος σε τοπωνύμια και ιερά αποτελεί και για τον περιηγητή της Αρχαιότητας μια πολύ σπουδαία ένδειξη. Στην περίπτωσή μας, 2 στάδια δυτικά από το εκκλησάκι της Ελεούσας κάνουν την εμφάνισή τους εξαιρετικά μεγάλες λιθόπλινθοι από πειραϊκό και από κροκαλοπαγή λίθο. Μια ακόμη ανοιχτή, με μεγάλες λιθοπλίνθους επενδυμένη δεξαμενή δεν έχει καμία σχέση με επιτύμβια μνημεία. Το μέγεθος των λίθων δεν επιτρέπει να υποθέσουμε μια ιδιωτική κατασκευή, με αποτέλεσμα να έχουμε εδώ, πιθανώς, τη θέση ενός από τα πολυάριθμα ιερά. Ένα έξαρμα με τη μορφή αναχώματος και κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά φαίνεται ότι ακολουθεί την πορεία του αρχαίου δρόμου.
Ωστόσο, άλλοι λόγοι μας οδηγούν να επεκτείνουμε την περιοχή του δήμου του Φαλήρου και στον χώρο γύρω από το ύψωμα της Μουνιχίας. Τουλάχιστον, είναι αξιοπρόσεκτο ότι η ονομασία φαίνεται να οφείλεται στα λευκά αφρισμένα κύματα (από το φαληριάω, πρβλ. Όμ., Ιλ., XIII, 799), τα οποία μπορεί να παρατηρήσει κανείς μόνον στις απότομες εσωτερικές δυτικές παρυφές του όρμου, σημείο από όπου φαίνονται ακόμη και από την Αθήνα (όπως πολύ σωστά τονίζει ο Hanriot, Recherches, σ. 22). Επιπλέον, πιστεύω ότι είναι λογική η πιθανότητα να συμπεριλαμβάνει ο Παυσανίας στο Φάληρο ένα ιερό, το οποίο βρίσκεται στα βορειοανατολικά, εκτός του Πειραιά και της Μουνιχίας, [4] αν και σύμφωνα με επιγραφικά τεκμήρια αυτό ανήκει ακόμη στην επικράτεια του Πειραιά. Καθώς αναφέρει το Φάληρο αμέσως μετά τη Μουνιχία, ο Παυσανίας μνημονεύει πρώτα έναν ναό της Δήμητρας και στο ίδιο μέρος έναν ακόμη της Αθηνάς Σκιράδος (Ι, 1, 4 ὁ ἐπὶ Μουνυχίᾳ λιμὴν – – – ὁ δὲ ἐπὶ Φαλήρῳ– – – καὶ πρὸς αὐτῷ Δήμητρος ἱερόν. ἐνταῦθα καὶ Σκιράδος Ἀθηνᾶς ναός ἐστι κλπ.). Ταυτίζω αυτό το ιερό της Δήμητρας με το Θεσμοφόριο, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες δύο επιγραφών από τον Πειραιά (C. I. Att. II, 573b και C. I. Gr. I, 103· πρβλ. Χάρτες της Αττικής I, σ. 37 § 30) πρέπει να αναζητηθεί έξω από την πόλη σε μια εν μέρει δασική, εν μέρει ελώδη και κατάλληλη για καλλιέργεια ή βοσκή περιοχή. Μέσα από την συνδεδεμένη με αυτό το ιερό γιορτή των Πληροσίων, η οποία ήταν αφιερωμένη και στην Αθηνά Σκιράδα, όπως και μέσα από τα «Σκίρα», η συσχέτιση με το αναφερόμενο από τον Παυσανία ιερό της Αθηνάς στο Φάληρο καθίσταται τόσο στενή ώστε αδυνατώ να πιστέψω ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικούς και ταυτόχρονα από κάθε άποψη ταυτόσημους ιερούς θεσμούς.
Τέλος, θα πρέπει να επιστρέψουμε για άλλη μια φορά στο πολυσυζητημένο ερώτημα του ιπποδρόμου. Πρόσφατα, ο Sauppe (σε μια κριτική των Χαρτών της Αττικής, Gött. gel. Anz. 1881, σ. 1485 κ.εξ.), αναπτύσσοντας περαιτέρω μια σκέψη του Körtes (Archäol. Zeitg. 1880, σ. 177, σημ. 3), επιχείρησε να τοποθετήσει τον ιππόδρομο στον δήμο Φαληρέων. Ως κρίσιμο σημείο εμφανίζεται ένα θέμα, το οποίο έως τώρα προσπερνούσαν όλοι ασχολίαστο, ότι δηλαδή ο Ξενοφώντας, Ίππαρχ., C. 3 § 1, μνημονεύει ως θέσεις για τις ιππικές πομπές: τὰ τ’ ἐν Ἀκαδημίᾳ καὶ τὰ ἐν Λυκείῳ καὶ τὰ Φαληροῖ καὶ τὰ ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, ενώ στη συνέχεια γίνεται λόγος για τα θεάματα ἐν Λυκείῳ (§ 6), ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (§ 10), ἐν Ἀκαδημίᾳ (§ 14), ποτέ όμως για εκείνα που λαμβάνουν χώρα Φαληροῖ. Ο Sauppe συμπεραίνει ότι θα πρέπει να απαλειφθεί το καὶ μετά το Φαληροῖ και να ενοποιηθούν οι δύο τοποθεσίες. Παρόλα αυτά συμφωνεί μαζί μου ότι το μέρος που επιλέγουν οι Curtius και Alten αμέσως βορειοανατολικά από το ύψωμα της Μουνιχίας, το οποίο είναι σε αξιοσημείωτο βαθμό ομαλό (Χάρτες της Αττικής I, σ. 18, 38 κ.εξ.), δεν θα μπορούσε να είναι ο ιππόδρομος λόγω του μικρού του μεγέθους. Εάν, τώρα, ο δήμος Φαληρέων πράγματι βρίσκεται πιο κοντά στον Πειραιά, κάτι που νομίζω πως κατέδειξα ως πιθανό, τότε αυτή η αρχαία θέση προσφέρεται με τόσο εντυπωσιακό τρόπο ώστε ακόμη και αυτός ο έγκριτος επιστήμονας δεν θα έφερνε αντίρρηση στο ενδεχόμενο να τη θεωρήσει, ακολουθώντας τον Curtius, τουλάχιστον εν μέρει, ως τμήμα του περίφημου ιπποδρόμου. Όσο ευχάριστο και αν θα ήταν αυτό το κέρδος για την τοπογραφία, μολαταύτα ομολογώ ότι δεν θα μπορούσα για χάρη του να μην λάβω υπόψη ένα διαφορετικό τοπογραφικό δεδομένο, το οποίο αναγκαστικά θα όφειλε να καταπέσει εάν ο ιππόδρομος βρισκόταν πράγματι στο Φάληρο ή και βόρεια από το ύψωμα της Μουνιχίας. Εάν η θέση Εχελίδαι με τον ιππόδρομο βρισκόταν όντως ανάμεσα στον Πειραιά και το τετράκωμονἩράκλειον, το τελευταίο δε κοντά στον δρόμο προς το πορθμείο της Σαλαμίνας, στις υπώρειες του βουνού επάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο θρόνος του Ξέρξη (σύμφωνα με έναν συνδυασμό του Leake που κατ’ εμέ είναι υποχρεωτικός, Demen, σ. 26 της γερμ. μτφρ.), τότε αυτό το γεγονός δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να εναρμονιστεί με την τοποθέτηση του ιπποδρόμου στο Φάληρο. (Για το Ηράκλειον βλ. παρακάτω ενότ. ΙΙΙ, επίσης Χάρτες της Αττικής I, σ. 25 και 39).
Όσο ελκυστική κι αν είναι αυτή η δια της απαγωγικής μεθόδου υποστηριζόμενη απόδειξη σχετικά με τη θέση του ιπποδρόμου στο Φάληρο, μπορεί να σκεφθεί κανείς και άλλα ενδεχόμενα σχετικά με τη μια και μόνη αναφορά του. Οι λέξεις: καὶ τὰ Φαληροῖ παραμένουν σε κάθε περίπτωση περιττές, καθώς αλλού ο ιππόδρομος μνημονεύεται πάντα χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις. Εάν, από την άλλη, υποθέσουμε ότι υπήρχε στο Φάληρο ένας δεύτερος χώρος εκγύμνασης για ιππείς, τότε αυτός (πλάι στον ιππόδρομο και τους υπόλοιπους χώρους) δεν θα προσέφερε κάποια παραπάνω πλεονεκτήματα που θα οδηγούσαν τον Ξενοφώντα να ασχοληθεί ουσιαστικότερα μαζί του. Ακόμη και η Ακαδημία αναφέρεται εντελώς εν παρόδω και με τη μορφή προσθήκης, λόγω της ιδιαιτερότητας του λίθινου εδάφους που διέθετε.
ΙΙ. Αθήνα-Πειραιάς
[4] Η μνημειώδης διασύνδεση μεταξύ Αθηνών και Πειραιά καθοριζόταν από τον 5ο προχριστιανικό αιώνα μέσω των Μακρών Τειχών, του βόρειου και του μεσαίου τείχους, εγκαταστάσεις οι οποίες εφεξής θα επηρέαζαν δραστικά όλα τα δίκτυα κυκλοφορίας. Για την ανέγερση και τη μεταγενέστερη τύχη των κτηριακών εγκαταστάσεων μπορούμε να παραπέμψουμε στο τεύχος Ι, σ. 29, 32 των Αττικών Χαρτών. Ως προς τα σωζόμενα κατάλοιπα ή όσα πιθανόν αποδίδονται στα τείχη, τα συμπεράσματα που διαμορφώθηκαν σε σχέση με την πορεία και τις διαστάσεις τους –όπως προέκυψαν από τη νέα χαρτογράφηση της περιοχής– διατυπώθηκαν τελευταία από τον Kaupert (βλ. παραπάνω), συμπεράσματα τα οποία εναρμονίζονται με μεγάλη ασφάλεια τόσο με τη μορφολογία του εδάφους όσο και με τις αποστάσεις που παραδίδουν οι αρχαίες φιλολογικές πηγές. Ωστόσο, εάν είμαι υποχρεωμένος να θεωρήσω ακόμη ανοιχτό το θέμα της σύνδεσης του βόρειου τείχους [5], αυτό συμβαίνει διότι το υποτιθέμενο φυσικό τμήμα της βάσης του, που ήταν κοντά στην Αθήνα, δηλαδή η χαμηλή βραχώδης πλαγιά η οποία εκτείνεται προς το Αστεροσκοπείο, δεν εμφανίζει στην επιφάνειά του εκείνα τα ίχνη, τα οποία υποχρεωτικά θα είχαν διατηρηθεί εάν υπήρχε ένα τόσο σημαντικό έργο.
Ο Λεόντιος (στην Πλάτ. Πολιτ. 439e) ακολουθώντας έναν δρόμο προς την Αθήνα φθάνει κοντά στην περιοχή όπου εκτελούνταν οι θανατικές ποινές. Η ρητή προσθήκη ότι βάδιζε κάτω από τα Μακρά τείχη, και μάλιστα στην εξωτερική τους πλευρά (ὑπὸ τὸ βόρειον τεῖχος, ἐκτός), όπως και το γεγονός ότι η περιοχή των εκτελέσεων θα πρέπει να βρισκόταν κοντά στην Πειραϊκή Πύλη (πρβλ. Wachsmuth, die Stadt Athen I, σ. 190), πιθανώς μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι τα Μακρά Τείχη προσέγγιζαν μόλις σε αυτήν τη θέση τον οχυρωματικό περίβολο της πόλης.
Στο άνω μέρος της πεδιάδας που διαχωρίζει την Αθήνα από τον Πειραιά δεν έχουν ποτέ εντοπισθεί από τους νεότερους ερευνητές ασφαλή κατάλοιπα των Μακρών Τειχών. Αμέσως μετά το πρώτο μισό του δρόμου προς τον Πειραιά διαθέτουμε επαρκείς ενδείξεις που μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την προσέγγιση των δύο τειχών (σε απόσταση 184 μ. = 1 σταδίου· πρβλ. Kaupert ό.π. σ. 631), καθώς και την παράλληλη πορεία τους που φθάνει κοντά στο ύψωμα της Μουνιχίας, από όπου (περίπου 700 μ. από τον οχυρωματικό περίβολο του επινείου) ακολουθούν εκ νέου προς τα έξω αποκλίνουσα κατεύθυνση. Είναι γνωστό ότι ο σύγχρονος αμαξιτός δρόμος που οδηγεί προς την Αθήνα ακολουθεί την πορεία του βόρειου τείχους, αν και φαίνεται ότι αυτός δεν κινείται ακριβώς επάνω αλλά κατά μήκος της βορειοδυτικής πλευράς (πρβλ. Leake, Topogr., σ. 298 και χάρτη V). Σε προσωπική επικοινωνία που είχα μαζί του, ο κύριος P. Ziller μού γνωστοποίησε ότι μόλις πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψε σε πολύ μικρή απόσταση από τον δρόμο όπου βρίσκονται τα «παραπήγματα» (ταβερνεία), σε οικόπεδο ιδιοκτησίας του, ένα τμήμα με in situ διατηρούμενες στρώσεις λιθοπλίνθων. Κατάλοιπα του νότιου σκέλους με τους πύργους του παρατηρεί κανείς, ακόμη και σήμερα, βόρεια από το μνημείο του Καραϊσκάκη· είναι πολύ διαβρωμένα, καθώς η υγρασία θρυμματίζει τον πειραϊκό ασβεστόλιθο.
___________________________
Η επί του παρόντος στεγνή κοίτη του Ιλισσού, του οποίου κάποτε ο ρους συνέχιζε μεταξύ του λόφου του Μουσείου και του απομονωμένου νότιου λόφου, κινείται σε δυτική κατεύθυνση προς τον Ελαιώνα· τα ίχνη της παλαιάς κοίτης υποδεικνύουν μάλλον ότι συνέβαλλε με τον Κηφισό (διαφορετικά Wachsmuth, die Stadt Athen I, σ. 117, 2). Το νερό του Ιλισσού, υπήρχε τρόπος κάποτε να διατηρείται μέσω υδαταγωγών στον άνω ρου του. Από αυτήν τη ροή διατηρούνται ακόμη λίγες εξασθενημένες αρτηρίες κάτω από τα βότσαλα, ένα μέρος από τις οποίες ακολουθεί τη διαδρομή ενός παλαιού υπογείου καναλιού και επανεμφανίζεται κατόπιν προς τα νότια από την κοίτη του ποταμού και λίγο δυτικότερα από αυτό καθαυτό το ρήγμα του βράχου. Στις παρυφές του Ελαιώνα γεμίζει μια τουρκική δεξαμενή στην οποία είναι εντοιχισμένα κάποια αρχαία κατάλοιπα (μια επιτύμβια στήλη του 4ου αιώνα φέρει την επιγραφή: Φιλοξενίδης Ἐπιγένους Αἰγιλιεύς, πρβλ. Κουμανούδης, Αττ. επιγρ. επιτύμβ. αρ. 108, αυτόθι και μια σαρκοφάγος που χρησιμοποιείται ως ποτίστρα). Περίπου 500 μ. νοτιοδυτικά (μεταξύ των Μακρών Τειχών και, συνεπώς, μάλλον παλαιότερος) έχει εν μέρει αποκαλυφθεί και μάλλον πρόσφατα διαμορφωθεί σε επίμηκες σχήμα ένας τύμβος (μήκος: 25 μ., πλάτος: 15 βήματα), ο οποίος προσείλκυε συχνά την προσοχή των παλαιότερων περιηγητών (πρβλ. Dodwell, Travels in Greece I, 416), καθώς πριν από την κατασκευή του σύγχρονου δρόμου περνούσε από αυτό το σημείο ο ιππήλατος δρόμος από τον Πειραιά προς την Αθήνα. Συνήθως ονομαζόταν «τάφος του Ευριπίδη»· μια ανασκαφή σε αυτό το σημείο ωστόσο δεν απέφερε σημαντικά αποτελέσματα.
Η σειρά των επιτύμβιων μνημείων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και αυτά του Ευριπίδη και του Μενάνδρου, εκτεινόταν μάλλον στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τείχους, κατά μήκος του δρόμου, ο οποίος οδηγούσε εδώ από τον Πειραιά (Παυσ. Ι, 2, 2). Στον ίδιο δρόμο, κοντά στο πέρασμα του Κηφισού, ήταν ενταφιασμένος και ο μάντης Θρασύβουλος (Ξενοφ., Ελλ., 2, 4, 19), ενώ εδώ βρισκόταν, επίσης, ο τάφος του Ευφορίωνος: Πειραϊκοῖς κεῖται τοῖσδε παρὰ σκέλεσιν (Ανθ., 7. 406).
Αμέσως προς τα νότια και μετά από τις ράγες του συρμού μια αρχαία δεξαμενή πιθανώς υποδεικνύει το σημείο διασταύρωσης ενός παλαιότερου δρόμου που ερχόταν από το Φάληρο (βλ. παραπάνω) με τον νοτιότερο που κατευθυνόταν προς την Πειραϊκή Πύλη και συνέδεε την Αθήνα με το λιμάνι. (Εδώ βρίσκεται και ένα δωρικό κιονόκρανο με 20 ραβδώσεις και 4 ιμάντες στο υποτραχήλιο. Ύψος εχίνου: 0,13 [μ.], διάμετρος: 0,56 [μ.]).
Εκείνο το τμήμα της υπαίθρου μεταξύ πρωτεύουσας και θάλασσας, το οποίο οριοθετείται διαμέσου της ευθείας γραμμής Αθηνών-Πειραιώς και της δυτικότερης οδικής κατεύθυνσης προς το πορθμείο της Σαλαμίνας (ενότητα ΙΙΙ), [6] περιλαμβάνει το κατώτερο, ακόμη πολύ εύφορο τμήμα της περιοχής του Κηφισού που είναι ταυτόχρονα ελαιώνας και αμπελώνας. Στη συνέχεια προς τα νότια βρίσκεται μια τοποθεσία που είναι εν μέρει άγονη και αμμώδης, εν μέρει βραχώδης, η τελευταία είναι προέκταση του όρους του Σκαραμαγκά, με την οποία μέσω προσχώσεων και αποπλύσεων έχει ενοποιηθεί η πειραϊκή χερσόνησος (πρβλ. τχ. Ι, σ. 24).
Ο Κηφισός διασχίζει τον Ελαιώνα διαμέσου δύο βραχιόνων, που βαθμιαία απορροφούνται από παροχετεύσεις. Τα υπόλοιπα νερά παρωθούνται σήμερα, όπως και κατά την Αρχαιότητα, στον φαληρικό όρμο μέσω μιας διαδρομής, η οποία πρέπει να διασταυρωνόταν με τα Μακρά Τείχη (πρβλ. τη γνωστή οικοδομική επιγραφή για τα τείχη C. J. Att. II, 167 στίχος 120 κ.εξ. τοῦ νοτίου τείχους πέμπτη μερὶς ἀπὸ τοῦ διατειχίσματος τ[οῦ ἐν Πειραιεῖ] μέχρι τοῦ Κηφισοῦ. – Ἔκτη μερὶς ἀπὸ τοῦ Κ[ηφισοῦ κλπ.).
Από τα «τοπογραφικά σημεία», τη διατήρηση των οποίων δεν ευνοεί η περιοχή του Ελαιώνα λόγω της καλλιέργειας, μόνον ένα μέρος μπορεί να χαρακτηρισθεί με ασφάλεια ως άξιο προσοχής. Μεταξύ των μικρών χριστιανικών εκκλησιδίων που συγκεντρώνονται προς τα βόρεια (βλ. παρακάτω), τα οποία γενικά μπορούν να ερμηνευθούν ως οδοδείκτες και σημεία όπου πυκνώνουν τα αρχαία ερείπια, εδώ, ωστόσο, εξαιτίας νεότερων έργων συντήρησης έχει χαθεί κάθε αρχαίο ίχνος, εξαίρουμε το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννου του Ρέντη [ὁ ʽΡέντης ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], που βρίσκεται περίπου 1 χλμ. δυτικά από τα «παραπήγματα». Ακόμη και σήμερα η θέση του κάτω από ψηλά δένδρα στο πέρασμα του Κηφισού, το οποίο τώρα εξυπηρετείται μέσω μιας νέας λίθινης γέφυρας, έχει κάτι το απολύτως ελκυστικό. Το πανηγύρι (στις 29 Αυγούστου), στο οποίο παίρνουν ισότιμα μέρος τόσο οι κάτοικοι της Αθήνας όσο και του Πειραιά, συμπεριλαμβάνεται στα πλέον δημοφιλή. Σύμφωνα με πληροφορίες γειτονικών κατοίκων της υπαίθρου, στην περιοχή ανασκάπτονται αρκετά συχνά αρχαίες λιθόπλινθοι. Παρατήρησα τα σημαντικότερα οικοδομικά κατάλοιπα ακριβώς 700 μ. νοτιοδυτικά από την εκκλησία σε μια διακλάδωση του δρόμου, τα οποία φαίνεται ότι ήλθαν στο φως κατά την κατασκευή του τελευταίου. Μερικές πώρινες λιθόπλινθοι με κυμάτιο στην απόληξη τους επιτρέπουν να τεκμηριωθεί με ασφάλεια η ύπαρξη ενός τουλάχιστον εξαιρετικού κτηρίου (ιερού;). Χωρίς αμφιβολία, πρέπει να θεωρήσουμε το σύνολο αυτής της περιοχής ως θέση ενός αρχαίου αυτόνομου οικισμού, μολονότι δεν μου φαίνεται σωστό να προτείνω με ευκολία το όνομα κάποιου δήμου που θα ήταν διαθέσιμο για αυτόν (Ξυπετή;).
Η Ξυπετή είναι ο μόνος από τους συνενωμένους υπό την ονομασία τετράκωμοι δήμους (Πειραιάς, Φάληρο, Ξυπετή και Θυμοιτάδες Πολυδ. 4, 14, 105), του οποίου δεν γνωρίζουμε κάποιο λιμάνι (διότι και για τον δήμο των Θυμοιτάδων γνωρίζουμε, πρβλ. τον Κλείδημο στον Πλούτ., Θησ. 19), γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να βρισκόταν στην ενδοχώρα. Εξαιτίας αυτού, ο Leake (Demen σ. 26 κ.εξ.) τον τοποθετεί υποθετικά κοντά στον λόφο, ο οποίος στον χάρτη μας χαρακτηρίζεται ως «βουνό στον αγρό» και αναφέρει «διάφορα κατάλοιπα θεμελιώσεων» (πρβλ. επίσης πίν. 5 της Topographie von Athen: «λόφος με αρχαίες θεμελιώσεις πάνω και γύρω από αυτόν»). Τα κατάλοιπα προέρχονται, ωστόσο, από παρόδιες ταφικές εγκαταστάσεις που πολύ συχνά παραπλανούν, ενώ και ο βράχος του λόφου, από όσα γνωρίζω, δεν εμφανίζει απολύτως κανένα ίχνος το οποίο θα μπορούσε να παραπέμψει σε οικισμό. Ο ρόλος τον οποίο φαίνεται ότι έπαιξε αυτός ο φαινομενικά απομονωμένος, ορατός από τον Πειραιά και από τον δρόμο προς την Αθήνα, λόφος στην ιστορία του επινείου κατά την πολιορκία του από τον Παυσανία έχει αναδειχθεί στο πρώτο τεύχος των Χαρτών, σ. 37.
Το σε μικρό ή μεγάλο βαθμό άγονο ή ελώδες έδαφος που χαρακτηρίζει τις νότιες και ανατολικές υπώρειές του φαίνεται ότι κατά την Αρχαιότητα ήταν ακόμη λιγότερο κατάλληλο για καλλιέργεια από ό,τι σήμερα, και πολύ δύσκολα θα δικαιολογούσε κάποιον δήμο σε αυτήν τη θέση.
Αντιθέτως, δεν γνωρίζω κάποια πιο κατάλληλη τοποθεσία για την περιοχή που στην Αρχαιότητα ονομαζόταν Ἐχελίδαι (είναι πολύ δύσκολο να ήταν δήμος, πρβλ. τχ. Ι, σ. 36 § 38), καθώς αυτή η περιοχή προσφέρει τη μοναδική ελώδη θέση στον δρόμο που υποδεικνύει ο Στέφανος Βυζάντιος και ταυτόχρονα έναν επαρκώς ομαλό και στεγνό αγρό για τους αρχαιότερους παναθηναϊκούς αγώνες, η τέλεση των οποίων τοποθετείται σε αυτό το σημείο. Το πολυσυζητημένο χωρίο (Στέφ. Βυζ. λ. Ἐχελίδαι) αναφέρει: Ἐχελίδαι· δῆμος τῆς Ἀττικῆς, ἀπὸ Ἐχέλου ἥρωος, οὗτος δ’ ἀπὸ Ἔλους τόπου μεταξὺ ὄντος Παιραιέως καὶ τοῦ τετρακώμου Ἡρακλείου, ἐν ᾧ τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας ἐτίθεσαν τοῖς Παναθηναίοις. Εφόσον αυτό το Ηράκλειο, όπως παρουσιάζεται από τον Leake (Demen, σ. 28), ταυτίζεται αναμφισβήτητα με εκείνο «το οποίο οι Κτησίας και Διόδωρος αναφέρουν ότι βρισκόταν στην αττική πλευρά των στενών της Σαλαμίνας και κάτω από το ύψωμα επάνω στο οποίο καθόταν ο Ξέρξης κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας της Σαλαμίνας –σύμφωνα με τη μαρτυρία του Φαινοδήμου» (πρβλ. Διόδ. XI, 18· Πλούτ., Θεμιστ. 13)– τότε, από την άλλη πλευρά, δεν απομένει για τις Εχελίδες καμία άλλη τοποθεσία, η οποία θα πληρούσε με καλύτερο τρόπο τις τοπογραφικές προϋποθέσεις. Αυτό γιατί αυτή η θέση δεν είναι άλλη από τον αρχαιότερο ιππόδρομο των Αθηνών, τον οποίο αυτή η ονομασία ακολουθούσε αποκλειστικά έως και τις όψιμες εποχές (πρβλ. C. J. Gr. 5804, όπως αποδεικνύει ο Sauppe, Gött. gel. Anz. 1881, σ. 1486). Όχι μόνον οι Γραμματικοί αλλά και οι Ψευδο-Δημοσθένης (47. 53) [7] και Ξενοφώντας (Ίππαρχ., ΙΙΙ, 1 § 10 και αλλού) τον χαρακτηρίζουν απλώς με αυτήν την ονομασία και αφήνουν να διαφανεί ότι αυτός βρισκόταν σε κάποια απόσταση εκτός του δήμου Πειραιά (πρβλ. Χάρτες της Αττικής Ι, σ. 39 § 31 και Sauppe ό.π. σ. 1487). Λαμβάνοντας υπόψη την έκταση του χώρου, είναι δύσκολο να φαντασθούμε μια εγκατάσταση κατασκευασμένη με υψηλές τεχνικές προδιαγραφές· πρβλ. την επιχειρηματολογία στο πρώτο τεύχος ιδίως βλ. Ετυμ. Μ.: Ἐνεχελιδώ· τόπος Ἀθήνησι σταδίων ὀκτώ (ανά 4 στάδια ο δρόμος που πρέπει να μετρηθεί διπλά), ἐν ᾧ αἱ ἱπποδρομίαι, καθώς και τις υποδείξεις του Ξενοφώντα ό.π. Θεωρώ ως πολύ πιθανό ότι εδώ το έδαφος έχει υποστεί μεταβολές λόγω των αποπλύσεων που προξενούν οι χείμαρροι που κατεβαίνουν από το βορειοδυτικό όρος, και συγκεκριμένα εκείνος ο οποίος περιτρέχει στα βόρεια και ανατολικά τις υπώρειες του «βουνού στον αγρό» (για την επίδραση αυτών των ρεμάτων στη βόρεια πειραϊκή περιοχή πρβλ. επίσης Klenze, aphor. Bemerk. σ. 287 κ.εξ.). Εάν κατά τον ίδιο τρόπο φαντάζει σήμερα αδύνατος ο ασφαλής εντοπισμός της θέσης του ιπποδρόμου, παρόλα αυτά δεν έχω τον παραμικρό ενδοιασμό να υποθέσω ότι αυτός βρισκόταν πολύ κοντά στον προαναφερθέντα λόφο, και μάλιστα στην περιοχή που ξεκινά από το εκκλησάκι που βρίσκεται βορειοανατολικά του τελευταίου προς την κατεύθυνση για Πειραιά ή στο νότιο άκρο κοντά στα εργοστάσια και τον μεγάλο κήπο του Μελετόπουλου. Έχει ήδη τονισθεί στους Χάρτες της Αττικής Ι, σ. 36 § 28 και επιβεβαιωθεί από τον Sauppe ό.π. σ. 1486 ότι το τοπωνύμιο «Ἐχελίδαι» δεν χαρακτηρίζει κάποιον δήμο παρά μόνον την περιοχή, μολονότι οι Γραμματικοί την αναφέρουν ως δήμο. Εκεί βρισκόταν ένα άγαλμα του τοπικού ήρωα Εχέλου. Ετυμ Μ. λ. Ἔχελος· ἥρως παρὰ Ἀθηναίοις τιμώμενος. καὶ δῆμος τῆς Ἀττικῆς Ἐχελίδαι, ἀπὸ τοῦ κειμένου ἕλους ἐν τῷ τόπῳ ἐν ᾧ ἵδρυται τὸ τοῦ Ἐχέλου ἄγαλμα. Πολύ κοντά στον αναφερθέντα λόφο περνούσε ο δρόμος από τον Πειραιά προς το πορθμείο της Σαλαμίνας· τόσο οι εδαφικές συνθήκες όσο και οι γύρω ταφικές εγκαταστάσεις προσδιορίζουν την πορεία του με επαρκή ακρίβεια. Ο λόφος που σημειώνεται με το υψόμετρο 20,0 πλαισιωνόταν προς τα βόρεια και προς τα νότια, όπως αυτό αποτυπώνεται και στις νέες οδικές κατευθύνσεις, ενώ για παράδειγμα, η κινούμενη παράλληλα προς τον σιδηροδρομικό σταθμό αμαξιτή οδός δεν ακολουθεί καμία αρχαία υποδομή.
Ακόμη και το σύνολο της άγονης και σχεδόν ακατάλληλης για βοσκή περιοχής του αγρού που ανήκει στην ομαλή χερσόνησο, η οποία σχηματίζεται από το λιμάνι του Πειραιά και από την τομή που βρίσκεται στην είσοδο των στενών της Σαλαμίνας, ενώ διακλαδίζεται μέσα από τον μικρό αλλά βαθιά διεισδυτικό όρμο της Δραπετσώνας, εμφανίζει σημάδια αρχαίας χρήσης που περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ταφικές εγκαταστάσεις.
Καθώς όλο αυτό το δυτικό μέρος που χαρακτηρίζεται από την αφθονία των τάφων και, κυρίως κατά μήκος του δρόμου, μας προσφέρει για πρώτη φορά την εικόνα μιας σχεδόν συνεχόμενης νεκρόπολης, μας παρέχει ίσως τη δυνατότητα, αντί της επαναλαμβανόμενης και κουραστικής περιγραφής των επιμέρους λεπτομερειών, να περιγράψουμε σε αυτό το σημείο συνοπτικά τις βασικές μορφές των αττικών ταφικών μνημείων.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις περιστασιακές ταφές σε βράχους και σπήλαια (που συναντά κανείς στην Αθήνα και τη Σπάρτη), αλλά ούτε και με τις αρχαιότατες και νεότερες κατασκευές υπογείων θαλαμωτών και θολωτών κτισμάτων (Μενίδι) ή με τα καμαροσκέπαστα ταφικά κτήρια (η Παναγία Μαρμαριώτισσα στο Χαλάνδρι και, πιθανόν, ο τάφος της Κηφισιάς, είναι και τα δύο ρωμαϊκά).
Το μεγάλο πλήθος τετράπλευρων τάφων που εισέρχονται στη γη ή στο βραχώδες έδαφος, οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται σήμερα με βάση τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, είναι πιθανόν κάποτε να σημαίνονταν, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, από χαμηλούς τύμβους, παρόμοιους με αυτούς που και σήμερα συνηθίζονται, όπως και από επιτύμβιες στήλες. Σε ξηρές βραχώδεις περιοχές οι ίδιοι τάφοι καλύπτονταν, κατά κύριο λόγο, με πλάκες. Η κάλυψη της σορού με κυρτές πήλινες πλάκες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο κανόνας· αντίθετα, όπως φαίνεται, παιδικές σοροί ενταφιάζονταν συνήθως σε ωοειδή πήλινα αγγεία.
Σε περιοχές πλούσιες σε πέτρα, βότσαλο και άμμο (π.χ. στο ακρωτήριο Ζωστήρ, αλλά και κοντά στον Πειραιά) εμφανίζονται οι κυκλικοί τυμβοειδείς τάφοι, μεμονωμένοι ή σε συστάδες, στους οποίους τοποθετούσαν μια ή περισσότερες σορούς. Μπορεί εύκολα να προκληθεί σύγχυση με τους λόφους που δημιουργούνται από την επισώρευση λίθων, οι οποίοι προέρχονται από τον καθαρισμό των χωραφιών, και τους συναπαντούμε, λόγου χάρη, πολύ συχνά στις δυτικές υπώρειες του Υμηττού. Σχετικά με το περιεχόμενο και τη διάταξη αυτών των τάφων, η πανάρχαια μορφή των οποίων διατηρήθηκε έως τις πλέον όψιμες εποχές, έχουν γίνει μόνον λίγες παρατηρήσεις. Μπορεί να έχουν κυρίως υπερυψωθεί επάνω σε θέσεις καύσης, ωστόσο, στο εσωτερικό τους υπάρχουν και ενταφιασμοί, ακόμη και λίθινες σαρκοφάγοι. Οι κυκλικοί επιτύμβιοι κιονίσκοι, οι οποίοι, κατασκευασμένοι κατά κύριο λόγο από υμήττιο μάρμαρο, κάνουν την εμφάνισή τους μόλις σε οψιμότερες περιόδους (όχι πριν από τον 3ο αιώνα, στην πλειονότητά τους ακόμη αργότερα), μπορούν μάλλον να θεωρηθούν ως επιστέψεις τέτοιων τύμβων· σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις μπόρεσα να διαπιστώσω τη χρήση τους σε τάφους αυτού του τύπου.
[8] Τα πλέον μνημειώδη κατάλοιπα τάφων έχουν διασωθεί σε τοιχοδομίες από λιθοπλίνθους ή σε περιβόλους που αποτελούνται από μεμονωμένους κροκαλοπαγείς λίθους. Οι πρώτες σχηματίζουν είτε (στις πιο σπάνιες περιπτώσεις) κτίσματα ελεύθερα προς κάθε πλευρά (ένα μεγαλοπρεπές παράδειγμα της καλύτερης εποχής βρίσκεται μεταξύ του Χασανίου και της θάλασσας στην περιοχή της Αιξωνής ή των Αλών, δυτικά του Υμηττού), είτε εμφανίζουν μια πρόσοψη προς την πλευρά των δρόμων, κοντά στους οποίους απαντούν συνήθως, ενώ η ανοιχτή πίσω πλευρά στηρίζεται στο ανηφορικό έδαφος. Οι πραγματικοί τάφοι περιβάλλονται με αυτόν τον τρόπο από τοίχους στις τρεις πλευρές τους και διαχωρίζονται, στα μεγαλύτερα συγκροτήματα, εσωτερικά, με τη διαμόρφωση ενδιάμεσων κατασκευών.
Στους ανοιχτούς χώρους συναντούμε κυρίως τη δεύτερη κατηγορία, τους ταφικούς περιβόλους, η περίφραξη των οποίων αποτελείται από μεμονωμένους, όρθια τοποθετημένους λίθους και έχει κυρίως τετράγωνη, αλλά και κυκλική ή ακανόνιστη μορφή. Και εδώ αναγνωρίζει κανείς συχνά μια εσωτερική διαρρύθμιση που αποτελείται από παράλληλα ή σε μορφή εσχάρας τοποθετημένες λιθοσειρές. Προφανώς, πρόκειται για τον ίδιο τρόπο με τον οποίο οριοθετούνταν τα ιερά τεμένη, ιδίως ιερά ηρώων και χώροι λατρείας θεοτήτων της φύσης (πρβ. Χάρτες της Αττικής Ι, σ. 38 § 30).
Το γεγονός ότι κατάλοιπα των δύο τελευταίων κατηγοριών έχουν προπάντων διατηρηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό και σε μεγάλες συνεχείς ενότητες στις οδούς και την πεδιάδα είναι εκείνο το οποίο έχει οδηγήσει συχνά στην παρερμηνεία τους ως κατάλοιπα εκτεταμένων αρχαίων δήμων. Ακόμη και οι χάρτες μας επισημαίνουν σε πολλά σημεία «αρχαία ίχνη τοίχων», τα οποία στη συντριπτική πλειονότητα, αν όχι στο σύνολο των περιπτώσεων, είναι απλώς επιτύμβια μνημεία.
Η ακόμη και σήμερα ανεξάντλητη νεκρόπολη του Πειραιά φαίνεται να έχει διαταραχθεί βίαια ήδη από την Αρχαιότητα. Έχει συγκεκριμένα υποτεθεί ότι από τις καταστροφές που προκάλεσαν ο λεγόμενος Χρεμωνίδειος ή Β΄ Μακεδονικός πόλεμος επλήγησαν ακόμη και οι τάφοι του Πειραιά (Ross, Demen, 101· Wachsmuth, Stadt Athen I, σ. 638, σημ. 2).
Κατά τη Νεότερη περίοδο, από τον καιρό του Fauvel, έχουν ανοιχτεί παρά πολλοί τάφοι, εν μέρει με συστηματικό τρόπο. Για λεπτομερείς αναφορές βλ. συγκεκριμένα Dodwell, Travels in Greece I, σ. 430 κ.εξ. Περβάνογλου στο Φιλίστωρ A. 464· Arch. Anz. 1861, σ. 195-196. Ο ὅρος μνήματος C. J. Gr. 534 αναφέρεται απλώς σε μια ταφική εγκατάσταση του προτελευταίου είδους. Για τους τάφους, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά στην ελώδη καμπύλη του λιμανιού του Πειραιά (έλος των Αλών) ή εκείνους που περιτρέχουν τις οχυρώσεις του όρμου της Κρεμμυδαρούς και ως εκ τούτου έχουν αρνητική σημασία για τη θέση των τειχών του λιμανιού πρβλ. Χάρτες της Αττικής Ι, σ. 25 § 7 και σ. 51 § 50.
Ακόμα, στην χωρίς οξεία άκρη χερσόνησο, η οποία τέμνεται από τον όρμο της Δραπετσώνας, θα πρέπει να γίνει μνεία, εκτός από μερικούς ταφικούς τύμβους, σε μια σειρά λίθων που όπως φαίνεται τοποθετήθηκαν σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο σύστημα, εκτείνεται στην ακτή, κοντά στον βόρειο πειραϊκό φάρο (τχ. Ι σ.55 § 56) και μπόρεσα να την ακολουθήσω σε απόσταση 300 βημάτων. Ο Leake (Topogr, πίν. IV) βλέπει δύο ευθείες, τις οποίες ερμηνεύει ως σκέλη τείχους εφοδιασμένα με πύργους, να ανέρχονται στο ύψωμα από το λιμάνι της Δραπετσώνας και, στη συνέχεια, να κατέρχονται νοτίως προς τη θάλασσα. Καθώς σε αυτόν τον ερημικό τόπο δεν μπορεί κάποιος σήμερα να διακρίνει τίποτε από αυτά, ενώ, αντίθετα, τα τείχη του Πειραιά, μολονότι ήταν τόσο κοντά στη σύγχρονη πόλη, διέσωσαν τόσα άφθονα και σαφή ίχνη, είναι αδύνατο να σκεφθούμε ότι υπήρχε εδώ ένα κανονικό οχυρωματικό έργο. Αλλά ίσως το σύνολο της εγκατάστασης δεν ήταν αρχαίο. Εάν είχε τον χαρακτήρα των λιθοσειρών που εκτείνονταν κατά μήκος της θάλασσας, είναι εύλογο να φαντασθεί κανείς ότι επρόκειτο για αμυντικό έργο που αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ακτής, το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια ενός πιο πρόσφατου πολέμου και ήταν παρόμοιο με τα «ταμπούρια», δηλαδή τις συνήθεις οχυρώσεις για τις μάχες στα ορεινά πίσω από τις οποίες οι Έλληνες καλύπτονταν με τα πυροβόλα όπλα τους.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι πρόσφατα διατυπώνεται από πολλές πλευρές η άποψη ότι ο μικρός όρμος της Δραπετσώνας θα πρέπει να αναγνωρισθεί ως ο αποκαλούμενος «λιμένας κλεπτών» από τον Δημοσθένη (Δημοσθ., Προς την Λάκριτ., 932 § 28 εἰς φωρῶν λιμένα ὁρμίζονται, ὅς ἐστιν ἔξω τῶν σημείων τοῦ ὑμετέρου ἐμπορίου). Πρβλ. C. Curtius, Philol. XXIX, σ. 695, Wachsmuth, die Stadt Athen I, σ. 312, 2. Νομίζω ότι και εδώ η πρόταση του Leake (Demen, σ. 25) έχει ήδη τη σωστή απάντηση, καθώς χωρίς περαιτέρω επιχειρηματολογία θεωρεί ότι με αυτόν θα πρέπει να ταυτιστεί ο πιο απομακρυσμένος όρμος που βρίσκεται βορειότερα και απέναντι από την Ψυττάλεια. Ο όρμος της Δραπετσώνας είναι μεν, αυτός καθαυτόν, ένα λημέρι, βρίσκεται όμως, κατά την άποψη μου, πολύ κοντά στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, με αποτέλεσμα η προσέγγισή του να μην περνάει απαρατήρητη. Επιπλέον, από το απότομα ανηφορικό ύψωμα προέκυπταν μεγάλες δυσκολίες στη χερσαία μεταφορά των λαθραίων εμπορευμάτων, ενώ, σε περίπτωση που οι δράστες γίνονταν αντιληπτοί, η ασφάλεια ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι στην περιοχή που βρισκόταν δυτικότερα, όπου οι προκείμενοι λόφοι του βουνού προσέφεραν άνετες διόδους διαφυγής.
ΙΙΙ. Από την Αθήνα προς το πορθμείο της Σαλαμίνας
[9] Παρότι στη διαδρομή από την Αθήνα προς τον Eλαιώνα και στην ευρύτερη περιοχή του τελευταίου δεν διασώζεται πια κανένα στοιχείο που θα βοηθούσε να προσδιορίσουμε με ασφάλεια το πρώτο τμήμα του δρόμου που οδηγούσε από την Αθήνα προς το πορθμείο της Σαλαμίνας και διερχόταν από το νότιο πέρασμα του όρους του Σκαραμαγκά, στα δυτικά, έξω από τον Eλαιώνα, ξεκινούν να είναι ορατά τα κατάλοιπα ταφικών εγκαταστάσεων. Οι θέσεις αυτών των εγκαταστάσεων εναρμονίζονται με τη φυσικότερη, αλλά και υποδεικνυόμενη από τις ίδιες τις εδαφικές ιδιαιτερότητες, ύπαρξη μιας κύριας οδού με νοτιοδυτική κατεύθυνση, η οποία διέσχιζε το διάσελο μεταξύ του λεγομένου «βουνού των βοσκών» και του λεγόμενου «βουνού στον αγρό». Στον Eλαιώνα αυτή η κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι διπλή, οδηγώντας τόσο προς το Δίπυλο όσο και προς την Πειραϊκή Πύλη, η οποία βρισκόταν αμέσως προς τα δυτικά της αρχής του δρόμου, στις παρυφές του δάσους (στο 18,7). Ξεκινώντας από την Αθήνα ακολουθούμε τον σύγχρονο δρόμο που ξεκινά από τη δεύτερη αναφερθείσα πύλη και συναντούμε την πρώτη αξιοπρόσεκτη θέση μετά από περίπου 2.000 μ. σε ευθεία δυτική κατεύθυνση (στο 22,4 στο φ. Ι του Άτλαντα), στο μέρος όπου βρίσκονται τα βυρσοδεψεία. Φαίνεται ότι αυτές ή παρόμοιες βιοτεχνίες ήταν από τα πανάρχαια χρόνια εγκατεστημένες κατά μήκος της κοίτης του Κηφισού. Επιπλέον, γειτονικές υδατοδεξαμενές και κιστέρνες, καθώς και θραύσματα μαρμάρου στις παρυφές του δρόμου παραπέμπουν σε παλαιότερη κατοίκηση. Θα πρέπει, ωστόσο, να παραμείνει σε εκκρεμότητα το ερώτημα εάν μπορούμε να αναγνωρίσουμε εδώ τη θέση ενός δήμου, την ονομασία του οποίου, όπως και να έχει, θα ήταν δύσκολο να την ανακαλύψουμε.
Ο αναμφίβολα αρχαίος δρόμος φθάνει μεταξύ των εκκλησιδίων του Αγ. Κωνσταντίνου (στα ανατολικά, ερειπωμένο) και του Αγ. Δημητρίου σε ένα σημείο διασταύρωσης με τον δρόμο που κατεβαίνει από τα βόρεια (από τον Αγ. Σάββα, βλ. παρακάτω)· η διασταύρωση φέρει στοιχεία αρχαιότερης χρήσης λόγω μιας δεξαμενής που βρίσκεται κοντά στον Αγ. Δημήτριο. Ο μικρός δωρικός «κίονας» από υμήττιο λίθο (διάμ.: 0,37· 20 ραβδώσεις) δεν βρίσκεται πια in situ. Κοντά σε αυτόν ξεπροβάλλει από τη γη ένας πώρινος λίθος (ύψ.: 0,43 διάμ.: 0.80), ο οποίος χρησίμευε κάποτε επίσης ως σπόνδυλος κίονα και τώρα είναι κατεστραμμένος στις πλευρικές επιφάνειές του αλλά στο άνω μέρος του εμφανίζει μια κυκλική και μία τετράγωνη εντορμία. Επίσης, στον δρόμο προς τα νότια, όπου βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγ. Άννας, υπάρχουν κροκαλοπαγείς λίθοι. Πιθανώς, όλα αυτά τα οικοδομικά κατάλοιπα ήταν συναφή. Κοντά στην Αγ. Άννα θα πρέπει να σημειωθεί εκ νέου μια δεξαμενή, πιο κάτω ένας μαρμάρινος μεγάλος λίθος με αύλακα (από κάποιο ελαιοπιεστήριο;), καθώς και αρκετοί λίθινοι κιονίσκοι.
Στη συνέχεια του δρόμου μας βρίσκεται προς τα δυτικά του Αγ. Δημητρίου το εκκλησάκι του Αγ. Στεφάνου (δεξαμενή), όπου εμφανίζονται μερικές ύστερες ιωνικές βάσεις κιόνων επάνω σε κυβικές πλίνθους (διάμ.: 0,33), όπως και ένας λείος ακρωτηριασμένος κορμός κίονα, όλα από πεντελικό μάρμαρο.
Στις παρυφές του Ελαιώνα (1 χλμ. προς τα δυτικά), όπου απαντούν κάποιες λιθόπλινθοι από ταφικές εγκαταστάσεις, ο αρχαίος δρόμος διακλαδίζεται σε νοτιοδυτική κατεύθυνση από τη σύγχρονη αμαξιτή οδό, η οποία οδηγεί στο κτήμα του κυρίου Παχύ. Στα χωράφια δεν έχουν διατηρηθεί αρχαία ίχνη. Πέραν του σημείου υψώματος 40,8, βλέπει κανείς στα αριστερά εκ νέου μια αρχαία δεξαμενή· στη συνέχεια ακολουθεί 250 μ. προς τα δυτικά του 44,7 μια, χωρίς αμφιβολία, ταφική εγκατάσταση, η οποία αντιστοιχεί στον τελευταίο από τους τύπους που προαναφέρθηκαν. Ως τεκμήριο για αυτήν την κατηγορία ακολουθεί ένα σχέδιο που φιλοτέχνησε ο κύριος v. Alten (εικ. 1). Ο ίδιος, ο οποίος παλαιότερα υπέθετε ότι πρόκειται για κατάλοιπα ενός δήμου, τείνει τώρα, κατόπιν γραπτής επικοινωνίας, να αποδώσει στον κλειστό περίβολο Α απλώς ταφικό χαρακτήρα. Οι λίγες, ακόμη επάλληλα τοποθετημένες λιθόπλινθοι αποτελούνται εδώ από γαλαζωπό ασβεστόλιθο. Η εγκατάσταση Β μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως κατάλοιπο μιας κατασκευής στη συνέχεια της Α.
Στα 200 μ. προς τα νοτιοδυτικά, στο σημείο όπου η κοίτη ενός ρέματος τέμνει τον δρόμο, έχει διατηρηθεί ένα ακόμη ταφικό συγκρότημα, το οποίο δείχνει να είναι αντιπροσωπευτικό του τρίτου ή προτελευταίου τύπου (εικ. 2. 3 [σ. 10 του γερμ. κειμένου / Σ.τ.Μ.). Ο δρόμος εδώ περικλείεται και στις δύο πλευρές από κλειστές λιθοσειρές, των οποίων μόνον η επιφάνεια που είναι ορατή έχει λειανθεί. Το υλικό είναι [10] κροκαλοπαγείς λίθοι που έχουν εξαχθεί εκεί, απευθείας από το έδαφος. Ένα άλλο μνημείο είναι λοξά τοποθετημένο στη γωνία που σχηματίζεται από τον δρόμο και το ρέμα, ενώ στην πίσω πλευρά του, αντιστοίχως με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, ήταν ανοιχτό. Σήμερα εμφανίζονται σε αυτήν τη θέση μερικοί τάφοι που είχαν λαξευτεί στον βράχο. Προς το παρόν, δεν μπορώ να αποφασίσω εάν το D σχετίζεται με αυτές τις εγκαταστάσεις. Το σχέδιο οφείλεται και πάλι στον κύριο v. Alten.
Ακόμη πιο ογκώδες ήταν το ταφικό μνημείο που ανεγέρθηκε 820 μ. δυτικά του σημείου 41,3 (εικ. 4 [σ. 10 του γερμ. κειμένου / Σ.τ.Μ.]), από το οποίο έχει διατηρηθεί μόνον ο στερεός πυρήνας και μερικοί λίθοι της πρόσοψης (κοντά στο Β). Ο κύριος v. Alten πρεσβεύει την άποψη ότι επρόκειτο για ένα πυργόσχημο κτίσμα.
Προς τα δυτικά εισερχόμαστε σε μια καλλιεργήσιμη περιοχή που χαμηλώνει προς την πλευρά της θάλασσας, η οποία πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τον σχηματισμό μιας αυτόνομης κοινότητας και, αναμφίβολα, αποτελούσε τη θέση ενός αρχαίου δήμου. Εδώ συνενώνονται οι δρόμοι από τον Πειραιά και την Αθήνα για να συνεχίσουν προς τον κόλπο της Ελευσίνας και το πορθμείο της Σαλαμίνας. Το λιμάνι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το ύψωμα, όπου πρόκειται να ανεγερθεί η νέα μνημειώδης εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, ήταν πολύ κατάλληλο ως οχυρό του οικισμού. Ένα σύγχρονο χωριουδάκι, το Κερατσίνι, έχει εκ νέου ερημώσει, ωστόσο, προς το παρόν, προετοιμάζεται μια εντατικότερη καλλιέργεια αυτής της περιοχής.
Καθώς γνωρίζουμε ότι η περιοχή «Θυμοιτάδαι» διέθετε ένα λιμάνι (Πλούτ., Θησέας 19), τότε, και μόνον δια του αποκλεισμού, δεν απομένει για αυτήν καμία άλλη θέση. Εδώ εξόπλισε ο Θησέας (ό.π. ἐν Θυμοιταδῶν, μακρὰν τῆς ξενικῆς ὁδοῦ) τα πλοία για το ταξίδι του προς την Κρήτη· πρόκειται για το ίδιο κρυφό λιμάνι (φωρῶν λιμήν), στο οποίο έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση οι λαθρέμποροι. Πρβλ. παραπάνω σ. 8. Σύμφωνα με μια αναφορά στον Curtius, Alterthum und Gegenwart II, σ. 96, ακόμη και σήμερα ο όρμος ονομάζεται στη λαϊκή γλώσσα «κλέφτικο λιμάνι» [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.].
Η σισύρα Θυμοιτίς [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], η προβιά των χωρικών, είναι γνωστή από τον Αριστοφάνη (Σφήκες 1138· πρβλ. τα Σχόλια) και, βέβαια, παραπέμπει περισσότερο σε βοσκούς και καλλιεργητές παρά σε κάποια ναυτική δραστηριότητα. Όμως, η άποψη ότι το Ηράκλειον, το αρχαίο κέντρο της τετρακωμίας, βρισκόταν στην περιοχή αυτού του δήμου έχει διατυπωθεί πολλές φορές ως μια εύλογη υπόθεση (πρβλ. Χάρτες της Αττικής Ι, σ. 25. 39 και παραπάνω σ. 4). Αυτή η θέση δεν επιτρέπει καμία άλλη ερμηνεία, παρά μόνον ότι μια πανάρχαια αγροτική οδός οδηγούσε τόσο προς την Αθήνα όσο και προς τη Σαλαμίνα, όπως και ότι, από την άλλη πλευρά, ξεκινούσε από το Φάληρο, ενώ ο Πειραιάς ακόμη κατείχε μια ουδέτερη και υποδεέστερη θέση.
Ο Leake (Demen, σ. 26) ανακάλυψε «τα θεμέλια ενός ναού επί ενός υψώματος κοντά στην ακτή» και θεωρεί ότι εκεί ήταν η θέση του αρχαίου Ηρακλείου. Αναμφισβήτητα, πρόκειται για την ίδια θέση η οποία και σε εμένα φάνηκε εξαρχής σημαντική και βρίσκεται 500 μ. δυτικά από το σημείο, επάνω στο ύψωμα του Αγ. Γεωργίου, που σημαίνεται ως 54,0. Αν και σήμερα δεν είναι πια δυνατόν να εντοπισθούν θεμελιώσεις, εμφανίζονται πάντως στον βράχο σαφή ίχνη ενός αρχαίου οικισμού, κάτι που υποστηρίζεται ακόμη περισσότερο από μια δεξαμενή που βρίσκεται αμέσως προς τα δυτικά.
Η βορειοδυτική σειρά υψωμάτων, η πρώτη κορυφή της οποίας έχει ύψος 195,7 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, έχει χαρακτηριστική μορφή και προσφέρει μια απρόσκοπτη θέα προς τα στενά της Σαλαμίνας. Ακριβώς αυτό το βουνό θα μπορούσε, περισσότερο από κάθε άλλο, να διεκδικήσει το προνόμιο ότι ήταν εκείνο στο οποίο καθόταν ο Ξέρξης κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
[11] Νότια από αυτό κατευθύνεται η αρχαία οδός προς το πορθμείο της Σαλαμίνας, η οποία εν μέρει αναγνωρίζεται ακόμη από εντομές στον βράχο, ενώ στα βόρεια ένα ορεινό πέρασμα που έχει στη διαδρομή του κατάλοιπα ταφικών εγκαταστάσεων έως τις υπώρειες του βουνού, οδηγεί ως συνέχεια της αθηναϊκής οδού έως τον Κορυδαλλό.
Ότι αυτή η ονομασία πρέπει να αποδοθεί τουλάχιστον στο νοτιότερο τμήμα του βουνού, που χωρίζει την πεδιάδα και τον κόλπο της Ελευσίνας από την αθηναϊκή πεδιάδα, καθίσταται σαφές από τον Στράβωνα, ο οποίος το συνδέει με το πορθμείο της Σαλαμίνας: (ΙΧ 395ὁ εἰς Σαλαμῖνα πορθμός…ὑπὲρ δὲ τῆς ἀκτῆς ταύτης ὅρος ἐστίν, ὅ καλεῖται Κορυδαλλός, καὶ ὁ δῆμος οἱ Κορυδαλλεῖς). Εάν, σύμφωνα με την αφήγηση του Διοδώρου (IV, 59), ο Προκρούστης, ο τελευταίος αντίπαλος του Θησέα κατά την πορεία του, μέσω της Ελευσίνας, προς την Αττική, έδρευε στον Κορυδαλλό (τὸν οἰκοῦντα ἐν τῷ λεγομένῳ Κορυδάλλῳ τῆς Ἀττικῆς), τότε αυτή η μαρτυρία είναι απολύτως αξιόπιστη εφόσον θεωρήσουμε ότι το βουνό επεκτείνεται έως το πέρασμα του Δαφνίου. Άλλες αναφορές είναι απλώς γενικότερης φύσεως (Αθήν. IX, 390, Αντίγ. Καρύστ. 6, Αιλιανός, H. A. 3,35 πρβλ. Ross, Demen, σ. 80), με αποτέλεσμα να μην μπορούμε ακόμη να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η ονομασία «Κορυδαλλός» χαρακτήριζε ένα μεθοριακό βουνό μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας.
Στο βουνό αυτό καθαυτό τώρα, κοντά στον προαναφερθέντα δρόμο, απαντούν, εντός ενός υψιπέδου, σαφέστατα κατάλοιπα ενός αρχαίου οικισμού (340 μ. βόρεια από το σημείο του υψώματος 100), στο σημείο όπου επίσης στρίβει ξαφνικά προς αυτήν την κατεύθυνση και ένας δρόμος, ο οποίος στη δυτική πλευρά του «περιβάλλεται από έναν στενό χαμηλό τοίχο από αργούς λίθους» (v. Alten). Η θέση φέρει συνήθως την ονομασία «Παλαιόκαστρο» ή «Παλαιοχώρα». Κατά την άποψη του κυρίου v. Alten, οι τριγύρω, ελαφρώς επικλινείς πλαγιές καλύπτονταν από χώμα και επέτρεπαν την καλλιέργεια. Πράγματι, ιδίως στις νότιες και ανατολικές πλαγιές του Κορυδαλλού (ακριβώς όπως και στις νότιες απολήξεις του Υμηττού) παρατηρεί κανείς πολυάριθμα κατάλοιπα μεγαλύτερων ή μικρότερων, συχνά τοξοειδών λίθινων τοίχων που συγκρατούσαν κάποτε το, σε μορφή αναβαθμίδων, επισωρευμένο χώμα, το οποίο φαίνεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις μεταφέρθηκε εδώ με ανθρώπινη παρέμβαση. Αυτοί οι τοίχοι αποτελούν λαμπρό τεκμήριο της επιμελούς καλλιέργειας μέσω της οποίας, κατά την Αρχαιότητα, το αττικό έδαφος κατέστη παραγωγικό.
Σε ό,τι, τώρα, αφορά εκείνη την κατοικημένη περιοχή όπου ήδη ο v. Alten υπέθεσε δικαίως την ύπαρξη ενός δήμου, αυτή περιέχει πολλά κατάλοιπα τοίχων από ακανόνιστους λίθους, από τους οποίους, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να προκύψει μια εικόνα των κατοικήσιμων χώρων. Ότι επρόκειτο για σπίτια αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από ένα αρχαίο κατώφλι με οπή για την παραστάδα της θύρας (εικ. 5 [σελ. 11 του γερμ. κειμένου / Σ.τ.Μ.] όπως αυτά που συνηθίζονταν στην Αθήνα και τον Πειραιά, καθώς και από ένα ρηχό δοχείο νερού με αύλακα απορροής (εικ. 6).
Πολύ περίεργη είναι μια εγκατάσταση που αποτελείται από δύο κυψελοειδείς δεξαμενές (εικ. 7 [σελ. 11 του γερμ. κειμένου / Σ.τ.Μ.]), οι οποίες έχουν λαξευτεί στον βράχο και παραμένουν ακόμη ορατές. Η απόσταση μεταξύ των άνω στομίων τους ανέρχεται στα 9 μ., ενώ στο κάτω μέρος τους οι δεξαμενές συνδέονται μέσω μιας σήραγγας. Μια δεύτερη σήραγγα κατευθύνεται περαιτέρω προς νοτιοανατολική κατεύθυνση, πιθανώς προς άλλες δεξαμενές. Εάν σκεφθεί κανείς ότι βρισκόμαστε ακριβώς επάνω στον ανατολικό υδροκρίτη του βουνού και ότι ένα ορεινό ρέμα (το οποίο, βέβαια, κατά το μεγαλύτερο διάστημα παραμένει στεγνό) ξεκινά από εδώ, τότε η περιγραφείσα εγκατάσταση είχε και κάποιον άλλο σκοπό πέραν της απλής εξασφάλισης επάρκειας υδάτινων αποθεμάτων για τους κατοίκους του υψώματος. Θα καταγράψουμε στην είσοδο του επόμενου βορειότερου περάσματος του Κορυδαλλού παρόμοιες δεξαμενές, οι οποίες τώρα ανιχνεύονται με ιδιαίτερο ζήλο, καθώς από αυτό το σημείο τροφοδοτούνται ακόμη και σήμερα οι δεξαμενές νερού του Πειραιά, αφού πρώτα το νερό οδηγηθεί στο «αντλιοστάσιο» προς τα βόρεια της πόλης. Επιπλέον, κοντά στην Ελευσινιακή οδό, εισερχόμενος κανείς στο βουνό συναντά μια σειρά παρόμοιων δεξαμενών, τον ανάλογο χαρακτήρα των οποίων [12] τονίζει και ο κύριος v. Alten. Φαίνεται ότι και αυτές κατείχαν για την Αθήνα, λόγου χάρη για τον Ελαιώνα, εξίσου μεγάλη σπουδαιότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν φαντάζει διόλου αδύνατον οι εγκαταστάσεις που ξεκινούν στον «δήμο» μας να σηματοδοτούν την αφετηρία του πειραϊκού υδαταγωγού, ενώ θα πρέπει επίσης να συσχετισθούν με το έργο του Μέτωνος (Χάρτες της Αττικής Ι, σ. 30), μιας και οι διακυμάνσεις του εδάφους που παρατηρούνται στον ενδιάμεσο χώρο δεν προξενούν καμία δυσκολία. Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον οι περιοχές που βρίσκονται χαμηλότερα, όπως για παράδειγμα ο «δήμος των Θυμοιταδών», επωφελούνταν από αυτές τις εγκαταστάσεις.
Ανεξάρτητο από αυτά παραμένει το ερώτημα της ονομασίας του ορεινού χωριού και προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι εδώ βρισκόταν ο δήμος Κορυδαλλού. Αυτό ισχύει διότι στον Στράβωνα ό.π., αφού έχει μνημονευθεί ο τελευταίος μαζί με το βουνό, ακολουθούν αμέσως το «κλέφτικο λιμάνι» και η Ψυττάλεια, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται στο ενδιάμεσο διάστημα άλλος διαθέσιμος χώρος (εἴθ’ ὁ Φωρῶν λιμὴν ταὶ ἡ Ψυτταλία). Αυτό το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με την υπόθεση που διατυπώθηκε ήδη από τον Leake, σύμφωνα με την οποία ο δήμος θα έπρεπε να αναζητηθεί στην περιοχή βόρεια του λιμανιού που αναφέρθηκε (και των Θυμοιταδών) στις ανατολικές υπώρειες της σειράς των υψωμάτων, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού στην περιοχή. Ο Αμμώνιος μαρτυρά ότι ο δήμος Κορυδαλλού διέθετε ένα ιερό της Κόρης Σωτείρας (σ. 84 της έκδ. Valkenaer): Κορύδαλλος δὲ δῆμος Ἀθήνησιν, ἐν ᾧ Σωτῆρος Κούρης ἱερόν.
ΙV. Ο μέσος Κορυδαλλός
Στον δρόμο, ο οποίος από τις παρυφές του Ελαιώνα, δυτικά από τον Αγ. Στέφανο και ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση οδηγεί προς τη νέα ιδιοκτησία του κυρίου Παχύ, την πρώτη όπου προετοιμάστηκε μια επιμελέστερη καλλιέργεια σε αυτήν την ερημωμένη από πληθυσμό λωρίδα γης που βρίσκεται μεταξύ βουνού και δάσους, δεν εμφανίζεται, τουλάχιστον κατά τη σημερινή εποχή, κάποια αρχαία κατεύθυνση. Ακόμη και γύρω από το κτήμα και το εκκλησάκι τῶν Ἀσωμάτων, αν εξαιρέσει κανείς κάποια ίχνη αρχαίων αγωγών, δεν υφίστανται επαρκή στοιχεία άμεσης κατοίκησης. Είναι, ωστόσο, αναμενόμενο ότι η προοδευτική έρευνα των γειτονικών βουνοπλαγιών και κοιλάδων θα αποκαλύψει, ακριβώς εδώ, πληθώρα ενδείξεων για αρχαίες θέσεις συγκέντρωσης των υδάτινων ροών, οι οποίες αξιοποιούνταν εν μέρει για τα εδάφη που βρίσκονται χαμηλότερα και εν μέρει για τον Πειραιά.
Ο αρχαίος δρόμος, αδιαμφισβήτητα ίχνη του οποίου μπορούμε ακόμη να παρατηρήσουμε στις πιο βαθιές αυλακιές στο έδαφος, φαίνεται ότι περνούσε κοντά από την ιδιοκτησία Παχύ προς το εκκλησάκι του Σωτήρος, ή προς μια σύνδεση με την Ελευσινιακή οδό. Η αποδοχή ύπαρξης ενός δήμου στην εσωτερική δυτική γωνία πριν από την άνοδο προς το βουνό δεν μπορεί να αποκλειστεί, αν και απουσιάζουν αξιολογότερα ίχνη, ενώ οι δεξαμενές φαίνεται ότι παραπέμπουν προς έναν υδαταγωγό που οδηγεί προς τα νοτιοανατολικά. Μια και για εμένα αινιγματική εγκατάσταση, που αποτελείται από μια στρώση αδρά πελεκημένων λίθων, συμπεριλαμβάνεται στην αποτύπωση του «Ηρώου» στο παράπλευρο φύλλο της σ. 13.
Το όρος του Κορυδαλλού, το οποίο έχει την ψηλότερη κορυφή του (467,6 μ.) σε αυτό το σημείο, προσφέρει εδώ ένα πολύ κακοτράχαλο πέρασμα, το οποίο προς τα νότια και προς τα βόρεια μπορεί να αποφευχθεί χωρίς να χρειασθούν ιδιαίτερες παρακάμψεις. Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι υπάρχουν ακριβώς εδώ, εν μέσω του σκληροτράχηλου ασβεστολιθικού πετρώματος, τόσο περίεργες εγκαταστάσεις, όπως αυτές των δύο θέσεων που χαρακτηρίζονται ως «Ηρώα» (και οι δύο ανακαλύφθηκαν από τον κύριο v. Alten), η πρώτη από τις οποίες μορφολογικά αποτελεί και μοναδική περίπτωση στον ελληνικό χώρο[3]. [13]
Σχέδιο και λεπτομέρειες του Ηρώου στον Κορυδαλλό
Κλίμακα Μαγν. Βορράς
Σκεύος A., Σκεύος B., Κίονας C.
Κίονας C από κογχυλιογενή ασβεστόλιθο
Αναθηματική κόγχη G.
Κάτοψη αναθηματικής κόγχης G. Τομή E-F.
Τομή A-B.
Αναθηματική κόγχη Η. Τομή C-D.
Λίθος W Σκεύος Α.
με οπές για επιτύμβιες στήλες Σκεύος Β.
_________________________________________________________________________
Αρχαίοι τοίχοι στον δρόμο από την Αθήνα προς το Ηρώον
2 Δεξαμενές στην είσοδο μια κοιλάδας του Κορυδαλλού
Είσοδος με κατώφλι Κρασπέδωση ενός αρχαίου δρόμου
[14] Σε ένα ύψωμα (281,5 μ.), όπου οδηγεί ο άνετος δρόμος από τα βορειοδυτικά, βρίσκεται ένα διπλό πλάτωμα με τετράγωνη κάτοψη, το οποίο οριοθετείται μόνο στην, με απότομη κλίση, βόρεια πλευρά του από μια καμπύλη και το περιβάλλει ένας τοίχος από ακανόνιστους λίθους, πάχους περ. 0,60 μ., που σώζεται σε μικρό ύψος. Το μήκος του πλατώματος από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά είναι 34 μ., το δε πλάτος του 15-17 μ. Το άνοιγμα της θύρας (πλ.: 1,40) βρίσκεται, αντιστοίχως με την είσοδο, στη βορειοδυτική πλευρά. Το σύνολο της εγκατάστασης είναι κατά μήκος αμφίπλευρο, δηλ. διχοτομείται από ένα ψηλότερο βόρειο και ένα χαμηλότερο νότιο άνδηρο σε δύο συγκροτήματα δωματίων. Εκείνα που είναι στο νότιο ήμισυ (3-4 διαμερίσματα) έχουν κανονική τετράπλευρη μορφή, ενώ προς τα δυτικότερα οδηγεί μια κλίμακα. Δεξιά (στη δυτική πλευρά), βρίσκονται 4-5 τετράγωνοι κλειστοί χώροι λίγο πολύ κανονικού σχήματος. Εξωτερικά (προς τα νότια), συνεχίζουν (3) άνδηρα που είναι κατηφορικά από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Στον βόρειο τοίχο του δεύτερου δωματίου βρίσκεται ένας αδρά κατεργασμένος σπόνδυλος κίονα από ασβεστόλιθο (C) (διάμ.: 0,66), που φέρει εντορμία εμπολίου και πλευρική αύλακα, ενώ στο εσωτερικό βρίσκονται δύο θραύσματα κοίλων λουτήρων από ασβεστόλιθο (Α Β), τους οποίους γέμιζαν με νερό.
Στο πλάτωμα που βρίσκεται ψηλότερα ο περίβολος ακολουθεί το βόρειο άκρο που έχει απότομη κλίση και είναι εν μέρει λειασμένο. Σε αυτό είναι τοποθετημένοι σε δύο σημεία (βλ. στο σχέδιο H. G.) μεγάλοι, λαξευμένοι και στις τέσσερις πλευρές τους λίθοι, οι οποίοι φέρουν κόγχες αναθημάτων και επιβεβαιώνουν τον ιερό χαρακτήρα της εγκατάστασης.
Ο πρώτος λίθος είναι ορθογωνίου σχήματος, ύψους 0,32 μ., πλάτους 0,24 και πάχους 0,12. Στο μέσον της κόγχης βρίσκεται μια εντορμία για τη στερέωση του αναθήματος. Ο δεύτερος λίθος εμφανίζει στο άνω τμήμα του μια λοξότμητη αετωματική απόληξη· το ύψος του ισούται με 0,60 [μ.], το πλάτος και το πάχος του με 0,29 [μ.]. Το έδαφος στη λιγότερο απότομη βόρεια πλευρά περιέχει όστρακα αγγείων. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η αρχαία προέλευση και ο λατρευτικός χαρακτήρας αυτής της εγκατάστασης είναι, κατ’ εμέ, δεδομένα.
Ωστόσο, δεν διαθέτουμε καθόλου γνώσεις σχετικά με την οργάνωση των ανοιχτών λατρευτικών χώρων, οι οποίοι κάποτε κατέκλυζαν την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να εξαγάγουμε συγκεκριμένα συμπεράσματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Προς τα βορειοδυτικά, επάνω από το «Ηρώον», ο Κορυδαλλός φθάνει το μεγαλύτερο ύψος του (467,6 μ.). Η εκτεταμένη θέα που προσφέρεται από εδώ προς τις δύο πεδιάδες και τη θάλασσα καθιστά αυτό το σημείο μία ανέκαθεν προτιμώμενη οχυρωματική θέση. Οι θεμελιώσεις ενός μεσαιωνικού κυκλικού πύργου μπορεί να έχουν διαδεχθεί μια παλαιότερη εγκατάσταση, καθότι από καμία άλλη θέση δεν έχει κάποιος καλύτερη παράλληλη εποπτεία των δύο πεδιάδων της Ελευσίνας και της Αθήνας, όπως και των δρόμων που, από την ξηρά και τη θάλασσα, οδηγούν σε αυτές.
Εκτός από τον υδροκρίτη και σε απόσταση μόνον 5 σταδίων από τον κόλπο της Ελευσίνας υπάρχουν ακόμη επάνω στο βουνό (121,5 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) τα κατάλοιπα μιας δεύτερης εγκατάστασης, ομοίως χαρακτηριζόμενης ως «Ηρώον», η οποία δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την πρώτη. Καθώς αυτή βρίσκεται στη συνέχεια του δρόμου του περάσματος που κατηφορίζει από τον δήμο Κορυδαλλού προς τον κόλπο της Ελευσίνας, θεωρήσαμε σκόπιμο να προηγηθεί η περιγραφή του πρώτου και μεγαλύτερου περιβόλου, σε σχέση με τον οποίο ο δεύτερος βρίσκεται σε σχεδόν ευθεία δυτική κατεύθυνση. Και εδώ υπάρχει ένα στενό βραχώδες πλάτωμα, το οποίο (ακολουθώ εδώ όσα αναφέρει ο κύριος v. Alten) εκτείνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά και μόνον στα ανατολικά συνδέεται με τον ορεινό όγκο, ενώ ο ρηγματωμένος ασβεστολιθικός βράχος είναι εξαιρετικά απότομος προς τα βόρεια, νότια και δυτικά. Το στενό πλάτωμα σε αυτήν τη βραχώδη προεξοχή οριοθετείται προς τα βόρεια και τα δυτικά από ένα τείχος που έχει οικοδομηθεί από κατακρημνίσεις του ασβεστολιθικού βουνού. Όμως, και στον νότιο κρημνό εμφανίζονται κατάλοιπα ενός παρόμοιου τείχους, όπως και λαξευμένες οπές στον βράχο, μία από τις οποίες έχει μήκος 50 εκ. και πλάτος 10 εκ. Αυτές οι οπές, κατ’ αναλογίαν με εκείνες που παρατηρήθηκαν στο «Ηρώον» που περιγράψαμε παραπάνω, πρέπει να χρησίμευαν για τη γόμφωση αναθηματικών στηλών.
Εδώ, με κάθε επιφύλαξη, επιχειρούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι αυτό το ιερό, που είναι στραμμένο προς την Ελευσίνα, μπορεί να ταυτιστεί με εκείνο της Κόρης Σωτείρας (παραπάνω σ. 12), το οποίο ανήκε στον δήμο Κορυδαλλού.
V. Η οδός προς την Ελευσίνα
[15] Η «Ιερά Οδός», το σημείο αφετηρίας της οποίας από την πειραϊκή αμαξιτή οδό κοντά στο γνωστό νεκροταφείο της Αγ. Τριάδας στην Αθήνα έχει επιβεβαιωθεί μέσω της εύρεσης δύο επιγραφών, συμπίπτει με τον σύγχρονο δρόμο, ο οποίος, περνώντας από τον βοτανικό κήπο, το εκκλησάκι του Αγ. Σάββα και το εργοστάσιο μπαρούτης κάτω από τη μονή του Προφ. Ηλία, συναντά το πέρασμα του Δαφνίου.
Το τοπογραφικό υλικό και τα πολύ λιγοστά κατάλοιπα της Αρχαιότητας που εμφανίζει η οδός έως το σημείο που έχει προσδιοριστεί, έχουν αξιολογηθεί από τον Lenormant στην εκτεταμένη μονογραφία του «La voie sacrée», τα αποτελέσματα της οποίας δεν μπορούμε εδώ ούτε να επαναλάβουμε ούτε να υποβάλουμε σε κριτική. Περιοριζόμαστε σε εκείνα τα δεδομένα και εξέχοντα σημεία που εξυπηρετούν την επεξήγηση των χαρτών.
Εφόσον ο Παυσανίας (Ι, 36, 3) εισερχόμενος στην Ελευσινιακή Οδό αντικρίζει το ταφικό μνημείο του Ανθεμοκρίτου (ἰοῦσι δ’ ἐπ’ Ἐλευσῖνα, ἣν Ἀθηναῖοι καλοῦσιν ὁδὸν ἱεράν, Ἀνθεμοκρίτου πεποίηται μνῆμα), τότε αυτό δεν μπορεί να βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στη Θριασία Πύλη, δηλ. το Δίπυλον (Πλούτ., Περικλής 30 ταφῆναι Ἀνθεμόκριτον παρὰ τὰς Θριασίας πύλας, αἳ νῦν Δίπυλον ὀνομάζονται), γιατί εδώ ήταν στη συνέχεια σε ευθεία κατεύθυνση οι τάφοι της Οδού του Κεραμεικού, η οποία οδηγούσε προς την Ακαδημία. Επιπλέον, είμαι πεπεισμένος ότι ο Παυσανίας είχε ήδη εισέλθει στην πόλη ακριβώς από εδώ και δεν παρέλειψε να μνημονεύσει ό,τι ήταν άξιο προσοχής, όπως ένα άγαλμα ιππέα, έργο του Πραξιτέλη (Παυσ. Ι, 2, 3). Ούτε και οι τάφοι του δρόμου κοντά στην Αγ. Τριάδα είναι δυνατόν εδώ να ληφθούν υπόψη. Ωστόσο, η μνεία ενός λουτρού (από τον Ισαίο στον Αρποκρατίωνα λ. Ἀνθεμόκριτος) μάλλον εναρμονίζεται με τις τοπογραφικές ιδιαιτερότητες του χώρου και μας οδηγεί στη σωστή θέση: τὸ τε βαλανεῖον τὸ παρ’ Ἀνθεμοκρίτου ἀνδριάντα. Αυτό το λουτρό αναμφίβολα τροφοδοτείτο από τις εκροές του δημόσιου υδαταγωγού, η πορεία του οποίου έχει εξακριβωθεί τώρα με αρκετή ασφάλεια (πρβλ. Mitth. d. Instit. II, σ. 107 κ.εξ. Ziller). Προς τα ανατολικά του νεκροταφείου κοντά στην Αγ. Τριάδα, στο χαμηλότερο σημείο του περιβόλου του τείχους της πόλης, καταλήγει, εκτός από τον μεγάλο αποχετευτικό αγωγό, και ο μόνος, εν μέρει ακόμη χρησιμοποιούμενος κύριος υδαταγωγός (Mitth. II, πίν. VII), ενώ βορειότερα εκρέει ο ερχόμενος από τα ανατολικά ο «υδαταγωγός της οδού Πειραιώς». Το σημείο συμβολής των πλέον αποδοτικότερων υδάτινων αποθεμάτων σημαίνεται από τη θέση μιας σύγχρονης «δεξαμενής» («ανοιχτή υδατοδεξαμενή» Atlas v. Athen, φ. III) και αυτή αντιστοιχεί πλήρως στο σημείο εκκίνησης της «Ιεράς Οδού» που αναφέραμε παραπάνω.
Ο Παυσανίας, αφού έχει μνημονεύσει τον τάφο του Μολοττού (Ι, 36, 4), αναφέρει μία τρίτη θέση με την ονομασία Σκίρον, την οποία, επίσης με βάση την επιτόπου αυτοψία, μπορούμε να ταυτίσουμε κατά προσέγγιση. Αυτό γιατί ο χείμαρρος κοντά στον οποίο οι Ελευσίνιοι, κατά τον πόλεμο εναντίον της Αθήνας, έθαψαν τον πεσόντα μάντη (από τον οποίο πήρε και την ονομασία του) δεν μπορεί, όπως ήδη σημείωνε ο Leake (Demen, σ. 130), παρά να ταυτίζεται με την υδάτινη ροή η οποία, κατεβαίνοντας από το αποκαλούμενο «Τουρκοβούνι», ρέει στα βόρεια εντός μιας βαθιάς κοίτης γύρω από την Αθήνα. Είναι ο ίδιος που, σύμφωνα με μια πολύ πιθανή υπόθεση του Curtius, έφερε το λαϊκό χαρακτηρισμό «Κυκλοβόρος» (Atlas v. Athen, σ. 11), μια ονομασία η οποία, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε κάλλιστα να συνυπάρχει με την ήδη αναφερθείσα. Όλες οι υπόλοιπες υδάτινες ροές αυτής της περιοχής είναι φλέβες του Κηφισού ή συμβάλλουν βορειότερα, ήδη στο ύψος της Ακαδημίας, με τα κανάλια του.
Το εν λόγω ρέμα έχει βέβαια τώρα, και όπως φαίνεται σε πρόσφατη εποχή, υποστεί μια διαμόρφωση προς όφελος των «ελαιοτριβείων», η οποία έχει μετακινήσει τη νοτιοδυτική κοίτη του προς τα βορειοδυτικά, με αποτέλεσμα σήμερα να προσεγγίζει την Ελευσινιακή Οδό μόλις σε απόσταση περίπου 2,5 χλμ. ή 13 σταδίων από την αφετηρία της, κοντά στη σχολή δενδροκομίας πίσω από τον βοτανικό κήπο. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι κάποτε το ρέμα έφθανε σε αυτόν τον δρόμο πολύ πιο πριν, και μάλιστα, σύμφωνα με την αρχική κατεύθυνσή του, ήδη πριν από τον βοτανικό κήπο, στο τμήμα μεταξύ των σημείων υψωμάτων 35,5 και 32,8 (με κατωφέρεια τουλάχιστον 4,5 ή 7,5 μ., υπολογιζομένων από το σε απόσταση περίπου 500 μ., κοντά στο 40,1 ευρισκόμενο σημείο). Επομένως, το Σκίρον θα έπρεπε να αναζητηθεί σε μια απόσταση τουλάχιστον 2 έως, [16] κατ’ ανώτατο όριο, 4 σταδίων από την αρχή της Ιεράς Οδού. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η άποψη του Hanriot (recherches 1. dèmes, σ. 48, σε συμφωνία με τον Lenormant ό.π. σ. 180), ο οποίος το τοποθετεί σε έναν βραχώδη λόφο, 1 στάδιο προς τα δυτικά της Αγ. Τριάδας.
Μεταξύ αυτής της θέσης και του περάσματος του Κηφισού βρισκόταν ο δήμος Λακιαδών με το ηρώο του Λακίου (Παυσ. 1, 37, 3: πρὶν ἢ διαβῆναι τὸν Κηφισόν Θεοδώρου μνῆμα κλπ.). Ήδη ο Leake (Demen, σ. 139) δικαίως σημειώνει ότι «η παλαιά κοίτη του Κηφισού, λόγω της τωρινής κατάτμησής του σε διάφορα κανάλια, έχει καταστεί εντελώς αβέβαιη». Ωστόσο, όπως δείχνει ο χάρτης, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο μεσαίος από τους τρεις βραχίονες που τέμνουν την οδό (στην περίπτωσή μας 280 μ. ανατολικά από την εκκλησία του Αγ. Σάββα), είναι εκείνος που κατά μείζονα λόγο αντιστοιχεί στην αρχαία κοίτη, και ότι εδώ πρέπει να αναζητηθεί η φημισμένη, εξαιτίας του εθίμου των σκωπτικών λόγων, (γεφυρισμοί) γέφυρα.
Η ασφαλώς αρχαία και αξιοπρόσεκτη θέση, η οποία τώρα καταλαμβάνεται από την εκκλησία του Αγ. Σάββα (έναν αγαπητό τόπο συνάντησης των Αθηναίων) πρέπει να βρίσκεται περίπου στη θέση του βωμού του Διός Μειλιχίου (Παυσ. Ι, 37, 4).
Πρέπει να απορριφθεί σθεναρά η, από τον καιρό των Gell και Dodwell έως και τον Lenormant (ό.π. σ. 229), δημοφιλής τοποθέτηση σε αυτήν τη θέση που ανήκει ακόμη στον δήμο Λακιάδων, του ιερού της Δήμητρας και Κόρης (Παυσ. Ι, 37, 2), όπως και της ἱερᾶς συκῆς [ἱερᾶ συκῆ ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], διότι αυτή βρισκόταν ήδη στην άλλη πλευρά της γέφυρας. Ο Lenormant, ο οποίος (σ. 237) ερμηνεύει πολύ σωστά τη μεσαία κοίτη του Κηφισού ως τον κύριο ποταμό, μετέθεσε το εκκλησάκι πριν από αυτήν στην ανατολική πλευρά, ενώ επίσης παρουσιάζεται εντελώς εσφαλμένα η κοίτη του υδατικού δικτύου.
Βεβαίως, οι τοίχοι της εκκλησίας περιέχουν πολλούς αρχαίους λίθους, ωστόσο αυτοί προέρχονται, από όσο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει, αποκλειστικά από ταφικά μνημεία. Στις επιγραφές που απαριθμεί ο Lenormant σ. 227 κ.εξ. προστίθεται και η επιγραφή Λεοντὶς Νικοδότου Ἠπειρωτίς, από μια πρώην ταφική επίστεψη τετράγωνης μορφής, η οποία χρησιμεύει ως ποτίστρα στο οπωσδήποτε αρχαίο και με νερό εξαιρετικής ποιότητας πηγάδι.
Συνεχίζοντας τον δρόμο, μετά από 5 στάδια στην έξοδο του Ελαιώνα, συναντούμε στα δεξιά το μικρό εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, το οποίο φαίνεται ότι φέρει επίσης την ονομασία «Σωτήρ» (Hanriot, rech., σ. 49· Lenormant, σ. 316· δεν έχω συναντήσει την ονομασία Αγ. Βλάσιος που παραδίδει ο Lenormant, σ. 311 κ.εξ.· η κυρία εικόνα στην εξωτερική πρόσοψη της εκκλησίας αναπαριστά τον Αγ. Γεώργιο ως ελευθερωτή της Παρθένου στη μάχη με τον δράκο). Αυτό το εκκλησάκι είναι κτισμένο επίσης, στο μεγαλύτερο μέρος του, από αρχαίους λίθους· όλο το υλικό φαίνεται, ωστόσο, να προέρχεται από ταφικά μνημεία.
Ως προς τα αναφερθέντα από τον Lenormant (σ. 316) κατάλοιπα, πρέπει να προστεθεί μια στήλη με αέτωμα που βρέθηκε στο εσωτερικό της μικρής εκκλησίας, όπου απεικονίζεται ένας εγχάρακτος κάνθαρος. Στο πεδίο: Εὐκλῆς Αἰσχύλου| Πειριθοΐδης| Φιλιστίδης | Αἰσχύλου| Πειριθοΐδης. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η θέση ταυτίζεται με το ιερό του ήρωα Κυαμίτου (Παυσ. I, 37, 4· Leake, Demen, σ. 140).
Έξω από τον Ελαιώνα, τα σημερινά όρια του οποίου συμπίπτουν χωρίς αμφιβολία με τα αρχαία, άρχιζε η σειρά των μεγαλοπρεπέστερων μνημείων, μεταξύ των οποίων και αυτά που αναφέρονται από τον Παυσανία (1, 37, 5), όπως το μνημείο ενός Ροδίου και το φημισμένο ταφικό μνημείο της Πυθιονίκης, τα οποία ωστόσο φαίνεται ότι βρίσκονταν πέραν της περιοχής του χάρτη μας.
Έως την περιοχή της δεύτερης κοίτης του ρέματος, η οποία τέμνει την οδό 900 μ. βορειοδυτικά από την είσοδο στο εργοστάσιο μπαρούτης, ο Lenormant παρατήρησε τα ίχνη 9 θέσεων με ταφές, από τις οποίες οι τέσσερις βρίσκονταν στη δεξιά και οι πέντε στην αριστερή πλευρά του δρόμου (σ. 324 κ.εξ.). Οι περιορισμένοι τύμβοι και οι λιγοστοί λίθοι έχουν σήμερα εξαφανισθεί εξαιτίας της κατασκευής του νέου δρόμου και του εργοστασίου μπαρούτης, εκτός από ελάχιστα κατάλοιπα (σε δύο θέσεις). Ο τάφος που περιβάλλεται από έναν μικρό περίβολο, τον οποίο αποκάλυψε ο Fauvel το έτος 1807 στα δεξιά του δρόμου και περίπου 950 μ. από την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, ήταν λαξευμένος στον βράχο και καλυπτόταν από μια μαρμάρινη πλάκα. Στο εσωτερικό του υπήρχε μια περίτεχνη ξύλινη σαρκοφάγος, τώρα στο Βρετανικό Μουσείο, καθώς και ένας γυναικείος σκελετός στολισμένος με κοσμήματα και δίπλα μια λύρα και πλήκτρο. Φαίνεται να είναι ταυτόσημος με τον «ταφικό τύμβο» που βρίσκεται προς τα βόρεια του εργοστασίου μπαρούτης.
Από τους δύο ταφικούς τύμβους που βρίσκονται μετά το εργοστάσιο φωταερίου και περίπου 500 μ. προς τα νότια του δρόμου, ο ένας αναφέρει σε ένα θραύσμα σαρκοφάγου (; πιθανώς ταφικό αντικείμενο, με επιγραφή της κλασικής εποχής, και στις δύο πλευρές μία λύρα) το όνομα του κατόχου του: [Χαιρεφάνης ; Χαι]ρεφάνου[ς] Ἀ[τ]η[νε] ὺς Πολ]ύα[ρ]χος Ξενοκλέ[ου]ς [Ἐ]υ[ω]ν[υ]μεὺς Χ]αιρε[φ]άν[η] Χαιρεφάνους Ἀτηνέως θυ[γάτηρ] (πρβλ. Rhangabé, ant. hell. 1391).
[17] Κοντά στην είσοδό του στο ορεινό πέρασμα, προς τα βόρεια του υψομέτρου 76,7, ο δρόμος συνοδεύεται στην αριστερή πλευρά του από μια σειρά υπογείως συνδεόμενων δεξαμενών, οι οποίες σημαίνουν την αφετηρία μιας μεγαλύτερης εγκατάστασης καναλιών (βλ. παραπάνω σ. 11). Σύμφωνα με πληροφόρηση του κυρίου v. Alten, ο Παχύς, ιδιοκτήτης του κτήματος που βρίσκεται προς τα νότια, αξιοποιεί αυτές τις δεξαμενές για τις ανάγκες των χωραφιών του.
Τα κατάλοιπα που βρίσκονται απέναντι, προς τα βορειοδυτικά, ερμηνεύονται από τους Kruse (Hellas II, σ. 174) και Lenormant (σ. 337) ως θεμελιώσεις του ιερού του ήρωα Κυαμίτου (Παυσ. Ι, 37, 4), το οποίο θεωρήσαμε παραπάνω ότι πρέπει να αναζητηθεί στην αμέσως γειτονική με τον Ελαιώνα περιοχή. Εδώ, ομοίως, δεν μπορώ να δω παρά την υποδομή ενός ταφικού κτίσματος.
Δεν έχουμε κανέναν λόγο να αναζητήσουμε τα κατάλοιπα ενός δήμου κοντά στην Ιερά Οδό. Ο δήμος Έρμου, στην περιοχή του οποίου βρισκόταν ο τάφος της Πυθιονίκης αμέσως κάτω από τον λόφο του Προφ. Ηλία που δεν σημειώνεται στον χάρτη μας (Πλούτ., Φωκίων c. 22), θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να τοποθετηθεί βορειότερα, κοντά στο τώρα ερημωμένο χωριό Χαϊδάρι. Πρβλ. Τμήμα «Πύργος».
Μια λεπτομερής νέα πραγμάτευση της Ελευσινιακής Οδού με όλες τις αρχαιογνωστικές πτυχές της δεν μπορεί να αποτελέσει σκοπό αυτού του κειμένου. Εάν, αντιθέτως, επετεύχθη η εξακρίβωση κάποιων σταθερών σημείων της τοπογραφικής διάταξης, τότε, με αυτόν τον τρόπο, θα οριοθετηθούν σαφέστερα και οι υπόλοιπες περιοχές, η σειρά διαδοχής των οποίων είναι γενικότερα γνωστή.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η τοποθέτηση της θέσης με το τοπωνύμιο Οίον (Κεραμεικόν) στη δυτική πλευρά της Αθήνας και κοντά στον Κεραμεικό (όπως έχει επιχειρηθεί από τον Leake έως τον Lenormant) δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή εξαιτίας των εδώ γειτονικών δήμων Κειριαδών και Λακιαδών· ως αποτέλεσμα, το Οίον πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στα βόρεια (κοντά στην Κολοκυνθού) ή βορειοανατολικά (προς την Κυψέλη).
___________________________
Αθήνα-Υμηττός
(Χάρτες της Αττικής – φ. ΙV)
[18] Το παρόν Τμήμα περιλαμβάνει τον βόρειο και μέσο Υμηττό μέχρι το νότιο μέρος, το σημερινό Μαυροβούνι που κάποτε ονομαζόταν Άνυδρος (Θεόφραστ., περὶ σημ. 20), το οποίο διαχωρίζεται από τα προηγούμενα μέσω μιας βαθιάς χαράδρας και ενός δρόμου που αποτελεί πέρασμα και προσεγγίζει τη θάλασσα κοντά στη Βάρη. Από το μεγαλύτερο βόρειο ήμισυ (Τρελοβούνι = Monte-Matto, το οποίο προήλθε από παραφθορά του «Υμηττός» κατά τη Φραγκοκρατία, στα τουρκικά Ντελή Νταγ) το άνω άκρο του χάρτη μας δεν περιλαμβάνει μόνον τη μονή του Αγ. Ιωάννη Κυνηγού που βρίσκεται στο τελευταίο διάσελο (και μόνον 150 μ. βορειότερα· από εκεί έως τις υπώρειες, όπου στρίβει η αμαξιτή οδός που οδηγεί προς τα Μεσόγεια, το βουνό εκτείνεται για περίπου ακόμη 1.000 μ.).
Για την εξέταση της ανατολικής πλαγιάς, την οποία θα ξεκινήσουμε από τα βόρεια, παίρνουμε ως σημείο αφετηρίας την περιοχή των κύριων ποταμών που συμβάλλουν αμέσως προς τα ανατολικά της Αθήνας, του Ιλισσού και του Ηριδανού, οι οποίοι, βέβαια, κατά το μεγαλύτερο διάστημα παραμένουν άνυδροι. Λαμβάνουμε ως προϋπόθεση ότι η βόρεια κοίτη που ξεκινά από την πρώην μονή του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου είναι αυτός καθαυτόν ο Ιλισσός, ενώ το ρέμα που τροφοδοτείται από τις πηγές της Καισαριανής είναι ο Ηριδανός. Αρχικώς δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι για αυτές τις ονομασίες πρέπει να ληφθούν υπόψη αποκλειστικώς και μόνον αυτά τα δύο ρέματα, καθότι αποτελούν με διαφορά τους σημαντικότερους ή ακόμη και μοναδικούς αξιοσημείωτους υδάτινους βραχίονες που συμβάλλονται κοντά στην Αθήνα. Ο Παυσανίας, ο οποίος πιθανώς δεν είδε καν τον Ηριδανό, δεν είχε κανέναν άλλον λόγο για να εξάρει μόνον αυτούς τους δύο: (Ι, 19, 5 ποταμοὶ δὲ Ἀθηναίοις ῥέουσιν Εἰλισσός τε καὶ Ἠριδάνῳ τῷ Κελτικῷ κατὰ τὰ αὐτὰ ὄνομα ἔχων, ἐκδιδοὺς εἰς τὸν Εἰλισσόν).
Η ένσταση που διατυπώθηκε τελευταία μόνον από την πλευρά του Wachsmuth (die Stadt Athen I, σ. 365 κ.εξ.), η οποία βασίζεται σε δύο περαιτέρω αρχαίες μαρτυρίες, μου φαίνεται τόσο λίγο θεμελιωμένη όσο και η τάση του να ταυτίσει τον Ηριδανό με μία από τις μικρές κοίτες που κατεβαίνουν με σύντομη διαδρομή από τον Λυκαβηττό. Σε ό,τι αφορά τις τελευταίες, δεν μπορώ να εντοπίσω «ένα μικρό ρυάκι που πέφτει προς τα νοτιοδυτικά της Ριζαρείου στον Ιλισσό» (σ. 367). Όμως, το ρέμα «που κατεβαίνει από τον Λυκαβηττό, από το ύψος της μονής των Αγ. Ασωμάτων, και, ρέοντας λίγο προς τα ανατολικά της Ριζαρείου, συμβάλλεται με τον Ιλισσό ακριβώς απέναντι από τον Ψευδο-Ηριδανό», ο Wachsmuth δεν μπορεί να το παρατήρησε παρά μόνον από την κοίτη του τελευταίου. Ήδη στη γέφυρα κοντά στον δρόμο (στο 105,6) εμφανίζεται ως ένα από τα ασήμαντα εναλλασσόμενα ρέματα, τα οποία φουσκώνουν από τα νερά της βροχής που κατεβαίνουν από τον Λυκαβηττό και είναι αδύνατον να έχουν ποτέ μεταφέρει νερά από πηγές.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, οι αναφορές στον Πλάτωνα και τον Στράβωνα, στις οποίες γίνεται παραπομπή, μας υποχρεώνουν, πράγματι, να αναζητήσουμε τον Ηριδανό στη δεξιά όχθη του Ιλισσού; Ο Πλάτωνας παρουσιάζει στον Κριτία, 112 Α, τη φανταστική εικόνα μιας πανάρχαιας Ακρόπολης, η οποία κάποτε δήθεν εκτεινόταν έως τον Ηριδανό και τον Ιλισσό συμπεριλαμβάνοντας την Πνύκα και τον Λυκαβηττό: (μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν καὶ τὸν Ἰλισὸν ἀποβεβηκυῖα καὶ περιειληφυῖα ἐντὸς τὴν Πύκνα καὶ τὸν Λυκαβηττὸν ὅρον ἐκ τοῦ καταντικρὺ τῆς Πυκνὸς ἔχουσα). Ο Wachsmuth ερμηνεύει τη μνεία του Ηριδανού με τέτοιον τρόπο ώστε αυτός να εμφανίζεται ως ένα όριο της φανταστικής Ακρόπολης, ενώ, κατά την άποψη μου, η έκφραση «έως τον Ηριδανό και τον Ιλισσό» φαίνεται να σηματοδοτεί μόνον το απώτερο (ανατολικό) σημείο έως το οποίο εκτεινόταν το οχυρό, δηλαδή έως εκεί όπου ο Ηριδανός και ο Ιλισσός συναντώνται. [19] Κατά αυτόν τον τρόπο, σημαίνεται ένα όριο του Ιλισσού προς τα επάνω, στην περιοχή του οποίου περιέχεται και ο Λυκαβηττός, ενώ το ανατολικό ρέμα, το οποίο προτείνει ο Wachsmuth, θα συμπεριελάμβανε στην Ακρόπολη που περιγράφει ο Πλάτωνας μόνον ένα μέρος του Λυκαβηττού.
Προς αυτήν την υπόθεση μας προσανατολίζει και το ποιητικό χωρίο το οποίο αναφέρει ο Στράβων (ΙΧ, 397), δηλαδή ότι «οι παρθένες έπαιρναν το καθαρό νερό του Ηριδανού» (ἀφύσσεσθαι καθαρὸν γάνος Ἠριδανοῖο), προσπαθώντας να δικαιολογήσει την υπόθεση ότι το ρυάκι εξέβαλλε στη δεξιά πλευρά του Ιλισσού. Όμως, ακόμη κι αν αποδεχθούμε ότι οι πηγές τις οποίες ο Στράβων τοποθετεί, μόνον από όσα έχει ακούσει, «εκτός της πύλης του Διοχάρους, κοντά στο Λύκειο» αποτελούσαν απορροές του Ηριδανού (κάτι που ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν ισχυρίζεται· επιθυμεί μόνον να αποδείξει ότι σε κοντινή απόσταση υπήρχε καθαρό νερό: εἰσὶ μὲν νῦν αἱ πηγαὶ καθαροῦ καὶ ποτίμου ὕδατος, ὡς φασιν, ἐκτὸς τῶν Διοχάρους καλουμένων πυλῶν, πλησίον τοῦ Λυκείου· πρότερον δὲ καὶ κρήνη κατεσκεύαστό τις πλησίον πολλοῦ καὶ καλοῦ ὕδατος), τότε αρκεί να θυμίσουμε την Καλλιρρόη, η οποία βρισκόταν κατά τον ίδιον τρόπο στην αριστερή όχθη του Ιλισσού, χωρίς αυτό να έχει κάποια επίπτωση στη χρησιμότητά της.
Τώρα, μπορεί ο Ηριδανός με την συντομότερη διαδρομή του και το γεγονός ότι πηγάζει από τις πλούσιες, από παλαιά φημισμένες, ακόμη και σήμερα αστείρευτες πηγές της κυλλοῦ πήρας [κυλλοῦ πήρα ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] και της γειτονικής περιοχής, πράγματι να μετέφερε πάντοτε καθαρό νερό έως την Αθήνα, ενώ η κοίτη του Ιλισσού να έμενε στεγνή. Ωστόσο, μια ματιά στον χάρτη δείχνει ότι θα πρέπει να ταυτίσουμε τον νότιο βραχίονα με τον συμβάλλοντα παραπόταμο, ενώ η βαθύτερη και πλατύτερη κοίτη που κατεβαίνει από τον Αγ. Ιωάννη Θεολόγο είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατεύθυνση της κατώτερης διαδρομής του Ιλισσού και, κατά αυτόν τον τρόπο, θα ήταν λογικό να φέρει την ίδια ονομασία.
Εκτός συνάφειας με το βουνό του Υμηττού βρίσκεται η σειρά των υψωμάτων με την ονομασία Τουρκοβούνια, η νότια περιοχή των οποίων με την τελευταία απόληξή τους, τον Λυκαβηττό, βρίσκεται ακόμη εντός του χάρτη μας. Η σημασία που απέκτησαν αυτοί οι λόφοι για τους υδάτινους πόρους της Αθήνας μάς ωθεί, ωστόσο, να τους εξετάσουμε από κοινού με την περιοχή του άνω Ιλισσού.
Ι. Τουρκοβούνια και περιοχή του άνω Ιλισσού
Όταν μεταξύ των βουνών της Αττικής ο Παυσανίας αναφέρει δίπλα σε συμπαγείς όγκους όπως το Πεντελικό, τον Υμηττό και την Πάρνηθα και τον χαμηλότερο Αγχεσμό (Παυσ. Ι, 32, 2 καὶ Ἀγχεσμὸς ὄρος ἐστὶν οὐ μέγα καὶ Διὸς ἄγαλμα Ἀγχεσμίου), με αυτό πρέπει να εννοείται όλος ο ορεινός όγκος των «Τουρκοβουνίων» και όχι η μεμονωμένη κορυφή προς τα βορειοανατολικά της πόλης, η οποία λόγω της εγγύτητάς της με την Αθήνα και του εντυπωσιακού κωνικού σχήματός της έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη με την ονομασία «Λυκαβηττός». Αυτή η ονομασία αποδίδεται στον λόφο από τον καιρό της επιστολής του Forchhammer «zur Topographie Athens», το 1833, και χρησιμοποιείται πλέον γενικά και αποκλειστικά. Η κορυφή του, ύψους 277,30 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι προσεγγίσιμη από τη νότια πλευρά μέσω στριφογυριστών κλιμάκων λαξευμένων στον βράχο, εκεί τώρα βρίσκεται, επάνω σε ένα διαμορφωμένο πλάτωμα, το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, ενώ ένα ακόμη εκκλησάκι (Σιδέρι) βρίσκεται κάτω από την κορυφή στα απότομα τοιχώματα του βράχου της ανατολικής πλευράς.
Παρότι ξηρό, το χώμα στις πλαγιές του (Πλάτων, Ερυξίας, 400 Β) φαίνεται ότι ήταν κατά την Αρχαιότητα κατάλληλο για ελαιοκαλλιέργεια (Στάτ., Θηβ., 12 στ. 621), πιθανώς με νερό που μεταφερόταν μέσω αγωγών. Ωστόσο, στην ίδια περιοχή υπήρχαν και τάφοι (πρβλ. Μαρίνος, Βίος Πρόκλου, 36, και οι «τάφοι» στο λεγόμενο «Στόμα του βατράχου», Atlas v. Ath. φ. Ι).
Ιδιαιτέρως σημαντικός καθίσταται ο Λυκαβηττός, όπως και όλος ο Αγχεσμός, ως φορέας υδαταγωγών, το σημείο αφετηρίας των οποίων, βέβαια, βρίσκεται τις περισσότερες φορές στις πλούσιες σε πηγές περιοχές του Πεντελικού και του Υμηττού. Η τοποθέτηση αγωγών στα Τουρκοβούνια γινόταν τόσο για υψομετρικούς λόγους όσο και λόγω του ότι το πέτρωμά τους ήταν αρκετά υδατοστεγές, κάτι που επέτρεπε την εγκατάσταση στέρεων καναλιών χωρίς τη βοήθεια πλίνθινων ή καμαρωτών κατασκευών.
Ο Λυκαβηττός περιβάλλεται στη βόρεια και νότια πλευρά του από υδαταγωγούς προς τα νοτιοανατολικά, περίπου 130 μ. κάτω από την κορυφή του, ενώ καταλήγει σήμερα ο «υδαταγωγός της πόλης των Αθηνών» στην ίδια δεξαμενή, την οποία εγκατέστησε ο Αδριανός και εφοδίασε με τη γνωστή πρόσοψη και επιγραφή, κατάλοιπα των οποίων διασώζονται ακόμη. Ο αγωγός (σχετικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες και τη νεότερη ιστορία πρβλ. Ziller, Mitth. d. Inst. II, σ. 120 κ.εξ.) ανιχνεύεται τώρα στην αρχαία πορεία του έως τα προκείμενα υψώματα του Πεντελικού, προς τα ανατολικά επάνω από το Χαλάνδρι (πρβλ. Τμήμα «Κηφισιά»).
[20] Ακολουθείται από φρεάτια εξαερισμού, η ενδιάμεση απόσταση των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 33 και 37 μ., η δε διάμετρός τους μεταξύ 1,20 μ. και 1,50 μ. Τα φρεάτια και το κανάλι (το τελευταίο πλάτους 0,70 και ύψους 1,60 [μ.]) μεταξύ Χαλανδρίου και Αμπελοκήπων είναι κατασκευασμένα κυρίως από ακανόνιστους λίθους και λιγότερο με πλίνθους, ενώ από τους Αμπελοκήπους και προς τα κάτω έχουν λαξευτεί στον βράχο.
Ένας άλλος, αποκαλούμενος από τον Ziller (σ. 122 κ.εξ.) «υδαταγωγός της Κηφισιάς» κινείται γύρω από την ανατολική κατωφέρεια των Τουρκοβουνίων. Αυτός εν μέρει εκτείνεται επίγεια, μέσα από αύλακες στον βράχο, ενώ σε θέσεις με μεγαλύτερο βάθος υποστηρίζεται από τοξωτές κατασκευές, τα κατάλοιπα των οποίων έχουν διατηρηθεί (πρβλ. Τμήμα «Κηφισιά»). Παρόλα αυτά, αυτός δεν φαίνεται στην πραγματικότητα να ανήκει στην περιοχή των Τουρκοβουνίων, αλλά να καταλήγει από τα βόρεια στην πόλη. Δικαίως ο Ziller τον διαχωρίζει από έναν υδαταγωγό στα Πατήσια, παρότι ο τελευταίος φαίνεται ότι συνεχίζει την κατεύθυνση του προηγούμενου (ό.π. σ. 124 και πίν. IV). Ο αγωγός στα Πατήσια ρέει σε στενότερο (πλάτους 0,30 [μ.]) κανάλι, κατά κύριο λόγο στην επιφάνεια του εδάφους, πολύ κοντά στις πλαγιές των λόφων, αφήνει τον αποκαλούμενο λόφο «Στρέφη» στα δυτικά του και φαίνεται να απολήγει στις υπώρειες του Λυκαβηττού, κοντά στο Γαλλικό Ινστιτούτο.
Για να είναι πιο πλήρης η περιγραφή, παρότι στην πραγματικότητα δεν ανήκει στο κείμενο που σχετίζεται με αυτόν τον χάρτη, ας μνημονεύσουμε εντέλει την, όπως φαίνεται, ημιτελή σήραγγα κοντά στο «Στόμα του βατράχου», που αποτελείται από δύο στιβαρά μικρά κανάλια, λαξευμένα οριζόντια στον βράχο, με μικρό βάθος (14 και 11,20 μ.), το μακρύτερο εκ των οποίων απολήγει σε έναν μικρό θάλαμο (πρβλ. Ziller, Mitth. II, σ. 128 και πίν. IX).
Μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισσού ανοίγονται στα τείχη της αρχαίας Αθήνας δύο πύλες, μια βορειότερη, στρεφόμενη προς τα ανατολικά, η οποία αποτελούσε την αφετηρία του δρόμου που έστριβε προς τα βόρεια, οδηγούσε στο Πεντελικό και (περιτρέχοντας την βόρεια κορυφή του Υμηττού) στα Μεσόγεια, και μια νοτιότερη, προφανώς με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά, στην πραγματικότητα μια πύλη του Υμηττού η οποία, πέραν του Ιλισσού, δείχνει προς την «Κυλλοῦ Πήρα» (τη σημερινή Καισαριανή, βλ. παρακάτω) και τα λατομεία. Επιπλέον, μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι η μεν πρώτη ονομαζόταν «Διόμεια πύλη», η δε δεύτερη «πύλη του Διοχάρους».
Για να ξεκινήσουμε με την τελευταία, τη γνωρίζουμε αποκλειστικώς λόγω της άμεσης συσχέτισής της με τον Ιλισσό, τον Ηριδανό και το Λύκειο (βλ. παραπάνω σ. 19, Στράβ. ΙΧ, 397 ἐκτὸς τῶν Διοχάρους πυλῶν πλησίον τοῦ Λυκείου)· από μια επιγραφή, Rang., ant. hell. II, 879, προκύπτει η γειτνίαση με μια ελώδη, αφιερωμένη στην Αθηνά περιοχή Ἀθηνᾶς τέλμα και ένα λουτρό (βαλανεῖον), κάτι που ομοίως παραπέμπει στην πλούσια σε πηγές περιοχή που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τον ποταμό. Καθώς το Λύκειον θα πρέπει να βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Ιλισσού (όπως υποδεικνύει η πορεία του Παυσανία) και οι ιππικές ασκήσεις, τις οποίες αναφέρει ο Ξενοφώντας (Ίππαρχος, c. III, 1 και 6), δεν θα μπορούσαν να στερούνται πλήρως ενός επιπέδου εδάφους, έχω την εντύπωση ότι η μόνη κατάλληλη θέση ήταν μια επίπεδη λωρίδα που εκτείνεται προς τα βόρεια του Ιλισσού, μεταξύ του σημερινού βασιλικού κήπου και του μεγάρου των Ιλισίων. Στη συνέχεια, ο δρόμος περνούσε περίπου βορειοδυτικά της οπλοθήκης, ενώ η επικοινωνία με την ενδοχώρα ήταν εφικτή μόνον στη δεξιά πλευρά του Ιλισσού, διαμέσου της Διόμειας πύλης. Μια παράλληλη οδός σε κοντινή απόσταση με τη Διόμεια δεν θα είχε λόγο ύπαρξης και θα ήταν εδώ διπλά περιττή, καθώς τα σημαντικότερα σημεία του Υμηττού είναι προσβάσιμα μόλις στον άνω ρου του Ηριδανού όπως και προς τα νότια αυτού.
Η θέση της Διόμειας πύλης εξαρτάται από εκείνη του οικισμού της Διόμειας, στην οποία βρίσκονταν το γυμνάσιο του Κυνοσάργους και το ιερό του Ηρακλή. Η πορεία του Παυσανία αποδεικνύει ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τον οικισμό στα ανατολικά της πόλης, ενώ από τον Ηρόδοτο πληροφορούμαστε ότι γειτνίαζε και με τον δήμο Αλωπεκής (5, 63 Ἀγχιμολίου εἰσὶ ταφαὶ τῆς Ἀττικῆς Ἀλωπεκῇσι ἀγχοῦ τοῦ Ἡρακλείου τοῦ ἐν Κυνοσάργει). Η Αλωπεκή, όμως, βρισκόταν 11 ή 12 στάδια εκτός των τειχών της πόλης (Αισχίν., Κατά Τίμαρχ., § 99 τὸ δ’ Ἀλωπεκῇσι χωρίον, ὃ ἢν ἄποθεν τοῦ τείχους ἕνδεκα ἢ δώδεκα στάδια).
Η θέση αυτού του δήμου εκείνη την εποχή δεν μπορεί σήμερα να αμφισβητηθεί ούτε για μια στιγμή. Πρόκειται για τη θέση που κατέχει το σημερινό χωριό Αμπελόκηποι σε μια εύφορη και υδρευόμενη από παλαιές δεξαμενές και κανάλια περιοχή, ένα τοπωνύμιο που πιθανώς, εάν όχι αναγκαστικά, μιμείται ηχητικά την αρχαία ονομασία. Για μια επιτύμβια επιγραφή με το δημοτικό: Προκλῆς Ἀλωπεκῆθεν, η οποία βρέθηκε εκεί, βλ. Κουμανούδης, Επιγρ. αττ. επιτυμβ., αρ. 208.
Η Αλωπεκή, τόπος γέννησης του Αριστείδη και του Σωκράτη, στον δρόμο για το Πεντελικό και κοντά σε εκείνον προς τον Υμηττό, κατοικείτο κατά την Αρχαιότητα αλλά ακόμη και σήμερα από πολλούς λιθοξόους. Ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας του Σωκράτη.
[21] Για μια λατρεία της Αφροδίτης στην Αλωπεκή κάνει λόγο η επιγραφή C. J. Gr., 395 = Lebas, Inscr. I, 333. Σχετικά με τη λατρεία του Ερμαφρόδιτου βλ. Αλκίφρ., επιστ. 3, 37.
Εάν, ακολουθώντας τη μαρτυρία του Αισχίνη σχετικά με την απόσταση, μετακινήσουμε προς τα πίσω το τείχος της πόλης και την πύλη του Διοχάρους κατά 11-12 στάδια, τότε μεταφερόμαστε στην περιοχή του βασιλικού κήπου, πιθανώς λίγο δυτικότερα, ενώ ταφικά ευρήματα μπροστά από το ανάκτορο, τη θέση του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας και επίσης από την οδό Σταδίου καθιστούν απολύτως απαγορευτική μια περαιτέρω επέκταση του τείχους της πόλης προς τα ανατολικά, όσο επιθυμητή κι αν φαίνεται αυτή προκειμένου να εναρμονισθεί το μέγεθος των τειχών, έστω και κατά προσέγγιση, με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη.
Ο οικισμός των Διομείων φαίνεται ότι αποτελούσε απλώς ένα προάστιο που εκτεινόταν γύρω από τις νότιες υπώρειες του Λυκαβηττού, όχι όμως και τμήμα της πόλης.
Το γυμνάσιο του Κυνοσάργους και το Ηράκλειον (Διογ. Λαέρτ., VI, 13 μικρὸν ἄποθεν τῶν πυλῶν) τοποθετείται δικαίως κοντά στη μεγάλη και πλούσια σε γαίες μονή τῶν Ἀσωμάτων· ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα κατάλοιπα της Αρχαιότητας που περιέχει η μονή προέρχονται αποκλειστικά από επιτύμβια μνημεία, τα οποία εν μέρει έχουν μεταφερθεί εκεί από ιδιόκτητα απομακρυσμένα κτήματά της.
Και η οδός μπροστά από την πύλη κοσμούνταν συνεχώς από επιτύμβια μνημεία, πρβλ. παραπάνω εκείνο του Αγχιμολίου· σχετικά με ταφικά ευρήματα κοντά στο πτωχοκομείο βλ. Πρακτικά 1873, 25· Εφημ. Αρχ. ΙΙ, 485. Επίσης μερικοί τύμβοι που βρίσκονται κοντά στους Αμπελόκηπους φαίνεται ότι στα νεότερα χρόνια απέδωσαν πήλινα αγγεία (αμφορείς και υδρίες του 4ου αιώνα).
Προς τα ανατολικά από τη μονή Ασωμάτων και νότια από τους Αμπελόκηπους συνενώνονται με την κοίτη του Ιλισσού μερικά ρέματα που έρχονται από τα νοτιοανατολικά· οι υδάτινες ροές του ανατολικότερου από αυτά συγκεντρώνονταν από δύο αγωγούς που κινούνταν κατά μήκος της όχθης (Ziller, Mitth. II, σ. 112).
Επίσης, από τα βόρεια ρέει ένας αγωγός, ο οποίος χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα και είναι γνωστός ως πηγή Γουδή κοντά στο ερειπωμένο εκκλησάκι (Σωτηράκι). Όλοι οι παραπάνω αγωγοί ενίσχυαν έναν υδαταγωγό με την ονομασία Τσατμάκι (Ziller ό.π. 112 και πίν. VI), ο οποίος κατέβαινε από τη μονή του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου σε αυτή καθαυτήν την κοίτη του Ιλισσού και «οδηγεί τα ύδατά του προς τον βασιλικό κήπο εντός ενός τοιχισμένου καναλιού πλάτους 0,50 μ., το οποίο βρίσκεται λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους».
Ακολουθούμε την παράλληλη οδό που οδηγεί προς τα βόρεια, η οποία πολύ σύντομα, προς τα ανατολικά από τους Αμπελόκηπους, αρχίζει να διασχίζει μια περιοχή που σταδιακά γίνεται όλο πιο πετρώδης και άγονη. Ένα μικρό εκκλησάκι που βρίσκεται στο 185,4 (Αγ. Νικόλαος) εμφανίζει (στη βόρεια πλευρά ακόμη in situ) κροκαλοπαγείς λιθοπλίνθους, προερχόμενες από μια εγκατάσταση με μορφή περιβόλου, ο οποίος είχε αποκλειστικά ταφικό προορισμό. Άλλα θραύσματα, όπως επίσης ένας σπόνδυλος κίονα από υμήττιο μάρμαρο (διάμ.: 0,40) και μια βάση με τετράγωνη βάθυνση στην άνω επιφάνεια, πιθανώς συνανήκαν ή μεταφέρθηκαν από αλλού. Επίσης, προς τα ανατολικά και βόρεια από το εκκλησάκι παρατηρεί κανείς σωρούς από χώμα και λίθους (από τάφους). Προς τα ανατολικά, ένα τμήμα του δρόμου δείχνει να διατηρεί ακόμη αρχαίες αρματροχιές. Επιπλέον, υπάρχει ένας φιαλόμορφος υπόγειος χώρος (δεξαμενή) και (νοτιοδυτικά του 252,0) οι θεμελιώσεις μιας οικίας (;). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προσεγγίζουμε μια κατά την Αρχαιότητα κατοικημένη (και κατά τη νεότερη εποχή εν μέρει καλλιεργούμενη) ζώνη, στα προκείμενα υψώματα του Υμηττού, η οποία περιλάμβανε την περιοχή του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου και τις λωρίδες των κοιλάδων μεταξύ των λόφων που ονομάζονται στα αλβανικά Γκούρι Κοράκουτ (Κορακοβούνι) και Τσακό.
Σε έναν από αυτούς τους λόφους ο Leake (Demen, σ. 41) φαίνεται ότι αναγνώρισε τα κατάλοιπα ενός οχυρωμένου δήμου, από τα οποία βέβαια σήμερα δεν μπορέσαμε να διακρίνουμε τίποτε: «Επί ενός αιχμηρού υψώματος, το οποίο συνδέεται με τον Υμηττό, μεταξύ Αμπελοκήπων και του τμήματος του Υμηττού, επί του οποίου βρίσκεται η μονή του Αγίου Ιωάννη Κυνηγού, Ἁγ. Ἰωάννης ὁ κυνηγός». Για την ίδια περιοχή κάνει λόγο ο Dodwell (Reis. d. Grld. I, 2, 303 κ.εξ.), ο οποίος με τη «μικρή μονή Ασωμάτων με έναν νέο κυκλικό πύργο, νότια της μονής του Αγίου Ιωάννη Κυνηγού» δεν μπορεί να εννοεί παρά τον Αγ. Ιωάννη Θεολόγο. Αυτή βρίσκεται επάνω σε ένα υψίπεδο που είναι βυθισμένο μεταξύ των προκείμενων βουνών, και τώρα, όπως και όλες οι μονές του Υμηττού, είναι ερημωμένη, με το καθολικό, ωστόσο, να διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Δεν λείπουν τμήματα αρχαίων γείσων και θραύσματα αρχαίων κιόνων· ο Dodwell ό.π. μνημονεύει επίσης μερικά ιωνικά κιονόκρανα, μαζί με αυτά και ένα δωρικού ρυθμού. Παραπλεύρως βρίσκονται μια κρήνη και μια δεξαμενή.
Ήδη έχει αναφερθεί ότι εδώ πρέπει να αναζητηθεί η περιοχή των πηγών του «υδαταγωγού Τσατμάκι». Ένα άλλο παλαιότερο κανάλι διέρχεται από τη νότια πλευρά της μονής, το οποίο, κατά τον Ziller (Mitth. II, σ. 112), [22] σε κάποια σημεία βρίσκεται περίπου 9 μ. κάτω από την επιφάνεια και είναι εφοδιασμένο με φρεάτια αερισμού, που δεν στέκονται επάνω αλλά δίπλα στον αγωγό. «Αυτός ο υδαταγωγός είναι αποκλειστικώς τοπικός· στη σημερινή του κατάσταση καταλήγει σε μια υδατοδεξαμενή με καμάρες πριν από το αμπέλι και το περιβόλι που βρίσκονται σε απόσταση περίπου 100 βημάτων από την εκκλησία».
Βορειότερα, στις νότιες υπώρειες του Γκούρι Κορακούτ συναντά κανείς μια ακόμη ερημωμένη εκκλησία μαζί με κατάλοιπα ποιμνιοστασίων (μάνδρες). Λίγο χαμηλότερα ο Dodwell είδε «μερικές θεμελιώσεις, πιθανώς ενός αρχαίου ναού».
Προς τα βόρεια από το εκκλησάκι βρίσκεται μια τετράγωνη υδατοδεξαμενή, λαξευμένη στον βράχο. Για τον λόφο, τον ίδιο που εννοούσε και ο Leake, ο Dodwell σημειώνει επίσης: «ένας μεμονωμένος απότομος λόφος κωνικού σχήματος υψώνεται σε αυτήν τη θέση, στην κορυφή του οποίου παρατηρεί κανείς κάποια ελλιπή ίχνη μιας αρχαίας οχύρωσης». Και συνεχίζει: «λίγο βορειότερα αυτής της θέσης το έδαφος καλύπτεται με μεγάλες λιθοπλίνθους και θεμελιώσεις, οι οποίες πιθανώς προέρχονται από κάποιον αρχαίο δήμο». Τούτες οι θεμελιώσεις αποδεικνύεται, βέβαια, ότι είναι θεμέλια και περίβολοι ταφικών εγκαταστάσεων από κροκαλοπαγείς λίθους (μερικές έχουν εσωτερικές διαστάσεις 14x12 και 24x12 βήματα), που βρίσκονταν κατά μήκος του δρόμου. Κάποιοι από τους τάφους έχουν ανοιχτεί, κάτι που αναγνωρίζεται από το σκαμμένο χώμα και τα κατάλοιπα κεραμικής. Ωστόσο, το καλλιεργήσιμο και όχι φτωχό σε νερό έδαφος και η ύπαρξη του δρόμου που δεν μπορεί να χρησιμοποιείτο για την κανονική συγκοινωνία με τα Μεσόγεια οδηγούν, μαζί με τα παραπάνω αναφερθέντα ίχνη, πράγματι στην παραδοχή του γεγονότος ότι βρισκόμαστε στο έδαφος ενός αρχαίου οικισμού. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν απομένει τίποτε πιο λογικό παρά να τοποθετήσουμε σε αυτήν τη θέση τον δήμο Γαργηττού, όπως κάνει και ο Leake (Demen, σ. 41).
Σύμφωνα, δηλαδή, με την αφήγηση του Φιλοχώρου (Πλούτ, Θησ. c. 13· Σχόλ. Ευρ. Ιππ., στ. 35, όταν ο Πάλλας, γιος του Πανδίονα, ξεκίνησε από την κληροδοτηθείσα σε αυτόν Παραλία, μετά τον Υμηττό, εναντίον του αδελφού του Αιγέα και του Θησέα στην ανοιχτή «Σφηττία» οδό, κατευθυνόμενος μεταξύ Πεντελικού και Υμηττού, τοποθέτησε τους γιους του με ένα τμήμα του στρατού σε θέση ενέδρας στον Γαργηττό για να επιτεθούν πισώπλατα στον Θησέα (Πλούτ. ό.π. ἐνήδρευον, ὡς διχόθεν ἐπιθησόμενοι) ή για να δοθεί η ευκαιρία κατάληψης της Αθήνας όταν ο Θησέας θα εμπλεκόταν με τον Πάλλαντα (Σχόλ. Ευρ. ό.π.ὡς… ἐξ ἐφόδου προσπεσόντες λάβωσι τὴν πόλιν). Η μεταξύ των λόφων συγκεκαλυμμένη θέση που μόλις περιγράψαμε αποτελεί το μόνο επιχειρησιακό σημείο, το οποίο είναι κατάλληλο και για τους δύο στόχους. Αντιθέτως, είναι τελείως ασύμβατη με αυτά τα δεδομένα η θέση ενός κτήματος με την ονομασία Γαρητό ή Καρητός που βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλαγιά του Πεντελικού και, εξαιτίας της ομοιότητας της ονομασίας της, έχει παρουσιασθεί (πιο πρόσφατα από τον Bursian, Geogr. v. Grld. I, σ. 345) ως η θέση του Γαργηττού. Η τοποθεσία είναι απολύτως ανοιχτή και πολύ απομακρυσμένη, ώστε δύσκολα μπορεί κανείς είτε να αιφνιδιάσει εκεί ένα στράτευμα που πορεύεται στον δρόμο που διέρχεται προς τα νότια είτε να προπορευθεί από αυτό στη διαδρομή για την Αθήνα.
Προς τα βόρεια και τα νότια της πορείας του άνω Ιλισσού οδηγούν δύο δρόμοι περασμάτων διαμέσου του Υμηττού, πέραν των οποίων στον χάρτη μας σημειώνεται ακόμη ένας (ξεκινώντας από την κοιλάδα «Πιρναρί» στο σημείο που διαχωρίζεται ο καθαυτός Υμηττός από τον Άνυδρο). Ο πρώτος δρόμος που αναφέρθηκε κινείται μέσα από το βόρειο διάσελο, στο ύψος του οποίου βρίσκεται η ήδη εκτός των ορίων του χάρτη μας μονή του Αγ. Ιωάννη Κυνηγού. Ο δεύτερος, ο οποίος προς τα νότια από την πηγή Γουδή (κοντά στους Αμπελόκηπους) ακολουθεί προς τα επάνω ένα αριστερό δευτερεύον ρέμα του Ιλισσού (κατά μήκος του «υδαταγωγού Καμαράκι») ούτως ώστε να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια το φαράγγι που έχει δημιουργηθεί από έναν ανατολικότερο δευτερεύοντα βραχίονα, διαπερνά τον Υμηττό στη χαμηλότερη κοιλάδα της μεσαίας οροσειράς του (στο 646,8) και φαίνεται ότι, ήδη κατά την Αρχαιότητα, σε κάποια σημεία του άνω τμήματός του κατέστη προσβάσιμος αφού απομακρύνθηκαν οι βράχοι. Αποτελεί την αμεσότερη διασύνδεση μεταξύ της Αθήνας και της ανατολικής πεδιάδας της Αττικής (Μεσόγεια). Προς τα βόρεια από αυτόν, η κορυφογραμμή του Υμηττού είναι στενή και αιχμηρή. Μόνον σε ένα σημείο (στο 726,2) συναντά κανείς ένα μικρό, κυκλικού σχήματος πλάτωμα, το οποίο περιέχει κάποια κατάλοιπα, που πιθανώς δεν είναι παρά κατάλοιπα ενός μεσαιωνικού πύργου. Ωστόσο, η ίδια θέση θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί ήδη κατά την Αρχαιότητα για την οχύρωση του περάσματος, ακόμη κι αν αυτή δεν βρισκόταν ακριβώς εκεί. Η υπόθεση ότι τα περάσματα του Υμηττού κάποτε (τουλάχιστον πριν από τον 5ο αι. π.Χ.) ήταν οχυρωμένα, ενισχύεται από μια βέβαιη περίπτωση, δηλαδή το πέρασμα του Πιρναρίου.
Ένας δεύτερος, ακόμη αρκετά καλά διατηρημένος μεσαιωνικός πύργος (παραπλεύρως, όπως φαίνεται, βρίσκονται τα κατάλοιπα ενός φυλακίου) πλαισιώνει το πέρασμά μας από τα νότια, παρόλα αυτά βρίσκεται 180 μ. χαμηλότερα, στη δυτική πλαγιά. Πιθανώς αποτελούσε ταυτόχρονα ή κατά κύριο λόγο και ένα [23] προκεχωρημένο φυλάκιο για την προστασία της μονής Αστερίου, η οποία, περιβαλλόμενη από υψηλούς και ισχυρούς τοίχους, βρίσκεται ακόμη 80 μ. ψηλότερα (προς τα νοτιοανατολικά), στο πλέον απόμακρο ορεινό και ερημικό σημείο. Η μονή είναι αφιερωμένη στους Ταξιάρχες, με ένα παρεκκλήσιο της Παναγίας. Μερικά ελαιόδεντρα, ένα επιχωσμένο πηγάδι, μια πηγή και μερικά αρχαία κατάλοιπα (εκτός των μαρμάρινων, σε βυζαντινή τεχνοτροπία, οικοδομικών μελών που έχουν υποστεί εκ νέου επεξεργασία), μερικά ιωνικά κιονόκρανα, ένας μαρμάρινος λουτήρας κοντά στην πηγή κ.ά. αφήνουν να διαφανεί ότι αυτή η θέση είχε κατά την Αρχαιότητα κάποια σημασία. (Ένα ανάγλυφο, Arch. Zeitg. 1866, σ. 162, πίν. 208,6 ήταν μάλλον επιτύμβιο).
ΙΙ. Η περιοχή του Ηριδανού
Εάν η ερχόμενη από την Αθήνα και ακριβώς ανατολικά προς τον Υμηττό κατευθυνόμενη οδός ξεκινούσε, κάτι που παραπάνω δείξαμε ότι είναι πιθανό, από την πύλη του Διοχάρους, τότε ίσως διαπερνούσε τον Ιλισσό ήδη στην πιο βολική θέση, προς τα ανατολικά από τη σημερινή οπλοθήκη και αφού ο ποταμός είχε αφήσει πίσω του το φαράγγι που οριοθετείται στα βόρεια από την εκκλησιαστική σχολή της Ριζαρείου και το μέγαρο των Ιλισίων. Στη συνέχεια, συνέπιπτε με τον σύγχρονο δρόμο, περνούσε από την οπλοθήκη στη δεξιά όχθη του Ηριδανού, όπου θα πρέπει να συνδεόταν με μια δεύτερη οδό που ερχόταν από τα βόρεια, δηλαδή από την περιοχή του Κυνοσάργους. Τώρα, ο δρόμος ακολουθεί τη βαθιά ανασκαμμένη κοίτη του ποταμού ανεβαίνοντας προς τα προκείμενα υψώματα του Υμηττού, ενώ στην αριστερή πλευρά προσεγγίζεται σταδιακά από έναν παράδρομο που έρχεται από το Στάδιο. Και στις δύο πλευρές βρίσκονται διάσπαρτα στους αγρούς μεμονωμένα επιτύμβια μνημεία, όπως και τύμβοι και περίβολοι, οι οποίοι πολύ πρόσφατα διανοίχθηκαν με εντατικό τρόπο και, στις περισσότερες των περιπτώσεων, στα κρυφά. Ωστόσο, το έδαφος είναι καλλιεργήσιμο και σίγουρα καλλιεργείτο κατά την Αρχαιότητα. Το ίδιο ισχύει για το σύνολο της περιοχής που έχει πολλούς λόφους και συνοδεύει τη δυτική κατωφέρεια του Υμηττού, μια περιοχή που στο νότιο τμήμα της χρησιμοποιείτο σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό για ταφικούς σκοπούς.
Σε απόσταση περίπου 14 σταδίων από τον Ιλισσό τα προκείμενα υψώματα του Υμηττού συνωθούνται στις δύο πλευρές του δρόμου και του Ηριδανού για να ανοίξουν στη συνέχεια προς μια μικρή κοιλάδα, ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται ψηλότερα, κοντά στην Καισαριανή. Εδώ υψώνονται στην αριστερή (βόρεια) πλευρά επάνω σε έναν προεξάρχοντα και ορατό από μακριά λόφο τα πυργόσχημα ερείπια του Αγ. Μάρκου (μου αναφέρθηκε και ως Αγ. Ιωάννης) με κατάλοιπα μοναστηριακών κελιών. Χαμηλότερα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, βρίσκεται ένα εγκαταλελειμμένο μετόχι της μονής Καισαριανής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η περιοχή κάποτε κατοικείτο, παρότι σήμερα ούτε παρατηρούμε αρχαία κατάλοιπα ούτε είναι δυνατόν να αποδώσουμε εδώ, με κάποια πιθανότητα, την ονομασία ενός αρχαίου δήμου. Βεβαίως, παλαιότεροι περιηγητές αναφέρουν εκτεταμένα ίχνη οχυρώσεων στα γειτονικά υψώματα, τα οποία ο κύριος Steffen και εγώ μάταια αναζητήσαμε. Ο Leake, ο οποίος έκλινε στην τοποθέτηση του δήμου της Άνω Αγρύλης σε αυτό το σημείο (Demen, σ. 23) –κατά τη γνώμη μου, πολύ μακριά από την πόλη, καθώς ο Αρποκρατίων, λ. Ἀρδηττóς, τον τοποθετεί κοντά στο Στάδιο και τον Αρδηττό–, φαίνεται ότι βασίζεται αποκλειστικά σε αναφορές άλλων, κυρίως του Dodwell, όταν κάνει λόγο για ένα πανάρχαιο τείχος σχεδόν 2 (αγγλικών) μιλίων. Ο Dodwell, ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς αυτήν την περιοχή (Reise I, 2, σ. 307 της γερμ. μτφρ.), παρατήρησε αμέσως μετά το μετόχι «ένα τείχος από μεγάλους λίθους, προερχόμενο, κατά τα φαινόμενα, από τα πανάρχαια χρόνια». Υποθέτει ότι ένας μεμονωμένος λόφος (;) που υψώνεται νότια από το μετόχι, στις υπώρειες του Υμηττού, θα μπορούσε να είναι η θέση ενός αρχαίου δήμου, και συνεχίζει: «Αφού πέρασα τη στεγνή κοίτη του Ιλισσού, ο οποίος ρέει στις βόρειες υπώρειες, συνάντησα τα ελλιπή κατάλοιπα ενός τείχους που δεν προεξείχε από τη γη περισσότερο από έναν πόδα, τα οποία ανέβαιναν έως την κορυφή του λόφου και απέληγαν στις θεμελιώσεις ενός τετράγωνου πύργου. Παρακάτω δύο ακόμη γειτονικοί λόφοι περιβάλλονταν με τείχη που έδιναν την εντύπωση ότι περιέκλειαν μια πόλη τουλάχιστον 2 μιλίων. Καθότι, βέβαια, αυτά τα τείχη διασώζονται ελλιπώς, δεν θα εξέπληττε το γεγονός ότι, μολονότι πανάρχαια, διέλαθαν της προσοχής των προηγουμένων περιηγητών». Φαίνεται αδύνατο να αμφισβητήσει κανείς την ορθότητα αυτών των αναφορών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος τους, όσο περίεργη και αν είναι η εξαφάνιση αυτών των καταλοίπων σε μια ερημωμένη περιοχή. Ωστόσο, πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί αμέσως, κυρίως σε σχέση με τις υποτιθέμενες οχυρώσεις των γειτονικών λόφων, ότι ο ρηγματωμένος και σε πολλές φυσικές στρώσεις ασβεστόλιθος δίδει εδώ, όπως και αλλού, από μακριά, συχνά δε και από κοντά, εύκολα την εντύπωση ότι πρόκειται για τεχνητούς αρμούς λίθων. Τέτοιου είδους φυσικά [24] λίθινα αναχώματα υπάρχουν στις στενές κοιλάδες προς τα νότια από το μετόχι, όπου αναζητήσαμε μάταια τον μεμονωμένο λόφο του Dodwell. Αλλά και το σύνολο της νότιας λοφοσειράς που χαρακτηρίζεται ως Κουταλάδες (η ονομασία του τριγωνισμού είναι «Αλεποβούνι») δεν απέδωσε κάτι που θα μπορούσε να συσχετισθεί με τις αναφορές του Dodwell. Ίσως άλλοι σταθούν πιο τυχεροί.
Πίσω από τον Αγ. Μάρκο ο δρόμος διαπερνά τον Ηριδανό και ανεβαίνει με τη μορφή στενού περάσματος στην αριστερή όχθη, όπου κάνει την εμφάνισή του το πολλαπλώς διαβρωμένο σχιστολιθικό πέτρωμα. Η νότια λοφοσειρά φέρει στο ανατολικό πέρας της, κοντά στην κοιλάδα της Καισαριανής, τα ερημωμένα εκκλησάκια του Αγ. Μάρκου και των Ταξιαρχών, τα οποία έχουν εν μέρει οικοδομηθεί με αρχαίες λιθοπλίνθους και κρύβουν πολυάριθμα μαρμάρινα κατάλοιπα. Ειδικά το δεύτερο, το οποίο περικλείεται από νεότερες ταφές, περιέχει, μεταξύ άλλων, ένα ιωνικό κιονόκρανο και μια απλή βάση με τα ίχνη των ποδιών ενός αγάλματος φυσικού μεγέθους. Στο φαράγγι, προς τα νοτιοδυτικά κάτω από τα εκκλησάκια, βλέπει κανείς επίσης το θραύσμα ενός λείου κίονα από πεντελικό μάρμαρο (διάμ.: 0,35)· εξάλλου, και στην κοίτη του Ηριδανού κάτω από την Καισαριανή, αρκετά θραύσματα κιόνων και άλλα μαρμάρινα κατάλοιπα βρίσκονται είτε εν μέρει εκτεθειμένα είτε, όπως πληροφορήθηκα, μετά την αποκάλυψή τους έχουν παρασυρθεί από τα νερά του χειμώνα.
Το ένα από τα προαναφερθέντα εκκλησάκια πρέπει να ταυτίζεται με εκείνο, κοντά στο οποίο ο Dodwell είδε λαξευμένη με μεγάλα γράμματα στην οριζόντια επιφάνεια του βράχου τη λέξη ΟΡΟΣ.
Η γραφική μονή της Καισαριανής βρίσκεται εντελώς απομονωμένη σε ένα κλειστό υψίπεδο και κάτω από αιωνόβια ελαιόδεντρα. Το πραγματικό θέλγητρο αυτής της ερημικής περιοχής, στην οποία έρχονται μόνον λίγοι από την Αττική, δηλαδή η αφθονία νερού και βλάστησης έχει διατηρήσει την ιδιαίτερη εικόνα του όπως και μια ιδιαίτερη μαγεία. Η περιγραφή του τοπίου από τον Οβίδιο (ars am. III, 687 κ.εξ.) με αφορμή τον μύθο της Προκρίδος έχει την αφετηρία του με βεβαιότητα σε αυτήν την περιοχή· ακόμη και σήμερα το σκηνικό σε σχεδόν όλα τα σημεία αντιστοιχεί στο συχνά παρατιθέμενο χωρίο, μολονότι το προσοδοφόρο ελαιόδεντρο έχει περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τον υπόλοιπο φυτικό κόσμο:
Est prope purpureos colles florentis Hymetti
Fons sacer et viridi cespite mollis humus.
Silva nemus non alta facit, tegit arbutus herbam,
Ros maris et lauri nigraque myrtus olent,
Nec densae foliis buxi fragilesque myricae
Nec tenues cysti cultaque pinus abest.
Lenibus impulsae zephyris auraque salubri
Tot generum frondes herbaque summa tremit.
Για ακόμη περισσότερους λόγους ανακαλύφθηκε εδώ εκ νέου μια αρχαία τοποθεσία που στη λαϊκή γλώσσα έφερε την ονομασία Κυλλοῦ Πήρα, ή απλώς Πήρα, διέθετε ένα ιερό της Αφροδίτης και ήταν φημισμένη εξαιτίας μια πηγής με την ονομασία «Καλλία» ή, παρομοίως, Κυλλουπήρα, από την οποία έπιναν νερό οι έγκυοι ή οι γυναίκες με προβλήματα τεκνοποίησης (Σουίδα, Φωτ., λ. Κυλλοῦ Πήρα· ἡ Πήρα χωρίον πρὸς τῷ Ὑμηττῷ ἐν ᾧ ἱερὸν Ἀφροδίτης καὶ κρήνη, ἐξ ἧς αἱ πιοῦσαι εὐτοκοῦσιν καὶ αἱ ἄγονοι γόνιμοι γίγνονται. Κρατῖνος δὲ ἐν Μαλθακοῖς Καλλίαν αὐτήν φησιν, οἱ δὲ Κυλλουπήραν · πρβλ. Ross, Archäol. Aufs. I, σ. 220 κ.εξ.). Αρχικώς, θέλω να πιστεύω ότι ήδη η ονομασία (σακίδιο ζητιάνου) υποδεικνύει με δραστικό αλλά και παραστατικό τρόπο τη μορφή του χώρου, ο οποίος από τη στενή είσοδό του διευρύνεται σε ημικύκλιο με τη μορφή σάκου που περιμετρικά περικλείεται από απότομα υψώματα. Στη συνέχεια, η κύρια πηγή, η οποία ρέει από έναν αρχαίο κρουνό με μορφή κεφαλής κριού σε μια δεξαμενή στην ανατολική πλευρά της μονής, διατηρεί την ίδια φήμη που είχε και στην Αρχαιότητα. Όχι μόνον έρχονται ακόμη εδώ οι γυναίκες συχνά για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε νερό, αλλά επιπλέον αυτό μεταφέρεται καθημερινά μέσα σε μεγάλες πήλινες στάμνες στην Αθήνα, για να καταναλωθεί εκεί από γέρους και νέους για τη βελτίωση της υγείας τους. Τέλος, λίγο πιο βορειοανατολικά πηγάζει από ένα φαράγγι του βουνού μια πηγή με αρκετά πλούσια νερά, η οποία βέβαια δεν μπορεί να υποστηρίξει μια εξίσου πλούσια με την προηγούμενη βλάστηση. Η πηγή φέρει την ονομασία «Καλλιοπούλα» (μικρή Καλλία) ή, στη νεοελληνική λαϊκή γλώσσα, «Γαλοπούλα» (δηλαδή κλωσσόπουλο), κάτι που, όπως και να έχει, αποτελεί μια αξιοπερίεργη απόδειξη της επιμονής και ανθεκτικότητας της παράδοσης. Αντιθέτως, η κύρια πηγή έχει χάσει την αρχαία ονομασία της. Τουλάχιστον, οι χαρακτηρισμοί που μου μεταφέρθηκαν επιτόπου: ῥεῦμα τῆς Ἀφροδίτης ή Καλλιῤῥόϊδις, πρέπει να εκληφθούν ως σύγχρονοι.
Μια τρίτη πηγή, η οποία σήμερα δεν προσεγγίζει το επίπεδο της μονής, ρέει από τα νότια προς αυτήν. Το νερό, αρχικά, τρέχει στην επιφάνεια εντός ενός βραχώδους καναλιού προς μια δεξαμενή [25] και στη συνέχεια προς τον στεγασμένο χώρο της πηγής σε ένα εκκλησάκι που βρίσκεται χαμηλότερα, το οποίο σχετίζεται με την γιορτή (τοῦ ἁγιασμοῦ) των υδάτων. Κάτω από το τελευταίο βρίσκεται μια τρίτη δεξαμενή όπου συγκεντρώνονται νερά που περιστασιακά χρησιμοποιούνται για το πότισμα των ελαιόδεντρων. Ωστόσο, φαίνεται ότι κάποτε κατέληγε σε ένα μικρό πηγάδι με προσόψεις, προς τα δυτικά πριν από τη μονή. Η μονή ονομάζεται από τους παλαιότερους τοπογράφους Συριανή και Σεργιανή (Leake, Demen, παράρτ. 3, σ. 9), τώρα όμως Καισαριανή. Φαίνεται ότι η αρχική σημασία αυτής της ονομασίας δεν είναι πια δυνατόν να ανιχνευθεί· μια προσπάθεια του Hanriot (Recherches, σ. 68) να τη συνδέσει με την Αφροδίτη Συρία θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ατυχής. Πρβλ. επίσης A. Mommsen, Athenae christianae, σ. 108 κ.εξ.
Στο πέρασμα των χρόνων, καθολικό και μονή έχουν υποστεί πολλές μετατροπές· σε μια επιγραφή ανακαίνισης του πρώτου εμφανίζεται η χρονολογία 1685, ωστόσο το υπάρχον κτίσμα είναι νεότερο, και προφανώς ήταν κάποτε μεγαλοπρεπέστερο, όπως δείχνουν πολυάριθμα βυζαντινά μαρμάρινα διακοσμημένα μέλη που βρίσκονται παντού εντοιχισμένα. Επίσης, πολλοί κίονες από γρανίτη και υμήττιο μάρμαρο, οι οποίοι βρίσκονται τριγύρω, δεν πρέπει να εκληφθούν ως αρχαίοι διότι δεν παρατηρούνται πια ίχνη κάποιου αρχαίου ιερού. Μπροστά στη δυτική είσοδο βρίσκεται η μοναδική, σήμερα πολύ ακρωτηριασμένη, υστερορωμαϊκή επιγραφή C. J. Att. III, 1283.
Από την Καισαριανή (350 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας), μια αρκετά κανονική άνοδος, αφού περάσει από κοιτάσματα λευκόγκριζου μαρμάρου με στρώσεις και ρωγμές, οδηγεί, αρχικά σε ανατολική και στη συνέχεια σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, στην κορυφή του όρους (1027,1 μ.), έτσι ώστε η θέση της μονής να βρίσκεται στο ένα τρίτο του συνολικού ύψους. Ο Παυσανίας μνημονεύει (Ι, 32, 2) στον Υμηττό ένα άγαλμα του Διός Υμηττίου και δύο βωμούς του Διός Ομβρίου και του Απόλλωνα Προοψίου. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι το ένα ή το άλλο από αυτά τα ιερά βρισκόταν στην υψηλότερη κορυφή ή στο πλάτωμα το οποίο, με τη μορφή ενός στενού τριγώνου, κλίνει από νότο προς βορρά (μήκος: περ. 1.800 μ., πλάτος της νότιας βάσης στο σημείο της κορυφής: περ. 800 μ.). Η εκπληκτική απρόσκοπτη θέα φθάνει από την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους (Χίος;) έως την ορεινή περιοχή της Πελοποννήσου (Κυλλήνη), και στα δυτικά έως τον Παρνασσό.
ΙΙΙ. Η περιοχή των λατομείων του Υμηττού
[25] Κατά την Αρχαιότητα, ο δρόμος προς τα λατομεία πιθανώς διακλαδιζόταν κατά τον ίδιον τρόπο έξω από την πύλη του Διοχάρους, ωστόσο, φαίνεται ότι αυτός, σε αναλογία με τη σύγχρονη οδό, θα κινείτο μεταξύ του Σταδίου και του υψώματος του Αγ. Πέτρου Σταυρωμένου.
Η περιοχή που αρχικώς διασχίζει ο δρόμος και στην οποία δεσπόζει στα δυτικά το εκκλησάκι του Προφ. Ηλία, ονομάζεται Μαγκράτι ή Παγκράτι και κατά τα τελευταία χρόνια αποδείχθηκε πλούσια σε ταφικά ευρήματα. Η εκκλησία αυτή καθαυτήν, εκτός από μια δεξαμενή, δεν περιέχει καθόλου αρχαία κατάλοιπα κάποιας σημασίας. Βορειοανατολικά στην ύπαιθρο, μετά την οδό, στο σημείο όπου διακλαδίζεται ο δρόμος προς Καισαριανή, βρίσκεται μια ομάδα αρχαίων λίθων, στους οποίους κάποιοι αναγνωρίζουν τα ίχνη του ιερού της Άρτεμης Αγροτέρας. Αυτή η παραδοχή εναρμονίζεται βέβαια πλήρως με την περιήγηση του Παυσανία, ώστε, σε κάθε περίπτωση, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο ναός βρισκόταν κοντά. Ως προς τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που παραπέμπουν σε αυτόν, διασώζεται σήμερα μόνον ένας σπόνδυλος κίονα από πεντελικό μάρμαρο, δωρικός, με 20 αβαθείς ραβδώσεις και διάμετρο 0,83 μ. Ωστόσο, δεν είναι απίθανο αυτός να μεταφέρθηκε σε μεταγενέστερη εποχή από τη γειτονική περιοχή και να εντοιχίσθηκε εδώ. Αυτό γιατί τα υπόλοιπα μέλη αποτελούνται από τον συνηθισμένο κροκαλοπαγή λίθο, που χρησιμοποιείται παντού για ταφικές εγκαταστάσεις· μερικά από τα μέλη που βρίσκονται στο έδαφος είναι συνδεδεμένα με κονίαμα και κουρασάνι, χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή για νεότερες κατασκευές. Τα υπόλοιπα κομμάτια σχηματίζουν λιθοσειρές που κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις και όχι στη βάση ενός κοινού σχεδίου και πιθανώς χρησίμευαν κατά τον ίδιο τρόπο μόνον για τη σήμανση των ταφικών εγκαταστάσεων.
Στον δρόμο ακολουθεί μια αρχαία δεξαμενή και, στη συνέχεια, σε απόσταση 600 μ. ξεκινά στα αριστερά και δεξιά του μια νέα ομάδα αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ο ταφικός χαρακτήρας των οποίων είναι αδιαμφισβήτητος. Ένα ερειπωμένο εκκλησάκι με καμαρωτές κατασκευές έχει οικοδομηθεί στο μεγαλύτερο μέρος του από αρχαίες λιθοπλίνθους. Πριν από αυτό βρίσκεται μια ανοιχτή ταφική εγκατάσταση, οι τέσσερις πλευρές της οποίας είναι λιθόκτιστες. Επίσης, μετά από τον δρόμο, σε κάποια απόσταση προς τα νότια, διατηρείται σε καλή κατάσταση η κάτοψη ενός εν μέρει ανεσκαμμένου ταφικού περιβόλου [26]. Σε αυτήν τη θέση βρίσκεται ακόμη in situ στις νότιες παρυφές του ο κορμός ενός λείου κιονίσκου από υμήττιο μάρμαρο.
Μετά από 900 μ. σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, τον δρόμο διασχίζει ένα ρέμα, το οποίο, έχοντας νοτιοδυτική κατεύθυνση, ρέει μεταξύ Μπραχαμίου και Κουτσοποδίου προς τη θάλασσα. Εδώ ο δρόμος διακλαδίζεται γύρω από μια προεξέχουσα λοφοσειρά προς διάφορες περιοχές με κοιτάσματα υμήττιου μαρμάρου. Ο κύριος δρόμος, ακολουθώντας ανατολικά το ρέμα, οδηγεί αρχικώς στην περίκλειστη κοιλάδα του Αγ. Γεωργίου, ενώ ο άλλος δρόμος, έχοντας νοτιοανατολική κατεύθυνση, περνάει από τα εκκλησάκια της Ζωοδόχου Πηγής (με πηγή σε έναν βράχο), του Αγ. Ιωάννη και τη μονή Καρέα.
Στην κοιλάδα του Αγ. Γεωργίου μια απορριφθείσα αρχαία λιθόπλινθος υποδεικνύει την κατεύθυνση της αρχαίας αμαξιτής οδού και ενός μονοπατιού. Τα ερείπια από ένα εκκλησάκι διαθέτουν μερικά εντοιχισμένα κατάλοιπα επιτύμβιων μνημείων, καθώς και ένα, πιθανώς αρχαίο, πηγάδι.
Η νότια και νοτιοανατολική πλαγιά του βουνού, η οποία σχηματίζει ταυτοχρόνως και το βόρειο άκρο του βαθύτερου και αγριότερου φαραγγιού του Υμηττού, του «φαραγγιού του διαβόλου» ή ορθότερα του Κακορρεύματος [Κακόῤῥευμα ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] (κακό φαράγγι), φιλοξενεί τα κύρια λατομεία του Υμηττού και είναι προσβάσιμη από την κοιλάδα του Αγ. Γεωργίου μέσα από ένα ολισθηρό μονοπάτι. Από αυτό το μονοπάτι μπόρεσα να ανακαλύψω κάποια ίχνη, τα οποία φαίνεται να υποδεικνύουν ότι δεν ήταν ευθύ, όπως στο Πεντελικό, αλλά στριφογυριστό. Συγκεκριμένα, περίπου 100 μ. επάνω από το εκκλησάκι μπορεί να παρακολουθήσει κανείς το τμήμα ενός δρόμου που έχει διαμορφωθεί με τεχνητά μέσα για μια απόσταση περίπου 60 βημάτων σε νοτιοδυτική-βορειοανατολική κατεύθυνση. Το οριζόντιο επίπεδο έχει κατασκευασθεί με τη βοήθεια ενός ανδήρου ύψους 1 μ. από μαρμάρινες πλάκες που τοποθετήθηκαν σε συνεχόμενο πλάτος περίπου 2 μ. Μία μαρμάρινη λιθόπλινθος που έχει λαξευτεί κατά την Αρχαιότητα βρίσκεται ακόμη επιτόπου.
Περίπου 50 μ. ψηλότερα βρίσκεται μια πολύ περίεργη, κυκλώπεια θα έλεγε κανείς, εγκατάσταση, η οποία φαίνεται πάρα πολύ μεγάλη για τη φιλοξενία των λιθοξόων και, παρόλα αυτά, σε αυτήν τη θέση δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιείται για κανέναν άλλον σκοπό. Πρόκειται για ένα κτίσμα με κάτοψη ακανόνιστου εξαγώνου που τείνει να πάρει τη μορφή κύκλου, αποτελούμενου απλώς από επάλληλα τοποθετημένες κολοσσικές, μόνον αδρά κατεργασμένες μαρμάρινες λιθοπλίνθους (μήκους, κατά μέσο όρο, 2 μ.), οι οποίες συγκλίνουν με εκφορικό τρόπο προς το εσωτερικό και κλείνουν καλυπτόμενες από μια πλάκα. Μόνον στα ανατολικά γίνεται επικουρική χρήση και του ανωφερούς βράχου. Συνολικά, η κατασκευή διαθέτει μόνον 5 στρώσεις, εκτός του κοίλου καλυπτήριου λίθου προς τα βόρεια. Ο τελευταίος έχει μήκος 2 μ., πλάτος 1,20 [μ.] και πάχος 0,30 [μ.]. Δύο χαμηλές είσοδοι οδηγούν από τα δυτικά και τα νότια στο εσωτερικό. Αυτές είναι εν μέρει επιχωσμένες, το πλάτος της δυτικής φθάνει το 1 [μ.], ενώ της νότιας τα 0,70 [μ.]. Η δεύτερη είσοδος εμφανίζει μια λάξευση και οπή για παραστάδα. Το εσωτερικό, έως τον ανώτερο λίθο, έχει ύψος 2,40 μ. Η εκφορική διάταξη ξεκινά μόλις 1 μ. επάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Η διάμετρος κυμαίνεται, κατά μέσον όρο, στα 4-4,70 μ.
Ο ηλικιωμένος βοσκός που είχα ως οδηγό με διαβεβαίωσε ότι, από όσο θυμάται, δεν πάτησε ποτέ κανένας ξένος αυτόν τον τόπο· ωστόσο, μια εγχάρακτη επιγραφή αριστερά της εισόδου στον εσωτερικό τοίχο μαρτυρά ήδη την παρουσία μιας προσωπικότητας που είναι συνυφασμένη με την πρωιμότερη περίοδο της αττικής αρχαιογνωσίας. Διαβάζουμε εκεί: 1789 FAUVEL. Δεν γνωρίζω παρόμοια βραχόσπιτα στην Ελλάδα.
Μόλις κάποιος ανεβεί από εδώ στην αιχμηρή κορυφογραμμή, η οποία καταπίπτει πολύ απότομα, σχεδόν κάθετα προς το έδαφος του Κακορέματος, τότε αντικρίζει αμέσως το μεγαλοπρεπές και εν μέρει πολύ γραφικό λατομείο του υμήττιου μαρμάρου.
Στα ψηλά, λεία λαξευμένα τοιχώματα του βράχου σχηματίζονται κλιμακωτές βαθμίδες ή κόγχες και θάλαμοι, το εσωτερικό ενός εκ των οποίων φθάνει τα 30 βήματα. Σε ένα σημείο έχει παραμείνει μία τεράστια, περιμετρικά λαξευμένη λιθόπλινθος, η οποία ως προς το μέγεθος και τη μορφή μοιάζει με μια μικρή εκκλησία χωριού με πύργο. Ακατάλληλο, πέτρωμα που περιέχει χαλαζία ή σχιστολιθικό, παραμένει μέσα στο λοξό κοίτασμά του και προεξέχει με γραφικότητα. Οι αναμεμιγμένες με πολλά συστατικά στοιχεία φλέβες του μαρμάρου προσφέρουν, υπό την επίδραση της διάβρωσης, ένα ζωηρό παιχνίδι χρωμάτων: Δίπλα στο σκούρο και βαθύ κυανό υπάρχουν σημεία με αποχρώσεις του ερυθρού, του ιώδους, του σιδήρου και του χάλυβα.
Το πλέον αξιοπερίεργο θέαμα σε αυτήν τη θέση που βρίσκεται τόσο ψηλά είναι μια πηγή, το καθαρό νερό της οποίας πέφτει σε βάθος 1,50 μ. σε μια κάθετη, λαξευμένη σε τετράπλευρο σχήμα οπή του βράχου, η οποία καλύπτεται εν μέρει από μεγάλες λιθοπλίνθους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του συνοδού μου δίπλα υπήρχε έως και πριν από 15 χρόνια ένας μαρμάρινος λουτήρας «με μορφή λέμβου».
Εάν κάποιος κατεβεί κατά μήκος των θαλάμων των λατομείων, δυτικά προς την είσοδο του μεγάλου φαραγγιού, συναντά κάποιες θεμελιώσεις, οι οποίες φαίνεται ότι προέρχονται από ένα δεύτερο φυλάκιο, όμοιο με αυτό που περιγράφηκε παραπάνω.
[27] Το συνήθως άνυδρο Κακόρεμα, από το χαμηλότερο σημείο του οποίου δεν είναι ορατά αυτά καθαυτά τα λατομεία, διαθέτει μια σειρά από μικρά και μεγάλα σπήλαια, που, ωστόσο, δεν παρουσιάζουν κάποιο ίχνος αρχαίας διαμόρφωσης. Ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο με τον καιρό λόγω ανατίναξης και διάβρωσης έχει ισοπεδωθεί, παρατηρεί κανείς προς τα νότια του ρέματος, ενώ ένα άλλο με είσοδο σε μορφή πύλης απαντά πιο κάτω, απέναντι από το μεγαλύτερο τμήμα των λατομείων, στο μέτωπο ενός βράχου που καταπίπτει απότομα, στην κορυφή του οποίου βρίσκονται λατομεία. Κοντά στο ανατολικό άνω άκρο του φαραγγιού βρίσκεται ένα σπήλαιο από κροκαλοπαγές πέτρωμα με υψηλή θολωτή οροφή, το οποίο στο εσωτερικό του γίνεται στενότερο (μήκους περ. 24 και πλάτους 9 βημάτων) και στο πίσω μέρος του συνεχίζεται με τη μορφή οριζόντιου ορύγματος. Στα δεξιά του υπάρχει ένα χαμηλό μικρό σπήλαιο, το οποίο έχει μετατραπεί μέσω επάλληλων τοποθετημένων λίθων σε μαντρί. Μερικά μικρότερα σπήλαια βρίσκονται χαμηλότερα από αυτήν τη θέση.
Προς το ανατολικό πέρας του φαραγγιού, καθώς ανέβαινα την απότομη νότια πλαγιά στη ράχη του Υμηττού, τη μοναδική θέση του μεσαίου όρους από την οποία η ανατολική πεδιάδα είναι προσεγγίσιμη μέσα από ομολογουμένως κακοτράχαλα μονοπάτια, συνάντησα μια εγκατάσταση που αναμφίβολα ανήκει σε μια σειρά οχυρωματικών έργων· αν και δεν είναι εύκολη η εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος σχετικά με την προέλευση των τελευταίων. Πρόκειται για ένα διπλό τείχος που αποτελείται από χαλαρά τοποθετημένους λίθους μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, το οποίο εκτείνεται 55-56 βήματα από τα βόρεια προς τα νότια και 72-73 βήματα από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Οι στρώσεις των λίθων έχουν διατηρηθεί έως το εξωτερικό ύψος του 1,30 μ. Το εξωτερικό τείχος έχει πλάτος 1,80 μ., το εσωτερικό 1,20 μ. Μεταξύ των δύο υπάρχει ένας βαθύτερα τοποθετημένος περίδρομος ή όρυγμα πλάτους 1,80 μ. Στη νότια και ανατολική πλευρά, προς τη νοτιοανατολική γωνία, καθώς και σε άλλες θέσεις, το εσωτερικό και το εξωτερικό λίθινο τείχος συνδέονται μέσα από εγκάρσια προχώματα. Όσο σχεδιασμένο και σημαντικό κι αν είναι το έργο, αναρωτιέται κανείς μήπως έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα από τα αποκαλούμενα «ταμπούρια», δηλαδή αμυντικές οχυρώσεις για τον αποκλεισμό του δρόμου, κάτι που συνηθιζόταν στη νεότερη πολεμική τακτική των Ελλήνων. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι του Υμηττού δεν έχουν διατηρήσει καμία ανάμνηση κάποιας μάχης που να διεξήχθη εδώ ή κάποιας μεγάλης κλίμακας στρατοπέδευσης.
Προς τα βόρεια από αυτήν τη θέση η ράχη του βουνού εμφανίζει μια κυκλική ρηχή βάθυνση διαμέτρου 20 βημάτων, στην οποία συνήθως μαζεύεται νερό. Η θέση ονομάζεται Λούτσα (πιθανώς λουτρόν [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]).
Προς τα νότια του φαραγγιού του Κακορέματος το πιο σημαντικό μονοπάτι από τα υπόλοιπα είναι εκείνο που οδηγεί στην εγκαταλελειμμένη μονή Καρέα ή καλύτερα Καρυές (από τις καρυδιές, οι οποίες όμως σήμερα έχουν εξαφανισθεί). Αυτό είναι συνήθως στεγνό και γεμάτο με μαρμάρινα κατάλοιπα, καθώς εδώ η εξόρυξη για την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών γίνεται μέσω ανατινάξεων. Αυτές οι σύγχρονες εργασίες εξόρυξης πιθανώς εξηγούν και τον λόγο για τον οποίο δεν υπάρχει κανένα ίχνος των αρχαίων λατομείων που αναφέρονται από περιηγητές, όπως ο Dodwell και ο Leake. Εν μέρει είναι δυνατόν να τους παραπλάνησαν τα από μακριά γυμνά και κάθετα τοιχώματα των βράχων στις απώτερες παρυφές του φαραγγιού. Σε κάθε περίπτωση, τα αρχαία λατομεία μαρμάρου εδώ, δεν πρέπει να έφθαναν σε σημασία εκείνα που βρίσκονται προς τα βόρεια, μετά από το Κακόρεμα. Επιπλέον, δεν συναντά κανείς πια τους κορμούς κιόνων που είχαν παραμείνει στο λατομείο και τους είχαν δει οι Dodwell (I, 2, σ. 305) και Leake (Demen, σ. 42).
Ως γνωστόν, το υμήττιο μάρμαρο έχει μια ψυχρή απόχρωση μεταξύ γκρίζου και γαλαζωπού, η οποία το κατέτασσε ως πολύ κατώτερο του πεντελικού. Ίχνη χρήσης του συναντώνται ήδη κατά την αρχαιότητα (6ος-4ος αιώνας), αλλά πολύ αραιά και αποκλειστικώς στην τοπική και ιδιαιτέρως στην επιτύμβια τέχνη, κάτι που αποτρέπει την παραδοχή μιας εκτεταμένης εκμετάλλευσης των λατομείων. (Έτσι, π.χ. το αρχαϊκό άγαλμα ιππέα από τη Βάρη, Mitth. d. Inst. IV. Th., είναι φιλοτεχνημένο σε υμήττιο μάρμαρο· όχι όμως, κατά τη γνώμη μου, και το άγαλμα του Μοσχοφόρου από την Ακρόπολη των Αθηνών, το υλικό του οποίου φαίνεται πολύ λεπτόκοκκο για να είναι μάρμαρο Υμηττού). Από τον 3ο αιώνα παρατηρούμε την αυξητική εμφάνιση αυτού του μαρμάρου σε επιτύμβια μνημεία, σε επιτύμβιους κιονίσκους, σε επενδύσεις τοίχων κτηρίων και σε επιγραφές. Ωστόσο, ιδιαίτερη προτίμηση για αυτό φαίνεται ότι επέδειξαν πρώτοι οι Ρωμαίοι, καθώς μια αλλαγή στις αισθητικές κατευθύνσεις της αρχιτεκτονικής τούς οδήγησε στην αναζήτηση πολύχρωμων μαρμάρων που διέθεταν φλεβώσεις (πρβλ. Πλίν., h. n., 35,1· 36,3· Οράτ., Ωδ. 2,18,3: trabes Hymettiae). Ο Κράσσος λέγεται ότι ήταν ο πρώτος, ο οποίος διακόσμησε την οικία του με έξι κίονες από υμήττιο μάρμαρο, ύψους 12 ποδών.
Η μονή Καρυών, τώρα ερημωμένη και στερημένη από κάθε βλάστηση, έχει να επιδείξει μια πηγή. Σχετικά με μια χριστιανική επιγραφή πρβλ. Κουμανούδης ό.π. 3590. Προς τα νότια αυτής, [28] στις πλαγιές του Υμηττού, εμφανίζονται εκ νέου λατομεία, αλλά τώρα πιο σποραδικά. Έτσι, αυτό που σημειώνεται στον χάρτη ως «μαντρί» είναι, για παράδειγμα, ένα λατομείο με τη μορφή ωοειδούς θαλάμου και διάμετρο περίπου 30 βημάτων. Στα τοιχώματα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς άνετα τις διαδικασίες αποκόλλησης με αιχμηρές αξίνες και σφήνες. Ένας ογκόλιθος μήκους 2,30 μ., ύψους 0,80 μ. και πάχους 0,50 μ., ο οποίος δεν αποκολλήθηκε από το έδαφος, δείχνει ότι πρώτα απέκοβαν το μάρμαρο από όλες τις πλευρές και κατόπιν το αφαιρούσαν.
Ο Dodwell (ό.π. σ. 305) μνημονεύει κοντά στη μονή, προς την πεδιάδα, έναν μεμονωμένο λόφο. «Η οχυρή φύση της θέσης πρέπει να οδήγησε στην πολύ επιδέξια εγκατάσταση ενός οχυρού. Ανέβηκα τη ράχη του με μεγάλη δυσκολία και εκεί βρήκα ίχνη αρχαίων κτηρίων». Σήμερα δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιο ύψωμα εννοούσε ο Dodwell. Νοτιότερα βρίσκεται ένας λόφος που λόγω του ερυθρωπού χρώματος και της κωνικής μορφής του διακρίνεται από μακριά και ο οποίος στο μέσον του φέρει μια κοιλότητα με μορφή κρατήρα. Φαίνεται ότι δημιουργήθηκε λόγω της αδιάκοπης λειτουργίας ασβεστοκαμίνων, που σε αυτό το σημείο ήταν ίσως ήδη κατά την Αρχαιότητα σε χρήση.
Το χωριό Καρά ήταν ένα μετόχι που ανήκε στη μονή Καρυών. Αποτελώντας σήμερα ιδιοκτησία του κυρίου Σκουζέ είναι πλήρως εκσυγχρονισμένο, διαθέτει εγκαταστάσεις άρδευσης και έχει μετατραπεί σε ένα εύφορο μέρος στη μέση μιας στεφάνης λόφων. Ο Dodwell αναφέρει (σ. 306) «σημαντικά ίχνη αρχαίων τοίχων και κτηρίων που πιθανώς αποτελούν κατάλοιπα αρχαίων δήμων». Σήμερα, η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε τάφους και ταφικές εγκαταστάσεις, από το περιεχόμενο των οποίων ο τωρινός, και ακόμη περισσότερο ο πρώην ιδιοκτήτης (ναύαρχος Σωτηριάδης) έχουν δημιουργήσει ενδιαφέρουσες συλλογές (επιγραφές, Κουμανούδη 153: Ἁλαιεύς· 579: Ἰκάριος· πρβλ. Εφημ. Αρχ. αρ. 1378: τρεις επιγραφές Ικαρίων, σύμφωνα με τον Πιττάκη). Προς τα βόρεια του Καρά βρίσκεται επάνω σε έναν λόφο το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, χωρίς σημαντικά αρχαία κατάλοιπα.
ΙV. Η οδός προς το Σούνιο
Από την Καλλιρρόη ξεκινά, αρχικώς σε σχεδόν νότια κατεύθυνση, η οδός προς το Σούνιο, η οποία περιτρέχει τη νότια κορυφή του Υμηττού. Καταρχάς, εντός μιας φυσικής κοιλάδας, διασχίζει τους λόφους του προαστίου της Άγρας, ο ανατολικός όγκος των οποίων θα πρέπει να σηματοδοτεί τη θέση του αρχαίου δήμου της Άνω Αγρύλης. Η Κάτω Αγρύλη θα πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή που αποκαλείται Παγκράτι (βλ. παραπάνω). (Πρβλ. Αρποκρατ. λ. Ἀρδηττός· τόπος Ἀθήνησιν ὑπὲρ τὸ στάδιον τὸ Παναθηναϊκόν, πρὸς τῷ δήμῳ τῷ ὑπένερθεν Ἀγρυλέων. Έτσι, ο Αρδηττός φαίνεται να είναι το ύψωμα, στη βόρεια πλαγιά του οποίου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Πέτρου).
Αντιστοίχως, δυτικά της οδού προς το Σούνιο βρισκόταν ο, επίσης μοιρασμένος (καθύπερθεν, ὑπένερθεν), δήμος Αγκύλης, που ο Αλκίφρ., επιστ. 3,43 χαρακτηρίζει ως προάστειον, προς τον οποίο ανέβαινε ένας ευθύς δρόμος από τον Πειραιά. Είναι πολύ αμφίβολο εάν μπορούμε να συνδέσουμε έναν από τους δύο αναφερθέντες δήμους με τα κατάλοιπα μιας οχυρωμένης θέσης, τα οποία βρίσκονται περίπου 1 χλμ. προς τα νότια της Καλλιρρόης, στις υπώρειες ενός βραχώδους λόφου κοντά στο εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη Προδρόμου. Εξίσου αβέβαιη είναι επίσης η υπόθεση του Hanriot (Recherches, σ. 69), ο οποίος, βάση του λόγου περί των μυστηρίων του Ανδοκίδου, υποθέτει ότι ο οικισμός Θημακός βρισκόταν κοντά στα νότια όρια της πόλης και κλίνει να τον τοποθετήσει εδώ.
Ένα τοιχόμορφο ανάχωμα, μερικώς οικοδομημένο με μεγάλες κροκαλοπαγείς λιθοπλίνθους (εξορύχθηκαν κοντά και έχουν μήκος έως 4 μ.), εκτείνεται στα δεξιά εν μέρει παράλληλα στον δρόμο, εν μέρει σε ανατολική-δυτική κατεύθυνση. Η οχύρωση φαίνεται ότι στηριζόταν στο βουνό και ότι συνέχιζε, επίσης, προς τα ανατολικά του δρόμου, ίσως έως τα υψώματα που βρίσκονται απέναντι, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η υπεράσπιση του συνόλου του περάσματος (για την προστασία της πόλης;). Αν και παραπλεύρως συναντά κανείς λιθοσειρές, οι οποίες αντιστοιχούν στους συνήθεις ταφικούς περιβόλους, μερικές εν μέρει μεταγενέστερες θολωτές δεξαμενές παραπέμπουν σε κάποια παλαιότερη κατοίκηση (πάλι μεσαιωνική;). Επίσης, υπάρχουν εδώ θραύσματα ενός κίονα από μάρμαρο, όπως και από πωρόλιθο. Η εκκλησία περιέχει περαιτέρω θραύσματα κιόνων, δύο θολωτές δεξαμενές, καθώς και τα κατάλοιπα ενός αρχαίου κατωφλιού. Τέλος, βλέπει κανείς εδώ, εκτός από επιτύμβιους κιονίσκους, έναν μαρμάρινο θρόνο, κάτω από το κάθισμα του οποίου χρησιμοποιήθηκαν γλαύκες ως διακοσμητικά υποστηρίγματα. Αυτός προέρχεται, ασφαλώς, από ένα μεγάλο κτήριο με μορφή θεάτρου (ωδείο;), καθώς βρέθηκαν αρκετοί παρόμοιοι θρόνοι που τώρα εκτίθενται στον αύλειο χώρο του του μουσείου των Πατησίων [Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου / Σ.τ.Μ.].
[29] Προς τα νότια του Αγ. Ιωάννη βρίσκονται το χωριουδάκι Κουτσοπόδι και το χωριό Μπραχάμι. Στο πρώτο δεσπόζει το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, με σύγχρονη υδροδότηση, ενώ και τα δύο μέρη είναι άξια αναφοράς μόνον για κάποια γειτονικά ταφικά ευρήματα: για το Κουτσοπόδι πρβλ. Κουμανούδης, αρ. 203b (Ἀλωπεκεύς) και 3109b· για το Μπραχάμι, αυτόθι, αρ. 679 (Κολλυτεύς), 1130 (Σημαχίδης), 1366 (ὅρος σήματος)· αδημοσ.: Ἀλεξικλῆς Σατύρου Αἰξωνεύς.
Ο κύριος δρόμος αφήνει και τις δύο τοποθεσίες στα δυτικά του και διαπερνά μια σειρά κυματιστών λόφων, οι οποίοι διασχίζονται από αρκετά ρέματα που έρχονται από την περιοχή των λατομείων και περιτρέχουν στα δυτικά, σε τοξωτή φορά, την κοιλάδα των Τραχώνων και του Χασανίου. Ήδη, κατά τη διάβαση των κοιτών των ρεμάτων αυξάνονται οι ταφικές εγκαταστάσεις που συνοδεύουν τον δρόμο, οι θεμελιώσεις των οποίων παραπέμπουν σε πυργοειδή ή ανδηρωτά κτίσματα. Σε δύο βραχώδεις θέσεις αναγνωρίζει κανείς αρματροχιές, ιδιαίτερα προς τα νότια του υψομέτρου 87,9 όπου ο δρόμος απέκλινε λίγο προς τα ανατολικά από τη σημερινή αμαξιτή οδό. Οι φθαρμένες τροχιές διατηρούν ένα πλάτος 0,20-22 μ.· η απόσταση των εσωτερικών άκρων των τροχιών ανέρχεται σε 1,10 [μ.], με αποτέλεσμα το μετατρόχιο των αμαξών να μπορεί να υπολογισθεί σε περίπου 1,40 [μ.]. (Πρβλ. Χάρτες της Αττικής Ι, σ. 17, όπου ο κύριος von Alten υπολογίζει μια τιμή περίπου 1,45 [μ.]). Στα δεξιά του δρόμου, που συνεχίζει σε νότια κατεύθυνση, συναντά κανείς, λίγο πριν από τους Τράχωνες, τα ερείπια από ένα εκκλησάκι χωρίς στέγη, το οποίο οικοδομήθηκε εντός μια αρχαίας ταφικής εγκατάστασης. Οι περιβάλλοντες τοίχοι από κροκαλοπαγείς λίθους είναι αρχαίοι. Αρκετοί επιτύμβιοι λίθοι, κιονίσκοι και κατάλοιπα επιτύμβιων επιγραφών βρίσκονται ακόμη στο εσωτερικό. Μια από τις επιτύμβιες στήλες απεικονίζει έναν άνδρα με συνοδό και σκύλο, ενώ πιο πάνω υπήρχε μία, κατεστραμμένη τώρα, επιγραφή. Σε μια άλλη στήλη με ανθεμωτή επίστεψη, σπασμένη αριστερά, διαβάζει κανείς:
Ν //////// ΕΙΔΗΑ)ν(τικλ)είδης ;
ΥΩΝ · ΜΕΥΣ Ε) ὐωνυμεύς.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στο γειτονικό Χασάνι ήλθαν στο φως ακόμη δύο επιτύμβιες στήλες Ευωνυμέων (Κουμανούδης, αρ. 502 και 518), και, παρότι αυτή η σύμπτωση είναι πολύ σπάνια, είναι πολύ δύσκολο να αναζητηθεί εδώ ο δήμος Ευωνυμέων, αφού ένας γιος τού Κηφισού ονομάζεται Ευώνυμος. Γενικώς, η ταύτιση δήμων με βάση τους τόπους εύρεσης των επιτύμβιων επιγραφών πατάει σε πολύ ασταθές έδαφος εάν δεν υπάρχουν και επιπρόσθετα χαρακτηριστικά (πρβλ. παραπάνω σ. 28, το επίσης απατηλό παράδειγμα των Ικαρίων).
Πέρα από κάθε αμφιβολία, η περιοχή των Τραχώνων και του Χασανίου πρέπει, ακολουθώντας τους Leake (Demen, σ. 47) και Ross (Arch.Intelligenzbl. 1837, σ. 105 Demen σ. 57· Wanderungen II, σ. 670 κ.εξ.), να αποδοθεί στην Αιξωνή, έναν πολυπληθή, ίσως σε μεγάλη έκταση κατοικημένο δήμο, τα όρια του οποίου έφθαναν έως τη θάλασσα. Αυτό γιατί ο Στράβωνας, IX, 398, μεταξύ των παράλιων δήμων τον μνημονεύει ανάμεσα στον Αλιμούντα και τις Αλές Αιξωνίδες, ενώ ήταν περίφημα και τα κόκκινα μπαρμπούνια (τρίγλαι) που αλιεύονταν στην ακτή της Αιξωνής. Από την άλλη, το κέντρο του δήμου σημαίνεται, σε κάθε περίπτωση, από την προσφάτως αποκαλυφθείσα θέση του θεάτρου των Αιξωνέων, η οποία βρίσκεται στην είσοδο του φαραγγιού του Πιρναρίου, όπου ήλθαν στο φως επιγραφές και άλλα κατάλοιπα. (Από τις ανασκαφές που διεξήχθησαν από τον Bludorff προέρχονται οι C. I. A. II, 579, 585· αργότερα προστέθηκαν οι επιγραφές που είδαμε με τον Lolling και βρίσκονταν στην κατοχή του Κομνηνού (πρώην Λουριώτη), οι οποίες δημοσιεύθηκαν από τον Lolling, Mitth. d. Inst. IV, σ. 194. 196. 199 κ.εξ.). Από αυτά, ωστόσο, δεν φαίνεται να προκύπτει ότι η κατοικημένη περιοχή περιοριζόταν μόνον σε αυτό το σημείο. Καθώς η Αιξωνή διέθετε, επίσης, αμπελώνες και ελαιώνες, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την εύφορη βόρεια πεδιάδα (Χασανίου και Τραχώνων) και απλώς να την αποδώσουμε στον δήμο Αλιμούντος. Μόνον η τελευταία βρίσκεται ακόμη εντός των ορίων του χάρτη μας και όσο και να περιέχει πολυπληθή διάσπαρτα κατάλοιπα της Αρχαιότητας, δεν μπορώ να αναγνωρίσω πουθενά με ασφάλεια τα ίχνη κατοικιών ή δημοσίων κτηρίων που αναφέρονται από τους παλαιότερους περιηγητές. Ο Dodwell (Reise I, 2 σ. 363. 400), για παράδειγμα, κάνει λόγο για κατάλοιπα μιας πόλης κοντά στους Τράχωνες και για «θεμελιώσεις του σηκού ενός ναού, κοντά στις οποίες βρίσκεται ένα ακρωτηριασμένο χαμηλό ανάγλυφο, το οποίο απεικονίζει θυσία αίγας και κάποιες άλλες τελετουργίες που συνηθίζονταν στη διονυσιακή λατρεία». Και ο Leake μαρτυρά (σ. 47) ότι «τα ίχνη της Αιξωνής παρακολουθούνται σε μεγάλη έκταση». Σήμερα, τουλάχιστον, ο χώρος είναι γεμάτος μόνον από θεμελιώσεις και ταφικούς περιβόλους. (Ακόμη και το ανάγλυφο που περιγράφει ο Dodwell θυμίζει παραστάσεις σαρκοφάγου όπως στο Arch. Zeitg. 1869, πίν. 19).
Μεταξύ των επιτύμβιων επιγραφών που βρέθηκαν και των δικαστικών πινακίων που συνόδευαν του νεκρούς, οι Αιξωνείς έχουν επαρκή αντιπροσώπευση (πρβλ. Ross, Demen, σ. 57 κ.εξ.· Κουμανούδης αρ. 136. 151· Mylonas, bull. franc.). Το χωριό Τράχωνες, που βρίσκεται στο δυτικό ύψωμα, εμφανίζει στο έδαφός του εξίσου λίγα διασωζόμενα κατάλοιπα αρχαίας κατοίκησης ή οχύρωσης. Σχετικά με τα ερείπια από ένα εκκλησάκι βλ. Stark, Nach d. griech. Orient, [30] σ. 406 και Lolling, Mitth. IV, σ. 193, σημ. Στον Stark περιγράφονται οι εκεί συγκεντρωμένες αρχαιότητες.
Επίσης στο Χασάνι, το οποίο στα νότια περιβάλλεται από δύο πύργους-παρατηρητήρια, δεν διασώθηκε τίποτε από την αμπελοκαλλιέργεια. Οι ταφικές εγκαταστάσεις διατηρούνται καλύτερα κατά μήκος του δρόμου, ο οποίος προσεγγίζει περισσότερο τις πλαγιές του Υμηττού. Το έδαφος που βρίσκεται προς τα ανατολικά εμφανίζει εν μέρει ένα αρκετά ισχυρό περίβλημα από κροκαλοπαγείς σχηματισμούς, οι οποίοι εδώ έχουν πολλαπλώς εξορυχθεί σαν να επρόκειτο για εργασίες λατόμευσης. (Αυτό ισχύει ιδιαίτερα 500 μ. προς τα ανατολικά των Τραχώνων· εκεί και μια μεγάλη ταφική εγκατάσταση μέσα σε έναν περίβολο ακανόνιστου σχήματος). Οι πολυπληθείς λίθινοι λόφοι που καλύπτουν τη δυτική πλαγιά του Υμηττού προς τα ανατολικά του Καρά έως κάτω το Πιρναρί (ο κύριος Steffen καταμέτρησε πάνω από 200), δεν πρέπει να θεωρηθούν με κανέναν τρόπο ως ταφικοί τύμβοι. Αντιθέτως, στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν σχηματισθεί από τον καθαρισμό των αρόσιμων περιοχών από τις πέτρες του βουνού, μια ισχυρή απόδειξη της κοπιώδους και ακατάβλητης καλλιέργειας μέσω της οποίας αξιοποιήθηκε η Αττική.
Από άλλες πηγές πληροφορούμαστε ότι στην Αιξωνή υπήρχαν, εκτός από το θέατρό της, ένας όμιλος (λέσχη) (C. I. Gr. I, 93 στίχος 23) και ένα ιερό της Ήβης (ό.π. στίχος 22 C. I. Att. II, 581) και της Αλκμήνης (C. I. Att. II, 581 στίχος 25)· επομένως, διέθετε και λατρεία του Ηρακλή, όπως ο γειτονικός Αλιμούντας και οι δήμοι των Μεσογείων. Μια περιφέρεια με το όνομα «Φιλαείς» αναφέρεται στο C. I. Gr. I, 93 στίχος 1.32.
Η κοιλάδα του Πιρναρίου (η ονομασία προέρχεται από το πουρνάρι, πιρνάρι), η οποία διαχωρίζει τον Άνυδρο από αυτόν καθαυτόν τον Υμηττό, εμφανίζεται στο άνω, προς τα βορειοανατολικά, κατευθυνόμενο τμήμα της εκ νέου στον χάρτη. Επιπλέον, είναι γνωστή για τα ταφικά ευρήματά της, ενώ μια ανύψωση του εδάφους με τη μορφή αναχώματος, η οποία συνοδεύει τον δρόμο, πιθανώς προέρχεται από ταφικές εγκαταστάσεις.
Ενώ το ανατολικό κατηφορικό τμήμα αυτού του Υμηττίου περάσματος, όπως θα δούμε, εμφανίζει ίχνη οχυρωματικών έργων, η κοιλάδα του Πιρναρίου ήταν απολύτως ανοιχτή. Ως άξια προσοχής μπορούμε εδώ να χαρακτηρίσουμε μόνον μια θέση, η οποία βρίσκεται όχι πολύ κάτω από το σημείο του περάσματος (ύψ.: 454,2 μ.), στην αριστερή πλευρά του ανηφορικού δρόμου (338 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας). Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο κάθετο όρυγμα με μήκος πλευράς περί τα 10 μ., το βάθος του οποίου ο κύριος Steffen υπολογίζει στα 20 μ. περίπου. Στον πυθμένα του φαίνεται ότι δύο (;) στοές οδηγούν περαιτέρω σε ευθεία κατεύθυνση. Αυτή η θέση παρατηρήθηκε και περιγράφηκε ήδη από τον Chandler, Travels κεφ. 30· Dodwell, Reisen I, 2 σ. 399, ο οποίος αναφέρει και κάποιες λιθοπλίνθους στο στόμιο· πρβλ. Leake, Demen, σ. 43. Καθώς ο Υμηττός διέθετε κοιτάσματα αργύρου, θεωρήθηκε ότι εδώ πρόκειται για το φρεάτιο ενός μεταλλείου. Όμως, εκτός από το ασυνήθιστο μέγεθος και την έλλειψη οποιουδήποτε άλλου εξοπλισμού, θα μπορούσε η σύγκριση με το γνωστό σπήλαιο των Νυμφών της Βάρης, στην οποία προβαίνει ήδη ο Dodwell, να οδηγήσει μάλλον στην παραδοχή ενός, με φυσικό τρόπο, διαμορφωμένου χάσματος στον βράχο. Ο πυθμένας, που τώρα από επάνω δίνει την εντύπωση ότι είναι στρωμένος με χαλίκι, θα πρέπει να επεκτείνεται με τη μορφή σπηλαίου προς διάφορες πλευρές, λόγω αυτού και οι φαινομενικές στοές. Οφείλω, ωστόσο, να μην αποκρύψω το γεγονός ότι άλλοι, όπως λόγου χάριν ο κύριος λοχαγός Steffen, εκτιμούν ότι το σύνολο είναι μια τεχνητή ή με τεχνικά μέσα επεκταθείσα εγκατάσταση. Σε περίπτωση που κάτι τέτοιο επιβεβαιωνόταν μέσω μιας διεξοδικότερης έρευνας, η οποία όμως είναι πολύ δύσκολη, η αρχαία προέλευση και η μεταλλευτική λειτουργία της εγκατάστασης θα ήταν αναμφισβήτητες.
V. Η ανατολική πλαγιά του Υμηττού
Προς τα ανατολικά ο Υμηττός καταπίπτει προς την πεδιάδα γυμνός και κρημνώδης, ειδικά δε στο μεσαίο τμήμα του με τρομακτικά απότομους βραχώδεις όγκους. Η απουσία αρθρώσεων, βαθιών χαράδρων, χώματος και βλάστησης δεν ευνοεί πουθενά τον σχηματισμό ούτε καν δευτερευουσών εποχικών υδάτινων ροών.
Καθώς μια ολοκληρωμένη τοπογραφία των στενών παρυφών, όπως παρουσιάζονται στον χάρτη, μπορεί να δοθεί μόνον σε συσχέτιση με την προς τα ανατολικά γειτονική πεδιάδα, αρκεί για τον σκοπό μας η απαρίθμηση των θέσεων από τα βόρεια προς τα νότια, καθώς και κάποιων αξιοπρόσεκτων λεπτομερειών. Μερικές πηγές και η εγκατάσταση πηγαδιών για τη λήψη νερού εξασφάλιζαν κάποια καλλιέργεια σε αυτήν τη λωρίδα· πολλά κατάλοιπα και τοπωνύμια αποδεικνύουν μάλιστα ότι η τελευταία, κατά την Αρχαιότητα, ήταν αρκετά πλούσια σε πληθυσμό.
[31] Γύρω από τη βόρεια κορυφή του Υμηττού (στην τοποθεσία που ονομάζεται Σταυρός) η παλαιά και νέα αμαξιτή οδός οδηγεί κατά μήκος της ανατολικής πλαγιάς προς τα νότια (προς τον δήμο Παιανίας), όπου συνενώνεται με το μικρότερο μονοπάτι, το οποίο κατεβαίνει από τη μονή του Αγ. Ιωάννη Κυνηγού (βλ. παραπάνω), εκεί συναντούμε μια πηγή και ίχνη ενός αρχαίου υδαταγωγού. Η πηγή ονομάζεται Γλυκά Νερά, από την οποία οι τοπογράφοι φαίνεται ότι έπλασαν εσφαλμένα το τοπωνύμιο Λυκανόρα (έτσι ο Hanriot στο σχέδιό του· το ίδιο (;) στους Stuart & Revett, Alterth. v. Ath. II, σ. 217 υπό το Λεκκονόραι). Η λειτουργία των γειτονικών ερειπίων, που βρίσκονται προς τα ανατολικά του «Λουτρού», ενός τετραγώνου κτηρίου με συνδετικό κονίαμα, παραμένει ασαφής· σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται ούτε για βαλανείο ούτε είναι ρωμαϊκής προέλευσης, αλλά πιθανόν μεσαιωνικό.
Ο συχνά επισκεπτόμενος και πολυσυζητημένος κολοσσικός μαρμάρινος λέων, ο οποίος βρίσκεται εν μέρει επιχωσμένος κοντά στο μικρό νεότευκτο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, προσελκύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Έχει φιλοτεχνηθεί από πεντελικό μάρμαρο και μόνον το πόδια του έχουν σπάσει, ενώ, κατά τα άλλα, είναι πολύ διαβρωμένος. Ο τρόπος εργασίας είναι εντυπωσιακός, πάντως είναι δύσκολο να είναι παλαιότερος της Ρωμαϊκής περιόδου (εικ. 8 [σελ. 31 / Σ.τ.Μ.]). Οι λιθόπλινθοι που βρίσκονται μέσα και γύρω από το εκκλησάκι, όπως και τα ίχνη ενός τετράγωνου ανδήρου, η περίφραξη του οποίου διατηρείται εν μέρει, οδηγούν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι, λόγω της ομοιότητας με αρκετά βεβαιωμένα ανάλογα παραδείγματα στην Αττική, ο λέων αποτελούσε την επίστεψη ενός επιτύμβιου μνημείου. Για τον λέοντα πρβλ. επίσης: Dodwell, Travels I, σ. 523 κ.εξ., Brandis, Mitth. üb. Grld. I, σ. 345 κ.εξ., Wordsworth, Athens and Attica, σ. 192 κ.εξ. Το παράπλευρο ιχνογράφημα έχει φιλοτεχνηθεί στη βάση ενός σχεδίου του Θεοφίλου Hansen (1839, από ένα λεύκωμα του E. Curtius).
Η επόμενη αξιομνημόνευτη θέση εμφανίζεται 2,5 χλμ. προς τα νότια, στα δεξιά του δρόμου, εκεί όπου ένα προεξέχον βραχώδες πλάτωμα φέρει κάποια κατάλοιπα, τα οποία στην τωρινή τους κατάσταση δεν είναι με άμεσο τρόπο αρχαία αλλά πολύ πιθανόν βρίσκονται στη θέση ενός αρχαίου οικισμού. Η περιοχή γύρω από τις υπώρειες του πλατώματος ονομάζεται Κόκινα το πλάτωμα αυτό καθαυτό τώρα καταλαμβάνεται από την εκκλησία του Αγ. Ανδρέα και από ένα ακόμη ερειπωμένο εκκλησάκι. Προς τα βόρεια συναντά κανείς αρχαία ίχνη τάφων, μεταξύ αυτών έναν μεγάλο τάφο μήκους περίπου 5 βημάτων που έχει λαξευθεί στον οριζόντιο βράχο, με περιτρέχουσα γλυφή για την ένθεση μιας λίθινης καλυπτήριας πλάκας, το πάχος της οποίας θα πρέπει να έφθανε τουλάχιστον τα 0,60 μ. Προς τα δυτικά από τα εκκλησάκια παρατηρεί κανείς τις θεμελιώσεις ενός τετράγωνου πύργου, ο οποίος κατασκευάσθηκε με αργούς λίθους, πλίνθους και συνδετικό κονίαμα. Προς τα νότια, ακουμπά στον τελευταίο ένα τμήμα τείχους. Επιπλέον, και στα ανατολικά του πλατώματος εμφανίζεται ένα περιβάλλον τείχος, κατασκευασμένο από αργές, σχεδόν κατά το πολυγωνικό σύστημα αρμοσμένες λιθοπλίνθους. Η θέση μεταξύ Αγ. Ανδρέα και της εκκλησίας της Αγ. Τριάδας που βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά ονομάζεται σήμερα Μισκοπή, πιθανώς από το Ἐπισκοπή [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]. Κατά τον ίδιον τρόπο, φαίνεται ότι τα κατάλοιπα ανήκουν σε μια οχυρωμένη μεσαιωνική οικιστική εγκατάσταση με επισκοπική έδρα. Στο ενδεχόμενο αρχαίας κατοίκησης συνηγορεί, μεταξύ άλλων, η παρουσία παραπλεύρως ενός πηγαδιού, στο οποίο οδηγούσε από τα δυτικά μια ελικοειδής κλίμακα· επιπλέον, βλέπει κανείς κάποιους εν μέρει επιχωσμένους υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές του γνωστού φιαλόμορφου σχήματος. Σχετικά με πρώιμους χριστιανικούς οικισμούς προς τα ανατολικά του Υμηττού πρβλ. επίσης Ross, Arch. Aufs. I, σ. 219.
Ως γνωστόν ο Ross, με βάση επιγραφικά ευρήματα, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανέστατα, υπέθεσε ότι ο δήμος Παιανίας βρισκόταν κοντά στην ανατολική πλαγιά του Υμηττού, και τον τοποθέτησε στο Λιόπεσι (Arch. Aufs. Ι, 209 κ.εξ.). Ωστόσο, το Λιόπεσι, αυτό καθαυτό, δεν περιέχει καθόλου ίχνη αρχαίας κατοίκησης· αντίθετα, σύμφωνα με πληροφορίες που έλαβα στο χωριό, κατά τη διάρκεια εργασιών θεμελίωσης οικιών αποκαλύφθηκαν τάφοι. Επομένως, δεν θα μου φαινόταν απίθανο η άνω Παιανία να βρισκόταν βορειότερα, στη θέση Κόκινα.
Ο δρόμος, που προς τα νότια από το Λιόπεσι διέρχεται αρχικά με τη μορφή φαραγγιού μεταξύ των υψωμάτων, προς τα δυτικά των οποίων βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη (με τη γνωστή αρχαϊκή επιτύμβια επιγραφή των τέκνων [32] του Κύλωνος, C. I. Att. I, 472, Mitth. d. Inst. IV, σ. 301), ενώ προς τα ανατολικά αυτών υπάρχει η νεότερη εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, διακλαδίζεται κατόπιν αφενός προς τα σύγχρονα ερείπια του χωριού Καρελάς, αφετέρου, περνώντας τη χαμηλή βουνοπλαγιά (Κιάφ-Εμαντέ), προς μια καλλιεργήσιμη, πλούσια σε χώμα κατωφέρεια του Υμηττού, ο οποίος εδώ αρχίζει να υποχωρεί προς τα δυτικά και, ως φαίνεται, οι υπώρειές του κατοικούνταν αδιαλείπτως με πολλούς οικισμούς. Τώρα, βέβαια, και αυτή η περιοχή έως και το Κορωπί έχει ερημώσει.
Δυστυχώς, με βάση τις μαρτυρίες, οι γνώσεις μας για τους ενδιάμεσους δήμους είναι τόσο ανεπαρκείς ώστε, ειδικώς για αυτήν την περιοχή, δεν εξάγεται τίποτε ευθέως από αυτές. Περαιτέρω συλλογισμοί και υπολογισμοί είναι δυνατόν να διατυπωθούν μόνον εντός μιας γενικής πραγμάτευσης της περιοχής που βρίσκεται μεταξύ του Υμηττού και των βουνών της Λαυρεωτικής. Ο πρώτος ερειπιώνας προς τα νότια του Λιοπεσίου, γύρω από τον Αγ. Νικόλαο και άλλα ερειπωμένα εκκλησάκια, ομολογουμένως δεν επιτρέπει να διαφανούν μεταξύ των πολυπληθών σωρών ερειπίων αμέσως κάποια αρχαία ίχνη. Ωστόσο, το σημείο είναι αναμφισβήτητα αρχαίο, η ολοσχερής έλλειψη καταλοίπων τόσο πολλών δήμων εξηγείται εύκολα εάν αναλογιστούμε ότι οι κατοικίες των αρχαίων δημοτών δεν διέφεραν πολύ από τις σύγχρονες, οι οποίες κατασκευάζονται από μικρούς λίθους και πλίνθους. Καθώς, τουλάχιστον, η θέση βρίσκεται πολύ χαμηλότερα (160-165 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) από ό,τι το πλάτωμα του Αγ. Ανδρέα προς τα βόρεια του Λιοπεσίου (215-230), η Κάτω Παιανία θα μπορούσε πολύ εύλογα να αναζητηθεί εδώ.
Η γειτονική προς τα νότια περιοχή διαθέτει, εκτός από κάποια δάση, πολλούς επισωρευμένους λίθινους λόφους, οι οποίοι, όπως και στη δυτική πλαγιά του Υμηττού, αποτελούν τεκμήριο της εντατικής εδαφικής καλλιέργειας κατά την Αρχαιότητα. Η περιοχή γύρω από τα ερειπωμένα εκκλησάκια προς τα νότια του Αγ. Νικολάου και προς τα ανατολικά του Τηγανιού αποκαλείται στη λαϊκή γλώσσα Χαλιδού γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει μια αμυδρή πιθανότητα να ήταν εδώ η θέση του δήμου Χολλειδών, δημότης του οποίου ήταν ο γνωστός από το σπήλαιο των Νυμφών της Βάρης Αρχέδημος, έναν δήμο που και ο Leake (Demen, σ. 51) αναζητούσε στην περιοχή του Υμηττού.
Η περιοχή με τα ερείπια που βρίσκεται γύρω από τον Αγ. Δημήτριο προς τα νοτιοανατολικά, δυστυχώς, δεν ερμηνεύεται. Πρόκειται, βέβαια, για σχετικώς στιβαρές θεμελιώσεις από μικρούς λίθους, πλίνθους και συνδετικό κονίαμα ενός μεσαιωνικού χωριού, τα σπίτια του οποίου ήταν μικρών διαστάσεων. Ωστόσο, μεταξύ αυτών εμφανίζονται και αρχαία κατάλοιπα, συγκεκριμένα η εκκλησία του Αγ. Δημητρίου περιέχει ποικίλα και εν μέρει ενδιαφέροντα κατάλοιπα της Αρχαιότητας: Το διπλό ανάγλυφο της Κυβέλης (Arch. Zeitg. 1880, πίν. 2,1) και αρκετές επιτύμβιες στήλες με επίστεψη ανθεμίων και ακρωτηρίων, καθώς και το θραύσμα ενός λίθινου κατωφλιού θύρας. Το συγκρότημα των ερειπίων προς τα βορειοανατολικά αυτών, το οποίο μόλις απεικονίζεται στο άκρο του χάρτη, φαίνεται αντίθετα ότι προέρχεται και πάλι από ταφικές εγκαταστάσεις. Σχετικά με την περιοχή πρβλ. επίσης Ross, ό.π. σ. 219 κ.εξ. Στον τελευταίο, ο Αγ. Δημήτριος είναι το «ένατο» εκκλησάκι.
Τέλος, ένα σημαντικό, κατά τον ίδιο τρόπο οικοδομημένο ξανά κατά το Μεσαίωνα, σημείο αποτελεί η απομονωμένη λοφώδης και πετρώδης περιοχή, στη βόρεια πλευρά της οποίας βρίσκεται το εκκλησάκι του Χριστού, κοντά σε μια λεκάνη πηγής που εισέρχεται στον βράχο. Ο κύριος λοχαγός Steffen υπέθεσε με μεγάλη ευστοχία ότι η οχυρωμένη θέση αυτού του τόπου, προφανώς, συσχετίζεται με την προστασία του περάσματος του Υμηττού, το οποίο ερχόμενο από δυτικά, από το φαράγγι του Πιρναρίου, καταλήγει σε αυτό το σημείο. Ένας παράδρομος, διακλαδιζόμενος από το σημείο του περάσματος βορειότερα, διασχίζει την περιοχή του βουνού, η οποία διαθέτει πράσινο και έχει ως κεντρικό σημείο της το απαστράπτον έως τα ανατολικά εκκλησάκι του Προφ. Ηλία· αυτός ο δρόμος φρασσόταν εδώ μέσα από πολλές γραμμές τειχών, τα κατάλοιπα των οποίων ο κύριος Steffen συνδέει με τις χαμηλότερες οχυρώσεις. Συγκεκριμένα, διασώζεται ένα τείχος με αρκετές στρώσεις λιθοπλίνθων. Το ορεινό ιερό του Προφ. Ηλία, ο οποίος εξακολουθεί σήμερα να χαίρει μεγάλης εκτίμησης, κυρίως σε καιρούς ανομβρίας, δέχεται την επίσκεψη ολόκληρων καραβανιών από προσκυνητές (όπως βεβαιώνει ο κύριος Steffen), θα μπορούσε να εγείρει τις περισσότερες αξιώσεις σχετικά με το ενδεχόμενο να έχει αντικαταστήσει εδώ τη λατρεία του Διός Ομβρίου στον Υμηττό.
___________________________
[33] Για να μην καθυστερήσει η σε εξέλιξη δημοσίευση των αττικών χαρτών θεωρήθηκε σκόπιμο οι τελευταίοι να συνοδευθούν, αρχικώς, μόνον με ένα συντομότερο κείμενο, αφού ενδελεχής πραγμάτευση μιας σειράς σημαντικών τοπογραφικών ερωτημάτων μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν η υπό επεξεργασία καταγραφή της Αττικής θα έχει ολοκληρωθεί στην προβλεφθείσα έκτασή της. Στη συντομότερη εκδοχή του κειμένου εμφανίζονται αρχικά τα τμήματα «Κηφισιά» και «Πύργος», για τα οποία ο συντάκτης του κειμένου δεν ήταν ακόμη σε θέση να επιχειρήσει μια νέα αναγνωριστική αυτοψία με τα φύλλα των καρτών ανά χείρας.
E. C.
Τμήμα Κηφισιά
(Χάρτες της Αττικής – φ. V)
Το Τμήμα Κηφισιά απεικονίζει με μεγάλη ακρίβεια την περίμετρο της περιοχής των πηγών, βεβαίως όχι τον Κηφισό αυτόν καθαυτόν αλλά τους σημαντικότερους παραποτάμους του, καθώς και το σύνολο των υδαταγωγών που απέκτησαν για την πρωτεύουσα μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο τον Κηφισό. Τρεις διαφορετικοί ορεινοί όγκοι, οι απολήξεις των οποίων προεξέχουν στον χάρτη μας (οι βόρειες κορυφές των Τουρκοβουνίων και του Υμηττού, όπως και το δυτικό τμήμα του Πεντελικού) υποστηρίζουν παρά διασπούν αυτόν τον ομοιογενή χαρακτήρα του τοπίου. Μολονότι οπτικά δίνεται η εντύπωση ότι διανοίγονται πλατιές δίοδοι μεταξύ αυτών των βουνών, κοιτάζοντας κανείς στα ανατολικά και νότια όρια του χάρτη μπορεί να πειστεί αμέσως ότι στις απολήξεις τους έρχονται, διαμέσου των υπωρειών των υψωμάτων και των εδαφικών διογκώσεων, σε μια επαφή, η οποία είναι αρκετά ισχυρή προκειμένου να δημιουργηθεί μια σαφώς χαρακτηρισμένη λεκάνη απορροής τόσο στην ανατολική όσο και στη νότια πεδιάδα (την περιοχή του Ιλισσού).
Παρατηρούμε, συνεπώς, ότι όλες οι φυσικές υδάτινες ροές, με εξαίρεση τον Κηφισό, ο οποίος συγκροτεί το δυτικό όριο, πηγάζουν από το εσωτερικό αυτής της περιοχής και ακολουθούν μια νοτιοδυτική-δυτική κατεύθυνση. Ως Κηφισός, αυτός καθαυτόν, μπορεί να ορισθεί αναμφίβολα εκείνη η υδάτινη συρροή που εισέρχεται στο μέσον του βόρειου άκρου του χάρτη μας και κινούμενη εντός μιας βαθιάς κοίτης διασπά ισχυρές αποθέσεις αργίλου έως την περιοχή κάτω από τις Κουκουβάουνες. Οι πηγές του βρίσκονται βόρεια από τη δυτική πλευρά του Πεντελικού (βλ. Τμήμα «Τατόι») και σύμφωνα με τον Στράβωνα (IX, 400) στην περιοχή του δήμου Τρινεμείας. Στον χάρτη της δεύτερης έκδοσης του έργου Demi του Leake αυτή η άνω ροή χαρακτηρίζεται με τη σύγχρονη ονομασία «ρέμα Αδάμες». Στον v. Alten η ονομασία «Αδάμες» χαρακτηρίζει ένα αγρόκτημα στην επάνω απόληξη του ρέματος της Χελιδονούς που εκβάλλει από τα ανατολικά. Όπως και να έχει, το τοπωνύμιο δεν ανήκε αρχικά σε κάποια υδάτινη ροή. Το βραχύ αλλά βαθύ ρέμα της Χελιδονούς έχει εξ ολοκλήρου τον χαρακτήρα ενός κύριου παραποτάμου. Στην αριστερή πλευρά της κοίτης του βρίσκεται η μονή της Παναγίας με το φημισμένο καλοκαιρινό πανηγύρι. (Η β΄ έκδοση του χάρτη του Leake τοποθετεί λανθασμένα στα νοτιοδυτικά της μονής ένα ακόμη αυτόνομο [34] ιερό της Παναγίας). Ο Αρκάδιος, de accent. 99, 15 σημειώνει εδώ έναν δήμο (;) με την ονομασία Χελιδωνιά· αυτή η ταύτιση των τοπωνυμίων θα πρέπει τουλάχιστον να υπογραμμισθεί, κάτι που, από όσο γνωρίζω, δεν έχει γίνει έως τώρα.
Κάτω από τη Χελιδονού δύο ακόμη δυνατά ρέματα καταλήγουν από την ίδια πλευρά στον Κηφισό. Το πρώτο, το οποίο φέρει ως φαράγγι (και πηγή) την ονομασία «Αγκόλφι» οδηγεί τα νερά εκτός Κηφισιάς, στον βαθμό που τα τελευταία δεν απορροφώνται από υδαταγωγούς ή σε άλλες χρήσεις. Η κύρια πηγή βρίσκεται στη, στην πραγματικότητα ταυτόσημο, χαράδρα του «Κοκκιναρά», κοντά στον Αγ. Γεώργιο, στα ανατολικά επάνω από την Κηφισιά· το χωριό αυτό καθαυτό έχει πολλές καλλίρροες πηγές, για παράδειγμα μια με αρχαία μορφή στο ανατολικό άκρο του οικισμού κοντά στον Αγ. Σωτήρα (βλ. παρακάτω σ. 38). Το δεύτερο ρέμα, το οποίο στον κατώτερο ρου του ονομάζεται Ποδονίφτης (Fufsbad = ποδόλουτρο), ελίσσεται, σχηματίζοντας εν μέρει λιμνάζοντα νερά, γύρω από τις βόρειες πλαγιές των Τουρκοβουνίων, ενώ ο άνω ρους του (από τις υπώρειες του Πεντελικού έως το Χαλάνδρι) κινείται με κατεύθυνση προς την κοιλάδα μεταξύ Τουρκοβουνίων και Υμηττού, από την οποία εκτρέπεται, λόγω της προαναφερθείσας ανύψωσης του εδάφους. Κατά την πορεία του απορροφά στα δεξιά του αρκετά ρέματα, τα οποία έρχονται από το Μπραχάμι (Μαρούσι) και το Αράκλι.
Οι αρχαίοι υδαταγωγοί που τροφοδοτούνταν από τις ίδιες πηγές έπρεπε, γενικώς, να ακολουθήσουν άλλους δρόμους· αυτό συνέβαινε διότι, καθώς ήταν αναγκαίο να φθάσουν σε υψηλά σημεία επάνω από την πόλη, ήταν δυνατόν να υποστηρίζονται μόνον από την ανατολική ή δυτική πλαγιά των Τουρκοβουνίων. Εξάλλου, προς αυτές τις κατευθύνσεις διακλαδίζονται και οι δύο υπάρχοντες και εντελώς διαφορετικά κατασκευασμένοι κύριοι αγωγοί. Ενώ ο ανατολικός, ο οποίος είναι ακόμη σε χρήση σήμερα, είναι, στον βαθμό που μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ένας υπόγειος αγωγός που έχει εφοδιασθεί με φρεάτια εξαερισμού, ο δυτικός ακολουθεί το βραχώδες υπόστρωμα, ενώ στα χάσματα της κοιλάδας συνεχίζει την πορεία του με τη βοήθεια τοξοτών υποστηριγμάτων. Αμφότεροι ενισχύονται με έναν δεύτερο πελώριο βραχίονα. Ο πρώτος και σημαντικότερος (με το όνομα «Αδριάνειο Υδραγωγείο» ή «Υδραγωγείο της πόλης των Αθηνών» πρβλ. Ziller, Mitth. d. arch. Inst. II, σ. 120 κ.εξ.) έχει έως τώρα ανιχνευθεί έως τα βορειανατολικά των Κουκουβαούνων. Πιθανώς, συνέλεγε τα νερά των πηγών ανατολικά και βόρεια της Κηφισιάς και από τις Κουκουβάουνες υπήρχε μάλλον η δυνατότητα να ακολουθήσει τοξωτή πορεία ως το Πεντελικό. Τα φρεάτια εξαερισμού της βραχώδους περιοχής μεταξύ Χαλανδρίου και Κουκουβαούνων έχουν συχνά εξαιρετικά μεγάλο βάθος (έως 45 μ.), ενώ οι μικροί λόφοι που σχηματίσθηκαν κατά την κατασκευή τους υποδεικνύουν και την πορεία τους. Για τις μεταξύ τους αποστάσεις και για την κατασκευή του συνόλου του έργου πρβλ. παραπάνω σ. 19 κ.εξ. και Ziller, Mitth. d. Inst. II, σ. 121 κ.εξ. Κοντά στο Χαλάνδρι ο αγωγός ενώνεται με ένα πλευρικό κανάλι, το οποίο κατεβαίνει από τα βορειοανατολικά, κατά μήκος του ρέματος. Επιπλέον, φαίνεται ότι συνδέεται με αυτόν και ένας υδαταγωγός που απορρέει από τη βόρεια κορυφή των Τουρκοβουνίων, με την προϋπόθεση ότι δεν υπήρχε σύνδεση του τελευταίου με τον δεύτερο αγωγό, εκείνον δηλαδή της Κηφισιάς.
Ο τελευταίος (πρβλ. Ziller ό.π. σ. 122 κ.εξ. και παραπάνω σ. 20), με αφετηρία την Κηφισιά, έχει πολλαπλές διακλαδώσεις τις οποίες δεν είναι πάντοτε εύκολο να εντοπίσουμε. Η παρουσία τους εξηγείται από την προσπάθεια να αξιοποιηθεί, όσο το δυνατόν περισσότερο, το βραχώδες υπόστρωμα που σχηματίζει τον λαξευμένο στην επιφάνεια πυθμένα του καναλιού. Οι βαθύνσεις του εδάφους και οι κοίτες των ποταμών συγκρατούνται με τοξοστοιχίες και αναχώματα. Ακόμη και οι πολύ διαβρωμένες τοξοστοιχίες του υδαταγωγού, που διασχίζουν το επάνω μέρος του χωριού της Κηφισιάς με βορειοδυτική κατεύθυνση, δείχνουν, παρά την απαρέγκλιτη φορά τους, να ανήκουν σε αυτό το έργο. Βορειοδυτικά από το Μαρούσι υπάρχει μια διακλάδωση, η στήριξη της οποίας διατηρείται σε μήκος 7 τόξων, η οποία κατευθύνεται προς το Αράκλι, ενώ ο κύριος υδαταγωγός διασταυρώνεται στη συνέχεια στα νοτιοδυτικά με τον παραπάνω υπόγειο αγωγό, και διέσχιζε αρχικά την κοιλάδα του ρέματος που έρρεε προς τον Κηφισό, βορειοανατολικά από τα ερείπια της μονής της Όμορφης Εκκλησιάς μέσω μιας διπλής πεσσοστοιχίας, 12 πεσσοί της οποίας παραμένουν ακόμη στη θέση τους (σ. Ziller ό.π. σ. 122 κ.εξ.). Δυτικά από αυτό το σημείο εμφανίζεται και η διακλάδωση του αγωγού από το Αράκλι προς την ίδια κοιλάδα. Κατόπιν, και οι δύο, αφού συνενωθούν, διατρέχουν τη δυτική πλαγιά των Τουρκοβουνίων. Η διαδρομή του αγωγού της Κηφισιάς δεν έχει ακόμη εντοπιστεί μέχρι την Αθήνα, παρόλα αυτά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα κατάλοιπα μιας κατερχόμενης τοξωτής κατασκευής αριστερά (δυτικά) του Λυκαβηττού, τα οποία αναγνωρίζουμε σε σχέδια των Καπουτσίνων που χρονολογούνται τον 17ο αιώνα, ανήκουν σε αυτήν (πρβλ. Laborde, Athènes I, για τη σ. 78 και το σχέδιο του Guillet αυτόθι για τη σ. 228· το ερείπιο σημειώνεται με τον αρ. 21). Κατά τον ίδιο τρόπο, από τη δεξαμενή του Αδριάνειου αγωγού ξεκινά ένας τοξωτός αγωγός με κατεύθυνση προς το Ολυμπιείο[4]. Επομένως, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει ο Ziller (ό.π. 120), τα ύδατα δεν μεταφέρονταν αποκλειστικά από εκεί [35] με μολύβδινους αγωγούς. Η ανεύρεση ενός τέτοιου αγωγού σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να αποδοθεί εξίσου καλά σε μια προαδριάνεια εγκατάσταση, η ύπαρξη της οποίας, κατά τη γνώμη μου, προϋποτίθεται. Παρόλα αυτά, παραμένει απολύτως αβέβαιη η έκταση του εξαιρετικού υπόγειου αγωγού πέραν της Κηφισιάς, γεγονός που πρέπει να οφείλεται στον αυτοκράτορα, ο οποίος επιθυμούσε καταρχάς να τροφοδοτήσει μόνον τις «novas Athenas».
Στο τελευταίο στάδιό του ο (δυτικός) υδαταγωγός της Κηφισιάς είναι αδιαμφισβήτητα ρωμαϊκός, καθώς ακόμη και σήμερα, σε σύγκριση με τον άλλο, τα χαρακτηριστικά του ανήκουν περισσότερο σε αυτήν την εποχή. Παρόλα αυτά, ταιριάζει πλήρως σε αυτόν η απλή και εύστοχη παρατήρηση του Ziller (σ. 131) ότι οι μικρότεροι υδαταγωγοί πρέπει να είναι παλαιότεροι από τα μεγάλης κλίμακας έργα. Σχετικά με υδαταγωγούς περισσότερο τοπικού χαρακτήρα στα Πατήσια και το Μενίδι παραπέμπω στον Ziller ό.π. σ. 124 κ.εξ. και σ. 128 κ.εξ.
_______________________
Μια άνετη αμαξιτή οδός που περιτρέχει τη βόρεια κορυφή του Υμηττού, στο τελευταίο διάσελο του οποίου βρίσκεται η διακρινόμενη από απόσταση μονή του Αγ. Ιωάννη Κυνηγού[5], εισέρχεται στην ανατολική πεδιάδα έχοντας διαγράψει ένα ευρύ τόξο. Μπορούμε χωρίς δεύτερη σκέψη να της αποδώσουμε την ονομασία Σφηττία ὁδός (Σχόλ. Ευρ. Ηρ. 35, παραπάνω σ. 22), καθώς ένας δρόμος που διερχόταν από αυτόν τον δήμο, που σε κάθε περίπτωση βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα της αττικής χερσονήσου (τη συγγενική και, εξ αυτού, γειτονική σχέση του δήμου με την Ανάφλυστο μαρτυρά ο Παυσ. ΙΙ, 30, 9: ο Ανάφλυστος και ο Σφηττός ήταν γιοι του Τροιζήνα), περιελίσσεται στις βόρειες υπώρειες του Υμηττού έχοντας διαγράψει, προφανώς, την πιο κλειστή στροφή του. Αυτό το σημείο που σήμερα ονομάζεται Σταυρός, ένα σταυροδρόμι προς πολλές κατευθύνσεις, αξίζει από τοπογραφικής πλευράς, αλλά και από πολλές απόψεις, την ιδιαίτερη προσοχή μας.
Εδώ ο Υμηττός εμφανίζει ασυνήθιστη μείωση και λίγα βήματα παραπέρα διαμορφώνεται η απότομη και αφιλόξενη πλευρά του. Αμέσως προς τα ανατολικά ξεκινά μια νέα επικράτεια. Αν και το άγονο και πετρώδες τοπίο των λιβαδιών και των θάμνων, το οποίο εκτείνεται σε βόρεια κατεύθυνση έως τα υψώματα πριν από το Πεντελικό, σχηματίζει, όπως φαίνεται στον χάρτη, μια, από οικιστικής άποψης, ελάχιστα ελκυστική και άνυδρη ζώνη, αμέσως στα ανατολικά του Σταυρού όλες οι συνθήκες και οι ενδείξεις συνηγορούν στο να αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός εξαιρετικού αρχαίου οικισμού. Από τη δυτική πλαγιά του Υμηττού, κάτω από τη μονή του Αγ. Ιωάννη (η οποία, όπως είδαμε, διαθέτει δικό της πηγάδι με άφθονο νερό πηγής), τα κατάλοιπα (δεξαμενές και φρεάτια εξαερισμού) ενός σημαντικού υδαταγωγού οδηγούν προς αυτήν την περιοχή. Σε πολλά κατάλοιπα υποστατικών των νεότερων χρόνων και ιδίως σε εκκλησάκια αντιλαμβάνεται κανείς με μεγάλη σαφήνεια την αρχαία παράδοση. Το ερειπωμένο εκκλησιαστικό αγρόκτημα του Ιέρακα (Γέρακα, Γκέρακα), που κληροδότησε στην περιοχή την ονομασία του, είναι σημαντικό τόσο για την τελευταία όσο και για τα επιγραφικά ευρήματά του (πρβλ. Ross, Demen, σ. 53 κ.εξ.· Leake, Demi2, σ. 46, σημ.). Εξίσου σπουδαίο είναι και το χωριό Χαρβάτι που βρίσκεται ανατολικότερα, όπου φαίνεται ότι έχουν μεταφερθεί κάποιες αρχαιότητες (πρβλ. Hanriot, Recherches, σ. 193 κ.εξ.). Η ονομασία αυτού του αξιόλογου δήμου που απέκτησε σπουδαιότητα σε τοπικό-ιστορικό επίπεδο, καθώς βρισκόταν στο σταυροδρόμι διαφόρων στρατιωτικών οδών και η εγγύτητα του οποίου γίνεται αντιληπτή, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Βασικά οι περισσότεροι τοπογράφοι από την εποχή του Leake τον έχουν αναζητήσει σε αυτήν τη θέση, και μόνον εξαιτίας δευτερευόντων λόγων ή ανεπαρκούς παρατήρησης του εδαφικού αναγλύφου, τη μελέτη των οποίων η νέα χαρτογράφηση διευκολύνει, κατέληξαν σε κάπως διαφορετικές ταυτίσεις. Εδώ αναμφίβολα βρισκόταν η Παλλήνη, η θέση που τόσο συχνά και, υπό αυτήν την προϋπόθεση, όχι συμπτωματικά, θεωρείται ως ένας τόπος όπου έλαβαν χώρα μυθικά και ιστορικά γεγονότα. Ήδη το όνομα του Πάλλαντα, ο οποίος στην αττική μυθολογική παράδοση ήταν γιος του Πανδίονα (Στράβ. IX, 392), επιβεβαιώνει ότι σε αυτόν τον χώρο διαδραματίστηκε ο μύθος των Γιγάντων και της Γιγαντομαχίας. Εδώ έπεσε ο Ευρυσθέας πολεμώντας εναντίον της Αθήνας και των Ηρακλειδών (Ευριπ. Ηρακλείδ. 849. 1030). Από εδώ εκστράτευσαν ο Πάλλας και οι Παλλαντίδες εναντίον του Θησέα για να ηττηθούν οι τελευταίοι στον Γαργηττό (βλ. σ. 22). Τέλος, κατά τους ιστορικούς χρόνους, κοντά στο ιερό της Αθηνάς Παλληνίδας έλαβε χώρα η συνάντηση του Πεισιστράτου, που εκστράτευε από τον Μαραθώνα εναντίον του άστεως (προφανώς, στα νοτιοανατολικά κοντά στο Πεντελικό όρος πρβλ. Ross, Demen, σ. 53), με τους Αθηναίους, οι οποίοι αναχώρησαν μόνον όταν πληροφορήθηκαν ότι πλησίαζε, δηλαδή πολύ [36] αργότερα (Ηρόδ. Ι, 62 ἐς τὠυτὸ συνιόντες ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν). Επομένως, η Παλλήνη βρισκόταν πιο κοντά στην Αθήνα παρά στον Μαραθώνα και, όπως υποδεικνύουν οι περιγραφές των γεγονότων, κατείχε μια εξαιρετικά καίρια θέση. Επιπλέον, η ανακάλυψη μιας αρχαίας επιγραφής στον Γέρακα, η οποία αναφέρεται στα χρήματα του ιερού της θεάς (C. I. Att. I, 32) και αναμφίβολα κάποτε ήταν αναρτημένη στον ναό, αποδεικνύει ότι αυτό το πολύ σημαντικό ιερό της Αθηνάς θα πρέπει να αναζητηθεί σε αυτήν την περιοχή. Ο ναός βρισκόταν σε ένα ύψωμα (πρβλ. Ευριπ. Ηρακλείδ. 849 κ.εξ. Παλληνίδος γὰρ σεμνὸν ἐκπερῶν πάγον δίας Ἀθάνας) και η ανακάλυψη του δεν μου φαίνεται να είναι ανέφικτη. Καταρχάς, και έως ότου προκύψει κάτι νεότερο, θα έτεινε κάποιος, με τη βοήθεια του χάρτη, να ταυτίσει υποθετικά τη θέση με έναν απομονωμένο λόφο βορειοανατολικά του Σταυρού (υψόμετρο 255,0 μ.)[6]. Ένα επιτύμβιο μνημείο που βρέθηκε στην περιοχή (Leake, Demi2, σ. 46) φέρει την επιγραφή Θεοφάνης Παλλ(ηνεύς). Το προς τα νότια (και πιο κάτω προς τα ανατολικά) κινούμενο ρέμα, το οποίο είναι ορατό στην περιοχή που καλύπτει ο χάρτης μας, ονομάζεται έως και σήμερα «Μπαλάνα», εμπεριέχοντας, όπως πιστεύω, μια σαφέστατη ανάμνηση στην ονομασία της Παλλήνης. Τέλος, ένας πολύ γνωστός μύθος καθιστά αρκετά απαγορευτικό τον διαχωρισμό της Παλλήνης από τη βόρεια κορυφή του βουνού του Υμηττού ή ακόμη και, όπως μάλιστα πρότεινε ο Ross (Agnus, σ. 53 κ.εξ.), την τοποθέτηση ενός δήμου ανάμεσά τους. Πρόκειται για έναν μύθο του Αμελησαγόρα που διασώζεται στον Αντίγονο τον Καρύστιο (Ιστορ. παραδ. κεφ. 12), σύμφωνα με τον οποίο η Αθηνά, για να οχυρώσει την Ακρόπολη, μετέφερε από την Παλλήνη στην Αθήνα ένα βουνό (τον Λυκαβηττό) και μόλις πληροφορήθηκε την ανυπακοή των κορών του Κέκροπα το άφησε να πέσει. Αυτός ο μύθος δεν θα είχε δημιουργηθεί εάν η Παλλήνη ήταν ένας πεδινός δήμος ή βρισκόταν στις δασωμένες πλαγιές του Πεντελικού· όμως ο Λυκαβηττός παρουσιάζει ομοιότητες με το γυμνό πετρώδες τοπίο του Υμηττού και εάν τον δει κανείς από τα βόρεια (σε σμίκρυνση) θυμίζει την, βεβαίως πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων, κωνοειδή μορφή αυτού του ορεινού όγκου.
Εάν η Παλλήνη δέσποζε στο νότιο μέρος της πλατιάς διόδου, η οποία, μεταξύ Υμηττού και Πεντελικού, οδηγούσε στην ανατολική πεδιάδα, τότε αυτή που είναι κοντά στα βόρεια και η οποία καταλαμβάνεται από την άγονη περιοχή γύρω από τις υπώρειες του Πεντελικού, καθιστά, κατά τη γνώμη μου, απαγορευτική την τοποθέτηση απέναντι από τον δήμο μας ενός δεύτερου και ισάξιου με αυτόν δήμο. Εδώ (μάλιστα από τον ίδιο τον Leake στη δεύτερη έκδοση των Demen) επιχειρήθηκε η τοποθέτηση του Γαργηττού με βάση μόνον την ομοιότητα της ονομασίας με ένα (κατά τα άλλα, κείμενο ανατολικότερα, εκτός της περιοχής του χάρτη μας) μετόχι με την ονομασία Γαριτό. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτήν τη στιγμή πώς αυτή η τοποθέτηση μπορεί να εναρμονιστεί είτε με το γεωγραφικό ανάγλυφο (επιπλέον, ο δήμος Πεντέλης, που βρίσκεται βέβαια βορειότερα στην πλούσια σε νερά θέση της σημερινής μονής Πεντέλης, δέσποζε στα υψώματα μπροστά από το Πεντελικό) είτε με τα γεγονότα στα οποία έγινε αναφορά παραπάνω (σ. 22). Σε αυτήν την τοποθεσία κατέληξα και σχετικά με τη θέση που βρισκόταν κάποτε ο Γαργηττός.
Από την άλλη, εάν επιστρέψουμε στην κοιλότητα που βρίσκεται μεταξύ της βόρειας κορυφής του Υμηττού και των Τουρκοβουνίων, ερχόμενοι από την Αθήνα συναντούμε στην πιο χαμηλή και εύφορη θέση, σε μια περιοχή πλούσια σε νερά, το αττικό χωριό Χαλάνδρι, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο εύπορα που βρίσκονται στην ενδιάμεση πεδιάδα, το οποίο μπορεί να συγκριθεί με το Μαρούσι, το Μενίδι και την Κηφισιά. Μεταξύ των αρχαίων μνημείων αξιοσημείωτα είναι, εκτός των πολυάριθμων τάφων και ορισμένων πολύ μεγάλων επιτύμβιων αναγλύφων που εντοπίστηκαν στη νότια πλευρά του χωριού, τα κατάλοιπα ενός σημαντικού μαρμάρινου ταφικού μνημείου με αψιδωτά τόξα, επάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το εκκλησάκι της «Παναγίας Μαρμαριώτισσας». Για ένα αρκετά παρόμοιο ταφικό μνημείο στην Κηφισιά βλ. παρακάτω σ. 38. Επιπλέον, η περιοχή γύρω από το Χαλάνδρι αποτελεί τον τόπο εύρεσης των δύο πολύ όμοιων ταυροβολικών βωμών που τώρα εκτίθενται στο Κεντρικό Μουσείο στην Αθήνα [Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο] (v. Sybel, Katal. d. Sculpt. αρ. 581. 582· πρβλ. για τον πρώτο Denkm. u. Forsch. 1863, αρ. 176. 177, όπου φαίνεται να υποδεικνύεται η ακριβής θέση στο εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη, βόρεια του Χαλανδρίου, δεξιά του δρόμου από Αθήνα προς Μαρούσι).
[37] Τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε, επομένως, να αποδώσουμε στην περιοχή κατά την Αρχαιότητα μια σημασία που θα ήταν εφάμιλλη των συνθηκών που επικρατούν σήμερα και να είμαστε βέβαιοι ότι όχι μόνον πληρούνταν όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός εκ των πλέον ονομαστών δήμων της Αττικής, αλλά έτυχαν και της ανάλογης αξιοποίησης. Παραδόξως, αυτή η ανάγκη δεν είχε ποτέ τονιστεί έντονα, έτσι ώστε, με εξαίρεση τις εντελώς ατεκμηρίωτες υποθέσεις του Wordsworth (Athens and Attica3, σ. 196 κ.εξ.: «Μυρρινούς») και του Hanriot (Recherches, σ. 75 κ.εξ.: «Χολαργός»), να μην είμαστε σε θέση να αναφέρουμε ούτε μία σοβαρή προσπάθεια διερεύνησης της αρχαίας ονομασίας αυτής της θέσης[7]. Η εξήγηση γι’ αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι ως σημείο αφετηρίας της Αττικής, όπως και εν γένει της ελληνικής τοπογραφίας, θεωρείτο μέχρι σήμερα περισσότερο η ταύτιση των τοπωνυμίων, η σύνδεσή τους με τα υφιστάμενα κατάλοιπα ή απλώς η καταγραφή τους στον χάρτη με βάση κατά προσέγγιση μετρήσεις και όχι σύμφωνα με την εξέταση του υπαρκτού τοπίου ως θεμέλιου οποιουδήποτε άλλου προσδιορισμού. Μεταξύ των σημαντικότερων επιτυχιών του αττικού χαρτογραφικού έργου θα καταγραφεί η μελλοντική αμφισβήτηση αυτής της μονόπλευρης θεώρησης. Η άποψη ότι η αυστηρά τοπογραφική εξέταση δεν παρέχει μόνον ένα λειτουργικό κανονιστικό πλαίσιο, αλλά υπόσχεται και θετικά αποτελέσματα, αποδεικνύεται περίτρανα στο παράδειγμα του Χαλανδρίου. Από τη στιγμή που δημοσιεύθηκε η σημαντική επιγραφή Αρχ. Εφημ. 1870, αρ. 415 (πρβλ. E. Curtius, Archäol. Zeitg. 1871, σ. 3 κ.εξ. C. I. Att.III, αρ. 61, καταγραφή οικοπέδων με αφορμή «απογραφές χωρίων», κατά τον Mommsen), είναι γνωστό ότι οι δήμοι Άθμονον και Φλύα συνόρευαν, καθώς μια ιδιοκτησία βρισκόταν ταυτοχρόνως Ἀθμονοῖ καὶ Φλυῇσι (C. I. Att. ό.π. A, στήλ. II., στ. 12. 13). Τώρα πια έχει επιβεβαιωθεί εδώ και καιρό ότι το χωριό Μαρούσι κατέλαβε τη θέση του αρχαίου Αθμόνου (βλ. παρακάτω). Με το τελευταίο, ωστόσο, ένας δήμος όπως η Φλύα, στην οποία, εξάλλου, η ίδια πολύ κατεστραμμένη επιγραφή αποδίδει ακόμη εννέα αγροτεμάχια (χωρία), θα μπορούσε να συνορεύει μόνον στα νότια, όπως μπορεί να αποδείξει μια απλή ματιά στον χάρτη. Ό,τι μαθαίνουμε ήδη από το τοπωνύμιο που προέρχεται από το φλύω, δηλαδή τους πλούσιους καρπούς της γης, επιβεβαιώνεται απολύτως και από άλλες πληροφορίες. Η ίδια επιγραφή αναφέρει δύο φορές μια φυτεία καρυδιάς (Περσικών, Α στήλ. ΙΙΙ, στ. 16 και 39). Τις πλέον εύγλωττες μαρτυρίες αποτελούν όμως οι χθόνιες λατρείες, τις οποίες, από όσο γνωρίζουμε, κανένας άλλος τόπος δεν κατείχε σε τόσο μεγάλο πλήθος και αξιοπρόσεκτη σύνθεση: κατά τον Παυσανία (Ι, 31, 4) υπήρχαν εκεί βωμοί και ιερά του Απόλλωνα Διονυσοδότου, της Άρτεμης Σελασφόρου, του Διονύσου Ανθίου, των Ισμηνίων Νυμφών και της Γης, της «Μεγάλης Θεάς», όπως και της Δήμητρας Ανησιδώρας, του Δία Κτησίου, της Αθηνάς Τιθρωνής, της Κόρης Πρωτογόνης και των Σεμνών (Ευμενίδες, ως χθόνιες θεότητες· πρβλ. Mitth. d. arch. Inst. IV, σ. 176). Ωστόσο, στο επίκεντρο αυτών των λατρειών, για τις οποίες διαθέτουμε και άλλες πληροφορίες, βρισκόταν η Γη, η μητέρα του ήρωα Φλυέως (Παυσ. IV, 1,5), η «Μεγάλη θεά» (βλ. παραπάνω), προς τιμήν της οποίας εορτάζονταν τὰ τῆς Μεγάλης Φλυασίων ὄργια [Φλοιασίων ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] (πρβλ. Ψευδ.-Ωρ., περὶ αἱρέσεων 144 εκδ. Miller Welcker, griech. Götterl. I, σ. 322· επίσης Guigniaut, Relig. del’antiquité III, σ. 1220 κ.εξ. Hanriot, Recherches, σ. 186 κ.εξ.). Σε άμεση σχέση με αυτήν βρίσκουμε τις «Μεγάλες Θεές»· σε αυτές υπαγόταν, κατά κύριο λόγο, το ιερατείο των Λυκομιδών, όπως και το κατεστραμμένο από τους Πέρσες τελεστήριον, το οποίο ανοικοδόμησε και κόσμησε με έργα ζωγραφικής ο Λυκομήδης Θεμιστοκλής (Πλούτ. Θεμιστ. c 1 και 15). Από την άλλη πλευρά, το όνομα της «Μεγάλης θεάς», καθώς και ο τεκμηριωμένα οργιαστικός χαρακτήρας της λατρείας της, παραπέμπουν στην αυτονόητη συγχώνευση με τη μητέρα των θεών Ρέα ή Κυβέλη, η οποία σε μεταγενέστερες, μάλιστα, εποχές συνένωσε όλες τις λατρευτικές πρακτικές αυτού του είδους, και ιδίως στις ομάδες μυστών. Επομένως, δεν θεωρώ ότι αποτελεί σύμπτωση αλλά αντίθετα επιβεβαίωση των υποθέσεων που διατυπώθηκαν παραπάνω το γεγονός ότι δύο τόσο εμβληματικά μνημεία που ανήκουν σε αυτόν τον λατρευτικό κύκλο, όπως είναι οι ταυροβολικοί βωμοί (βλ. παραπάνω) με τις παραστάσεις της Κυβέλης, της Δήμητρας και των μυστών τους, ήλθαν στο φως ακριβώς στο Χαλάνδρι. Πάνω από όλα, πάντως, παραμένει γεγονός ότι μόνον σε αυτήν την περίπτωση τηρούνται εκείνες οι προϋποθέσεις, που μας επιτρέπουν να τις συνδέσουμε με τη θέση και τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής της Φλύας.
Σε εξίσου εξέχουσα θέση συναντούμε στα βόρεια, στον δρόμο προς την Κηφισιά, τον αρχαίο δήμο Άθμονον ή Αθμονία, που από την εποχή του Stuart (II, σ. 218 της γερμ. μτφρ.) έχει ταυτισθεί με βεβαιότητα με το ακόμη και σήμερα αξιόλογο χωριό Μαρούσι. Το τελευταίο προσφέρει ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα τεκμήρια για την ανθεκτικότητα της λατρευτικής παράδοσης στον χρόνο, ακόμη κι όταν αυτή αφορά τοπωνύμια: περιέχει τον απόηχο της λατρείας της Άρτεμης Αμαρυσίας που είχε εισαχθεί από την Εύβοια (Παυσ. Ι, 31, 5), [38] το ιερό άλσος της οποίας, εάν κρίνουμε από την εύρεση δύο ενεπίγραφων λίθινων όρων, φαίνεται ότι βρισκόταν εκτός, και μάλιστα νοτιοδυτικά του σημερινού χωριού (vgl. Dodwell, Travels I, σ. 35 = C. I. Att. I, 256, κοντά στο ερημωμένο χωριό Πέλικας: ὅρος Ἀρτέμιδος τεμένους Ἀμαρυσίας και αναγραφόταν, σε αυτόν που βρέθηκε από τον Lolling ακόμη νοτιότερα και ήταν γραμμένος, επίσης, σε αρχαιοπρεπή γραφή: ὅρο[ς τεμέ]νους Ἀ[ρτέμι]δος Ἀ[μαρυ]σίας, ο εκδότης του οποίου θεωρεί ότι πρόκειται για αρχαϊστικό αντίγραφο της εποχής του Ηρώδη Αττικού: Mitth. d. arch. Inst. V, σ. 290 κ.εξ.). Στην γιορτή των Αμαρυσίων αναφέρεται και το διάταγμα που βρέθηκε στην ίδια θέση C. I. Att. II, 850. Με αυτήν την τοποθεσία σχετίζονται και άλλοι μύθοι ή λατρείες, στις οποίες συνήθως αποδίδεται φοινικική προέλευση: ο μύθος του αρχαιότερου βασιλέα της Αττικής Πορφυρίωνα, όπως και η λατρεία της Αφροδίτης Ουρανίας (Παυσ. Ι, 14). Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι οι Αθμονείς, όπως και οι κάτοικοι της Φλύας και άλλων πλούσιων περιοχών, είχαν επιδείξει μεγαλύτερο ζήλο στην καλλιέργεια της γης, τη σεμνή λατρεία των θεών και τις ευχάριστες γιορτές από ό,τι στη λυσσαλέα πολιτική και τη θλιβερή δικομανία. Ως χαρακτηριστικός τύπος ενός τέτοιου δημότη εμφανίζεται στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη ο φιλήσυχος Τρυγαίος (στ. 190 κ.εξ.): Τρυγαῖος Ἀθμονεύς, ἀμπελουργὸς δεξιóς, οὐ συκοφάντης, οὐδ’ ἐραστὴς πραγμάτων (πρβλ. τη λέξη ἀθμονάζειν στον Ησύχιο).
Τρίτος στη σειρά βρίσκεται στην ίδια βόρεια κατεύθυνση ο ονομαστός δήμος που ιδρύθηκε στην αριστερή πλευρά του Κηφισού, η Κηφισιά, η ονομασία του οποίου δεν άλλαξε ποτέ. Αλλά ούτε η θελκτικότητα των νερών και του κατάφυτου δροσερού τοπίου άλλαξε με τον χρόνο. Αρκεί κανείς να συγκρίνει την ενθουσιώδη περιγραφή του Αύλου Γέλλιου (Noctes atticae I, 2,2) για τη διαμονή του σε μία από τις επαύλεις του Ηρώδη Αττικού στην Κηφισιά με τις ευχάριστες στιγμές που διηγείται ο Chr. Aug. Brandis (Mitth. üb. Grld. I, σ. 335 κ.εξ.) για τη διαμονή του, επίσης, έναν καλοκαιρινό μήνα στην Κηφισιά. Από τα συναφή κατάλοιπα αρχαιοτήτων, εκτός από το τμήμα του υδαταγωγού που αναφέρθηκε παραπάνω (σ. 22) και μιας μαρμάρινης επένδυσης που βρίσκεται στην πηγή του Κεφαλαρίου στο ανατολικό άκρο του χωριού (Stephani, Reise durch einige Gegendend. nördl. Grld., σ. 3 δίπλα στα αριστερά «τα θεμέλια ενός αρχαίου κτηρίου και το τμήμα ενός συνανήκοντος κίονος»), ας αναφερθεί εδώ ένα ρωμαϊκό ταφικό μνημείο με τις σαρκοφάγους του που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, σε ένα σημείο που σκιάζεται από έναν τεράστιο πλάτανο και τώρα έχει μετατραπεί σε «μουσείο», κάτοψη του οποίου και περιγραφή των όσων περιέχει έχει δώσει ο Benndorf (Archäol. Zeitg. 1868, σ. 35 κ.εξ., πίν. 5, 2). Από τα πολυπληθή Ηρώα και αγάλματα Ηρώων που ο Ηρώδης Αττικός, εξαιτίας του πόνου του για τον θάνατο των ευνοούμενών του (ως Ήρωες: οι ονομαζόμενοι Αχιλλέας, Μέμνονας και Πολυδεύκης) και της συζύγου του Αννίας Ρηγίλλης, τοποθέτησε στο δάσος και στον ανοιχτό χώρο, κοντά σε πηγές και δέντρα, κοσμώντας ταυτοχρόνως με ιδιαίτερα αισθαντικό τρόπο την περιοχή (Φιλόστρ. Βίοι Σοφ. ΙΙ, 1, 10), έχουν βρεθεί στην Κηφισιά, έναν από τους πλέον αγαπητούς του τόπους διαμονής (Φιλόστρ. ό.π. παράγρ. 12), πολλές συνανήκουσες επιγραφές με τις στερεοτυπικές εκφράσεις κατάρων (πρβλ. C. I. Att. III, αρ. 1417-20. 1422, 810. 815. 817-18. 1333· επιπλέον Bull. dell’ Inst. 1873, σ. 218 κ.εξ.). Στη θέση εύρεσης της υπ’ αρ. 1417, ένα μικρό κατεστραμμένο εκκλησάκι στον μικρό λόφο ανατολικά του δρόμου από το Μαρούσι προς την Κηφισιά, οι Stephani (Reise κλπ., σ. 2) και Κουμανούδης (Επιγρ. επιτύμβ., αρ. 2559) αναγνώρισαν τις θεμελιώσεις ενός αρχαίου ιερού. Η αναφερόμενη από τον Ραγκαβή (ant. hell. II, σ. 802) επιγραφή: «Δήμητρος» (πρβλ. Bursian, Geogr. v. Grld. I, σ. 343, σημ. 1), η οποία βρίσκεται στο ερειπωμένο εκκλησάκι των Ταξιαρχών δυτικά της Κηφισιάς, φέρει αμελώς χαραγμένα γράμματα όψιμης εποχής επάνω σε μια ψηλή μαρμάρινη πλάκα· διαβάζουμε μόνον:
ΔΗΜΗΤΡΟ
Πρβλ. ωστόσο την αναθηματική επιγραφή C. I. Att. IIΙ, αρ. 235 Mητρῴων θεῶν. Δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε ποια θεά λατρευόταν κατά κύριο λόγο στην Κηφισιά (στον Διογένη Λαέρτιο ΙΙΙ, 41, αναφέρεται στη διαθήκη του Πλάτωνα απλώς ένα Κηφισιᾶσιν ἱερóν).
Η κατά τόπους εύφορη, σε μεγαλύτερο όμως βαθμό βραχώδης λωρίδα γης, η οποία εκτείνεται μεταξύ των Τουρκοβουνίων και της περιοχής που καταλαμβάνουν τα χωριά Χαλάνδρι, Μαρούσι και Κηφισιά από τη μια πλευρά, και από την άλλη αυτή που ξεκινά από την αριστερή όχθη του Κηφισού από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά και φθάνει έως την περιοχή της Αθήνας, αν και σήμερα επιτρέπονται μόνον λίγες ασφαλείς τοπογραφικές ταυτίσεις, παρουσιάζει, παρόλα αυτά, ένα δικαιολογημένο ενδιαφέρον, εξαιτίας της ιδιάζουσας σημασίας που φαίνεται να απέκτησε αυτή η περιοχή για τη βιοτεχνική δραστηριότητα της αττικής επικράτειας. Αυτό σημαίνει ότι, βάσει πειστικών καταλοίπων κατά μήκος των στρωμάτων αργίλου που χαρακτηρίζουν τον Κηφισό και του, κάθε άλλο παρά κούφιου, πετρώματος των βραχωδών υψωμάτων που φθάνουν έως την πόλη, καθίσταται εδώ δυνατή η ανίχνευση μιας εγκατάστασης χειρωνακτών, δηλαδή κεραμέων και μεταλλουργών, η ενασχόληση των οποίων απηχείται στην πλειονότητα των τοπωνυμίων [39] και κατά τον ίδιον τρόπο ήταν εξαρτημένη από την εύνοια του θεού της φωτιάς, του Προμηθέα και του Ηφαίστου. Ως τα δύο ακρότατα σημεία αυτής της περιοχής γνωρίζουμε τον Κεραμεικό, στη βόρεια περιοχή της Αθήνας, και τον δήμο Ιφιστιαδών ή Ηφαιστιαδών[8], νοτιοδυτικά της Κηφισιάς.
Για τη θέση του τελευταίου διαθέτουμε ένα υποστηρικτικό χωρίο στην ήδη αναφερθείσα διαθήκη του Πλάτωνα (στον Διογ. Λαέρτ. ΙΙΙ, 41): τὸ ἐν Ἡφαιστιαδῶν χωρίον, ᾧ γείτων βοῤῥᾶθεν ἡ ὁδὸς ἡ ἐκ τοῦ Κηφισιᾶσιν ἱεροῦ, νοτόθεν τὸ Ἡράκλειον τὸ ἐν Ἡφαιστιαδῶν. Από την εποχή των Leake (dem.2, σ. 42) και Ross (Demen, σ. 74) υπάρχει η πολύ πιθανή υπόθεση ότι από αυτό το Ηράκλειο, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του Αμαρουσίου και του ιερού της Άρτεμης, έλκει την ονομασία του το χωριό Αράκλι που εποικίσθηκε εκ νέου από τους Βαυαρούς. Ο Στέφανος Βυζάντιος μαρτυρά εκεί έναν ναό του Ηφαίστου (λ. Ἡφαιστία). Επιπλέον σε τρίτη θέση, ως όμοια περίπτωση, θα μπορούσε να αναφερθεί, λόγω της τοποθεσίας του γενικά, ο γνωστός δήμος Κολωνού με τα ιερά του Προμηθέα και του Ηφαίστου στην Ακαδημία. Και αυτό γιατί ο Σοφοκλής (Οιδ. Κολ. 55) τον μνημονεύει για τις θεότητές του, ενώ την κοινή λατρεία τους μαρτυρά ο Απολλόδωρος στο σχετικό Σχόλιο[9]. Μαζί με τον πυρφόρο θεό [πυρφόρος θεὸς ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] μνημονεύεται από τον ποιητή και η χαλκόπους ὁδός, ἔρεισμ’ Ἀθηνῶν, το χάλκινο κατώφλι, το οποίο αργότερα (στ. 1590 κ.εξ.) συναντούμε ως τὸν καταῤῥάκτην ὁδὸν χαλκοῖς βάθροισι γῆθεν ἐῤῥιζωμένον. Το πρώτο χωρίο ερμηνεύει ο Σχολιαστής: οὕτως δὲ ἐκαλεῖτο διὰ τὸ εἶναι μέταλλα χαλκοῦ ἐν Κολωνῷ. Αποτελούσε αυτή η αναφορά αποκλειστικά αποκύημα φαντασίας; Στη βιογραφία του Σοφοκλή πληροφορούμαστε για μια βιοτεχνία όπλων, η οποία ανήκε στον πατέρα του (βρισκόταν μάλλον στον δήμο Κολωνού). Δεν είμαστε πλέον σε θέση να προσδιορίσουμε πού και σε τι ποσότητα αυτή και η γειτονική περιοχή διέθετε κάποτε κοιτάσματα χαλκού. Ωστόσο, μια ανάμνηση που σχετίζεται με αυτό επιβίωσε έως και τη Νεότερη Εποχή. Ήδη στον χάρτη του Stuart σημειώνεται στη βορειοδυτική πλαγιά των Τουρκοβουνίων, βορειοανατολικά από τα Πατήσια και όχι μακριά από τα ερείπια της Όμορφης Εκκλησιάς, ένας ερημωμένος πια τόπος με την ονομασία: Χαλκωματάδες. Όμως, στην ίδια κατηγορία ανήκει τώρα, όπως έχει από καιρό παρατηρηθεί (πρβλ. Leake, demi2, σ. 42 κ.εξ.· Hanriot, Recherches, σ. 45. 242), η ομάδα των δήμων που κατοικούνταν από χειρώνακτες με τις ανάλογες ονομασίες τους: Ευπυρίδες, Κρωπίδες (πρβλ. Κρῶπος, αξίνα, δρεπάνι), Πήληκες (πρβλ. πήληξ, κράνος), Αιθαλίδες, Δαιδαλίδες. Σημειώνω αμέσως ότι οι πρώτοι τρεις προφανώς σχημάτιζαν μια τρικωμία με τοπικά χαρακτηριστικά (Στέφ. Βυζ. λ. Εὐπυρίδαι), καθώς και ότι όλοι, συμπεριλαμβανομένων του Κολωνού, του Οίου Κεραμεικού και των Παιονιδών (βλ. παρακάτω στο «Μενίδι»), ανήκαν, καθόλου τυχαία, στη Λεοντίδα[10] φυλή, με εξαίρεση τον δήμο Δαιδαλιδών, ο οποίος μαζί με το Άθμονον, τη Φλύα κλπ., υπαγόταν στην Κεκροπίδα φυλή που ήταν σαφώς περιορισμένη στη μεσαία ζώνη της αττικής χερσονήσου (βλ. προηγούμενη σημ.). Τέλος, είναι αξιοπρόσεκτο ότι η ερημωμένη σήμερα τοποθεσία «Πέλικα», που βρίσκεται δυτικά από το Μαρούσι, φαίνεται (παρά τις αντιρρήσεις του Ross, Demen, σ. 91) ότι απηχεί την ονομασία των Πηλήκων.
Οποιοσδήποτε σκεπτικισμός που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί σε αυτές τις απόψεις σχετίζεται μόνο με τη θέση του δήμου Κρωπιδών, ο οποίος, ωστόσο, συνδέεται οργανικά με τους υπόλοιπους.
Παρόλα αυτά, εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν ακόμη δύο χωριστές περιοχές, οι οποίες με κάποια φαινομενικά ομοιόμορφα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τη θέση αυτού του δήμου. Αρχικά, o Stuart (Alterth. III, σ. 216 κ.εξ. της γερμ. μτφρ.) ανακάλυψε ανατολικά του Υμηττού, κοντά στο Κορωπί (σύμφωνα με αυτόν, ονομαζόταν ακόμη Κρωπία), «μια επιγραφή με το τοπωνύμιο Κρωπία», η οποία αργότερα χάθηκε. Ωστόσο, από αυτήν τη σημείωση πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να εξαγάγει κάποιο συμπέρασμα, εφόσον η λέξη φαίνεται να εμφανίζεται εντός μιας ευρύτερης συνάφειας δημοτικών ονομασιών. Ακόμη λιγότερα πρέπει να υπήρχαν στην επιγραφή, την οποία υποτίθεται ότι ο Fr. Lenormant ανακάλυψε σε αυτήν τη θέση· (Voie sacrée, σ. 436 = Κουμανούδ. αρ. 703: Μένα]νδρος [Πυῤ]ῥίχ[ου] [Κρ]ωπ[ίδ]ης).
Από την άλλη πλευρά, (κατά τον Θουκυδίδη ΙΙ, 19) ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρχίδαμος εξέρχεται με τον στρατό του [40] από το Θριάσιο Πεδίο ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸ Αἰγάλεων ὄρος διὰ Κρωπειᾶς (δημώδ. Κεκροπίας), ἔως ἀφίκοντο ἐς Ἀχαρνάς. Έχει από καιρό αναγνωρισθεί σωστά (πρβλ. Conze, Arch. Anz. 1858, σ. 197) ότι αυτός ο δρόμος μπορούσε να περνά μόνον από την χαράδρα που χωρίζει την οροσειρά μεταξύ της Αθήνας και του Θριασίου Πεδίου από την Πάρνηθα. Ο δήμος Κρωπείας που εννοούσε ο Θουκυδίδης, δύσκολα θα μπορούσε να βρίσκεται στην πεδιάδα του Κηφισού. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένας συνδυασμός με τη δική μας υπόθεση (όπως το επιχειρεί ο Hanriot, Recherches, σ. 42 κ.εξ. και ακολουθώντας τον ο Kiepert, Atlas von Hellas2 Vorbericht, σ. 3) φαίνεται να αποκλείεται. Βεβαίως, διατηρώ πάντα μια αμφιβολία ότι η εκδοχή της Κεκροπίας δεν είναι βάσιμη, και μάλιστα για τους ακόλουθους λόγους: στην ήδη αρκετές φορές αναφερθείσα επιγραφή με την «απογραφή και αποτίμηση ιδιωτικής περιουσίας» (C. I. Att. III, σ. 61 λίθ. Β, στήλ. II, στ. 40) απαντά η έκφραση Κεκρό[πειον ἐν] Θριασίῳ. Ότι ο χαρακτηρισμός «Θριάσιον» δίπλα σε εκείνον της Ελευσίνας χρησιμοποιείτο για το σύνολο της περιοχής εκείνης της πλευράς, μαρτυρείται ήδη από τον Θουκυδίδη (ό.π. 20)· δεν μου φαίνεται, επομένως, παράλογο, ότι ένας συγκεκριμένος τομέας, από τον οποίο θα είχε πάρει την ονομασία της και εκείνη η περιοχή, ονομαζόταν Κεκροπία, κατά τον ίδιον τρόπο όπως και ό.π. λίθ. Ι, στήλ. ΙΙ, στ. 26 αναφέρεται: Θριωσίῳ πρὸς τῷ Μύρμηκι, μολονότι οι Μύρμηκος ἀτραπούς (βλ. Φώτ. Λεξ. λ. και Ησύχ. λ. Μύρμηκες) βρίσκονταν συγχρόνως στην περιοχή των Σκαμβωνιδών. Ακόμη και για τα βασίλεια Κρόκωνος (Παυσ. Ι, 38, 2) θα μπορούσε να ανακαλέσει κανείς ποια ονομασία επιβίωνε με επιμονή, και ακριβέστερα στα ρέματα με αλμυρό νερό που αποκαλούνταν Ῥειτοί.
Κατόπιν όλων αυτών, πιστεύω ότι δεν είναι απαραίτητο να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της απομάκρυνσης των τριών δήμων Ευπυρίδων, Κρωπιδών και Πηλήκων από τη μεσαία περιοχή του Κηφισού. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι εδώ είχε τη βασική της έδρα η βιοτεχνική δραστηριότητα των κεραμέων και των μεταλλουργών. Δεν θεωρώ εντελώς ασήμαντο το γεγονός ότι με αυτήν την περίπτωση διαθέτουμε μια ανάλογη εμφάνιση στην ενδοχώρα της Κορινθίας που δεν στρέφεται προς τη θάλασσα. Μια γειτονική με την ακρόπολη οροσειρά (ο Ακροκόρινθος) μας οδηγεί (σε αντιστοιχία με τα Τουρκοβούνια) προς τα νότια, μέχρι το εσωτερικό της περιοχής όπου εμφανίζονται ισχυρά στρώματα αργίλου, τα οποία διασπώνται από τον Λογκοπόταμο και διαπερνώνται από έναν υδαταγωγό. Στην τοπική διάλεκτο αυτή η περιοχή ονομάζεται (από ένα μεσαιωνικό οχυρό των Montesquieu) «Πέντε Σκούφια». Η ίδια θέση αποτελεί τον τόπο εύρεσης των γραπτών πήλινων πινάκων που φυλάσσονται στο Μουσείο του Βερολίνου, οι οποίοι μας επιτρέπουν μια πολύτιμη και πολύπλευρη θεώρηση των λατρευτικών πρακτικών της αρχαίας Κορίνθου. Καίριο ρόλο παίζουν εδώ οι σχέσεις με την εξόρυξη, την τήξη του μετάλλου και την κατασκευή αγγείων, βιοτεχνικοί κλάδοι για τους οποίους οι γνώσεις μας βασίζονται σε μία σειρά ασφαλών ενδείξεων[11].
Η τοπογραφία της δεξιάς όχθης του Κηφισού δεν μπορεί, βεβαίως, να διαχωριστεί από τη συζήτηση για τις θέσεις του χάρτη (Τμήμα «Πύργος») που εμφανίζονται στα δυτικά.
___________________________
Τμήμα Πύργος
(Χάρτες της Αττικής – φ. VI)
[41] Πύργος, είναι η δημώδης ονομασία (που χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις ήδη από την Αρχαιότητα για αγροτικές ιδιοκτησίες) του κτήματος «Γαλήνη Αμαλίας» (βλ. Vischer, Erinnerungen u. Eindr. a. Grld. σ. 90) που βρίσκεται στα ανατολικά όρια του χάρτη μας. Το κτήμα οργανώθηκε από τη βασίλισσα Αμαλία ως πρότυπη αγροτική εγκατάσταση (αυτολεξεί Meierei) και έχει εδώ και πολλά χρόνια περάσει σε χέρια ιδιωτών. Κατά τον ίδιον τρόπο σύγχρονα είναι τα γειτονικά Κάτω Λιόσια, που βρίσκονται νοτιοδυτικά, όπως επίσης ο δρόμος, ο οποίος οδηγεί από την Αθήνα προς αυτές τις περιοχές και μέσω μιας διακλάδωσης κατευθείαν προς το Μενίδι (Τμήμα Κηφισιά). Από την άλλη πλευρά, έχει εξαφανισθεί μία σειρά από οικισμούς που υπήρχαν έως και τις αρχές αυτού του αιώνα, όπως οι: Μονομάτι, Τουραλή και Δερβίς-Αού κοντά στον Κηφισό, ο μεν πρώτος βόρεια, οι άλλοι δύο νότια από τις Κουκουβάουνες, ή οι Κακουριάνοι και το Δραγομάνο κοντά στον Πύργο, καθώς και το Χαϊδάρι στα βόρεια από τη μονή του Προφ. Ηλία, στην είσοδο της Ιεράς Οδού στον ορεινό όγκο, κ.ά.
Στη διαδρομή από την Αθήνα προς τον Πύργο συναντούμε στη νοτιοανατολική περιοχή του χάρτη μας τα χωριά Σεπόλια και Λεβή (Λεβή), αμέσως προς τα βόρεια από τα υψώματα του «Κολωνού» και μέσα σε μια περιοχή με περιβόλια. Τα χωριά αυτά μάλλον αποτελούν ενδεικτική περίπτωση για την κατανόηση της σποραδικής χωροθέτησης των αρχαίων δήμων, όταν θα είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο. Πρόκειται για συστάδες μεμονωμένων κτημάτων με επιμελημένες καλλιέργειες, των οποίων τα υποστατικά και οι κατοικίες είναι εγκατεστημένα σε ένα πολύπλοκο οδικό δίκτυο με πολλαπλές διακλαδώσεις. Στις κυριότερες διασταυρώσεις αναπτύχθηκαν ελεύθερα, κυκλικά κατά κύριο λόγο, πλατώματα (κύκλοι) με πλατάνους που προσφέρουν σκιά, πηγές και εκκλησάκι (Capelle). Επιπλέον, το γεγονός ότι οι αγροί ήταν διάσπαρτοι με αγροικίες επιβεβαιώνουν οι πολυάριθμες επιγραφές υποθηκών (ὅρος χωρίου καὶ οἰκίας), και τα χωρία και οι πύργοι των επιγραφών μισθώσεων (C. I. Att. III, 61), ενώ το ίδιο μαρτυρούν και τα κατάλοιπα υποστατικών αυτού του είδους που ο κύριος λοχαγός Siemens παρατήρησε στο Θριάσιο Πεδίο (βλ. παρακάτω σ. 48).
Λόγω ομοιότητας του ονόματος με τα Σεπόλια, ο Kiepert (Atlas v. Hellas) τοποθέτησε υποθετικά τον δήμο Συπαληττού σε αυτήν τη θέση.
Στη διαδρομή από εδώ έως το Καματερό μπορούμε πιθανόν να ταυτίσουμε μόνον μια θέση, η οποία φαίνεται ότι δεν αποτελούσε καν δήμο: τα Φρύγια, γνωστά για την εκτροφή προβάτων (πρβλ. Αριστοφ. Όρνιθ. 493 και Σχολ.), αναφέρονται και από τον Θουκυδίδη (ΙΙ, 22) ως τόπος μιας μικρής συμπλοκής του ιππικού των Αθηναίων με εκείνο των Πελοποννησίων που είχαν στρατοπεδεύσει στις Αχαρνές. Συνεπώς, η θέση πρέπει να βρισκόταν δυτικά, στις υπώρειες του Αιγάλεω, κάτι που ανεπιφύλακτα αποδέχεται και ο Bursian (Geogr. v. Grld. I, σ. 334). Το εχθρικό ιππικό δεν διέσχισε τότε την επάνω κοίτη του Κηφισού, προφανώς διότι από αυτήν την πλευρά το ποτάμι αποτέλεσε ένα όριο για όσους επιχειρούσαν να καταλάβουν την αττική πεδιάδα.
Το αργιλώδες έδαφος της πεδιάδας του Κηφισού έχει σχηματισθεί μέσω προσχώσεων από τα βουνά· στη γραμμή μεταξύ Πεντελικού και Πάρνηθας, και προπαντός κάτω από αυτά, εμφανίζονται οι μεγαλύτερες αποθέσεις. Ο Κηφισός, ως τελευταία φλέβα των παλαιότερων υδάτινων σχηματισμών, έχει σταδιακά εισχωρήσει όλο και πιο βαθιά στις προσχώσεις του εδάφους κινούμενος με αντίθετη φορά, δηλαδή από επάνω προς τα κάτω.
[42] Είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η φυσική διαδικασία βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο ήδη κατά την Αρχαιότητα, παρότι η επάνω κοίτη του Κηφισού δύσκολα θα είχε από τότε εισχωρήσει σε τόσο βάθος ανάμεσα σε τόσο απότομες πλαγιές, όπως αυτές που παρατηρούμε σήμερα έως και κάτω από το χωριό Κουκουβάουνες (από το νεοελληνικό κουκουβαία, κουκουβάγια, δηλαδή «φωλιά κουκουβαγιών»).
Το μεγάλο χωριό Μενίδι (βλ. Τμήμα Κηφισιά) βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Κηφισού, σε ακριβώς βόρεια κατεύθυνση σε σχέση με την Ακρόπολη της Αθήνας. Η απόστασή του από το βόρειο τείχος της πόλης, στο σχέδιο υπολογισμένη σε απολύτως ευθεία γραμμή, είναι κάτι περισσότερο από 60 στάδια. Ο στρατός του Αρχιδάμου (βλ. παραπάνω σ. 39 κ.εξ.) απείχε εξήντα στάδια από την Αθήνα, όταν βρισκόταν στην περιοχή των Αχαρνών (Θουκ. ΙΙ, 21 ...περὶ Ἀχαρνὰς εἶδον τὸν στρατὸν ἑξήκοντα σταδίους τῆς πόλεως ἀπέχοντα).
Περαιτέρω, καθώς το Μενίδι είναι επάνω στη συνέχεια του δρόμου που πρέπει να ακολούθησε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς (βλ. πιο κάτω σ. 48 και παραπάνω σ. 40), και καθώς έχουν τελικά αντιγραφεί εκεί μία σειρά επιτύμβιων επιγραφών που αφορούν Αχαρνείς (πρβλ. Κουμανούδης, Αττ. Επιγρ. Επιτύμβ. 317. 323. 325. 355. 357 και επιπλέον 346, ανάμεσα στο Μενίδι και τα Λιόσια, 352 στην Πάρνηθα), υπάρχει σήμερα και πάλι η τάση να ταυτιστεί ο αρχαίος δήμος ακριβώς με τη θέση αυτού του χωριού (πρβλ. ήδη Gell, Itin., σ. 22).
Ο Hanriot (ακολουθούμενος από τους Bursian, Geogr. v. Grld. I, σ. 334 και Kiepert, Altas von Hellas, Vorbericht, σ. 3) υποστηρίζει ότι ως αποτέλεσμα επανειλημμένων ερευνών έχει καταλήξει στην βεβαιότητα ότι «que ce village (το Μενίδι) représente exactement le site de l’ancien Acharnes» (Recherches, σ. 57, σημ. 59 αυτή η άποψη αποσαφηνίζεται ακόμη περισσότερο στο κείμενο με την προσθήκη ότι το Μενίδι «n’occupe que la partie jadis centrale» των Αχαρνών). Ωστόσο, σε αυτήν τη βάση, ο Hanriot δεν θα επαληθευτεί εύκολα, ακόμη και αν η παλαιότερη, επικρατούσα από την εποχή του Stuart (II, σ. 220 της μτφρ.), άποψη ότι το Μενίδι αντικατέστησε σε αυτήν τη θέση τον δήμο Παιονιδών, αποδεικνυόταν εξίσου ανακριβής. Πάντως, και εγώ έχω την εντύπωση ότι το Μενίδι κληρονόμησε το αρχαίο όνομα, καθώς η ομοιότητα των λέξεων αντιστοιχεί σε έναν κανόνα φθογγικής αλλαγής στη νέα ελληνική (πρβλ. Πεντέλη και Μεντέλη, Επισκοπή και Μισκοπή), και ο αρχαίος δήμος που ανήκε στη Λεοντίδα φυλή (βλ. παραπάνω σ. 39) πρέπει πράγματι να βρισκόταν στις υπώρειες της Πάρνηθας, πρβλ. Ηρόδοτ. V, 62, με Σχόλ. στη Λυσιστρ. του Αριστοφ. 664, Ησύχ. λ. Λειψύδριον, Σουίδ. λ. ἐπὶ Λειψυδρίῳ μάχη, από όπου συμπεραίνεται ότι το φρούριο Λειψύδριον βρισκόταν στην Πάρνηθα και, πάλι κατά τον Ηρόδοτο, επάνω από την περιοχή των Παιονιδών, «ὑπὲρ Παιονίης» (το επιτύμβιο μνημείο ενός Παιονίδη βρέθηκε στην Κηφισιά: Κουμανούδης, Αττ. Επιγρ. Επιτύμβ. 979). Κατά τη γνώμη μου, δεν καθίσταται υποχρεωτική μια ακριβής ταύτιση της θέσης, κάτι που ισχύει εξίσου και για τα τοπωνύμια Γαρητό και Γαργηττός (βλ. παραπάνω σ. 22 και 36), Μαραθώνα και Μαραθών, Βραώνα και Βραυρών. Στην περίπτωσή μας, όμως, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι ο πιο πολυπληθής αττικός δήμος, οι Αχαρνές, πρέπει να αναζητηθούν σε μια μεγάλη έκταση, και να θεωρήσουμε πιθανότερη την αναζήτηση του δήμου των Παιονιδών σε μεγαλύτερη απόσταση προς τα βόρεια. Ο ακριβής εντοπισμός της θέσης θα είναι δυνατός μόνον με τον εκ νέου εντοπισμό του Λειψυδρίου, η αρχαία θέση του οποίου –μέσω της χαρτογράφησης της περιοχής της Πάρνηθας– πιστεύουμε ότι δεν θα παραμείνει για πολύ ακόμη άγνωστη. (Πρβλ. πάντως Leake, demi2, σ. 38 κ.εξ.: Μονή Αγ. Νικολάου στην Πάρνηθα, Hanriot, Recherches, σ. 60: Πύργος Βαρυμπόπι). Από την άλλη, υπάρχουν πιο συγκεκριμένοι λόγοι που καθιστούν προβληματική την παραδοχή ότι το Μενίδι ταυτίζεται με το κέντρο του αρχαίου δήμου Αχαρνών. Πραγματικά κατάλοιπα και άλλα ίχνη από την αρχαιότητα συναντούμε μόλις 6 ή 7 στάδια δυτικά του χωριού. Σε αυτά συνυπολογίζω τα εκκλησάκια, τα οποία με βεβαιότητα αντικατέστησαν αρχαία ιερά, όπως ο Προφ. Ηλίας και οι «Σαράντα Μάρτυρες». Από το τελευταίο εκκλησάκι προέρχεται μια επιγραφή διακοσμημένη με 2 κανθάρους που τώρα έχει μεταφερθεί στο χωριό (ανάθημα προς τον Διόνυσο;), C. I. Att. III, 219. Ο Dodwell, Travels I, σ. 521 κ.εξ. είδε εκεί αρκετές μαρμάρινες λιθοπλίνθους, ένα ιωνικό κιονόκρανο και τρεις σαρκοφάγους. Ωστόσο, πλήθος θεμελιώσεων τοίχων και δεξαμενών εμφανίζονται ακριβώς σε αυτό το σημείο και συνεχίζουν προς νότια-νοτιοδυτική κατεύθυνση, ενώ στην άμεση περιοχή γύρω από το Μενίδι και στα βόρεια παρατηρεί κανείς μόνον επιτύμβια μνημεία. Στην περιοχή νοτιοδυτικά, κοντά στον Πύργο και κοντά στο έρημο σήμερα χωριό Δραγομάνο, βρέθηκε, επίσης, η ενδιαφέρουσα επιγραφή Εφημ. Αρχ. 3139, η οποία αναφέρεται σε ένα ιερό του δήμου που ανήκε στον Απόλλωνα (Εριθάσεο;). Οι Αχαρνείς είχαν θρησκευτικές ομάδες ιερέων στην υπηρεσία του Απόλλωνα με την αρχαία ονομασία «παράσιτοι» (Αθήναιος VI 234 κ.εξ. 235c, ενώ λάτρευαν τον ίδιο θεό και με την ιδιότητα του Αγυιέως (Παυσ. Ι, 31, 6∙ πρβλ. και Milchhoefer, Über den attischen Apollon, σ. 55 κ.εξ.).
Ίδια κατάσταση επικρατεί και σε σχέση με πιο απομακρυσμένα κατάλοιπα, τα οποία θα μπορούσαν κατά κάποιον τρόπο να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία, βοηθητικά στην ανασύσταση των αρχαίων δρόμων που συνέδεαν αυτές τις περιοχές με την Αθήνα. Ας εξετάσουμε σε αρχικό στάδιο αυτά τα κατάλοιπα μόνον από τοπογραφικής πλευράς και χωρίς να λάβουμε υπόψη άλλες πληροφορίες, στηριζόμενοι στη διαπιστωμένη [43] αξία της γνώσης που μας προσφέρουν οι αρχαίοι δρόμοι, των οποίων η πορεία έχει εξακριβωθεί με ασφάλεια, και με το δεδομένο ότι οι τοίχοι, οι τάφοι κ.ο.κ. τοποθετούνταν παράλληλα ή κάθετα ως προς τους δρόμους. Έτσι, προκύπτει το συμπέρασμα ότι όλες οι οδικές συνδέσεις που ξεκινούν από τα βόρεια-βορειοδυτικά και καταλήγουν στα νοτιοανατολικά συγκλίνουν σε μια θέση, ανατολικά του Λεβή (στο κάτω ανατολικό όριο του χάρτη που απεικονίζει το Τμήμα Πύργου). Είναι το σημείο όπου ενώνεται ο Κηφισός με το ρέμα (Ποδονίφτης) που περιβάλλει τοξωτά τις βόρειες υπώρειες των Τουρκοβουνίων. Η όλη κατάσταση εξηγείται πλήρως με δεδομένο το γεγονός ότι τα δύο μικρά ποτάμια ρέουν ψηλότερα σε μια βαθιά χαράδρα και σε χαμηλότερο επίπεδο ο Κηφισός διακλαδίζεται εκ νέου. Ο δρόμος σε αυτό το σημείο παρέκαμπτε με τον πλέον βολικό τρόπο τα εμπόδια που ανέκυπταν από αρκετές κοίτες ποταμιών, και, συνεπώς, θα μειωνόταν το ενδεχόμενο λανθασμένης τοποθέτησης, εάν επιχειρούσαμε να συνδέσουμε την παραπάνω θέση με μια από τις κύριες πύλες της πόλης. Αυτή πρέπει να αναζητηθεί στα νοτιοανατολικά, και, εάν κάποιος κατευθυνόταν από το Δίπυλο προς την Ακαδημία, δεν μπορεί να συναντούσε άλλη από την Αχαρνική Πύλη. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για την ύπαρξη αρχαίου δρόμου που οδηγούσε από τον Κηφισό προς το χωριό Μενίδι. Ακόμη και σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς τον εντελώς σύγχρονο αμαξιτό δρόμο που στρίβει νότια από τον Πύργο, από αυτήν την πλευρά του ποταμού δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κανένας αγροτικός δρόμος προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο λόγος είναι προφανώς ότι θα έπρεπε κάποιος αρχικά να περάσει ένα δεύτερο ρέμα που κατεβαίνει από το Καματερό και στη συνέχεια, λίγο πριν από το Μενίδι, να διασχίσει μια περιοχή με πολλούς λόφους. Εξαιτίας αυτού του δεδομένου και η σημερινή επικοινωνία μεταξύ της Αθήνας και του Μενιδίου διεξάγεται συνήθως διαμέσου της βόρειας και πιο ευθείας οδού, η οποία, μέσω Πατησίων περνά τον Κηφισό σε μια σημαντικά υψηλότερη θέση (επάνω από το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου). Από αυτό το σημείο και πέρα, ταφικοί τύμβοι και ίχνη θεμελιώσεων τοίχων φανερώνουν αμέσως την από την Αρχαιότητα χρήση του δρόμου που οδηγεί προς τα βόρεια. Μόλις προσεγγίσει κανείς το ύψωμα από το ποτάμι, συναντά (κοντά στο υψόμετρο 147, 7) τον θολωτό τάφο Προϊστορικής Εποχής, ο οποίος ανασκάφηκε το 1879 και δημοσιεύθηκε λεπτομερώς μαζί με τα ευρήματά του από το αυτοκρ. Γερμανικό Ινστιτούτο στην Αθήνα [Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών][12]. Ένας οριζόντιος και επιμήκης δρόμος οδηγεί από τα ανατολικά στον υπόγειο θάλαμο, του οποίου η είσοδος είναι κατασκευασμένη κατά το εκφορικό σύστημα και στο υπέρθυρο διαπιστώνεται το ανακουφιστικό τρίγωνο. Πάνω από τον ταφικό θάλαμο υψώνεται τύμβος.
Από την άλλη, η κύρια οδός προς τις Αχαρνές παραπέμπει αναμφίβολα στη φυσική και πιο άνετη σύνδεση της Αθήνας με τους πρόποδες της Πάρνηθας. Με βάση τα κατάλοιπα που διατηρούνται, αυτός ο πολυσύχναστος δρόμος οδηγούσε, μέσα από το διάσελο που βρίσκεται μεταξύ του Καματερού και των ανατολικών λόφων που εκτείνονται έως τον Κηφισό, κατευθείαν στο σημερινό χωριό Επάνω Λιόσια, στη συνέχεια στη Χασιά στο πέρασμα της Πάρνηθας και στα υψώματα του παλαιού φρουρίου της Φυλής. Όπως επιβεβαιώνεται ξανά από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ του Θρασύβουλου και των «Τριάκοντα Τυράννων», οι Αχαρνές πρέπει να βρίσκονταν στον δρόμο που συνέδεε απευθείας τη Φυλή με την Αθήνα (πρβλ. Ξεν. Ελλ. ΙΙ, 4∙ Διόδ. 14, 32), κάτι που αναγνώρισε και ερμήνευσε ήδη ο Leake με το έμπειρο, στα στρατιωτικά, βλέμμα που διέθετε (demi2, σ. 37, διεξοδικότερα στην πρώτη έκδοση, σ. 33 της γερμ. μτφρ.). Αυτό τεκμηριώνεται διότι εάν ένα αθηναϊκό αναγνωριστικό σώμα, το οποίο είχε αποσταλεί στη Φυλή εναντίον του Θρασύβουλου και των οχυρωμένων εκεί οπαδών του, στρατοπέδευε κοντά στις Αχαρνές, τότε θα ήταν αδύνατον να αναζητήσουμε τη θέση του στρατοπέδου στις περιοχές γύρω από το Μενίδι, καθώς, σε μια τέτοια περίπτωση, θα κινδύνευε η σύνδεσή του τόσο με την Αθήνα και τον Πειραιά όσο και με την Ελευσίνα, όπου εκείνο το διάστημα οι «Τριάκοντα» διεξήγαγαν επιχειρήσεις. Επιπλέον, μόνο μετά από αιφνιδιασμό των αντιπάλων ο Θρασύβουλος κατάφερε να καταλάβει τον Πειραιά. Τέλος, υπέρ μιας μετακίνησης του κέντρου των Αχαρνών προς τα νοτιοδυτικά συνηγορούν και τα κατάλοιπα ενός οχυρού, τα οποία με βάση τη θέση και την έκτασή τους δεν θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποιον άλλο δήμο. Τα κατάλοιπα είναι τόσο δυσδιάκριτα, ώστε θυμάμαι πως τα ανακαλύψαμε σε μια από κοινού περιήγησή μας με τον κύριο v. Alten, αφού είχε ολοκληρωθεί η χαρτογράφηση και αφού θέσαμε το ερώτημα ποια θέση θα ήταν η πλέον κατάλληλη για τον έλεγχο των δρόμων και της περιοχής μεταξύ του Κηφισού και των δυτικών βουνών. Το βλέμμα μας στράφηκε αμέσως στον λόφο που ανεβαίνει ανατολικά από το Καματερό, –ο οποίος τέμνει στο μέσον τα όρια των χαρτών των περιοχών Πύργου και Κηφισιάς– διότι εδώ εντοπίστηκαν, να προεξέχουν λίγο από το έδαφος αλλά να διακρίνεται με σαφήνεια η πορεία τους, ακανόνιστης κατασκευής θεμελιώσεις ενός περιβόλου (βλ. τους χάρτες). Ο περίβολος περιέκλειε εσωτερικό χώρο μήκους περ. 500 μ. (εκτεινόμενο προς τα βορειοανατολικά) και πλάτους 200 μ. (εκτεινόμενο προς τα βορειοδυτικά)· σχετικά με τη χρονολόγηση του περιβόλου δεν θα προβώ σε κάποια πρόχειρη εκτίμηση. [44] Η υπόθεση να συνδεθεί με τα παραπάνω γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου ή την περίοδο των αναστατώσεων από τους «Τριάκοντα» θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη. Και αυτό γιατί, εκτός από το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μια πρόχειρη εγκατάσταση, η θέση αυτή αφενός δεν βρίσκεται σε απόσταση 60 σταδίων από την Αθήνα, κάτι που μαρτυρά ο Θουκυδίδης για το στρατόπεδο του Αρχίδαμου, αφετέρου μολονότι ελέγχει τους δρόμους που οδηγούν προς την πρωτεύουσα και τον Πειραιά, δεν ελέγχει τη σύνδεση με το Θριάσιο Πεδίο, η οποία θα πρέπει να ήταν εξίσου σημαντική για τους «Τριάκοντα». Αντιθέτως, είναι σωστό το οχυρωμένο ύψωμα να συσχετισθεί με το σύστημα των αμυντικών εγκαταστάσεων, οι οποίες διασχίζουν τα δυτικά υψώματα, καθώς και τη χαράδρα μεταξύ Αιγάλεω και Πάρνηθας. Βεβαίως, πρέπει να αποδεχθούμε μια διαφοροποίηση μεταξύ των τειχών που είχαν κατά κύριο λόγο τοπική σημασία και αυτών που εξυπηρετούσαν τη γενικότερη άμυνα της επικράτειας. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει προφανώς το αμυντικό τείχος που ο κύριος λοχαγός Siemens εντόπισε στα δυτικά, επάνω από το Καματερό, σε ένα ύψωμα και σε έκταση περίπου 400 μ. Η πρόσοψή του είναι στραμμένη προς τα νοτιοανατολικά∙ κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα, από το (εφοδιασμένο με ένα φυλάκιο;) ύψωμα (274,0) ένα δεύτερο σκέλος του τείχους ακολουθούσε την πλαγιά του βουνού περνώντας επάνω από το Καματερό και φθάνοντας έως κάτω στην πεδιάδα, με σκοπό τη σύνδεση του βουνού με το οχυρό που βρισκόταν στον απέναντι λόφο και αναφέρθηκε παραπάνω. Μια τέτοιου είδους κατάληξη προς τα νότια και νοτιοανατολικά δεν θα μπορούσε, ωστόσο, παρά να εξυπηρετεί μια κοινότητα που πρέπει να ήταν εγκατεστημένη στην πεδιάδα γύρω από τα Επάνω Λιόσια.
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί, επίσης προς ανατολική κατεύθυνση, η εκτενής οχύρωση που σήμερα ονομάζεται «Δέμα», η οποία περνώντας από βουνό σε βουνό και κατόπιν και από το ανοιχτό πέρασμα εκτείνεται έως το Θριάσιο Πεδίο. Ωστόσο, στη συνέχειά της υπάρχει μια σειρά πύργων-παρατηρητηρίων και άλλων κτηρίων παρατήρησης, που ιδρύθηκαν βάσει σχεδίου κατά μήκος της κορυφογραμμής του Αιγάλεω σε υψώματα και διάσελα έως το πέρασμα του Δαφνίου, και από εκεί έως τη θάλασσα, τα οποία εντοπίζονται και καταγράφονται μέσα από τις σύγχρονες χαρτογραφήσεις. (Έως το πέρασμα του Δαφνίου μετρήσαμε κατάλοιπα από έξι τουλάχιστον τέτοιους πύργους-παρατηρητήρια και ίχνη άλλων κτηρίων-παρατηρητηρίων σε τέσσερις θέσεις).
Σε ό,τι αφορά τώρα το παραπάνω τείχος, του οποίου η έκταση και η διαμόρφωση φαίνεται να προσδιορίζεται εδώ για πρώτη φορά, ο κύριος λοχαγός Siemens μπόρεσε να εξακριβώσει με απόλυτη βεβαιότητα ότι το νοτιότερο σημείο του (ύψ. από την επιφάνεια της θάλασσας 241,8) αποτελεί και την πραγματική απόληξή του. Επομένως, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ κάποια επέκταση, κάτι που θα ήταν και στρατηγικά άσκοπο. Άρα, και η υπόθεση ότι επεκτεινόταν προς τα βόρεια, πέραν από το εξωτερικό εντοπισμένο σημείο (ύψ. από την επιφάνεια της θάλασσας 320), φαίνεται άστοχη. Με αυτόν τον τρόπο, τεκμηριώνεται με ασφάλεια το μήκος του με έκταση περ. 4.200 μ. Το διάσελο μεταξύ των δύο μεγάλων ορεινών όγκων αποτελείται από έναν βράχο που διχοτομείται στα δύο ψηλότερα σημεία του (227,2 και 231,7), στον οποίο, επίσης, πατά το τείχος. Έτσι έχουμε τα τρία βαθύτερα σημεία ή διόδους (147,8∙ 147,0 και 215,0 με κατεύθυνση προς τα βόρεια), στα οποία αντιστοιχούν και οι σημερινοί δρόμοι, ενώ κάποιες αποκλίσεις κατά τη χρήση τους στην Αρχαιότητα θα συζητηθούν παρακάτω. Στη σημερινή του κατάσταση, αλλά και στην αρχική του μορφή, καθώς και ως προς τη χρήση του χώρου, το τείχος παρουσιάζει πολλές ανομοιομορφίες. Είναι κατασκευασμένο από ντόπιο ασβεστόλιθο, με ακανόνιστη τοιχοποιία, λιθοπλίνθους αδρά επεξεργασμένες και πολυγωνικές, οι οποίες, ωστόσο, κατά κανόνα, προσεγγίζουν το ορθογώνιο σχήμα (βλ. τις, πάντως ανεπαρκείς, απεικονίσεις στον Gell, Städtemauern, πίν. 34, καλύτερες στον Leake, demi2, σ. 144 και πίν. V,1 της γερμ. μτφρ., για περισσότερα Conze, Archäol. Anz. 1858, σ. 197). Το σωζόμενο ύψος του εξωτερικά (προς τα δυτικά) είναι 2–2,5 μ. και το πάχος του περ. 1,50 μ. Ενώ η εξωτερική πλευρά έχει αρκετά λείες επιφάνειες, στην εσωτερική ξεκινούν λοξές προς το επάνω μέρος αντηρίδες που διευκολύνουν την αναρρίχηση στο τείχος. Καλύτερα διατηρημένο και ταυτοχρόνως επιμελέστερα κατασκευασμένο είναι το μεσαίο τμήμα (από 215,0 έως στα νότια 147,0) και στις δύο πλευρές του αρχαίου κύριου οδικού άξονα. Σχετικά με το τμήμα του, το οποίο συνεχίζει προς τα βόρεια, ο κύριος λοχαγός Siemens επισημαίνει: «Το τώρα πεσμένο τμήμα από 215,0 προς τα βόρεια φαίνεται ότι ήταν μόνον δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό συμπεραίνεται αφενός από την κακή διατήρησή του, αφετέρου από το γεγονός ότι το τείχος εκτείνεται σε μια αρκετά ευθεία γραμμή χωρίς να ακολουθεί ιδιαίτερα τη μορφολογία του εδάφους, αντιθέτως το νότιο κύριο τμήμα έχει ακολουθήσει τις εδαφικές ιδιαιτερότητες με εξαιρετικό τρόπο. Αυτή η επιτυχημένη ενίσχυση των αδύνατων σημείων με γωνίες που προεξέχουν στα περάσματα του δρόμου και στις κοιλάδες, καθώς και με τη δημιουργία μιας δεύτερης γραμμής επάνω στην συντομότερη για τους πεζούς οδό από την Ελευσίνα (στο 170,0, ανατολικά του 147,0) επιτρέπουν [45] να συμπεράνουμε έναν υψηλό βαθμό τεχνογνωσίας και αποδεικνύουν –όπως και οι επιμελώς κατασκευασμένες αμυντικές πυλίδες– ότι το τείχος δεν κατασκευάστηκε βιαστικά και εξαναγκαστικά αλλά βάσει διεξοδικά μελετημένων σχεδίων». Οι παραπάνω πύλες –που πρέπει να ήταν 15-20– φαίνεται ότι ήταν εγκατεστημένες στο καλά διατηρημένο μεσαίο τμήμα. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλες σχεδόν οι λοξές δίοδοι είναι διαφορετικά τοποθετημένες και κατασκευασμένες, ενώ κοινό χαρακτηριστικό των πλευρών του τείχους είναι ότι κάθε μία υποχωρεί προς τα μέσα σε σχέση με την άλλη. (Πρβλ. το σχέδιο μιας τέτοιας πύλης στον Leake, demi2, σ. 144 = πίν.V,1 της γερμ. μτφρ.).
Σχετικά με τη λειτουργία αυτής της αμυντικής γραμμής, ο λοχαγός Siemens προσθέτει στη συνέχεια: «Είναι απίθανο το γεγονός ότι το τείχος αποσκοπούσε στον μόνιμο αποκλεισμό της Αθήνας από το Θριάσιο Πεδίο. Φαίνεται πιο λογικό η ύπαρξή του να οφείλεται σε κάποια πρόσκαιρη ανάγκη, δεδομένου ότι το σύνολο της εγκατάστασης μπορούσε να είναι χρήσιμο μόνον στην περίπτωση που πίσω από αυτήν υπήρχε ένας ετοιμοπόλεμος στρατός. Πιθανόν το, σε απόσταση 3 χλμ., απέναντι (νοτιοδυτικά) «αμυντικό τείχος» να οικοδομήθηκε την ίδια εποχή από ένα εχθρικό στράτευμα».
Έχει από καιρό παρατηρηθεί ότι αυτό το τείχος δεν παίζει κανέναν ρόλο στις πηγές μας σχετικά με τις μάχες του 5ου αι. π.Χ., στις οποίες και αποδιδόταν κατά κύριο λόγο η οικοδόμησή του. Αυτό το θέμα αποκτά ιδιαίτερο βάρος, καθώς ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 19) περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια την πρώτη επίθεση των Πελοποννησίων στην Αττική κατά το έτος 431[13], ενώ δεν παραλείπει ούτε μικρότερες αναμετρήσεις τους, όπως εκείνες στους Ρειτούς (ΙΙ, 19) και τα Φρύγια (ΙΙ, 22). Η επόμενη εισβολή του έτους 430 (ΙΙ 47) εξελίχθηκε «ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον», και κατά τον ίδιον τρόπο χωρίς αντίσταση οι υπόλοιπες τρεις των ετών 428, 427 και 425 (Θουκ. ΙΙΙ, 1· 26. IV, 2), όπως και εκείνη του έτους 413 που οδήγησε στην κατάληψη της Δεκέλειας (Θουκ. VII, 19). Η υπόθεση ανέγερσης του τείχους μόλις κατά τον 4ο αιώνα ή και αργότερα φαίνεται εξαιρετικά απίθανη, όπως και ο λόγος κατασκευής του, ως προϋπόθεση του οποίου αναζητούμε μια διαρκή κατάσταση έντονων εχθροπραξιών· άρα θα πρέπει η ανέγερση του τείχους να αναχθεί ήδη στην εποχή των πιο παλαιών συγκρούσεων στα σύνορα της Ελευσίνας. Καθώς το τείχος είχε αδυναμίες και δεν ήταν δυνατόν στρατηγικά να αποτελέσει εμπόδιο απέναντι στην ορμητικότητα πολύ ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων, η απουσία αναφοράς σε αυτό κατά τον 5ο αιώνα δεν πρέπει να οδηγήσει αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι δεν προϋπήρχε.
Ίσως, αν και δεν γνωρίζουμε σε ποιον βαθμό, να έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες για τη μεταγενέστερη διατήρησή του. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να συνεισφέρει μια πιο προσεκτική παρατήρηση των καταλοίπων των αρχαίων δρόμων, οι οποίοι είναι τεκμηριωμένοι για τις δύο νότιες κοιλάδες της περιοχής (βλ παραπάνω σ. 44), που προφανώς κατασκευάσθηκαν με μεγάλη προσοχή και εντάχθηκαν εξαρχής στον σχεδιασμό του τείχους. Ο μεσαίος κύριος δρόμος, ο οποίος τέμνει το τείχος στο 181,0, είναι προς τα δυτικά ανιχνεύσιμος σε τρία ανόμοια τμήματα, τα οποία εκτείνονται μεν όλα σε σχεδόν οριζόντια γραμμή, βρίσκονται, ωστόσο, σε πολύ διαφορετικό υψομετρικό επίπεδο, γεγονός που λόγω της μικρής μεταξύ τους απόστασης απαιτεί μια ιδιαίτερη εξήγηση.
Η απόληξη του πρώτου τμήματος του δρόμου δυτικά από την πύλη έχει απόλυτο ύψος 174,0 επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ η αρχή του επόμενου κατώτερου τμήματος των 34 μ. με βόρεια κλίση, ξεκινά σε μια απόσταση μόλις 180 μ. προς τα δυτικά. Το τρίτο, πάλι κατά 15 μ. βαθύτερα, τμήμα πλησιάζει μάλιστα την κατάληξη του δεύτερου σε απόσταση 80 μ. Το τμήμα που θα συνέδεε αυτές τις δύο διαδρομές θα μπορούσε να έχει τη μορφή πολύ μεγάλων, σχεδόν σπειροειδών στροφών, κανένα ίχνος των οποίων, ωστόσο –όπως συμπεραίνεται από τις πολύ σαφείς αναφορές του– δεν μπόρεσε να ανακαλύψει ο κύριος λοχαγός Siemens. Υπέθεσε, λοιπόν, ότι εδώ θα πρέπει να υπήρχαν μηχανισμοί ανύψωσης για τα φορτία, κάτι εύλογο για τη συγκεκριμένη τοποθεσία. Μια άλλη, επίσης πολύ περίεργη ιδιαιτερότητα παρουσιάζει «ο δρόμος με λαξευμένες αρματροχιές» που έρχεται νοτιοανατολικά από το «Στεφάνι» και τέμνει το τείχος στο 167,0 και σε επίπεδο υψηλότερο των 9 μ., επάνω από τον σημερινό δρόμο. Σε ένα σημείο, δηλαδή, μια συμφυής με τον φυσικό βράχο λιθόπλινθος, που είχε λαξευτεί ώστε να αποκτήσει τετράγωνο σχήμα, εισχωρεί σε μια από τις γραμμές της αρματροχιάς, με αποτέλεσμα η τελευταία να μην είναι προσπελάσιμη. Με τον ίδιο τρόπο, θα έπρεπε είτε να σηκωθούν οι άμαξες είτε να μεταφορτωθούν τα προϊόντα. Αυτά τα φυσικά εμπόδια παραπέμπουν σε μια μορφή συνόρου τελωνειακού χαρακτήρα, για τη λειτουργία του οποίου η ύπαρξη του τείχους θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη και αναμενόμενη. [46] Επιπλέον, τα παρατηρητήρια στις πλαγιές του βουνού και στα περάσματα του Αιγάλεω μπορούν, επίσης, εύλογα να συσχετισθούν με αυτήν τη διαδικασία.
Εδώ είναι το κατάλληλο σημείο να αναπτύξω συνοπτικά την άποψή μου για το αρχαίο όνομα του ορεινού όγκου, ο οποίος εκτείνεται από το Καματερό έως τη θάλασσα και χωρίζει την αττική από την ελευσινιακή πεδιάδα. Οι διαφορετικοί και εν μέρει πολύ επινοημένοι συνδυασμοί που έχουν διατυπωθεί, συνοπτική εικόνα των οποίων δίνουν οι Hanriot, Recherches, σ. 40 και Lenormant, voie sacrée, σ. 427 κ.εξ., εξομαλύνονται αρχικά με τον αποκλεισμό από τη συζήτηση του Ἰκαρίου ὄρους [Ἰκάριον ὄρος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], το οποίο αναφέρεται από κοινού με τα άλλα στο (ονομαστικά από τον Preller) Zeitschr. f. d. Alterthw. 1836, αρ. 77 κ.εξ. «σχετικά με τη θέση των αττικών βουνών Αιγάλεω, Κορυδαλλός, Ποικίλο και Ικάριον», το οποίο όμως, μαζί με τον δήμο Ικαρίας, πρέπει να αναζητηθεί σε εντελώς διαφορετική θέση (πρβλ. Leake, Demen, σ. 2 κ.εξ., 114 της γερμ. μτφρ.∙ Ross, Demen, σ. 73 κ.εξ. Bursian, Geogr. v. Grld. I, σ. 251). Η δημώδης ονομασία «Ποικίλον» απαντά μόνον μια φορά στον ιδρυτικό μύθο του ιερού του Απόλλωνα στο Δαφνί (Παυσ. Ι, 37, 7 βλ. παρακάτω) και αφορά αποκλειστικά το γνωστότερο μεσαίο τμήμα που βρίσκεται και στις δύο πλευρές του περάσματος προς την Ελευσίνα. Δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η ονομασία συνδέεται στενότερα με την εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος. Επίσης, στα μάτια ενός κατοίκου της αθηναϊκής πεδιάδας το πέρασμα του Δαφνίου δεν θα είχε τη μορφή ενός διαχωριστικού ορίου, καθώς το σύνολο εμφανίζεται ως ένας ενιαίος συμπαγής ορεινός όγκος. Επομένως, είμαι αντίθετος σε μια σύνδεση των δύο ονομασιών που απομένουν, Αιγάλεω και Κορυδαλλός, με το σύνολο της οροσειράς. Η χρήση και των δύο ονομάτων μαρτυρείται μεν με την ίδια συχνότητα, ωστόσο, –και έτσι πιθανόν εξηγείται αυτή η κατάσταση– σε εντελώς διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ο Ηρόδοτος (VIII, 90) και ο Θουκυδίδης (II, 19) κατονομάζουν μόνον το Αιγάλεω, ο ένας ως ὄρος τὸ ἀντίον Σαλαμῖνος, ο άλλος (βλ. σ. 39 κ.εξ.) ως την οροσειρά που ο Αρχίδαμος, κινούμενος προς τις Αχαρνές, είχε στα δεξιά του. Από τους Στράβωνα, Διόδωρο, Αθήναιο κ.ά. γνωρίζουμε την ονομασία Κορυδαλλός. Κατά τον πρώτο, σύμφωνα με το παράθεμα που αναφέρθηκε στη σ. 11, η ονομασία αφορά το όρος που βρίσκεται επάνω από τα στενά της Σαλαμίνας· κατά τον Διόδωρο (βλ. αυτόθι), θα πρέπει να εκτεινόταν τουλάχιστον έως το πέρασμα του Δαφνίου. Κατά τους υπόλοιπους, (οι οποίοι αναφέρονται στις διαφορές του κραξίματος των περδίκων στις δύο πλευρές) εμφανίζεται ως όριο μεταξύ της αθηναϊκής και της απέναντι πεδιάδας, ή, κάπως γενικότερα, μεταξύ της Αττικής και της Βοιωτίας. Πάντως, αυτή η διπλή ονομασία βρίσκει την πλήρη αναλογία της στο βορειοανατολικό όρος της Αττικής, το παλαιότερο όνομα του οποίου, Βριλησσός κατά τον Βιτρούβιο (2. 8), αντικαθίσταται από το “mons Pentelensis" στον Παυσανία και γίνεται Πεντελικὸν ὄρος (Ι, 32, 1). Κατά τον ίδιο τρόπο, σε αυτήν την περίπτωση η μετονομασία αφορά την περιοχή της Πεντέλης, και στην άλλη την περιοχή του Κορυδαλλού.
Η Ιερά Οδός προς την Ελευσίνα, την οποία αφήσαμε παραπάνω στη σ. 17, εμφανίζεται ξανά στον χάρτη μας, στην αρχή του στενού περάσματος του Δαφνίου. Στα δεξιά βρίσκεται το μοναστήρι του Προφ. Ηλία επάνω σε ένα κωνικό ύψωμα. Κάτω από αυτό και μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ένα χωρίο του Δικαίαρχου στον Αθήναιο (XIII, σ. 594e· σύμφωνα με αυτό πρέπει να διορθωθεί το λανθασμένο παραπάνω, σ. 17, παράθεμα), ακριβώς στο σημείο από όπου ο ερχόμενος από την Ελευσίνα αντίκριζε για πρώτη φορά την Αθήνα και την Ακρόπολη, βρισκόταν το ταφικό μνημείο της εταίρας Πυθιονίκης, το πλέον μεγαλοπρεπές της Ιεράς Οδού, ακόμη και όλης της Ελλάδας (πρβλ. Παυσ. Ι, 37, 5, για περισσότερα Lenormant, voie sacrée, σ. 446 κ.εξ.). Παρά τις ακριβείς πληροφορίες για τη θέση, μου φαίνεται ότι έως τώρα δεν έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα αυτού του μεγάλου και πολυτελούς μνημείου. Κι αυτό γιατί τα κατάλοιπα τοίχων που βρέθηκαν το 1854 από τον συνταγματάρχη de Vassoignes σε έναν λόφο νότια του σημερινού δρόμου (πρβλ. Archäol. Anz. 1854, σ. 119), αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο Lenormant (ό.π. σ. 461 κ.εξ.), δεν έχουν σχέση με το μνημείο, όπως προκύπτει σαφώς τόσο από ένα δικό του σχέδιο όσο και από την περιγραφή που δίνει. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε παρά με έναν από τους συνήθεις ταφικούς περιβόλους, και μάλιστα με κακής ποιότητας τοιχοποιία. Στην εσωτερική πλευρά εμφανίζονται μάλιστα ίχνη γραπτού επιχρίσματος με απομίμηση λιθοπλίνθων, το οποίο υποκαθιστούσε την επένδυση με μάρμαρο. Αντιθέτως, εκείνο το μνημείο κόστισε στον Άρπαλο περισσότερα από 100 τάλαντα, και ο Lenormant μάταια προσπαθεί να βρει μια επιβεβαίωση της άποψής του στην κακόπιστη κριτική του Πλουτάρχου (Φωκίων, c. 22) ότι το μνημείο δήθεν δεν άξιζε ούτε καν τα 30 τάλαντα, τα οποία ο Χαρικλής χρέωσε στον Άρπαλο ως κόστος επίβλεψης του έργου.
Από το ίδιο χωρίο του Πλουτάρχου πληροφορούμαστε ότι το ταφικό μνημείο της Πυθιονίκης βρισκόταν στην περιοχή του δήμου Ἕρμου. Επιπλέον, υπήρχε κι ένα ρυάκι με το ίδιο όνομα (Αρποκρ. λ. Ἕρμος). Κατάλοιπα αρχαίας κατοίκησης, αποτελούμενα από θεμελιώσεις τοίχων και υδαταγωγούς, καθώς και ένα μεγαλύτερο ρέμα βρίσκονται μόνον στον χώρο του ερειπωμένου χωριού Χαϊδάρι, που βρίσκεται βόρεια του Προφ. Ηλία, όπου και η πλειονότητα των νεότερων τοπογράφων αναζήτησε τον ομώνυμο δήμο. [47] Στο ίδιο σημείο βρέθηκαν και οι επιγραφές C. I. Att. I, 381· η επιτύμβια επιγραφή ενός Εροιάδη (Κουμανούδης, Αττ. Επιγρ. Επιτύμβ. 462) και ενός Αθμονέως (; Lenormant ό.π. σ. 473).
Η υπόθεση ότι το ανηφορικό τμήμα του ελευσινιακού περάσματος του Δαφνίου προς την πλευρά της Αθήνας είχε σε κάποιο σημείο οχυρωματικά έργα μου φαίνεται αβάσιμη, καθότι αυτά πιθανόν δεν θα προσέφεραν στην αθηναϊκή πεδιάδα κάποιο αμυντικό όφελος. Αυτά που αναφέρει ο Leake (Demen, σ. 140 γερμ. μτφρ.) αμέσως πριν από τον Προφ. Ηλία πρέπει να είναι οι τοίχοι ταφικών περιβόλων που σημειώνονται, επίσης από τον λοχαγό Siemens. Αντιθέτως, το «rempart antique» στην περιοχή μετά από τον δρόμο του Χαϊδαρίου που καταλήγει στην κυρία οδό, το οποίο ο Lenormant κατέγραψε ήδη στον χάρτη του ότι βρίσκεται κοντά στο Δαφνί και με προσανατολισμό από τον βορρά προς τον νότο, αυτό υπάρχει –εάν πράγματι υπάρχει– μόνον στη μορφή που υπαινίχθηκε ο Siemens, δηλ. ως κατάλοιπο μιας θεμελίωσης κατά μήκος του κύριου δρόμου, ο οποίος πιθανόν στο σημείο αυτό είχε κατεύθυνση κάπως βορειότερα προς το σημερινό δρόμο.
Ο Παυσανίας (I, 37, 6) αναφέρει αμέσως μετά το ταφικό μνημείο της Πυθιονίκης, το ιερό του Απόλλωνα, με τα αγάλματα της Δήμητρας, της Κόρης και της Αθηνάς. Η θέση του ιερού έχει εδώ και πολύ καιρό (πρβλ. Stuart,Alterth. v. Ath. II, σ. 258, σημ. 36 γερμ. μτφρ.· Dodwell, Travels II, σ. 169 Leake, Demen, σ. 141) ταυτιστεί με εκείνην της παλαιάς φράγκικης μονής Δαφνίου, η οποία βρίσκεται περίπου στα μέσα του ορεινού δρόμου (100 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας), όμως με κανέναν τρόπο στο πιο στενό ή πιο ψηλό σημείο (όπως αναφέρουν ο Leake, Demen, σ. 141 γερμ. μτφρ., και μαζί με αυτόν ο Bursian, Geogr. v. Grld. Ι, σ. 326 αντιθέτως, ο δρόμος φθάνει ήδη λίγο πριν τον κωνικό λόφο του Προφ. Ηλία το πραγματικό και κατά σχεδόν 30 μ. ψηλότερο σημείο του στο 129,5). Αν και είναι συχνά αποδεκτό ότι η ονομασία Δαφνί απηχεί το άλσος των δαφνών που ανήκε στον Απόλλωνα, παρόλα αυτά ήδη ο Wheler υπενθύμισε τη δαφνοκέρασο που φύεται σε αυτόν τον τόπο και σήμερα ονομάζεται πικροδάφνη. Στους τοίχους και στον πολύ ισχυρό περίβολο του μοναστηριού είναι εντοιχισμένες πολλές αρχαίες λιθόπλινθοι· τρεις ρωμαϊκοί κίονες με τα κιονόκρανά τους, τους οποίους είχε δει εν μέρει εντοιχισμένους το 1801 ο Dodwell (Travels II, σ. 169), μεταφέρθηκαν με ενέργειες του λόρδου Elgin στην Αγγλία και στη συνέχεια στο Βρετανικό Μουσείο. Σχετικά με την ίδρυση του μοναστηριακού ναού του Δαφνίου κατά τον 13ο αιώνα από τους δούκες de la Roche της Βουργουνδίας πρβλ. τώρα Burnouf, la ville et l’acropole d’Athènes, σ. 53 κ.εξ.· περιγραφή της ίδρυσης του ναού στο Stephani, Reise durch einige Gegenden d. nördl. Grld., σ. 81 κ.εξ. Σε μία γαλλική μονογραφία για τη μονή Δαφνίου, η οποία υπάρχει στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου της Αθήνας [Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτο Αθηνών / Σ.τ.Μ.], δεν μπόρεσα να έχω πρόσβαση στο Göttingen.
Για επιγραφές που βρέθηκαν στο Δαφνί πρβλ. C. I. Att. ΙΙI, 405 με την προσθήκη ἐξ ἄστεως ς΄, δηλ. ότι βρισκόταν τοποθετημένη σε απόσταση 6.000 βημάτων από την Αθήνα. Με βάση τον ρωμαϊκό πόδα των 0,296 [μ.] (βλ. Dörpfeld, Mitth. d. arch. Inst.VII, σ. 278 κ.εξ.) αυτή η απόσταση αντιστοιχεί σε 8.880 μ.· καθώς, χωρίς να συμπεριληφθούν οι υψομετρικές διαφορές του εδάφους, από το Δίπυλον έως το Δαφνί μετρούμε 8.000 μ., από την Αγορά έως αυτό το σημείο μπορούν να υπολογισθούν 6.000 βήματα που βασίζονται σε ακριβή μέτρηση. Άλλες αποσπασματικές επιγραφές: C. I. Att. IΙΙ, 406. 407. Mitth. d. Inst. VI, σ. 347. Κουμανούδης, Αττ. Επιγρ. Επιτύμβ. 3302.
Από το Δαφνί παρακολουθεί κανείς καθαρά την πορεία της αρχαίας οδού –η οποία έχει τη μορφή φράγματος στη δεξιά πλευρά ενός ρέματος– βόρεια και παράλληλα με τον σημερινό δρόμο. Η ίδια προς το μέρος του ρέματος στηρίζεται μερικώς με λίθους. Στα τελευταία στενά του βουνού (πριν το 41,6) έχει αναγνωριστεί με βεβαιότητα η θέση που αναφέρει ο Παυσανίας αμέσως μετά το ιερό του Απόλλωνα: μετὰ δὲ τοῦτο Ἀφροδίτης ναός ἐστι, καὶ πρὸ αὐτοῦ τεῖχος ἀργῶν λίθων θέας ἄξιον. Ένα ακριβές σχέδιο της τοποθεσίας με επεξηγηματικό κείμενο προσφέρει τώρα ο «Άτλας των Αθηνών» των Curtius και Kaupert, σ. 30. Σε ό,τι αφορά αυτό καθαυτό το ιερό, το οποίο φαίνεται πως ήταν αρκετά μικρό, οι Dodwell (Travels II, σ. 170 κ.εξ.), Leake (Demen, σ. 142 γερμ. μτφρ.) και Ross, Königsreisen II, σ. 98, παρατήρησαν μαρμάρινα θραύσματα δωρικού ρυθμού, ο πρώτος μάλιστα εξαίρει το πλάτος των μετοπών. Σήμερα μπορεί κανείς να δει μόνον τα κατάλοιπα ενός περιβόλου μήκους περίπου 40 μ. (με προσανατολισμό από τα δυτικά προς τα ανατολικά) και πλάτους 20 μ. με συνεχόμενους χώρους στη δυτική πλευρά. Στη νότια πλευρά αναγνωρίζονται δύο είσοδοι και απέναντί τους τα ίχνη ενός βωμού (;). Προς τα βόρεια ο χώρος ορίζεται μερικώς από την ανωφέρεια του βράχου, στον οποίο είναι λαξευμένες αρκετές αναθηματικές κόγχες· μια άποψη αυτών προσφέρει ο «Άτλας τ. Αθηνών», φ. VIII, 3. Οι κάτω από αυτόν τον βράχο λαξευμένες αναθηματικές επιγραφές (οι αναγνώσιμες στο C. I. Gr. I, 507-9· πρβλ. Philologus IV, 150. VIII, 169) επιβεβαιώνουν από κοινού με κάποια μαρμάρινα περιστέρια που βρέθηκαν στα ριζά του βράχου (Dodwell και Leake ό.π. Ross, Königsreisen II, 98, από χαλκό), την ταυτότητα του αναφερόμενου ιερού από τον Παυσανία. Ότι ταυτόχρονα εδώ βρισκόταν το Φιλαῖον, ο ναός της Αφροδίτης Φίλης, τον οποίο ο Αδείμαντος ανήγειρε προς τιμήν της Φίλας, συζύγου του Δημητρίου Πολιορκητή (Αθήναιος VI, 255c) [48], δεν επιβεβαιώνεται μεν ευθέως από τις επιγραφές, όπως δικαιολογημένα παρατηρεί ο Bursian (Geogr. v. Grld. I, σ. 327, σημ. 2), ωστόσο η εμφάνιση του ονόματος Φίλη –αν και χαρακτηρίζει μόνον αναθέτριες– προκαλεί εντύπωση, πολύ περισσότερο, εφόσον μπορούμε χωρίς δισταγμό να επεκτείνουμε το Θριάσιο Πεδίο έως αυτό το σημείο (βλ. παραπάνω σ. 40). Στο ύψος του βράχου με τα αναθήματα ένα μονοπάτι οδηγεί από τα δυτικά σε ένα μικρό πλάτωμα, το οποίο μάλλον θα πρέπει να έπαιζε κάποιον ρόλο στη λατρεία.
Κατά τη γνώμη μου, από τα κατάλοιπα που διατηρούνται δεν είναι δυνατόν να συσχετισθεί τίποτε με το τεῖχος ἀργῶν λίθων θέας ἄξιον. Ο Παυσανίας χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση και για τα τείχη της Τίρυνθας (ΙΙ, 25, 8) και εκείνο που τον ώθησε σε αυτήν την αναφορά ήταν προφανώς η αρχαιότητα του έργου, στο οποίο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε μια από τις οχυρωμένες διαβάσεις που ανήκουν σε πολύ πρώιμες εποχές. Οι δύο λόφοι νότια από το ιερό (βλ. το σχέδιο ό.π.) πιθανόν μπορούσαν να υποδείξουν τα σημεία στα οποία υψώνονταν τετράγωνοι πύργοι, οι οποίοι θα πρέπει να ανήκαν σε νεότερη και όχι στην ίδια εποχή, και πλαισίωναν τον δρόμο που ερχόταν από την Ελευσίνα με τη μορφή οχυρωμένων πυλών (με λοξή δίοδο). Στην ίδια θέση, ένα αρχαίο ορεινό μονοπάτι έστριβε προς βορειοδυτική, και στη συνέχεια βόρεια κατεύθυνση, με τέτοιον τρόπο ώστε να τέμνει τη στροφή που περιτρέχει την τελευταία, προς τη θάλασσα, προεξοχή του βουνού κατευθείαν προς το Θριάσιο Πεδίο και αφήνοντας στα αριστερά του τις δύο αλμυρές λίμνες. Καθώς, όπως δείχνει ο Παυσανίας (Ι, 38, 1.2), ακριβώς πίσω από τις τελευταίες βρισκόμαστε ήδη στην περιοχή του δήμου Σκαμβωνιδών, σκέπτεται κανείς αβίαστα τις Μύρμηκος ἀτραπούς, που, όπως γνωρίζουμε από τον Ησύχιο (λ. Μ. ἀ.), βρίσκονταν ἐν Σκαμβωνιδῶν· πρβλ. Θριωσίῳ πρὸς τῷ Μύρμηκι (C. I. Att. III, 61 A. στήλ. II στ. 26).
Πρακτικά, ο ορεινός δρόμος μας γίνεται ακόμη πιο σημαντικός, καθώς, αντίθετα με ό,τι είναι αποδεκτό έως σήμερα, η Ιερά Οδός προς την Ελευσίνα δεν παρέκαμπτε τοξωτά τις λιμνοθάλασσες (Ῥειτοί), αλλά, όπως αποδεικνύει με τις καταγραφές του ο κύριος Siemens, παρέμενε πάρα πολύ κοντά στη θάλασσα (για εκείνη την άποψη πρβλ. Leake, Demen, σ. 144· Bursian, Geogr. v. Grld. I, σ. 327). Όχι μόνον τα κατάλοιπα των δρόμων στην ακτογραμμή που οδηγούν κατευθείαν στη σημερινή νότια αλμυρή λίμνη, αλλά και το βραχώδες τμήμα που χωρίζει την τελευταία από αυτήν που βρίσκεται βορειότερα, επιτρέπει να αποκαλυφθεί η συνέχεια της Ιεράς Οδού κατά μήκος της θάλασσας. Η προσεκτική παρατήρηση επιβεβαιώνεται από τις δύο πλευρές. Αυτό διότι οι Ῥειτοί, οι οποίοι σύμφωνα με τον Παυσανία (Ι, 38, 1): ῥεῦμα μόνον παρέχονται ποταμῶν, ἐπεὶ τό γε ὕδωρ θάλασσά ἐστί σφισι, δεν ήταν αλμυρές λίμνες κατά την Αρχαιότητα –όπως είναι σήμερα λόγω της μετατροπής τους σε έλη– αλλά απλώς δυνατά ρέματα με αλμυρό νερό, τα οποία τροφοδοτούνταν από επτά πηγές (βλ. Fiedler, Reise durch Griechenl. I, σ. 82). Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε ο συγγραφέας (ΙΙ, 24, 6) να τις συγκρίνει με τον Ερασίνο της Αργολίδας, οι ροές του οποίου με τον ίδιον τρόπο, μετά από μικρή και ευθεία διαδρομή, καταλήγουν στη θάλασσα. Επομένως, δεν ήταν αναγκαίο η οδός προς την Ελευσίνα να έχει κάποια παράκαμψη, καθώς μπορούσε να συνεχίσει την πορεία της με ευκολία μέσω μίας γέφυρας. Ακόμη και για την συμπλοκή που είχε ο Αρχίδαμος (Θουκ. ΙΙ, 19) με το αθηναϊκό ιππικό στους Ῥειτούς [Ῥειτοί ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], υπάρχει εδώ αρκετός χώρος. Οι Ρειτοί, οι οποίοι ήδη ανήκαν στις ελευσινιακές θεότητες (Ησύχ. λ. Ῥειτοί) –όπως, εξάλλου, και τα δικαιώματα αλιείας ανήκαν στο ιερατείο της Ελευσίνας–, κατά τις αρχαιότερες εποχές αποτελούσαν, σύμφωνα με τον Παυσανία, το όριο μεταξύ της αττικής και της ελευσινιακής επικράτειας. Αμέσως πίσω από αυτές ο Παυσανίας (Ι, 38, 1.2.) μνημονεύει τα «ανάκτορα του Κρόκωνος» με αναφορά σε έναν τοπικό μύθο των Σκαμβωνιδών, των οποίων τον δήμο μπορέσαμε παραπάνω (σ. 40 και 48) να τοποθετήσουμε με ασφάλεια σε αυτήν τη θέση. Σχετικά με την «μαρμάρινη λιθόπλινθο» που βρίσκεται στον δρόμο και φέρει ασήμαντα ίχνη επιγραφής πρβλ. Mitth. d. arch. Inst. VI, σ. 347. Δεν τολμώ σε αυτό το σημείο ακόμη να μιλήσω για την υπόλοιπη τοπογραφία του Θριασίου Πεδίου. Η πλούσια αλλά κατακερματισμένη καλλιέργεια της γης, τεκμήρια της οποίας αποτελούν ακόμη και σήμερα πολλά και ομοιόμορφα διεσπαρμένα κατάλοιπα αρχαίων αγροικιών, δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό την ομαδοποίησή τους γύρω από κάποια συγκεκριμένα κέντρα δήμων. Πολλές επιτύμβιες επιγραφές Θριασίων αποκαλύφθηκαν στα Καλύβια Χασιάς, το χωριό που εμφανίζεται στο δυτικό άκρο του χάρτη μας (πρβλ. Κουμανούδης, Αττ. Επιγρ. Επιτύμβ. 561. 571. 572.). Ο όγκος της Πάρνηθας κατέρχεται με εξαιρετικά ομοιόμορφους κυματισμούς έως αυτό το χωριό, όπως δείχνουν οι εντελώς παράλληλες ισοϋψείς γραμμές, συνέπεια αρχαιοτάτων απορροών των υψηλότερα ευρισκόμενων γεωλογικών σχηματισμών, η διαδικασία των οποίων παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με εκείνην της πεδιάδας του Κηφισού (βλ. παραπάνω σ. 41 κ.εξ.), ωστόσο σε μια πιο ήπια μορφή. Επιπλέον, όπως εδώ έτσι και εκεί, ένας χείμαρρος που σχηματίζεται από τα υπολείμματα των ροών δημιουργεί στα σημεία όπου οι τελευταίες έχουν προκαλέσει την εντονότερη αποσάθρωση του εδάφους, μια βαθιά κοίτη με κάθετες όχθες, η οποία δεν ρέει εντός μιας λεκάνης αλλά κατά μήκος μιας επίπεδης κορυφογραμμής.
[49] Απομένει μόνον να μνημονεύσουμε το ερειπωμένο χωριό Στεφάνι, ανατολικά από τους Ρειτούς, από το οποίο ένα μονοπάτι μεταξύ μίας ομάδας υψωμάτων στα βόρεια και του όρους Αιγάλεω οδηγεί προς τις Αχαρνές. Κοντά σε έναν λόφο που ονομάζεται «Δεμερτζής» φαίνεται ότι βρισκόταν ένας οχυρωμένος δήμος (τον οποίο ο Hanriot, Recherches, σ. 113 κ.εξ. 226 εντελώς αβάσιμα ταυτίζει με την Ερχία)· μια αμφιλεγόμενη επιτύμβια επιγραφή του Lenormant, C. I. Att. III, 3566, η οποία υποτίθεται ότι βρέθηκε εδώ, αναφέρει: [Νου]μήνιος [Ἀ]νδρέου [Βα]τῆθεν. Ο Gell, Itin., σ. 24, τοποθετεί εδώ τις Σκαμβωνίδες· πρβλ. Stuart – Revett, Alterth. v. Ath. ΙΙ, σ. 398 γερμ. μτφρ.). Ο παραπάνω δρόμος έχει να επιδείξει έως το «Δέμα» πολλές άλλες θέσεις με οχυρωματικά έργα, πύργους και αμυντικά τείχη. Η σειρά λόφων που τον ορίζει στα νοτιοδυτικά δεν αποτελεί παρά συνέχεια του ίδιου σχηματισμού βράχων που τέμνει το μεγάλο τείχος. Εάν κοντά στους Ρειτούς, ακριβώς στο σημείο όπου ο ορεινός όγκος φθάνει στη θάλασσα, κάποτε βρίσκονταν τα όρια μεταξύ Αττικής και Ελευσίνας, αυτά θα διέτρεχαν κατά μήκος και το πίσω μέρος αυτού του όγκου έως την Πάρνηθα. Επομένως, τα οχυρωματικά έργα που αναφέρθηκαν μπορούν να ερμηνευθούν ως εξωτερικά φυλάκια του ίδιου αμυντικού συστήματος των τειχών που ανήγειρε η Αττική και τα οποία παρατηρήσαμε ήδη στα περάσματα προς την αττική πεδιάδα.
Arthur Milchhoefer
[1] Δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο ο Ulrichs (Reisen II, σ. 181, σημ. 59) επιμένει ότι το Τριπύργι είναι πολύ κοντά στο πεδίο της μάχης. Μήπως εννοεί, όπως και ο Hanriot, Recherches, σ. 212, ότι, εκτός της εκπλήρωσης του χρησμού, και αυτό καθαυτό το γεγονός το χαρακτήριζε κάτι το θαυμαστό;
[2] Δεν ήμουν σε θέση να βρώ εκ νέου τα ίχνη κοντά στο φυλάκιο που αναφέρονται από τον Kaupert (υπ’ αρ. 2), ωστόσο αυτά, από όσα πληροφορούμαι, είναι εξακριβωμένα. Τα κατάλοιπα στην κοίτη του Ιλισσού (υπ’ αρ. 1) πρέπει να προέρχονται από τη γέφυρα. Σχετικά με την οικοδόμηση και την κατάπτωση του τείχους πρβλ. Χάρτες της Αττικής I, σ. 29 § 15 και σ. 30 § 17.
[3] Δεν μπορώ να μην παραθέσω, έστω και εκ των υστέρων, τη σύντομη επεξήγηση του σχεδίου από τον κύριο v. Alten, η οποία έφθασε στα χέρια μου μόλις κατά τις εργασίες εκτύπωσης: «Στη μύτη του βράχου, που ανεβαίνει απότομα από την κοιλάδα του Κορυδαλλού, βρίσκονται τα κτηριακά κατάλοιπα που αποτυπώνονται στο φύλλο Ι. Η κοιλάδα ξεκινά πολύ κοντά στο υψηλότερο ύψωμα του Κορυδαλλού. Το ύψωμα πάνω στο οποίο βρίσκονται τα αρχαία κατάλοιπα σημειώνεται στον χάρτη μου ως 281,5.
Το τμήμα της μύτης του βράχου, η οποία είναι συμφυής με τον ορεινό όγκο, καθίσταται απρόσιτο μέσω ενός τείχους και, όπως φαίνεται, και ενός ορύγματος, με αποτέλεσμα να έχουμε να κάνουμε με μια σε όλες τις πλευρές της επαρκή αμυντική εγκατάσταση.
Η μοναδική στενή είσοδος οδηγεί από τα βορειοδυτικά σε έναν χώρο όπου τα άνδηρα, που βρίσκονται σε διαφορετικά ύψη, έχουν κατασκευασθεί μέσω τεχνητών επιχώσεων, όπως αυτό απεικονίζεται στις τομές. Οι όψεις των αναθηματικών κογχών και τελετουργικών σκευών που έχουν περιληφθεί στο φύλλο Ι παραπέμπουν με μεγάλη βεβαιότητα σε ένα ιερό.
Σε αυτό το ιερό οδηγεί ένας αρχαίος δρόμος τα ίχνη του οποίου είναι ακόμη σαφώς αναγνωρίσιμα στην κοιλάδα, και ο οποίος χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, όπως φαίνεται και στο σχέδιο (κάτω από τη γραμμή), εξαιτίας του γεγονότος ότι περιβάλλεται από μια λιθοσειρά.
Κοντά σε αυτόν τον δρόμο, εκεί όπου σημειώνονται στον χάρτη οι δύο δεξαμενές, βρίσκονται προς τα νοτιοανατολικά του σημείου υψώματος 160 οι, επίσης στο κάτω μέρος, απεικονιζόμενες θεμελιώσεις, η σημασία των οποίων θα μπορούσε να αποσαφηνισθεί μόνον μέσω μιας ανασκαφής».
[4] Αναγνωρίζω ακόμη και σήμερα τα κατάλοιπα ενός τέτοιου πεσσού στα νοτιοανατολικά του ανακτορικού κήπου, στα ανατολικά του νέου εκθεσιακού κτηρίου με την ορατή κυβιστική τοιχοποιία, τα οποία συνήθως αποδίδονται σε έναν πύργο του τείχους της πόλης.
[5] Η μονή περιβάλλεται από έναν ευρύχωρο περίβολο και έχει εγκαταλειφθεί εδώ και καιρό. Το καθολικό, με ιωνικούς μαρμάρινους κίονες, έχει ανακαινισθεί με σχετικά σύγχρονο τρόπο. Ένα πηγάδι περιέχει άφθονο νερό πηγής, ενώ δίπλα βρίσκονται ένα παραμορφωμένο φθαρμένο επιτύμβιο ανάγλυφο (απεικονίζει δύο γυναίκες) και ένα δωρικό κιονόκρανο.
[6] Εντελώς αναξιόπιστη μου φαίνεται η υπόθεση του Hanriot (Recherches, σ. 191), ο οποίος τοποθετεί το ιερό στη θέση του Αγ. Ιωάννη του Κυνηγού, αν και με αυτήν την ταύτιση θα μειωνόταν η δυσκολία που φαίνεται ότι εγείρεται ενάντια στη δική μας τοποθέτηση του δήμου Γαργηττού. Ενώ σύμφωνα με τον συνήθη μύθο θα έπρεπε να έχει ενταφιασθεί εκεί το σώμα του Ευρυσθέα (Στράβ. IX, 377· Στέφ. Βυζ. Ησύχιος λ. Γαργηττός), ο ίδιος στον Ευριπίδη (Ηρακλ. 1031) επιθυμεί να έχει την τελευταία του κατοικία: δίας πάροιθε παρθένου Παλληνίδος. Στην ανάγκη, οι δύο εκδοχές θα μπορούσαν να συνδυασθούν εάν το ιερό βρισκόταν στην ψηλότερη κορυφή του Υμηττού, στις υπώρειες της οποίας θεωρήσαμε ότι πρέπει, επίσης, να αναζητήσουμε τον δήμο Γαργηττού. Αλλά αμφισβητώ πλήρως την υπόθεση ότι ο ποιητής εννοεί εδώ ένα σημείο του δήμου Γαργηττού, αντί, εφόσον συσχετίζει τον τάφο του Ευρυσθέα με το ιερό, να ακολουθήσει, όπως θα ήταν ορθότερο, μια υπάρχουσα ή μια δική του ποιητική εκδοχή. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε μια τρίτη εκδοχή όπου ο Ευρυσθέας σκοτώθηκε στην πεδιάδα του Μαραθώνα και, τουλάχιστον το κεφάλι του, θάφτηκε στην Τρικόρυνθο (Στράβ. ό.π.).
[7] Ο Kiepert (Atlas von Hellas) μεταφέρει στη θέση του Χαλανδρίου τον δήμο Αγνούντος. Ωστόσο, εάν ο Πάλλας (Πλούτ. Θησ., c. 13) είχε ως κήρυκα έναν Αγνούσιο, τότε ο δήμος Αγνούντος βρισκόταν με βεβαιότητα στην επικράτεια του, δηλαδή στα δυτικά όχι πέραν του Υμηττού.
[8] Το δημοτικό εμφανίζεται ως εξής στις επιγραφές: Ἡφαιστιάδης,Ἰφιστιάδης, Εἰφιστιάδης, Ἰφειστιάδης. Σχετικά με την ταυτότητα πρβλ. τη βιβλιογραφία στον Ross, Demen, σ. 74. Ένας επώνυμος ήρωας ονόματι Ἰφίστιος στον Ησύχιο.
[9] Ο Wachsmuth (d. Stadt Athen I, σ. 257 κ.εξ.), ωστόσο, αποδίδει την Ακαδημία στον Κεραμεικό, κυρίως γιατί αυτός αναφέρεται στις πηγές ως ο τόπος από τον οποίο ξεκινούσαν οι λαμπαδηδρομίες. Δεν θεωρώ αυτήν την υπόθεση ως ασφαλή, μολονότι δεν θα διαφοροποιούσε πολύ τα ισχύοντα.
[10] Δεν είναι εδώ ο χώρος να πραγματευτούμε λεπτομερέστερα τα κατάλοιπα των τοπικών σχέσεων των αττικών φυλών. Ας σημειωθεί, πάντως, πρόχειρα ότι π.χ. το κέντρο βάρους της Πανδιονίδος φυλής βρίσκεται στα ανατολικά, της Αιαντίδος στα βόρεια και της Οινηίδος στα βορειοδυτικά· επίσης, να σημειωθεί το γεγονός ότι όλοι οι γνωστοί δήμοι της Κεκροπίδος εκτείνονται σε μια κατεύθυνση από τα βόρεια προς τα νότια μεταξύ του Κηφισού και του Υμηττού ή και του Πεντελικού, ενώ εκείνοι της Ιπποθοωντίδος σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο δυτικά γύρω από την Αθήνα, που στοχεύει προς τον Πειραιά, την Ελευσίνα και τη Δεκέλεια.
[11] Περαιτέρω σκέψεις για αυτό το ζήτημα πρόκειται να αναπτυχθούν αλλού. Πρβλ., ωστόσο, μια επισκόπηση της περιοχής, των τοπωνυμίων και των ευρημάτων που δίνω στο «Deutschen Revue» 1882, σ. 220 κ.εξ.
[12] Πρβλ. «Das Kuppelgrab von Menidi», εκδ. Γερμ. Αρχ. Ινστιτούτου. Ας σημειωθεί συμπληρωματικά εδώ ότι η ιδέα για την έρευνα αυτής της θέσης, που κατόπιν οδήγησε στην ανασκαφή της, ήταν δική μου και υλοποιήθηκε από κοινού με τον φίλο μου Körte.
[13] Όταν 14 έτη πριν ο Πλειστοάνακτας επέστρεψε ξαφνικά από το Θριάσιο Πεδίο στη Σπάρτη, θεωρήθηκε ότι είχε απλά δωροδοκηθεί προκειμένου να σταματήσει την περαιτέρω εισβολή του (Θουκ. ΙΙ, 21).
KARTEN VON ATTIKA
______
AUF VERANLÄSSUNG DES
KAISERLICH DEUTSCHEN ARCHÄOLOGISCHEN INSTITUTS
UND MIT UNTERSTÜTZUNG DES
K. PREUSSISCHEN MINISTERIUMS DER GEISTLICHEN, UNTERRICHTS- UND MEDICINAL-ANGELEGENHEITEN
AUFGENOMMEN DURCH
OFFIZIERE UND BEAMTE DES K. PREUSSISCHEN GROSSEN GENERALSTABES
MIT ERLÄUTERNDEM TEXT
HERAUSGEGEBEN
VON
E. CURTIUS und J. A. KAUPERT
_______
ERLÄUTERNDER TEXT
_______
HEFT III-VI
VON
ARTHUR MILCHHOEFER
_________________
NEBST VIER KARTEN IN FOLIO
MARATHON
_________________
BERLIN 1889
DIETRICH REIMER
Τεύχος III-VI
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
______
ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ
E. CURTIUS ΚΑΙ J. A. KAUPERT
_______
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
______
ΤΕΥΧΟΣ ΙΙI-VI
ΤOΥ
ARTHUR MILCHHOEFER
________
ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ ΧΑΡΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΜΑΡΑΘΩΝΑ
____________
ΒΕΡΟΛΙΝΟ 1889
DIETRICH REIMER
[1] Οι επεξηγήσεις για το τεύχος III-VI (Τμήμα VII-XIX) των «Χαρτών της Αττικής» θα συνδεθούν, όσο είναι δυνατόν, με τα επιμέρους φύλλα, ωστόσο η διάταξή τους θα διατηρήσει τη φυσική γεωγραφική διαδοχή και όχι εκείνην της έκδοσης.
Το υπάρχον υλικό διαιρείται από μόνο του σε δύο κύριες περιοχές: Πρώτον, στο τμήμα της αττικής χερσονήσου που εκτείνεται ανατολικά και νότια του Υμηττού χαμηλώνοντας έως το ακρωτήριο του Σουνίου. Δεύτερον, στην περιοχή γύρω από το Πεντελικό.
Θα συζητήσουμε, επομένως, τους χάρτες κατά το ακόλουθο σχήμα:
Α. Η νοτιοανατολική Αττική
I. Σπάτα (VII) και Περατή (X)
II. Πόρτο Ράφτη (XI), Μαρκόπουλο (XIII) και Βάρη (VIII)
III. (Λαυρεωτική) Όλυμπος (XVII), Λαύριο (XVI), ανατολικό και δυτικό Σούνιο (XV, XIV)
Β. Η περιοχή του Πεντελικού
IV. Πεντελικόν (XII) και Ραφήνα (IX)
V. Μαραθών (ΧΙΧ) και Δρακονέρα (XVIII)
Καθώς το κείμενο ακολουθεί εξωτερικώς τους χάρτες, έτσι και το περιεχόμενό του θα αποτελέσει, αρχικά, μόνο μια συμπληρωματική περιγραφή της εικόνας, την οποία μας παρέχουν οι ίδιες οι τοποθεσίες και τα κατάλοιπα της Αρχαιότητας που σώζονται έως σήμερα. Επομένως, σε ό,τι αφορά την αρχαία τοπογραφία θα αναφερθούμε σε εκείνες τις αρχαίες θέσεις για τις οποίες οι γνώσεις μας είτε είναι απολύτως βέβαιες είτε η επιτόπου αυτοψία και έρευνα παρείχαν άμεσα αποτελέσματα. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι επιτρεπτή και η κατά τόπους αξιολόγηση γλυπτών, κυρίως επιγραφών, που βρέθηκαν κατά τις περιηγήσεις μου στην Αττική τη χρονική περίοδο 1887-1888[1].
Τελικές έρευνες, που θα αφορούν και επιμέρους ερωτήματα, μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνον βάσει μιας συνολικής τοπογραφίας της αττικής επικράτειας, εφόσον θα έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα διαθέσιμα βοηθητικά στοιχεία[2]· ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ξεχωριστής μελέτης.
Καθώς δεν κατέστη δυνατόν να ενσωματωθεί στα εκδοθέντα φύλλα III και IV η αναθεώρηση των χαρτών σε ό,τι αφορά την ονοματολογία και τα αρχαία κατάλοιπα, κάποιες διορθώσεις και συμπληρώσεις θα πρέπει να εξαχθούν από το κείμενο.
________________________
Α΄ Η νοτιοανατολική Αττική,
I. Σπάτα και Περατή
(Χάρτες της Αττικής – φ. VII και X)
[2] Το φύλλο «Σπάτα» περιλαμβάνει τη μοναδική μεγάλη εσωτερική πεδιάδα της ανατολικής Αττικής· εκείνο της «Περατής» περιλαμβάνει την παράλια περιοχή που διαχωρίζεται μέσω μιας χαμηλής οροσειράς (η υψηλότερη κορυφή της στο νότιο δασωμένο τμήμα πήρε την ονομασία της από το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη που διακρίνεται από μακριά, ύψ. 212 μ.) από το ακρωτήριο Αλυκή (Βελανιδέζα) στα βόρεια έως τις αιχμηρές κορυφογραμμές του όρους της Περατής που καταλήγει απότομα στη θάλασσα. Βόρεια από αυτά τα υψώματα, στη Ραφήνα και στο λιμάνι της Βραώνας, εκβάλλουν, διασπώντας την οροσειρά, δύο ρέματα, τα οποία είναι τα μοναδικά στην Αττική που, εκτός από το ρέμα του Μαραθώνα, έχουν ανατολική κατεύθυνση και με αυτόν τον τρόπο επιτρέπουν μια πιο άνετη και απευθείας πρόσβαση στο εσωτερικό. Η περιοχή που σχηματίζουν αποτελεί ταυτόχρονα τη φυσική, βόρεια και νότια, οριοθέτηση του χάρτη μας.
Καθώς η λωρίδα που βρίσκεται προς τα δυτικά, την οποία σήμερα καταλαμβάνουν τα χωριά Λιόπεσι και Κορωπί στις υπώρειες του Υμηττού, έχει ήδη συζητηθεί στο κείμενο του σχετικού Τμήματος (ΙΙ, πρβλ. τεύχος ΙΙ, σ. 30 κ.εξ.) θα αναφερθούμε σε αυτή μόνον περιστασιακά. Μια κάποια οριοθέτηση προς αυτήν την πλευρά παρέχουν, κατά κάποιον τρόπο, και αρκετά υψώματα (από Β προς Ν: Μυρτέζα, Κόντρα Ζέζε, Κόντρα Μπάρδα, δηλ. «Μαύρος» και «Λευκός Λόφος»), πίσω από τα οποία βρίσκονται κρυμμένα τα σπίτια του Λιοπεσίου, καθώς και κατάλοιπα των αρχαίων και μεσαιωνικών οικισμών (Φιλιάτι) βορειοδυτικά του νέου χωριού Κορωπί.
Αυτή η περιορισμένη περιοχή διαιρείται επιπλέον στο βόρειο μισό της μέσω ενός τριγώνου από λόφους, το οποίο από το ύψωμα της Μυρτέζας εκτείνεται προς τα βορειανατολικά και σχηματίζει τη λεκάνη απορροής του βόρειου ρέματος προς τη μεσαία πεδιάδα (ονομασίες βουνών: Μυρτέζα 287 μ., Μπούρανι 298 μ., Επάνω Κόντρα 170 μ., Κάτω Κόντρα 168 μ., Πύρεζα 165,5 μ., Οζιά 165 μ., και στη νοτιοανατολική γωνία τα υψώματα των Σπάτων: Μαγούλα 163 μ., Πυργάρι 150 μ.). Επομένως, θα παρατηρήσουμε κατά ζώνες:
1. Την περιοχή του βόρειου ρέματος.
2. Τη λοφώδη περιοχή με τα Σπάτα.
3. Τη μεσαία πεδιάδα.
4. Το παράλιο τοπίο.
5. Την περιοχή του (νότιου) ρέματος της Βραώνας.
1. Το ρέμα που εκβάλλει στη Ραφήνα αποτελείται από δύο κύριους παραποτάμους, έναν νοτιοδυτικό, ο οποίος από το Πεντελικό εισέρχεται στον χάρτη μας μέσω του Χαρβατίου, και ένα βορειότερο ποτάμι από το Ντράφι και το Πικέρμι· αυτοί οι παραπόταμοι συνενώνονται στο Πλατύ Χωράφι (πρβλ. Τμήμα «Πεντελικό»). Δεν φέρουν κάποια ειδικότερη ονομασία και απλώς ονομάζονται «Μεγάλο Ρέμα». Οι πρόσθετες ονομασίες του νότιου ρέματος στον χάρτη ως «Πετρέζα» και «Σκέμφθι» αφορούν την περιοχή. Η ονομασία «Πέλκος» (έλος), για τον μεσαίο ρου, χαρακτηρίζει μια λιμνώδη και καλυμμένη με καλαμιές συγκέντρωση στάσιμων νερών (απύθμενου βάθους, κατά τη λαϊκή αντίληψη). Ιδιαιτέρως πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ονομασία «Μπαλάνα», την οποία ο Hanriot (Recherches s. l. topogr. des dèmes, σ. 189) αποδίδει σε αυτό το ρέμα, δεν είναι εξακριβωμένη. Το ίδιο ισχύει και για το όνομα «Βαλανάρης» (Lolling στο Griechenland του Baedeker [3] 1883, σ. 112). Μπαλάνα ή Παλάνα ονομάζεται μια περιοχή μεταξύ του Γέρακα και του Χαρβατίου και φαίνεται ότι εκεί διατηρείται η ονομασία της Παλλήνης, όπως εκείνη του Γαργηττού στο Γαρητό, παρόλο που και οι δύο τοποθεσίες δεν ταυτίζονται πια με τα επίκεντρα των αρχαίων δήμων. Η Μπάλα, ένας ερημωμένος οικισμός στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου Μπούρανι, επίσης, δεν σχετίζεται καθόλου με το ρέμα.
Στην οξεία γωνία που διαμορφώνει η ένωση των δύο ρεμάτων ορθώνεται η επίπεδη κορυφή του εντυπωσιακού σχηματισμού του Έτοσι (196,9 μ., στο ανατολικό άκρο του χάρτη μας· το μεγαλύτερο μέρος του στο Τμήμα «Πεντελικό»). Καθώς το Έτοσι είναι ορατό από πολλά σημεία της περιοχής, προσφέρει και αυτό, με τη σειρά του, εκτεταμένη εποπτεία του χώρου. Κατά την περίοδο των πολέμων της Ανεξαρτησίας λέγεται ότι χρησίμευε ως φυλάκιο. Τότε, ή πιο νωρίς, ήταν μάλλον και καταφύγιο, καθώς έχουν σωθεί αρκετά σημαντικά κατάλοιπα οχύρωσης από σωρευμένους αργούς λίθους, η οποία περικλείει το ύψωμα. Δεν φαίνεται να είναι αρχαία, ενώ, επίσης, δεν διακρίνει κανείς κάποια «remains of ancient buildings» επάνω ή στις υπώρειες του βουνού, τα οποία αναφέρονται από τον Leake (Demi of Att.2, σ. 76). Στη νοτιοανατολική πλαγιά βρισκόταν το ομώνυμο χωριό (βλ. «ίχνη σπιτιών»), ένα άλλο στο νότιο κοίλωμα του ρέματός μας. Η περιοχή (βλ. «ίχνη σπιτιών και τοίχων» στον χάρτη) φέρει την ονομασία Λουτράκι («Πετρέζα» ονομάζεται η απέναντι λοφώδης περιοχή)· λίγο δυτικότερα («δεξαμενή νερού» που τροφοδοτείται από μια πηγή· «σύγχρονα κατάλοιπα σπιτιών») είναι τα ερείπια από το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη· (από εδώ λέγεται ότι ο άγιος πέρασε στην ανατολική οροσειρά [πρβλ. το ομώνυμο εκκλησάκι]). Πρόκειται για το πέρασμα στη σύνδεση των δρόμων που οδηγούν από νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά. Δεν λείπουν και εδώ τα κατάλοιπα της Αρχαιότητας παρόλο που είναι λιγοστά. Η «δεξαμενή» είναι ένα αρχαίο πηγάδι· κυρίως, ωστόσο, συναντά κανείς κατάλοιπα αρχαίων κατοικιών (ίχνη θεμελιώσεων) στα ανατολικά της περιοχής γύρω από το «ερειπωμένο εκκλησάκι», προς τη βόρεια καμπή του ρέματος. Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι η μεταγενέστερη κατοίκηση κατέστρεψε σε μικρότερο βαθμό τα αρχαία κατάλοιπα. Οι λείοι «αρχαίοι κορμοί κιόνων», που αναφέρονται στον χάρτη, ανήκαν, ωστόσο, αρχικά σε μια παλαιότερη εκκλησία. Ένα πέρασμα οδηγεί μέσω μιας σειράς υψωμάτων στη Βελανιδέζα (βλ. Τμήμα 4). Εάν στραφούμε στην αριστερή όχθη του ρέματος προς τα επάνω συναντούμε, απέναντι από το «Πέλκο» (βλ. παραπάνω), ακόμη ένα «ερειπωμένο εκκλησάκι» που έχει ανεγερθεί πάνω σε ένα ταφικό μνημείο, μαρμάρινα κατάλοιπα του οποίου υπάρχουν στα ερείπια. Ένας τάφος που βρίσκεται κάτω από την αψίδα (στην ανατολική πλευρά) έχει σήμερα συληθεί. Μεγάλες, πήλινες, καμπύλες πλάκες από την κάλυψη του νεκρού, είναι διάσπαρτες ολόγυρα.
Περνώντας από αυτόν τον ταφικό χώρο μπορούμε να ακολουθήσουμε τον αρχαίο δρόμο, ο οποίος συνέδεε την περιοχή του Λουτρακίου με τη θέση ενός διπλού αρχαίου δήμου ανατολικά του Χαρβατίου. Για τη βόρεια θέση, με την ονομασία Ματρίγκο, βλ. Τμήμα «Πεντελικόν». Η νοτιότερη από αυτές, με την ονομασία Βλιχό, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 600 μ. από την προηγούμενη, ακόμη εντός του τομέα του χάρτη μας («θεμελιώσεις αρχαίων οικιών»· ερείπια από ένα εκκλησάκι· λίθινες θεμελιώσεις σε καλή κατάσταση διατήρησης). Νότια από αυτή, κοντά στο «ασβεστοκάμινο», ένας συλημένος τύμβος, το εσωτερικό του οποίου περιείχε αρκετούς τάφους που χωρίζονταν από τοίχους.
Τέλος, στη δεξιά πλευρά του Μεγάλου Ρέματος, στο δρόμο από το Χαρβάτι προς το Παπαγγελάκι, υπάρχουν σε πολλές θέσεις διάσπαρτα σωζόμενα ίχνη αρχαίων και μεσαιωνικών οικισμών: «θεμελιώσεις αρχαίων οικιών». Η περιοχή ονομάζεται Λουτρό, η συνηθισμένη ονομασία για ισχυρά βυζαντινά κτήρια οικοδομημένα με συνδετικό κονίαμα, που είχαν κοσμικό χαρακτήρα. Κατά κανόνα, πρόκειται για τετράγωνα ερείπια που έφεραν καμάρες και, όπως γνωρίζουμε από τα σωζόμενα παραδείγματα, προέρχονται από ισχυρούς πύργους, στους ανώτερους ορόφους των οποίων είχαν πρόσβαση μόνον εσωτερικά με κινητές σκάλες. Στην περίπτωσή μας, έχουν διασωθεί μόνον οι βαθύτερες θεμελιώσεις και ίχνη των προσκτισμάτων. Καλύτερα διατηρημένο είναι το ερείπιο ενός άλλου «Λουτρού» που βρίσκεται στις υπώρειες του Υμηττού, σε απόσταση 2.800 μ. δυτικότερα από αυτό που αναφέρουμε εδώ· πρβλ. Τμήμα «Υμηττός» και «Χάρτες της Αττικής», τχ. ΙΙ, σ. 31 στην αρχή. Ας αναφερθεί εδώ ότι η γύρω περιοχή, στην οποία ό.π. απέδωσα υποθετικά την ονομασία «Γλυκά Νερά», λέγεται στην πραγματικότητα Λυνάνορα· πρβλ. για περισσότερα Stuart und Hanriot (ό.π.) και επίσης Σουρμελής, Αττικά, σ. 66.
Τα εύφορα εδάφη στα νότια και δυτικά, στο Παπαγγελάκι και την Κάντζα, δεν εμφανίζουν κανένα ίχνος αρχαίας κατοίκησης. Δεν μπόρεσα πια να εξακριβώσω τις «αρχαίες θεμελιώσεις» βόρεια-βορειοανατολικά της Κάντζας. Πιθανώς προέρχονταν από επιτύμβια μνημεία κατά μήκος του δρόμου, όπως ο γειτονικός λέων του Αγ. Νικολάου· βλ. Τμήμα «Υμηττός» και «Χάρτες της Αττικής» ΙΙ, σ. 31.
Η Κάντζα (Κάντζα, ιδιοκτήτης: Καμπάς από την Αθήνα) διαθέτει μόνον κάποιες αρχαιότητες ταφικού χαρακτήρα βλ. «Antikenbericht», Mitth. d. Inst. XII, σ. 86 κ.εξ. αρ. 19-22. Στον δρόμο προς το Παπαγγελάκι ένα αρχαίο πηγάδι μαζί με κατάλοιπα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου (ένα τετράγωνο που σχηματίζουν λίθοι τοποθετημένοι καθ’ ύψος) κοντά στο ερειπωμένο εκκλησάκι της «Παναγίας» καταδεικνύουν ότι κατά την Αρχαιότητα υπήρχε εδώ μια σημαντική οδική διασταύρωση.
[4] Το Παπαγγελάκι (Παππᾶ Ἀγγελάκη, ιδιοκτήτης: Πίρος από την Αθήνα) πήρε την ονομασία του από τον ιδρυτή και πρώτο ιδιοκτήτη του τσιφλικιού, όπως σωστά σημειώνει ο Σουρμελής (Αττικά, σ. 69). Αξιοσημείωτα είναι τα κατάλοιπα ενός αρχαίου υπόγειου υδαταγωγού με ορισμένα επιχωσμένα φρεάτια (βλ. στον χάρτη «πρώην πηγάδια»), ο οποίος συγκέντρωνε τα νερά ενός ρέματος που κατέβαινε από τη δυτική πλαγιά του υψώματος του Μπουρανίου. Η φυσική κοίτη οδηγεί κατά μήκος των λόφων Κόντρα στο «Μεγάλο Ρέμα», συνοδευόμενη από μερικά πηγάδια και σωζόμενα τμήματα αρχαίων θεμελιώσεων (περίβολος;· οχύρωση;· βλ. «αρχαίο τείχος»).
2. Οι προστατευμένες στα βόρεια και στραμμένες προς τη μεγάλη πεδιάδα πλαγιές των γυμνών λόφων, οι οποίοι προβάλλουν από τους πρόποδες του Υμηττού προς τα ανατολικά έως και πέρα από τα Σπάτα (βλ. παραπάνω), είχαν οπτική επαφή με τους οικισμούς που τώρα μετεξελίχθηκαν στα δύο μεγάλα χωριά Λιόπεσι (Λιόπι, αλβαν. = μοσχάρι) και Σπάτα.
Στους νότιους πρόποδες του λόφου της Μυρτέζας βρίσκονται τα κατάλοιπα του χωριού Κόκλα με κάποιες εκκλησίες που διατηρούνται ακόμη. Η βορειότερη από αυτές, ο Σωτήρας, έχει ανεγερθεί επάνω από μια πλούσια πηγή. Οι περισσότερες διασώζουν αρχαιότητες· πρβλ. Antikenberich, Mitth. XII, σ. 95 κ.εξ. αρ. 65-67. αρ. 75. 79 (επιτύμβιες επιγραφές Παιανιέων) 84. 87. Το ίδιο και μια σειρά από εκκλησάκια που εκτείνονται προς τα νότια (Κορωπί): Παναγία, Ανάληψη (αρ. 93), Αγ. Γεώργιος (αρ. 76. 77. 91. 92), Αγ. Παρασκευή (θέση Καρελά, νότια του Προφ. Ηλία· αρ. 63).
Στη νοτιοανατολική πλαγιά του Μπουρανίου (έτσι, όχι «Μπούρα», ονομάζεται όλο το βουνό που υψώνεται στα βορειοανατολικά της Μυρτέζας) βρίσκονται τα ερείπια του μικρού χωριού Μπάλα (πρβλ. Stuart, Alt. v. Ath. II, Σουρμελής, σ. 21· Gell, Itiner., σ. 75 Antikenber,Mitth. XII, σ. 87 αρ. 27) με αρχαία πηγάδια και στο ανατολικό άκρο η ανακαινισμένη εκκλησία της Ευαγγελιστρίας με ένα έως σήμερα άγνωστο θραύσμα του καταλόγου πεσόντων C. I. Att. I, 432 (βλ. Antikenber. ό.π. αρ. 25)· ως τόπος εύρεσης δύο άλλων θραυσμάτων κατονομάζεται το χωριουδάκι «Αμπουράκια», ένα τοπωνύμιο που τώρα πια δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί. Μερικά αρχαία πηγάδια έως (βορειοδυτικά) τον Αγ. Νικόλαο (Antikenber. αρ. 26. 56) παραπέμπουν πάντως σε μεσαιωνικούς, ίσως και αρχαίους οικισμούς. Η πολύ εύφορη πεδιάδα τριγωνικού σχήματος, η οποία ορίζεται προς τα δυτικά από το ύψωμα του Μπουρανίου (προς τα βόρεια από τους λόφους Κόντρα, προς τα ανατολικά από τα υψώματα των Σπάτων και τις βορειοανατολικές επεκτάσεις τους: του Οζιά, και της Πύρεζας), έχει διατηρήσει τις ονομασίες πολλών άλλων ακόμη οικισμών της ανατολικής πλευράς. Στα βόρεια, το σύνολο της έκτασης που ονομάζεται Γιαλού (Gell, Itinerary, σ. 75· στον Σουρμελή, σ. 68: Γελοῦ Antikenber. ό.π. αρ. 34. 61) είναι σήμερα ένας νέος αμπελώνας (ιδιοκτήτης Γέροντας από την Αθήνα)· αμέσως στα νότια, κοντά στον «Πύργο» (ερείπια ενός ισχυρού πύργου), όπου τα «ίχνη σπιτιών» και ο Αγ. Δημήτριος (Antikenber. ό.π. αρ. 55) η ονομασία είναι: Τουραλί (το ίδιο τοπωνύμιο υπάρχει και στην πεδιάδα των Αθηνών), ενώ κοντά στην εκκλησία της Αγ. Τριάδας (Antikenber. αρ. 54) βρίσκεται μια τρίτη παλαιότερη θέση. Στις δύο τελευταίες θέσεις μπορεί κανείς να παρατηρήσει αρχαίες λιθοπλίνθους και πηγάδια.
Εκτός των παραπάνω και της Μπάλας, η τοπική παράδοση αναφέρει και τη Μαγούλα, το νοτιοδυτικό, σήμερα ακατοίκητο, ύψωμα των Σπάτων ως πρώην οικισμό. Αυτό, με κατωφέρεια 40 μ. περίπου προς τη νότια και δυτική πεδιάδα, αποτελούσε, χωρίς αμφιβολία, το πιο σημαντικό και ισχυρό σημείο. Στο μισό του ύψους του παρατηρεί κανείς σε αυτήν την πλευρά τα ίχνη ενός ισχυρού οχυρωματικού περιβόλου με συνδετικό κονίαμα. Επίσης, η ονομασία του λόφου Πυργάρι, που προεξέχει προς τα δυτικά και φέρει το νέο εκκλησάκι του Προφ. Ηλία, αφήνει τουλάχιστον να εννοηθεί ένας (σήμερα εξαφανισμένος) οχυρωματικός πύργος. Αν και στη βραχώδη επιφάνεια της Μαγούλας δεν έχει διατηρηθεί κανένα ασφαλές αρχαίο ίχνος, οι προς τα νοτιοδυτικά στραμμένοι, πολύ αρχαίοι, θαλαμοειδείς τάφοι με τον «δρόμο» τους στην πλαγιά της, εγγυώνται την πρώιμη κατοίκηση του υψώματος. Σχετικά με τους δύο, κρίνοντας από τα ευρήματά τους συγγενείς με τους μυκηναϊκούς, τάφους, ο μεν μεγαλύτερος έγινε γνωστός μετά από μια κατολίσθηση, ο δε δεύτερος ανακαλύφθηκε από τον Έλληνα Έφορο των ανασκαφών Σταματάκη, βλ. Mitth. d. Inst. 1877, σ. 281 κ.εξ· Bulletin de corresp. hell. II (1878), σ. 185 κ.εξ. πίν. XIII-XIX. Σήμερα, έχουν πάλι ως ένα σημείο επιχωσθεί. Αναμφίβολα, ο λόφος κρύβει στις ίδιες ισοϋψείς γραμμές και άλλα παρόμοια ταφικά οικοδομήματα.
Υπό την προϋπόθεση ότι σε αυτό το σημαντικό σημείο που έλεγχε την πεδιάδα βρισκόταν και ο πλέον εξέχων δήμος της περιοχής, μπορούμε, πιο συγκεκριμένα, να τοποθετήσουμε εδώ την κοινότητα των Ερχιέων (Ἐρχιά), η οποία μέσω επιγραφικών μαρτυριών (Antikenber. ό.π. αρ. 36-40) εντοπίζεται σε αυτήν την περιφέρεια (πρβλ. τις σκέψεις μου στο Sitzungsber. d. Berliner Akad. 1887, σ. 55 κ.εξ.).
Το χωριό Σπάτα (η ονομασία είναι αλβανική· μία θέση με το ίδιο τοπωνύμιο βρίσκεται στη βόρεια Αττική) με περίπου 1.000 κατοίκους χαρακτηρίζεται από την ψηλή και προστατευμένη θέση του σε ένα διάσελο λόφων. Εκεί [5] όπου ανηφορίζει ο δρόμος από τα βορειοδυτικά, βρίσκεται το (αρχαίο) κύριο πηγάδι του χωριού. Τα υπόλοιπα αρχαία κατάλοιπα που διαθέτει το τελευταίο (βλ. Antikenber. αρ. 25 κ.εξ.) προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από τις περιοχές της νότιας και δυτικής πεδιάδας.
3. Η πεδιάδα νότια και δυτικά των Σπάτων, στην πραγματικότητα μια ρηχή κοιλότητα που ξεκινά στα δυτικά και προσεγγίζει το βαθύτερο σημείο της στη γραμμή Μαρκόπουλο - Βουρβά για να υψωθεί ξανά προς την ανατολική οροσειρά, χρησιμοποιείτο κατά την Αρχαιότητα, όπως και σήμερα, σχεδόν αποκλειστικά για την καλλιέργεια σιτηρών και αμπελιών. Ασφαλή ίχνη εκτεταμένης κατοίκησης συναντά κανείς μόνον στα άκρα και σε μεμονωμένα ανωφερή υψώματα (βλ. παρακάτω Λάππαρι). Ό,τι σημειώνεται στον χάρτη ως «αρχαίο» πρόκειται, εκτός από πηγάδια και δεξαμενές, κυρίως για κατάλοιπα ταφικών περιβόλων, οι λιθόπλινθοι των οποίων έχουν συχνά αφαιρεθεί για να χρησιμοποιηθούν ως δομικό υλικό σε τύμβους κατασκευασμένους με χώμα ή για να δημιουργήσουν λόφους συγκέντρωσης λίθων (λιθορριπές) που δεν είχαν σε καμία περίπτωση ταφικό χαρακτήρα αλλά όφειλαν τον σχηματισμό τους στον συνεχή καθαρισμό των αγρών, και κυρίως των αμπελώνων. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι, κατά κανόνα, δύσκολος, καθώς οι ταφικοί τύμβοι αποτελούνται κυρίως από χώμα, το οποίο συγκρατούν ανά διαστήματα κυκλικά τοποθετημένοι λίθοι. Δεν σπανίζουν οι μνημειώδεις εγκαταστάσεις αυτού του είδους. Αρκετές από αυτές βρίσκονται στη χαμηλή πλαγιά με το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, η οποία περιβάλλει στα νότια τους αμπελώνες των Σπάτων. Μια άλλη σειρά χωμάτινων και λίθινων λόφων με κατεύθυνση προς τα νότια φαίνεται ότι σημαίνει το ανατολικό όριο του δήμου Παιανιαίων.
Η περιοχή Πούσι Λέδι (Πους = αλβαν. πηγάδι, λεντ = τοίχος) περιλαμβάνει τα ερείπια ορισμένων σπιτιών και μερικές αρχαίες λιθοπλίνθους. Στα βορειοανατολικά (πέρα από την περιοχή Κυλίνδρα) συναντούμε μια νεόκτιστη εκκλησία (των Ασωμάτων, στον χάρτη σημειώνεται ακόμη ως «ερειπωμένο εκκλησάκι με επιγραφή», βλ. Antikenber. ό.π. αρ. 47.60). Εκεί κι ένα δωρικό μαρμάρινο κιονόκρανο. Η θέση ονομάζεται (από ένα καταχωμένο πηγάδι) Πουσιτάδι. Βόρεια αυτού βρίσκονται κατάλοιπα ενός «πύργου» και ίχνη σπιτιών, στα δε βορειοδυτικά οι θεμελιώσεις μιας δεύτερης εκκλησίας. Κοντά στον «πύργο» υψώνονται αρκετοί ταφικοί τύμβοι, ένας από τους οποίους έχει ανοιχτεί ως ένα σημείο. Στο εσωτερικό διακρίνει κανείς επιμελώς κτισμένους και μεταξύ τους εγκάρσια τοποθετημένους τοίχους, οι οποίοι διαχώριζαν τις ταφές.
Εξίσου σημαντικοί είναι δύο τύμβοι που βρίσκονται βορειοανατολικά, κοντά στο εκκλησάκι του Αγ. Πέτρου (βλ. τον χάρτη). Η περιοχή στα βόρεια ονομάζεται Βαθύ Πηγάδι (βαθύ πηγάδι, αλβαν.: Πούσι Τέλε, όχι «Μερκούρι», το οποίο βρίσκεται ανατολικότερα στην είσοδο του περάσματος). Η ονομασία του ερειπωμένου οικισμού προέρχεται από ένα πολύ βαθύ, αστείρευτο πηγάδι, το νερό του οποίου είναι πολύ φημισμένο. Σε αυτήν την περιοχή λέγεται ότι βρέθηκε η μαρμάρινη σφίγγα των Σπάτων, πρβλ. Antikenber. ό.π. αρ. 24 επίσης αρ. 33 (επιγραφή με όρο). Στα δύο τρίτα του δρόμου από εδώ προς τα Σπάτα βρέθηκε - στην περιοχή Μαζαραίϊκα - το ωραίο επιτύμβιο ανάγλυφο για την Καλλιστώ από την Κονθύλη (βλ. Antikenber. αρ. 43). Η επιτύμβια επιγραφή αρ. 48 του Antikenbericht βρίσκεται στην Εκκλησία Φράνκα, η οποία κτίστηκε πρόσφατα στην περιοχή ανατολικά της Δάρδεζας.
Μόλις στον χαμηλό ελλειψοειδή λόφο Λάππαρι, που εκτείνεται από τα βόρεια προς τα νότια, συναντούμε έναν αρχαίο οικισμό βόρεια από το Βαθύ Πηγάδι και ανατολικά από τα Σπάτα. Εκτός από ορισμένα κατάλοιπα και ένα πηγάδι στην πεδιάδα, απαντούν στα άκρα του υψώματος, και συγκεκριμένα στη βόρεια πλευρά, οι λιθόπλινθοι, από ασβεστόλιθο, ενός κυκλικού τείχους, ορισμένες μάλιστα είναι τεραστίων διαστάσεων. Μερικές έχουν μήκος περίπου 3 και πλάτος 2 μ. Ο βράχος φαίνεται να διαπερνάται από σπήλαια. Προφανώς, το οχυρό κάποτε έλεγχε τον δρόμο, ο οποίος, μεταξύ των υψωμάτων των Σπάτων και της ανατολικής οροσειράς, οδηγεί από τα βόρεια προς τα νότια. Βόρεια του Λαππαρίου βρίσκεται ερειπωμένο το μετόχι Βουρβά, που αποτελεί ιδιοκτησία της μονής Πεντέλης.
Ο «μεγάλος τάφος», σε απόσταση 1.200 μ. από το μετόχι Βουρβά, είναι ο επιβλητικότερος τύμβος της περιοχής, με περιφέρεια περίπου 140 βημάτων και ύψος 4 μ. (ονομάζεται Τσούμπα Κούκε, δηλαδή «ερυθρός λόφος»· η περιοχή ονομάζεται Μαρζόρος). Η σειρά λίθων που σημειώνεται ως «αρχαίος τοίχος» και κατευθύνεται προς τον τύμβο, πιθανώς, προέρχεται από τον περίβολο ενός μεγαλύτερου ταφικού χώρου.
Ένας μικρότερος λόφος που βρίσκεται στα ανατολικά έχει συληθεί. Περιέχει μεγαλύτερο αριθμό τάφων, οι οποίοι διαχωρίστηκαν με λίθους, ορισμένοι μάλιστα διατηρούν ακόμη ίχνη αρχαίου επιχρίσματος στη μία πλευρά τους. Εκεί και θραύσματα από χοντρές, καμπύλες, πήλινες πλάκες διακοσμημένες με ανάγλυφες ζώνες με διπλές σπείρες.
4. Η λοφοσειρά που ορίζει την πεδιάδα των Σπάτων προς την πλευρά της ακτής διαθέτει, μεταξύ των ρεμάτων της Ραφήνας και της Βραώνας, μερικές προσπελάσιμες διαβάσεις, από τις οποίες οι δύο πιο άνετες καταλήγουν ανατολικά του μετοχίου Βουρβά, των Σπάτων και του Λαππαρίου. Και οι δύο οδηγούν, πέρα από τα ψηλότερα σημεία των περασμάτων (110 και 96,5 μ.), σε κατάλοιπα μεσαιωνικής και, προπαντός, αρχαίας κατοίκησης.
[6] Ο πρώτος δρόμος από αυτούς που αναφέραμε παραπάνω, όπως και ένα βορειότερο μονοπάτι δευτερεύουσας σημασίας, η υπεράσπιση των οποίων, πιθανώς, γινόταν από τα παράπλευρα υψώματα με τα οποία -όπως φαίνεται- συνδέονταν μέσω τειχών σε σημεία της κορυφογραμμής, οδηγούν προς τον άνω και κάτω ερειπιώνα της Βελανιδέζας. Οι βελανιδιές (quercus macrolepis, Βελανιδηά), από τις οποίες πήραν την ονομασία τους η περιοχή και το χωριό που υπήρχε κάποτε εδώ, έχουν σήμερα μειωθεί λόγω των πολλών πυρκαγιών. Εκτός από θαμνώδη βλάστηση, κυρίως σχίνους, η περιοχή έως τη θάλασσα καλύπτεται από πυκνή, εν μέρει νεαρά, χαλέπιο πεύκη. Είναι υπερβολικά δύσκολο να καταρτίσει κάποιος έναν πλήρη κατάλογο των ταφικών και οικιστικών εγκαταστάσεων που κρύβονται μέσα σε αυτή. Η πλήρης ερήμωση της περιοχής και η καλυμμένη θέση των τύμβων έχει ευνοήσει εδώ, σε μεγάλο βαθμό, την κρυφή λεηλασία τους. Κάποιους μεγάλους και πλήρως διαταραγμένους τύμβους συναντούμε ήδη (δυτικά, βλ. τον χάρτη) επάνω από τα ερείπια του χωριού και του δήμου.
Στην αριστερή πλευρά του ρέματος, που από εδώ κατευθύνεται προς τη θάλασσα, αυτά τα κατάλοιπα σχηματίζουν σε μια απόσταση 600-700 μ. μια βόρεια και μια νότια συστάδα, αυτή με το εκκλησάκι του Σωτήρος. Ωστόσο, στην ίδια πλευρά του ρέματος προς τα κάτω βρέθηκαν, εκτός από ταφικούς τύμβους, και ίχνη αρχαίας κατοίκησης σε τρεις ακόμη θέσεις. Στη δεύτερη από αυτές υπήρχαν, επίσης, κατάλοιπα από ένα εκκλησάκι και από έναν πύργο-παρατηρητήριο(;). Η τρίτη βρίσκεται κοντά στην «δεξαμενή» (18,4 στον χάρτη και ονομάζεται Τουρκοπήγαδο), ενώ η πρώτη στα βορειοανατολικά, απέναντι από τον «συλημένο τάφο» στη δεξιά πλευρά του ρέματος. Ο τελευταίος είναι ένας διαταραγμένος ταφικός χώρος μεγάλης έκτασης, ο οποίος κάποτε είχε μάλλον τη μορφή ενός μεγάλου τύμβου, πιθανώς με όχι ιδιαίτερα μεγάλο ύψος. Εδώ ήλθαν στο φως πριν από 50 χρόνια οι περίφημες επιτύμβιες στήλες του Αριστίωνα και του Λυσέα. Προφανώς, ο τύμβος χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς οι ταφές εισάγονταν είτε από τα άκρα είτε από την επιφάνεια· σήμερα, είναι πια αδύνατον να διαπιστωθεί κατά πόσο οι χώροι ταφής διαμορφώνονταν, έστω και εν μέρει, ως κοιλότητες (πρβλ. την ασαφή περιγραφή του Stephani, Rh. Mus. IV, 1846, σ. 3). Κοντά σε κάθε τάφο θα ήταν ανεγερμένο και το συνανήκον μνημείο. Για άλλα ταφικά ευρήματα από τη Βελανιδέζα βλ. Antikenber., Mitth. XII, σ. 291 αρ. 228 κ.εξ., μεταξύ αυτών και τρία ταφικά μνημεία μιας οικογένειας από τον δήμο Όας. (Η πληροφορία για μια τέταρτη επιτύμβια επιγραφή με το δημοτικό Ὤ]αθεν, που ενδεχομένως μεταφέρθηκε στα Σπάτα από την ίδια περιοχή, οφείλεται στον κ. Δρ Winter, ο οποίος είχε την ευγενή καλοσύνη να εξετάσει προσωπικά τον αναφερόμενο λίθο τον Οκτώβριο του 1887).
Από τα νοτιοδυτικά ενώνεται με το ρέμα της Βελανιδέζας, κάτω από τον προαναφερθέντα τόπο ταφής, ένας δευτερεύων παραπόταμος, ο οποίος, συνεχίζοντας το νότιο πέρασμα (βλ. παραπάνω), έρχεται από την περιοχή του Μερκουρίου (μεταξύ των υψωμάτων που ονομάζονται Σαγάνη και Καμάρεζα και όχι όπως απεικονίζεται στον χάρτη). Οι φυσικές οδικές συνδέσεις, οι αρχαίες θεμελιώσεις, τα πηγάδια και οι ταφικοί τύμβοι επιτρέπουν να θεωρήσουμε το Μερκούρι και την περιοχή που βρίσκεται χαμηλότερα ως έδρα ενός αρχαίου δήμου.
Σε αυτές τις θέσεις αντιστοιχούν και ορισμένα αρχαία «ίχνη» στην ακτή, τα οποία δεν έχουν αυτόνομη σημασία: Στην εκβολή του ρέματος της Βελανιδέζας, στη θέση που ονομάζεται Λούτσα, και στη συνέχεια στα νότια, εκεί όπου εκβάλλει ένα δευτερεύον ρέμα. Στα ανατολικά, κάτω από τον Αγ. Ιωάννη, αναβλύζει κοντά στη θάλασσα η πηγή Πούσι Καραγκιόζ (περιοχή Κροϊρούσσι). Νοτιότερα, εκεί που πληθαίνουν τα «αρχαία ίχνη θεμελιώσεων» και εμφανίζονται τάφοι, βρίσκεται μια δεύτερη πηγή (περιοχή Λούκου ι Μπουτ)· η περιοχή που βρίσκεται ψηλότερα, στην ανατολική πλαγιά του Κόντρα Ζέζε (Μαύρος Λόφος), μου υποδείχθηκε ως «Παλαιά Βελανιδέζα». Η θέση δεν θα ήταν ακατάλληλη για έναν μικρό δήμο.
Βόρεια του ρέματος της Βελανιδέζας απλώνεται κατά μήκος της ακτής το, αρχικά πιο εκτεταμένο, αλμυρό έλος Αλυκή[3].
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σε αυτήν τη θέση που βρίσκεται νότια της Ραφήνας, η οποία έως πρόσφατα διέθετε αλυκή, θα πρέπει να αναζητηθούν οι Ἁλαὶ Ἁραφηνίδες. Δεν απουσιάζουν καθόλου τα αρχαία ίχνη, τα οποία διέλαθαν της προσοχής του Ross (Arch. Aufs. I, σ. 228), για να καταλήξει σε αυτό το φυσικό συμπέρασμα. Τουλάχιστον, είναι διδακτικό πόσο λιγοστά κατάλοιπα μπορεί να μας αφήσει ένας σημαντικός δήμος, ακόμη και ένας μεσαιωνικός οικισμός. Κοντά στο «ερειπωμένο σπίτι» στη θάλασσα βρίσκεται το κατεστραμμένο εκκλησάκι του Αγ. Σπυρίδωνα και κοντά του μεγάλες αρχαίες λιθόπλινθοι. Αυτό που κυρίως εκπλήσσει σε αυτήν την ερημική περιοχή είναι τα κρυμμένα ερείπια μια εκκλησίας μέσα στους θάμνους και τα πευκόξυλα (δεν σημειώνεται στον χάρτη), η οποία βρίσκεται προς τα δυτικά σε ευθεία γραμμή από το νότιο άκρο της Αλυκής, στα αριστερά του δρόμου που οδηγεί απευθείας στη Ραφήνα. Η εκκλησία έχει ασυνήθιστες διαστάσεις, μήκος 50 και πλάτος 30 βήματα, και διαθέτει τρία επιμήκη [7] κλίτη (με 3 αψίδες). Εδώ είχαν εντοιχισθεί καλοσχηματισμένες αρχαίες μαρμάρινες και ασβεστολιθικές λιθόπλινθοι (με αγκώνες τοποθέτησης). Μία από τις τελευταίες προεξέχει 1,45 μ. από το έδαφος και έχει πλάτος 0,77 και πάχος 0,48 [μ.]. Οι μεγάλοι μαρμάρινοι κίονές της (διατηρούνται ακόμη λείψανα από μικρότερους) λέγεται ότι μεταφέρθηκαν έως την Κερατέα για την ανέγερση κάποιου ναού. Μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι η εκκλησία αντικατέστησε ένα αρχαίο ιερό.
Σήμερα, πραγματοποιείται ετήσιο πανηγύρι στις 9 Μαΐου μόνον στο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, το οποίο βρίσκεται επάνω στη νησίδα «κόκκινο νησί» (Κοκκινονήσι) πριν το ακρωτήριο Βελανιδέζα. Βόρεια του ακρωτηρίου χρησιμοποιείται για τις βάρκες των ψαράδων ένα μικρό λιμάνι που φέρει την ονομασία Σκάλοσα κοντά σε αυτό η πηγή Πούσι Μπούρτσι προσφέρει πόσιμο νερό.
5. Καθώς εντάσσουμε την περιοχή του Κορωπίου που εισέρχεται στη νοτιοδυτική γωνία του χάρτη μας στο Τμήμα Βάρης-Μαρκόπουλου, περιοριζόμαστε εδώ στην ποτάμια κοιλάδα της Βραώνας και τη γύρω περιοχή της.
Μεταξύ της οροσειράς που συνοδεύει προς τα νότια το παράκτιο τοπίο της Βελανιδέζας και της οροσειράς της Περατιάς που καταλήγει απότομα στη θάλασσα, ανοίγεται ένας βαθύς λιμένας που φθάνει σε μία βαλτώδη πεδιάδα. Πρόκειται για το Λιβάδι, την περιοχή όπου εκβάλλει το ερχόμενο από τα νοτιοδυτικά ρέμα της Βραώνας και ένας βορειοδυτικός δευτερεύων παραπόταμος, που αποτελούν αστείρευτες υδάτινες φλέβες· εξάλλου, ο πλούτος των πηγών είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιοχής.
Ο παράλιος δρόμος που στρίβει από βορειοανατολικά προς τον λιμένα καθίσταται σταδιακά στενότερος λόγω των συγκλινόντων υψωμάτων. Στα βραχώδη τμήματά του εμφανίζει φθαρμένες, λόγω χρήσης, αρματροχιές (εξ αυτού, το πλάτος τους δεν είναι σταθερό: η εσωτερική μεταξύ τους απόσταση κυμαίνεται μεταξύ 0,70 - 1 μ.). Κάτω από τη δυτική στροφή του δρόμου αναγνωρίζει κανείς κατάλοιπα λίθινων φραγμάτων που εκτείνονταν έως τη θάλασσα· πάνω από την στροφή βρίσκονται οι θεμελιώσεις μιας οχυρωματικής εγκατάστασης ελλειψοειδούς σχήματος (μήκος: περ. 30 μ. από τα ανατολικά προς τα δυτικά πλάτος: περ. 12 μ.). Στη συνέχεια ο βράχος, λόγω εργασιών λατόμευσης, έχει στα δεξιά απολαξευθεί σχηματίζοντας γωνιώδεις εσοχές με λειασμένα τοιχώματα· εκεί και ορισμένοι σημαντικοί, προφανώς άθικτοι, τύμβοι. Ακολουθούν, στην αριστερή όχθη του ρέματος προς την πλαγιά, κατάλοιπα θεμελιώσεων ενός αρχαίου δήμου, στον οποίο φαίνεται να συνανήκουν και οι θεμελιώσεις της γειτονικής περιοχής Κήποι[4] στη βορειοδυτική κοιλάδα. Εδώ, μεταξύ των καταλοίπων της Αρχαιότητας, βρίσκεται και ένας περιμετρικός τοίχος Βυζαντινής περιόδου με πολύ ισχυρό κονίαμα.
Στη νότια πλευρά του Λιβαδιού υψώνεται απέναντι από τα προαναφερθέντα οικιστικά κατάλοιπα και σε ύψος μεγαλύτερο των 40 μ. ένας μεμονωμένος βράχος με κάτοψη ημισελήνου. Στις προεξέχουσες βορειοδυτικές υπώρειες βρίσκεται σήμερα, επάνω σε ένα άνδηρο από μεγάλες αρχαίες ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους, το παλαιό εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου. Ο Ross είδε εκεί, μεταξύ άλλων μαρμάρινων καταλοίπων, το «θραύσμα μιας μικρής καθήμενης γυναικείας μορφής με έναν λέοντα ή σκύλο ή (; άρκτο;) στην αγκαλιά της» (Arch. Aufs. I, σ. 224 κ.εξ.· βεβαίως, μάλλον πρόκειται για ένα αγαλματίδιο Κυβέλης). Ο Leake, Demi2, σ. 72 (σύμφωνα με τον Finlay πρβλ., επίσης, για τα υπόλοιπα ευρήματα στη Βραώνα: Antikenber.Mitth. XII, σ. 291 κ.εξ. αρ. 230 κ.εξ.) μνημονεύει μια αναθηματική επιγραφή προς την Άρτεμη. Αριστερά του ιερού υπάρχουν στους λαξευμένους βράχους ίχνη μικρών οπών στερέωσης (αναθημάτων). Πιο πέρα, στην πλαγιά του βράχου, μια καθαρή και πλούσια πηγή (όπου κολυμπούν και μικρά ψάρια) με ίχνη του αρχαίου περιβόλου. Στη δυτική πλαγιά του βράχου ένα πέρασμα, πλάτους περίπου 13 βημάτων, λαξευμένο στην πέτρα, ανηφορίζει απότομα από τη βόρεια γωνία, κοντά στον Αγ. Γεώργιο, σε ευθεία γραμμή. Στο άνω πλάτωμα εμφανίζονται οι θεμελιώσεις ενός οχυρωματικού περιβόλου πλάτους 0,90.- 1 μ., καθώς και ίχνη εγκάρσιων τοίχων. (Στον χάρτη δεν σημειώνεται το κάστρο· ο Ross ό.π. κάνει λόγο για «ερείπια ενός αρχαίου δήμου»).
Μια δεύτερη σημαντική οχύρωση συναντούμε 4 χλμ. ψηλότερα στο νότιο ρέμα, στο σημείο όπου ενώνεται με ένα δεύτερο μικρότερο που έρχεται από το Μαρκόπουλο. Στη γωνία της συμβολής, δυτικά και απέναντι από τον καλοδιατηρημένο βυζαντινό πύργο-παρατηρητήριο, ορθώνεται ένας προεξέχων βράχος που σημειώνεται στον χάρτη ως «βράχος με κατάλοιπα τοίχων» (ωστόσο οι τοίχοι δεν χαρακτηρίζονται ως αρχαίοι), στα αλβαν.: η ονομασία του είναι Γκούρι Μπιμ (δυνατός βράχος), προφανώς ταυτόσημος με το Παλαιόκαστρον ʼστους Κήπους στον Ross (Arch. Aufs. I, σ. 225). Μια ανάβαση από τα δυτικά, εκεί όπου ρέει μια πηγή, οδηγεί στα κατάλοιπα μιας διπλής οχύρωσης από ωραίες, τετράγωνες λιθοπλίνθους, οι οποίες στο βόρειο άκρο διατηρούνται ακόμη σε ύψος δύο σειρών. Η εξωτερική, η οποία μοιάζει με πεντάγωνο, έχει περίμετρο πάνω από 100 βήματα. Οι [8] εσωτερικές θεμελιώσεις βρίσκονται επάνω σε μία ψηλότερη επίπεδη κορυφή ενός τετραγώνου διαστάσεων από 7 έως 10 βήματα και ανήκαν, ενδεχομένως, σε ένα πυργόσχημο οικοδόμημα. Σε δεύτερη επίσκεψή μου ανακάλυψα το καταπνιγμένο από τους θάμνους έδαφος του πλατώματος, το οποίο είχε διαταραχθεί από λαθρανασκαφές που έφεραν στο φως πλήθος επίπεδων αρχαίων κεράμων.
Προς τα νότια, στο σημείο όπου το επίπεδο έδαφος απλώνεται στις υπώρειες του λόφου και ρέει μια δεύτερη πηγή, θεωρείται ότι έχουν παρατηρηθεί κατάλοιπα ενός μικρού οικισμού που βρισκόταν χαμηλότερα.
Μεταξύ των δύο ακροπόλεων που περικλείουν την άνω και κάτω ποτάμια κοιλάδα, εκτείνονται τα εύφορα, ακόμη και σήμερα μάλλον καλλιεργούμενα, περιβόλια. Κάτω από το σπίτι του κηπουρού, στα νότια της Κάτω Βραώνας («Μετόχι») βρίσκονται ακόμη ορισμένα μεσαιωνικά και αρχαία ίχνη, στην περιοχή που ονομάζεται Λουτράκι· (εδώ λέγεται επίσης ότι βρέθηκε το μαρμάρινο κεφαλάκι Antikenber. Mitth. XII, σ. 291 αρ. 230).
Τα μεγάλα τετράγωνα μοναστηριακά μετόχια Κάτω- ή Νέα - και Άνω- ή Παλαιά Βραώνα (κάτω- ή καινούρια και επάνω ή παλαιά Βρ.), σήμερα εντελώς ερειπωμένα, ανήκουν μαζί με την υπόλοιπη έγγειο ιδιοκτησία στη μονή Ασωμάτων στην Αθήνα. Τα θραύσματα μιας αρχαϊκής, αναθηματικής επιγραφής (C. I. A. I, 341), την οποία είχε δει τελευταίος ο Ross στην Κάτω Βραώνα, σήμερα δεν μπορούν πια να ανευρεθούν μεταξύ των εντοιχισμένων και διάσπαρτων λίθων. Προς τα δυτικά εκτείνονται έως την αριστερή όχθη του ρέματος αρκετά, ασήμαντα μεν, απαραγνώριστα δε κατάλοιπα μιας αρχαίας θέσης. Κάποιοι μνημειώδεις, εν μέρει ακόμη κλειστοί, τύμβοι δυτικά της Κάτω Βραώνας φαίνεται ότι ακολουθούν κατευθύνσεις αρχαίων δρόμων, ιδιαιτέρα εκείνη την οδό, που περίπου ταυτίζεται με τη σημερινή, η οποία βορειοδυτικά οδηγεί προς το Λιόπεσι.
Αντιθέτως, δεν είναι επιβεβαιωμένα τα «κατάλοιπα ενός αρχαίου δήμου», τα οποία αναφέρει ο χάρτης στη δεξιά πλευρά του ποταμιού της Βραώνας, απέναντι από την εκβολή του βορειοδυτικού παραποτάμου, σε μια κοιλάδα που διανοίγεται προς τα νότια. Εδώ βρισκόταν το χωριό Ζιόρτη, ένα τοπωνύμιο που στον αγγλικό ναυτικό χάρτη μετατοπίζεται στον όρμο[5]. Ο τοίχος με κατεύθυνση προς νότο προέρχεται από μια ταφική εγκατάσταση· η θέση όπου βρίσκεται η διασταύρωση με ένα αρχαίο πηγάδι λέγεται Πούσι Καλογέρι. Για τον συσχετισμό με το Πόρτο Ράφτη, καθώς και την περιοχή Λιμικού με αρχαία ερείπια πύργου πρβλ. το επόμενο τμήμα, το οποίο θα αρχίσουμε συνδέοντάς το με περιοχές που συζητήσαμε τελευταία.
II. Πόρτο Ράφτη, Μαρκόπουλο και Βάρη
(Χάρτες της Αττικής – φ. XI, XIII και VIII)
Νότια από την ψηλή, οδοντωτή κορυφογραμμή του βουνού της Περατιάς (306 μ.) βρίσκεται να απολήγει, με εξίσου απότομο τρόπο, στη θάλασσα ο ακόμη πιο συμπαγής ορεινός όγκος του δασωμένου, και για αυτόν τον λόγο σκοτεινού, Μαυρονορίου (403 μ.). Τα δύο όρη πλαισιώνουν με εντυπωσιακό τρόπο τον βαθύ όρμο του Πόρτο Ράφτη.
Αλλά και προς την πλευρά της ξηράς, χωρισμένα από το Μαυρονόρι μόνον μέσω ενός πολύ βαθιού γραφικού φαραγγιού[6], ψηλά βουνά προτάσσονται κατά τον ίδιο τρόπο σε σχηματισμό κλειστού τόξου, με αποτέλεσμα μια άνετη πρόσβαση στον όρμο να είναι εφικτή μόνον μέσα από τρία διάσελα στο βορειοδυτικό τμήμα των τελευταίων, στο σημείο όπου αυτή η οροσειρά και τα προκείμενα υψώματα της Περατιάς παρουσιάζουν τη μεταξύ τους μεγαλύτερη σύγκλιση. Για τις διαδοχικές ονομασίες «Κοκκιτζίνι», «Χαρβάτι», «Μαλιβένιζα» της πρώτης οροσειράς πρβλ. Lolling, Mitth. d. Inst. IV, σ. 361. Η κατά τον L., σ. 359, Καλίβεζα, η οποία εκτείνεται προς την πλευρά της Περατιάς, μου αναφέρθηκε, επίσης, ως μέρος αυτής της οροσειράς.
Το παραπάνω συμβαίνει διότι στο τόσο ερημωμένο τοπίο της Ελλάδας είναι πολύ δύσκολο να λάβει κανείς ομόφωνες απαντήσεις από τους ποιμένες και τους χωρικούς σχετικά με τις ονομασίες βουνών και άλλων τοπωνυμίων.
Το βορειότερο από αυτά τα διάσελα συνδέεται με την κοιλάδα Ζιόρτη, ενώ τα άλλα δύο οδηγούν από την περιοχή του Μαρκόπουλου (κυρίως, από τις θέσεις Αγγελήσι και Μερέντα, βλ. παρακάτω) στον ήσυχο όρμο.
Όπως είναι γνωστό, η λαϊκή ονομασία Πόρτο Ράφτη προέρχεται από τον κολοσσικό (ύψους 3μ.) μαρμάρινο κορμό μιας ενδεδυμένης μορφής, η οποία στρεφόμενη προς τη θάλασσα [9], κάθεται στο ψηλότερο σημείο μιας βραχονησίδας που υψώνεται με τη μορφή πυραμίδας (77 μ.) και βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού. Πάντως, κρίνοντας από τον τρόπο εργασίας, η μορφή θα πρέπει να φιλοτεχνήθηκε μόλις κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Από τις έως τώρα προταθείσες ερμηνείες (πρβλ. Antikenber. Mitth. XII, σ. 292 αρ. 237). καμία δεν είναι πειστική, ούτε ακόμη και εκείνη του Lolling, Mitth IV, σ. 355 (και πριν από αυτόν του Brönstedt), η οποία αναγνωρίζει στο γλυπτό τον Ερυσίχθονα ως τον ιδρυτή της δηλιακής θεωρίας. Και αυτό διότι δεν μπορώ να φαντασθώ το μνῆμα ἐπὶ Πρασιαῖς του τοπικού ήρωα που αναφέρει ο Παυσανίας (Ι, 31, 2), παρά μόνον ως έναν απλό τύμβο από χώμα στην ύπαιθρο, όπως εκείνα του Κέκροπα, του Ίωνα κ.ά. Με μεγαλύτερη βεβαιότητα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η ανέγερση οφείλεται σε κάποια από τα μνημειακά έργα που παραπέμπουν στον Αδριανό ή τον Ηρώδη Αττικό. Και ο προς τα βόρεια γειτονικός βράχος με την ονομασία «Ραφτοπούλα» φαίνεται ότι έφερε ένα μικρό μνημείο. Ο Gell, Itiner., σ. 77 αναφέρει ότι είδε «a niche of white marble» πρβλ. Dodwell, Travels, σ. 532 της αρχικής έκδοσης (με απεικόνιση του «Ράφτη»).
Το εσωτερικό λιμάνι διχοτομείται μέσω της χαμηλής βραχώδους χερσονήσου του Αγ. Νικολάου (ονομάζεται και «Πούντα») σε ένα στενότερο βόρειο και έναν πιο ανοιχτό νότιο όρμο· το νοτιοανατολικό πέρας του τελευταίου σχηματίζει το ακρωτήριο Κορώνη, που δημιουργήθηκε από τις προσχώσεις μιας παρόμοιας με το «Ράφτη», αλλά σημαντικά μεγαλύτερης, νησίδας. Το βόρειο δευτερεύον λιμάνι έχει μικρότερες προσχώσεις άμμου σε αυτήν την πλευρά της Πούντας, όπου βρίσκονται το αγκυροβόλιο που χρησιμοποιούν οι αλιείς και κάποια άθλια πανδοχεία. Η μεσαιωνική κατοίκηση, από την οποία διατηρούνται ακόμη κάποιοι τοίχοι στην Πούντα, έχει εκτοπίσει τα αρχαία κατάλοιπα (εκτός από μερικές λιθοπλίνθους στον Αγ. Νικόλαο). Το ίδιο ισχύει και για τον χώρο περιμετρικά από τον βορειοανατολικό όρμο, όπου υπάρχουν αποκλειστικά λίθοι από κατεστραμμένα σπίτια, η χρονολόγηση των οποίων είναι συχνά αδύνατη. Κοντά στη δεξαμενή μιας πηγής ο Lolling (Mitth. IV, σ. 360) παρατήρησε τα κατάλοιπα ενός μόλου. Η περιοχή ονομάζεται Τρίβλα (Τρίβαλα στον Wordsworth, Athens and Attika3, σ. 220). Λίγο πιο επάνω βρίσκονται τα (μη σημειωμένα στον χάρτη) ερείπια από το εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής με ένα πηγάδι, κοντά σε αρχαία κατάλοιπα. Στα βορειοανατολικά, πίσω από τον λόφο (67 μ.), βλέπει κανείς ερείπια μιας μεγαλύτερης (επίσης, μη σημειωμένης στον χάρτη) ερειπωμένης εκκλησίας με το όνομα Μοναστήρι. Τον τρίτο ιερό χώρο αποτελεί το εκκλησάκι του Αγ. Σπυρίδωνα με πηγαίο νερό μέσα σε ένα περιβόλι, ενώ ψηλότερα προς τα ανατολικά υπάρχουν τα κατάλοιπα ενός πύργου-παρατηρητηρίου. Χωρίς αμφιβολία, ο Lolling (ό.π.) αναγνώρισε ορθώς ότι σε αυτό το τμήμα του λιμανιού θα πρέπει να τοποθετηθεί ένας αρχαίος δήμος, και μάλιστα εκείνος της Στειρίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από μια επιτύμβια επιγραφή που περιέχει το δημοτικόν (Antikenber. αρ. 166). Επιπλέον, η επιγραφή αρ. 238 μαρτυρά και λατρεία των Ηρακλειδών. Για την πορεία της «Στειρίας οδού» βλ. παρακάτω σ. 11.
Η περιοχή του νότιου όρμου από την Πούντα έως το ύψωμα της Κορώνης είναι στην ακτή εν μέρει ελώδης, εν μέρει καλύπτεται κατά τέτοιον τρόπο από προσχώσεις άμμου ώστε πριν από μερικά χρόνια αποκαλύφθηκαν εντός του αμμόλοφου τα ερείπια από ένα εκκλησάκι με χριστιανικούς τάφους. Προς την πλευρά των πλούσιων σε φαράγγια πλαγιών των βουνών το έδαφος είναι ακόμη και σήμερα εύφορο. Ελαιόδεντρα και δρύες κοσμούν την περιοχή, η οποία, όπως και η βραχονησίδα Πρασονήσι νοτιοανατολικά από την Πούντα, φέρει την ονομασία Πρασάς, διαφυλάττοντας με αυτόν τον τρόπο την ονομασία του αρχαίου δήμου Πρασιαίων. Παρόλα αυτά, τα ίχνη της κάτω πόλης είναι λιγότερα από εκείνα της Στειρίας και εντοπίζονται πια μόνον σε ένα περιβόλι με αρχαίο πηγάδι (βλ. «ίχνη θεμελιώσεων τοίχων», «δεξαμενή»).
Αντίθετα, πολύ πλούσια είναι τα κατάλοιπα τοίχων και μεγάλος ο αριθμός επίπεδων κεράμων στη χερσόνησο της Κορώνης, στην οποία έχει διατηρηθεί η αρχαία ονομασία: Κορώνεια (βλ. Στέφ. Βυζ. λ. ἔστι καὶ χερρόνησος πρὸς τὴν Ἀττικήν). Η θέση της ήταν η πλέον κατάλληλη για την ίδρυση ακρόπολης, καθώς μια στενή λωρίδα από άμμο αποτελεί τη μοναδική σύνδεση του πρώην νησιού με την ακτή.
Στην προκείμενη συστάδα χαμηλών λόφων δεν μπόρεσα πια να διακρίνω αρχαίους οικισμούς παρά μόνον μερικούς διαταραγμένους τάφους στις υπώρειές τους. Το τείχος της ακρόπολης θα άξιζε, ίσως, μια ιδιαίτερη τεκμηρίωση, κυρίως διότι δεν αποτυπώνεται στον χάρτη με απόλυτη ακρίβεια (δύο τοίχοι των σκελών του τείχους από νότια και νοτιοδυτικά και πολύ μικρό οχυρό στην κορυφή). Μια πιο ορθή απεικόνιση προσφέρει ο Lolling (Mitth. des athen. Inst. IV, σ. 364 κ.εξ.), ο οποίος διαχωρίζει ως εξωτερική οχύρωση (πλάτους 8-10 ποδών) τον κάτω και στραμμένο προς την ύπαιθρο ισχυρότερο τοίχο από αυτή καθαυτή την κύρια οχύρωση της ακρόπολης, η οποία έχει πλάτος περίπου 6 ποδών και περιβάλλει όλο το βόρειο κύριο ύψωμα. Οι περισσότερο πεπλατυσμένοι λίθοι –οι οποίοι δεν έχουν διαμορφωθεί ως λιθόπλινθοι– είναι τοποθετημένοι καθ’ ύψος χωρίς συνδετικό υλικό. Τα δωμάτια που διαμορφώνονται στο εσωτερικό θα πρέπει κανείς να τα ερμηνεύσει ως αποθήκες ή, σε κάποιες περιπτώσεις, και ως κατοικίες.
Ενώ η παράλια περιοχή της Στειρίας και του Πόρτο Ράφτη επέτρεψε μια κανονική επισκόπηση, οι περίπλοκες εδαφικές συνθήκες της ζώνης Μαρκόπουλου-Βάρης απαιτούν, καταρχάς, μια τοπογραφική εξέταση των ορίων της.
Το βόρειο όριο ορίστηκε στο ανατολικό τμήμα, μέσω της υδάτινης περιοχής του ρέματος της Βραώνας. Το μέσον του ορίου καταλαμβάνει το χωριό Κορωπί, ενώ δυτικά αυτού το φαράγγι του Πιρναρίου [10] δημιουργεί μια βαθιά χαράδρα που διαχωρίζει τον κύριο όγκο του Υμηττού από τη νότια συνέχειά του, το Ξεροβούνι (Άνυδρος, Θεόφρ. περὶ σημ. 20). Αυτό με την επίπεδη ακτή του σχηματίζει το δυτικό όριο της περιοχής μας, στο οποίο αντιστοιχούν στην ανατολική θαλάσσια περιοχή η συστάδα λόφων του Μαυρονορίου και τα παρακλάδια της, στα οποία έχουμε αναφερθεί.
Στα νότια υψώνεται ως φράκτης το μεγάλο όρος Πανί, από τις υπώρειες του οποίου, κοντά στην Κερατέα, το ρέμα που φέρει την κατ’ ἐξοχὴν ονομασία Ποτάμι διαμορφώνει αρχικά, σε ανατολική κατεύθυνση, με ακρίβεια το νότιο όριο της ζώνης μας, ενώ στρεφόμενο στη συνέχεια προς τα νότια διασχίζει τα όρη του Λαυρίου έως τον όρμο του Θορικού.
Τα παραπάνω όρη στενεύουν την κεντρική πεδιάδα, σε κάποια σημεία σε όλο το εύρος της, μέσα από τις πολλές αλλά, κυρίως, μεμονωμένες απολήξεις τους. Η χαλαρή συνοχή των όγκων, οι οποίοι, αυτοί καθαυτοί, είναι συμπαγείς, αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του τοπίου. Το τμήμα του Υμηττού που στρέφεται προς τα νότια εμφανίζει κοντά στη Βάρη ακόμη μια βαθιά διαίρεση που στη συνεχεία διαμορφώνεται σε τρεις απολήξεις (Ακρωτήριο Κάβουρας, Ζωστήρ, σήμερα ονομάζεται ακόμη οὐρά = αλβαν. Μπίστι, και όρη της Βουλιαγμένης). Προς τα ανατολικά, διατηρεί μόνον η προεκτεινόμενη έως το Κορωπί Κόντρα, δηλ. ύψωμα (333 μ., οι κορυφές της επάνω από το χωριό ονομάζονται «Παλάτι»), κάποια συνοχή με τον Υμηττό, αν και εν μέρει αποκόβεται εκ νέου μέσω του άνω ρου του ρέματος της Βάρης. Αντίθετα, τα υπόλοιπα νότια και ανατολικά υψώματα, περιβαλλόμενα από περισσότερο ή λιγότερο ευρείες ζώνες και δρόμους της κοιλάδας, είναι απομονωμένα, τόσο τα μικρότερα, όπως οι λόφοι Σκάρπας (241 μ., 206 μ.) νοτιοδυτικά από τα Λαμπρικά και το Γκούρι Γκλιάτι («μεγάλη πέτρα»· στον χάρτη Κιάφα Θίτι, 195 μ.), όσο και οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι επιμήκους ή κυκλικού σχήματος, όπως το Καραμότι (sic) (230 μ.) ανατολικά της Βάρης, το αμέσως μετά στην ίδια κατεύθυνση βουνό του Αγ. Δημητρίου (202 μ.) και, τέλος, το πλέον προωθημένο όρος Πανί (635 μ.). Στα νότια, απέναντι από το τελευταίο, βρίσκεται στην ακτή κατά τον ίδιο τρόπο απομονωμένο το όρος Σκόρδι ή Όλυμπος (485,9 μ.). Προς τα βορειοδυτικά, επάνω από τα Καλύβια, στη γραμμή προς Λαμπρικά και Κορωπί, εισέρχονται επίσης στην πεδιάδα αρκετά υψώματα: Το Ντρεριβούνι (234 μ., 239 μ.), στη συνέχεια, βορειοανατολικά προς το Μαρκόπουλο η Προφάρτα (289 μ.) και το Στρογγύλι (251 μ.).
Το ίδιο ισχύει, αν και σε μικρότερο βαθμό, και στις ανατολικές συστάδες βουνών. Μπροστά από τη σειρά των βουνών του Πόρτο Ράφτη: το Μαυρονόρι, το Χαρβάτι κλπ., βρίσκεται προς την πλευρά της πεδιάδας το όρος της Μερέντας, το οποίο είναι σχεδόν εξίσου ψηλό και κακοτράχαλο με το Πάνειον (612 μ.). Ένα πέρασμα μεταξύ των δύο με κατεύθυνση από τα βόρεια προς τα νότια διευρύνεται στο νότιο τμήμα του σε μια κοιλάδα που διαθέτει κάποια αρχαία και μεσαιωνικά «κατάλοιπα τοίχων». Αυτή ονομάζεται Τσαρούλι (πρβλ. τα κατάλοιπα ενός μεγάλου επιτύμβιου μνημείου στο Antikenber. αρ. 195). Νοτιότερα, διακλαδίζονται οι δρόμοι προς Κουβαρά (νοτιοανατολικά), Κερατέα (νότια) και Πρασιές (ανατολικά) μέσα από το φαράγγι Πρόι Στείρι (πρβλ. παραπάνω σ. 7, σημ.). Το άνω τμήμα του τελευταίου, το οποίο περιλαμβάνει τρεις εκκλησίες, ονομάζεται Κρόνιζα. Το τμήμα του Μαυρονορίου που είναι στραμμένο στα νότια, προς το ρέμα της Κακής Θάλασσας, φέρει, όπως συμβαίνει και με το «Πανί», μια καθαρά αρχαία ονομασία, δηλαδή Διόνυσος ή Διονυσοβούνι. Προς Κουβαρά και Κερατέα, καθώς και κατά μήκος της αριστερής όχθης του άνω «Ποταμιού», το βουνό σχηματίζει ένα πλήθος στρογγυλών κορυφών, οι οποίες δυτικά από τον Κουβαρά προσεγγίζουν τα προκείμενα υψώματα του Πανείου σε απόσταση ίση σχεδόν με το πλάτος του περάσματος (κοντά στη θέση Μπέττα ή Πέττα, όπου και ένα πανδοχείο). Το ίδιο, μεμονωμένα υψώματα καλύπτουν ως νιφάδες την περιοχή ανατολικά από το Μαρκόπουλο, βόρεια από το βουνό της Μερέντας, τα οποία διασχίζουν οι κύριοι δρόμοι που οδηγούν στο Πόρτο Ράφτη. Το έδαφος που τα περιβάλλει είναι σε διάφορα σημεία ιδεώδες για αμπελοκαλλιέργεια.
Το Μαρκόπουλο, μια από τις πιο φιλικές περιοχές στα Μεσόγεια με πάνω από 1.400 κατοίκους, είναι –όπως και το Κορωπί– ένας σχετικά νέος οικισμός και, όπως και τα υπόλοιπα χωριά αυτής της περιοχής, δεν καταλαμβάνει άμεσα τη θέση κάποιου αρχαίου δήμου. Αντίθετα, μετά το Πόρτο Ράφτη και το βουνό της Μερέντας πρέπει να επισημάνουμε τρεις αναμφισβήτητες θέσεις αρχαίων οικισμών: Η πρώτη, βορειοανατολικά, στην περιοχή γύρω από την εκκλησία της Αγ. Τριάδας που ονομάζεται «Αγγελήσι», η δεύτερη, νοτιοανατολικά, στην περιοχή «Μερέντα» (εκκλησία Παναγίας), και η τρίτη, νοτιοδυτικά, κοντά στο χωριουδάκι «Ντάγλα» (εκκλησία Ταξιάρχη).
Κοντά στην Αγ. Τριάδα, η οποία καταλαμβάνει τη νότια πλαγιά μιας κοιλότητας πλούσιας σε οπωροφόρα δένδρα, συγκλίνουν οι δρόμοι που ανεβαίνουν από το κάτω ρέμα της Βραώνας, μέσω Ζιόρτης και Λιμικού, και από τον βόρειο όρμο του Πόρτο Ράφτη. Ο δεύτερος δρόμος διασχίζει τον αμπελώνα Κολλιδά, ο οποίος σίγουρα ανήκε στον ίδιο δήμο. Ο πρώτος δρόμος (όπως και αρκετοί παράδρομοι) χαρακτηρίζεται στο πετρώδες τμήμα του εδάφους από πολλαπλά κατάλοιπα θεμελιώσεων τοίχων. Μεγαλύτερη σπουδαιότητα, παρόλα αυτά, κατέχουν τα κατάλοιπα ενός αρχαίου πύργου από μεγάλες λιθοπλίνθους (ο παλαιόπυργος που σημειώνεται στον χάρτη ως «κατάλοιπα τοίχων»), επάνω από τη δεξιά πλευρά του δρόμου στην περιοχή Λιμικό (βορειοανατολικά της Αγ. Τριάδας). [11] Τον είχε περιγράψει ήδη ο Ross (Arch. Aufs. I, σ. 226), αν και τον ερμήνευσε ως ταφικό μνημείο. Όμως, η στιβαρότητα και το ύψος της κατασκευής (10,80 x 9,20 μ. οι εσωτερικές διαστάσεις, μήκος των λίθων: 1,25-1,30 μ., ύψος: 0,60 μ. στη νοτιοανατολική μακρά πλευρά ακόμη διασώζονται 6 στρώσεις), καθώς και οι αναλογίες με άλλους πύργους (π.χ. στον Βαρνάβα και τις Ελευθερές) παραπέμπουν σε οχύρωση. Μετά την πλαγιά και προς τον δρόμο παρατηρεί κανείς ακόμη δύο άνδηρα με αρχαία και μεσαιωνική τοιχοποιία. Πιθανόν, περνούσε και από εδώ, κάπως βορειότερα από τον σημερινό δρόμο, η ερχόμενη από τα ανατολικά Στειρία ὁδός.
Τα ερείπια της μονής και της εκκλησίας της Αγ. Τριάδας περιέχουν μόνον μεμονωμένους αρχαίους λίθους, μεταξύ αυτών (στο εσωτερικό) και την ακρωτηριασμένη ερμαϊκή στήλη του Ηρώδη για τον Πολυδεύκη «τοῖσδε τοῖς λουτροῖς προσομιλήσαντα» (C. I. A. III, 814). Ακόμη και σήμερα συγκεντρώνεται μεγάλη ποσότητα νερού σε μια δεξαμενή εντός μιας περιοχής που έχει τη μορφή κήπου (πρβλ. Joh. Schmidt, Mitth. d. athen. Inst. VI, σ. 345). Είναι βέβαιο ότι από την κοντινή περιοχή προέρχεται η επιτύμβια στήλη του Χαιρελάου από τον Αγνούντα και της συζύγου του, την οποία ανακάλυψα στη βόρεια πλευρά του δρόμου κάτω από ελαιόδεντρα στο εκκλησάκι «Παναγία Μόσχου» (Antikenber. αρ. 163· το εκκλησάκι σημειώνεται στον χάρτη μόνον ως αγρόκτημα. Επιπλέον, η επιγραφή των Αγνουσίων ό.π. αρ. 162 πρέπει να βρέθηκε ανατολικά του Μαρκόπουλου· για άλλους 2-3 Αγνουσίους: αρ. 161. 164. 165;).
Η ονομασία Ἀγγελίσι (με αλβ. τοπωνυμική κατάληξη) αντιστοιχεί ακριβώς στην αρχαία Αγγελή, όπως υπέδειξε ήδη ο Πανταζής, Εφημ. των φιλομαθ. 1878, σ. 267. Αυτός ο δήμος ανήκει στην ίδια φυλή –την Πανδιονίδα– με τη γειτονική Στειρία, τον Μυρρινούντα και τις Πρασιές. Η επιτύμβια στήλη των Επιχάρους και Εργοχάρους από την Αγγελή κατέληξε στην Αθήνα μέσω Σπάτων (Antikenber. αρ. 41, η πληροφορία για τον τόπο εύρεσης παραπέμπει νότια από τα Σπάτα και είναι η μοναδική με αυτό το δημοτικό, η οποία ανακαλύφθηκε σε μεγάλη απόσταση από την Αθήνα). Επομένως, η Αγγελή βρισκόταν σε κοντινή απόσταση.
Η σήμερα, επίσης, ερημωμένη περιοχή του χωριού Μερέντα, νότια από το Αγγελίσι και στη βόρεια πλαγιά του ομώνυμου βουνού, έχει, με βάση την ομοιότητα της ονομασίας και μιας επιγραφικής μαρτυρίας (C. I. A. II, 575, ψήφισμα Μυρρινουσίων), από καιρό αναγνωριστεί ως ο αρχαίος Μυρρινούς. Σε αυτά προστίθεται τώρα ένας βωμίσκος της Αρτέμιδος Κολαινίδος (Antikenber. αρ. 149· ένας άλλος βωμός μεταφέρθηκε στους «Εννέα Πύργους», 5 χλμ. νοτιοδυτικότερα, Antikenber. αρ. 180). Δεν υπάρχουν ούτε εδώ σημαντικά ίχνη κατοικιών από την Αρχαιότητα και όσα σημειώνονται στον χάρτη ανήκουν σε ερειπωμένα χωριά. Παρόλα αυτά, δεν λείπουν μεμονωμένα αρχαία κατάλοιπα, μεταξύ αυτών ένας μικρός βωμός με ρόδακες στην εκκλησία της Παναγίας, ο οποίος έχει την ίδια μορφή με τον προαναφερθέντα (Antikenber. αρ. 180), η αρχαία επιγραφή της Φρασίκλειας (C. I. A. I, 469 Antikenber. αρ. 160, δυστυχώς υπέστη βανδαλισμό από ενέργειες φανατισμού), όπως και μια ενεπίγραφη βάση αγάλματος της Αθηνάς (C. I. A. III, 69) που ο Ηρώδης Αττικός είχε ανιδρύσει μετά από την επισκευή ενός ναού της θεάς. Στο Antikenber. αρ. 145 διατύπωσα την υπόθεση ότι ένας κορμός, με κατεστραμμένο το άνω μέρος του σώματος (αρ. 143), ο οποίος βρίσκεται στο εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, που απέχει περίπου 1.200 μ. προς τα ανατολικά, καθώς και ένα αποκρουσμένο Γοργόνειο στην εκκλησία της Ντάγλας (αρ. 144), αποτελούν τμήματα αυτού του γλυπτού. Το διάταγμα μιας φρατρίας των Δυαλέων (C. I. A. II, 600) βρέθηκε, επίσης, στη Μερέντα.
Στην περιοχή Κολιμίτσι, μεταξύ Μερέντας και Κολλιδά, ανοίχθηκαν κάτω από μια χαμηλή επίχωση πολλές σαρκοφάγοι πολύ απλής μορφής, από πορώδη ασβεστόλιθο, οι οποίες περιβάλλονται από τοίχους με λιθοπλίνθους, ενώ τα καλύμματά τους είναι σπασμένα. Μερικά όστρακα επιτρέπουν μια χρονολόγηση στην καλή εποχή. Επίσης, ανατολικά της Μερέντας παρατηρούνται κατάλοιπα ταφικών εγκαταστάσεων, συγκεκριμένα ένας τύμβος κι ένα τετράγωνο κτίσμα από λιθοπλίνθους. Στη συνέχεια, στην ίδια κατεύθυνση, πριν από το μικρό χωριό Ντάγλα όπου κατοικούν περίπου δώδεκα οικογένειες, υψώνεται ένας μεμονωμένος βράχος με κατάλοιπα φραγκικού πύργου. Στις νότιες υπώρειες του υψώματος με τους λείους τοίχους, εμφανίζεται η πλούσια πηγή Λάδα («Ελάδα» στον Stuart· «Ελαδάλ» στον Spon, ο οποίος τοποθετεί εδώ ένα χωριό). Δυτικότερα βρίσκεται η παλαιά εκκλησία του Ταξιάρχη (στο εσωτερικό της τα αρχαία θραύσματα Antikenber. 144, 147, 148. πρβ. 154). Η συνολική εικόνα, αλλά επίσης και άλλα αρχαία κατάλοιπα θεμελιώσεων τοίχων, άνδηρα και πηγάδια παραπέμπουν και εδώ με σαφήνεια σε έναν αρχαίο οικισμό. Τα τοπωνύμια Ντάγλα και Λάδα ακούγονται αρχαιοπρεπή.
Μια περιοχή με την ονομασία Κουτάλα, κοντά στη μεγάλη οδό και νότια από τη Ντάγλα, ίσως σχετιζόταν με την τελευταία. Εκτός από πολλές, εν μέρει ευρισκόμενες in situ ασβεστολιθικές και κροκαλοπαγείς λιθοπλίνθους (με κατεύθυνση από βόρεια προς νότια), είναι αξιοπρόσεκτο το ήμισυ ενός μεγάλου ελαιοπιεστηρίου, ενός ενιαίου λίθου με μορφή σπονδύλου που προεξέχει περίπου 0,80 μ. από το έδαφος και έχει διάμετρο 1,65 μ., με βάθυνση στην άνω επιφάνεια έως το υπερυψωμένο χείλος του λίθου και ομφαλοειδές κέντρο.
[12] Το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου, που βρίσκεται στα δυτικά, φέρει στην αψίδα του το ρωμαϊκό επιτύμβιο ανάγλυφο του νεαρού Επικτήτου (Antikenber. αρ. 169).
Στην πλούσια σε αμπελώνες περιοχή μεταξύ Μαρκόπουλου και Κορωπίου υψώνεται, κοντά στο δεύτερο χωριό, ένας χαμηλός επιμήκης λόφος στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, ενώ τρία ακόμη εκκλησάκια καταλαμβάνουν τη δυτική πλαγιά του (Σωτήρας, Αγ. Θεόδωρος, Αγ. Παντελεήμων). Η περιοχή ονομάζεται Δρόκεια (ονομασία που μνημονεύεται ήδη από τον Σουρμελή, σ. 64). Το εκκλησάκι που αναφέρθηκε πρώτο περιέχει μια αναθηματική επιγραφή του Αγνουσίου Θεοπόμπου στον Ερμή (Antikenber. αρ. 111· για επιτύμβια μνημεία στον Αγ. Παντελεήμονα: Antikenber. αρ. 114, 105).
Οι εκκλησίες των Αναργύρων και της Παναγίας που βρίσκονται βόρεια του λόφου καταλαμβάνουν τη θέση Σκουπέρι (πρβλ. Antikenber. 126 = C. I. A. III, 3130 και αυτόθι παραπομπή στον Pouqueville, ο οποίος κάνει λόγο για μια «urbs destructa Scupéri-Colchini»).
Μεταξύ της Δροκείας και του υψώματος Παλάτι από τη μια πλευρά, οι νοτιοδυτικοί και νότιοι δρόμοι οδηγούν στα Λαμπρικά και τον Αγ. Δημήτριο προς τη θάλασσα (βλ. παρακάτω), από την άλλη πλευρά ένας δρόμος στην κοιλότητα μεταξύ του υψώματος της Προφάρτας και του Ντρεριβουνίου οδηγεί, σε νοτιοανατολική κατεύθυνση, προς το χωριό Καλύβια Κουβαρά (περ. 700 κάτοικοι). Περίπου στο μέσον παρατηρήσαμε τα ίχνη μιας οχύρωσης, η οποία περιέβαλλε έναν λόφο στη δεξιά, δυτική πλευρά του δρόμου (υψόμετρο 154) και, στη συνέχεια, με ένα τείχος, κατευθυνόταν στην απέναντι κείμενη πλαγιά, όπου κι εκεί υπάρχουν, με μορφή ανδήρου, τα κατάλοιπα ενός προεξέχοντος προμαχώνα.
Η επαρκώς καλλιεργούμενη πεδιάδα στην έξοδο του περάσματος δυτικά από τα Καλύβια ονομάζεται ακόμα και σήμερα Εννέα Πύργοι, μολονότι τόσο τα μεσαιωνικά όσο και τα αρχαία κατάλοιπα κάτω από τις καλλιέργειες έχουν, εκτός από κάποιους λιθοσωρούς, σχεδόν εξαφανισθεί. Σε ό,τι αφορά τις εκκλησίες, εκείνη της Παναγίας έχει επανοικοδομηθεί με νέο υλικό, ενώ αντίθετα εκείνη του Αγ. Πέτρου περιέχει, εκτός από τη χριστιανική επιτύμβια επιγραφή του Ολυμπίου (Antikenber. 196) και τον βωμό της Άρτεμης Κολαινίδος (Antikenber. 180, βλ. παραπάνω στη Μερέντα), την επιτύμβια στήλη δύο Προσπαλτίων (Antikenber. 182· και μια ακόμη με το ίδιο δημοτικό, επίσης προερχόμενη από αυτήν την περιοχή, ό.π. αρ. 183). Από την περιοχή πριν από τους Εννέα Πύργους πρέπει, πιθανώς, να προέρχεται η πλειονότητα των αρχαιοτήτων που καταχωρίζονται με την ονομασία «Καλύβια» (Antikenber. αρ. 175. 178 κ.εξ.), ιδιαιτέρα μάλιστα η ωραία στήλη με λουτροφόρο αρ. 181 και πίν. 9, η μεταφορά της οποίας στην Αθήνα το 1887 έγινε μετά από δική μου προτροπή.
Άλλα ίχνη εκτείνονται βορειοανατολικά και ανατολικά των Καλυβίων. Τα πρώτα προέρχονται από ταφικά μνημεία. Αντίθετα, ανατολικά γύρω από τον Αγ. Γεώργιο (όχι την «Παναγία», όπως σημειώνεται στον χάρτη) φαίνεται ότι βρισκόταν ένας μικρός οικισμός (για μια επιτύμβια επιγραφή αυτόθι βλ. Antikenber. αρ. 190).
Νοτιοανατολικά από τα Καλύβια, μετά από το σημείο που στενεύει η κοιλάδα και κοντά στη θέση «Μπέττα» και στο εκκλησάκι των Αγ. Θεοδώρων (όχι Μελετίου), η κοιλάδα διευρύνεται εκ νέου προς την πεδιάδα της Κερατέας, ενώ προς τα ανατολικά, στην αριστερή (βόρεια) πλευρά του άνω Ποταμιού, μια εύφορη περιοχή διάσπαρτη με λόφους ανηφορίζει προς τον Κουβαρά και τις πλαγιές του Διονυσοβουνίου. Απέναντι, βορειοδυτικά από το ακμαίο, κυρίως μέσω της αμπελοκαλλιέργειας, αναπτυγμένο χωριό της Κερατέας (περ. 1.600 κάτοικοι· σε αυτούς ανήκει και η αρόσιμη γη της Λαυρεωτικής) βρίσκεται, για άλλη μια φορά, μια αρχαία, προφανώς και κατά τον Μεσαίωνα κατοικημένη θέση (όπως και στα Καλύβια). Αυτή σημαίνεται από την εκκλησία της Αγ. Τριάδας και από το εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής (όχι Αντωνίου) και φέρει την ονομασία Μεγάλη Αυλή, αν και δεν περιέχει σχεδόν καθόλου συναφή αρχαία κατάλοιπα. Λίθοι (από διαλυμένα σπίτια) και όστρακα καλύπτουν το έδαφος. Από εκεί, λέγεται, ότι προέρχεται η ενεπίγραφη βάση ενός αναθήματος στον Ασκληπιό (C. I. A. II, 990) πρβλ. Επίσης Antikenber. αρ. 214. Ο G. Wheler (πρβλ. Stuart και Revett II, σ. 265 της γερμ. μτφρ.) εννοεί πιθανόν αυτή τη θέση όταν κάνει λόγο για «μια παλαιά και μεγάλη πόλη», η οποία καταστράφηκε πριν από 50-60 χρόνια από κουρσάρους. Πίστευε, επιπλέον, ότι εκεί είχε εξακριβώσει τη θέση ενός θεάτρου.
Στη λοφώδη περιοχή βόρεια από την Κερατέα βρίσκεται το χωριό Κουβαράς, οι κάτοικοι του οποίου (τώρα περίπου 300) κατέβηκαν στα πιο άνετα Καλύβια Κουβαρά. Αρχαία ίχνη συναντούμε μόλις 1 χλμ. νοτιοανατολικά, στη μικρή εύφορη κοιλάδα κοντά στον Αγ. Ιωάννη. Η περιοχή που συνεχίζει στα ανατολικά ονομάζεται Λέντιζα («τοίχοι»). Από εκεί προέρχονται κάποιες επιγραφές, μεταξύ αυτών και ένας αναθηματικός πίνακας βλ. Antikenber. 179, 188, 219. Ενάμισι χιλιόμετρο ανατολικότερα, και λίγο προς τα νότια, συναντούμε σε αμπελώνες, οι οποίοι υπό την προστασία των βόρειων βουνών ευδοκιμούν πολύ καλά στο υπόλευκο έδαφος που χαρακτηρίζει το σύνολο αυτής της περιοχής, τη νεόδμητη εκκλησία του Αγ. Αντωνίου. [13] Από αυτήν την περιοχή προέρχονται τουλάχιστον τρεις επιτύμβιες στήλες προσώπων από τον δήμο Κεφαλής (Antikenber. 210, με ανάγλυφο μεγάλων διαστάσεων, 211. a και b· επίσης, από εκεί προέρχονται οι επιτύμβιες στήλες 211. c και πιθανόν 220). Εδώ ενώνεται ο δρόμος που έρχεται βόρεια από Τσαρούλι, Κρόνιζα και Προστίρι· ένα, επίσης, από εκεί ερχόμενο δευτερεύον ρέμα του «Ποταμιού» κινείται από εδώ νοτιοανατολικά σε απόσταση 2,5 χλμ. προς τη μεγαλοπρεπή εκκλησία Παναγία Γκαρικά (από εκεί βλ. Antikenber. αρ. 202: αναθηματικός κιονίσκος με τη μορφή κορμού φοίνικα με επιγραφές, καθώς και 207, τώρα στην Κερατέα, επιγραφή υποθήκης κάποιου από τον δήμο Δειραδιωτών). Στο μέσον του δρόμου από εδώ προς την Κερατέα, στον αμπελώνα της περιοχής Ρουντζέρι, βρίσκεται ένα τμήμα επιστυλίου με υπολείμματα αναθηματικής επιγραφής (Antikenber. αρ. 201). Λόγω της αδιάλειπτης και επεκτεινόμενης καλλιέργειας αυτής της περιοχής δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της ακριβέστερης θέσης του μεγάλου δήμου βορείως του Ποταμιού και ενώ οι μεγαλύτερες αρχαίες λιθόπλινθοι κατά κανόνα καλύπτονται από το χώμα των αμπελιών, οι μικρότερες σωρεύονται σε υψώματα ή αναχώματα στα όρια των αγρών.
Άλλα κατάλοιπα εκτείνονται δεξιά και αριστερά της όχθης του Ποταμιού κατά κύριο λόγο, είναι αξιοπρόσεκτη μια θέση ερειπίων στη νότια πλευρά (φ. Λαύριον, στον χάρτη σημειώνεται μόνον: «Τύμβος»). Η περιοχή ονομάζεται Γκράμπα. Μια ακόμη περιοχή, που βρίσκεται 1.000 μ. νοτιοανατολικά από το Οβριόκαστρο –δηλ. κάστρο του Εβραίου, ενός μεσαιωνικού ερειπίου–, λέγεται Νόκα. Αυτό το ύψωμα φέρει σωρούς αρχαίων λίθων, κατάλοιπα θεμελιώσεων και τα ερείπια από ένα εκκλησάκι (Εκκλησία Κουκέ, δηλ. «η ερυθρή»). Μεμονωμένα αρχαία κατάλοιπα συνεχίζουν να εμφανίζονται μέσα σε ελαιώνα προς την Κερατέα.
Καθώς σε ό,τι αφορά το όρος Πανί και τις θέσεις που σχετίζονται με αυτό παραπέμπουμε στο Τμήμα «Όλυμπος», απομένει ακόμη να εξετάσουμε την παράλια περιοχή του Μαυρονορίου έως τη νότια καμπή του Ποταμιού. Οι απολήξεις του προαναφερθέντος όρους και από τα νότια εκείνες των βουνών της Λαυρεωτικής επέτρεψαν να δημιουργηθούν εδώ μόνον δύο μικροί όρμοι: Εκείνος της Κακής Θάλασσας στα βόρεια και ο μικρότερος του Δασκαλειού (στον χάρτη ο τελευταίος φέρει την παρανοημένη και για εμένα αινιγματική ονομασία Δασκαλιονίκι –πιθανώς, παραφθορά από το ἐργαστήριον Νικίου;–, ενώ τα μεταλλεία της Φοφώλας σημαίνονται ως Δασκαλειό).
Η πεδιάδα της Κακής Θάλασσας είναι, κυρίως στο νότιο τμήμα, αμμώδης και ελώδης. Ένα ρέμα εκβάλλει μέσα από γραφικά διασπασμένους, χρωματιστούς όγκους βράχων. Στο βόρειο τμήμα, ψηλότερα, εμφανίζονται πηγές προς τα νότια, υπάρχουν ίχνη αρχαίων ανδήρων και ερείπια από το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, στην αψίδα του οποίου είναι εντοιχισμένα τα θραύσματα ενός μεγάλων διαστάσεων αναθηματικού αναγλύφου (θεός ή ήρωας σε έναν ναό· Antikenber. αρ. 239).
Ο όρμος του Δασκαλειού, τώρα χώρος επιστασίας και εργασίας, καθώς και εξαγωγικό λιμάνι των σιδηρομεταλλευμάτων που εμφανίζονται, όπως και στη Φοφώλα, εν μέρει επιφανειακά σε κοντινή απόσταση (Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία), φαίνεται ότι έπαιζε και κατά την Αρχαιότητα σημαίνοντα ρόλο. Βόρεια από τα σπίτια βρίσκονται, κοντά στη θάλασσα, εκτός από έναν λείο κίονα και αρκετά (4) μεγάλα αρχιτεκτονικά μέλη από ασβεστόλιθο. Ένας από τους λίθους έχει μήκος 2,63 μ. πλάτος 0,96 μ. και ύψος 0,71 μ., ένας άλλος, εξίσου μεγάλος, φέρει ιωνικό κυμάτιο. Στο βόρειο άκρο του όρμου, κάτω από τα κατάλοιπα που ανήκουν στο εκκλησάκι του Αγ. Ανδρέα, βρέθηκε μια μαρμάρινη επιγραφή με τα φθαρμένα ίχνη ενός ψηφίσματος (Antikenber. αρ. 240). Μέσα στη θάλασσα διακρίνονται κατάλοιπα ενός μόλου. Μια νησίδα στο βόρειο τμήμα του λιμανιού (δεν σημειώνεται στον χάρτη) έχει λιθοπλίνθους (in situ;) ενός μνημειώδους αρχαίου κτηρίου. Σε μια θέση με την ονομασία Φύρλα (Φέρλα), που βρίσκεται βορειοδυτικά και επάνω από το Δασκαλειό, εμφανίζεται ένας ακόμη μεγαλύτερος αριθμός επάλληλα τοποθετημένων κορμών κιόνων, ελαιοπιεστηρίων (;) και ορθογωνίων λιθοπλίνθων μεγάλων διαστάσεων, που φαίνεται ότι προέρχονται από κάποιο γειτονικό λατομείο.
Στρεφόμαστε τώρα στην ορεινή, πευκόφυτη αλλά, επίσης, πλούσια σε σιτηρά περιοχή μεταξύ Καλυβίων, Κορωπίου και Βάρης.
Από τα Καλύβια, εκτός του προς τα βορειοδυτικά κινούμενου δρόμου προς το Κορωπί μεταξύ Προφάρτας και Ντρεριβουνίου (βλ. παραπάνω), ένα πέρασμα σε δυτική κατεύθυνση, που διέρχεται από κάποια κατάλοιπα θεμελιώσεων τοίχων επάνω από τους Εννέα Πύργους, οδηγεί στους καλλιεργήσιμους αγρούς που οριοθετούνται προς τα βορειοανατολικά από το προαναφερθέν όρος, προς τα δυτικά από το Κεραμότι και προς τα νότια από τον Αγ. Δημήτριο. Ένας αριθμός διάσπαρτων σπιτιών εξυπηρετεί τους ιδιοκτήτες των χωραφιών (κυρίως από το Κορωπί) κατά τις περιόδους σποράς και θερισμού ως κατοικίες, στάβλους και αποθήκες (βλ. στον χάρτη «σπίτια ποιμένων». Η πρώτη συστάδα κοντά στο «ερειπωμένο εκκλησάκι» παραπέμπει εξ αιτίας της ονομασίας της «Παλαιό Μετόχι» σε μοναστηριακή ιδιοκτησία. Μια δεύτερη, [14] που βρίσκεται βορειοδυτικά, βλ. «οικίσκοι ποιμένων» στον χάρτη, ονομάζεται Μεγάλαις Πεύκαις. Ιδιαίτερα στην τελευταία θέση δεν λείπουν διάσπαρτες και εντοιχισμένες αρχαίες λιθόπλινθοι (για ένα θραύσμα επιτύμβιας στήλης που βρίσκεται εκεί βλ. Antikenber. αρ. 142). Για τη συνέχεια προς τη Βάρη μέσω Θιτίου και Κίτσι Πηγαδίου, όπου από τα βόρεια συνενώνεται και ο δρόμος από τα Λαμπρικά βλ. παρακάτω, μετά τα Λαμπρικά.
Ένας τρίτος δρόμος οδηγεί από τα Καλύβια προς τον Όλυμπο, περιτρέχοντας τη δυτική και νότια πλαγιά του όρους Πανί (βλ. παρακάτω). Εφάπτεται στην περιφραγμένη, λόγω των εορταστικών συγκεντρώσεων, εκκλησία του Ταξιάρχη, ενώ κατά την πορεία του συναντά στα δεξιά το εκκλησάκι της Αγ. Τριάδας, με πηγή και αρχαία κατάλοιπα θεμελιώσεων σε κοντινή απόσταση (για ένα επιτύμβιο ανάγλυφο που είναι εντοιχισμένο στην εκκλησία βλ. Antikenber. αρ. 194). Η περιοχή πιο κάτω, εκεί όπου ένα μονοπάτι διακλαδίζεται και στρέφεται δυτικά προς τον Αγ. Δημήτριο, ονομάζεται Λυκούριζα.
Το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου, από το οποίο πήρε την ονομασία του το δυτικό βουνό, βρίσκεται μέσα σε ένα περιβόλι κοντά στην αμμώδη ακτή. Τα αρχαία κατάλοιπα σε αυτήν τη θέση είναι άνευ σημασίας· όσα σημειώνονται μετά το πέρασμα, κοντά στους δρόμους που οδηγούν βόρεια προς το Παλαιό Μετόχι, αποδεικνύεται ότι είναι, κατά κύριο λόγο, κατάλοιπα μεσαιωνικών οικισμών.
Νοτιοδυτικά από το Μετόχι, μεταξύ του Αγ. Δημητρίου και του όρους Κεραμότι, διανοίγεται μια ευρύτερη, και καλλιεργούμενη με σιτηρά, κοιλάδα που κατεβαίνει προς τη θάλασσα. Στο κατώτερο τμήμα (Αλικό ή Πόρτο Λουμπάρδι παίρνει την ονομασία της από το ακρωτήριο Λουμπάρδο, το οποίο σχηματίζεται από το Κεραμότι) υπάρχει ένα φημισμένο, λόγω των πλούσιων νερών του, πηγάδι (πηγάδι τοῦ Ἁλικοῦ στον χάρτη σημειώνεται ως «δεξαμενή»· οι τοίχοι δίπλα του δεν είναι αρχαίοι). Ένα έλος με αλμυρό νερό, το οποίο θεωρείται ότι έχει αχανές βάθος και ονομάζεται Κανέτα, εκτείνεται έως την απόκρημνη απόληξη του όρους Κεραμότι.
Ένας άνετος δρόμος από το Κορωπί περιτρέχει το ύψωμα του Παλατίου και περνώντας από την περιοχή Κλώσσαρι οδηγεί προς τη λεκανοειδή, ευρισκόμενη αρκετά ψηλά, και αρόσιμη κοιλάδα των Λαμπρικών. Προς το δυτικό τμήμα της οδηγεί και ένας μικρότερος ορεινός δρόμος μέσω του υψώματος της Κόδρας, όπου βρίσκεται η εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Δύο πηγές με λίγα δέντρα (δυτικά), ίχνη θεμελιώσεων και λίθινους τοίχους (από οχύρωση;) καθιστούν αυτήν τη θέση αξιόλογη. Περίπου 800 μ. νοτιοδυτικά (στο 331,1) εμφανίζεται σε παρυφή υψώματος και ένα τείχος με κανονική τοιχοποιία. (Για μια όψιμη, έμμετρη επιγραφή σε θραύσματα βλ. Antikenber. αρ. 129).
Η ασφαλής ταύτιση των Λαμπρικών με το δήμο Λαμπτρών απαντά ήδη στον κατάλογο αττικών τοπωνυμίων του Stuart (Stuart και Revett, Alterth. II, σ. 217 γερμ. μτφρ.) και έχει περαιτέρω επιβεβαιωθεί από επιτύμβιες και αναθηματικές επιγραφές πρβλ. Antikenber. αρ. 134-136 και τη βάση του Απόλλωνα αρ. 133 (εδώ πρέπει στο 133 a να παρεμβληθεί η επιγραφή των Θιασωτών C. I. A. III, 825). Πολυάριθμα πηγάδια, κατάλοιπα του ερημωμένου χωριού (και ένας πύργος-παρατηρητήριο), καθώς και τέσσερα εκκλησάκια, από τα ανατολικά προς τα δυτικά: Αγ. Ιωάννης, Αγ. Λουκάς, Αγ. Τριάδα και Αγ. Κωνσταντίνος σημαίνουν σήμερα τη θέση. Το πλέον αξιόλογο μεταξύ αυτών είναι η Αγ. Τριάδα με χώρο για την πανήγυρη και πολύ παλαιές τοιχογραφίες (της Δευτέρας Παρουσίας κλπ.). Τα αρχαία κατάλοιπα δεν βρίσκονται τόσο in situ όσο εντοιχισμένα· για γλυπτά και επιγραφές βλ. Antikenber. αρ. 130 κ.εξ., μεταξύ των οποίων αξίζει, κυρίως, να αναφερθούν αυτά που βρέθηκαν πρόσφατα, πανάρχαια ανάγλυφα μιας πλούσια κοσμημένης επιτύμβιας βάσης με απεικονίσεις ιππέα και νεκρικού θρήνου (ό.π. Mitth. XII, πίν. 2), καθώς και εκείνα του Ηρακλή με το λιοντάρι (αυτόθι, πίν. 3,1).
Τρεις δρόμοι οδηγούν από την πεδιάδα των Λαμπρικών και το Κορωπί σε ευθεία γραμμή προς τη θάλασσα: Ο δυτικός από αυτούς κινείται κατά μήκος του ρέματος της Βάρης στις ανατολικές υπώρειες του Υμηττού (Ξεροβούνι), τα επιβλητικά υψώματα του οποίου εδώ φέρουν τις ονομασίες Ραψανά, Στραβός ἀετός και Κραβάτι (ο Dodwell άκουσε και την ονομασία Μπερνάδι· Ι, 2, σ. 301 της γερμ. μτφρ.). Στο άνω τμήμα του δρόμου παρατηρεί κανείς στην αριστερή (ανατολική) πλευρά, στην περιοχή Σκάρπα, ακόμη κάποια αρχαία κατάλοιπα κοντά σε πηγάδι.
Οι άλλες δύο οδικές συνδέσεις περνούν δυτικά και ανατολικά από τον απομονωμένο ορεινό σχηματισμό του Γκούρι Γκλιάτι (στα αλβ. «μεγάλος βράχος»· στον χάρτη «Κιάφα Θίτι»). Το πρώτο μονοπάτι διασχίζει στη συνέχεια, νότια από το πέρασμα και πριν από το βουνό που προαναφέρθηκε, την περιοχή Βαρβάτς και αντιστοιχεί στην ευθεία γραμμή προς Βάρη μέσω Μιλιαδέζας, το άλλο (ανατολικό), περνώντας από το ερειπωμένο χωριό Θίτι, κινείται νότια προς το Άλικο, και με μια διακλάδωση προς τα νοτιοδυτικά πάλι προς τη Βάρη, αφού περάσει από το Κίτσι Πηγάδι. Το Θίτι διακρίνεται για το πολύ απόκρημνο προς τα ανατολικά ύψωμά του με μορφή ακρόπολης, το οποίο φέρει το εκκλησάκι της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας. Πάντως, σήμερα δεν αναγνωρίζονται πια ίχνη αρχαίας οχύρωσης. Σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά (800 μ., στο 71,2· στον χάρτη σημειώνεται ως «δεξαμενή») βρίσκεται ένας πολύ γνωστός χώρος συγκέντρωσης κυνηγών, το Κίτσι Πηγάδι, με εξαιρετικό νερό από ένα αρχαίο πηγάδι. Εκτός από νεότερες τοιχοποιίες και τις θεμελιώσεις από ένα εκκλησάκι [15] συναντούμε εκεί και αρχαία κατάλοιπα κτηρίων, μεμονωμένες μαρμάρινες λιθοπλίνθους και θραύσματα επιγραφών (πρβλ. Antikenber. αρ. 140. 141· σε αυτό το σημείο βρέθηκε επίσης μια επιγραφή με ψήφισμα των Λαμπτρών C. I. A. II, 582). Τα «σημαντικά κατάλοιπα» που παρατήρησε ο Gell, Itiner. σ. 87, ύστερα από 127 λεπτά στον δρόμο από τον Όλυμπο και 55 λεπτά πριν από τη Βάρη, σήμερα δεν είναι πια δυνατόν να ταυτισθούν.
Το μικρό χωριό Βάρη (στα αλβ. «τάφοι», με περίπου 200 κατοίκους), το οποίο είναι υπόχρεο φόρου στη μονή Ασωμάτων της Αθήνας, βρίσκεται στο δυτικό άκρο μιας παράλιας πεδιάδας που ανυψώνεται για περίπου 2,5 χλμ. από τα νότια προς τα βόρεια και έχει πλάτος σχεδόν 1,5 μ. Οι παρυφές της τελευταίας, με τη σειρά τους, περιλαμβάνουν αμμόλοφους και μια χαμηλή έκταση με αλμυρό νερό. Κοντά στη Βάρη καταλήγει από τα δυτικά μια στενή κοιλάδα, η οποία αποτελεί τον μοναδικό αμαξιτό δρόμο που διανοίγεται μεταξύ του Υμηττού και των νοτιότερων απολήξεών του που καταλήγουν στη χερσόνησο (βλ. παρακάτω). Τα ανατολικά άκρα αυτών των υψωμάτων, νότια από τη Βάρη, φέρουν την ονομασία Λαθουρέζα, και απέναντί τους, στη δυτική πλαγιά του όρους Κεραμότι, η περιοχή ονομάζεται Κόρμπι· η περιοχή γύρω από ένα αρχαίο πηγάδι, περίπου 1 χλμ. βορειοανατολικά του χωριού, ονομάζεται Μιλιαδέζα.
Σε όλες αυτές τις θέσεις συναντούμε κατάλοιπα θεμελιώσεων από λιθοπλίνθους καθώς και μεμονωμένες λιθοπλίνθους· ιδιαίτερα ο ερειπιώνας νότια της Βάρης ορίζει μέσω καταλοίπων ανδήρων, κτηρίων και ιερών επιγραφών (για τον Ήφαιστο, την Αθηνά και τους Διοσκούρους, πρβλ. Antikenber.Mitth. XIII, σ. 361 αρ. 762. 763) το κέντρο ενός αρχαίου δήμου. Δύο ακόμη θέσεις στην πεδιάδα, που βρίσκονται νοτιοανατολικά από τις προαναφερθείσες, δηλαδή η περιοχή γύρω από το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων (με την έμμετρη επιγραφή του Αγώνα, τελευταίως βλ. Mitth. VII, σ. 348) και το Κάτω Πηγάδι που βρίσκεται σε απόσταση 400 μ. («δεξαμενή» στον χάρτη) αποκτούν σπουδαιότητα λόγω των αρχαίων καταλοίπων· υπάρχουν εν μέρει μεγάλες θεμελιώσεις και μεμονωμένα τμήματα κιόνων από ασβεστόλιθο.
Στη Βάρη διατηρούνται εξαιρετικά οι αρχαίες ταφικές εγκαταστάσεις. Από τους τάφους των τύμβων οι σημαντικότεροι βρίσκονται μόνον λίγες εκατοντάδες μέτρα βόρεια από το χωριό· πρόκειται για έξι τύμβους, μεταξύ αυτών κάποιοι με αξιόλογο μέγεθος. Παρά τις διάφορες παραβιάσεις στην κορυφή και τις πλευρές, οι τύμβοι δεν φαίνεται να έχουν συληθεί συστηματικά. Παρατηρεί κανείς στο εσωτερικό τους κατάλοιπα τοίχων, και συγκεκριμένα λιθοδομές κυκλικού σχήματος. Ασφαλώς, τα περισσότερα από τα υπόλοιπα υψώματα που είναι διάσπαρτα στα επίπεδα τμήματα του τοπίου προέρχονται, όπως υποδεικνύει και ο χάρτης, από την Αρχαιότητα. Παρόλα αυτά, αντίθετα προς τους ταφικούς τύμβους, δεν αποτελούνται από σωρευμένο χώμα αλλά διαμορφώθηκαν από τον επιμελή καθαρισμό των αγρών, κυρίως των αμπελώνων.
Ιδιαίτερα πολυάριθμα και εύκολα διακρινόμενα εμφανίζονται τα ταφικά κατάλοιπα στους δρόμους του φαραγγιού μετά από τη δυτική Αλυκή. Πρόκειται για τάφους επάνω σε άνδηρα, οι οποίοι ανήκουν στην κατηγορία που περιέγραψα στους «Χάρτες της Αττ.» ΙΙ, σ. 8, στην αρχή. Οι λιθοδομές, που διατηρούνται σε ύψος 3-4 στρώσεων, ακολουθούν το ψευδοπολυγωνικό ή ορθογώνιο σύστημα. Μια εντύπωση αυτών δίδει ο «Atlas von Athen», φ. VIII, 4, που φαίνεται ότι απεικονίζει εκείνη την εγκατάσταση, η οποία διασώζεται στην αριστερή νότια πλευρά του δρόμου, 500 μ. από το χωριό, και έχει διαστάσεις 22 βημάτων κατά πλάτος και 15 από το πρόσθιο έως το πίσω μέρος. Απέναντι, προς τα βόρεια, πιο κοντά στη Βάρη, εξαίρουμε την ύπαρξη δύο ακόμη παρόμοιων κτισμάτων πλάτους 30 και 24 βημάτων. Στους τοίχους της πρόσοψης βρίσκονται αρκετές βάσεις με επιμήκη τετράπλευρη διαμόρφωση για την υποδοχή επιτύμβιων στηλών. Πίσω διακρίνει κανείς έναν αρκετά μεγάλο αριθμό συλημένων τάφων, ακόμη και μια λεία λίθινη σαρκοφάγο. Λέγεται ότι πριν από χρόνια, ένας γνωστός έμπορος τέχνης από την Αθήνα είχε διενεργήσει κατά μήκος της οδού εκτεταμένες ανασκαφές. Δεν αποκλείεται, πάντως, συστηματικές ανασκαφές, όπως εκείνες που έχει προγραμματίσει η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, να φέρουν κάτι νέο στο φως. Εκτός από επιτύμβιες στήλες μικρής αξίας (βλ. Antikenber. στο τέλος), πιθανόν προέρχεται από εδώ και το αρχαϊκό άγαλμα ιππέα, τα λείψανα του οποίου βρίσκονται τώρα στο χωριό (εικονιζόμενο στο Mitth. d. athen. Inst. IV, πίν. 3· παλαιότερα φαίνεται ότι διατηρούνταν και άλλα θραύσματα από αυτό· βλ. Stuart και Revett, Alterth. II, σ. 256, σημ. 22 της μτφρ.). Από τα κατάλοιπα μιας οχύρωσης του περάσματος, η οποία αναφέρεται από παλαιότερους περιηγητές (Gell, Itin., σ. 89 βλ. Hanriot, Recherches, σ. 72), δεν αναγνωρίζεται τίποτε, τουλάχιστον σήμερα· ακόμη και τα άνδηρα που παρατηρούνται στις γειτονικές πλαγιές είναι απλώς αποτέλεσμα της επιμελούς καλλιέργειας, αν και το βουνό νοτιοδυτικά επάνω από το Παλαιοχώρι (βλ. παρακάτω) ονομάζεται Κάστρο. Την ίδια ονομασία φέρει, και πάλι προς τα νοτιοδυτικά από αυτό το σημείο, ένας λόφος (ύψ. 71,9 μ.) που βρίσκεται επάνω από τη θάλασσα προς τα βόρεια του ακρωτηρίου Κάβουρας, [σημερινό Καβούρι / Σ.τ.Μ.], τον οποίο επέστεφε ένας αρχαίος «κυκλικός πύργος-παρατηρητήριο» (βλ. τον χάρτη).
Τα καλυπτόμενα από άμμο, πευκόφυτα ακρωτήρια με τις κοκκινωπές λαμπερές παρυφές τους, το δυτικό ακρωτήριο Κάβουρας και το νότιο ακρωτήριο Ζωστήρ, που συνδέεται μόνο μέσα από έναν ιζηματογενή ισθμό (ακόμη και σήμερα ονομαζόμενο Οὐρὰ αλβ. Μπίστι) δεν εμφανίζουν πια σημαντικά αρχαία ίχνη. Τον πυρήνα της τρίτης, πιο συμπαγούς, χερσονήσου προς τον όρμο της Βάρης σχηματίζει το ύψωμα Κοτρώνι [16] (141,6 στον χάρτη: «Καμίνι» ωστόσο, με το τοπωνύμιο «Καμίνια» εννοούνται μάλλον τα κατάλοιπα ενός μικρού, τόσο μεσαιωνικού όσο και αρχαίου οικισμού, που βρίσκεται στην πεδιάδα μεταξύ αυτού του βουνού και του ακρωτηρίου Κάβουρας, όπου επίσης διασώζονται ένα αρχαίο πηγάδι, μερικοί τάφοι και στον όρμο θεμελιώσεις ενός κυκλικού πύργου-παρατηρητηρίου).
Το πιο ενδιαφέρον και από πλευράς τοπίου, γραφικότερο σημείο στην ανατολική χερσόνησο, το κύριο ύψωμα της οποίας –νότια από το Κοτρώνι– ονομάζεται Μπούρτσι, είναι η Βουλιασμένη, ένας κρατήρας μήκους περίπου 250 μ. (από βορρά προς νότο) και πλάτους, κατά μέσο όρο 80-100 μ., ο οποίος σχηματίστηκε μετά από εσωτερική κατάρρευση των βράχων και είναι εν μέρει πλήρης με πράσινο θαλασσινό νερό. Οι ποικίλες χρωματικές διαβαθμίσεις που προκαλούν οι καθέτως διαρρηγμένοι βράχοι ενισχύονται από μια πλούσια, στις σχισμές οργιώδη βλάστηση· ο βοτανολόγος αποκομίζει εδώ από το έδαφος σπάνιο υλικό.
Μια ακόμη πιο φημισμένη, και για τον ερευνητή της Αρχαιότητας η πλέον ελκυστική τοποθεσία, κρύβεται στα βόρεια περίχωρα της Βάρης. Πρόκειται για το ονομαζόμενο Σπήλαιο των Νυμφών, που απέχει σε ευθεία γραμμή 3 χλμ., γνωστό βραχώδες ιερό λίγο κάτω από τη στρογγυλή κορυφή του όρους Κραβάτι (290,5), που για πρώτη φορά περιέγραψε ο R. Chandler εδώ και περισσότερο από 100 χρόνια. (Για τις επιγραφές και τη βιβλιογραφία βλ. C. I. A. I, 423-431· αυτές με αριθμό 424 και 25 = b και c έχουν χαθεί· ένα θραύσμα βρίσκεται στην Αθήνα, αρ. ευρ. 304 της Ελλ. Αρχ. Εταιρ. [εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας]· δύο όψεις του εσωτερικού στο «Atlas von Athen», φ.VIII, 1. 2., πρβλ. επίσης την απεικόνιση στον Dodwell, Travels I, στη σ. 553). Οι λέξεις και οι εικόνες δεν μπορούν να αποδώσουν εύκολα μια καθαρή παράσταση των φυσικών χαρακτηριστικών του σπηλαίου και των εκεί καταλοίπων των ανθρωπίνων χεριών. Πρόκειται για ένα σταλακτιτικό σπήλαιο, που κατεβαίνει κάθετα εντός του βουνού, η μορφή του οποίου θα μπορούσε να παρομοιαστεί περίπου με κοχλία. Το ελλειψοειδές στόμιο, το μήκος του οποίου εκτείνεται περίπου 10 βήματα από τα ανατολικά προς τα δυτικά, βρίσκεται επάνω σε ένα μικρό πλάτωμα και ο βράχος έχει ανοδική πορεία μόνον στο βόρειο άκρο. Μια συκιά ορθώνεται από το έδαφος. Από τη δυτική πλευρά κατηφορίζει κανείς αρχικά περίπου δώδεκα ημιτελείς και εν μέρει κατεστραμμένες βαθμίδες σε μια προεξοχή του βράχου, ο οποίος, κατεβαίνοντας σε βάθος, διαχωρίζει το κύριο από ένα πλευρικό ελικοειδές σπήλαιο που επανασυνδέεται με το πρώτο στο κατώτερο τμήμα. Στην αρχή του πλευρικού σπηλαίου είναι λαξευμένη στον βράχο μια λεοντοκεφαλή. Πιο πίσω διαβάζει κανείς κάτω από μια μικρή κόγχη: Χαρίτων (= C. I. A. I, 428), ενώ απέναντι από την κεφαλή, στον βόρειο τοίχο, βρίσκεται η επιγραφή a (= C. I. A. I, 423), σύμφωνα με την οποία ο Αρχέδημος από τη Θήρα «κυριευμένος από τις Νύμφες λάξευσα το σπήλαιο». Στα αριστερά, απέναντι από την επιγραφή των Χαρίτων, βρίσκεται μια μεγαλύτερη αναθηματική κόγχη διαμορφωμένη για την υποδοχή αναθημάτων, κάτω από την οποία, και πάλι λίγο πιο αριστερά, βλέπει κανείς τους ακόμη όχι με ασφάλεια αναγνωσμένους στίχους της επιγραφής C. I. A. I, 431[7]. Επίσης, παρακάτω στην ίδια πλευρά υπάρχει μια μεγάλη βάθυνση με μορφή λουτήρα.
Στο άνω τμήμα του κύριου σπηλαίου, εκεί όπου η συκιά έχει τις ρίζες της, ανατολικά από το προσωπείο του λέοντα, έχει χαραχθεί για ακόμη μια φορά μπροστά σε μια τετράγωνη εσοχή Ἀρχέδαμος ὁ Θηραῖος (Inschr. d = C. I. A. I, 426). Δεξιά από αυτό και διακρινόμενη μέσω μερικών βαθμίδων που οδηγούν προς τα επάνω και προς τα κάτω, βρίσκεται μια στενή κόγχη με οξυκόρυφη απόληξη και δίπλα η επιγραφή Πα]ΝΟΣ σε πλάγια κατεύθυνση. Η ίδια επιγραφή (C. I. A. I, 429) επαναλαμβάνεται περίπου 9 βαθμίδες χαμηλότερα, κάτω από μια μεγαλύτερη αετωματική κόγχη, το μέσον της οποίας καταλαμβάνει μια αψιδωτή κοιλότητα που φθάνει έως την κορυφή· στα δεξιά και αριστερά της οριζόντιας βάσης υπάρχει από μια τετράγωνη οπή. Δεξιά από αυτήν και σε χαμηλότερο επίπεδο η τώρα ακέφαλη καθιστή μορφή μιας γυναίκας (της Ρέας; έχει λαξευτεί στον βράχο (ύψος του θρόνου με το ερεισίνωτο: 0,90 μ.· πλάτος: 0,70 μ.), ενώ, πάλι προς τα δεξιά, προεξείχε ένας λείος ελλειψοειδής (φαλλόσχημος) λίθινος όγκος (μια άποψη αυτού, της μορφής και της επιγραφής στο: «Atlas von Athen» φ. VIII, 1). Πίσω από τη θεά υψώνονται ακόμη οκτώ ημιτελείς βαθμίδες σε σχήμα τμήματος κύκλου.
Στην άλλη, δυτική, πλευρά αυτών των βαθμίδων που οδηγούν στην αετωματική κόγχη του Πανός κλπ., βλέπει κανείς μια παρόμοια πρόσοψη πλάτους 1,20 μ. και ύψους 1,40 μ., με τετράπλευρη εντορμία στο πρόσθιο μέρος. Ακόμη δέκα, στο κάτω μέρος τους επιχωσμένες, βαθμίδες οδηγούν στο ιερό του Απόλλωνα (C. I. A. I, 430: Ἀπόλλωνος⁝ ἔρσο⁝,σταπρόσφαταχρόνια ακρωτηριάστηκε βίαια). Η επιγραφή βρίσκεται στη στενή πλευρά μιας βραχώδους επιφάνειας με μορφή τράπεζας και δύο κυκλικές βαθύνσεις· χαμηλότερα, μπροστά από αυτή μια κλίνη [17] ή βωμός με έλικα που κάμπτεται προς τα επάνω. Στη ίδια πλευρά βρίσκεται το χαμηλό ανάγλυφο του Αρχέδημου (διπλή επιγραφή ονόματος: C. I. A. I, 427) με αμφίεση χειρώνακτα, αξίνα και γνώμονα (πρβλ. «Atlas von Athen» φ. VIII, 2).
Ακόμη χαμηλότερα το έδαφος έχει επιχώσεις που θα άξιζε να διερευνηθούν. Στο πιο βαθύ τμήμα του εδάφους που έχει νότια κατεύθυνση, εκεί όπου και από τα δυτικά καταλήγει το ελικοειδές πλευρικό σπήλαιο, συγκεντρώνεται πλούσιο και καθαρό πηγαίο νερό.
Οι επιγραφές b και c (C. I. A. I, 424. 425), στις οποίες ο Αρχέδημος χαρακτηρίζεται και ως δημότης Χολλειδών και όπου γίνεται λόγος για τη φύτευση ενός κήπου [κᾶπος] αφιερωμένου στις Νύμφες, ήταν τοποθετημένες επάνω σε έναν ενιαίο λίθο που τώρα πια έχει χαθεί (τμήμα από αυτόν αποτελεί πιθανόν το θραύσμα με τα γράμματα ΘΕR[αῖος], που βρίσκεται στην κατοχή της Αρχαιολ. Εταιρείας, αρ. ευρ. 304).
Η μήκους 9 χλμ. παράλια λωρίδα στις δυτικές υπώρειες του Υμηττού, από την έξοδο του περάσματος της Βάρης έως το ακρωτήρι του Αγ. Κοσμά στο ύψωμα Χασάνι, βρίθει, όπως φαίνεται και στον χάρτη, από πολυάριθμα, αν και στην πλειονότητά τους όχι σημαντικά αρχαία κατάλοιπα. Αυτό το γεγονός δεν εξηγείται μόνον με την, βεβαίως ορθή, παραδοχή της ύπαρξης πυκνοκατοικημένων δήμων· πρέπει να τονιστεί η πρώιμη, ακόμη και σήμερα συνεχιζόμενη ερήμωση αυτής της ίδιας, ελάχιστα εύφορης και επιπλέον χωρίς καμία αντίσταση παραδομένης στην πειρατεία λωρίδας γης, ούτως ώστε να μην υπερεκτιμηθεί το στατιστικό πλεόνασμα σε αρχαία κατάλοιπα αυτής της περιοχής.
Αυτό που προκαλεί κυρίως εντύπωση κατά τη μελέτη του χάρτη είναι το πλήθος των λόφων που σημειώνονται, οι οποίοι, ωστόσο, χωρίς λόγο, θεωρούνται συλλήβδην ως ταφικοί τύμβοι. Και εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η πλειονότητα αυτών των υψωμάτων, δηλαδή αυτών που βρίσκονται μετά το πετρώδες βουνό, οφείλεται στην εντατική καλλιέργεια του «arator Hymetti» (πρβλ. Στάτ., Θηβ. XII στ. 623· προς τούτο, Λουκιανός, Τίμων 7). Η υπόθεση του Ross (Arch. Aufs. I, σ. 16· πρβλ. Reisen im Peloponnes, σ. XVI), ότι η πόλη των Αθηνών μετέφερε τους νεκρούς της έως εδώ, χάνει έτσι, παρά τα πλούσια ταφικά ευρήματα, τη βάση αιτιολόγησής της. Βεβαίως, δεν πρέπει εδώ να παραλείψουμε να προβούμε σε έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ λιθοσωρών και ταφικών τύμβων· στη συγκεκριμένη περιοχή αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι μεν πρώτοι έχουν επίπεδη μορφή και εντελώς πέτρινο εσωτερικό, ενώ οι δεύτεροι έχουν μικρότερο μέγεθος και τη μορφή τύμβου καλυμμένου με χώμα. Σε κάθε περίπτωση τα αξιόλογα κατάλοιπα πρέπει να αποκαλυφθούν με συστηματικό τρόπο, για τον οποίο υπάρχει μικρή εμπειρία μέχρι στιγμής.
Τα ίχνη των οικισμών, μολονότι εκτεταμένα και διάσπαρτα, επιτρέπουν την ταξινόμησή τους σε τρεις βασικές ομάδες. 1) Σε όσους βρίσκονται στη δυτική έξοδο του περάσματος της Βάρης και βόρεια από αυτό. 2) Σε όσους βρίσκονται 3 χλμ. βορειοδυτικά, στην περιοχή που βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου. 3) Τέσσερα χιλιόμετρα προς τα βόρεια, στα κατάλοιπα της περιοχής Πιρναρί που σήμερα έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανισθεί και στην είσοδο του ομώνυμου φαραγγιού του Υμηττού.
Αρχικά παρατηρούμε πολλές χωριστές μεν, συνανήκουσες δε θέσεις, οι οποίες εκτείνονται γύρω από το νότιο αλμυρό έλος και έχουν ως επίκεντρο κάποια αρχαία πηγάδια που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούνται συχνότατα από τους ποιμένες. Μια παλαιά θέση που παρατηρείται μεταξύ αυτού του έλους και της δεύτερης (μικρής) εκκλησίας του Αγ. Νικολάου που βρίσκεται προς το ακρωτήριο Ζωστήρ, ονομάζεται «Στα Τσιφλίκια», όπου υπάρχουν και κατάλοιπα πλινθόκτιστων σπιτιών της Οθωμανικής περιόδου (επίσης κίονες εκκλησιών). Παραπλεύρως, υπάρχουν ακόμη περισσότερες και σημαντικότερες θεμελιώσεις αρχαίων κτηρίων, με το εσωτερικό ενός από αυτά να φθάνει τα 14 βήματα. Επιπλέον, προσέξαμε και έναν μαρμάρινο βωμό.
Πιο εκτεταμένα είναι τα ίχνη κατοικιών που βρίσκονται ανατολικότερα, κοντά στο πέρασμα. Οι νότιες ορεινές πλαγιές, οι οποίες βρίσκονται επάνω από αρχαίες ταφικές εγκαταστάσεις, φέρουν με την κορυφογραμμή τους (102,5 και 121,4) την ονομασία Κάστρο, ωστόσο στις υφιστάμενες λιθοδομές δεν μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε παρά μόνον αναλημματικούς τοίχους ως άνδηρα καλλιεργειών, που τόσο αφθονούν στον Υμηττό. Όμως, στη βόρεια πλευρά του δρόμου και σε ένα βορειότερο παράπλευρο μονοπάτι που διακλαδίζεται προς τα ανατολικά (με αρχαίες αρματροχιές πλάτους 1,25 μ.) συναντά κανείς μεγαλύτερες και μικρότερες θεμελιώσεις τοίχων από μεγάλες λιθοπλίνθους σε ορθογώνιο σχήμα. Η περιοχή ονομάζεται Παλαιοχώρι. Εκείνος ο βόρειος, σήμερα σχεδόν εγκαταλελειμμένος, αρχαίος δρόμος οδηγεί σε βορειοδυτική κατεύθυνση στα πλέον σημαντικά και καλοδιατηρημένα κατάλοιπα αυτής της ομάδας, τα οποία βρίσκονται σε μια στραμμένη προς τα δυτικά και καλώς οριοθετημένη βραχώδη πλαγιά. Η τοποθεσία ονομάζεται Κακοτοπιά, αλβ. Κακοβέντι. Πρόκειται, προφανώς, για το, από αμυντικής άποψης, αρτιότερο τμήμα του δήμου που βρισκόταν εδώ. Μεγάλες λιθόπλινθοι, επίσης, μαρμάρινα τμήματα με κυμάτια, κατάλοιπα σπιτιών και βαθιά πηγάδια στον βράχο καταλαμβάνουν την οριοθετημένη επιφάνεια, [18] στο δυτικό άκρο της οποίας εκτείνονται τα ίχνη ενός τείχους με μορφή προμαχώνα. Επιπλέον, μπροστά από το τελευταίο βρίσκονται κτίσματα με την πρόσοψή τους στραμμένη προς τα δυτικά. Σωροί ερειπίων, που βρίσκονται προς την κατεύθυνση της Αθήνας, φαίνεται πως σημαίνουν μια πύλη που πλαισιωνόταν από δύο πύργους.
Ο δρόμος προς τον Αγ. Νικόλαο, τη δεύτερη κύρια ομάδα μας, συνοδεύεται δεξιά στις πλαγιές του Υμηττού από κάποια αρχαία κατάλοιπα, ιδιαιτέρως άνδηρα, κυρίως στην περιοχή των κατερχόμενων ρεμάτων. Απέναντι, προς τα ανατολικά [ενν. δυτικά / Σ.τ.Ε.], εκτείνεται στην ακτή το αλμυρό έλος της Αλυκής και η προεξέχουσα εντός της θάλασσας άκρη με το όνομα Αγιά ή Παύλο (στον χάρτη σημαίνεται μόνον με τον ναυτικό όρο «Πούντα» σε παλαιότερους περιηγητές: Stuart, επεξηγήσεις στον χάρτη, Alterth. von Ath. II, σ. 207 της μτφρ. · Dodwell, Gell, Itin. σ. 89, ονομάζεται Άγιρα ή Άγυρα). Τα «κατάλοιπα τοίχων και ίχνη θεμελιώσεων» κοντά και στα βορειοδυτικά από το εκκλησάκι, έχουν δικαίως από καιρό ερμηνευθεί ως ο δήμος Αλών Αιξωνίδων. Ένα τετράγωνο κτήριο από λιθοπλίνθους που διατηρείται σε μεγάλο ύψος, το οποίο και ο Ross (Arch. Aufs. I, σ. 18) αναφέρει ως παραδείγματα μνημειωδών ταφικών κτισμάτων μαζί με τον «Πύργο» που βρίσκεται μεταξύ Βραώνας και Πρασιών, πιστεύουμε –έως ότου πραγματοποιηθεί μια λεπτομερέστερη έρευνα– ότι πρέπει να συμπεριληφθεί στην κατηγορία των πύργων-παρατηρητηρίων. Ένας μαρμάρινος λέοντας (και μια γυναικεία μορφή;) φαίνεται πως προέρχονται από τα επιτύμβια μνημεία που οι Dodwell και Leake αναφέρουν ότι είδαν στα χωράφια ανάμεσα στο εκκλησάκι και το ακρωτήριο (Dodw. I, 2 σ. 362 της μτφρ.: Μήκος του λέοντος 4 πόδια και 9 ίντσες· Leake, σ. 47 της μτφρ.).
Για την κύρια θέση του δήμου Αιξωνής μας πληροφορούν επιγραφές και κατάλοιπα του θεάτρου στην περιοχή Πιρναρί, στην είσοδο του ομώνυμου φαραγγιού, διαμέσου του οποίου διέρχεται κανείς τον Υμηττό σε βορειοανατολική κατεύθυνση προς Κορωπί (πρβλ. κυρίως Lolling,Mitth. IV, σ. 193 κ.εξ.· τις παρατηρήσεις μου στο «Χάρτες της Αττικής», κείμενο II, σ. 29, 30 και Antikenbericht, Mitth. XIΙΙ, σ. 358 αρ. 728 κ.εξ.). Τα ερείπια του θεάτρου, τα οποία μνημονεύει ο Lolling ό.π. σ. 194, δεν ήμουν, ωστόσο, καθόλου σε θέση να τα εντοπίσω, τόσο εγώ όσο και οι συντάκτες των φύλλων «Υμηττός» και «Βάρη» του χάρτη. Σχετικά με το Χασάνι, τώρα ένα μικρό κτήμα στην κατοχή της αθηναϊκής οικογένειας Ζωγράφου, πρβλ. το κείμενο στο «Χάρτες της Αττικής» ό.π. Οι αρχαιότητες που βρίσκονται εκεί καταγράφονται στο Antikenbericht, Mitth. XIII, σ. 359 αρ. 746 κ.εξ.
Καθ’ οδόν προς τα δυτικά, στο ακρωτήριο που είναι μια γλώσσα ξηράς μέσα στη θάλασσα και το εκκλησάκι του Αγ. Κοσμά, συναντά κανείς στο πετρώδες έδαφος μόνον λίγες ταφικές εγκαταστάσεις. Το χαμηλό βραχώδες πλάτωμα του Αγ. Κοσμά, όπως και το «Νησί» στην Αλυκή, έχουν συνενωθεί με τη στεριά μόνον μέσω των προσχώσεων άμμου. Και στις δύο θέσεις μόνον ένα αλμυρό έλος που προηγείται σημαίνει τη θέση, όπου βρισκόταν ο θαλάσσιος πυθμένας.
Ως προς την ονοματολογία του χάρτη, ας σημειωθεί επιπλέον ότι το αποκομμένο στη θάλασσα μεγαλύτερο νησί ονομάζεται Πρασονήσι. (Κατραμονήσια ονομάζονται μερικές νησίδες στη νότια άκρη του ακρωτηρίου Ζωστήρ. [Πρασονήσι = Υδρούσα, που όμως λέγεται και Κατραμονήσι / Σ.τ.Μ.] Το Γαϊδουρονήσι είναι το νησί που βρίσκεται απέναντι από τη νοτιοδυτική άκρη του Σουνίου).
IIΙ. Όλυμπος, Λαύριον και Σούνιον
(Χάρτες της Αττικής – φ. XVII, XVI, XV και XIV)
[18] Το φύλλο «Όλυμπος» μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα σχεδόν κλειστό σύνολο. Περιλαμβάνει τη νοτιοδυτική παράλια λωρίδα της χερσονήσου που εκτείνεται από τον Αγ. Δημήτριο (από την κατεύθυνση της Βάρης, βλ. παραπάνω σ. 14) έως τις δυτικές διακλαδώσεις των βουνών του Λαυρίου. Το μέσον, κοντά στη θάλασσα, καταλαμβάνει ο απομονωμένος, ορεινός όγκος του Ελύμπου με την αποστρογγυλεμένη κορυφή που φέρει την ονομασία Σκόρδι. Παρά την επίμονη έρευνά μου, δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω εάν η ονομασία Έλυμπος ή Όλυμπος χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα για αυτό καθαυτό το βουνό. Το τελευταίο χωρίζει τις δύο παράλιες πεδιάδες της Φοινικιάς και της Αναβύσσου, οι οποίες στα υψηλότερα τμήματά τους επικοινωνούν με την ενδιάμεση πεδιάδα του Ελύμπου που εκτείνεται στις βορειοανατολικές υπώρειές του. Το υψηλό βουνό Πανί, που έχει επιμήκη μορφή και στο ανατολικό τμήμα του ονομάζεται επίσης «Βουνό της Κερατέας», σχηματίζει το κοινό βόρειο όριο όλων των παραπάνω με τέτοιον τρόπο, ώστε η περιοχή μας να είναι προσβάσιμη μόνον από τον δυτικό περιφερειακό δρόμο που έρχεται, μέσω Λυκούριζας, από τα Καλύβια ή από την Κερατέα εντός ενός ανατολικού τόξου μέσω Μετροπισίου (πρβλ. Τμήμα «Λαύριον»). Βεβαίως, εμείς διαβήκαμε το Πανί απευθείας από τα Καλύβια, μέσα από ένα πολύ απότομο και κοπιαστικό πέρασμα, στο υψηλότερο σημείο του οποίου βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας. Σχετικά με μια σε αυτό το σημείο εντοιχισμένη επιτύμβια επιγραφή και τα λαξευμένα στον βράχο ονόματα του Αντιόχου και της Λαοδίκης πρβλ. «Antikenber.» Mitth. XII, σ. 281 αρ. 186. 176. 177. Ένα άλλο, κάπως ανετότερο, ορεινό μονοπάτι που ξεκινά από την Κερατέα τέμνει [19] το βουνό που κατεβαίνει προς την πλευρά του Λαυρίου. Αυτός, όπως και κάθε δρόμος που οδηγεί από την Κερατέα προς τα νότια, σημαίνεται από εκκλησάκια. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά: Αγ. Λουκάς (με θεμελιώσεις που δεν σημειώνονται στον χάρτη), Αγ. Αθανάσιος, Αγ. Ιωάννης, Παναγία Αμάχαιρη (πρβλ. «Antikenber.» αρ. 218, 223). Διαμέσου του Αγ. Αθανασίου ή του Αγ. Ιωάννη, από τον οποίο διέρχεται η προαναφερθείσα «Κοντοπορεία», φθάνει κανείς, μετά από ανάβαση σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, σε ένα σπήλαιο με σταλακτίτες που είναι προσβάσιμο περίπου 100 μ. κάτω από την υψηλότερη κορυφή του βουνού (649,6 μ.). Πρόκειται για το, εκ των έως σήμερα γνωστών, κατά πολύ μεγαλοπρεπέστερο σπήλαιο αυτού του είδους όχι μόνον της Αττικής αλλά πιθανώς και όλης της Ελλάδας. Η λίγο επικλινής είσοδος είναι άνετη. Φωτίσαμε με τη βοήθεια ξερών κλαδιών αρκετές υψηλές αίθουσες, χωρίς να είμαστε σε θέση να βρούμε το τέλος του. Αν και δεν ανακαλύψαμε αρχαία ίχνη, είναι εύλογο να εντοπίσει κανείς εδώ το αναφερόμενο από τον Στράβωνα (ΙΧ, 398) κοντά στην Ανάφλυστο Πανεῖον, ενώ φαίνεται ότι και όλο το βουνό έλκει την σημερινή ονομασία του από το τελευταίο.
Εισερχόμαστε στην παράκτια περιοχή ακολουθώντας τα Τμήματα «Βάρη» και «Μαρκόπουλο» από τα βορειοδυτικά, από τον Αγ. Δημήτριο και τη Λυκούριζα.
Ο παράλιος χώρος έως το προκείμενο ύψωμα του Σκορδίου είναι αμμώδης και άγονος. Σε μερικές θέσεις τα θαλάσσια ύδατα εξέρχονται δημιουργώντας λιμνοθάλασσες. Η χερσόνησος που προεξέχει στο μέσον (στον χάρτη «Λαγονήσι», μάλλον γίνεται κάποια σύγχυση με τη νησίδα Αρσίδα ή το πραγματικό Λαγονήσι) αποτελεί ένα βραχώδες πλάτωμα, συνδεδεμένο μέσω προσχώσεων με τη στεριά. Κατά μήκος της ακτής δεν λείπουν θραύσματα κεράμων και πήλινων οστράκων παλαιότερης και νεότερης εποχής. Το ανακαινισμένο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, βορειοδυτικά της ακτής, φέρει την τοπική ονομασία εἰς τοὺς Πάλους, ενώ στο ήμισυ του δρόμου προς τη χερσόνησο (στον χάρτη κοντά στην «αποθήκη») βρίσκεται ένα, πιθανώς, αρχαίο πηγάδι. Στην περιοχή από την πλευρά της θάλασσας προς το εσωτερικό, η οποία προσφέρεται για καλλιέργεια σιταριού αν και δεν είναι ιδιαιτέρως εύφορη, βρίσκονται διάσπαρτα, ακανόνιστου σχήματος, υψώματα. Τα περισσότερα από τα μικρότερα, τα οποία ανηφορίζουν απομονωμένα προς την πεδιάδα, φέρουν αρκετά σημαντικά αρχαία κατάλοιπα· έτσι, στο δυτικό τμήμα, σε απόσταση 500 μ. από την ακτή, σε μια θέση με την ονομασία «Παλαιό Ελαιοτριβείον» εμφανίζονται θεμελιώσεις από μεγάλες, καλοσχηματισμένες λιθοπλίνθους. Ακόμη περισσότερα ίχνη συναντά κανείς στο ανατολικό τμήμα της πεδιάδας. Ήδη κοντά στη θάλασσα, κοντά στη Θέρμη, διακρίνονται σε έναν βράχο (ύψος: 24,2) ίχνη επεξεργασίας και κατάλοιπα τειχών που παραπέμπουν σε αρχαία οχύρωση. Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι, ωστόσο, ένα συγκρότημα τειχών (πλάτους περ. 1,30 μ.), τα οποία κάποτε αποτελούσαν μέρος της οχύρωσης των δυτικών υπωρειών του βουνού της Θέρμης και απέκλειαν το πέρασμα που βρισκόταν πολύ κοντά στη θάλασσα· ακόμη και οι βράχοι που εξέχουν στη θάλασσα εμφανίζουν σημάδια τεχνητής λείανσης και εντομές. Η βόρεια πλαγιά του ίδιου υψώματος χρησιμοποιείτο κατά την Αρχαιότητα ως λατομείο. Ένας λείος κίονας μήκους 5,40 μ. και άνω διαμέτρου 0,75 μ. βρίσκεται ακόμη in situ, δίπλα σε μια τετράγωνη λιθόπλινθο. Το κέντρο του δήμου που ήλεγχε αυτήν την πεδιάδα πρέπει να αναζητηθεί ακόμη βορειότερα, στην και κατά τον Μεσαίωνα κατοικούμενη θέση Φοινικιά (επίσης Θηλυκιά, Θηνικά· στον Σουρμελή, σ. 53, [εκ παραδρομής, το ορθόν σ. 52 / Σ.τ.Μ.] ονομάζεται «Θημηκιά»). Από τον νεότερο οικισμό, ο οποίος, ως συνήθως, επαναχρησιμοποίησε το αρχαίο υλικό με αποτέλεσμα τα in situ κατάλοιπα να είναι λίγα, προέρχονται τα ερείπια από τον πύργο-παρατηρητήριο και από ένα εκκλησάκι. Δυτικότερα σε ένα ύψωμα (κοντά στα «σπίτια των βοσκών») βρίσκονται τα κατάλοιπα από ένα άλλο εκκλησάκι, της Παναγίας Μονομερίτισσας (δηλαδή κτισμένης εντός μιας ημέρας). Η δυτική περιοχή, στον δρόμο προς τα Καλύβια, ονομάζεται Κιτέζα.
Από την άλλη, στην περιοχή κοντά στον Όλυμπο έχουν, λόγω της μεταγενέστερης ερήμωσης, διασωθεί αρκετά ίχνη αρχαίας κατοίκησης. Και εδώ πρόκειται για σχετικά γειτονικά συγκροτήματα, για την αυτονομία ή συνοχή των οποίων σε μια μεγαλύτερη οικιστική ενότητα δεν είναι δυνατόν, προς το παρόν, να ειπωθεί κάτι.
Στις νότιες υπώρειες του όρους Πανί, που αντιστοιχούν στη φυσική κατάβαση από το προαναφερθέν εκκλησάκι της Παναγίας, συναντούμε σε απόσταση 1,5 χλμ. βορειοδυτικά του Ολύμπου τη θέση Τραπουριά με ένα εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου. Στα βόρεια, επάνω από το εκκλησάκι, υψώνεται επάνω σε έναν απόκρημνο βράχο μια μικρή ακρόπολη με εξωτερικό και εσωτερικό (τετράγωνο) τείχος από εν μέρει μεγάλες, αδρά κατεργασμένες λιθοπλίνθους. Στο νότιο και πλέον απόκρημνο άκρο ο εξωτερικός δακτύλιος δεν διατηρείται πια. Στο κέντρο υπάρχουν ακόμη τα κατάλοιπα ενός –αρχικά ίσως αρχαίου– πύργου, ο οποίος κατά τον Μεσαίωνα ανοικοδομήθηκε με χρήση συνδετικού κονιάματος. Στο ανατολικό τμήμα ένα μεγάλο χάσμα του βράχου. Η νότια απότομη πλαγιά της ακρόπολης περιβάλλεται στο κάτω μέρος της από ένα τείχος που συνεχίζεται προς τα δυτικά και προστατεύει ένα αρχαίο πηγάδι. Κατοικίες και άλλα μεγαλύτερου μεγέθους κτίσματα, από τα οποία έχουν απομείνει μεγάλες λιθόπλινθοι, εκτείνονταν από εδώ προς νότια και νοτιοανατολική [20] κατεύθυνση. Κάποιοι λίθοι και μαρμάρινα θραύσματα βρίσκονται στο εκκλησάκι και τη γειτονική περιοχή: Λίθινοι κυκλικοί κιονίσκοι με τετράγωνες βάσεις (όροι), κυμάτια, ένα βάθρο και το εντοιχισμένο θραύσμα ενός επιτύμβιου ανάγλυφου αγγείου. Ένα παρόμοιο βρίσκεται στις υπώρειες του βράχου της ακρόπολης ομοίως, κατάλοιπα λίθινων αγγείων ενός κυκλικού ελαιοπιεστηρίου, όπως και μια τετράγωνη λίθινη πλάκα με άκρα από κονίαμα και επίχρισμα (πλυντήριο;). Ίχνη αρχαίων τοίχων εμφανίζονται, επίσης, στον απέναντι λόφο που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά. (105,4).
Ο οικισμός της Τραπουριάς δεν ήταν μόνον οχυρωματικά εξασφαλισμένος, αλλά επιπλέον μπορούσε -χωρίς αμφιβολία- να ελέγχει τη δίοδο μεταξύ των βουνών Πανί και Σκόρδι. Στο διάσελο μεταξύ της βόρειας πλαγιάς του τελευταίου και ενός μικρού προκείμενου υψώματος συναντούμε, νότια της Τραπουριάς, μια μικρότερη συστάδα αρχαίων και μεσαιωνικών οικιστικών καταλοίπων. Από τα τελευταία, διατηρούνται μέσα στους θάμνους κυρίως τα ερείπια από δύο εκκλησάκια και οι θεμελιώσεις ενός «λουτρού» (πιθανώς ενός πύργου)· επίσης, υπάρχουν και αποθηκευτικά αγγεία, τοποθετημένα μέσα στο έδαφος. Αρκετό αρχαίο υλικό είναι εντοιχισμένο ή ενσωματωμένο στις θεμελιώσεις. Η περιοχή ονομάζεται Κάλμι, αλλά και Παλαιό Λουτρό. Βόρεια αυτής, στον κύριο δρόμο, στο σημείο που ο τελευταίος διακλαδίζεται από τη Φοινικιά προς τον Όλυμπο και την Ανάβυσσο, βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του μια τετράγωνη θεμελίωση (βλ. «λιθόπλινθοι τοίχου» στον χάρτη) με καθαρότατα λαξευμένη αρμολόγηση μήκος: 4,80 μ. (από τα ανατολικά προς τα δυτικά), μέτρηση κατά πλάτος: 3,25 μ., πιθανώς κατάλοιπο ενός ταφικού κτίσματος.
Σε μια τρίτη θέση εμφανίζονται τα σημαντικά και εκτεταμένα ερείπια που βρίσκονται νοτιοανατολικά του μικρού χωριού Έλυμπο (τώρα ιδιόκτητο αγρόκτημα του κυρίου Μαρκέλλου). Το κέντρο του σημερινού μικρού οικισμού (υποστατικό και σπίτια χωρικών) καταλαμβάνουν τα ερείπια ενός φράγκικου πύργου που διασώζεται σε μεγάλο ύψος. Ένα πλήθος από εκκλησάκια, τουλάχιστον επτά και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ερειπωμένα, υποδεικνύει, μαζί με άλλα αρχαία κατάλοιπα, την ύπαρξη προς αυτήν την κατεύθυνση μιας πυκνότερης κατοίκησης κατά τους προηγούμενους αιώνες.
Και τα δύο είδη συνυπάρχουν και πάλι σε δύο βασικά κέντρα, τα οποία απέχουν από τα δυτικά προς τα ανατολικά μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα. Η ανατολική θέση φέρει το τοπωνύμιο Φέριζα. Από την παλαιότερη εισροή νερού δύο ρεμάτων μέσω καναλιών, δίπλα στα οποία έχουν εντοπιστεί τα περισσότερα κτήρια, σήμερα μόνον το δυτικό κανάλι εξακολουθεί να ποτίζει με άφθονο νερό ένα περιβόλι. Επάνω από το τελευταίο προς τα ανατολικά, σε έναν λόφο, συναντά κανείς, επίσης, τοίχους στους οποίους, τουλάχιστον εγώ, δεν είμαι σε θέση να αναγνωρίσω κάποια «οχύρωση» (βλ. τον χάρτη). Ακόμη πιο κάτω έως τον Αγ. Παντελεήμονα (κοντά στο «Μετόχι» της Αναβύσσου) η κοιλάδα αυτού του ρέματος συνοδεύεται, κυρίως στην αριστερή πλευρά της, από πλήθος καταλοίπων από αρχαίες οικίες που είναι κρυμμένες κάτω από τους σχίνους.
Η κατάφυτη από θαμνώδη βλάστηση περιοχή της Φέριζας χαρακτηρίζεται από ογκώδεις, κατά κύριο λόγο, επαναχρησιμοποιημένες αρχαίες κροκαλοπαγείς λιθοπλίνθους και άλλα αρχαία κατάλοιπα. Μία λιθόπλινθος από ασβεστόλιθο με κυκλική βάθυνση (διαμ. 1,20 μ.), από το μέσον της οποίας ορθώνεται ψηλό σφαιρικό έξαρμα, θα μπορούσε να προέρχεται από ένα ακόμη ελαιοπιεστήριο. Μεταξύ των μεσαιωνικών καταλοίπων είναι αξιοπερίεργο ένα, εν μέρει υπόγειο, θολωτό κτήριο, στις μακρές πλευρές του οποίου υπάρχει πρόσκτισμα με πέντε κόγχες. Από την περιοχή γύρω από τη Φέριζα, κατά πάσα πιθανότητα από έναν ταφικό τύμβο στα νότια, απομακρύνθηκε αυθαίρετα πριν από μερικά χρόνια λόγω λαθρανασκαφών ένα, προφανώς, μεγάλων διαστάσεων και αξιόλογο αρχαίο μαρμάρινο έργο (επιτύμβιο ανάγλυφο;).
Μεταξύ του Σκορδίου και των βουνών του Λαυρίου (βλ. Τμήμα «Λαύριον») ανοίγεται προς την πλευρά της θάλασσας η μήκους περίπου 4 και πλάτους 2 χλμ. πεδιάδα της Αναβύσσου, η οποία ως προς τη μορφή, την κατεύθυνση και τη διαμόρφωση της παραλίας δεν διαφέρει από εκείνην της Αθήνας. Στο ανώτερο τμήμα της βρίσκεται, κοντά στον Αγ. Παντελεήμονα, το πρώην μετόχι της Αναβύσσου. Δυτικά από αυτό, σε μια κοιλότητα που κατέρχεται από το Σκόρδι, διατηρήθηκαν αρκετά σημαντικά ίχνη αρχαίας κατοίκησης. Η περιοχή ονομάζεται Μεντάσι ή Μετάξι. Στην καλλιεργούμενη πεδιάδα υπάρχουν λιγότερα κατάλοιπα· πάντως, είναι προφανές, ότι το ύψωμα Βίγλα ή Βιγλατούρι (επίσης Βελατούρι = πύργος-παρατηρητήριο) αποτελεί το οχυρό ενός εκτεταμένου οικισμού. Ο λόφος, μια απόληξη του δυτικού βουνού, δεσπόζει με τα αιχμηρά άκρα του στη νότια πεδιάδα. Προς αυτήν την πλευρά λαμπυρίζουν τα ερυθρά ρήγματά του, ενώ στη βόρεια πλευρά του εμφανίζονται πρασινωπά, σχιστολιθικά πετρώματα. Στην άνω επιφάνειά του υπάρχει σήμερα μόνον ένα ερειπωμένο εκκλησάκι με αρχαία μαρμάρινα κατάλοιπα και δύο υπόγειες καμάρες, οι οποίες μάλλον χρησίμευαν ως οστεοφυλάκια. Στις νότιες υπώρειες συνεχίζεται σε άνδηρα η κατωφερής κλίση, ενώ και εδώ διακρίνονται οικιστικά κατάλοιπα, μάλιστα περισσότερα από εκείνα της βόρειας πλευράς.
[21] Η παράλια περιοχή που συνορεύει άμεσα με την πεδιάδα είναι απολύτως επίπεδη και ελώδης προς τα δυτικά, ένα πραγματικό ἁλίπεδον· αυτό το τμήμα εκμεταλλεύτηκε το κράτος για την εγκατάσταση των σημαντικότερων αλυκών του.
Αυτός καθαυτόν ο όρμος της Αναβύσσου δεν αποτελεί παρά το εσωτερικό τμήμα του διευρυνόμενου προς τα νοτιοδυτικά κόλπου του Αγ. Νικολάου, ο οποίος σχηματίζεται από τις βραχώδεις προεκτάσεις των απολήξεων αφενός του Σκορδίου, αφετέρου των βουνών του Λαυρίου. Σε αυτό το μέρος, στα δυτικά, προεκτείνεται, επίσης, το βραχώδες ύψωμα του Αγ. Νικολάου προς τα νότια, το οποίο μετατράπηκε σε χερσόνησο μέσω των προσχώσεων της θαλάσσιας άμμου, έχοντας πάλι μια λιμνοθάλασσα στον ισθμό. Το ανατολικό πλευρικό λιμάνι που προφυλάσσεται επαρκώς, το οποίο δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει προφανώς χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις τόσο στην αρχαία όσο και στη νεότερη εποχή. Αυτό δεν τεκμηριώνεται μόνον από τα άφθονα όστρακα στην ακτή, αλλά και μέσα από κατάλοιπα οχύρωσης στο βόρειο και το νότιο ύψωμα. Στο πρώτο εμφανίζονται τείχη Μεσαιωνικής περιόδου που εκτείνονται από τα ανατολικά προς τα δυτικά και πιθανώς προέρχονται από ένα φρούριο. Αν και δεν ανακαλύφθηκαν πια αρχαίες θεμελιώσεις, ωστόσο αναγνωρίζει κανείς σε αρκετές θέσεις μεταγενέστερες ανασκαφικές απόπειρες. Από την άλλη, το ύψωμα του Αγ. Νικολάου φέρει στα νοτιοδυτικά, κοντά στο εκκλησάκι, μια υπόγεια καμαρωτή δεξαμενή μεγάλων διαστάσεων, τα υδατικά αποθέματα της οποίας δεν χρησιμοποιούνταν μόνον από τους ναυτικούς. Στο εκκλησάκι βρίσκονταν κάποτε οι δύο πρώιμες επιτύμβιες επιγραφές του Δαμασιστράτου και του Ιπποστράτου (C. I. A. I, 470. 471), οι οποίες προ ετών μεταφέρθηκαν στην Αθήνα (πρβλ. «Antikenber.», Mitth. d. Inst. XII, σ. 304 αρ. 306 κ.εξ., από εκεί και η αρ. 308, μια νεότερη επιτύμβια επιγραφή). Σήμερα, μπροστά από τον γειτονικό εγκαταλελειμμένο οικίσκο βρίσκεται μόνον μια αρχαία βάση από ασβεστόλιθο με επίπεδη, τετράγωνη βάθυνση. Μια μαγευτική θέα ανοίγεται στα μάτια των επισκεπτών από εδώ προς το πολύχρωμο (ιώδες, σκούρο κίτρινο, ερυθρό και φαιό) πέτρωμα των βουνών, τη λιμνοθάλασσα και τη θάλασσα που φαίνεται να περιβάλλεται από δύο λίμνες. Αυτό συμβαίνει γιατί και στα δυτικά η θέα περιορίζεται από την ερημική βραχονησίδα Αρσίδα (ή Λαγονήσι, βλ. παραπάνω), στην οποία, σε απόσταση 700 μ. από την ακτή, το βουνό εμφανίζεται ξανά.
Δυτικά του Σκορδίου και του προκείμενου υψώματος νότια από αυτό υπάρχει χώρος αντίστοιχα για δύο μικρές αρόσιμες πεδιάδες. Η πρώτη, πλούσια σε ελαιόδεντρα, φέρει την ονομασία Γιουρντά. Κάποια σποραδικά αρχαία κατάλοιπα δεν επαρκούν για να συμπεράνουμε ότι υπήρχε σε αυτήν τη θέση ένας αυτόνομος οικισμός.
Αν η ήδη αρχαία ονομασία του ακρωτηρίου «Αστυπάλαια» (διότι, κατά τη γνώμη μου, αυτή μπορεί να αφορά μόνον τον Αγ. Νικόλαο, αν και η Αρσίδα, δηλ. η Υδρούσα, δεν αντιστοιχεί πλήρως σε αυτήν πρβλ. Στράβ. ΙΧ, σ. 398) επιτρέπει την αναγνώριση ενός προϊστορικού οικισμού, το στραμμένο προς τη θάλασσα τμήμα του δήμου Αναφλύστου βρισκόταν αναμφίβολα στην ανατολική πλευρά του όρμου. Τα ίχνη του έχουν, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό εξαλειφθεί από το μεταγενέστερο χωριό της Αναβύσσου, από το οποίο σήμερα διατηρείται μόνον το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου και μερικά παραπήγματα. Στο τελευταίο βρήκα δύο εντοιχισμένα θραύσματα ενός αναθηματικού αναγλύφου και μια επιγραφή που ίσως χρονολογείται ακόμη στον 5ο αιώνα: Ἑρμῇ μνημεῖον Λυσάνδρο(υ) πρβλ. «Antikenber.», Mitth. d. Inst. XII, σ. 303 κ.εξ. αρ. 303. 304. Από τα μεμονωμένα κατάλοιπα θεμελιώσεων θα έπρεπε να επισημανθεί ένα πλατύ τμήμα τοίχου, το οποίο τέμνει τον δρόμο από τον Αγ. Γεώργιο προς το δυτικό καπηλειό στο τέλος του αμπελώνα. Στην ανατολική πλευρά του όρμου βρίσκονται τα ερείπια από ένα δεύτερο εκκλησάκι. Κατά μήκος της θάλασσας παρατηρεί κανείς σειρές λίθων, οι οποίες πιθανώς προέρχονται από μια προκυμαία. Τα κατάλοιπα μόλων (μέτρησα τρεις σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση· κοντά στον τρίτο ένα πηγάδι) θα μπορούσαν να ανήκουν σε μια εγκατάσταση που προσέφερε αγκυροβόλιο στις δημόσιες τριήρεις, ίσως και νεώρια. Αυτό γιατί και επί της ακτής αντιστοιχεί σε αυτά ένα τετράγωνο φρούριο (βλ. «αρχαία λιμενική οχύρωση»), από το οποίο διασώζονται μεγάλες, όρθια τοποθετημένες λιθόπλινθοι από ασβεστόλιθο. Σήμερα, βέβαια, συνδέονται μόνον με μεταγενέστερους τοίχους που φέρουν συνδετικό κονίαμα.
Οι ερημωμένες σήμερα θέσεις του Καταφυγίου και του Μεσοχωρίου, νότια και βορειοανατολικά της Αναβύσσου, προέκυψαν μάλλον αποκλειστικά, όπως προδίδει και η πρώτη ονομασία καταφυγή, από την ανάγκη του παράκτιου πληθυσμού για ένα ασφαλές καταφύγιο από τον κίνδυνο των πειρατών. Απέναντι από την Καταφυγή, προς τα ανατολικά, βρίσκονται τα αξιόλογα ερείπια ενός μεσαιωνικού φρουρίου. Αρχαίους τοίχους διακρίνει κανείς στα νότια, πέρα από το ρέμα, σε μια έκταση 12 έως 15 βημάτων. Ο σημερινός δρόμος από την Καταφυγή προς το Μεσοχώρι διατηρεί ακόμη την αρχαία κατεύθυνση· εκτός από ελάχιστα κατάλοιπα, κοντά από τα οποία περνάει, είναι αξιοπρόσεκτα τα ερείπια ενός τετράγωνου κτηρίου 300 μ. νότια του Μεσοχωρίου (μήκους 15 βημάτων από τα ανατολικά προς τα δυτικά και πλάτους 10 βημάτων). Δεδομένου ότι μαρμάρινες λιθόπλινθοι και τμήματα επιστυλίου παραπέμπουν σε πλούσιο διάκοσμο, καθίσταται απίθανη η υπόθεση ενός πύργου-παρατηρητηρίου. Μολονότι οι θεμελιώσεις τέμνουν τον σύγχρονο δρόμο, είναι πιο εύλογο, κυρίως λόγω της επιμήκους κατεύθυνσής τους, να φαντασθεί κανείς εδώ ένα ιερό. [22] Στο χωριό Μεσοχώρι, από δύο όμοια κατεστραμμένα γειτονικά εκκλησάκια, βλέπει κανείς μόνον λίγες λιθοπλίνθους που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό.
Σχετικά με τους δρόμους που συνδέουν το Μεσοχώρι, το Παναρίτι και το Αρί με το εσωτερικό της Λαυρεωτικής πρβλ. παρακάτω.
Η Λαυρεωτική
Boeckh, Die Laurischen Bergwerke in Attika, Abhandlungen d. K. Preuss. Akad. d. Wiss. 1810.
Fiedler, Reise 1846. I, σ. 36 κ.εξ.
Cordellas, Le Laurium, Marseille 1869.
Hansen, De metallis atticis, Hamburg 1885.
(Αρχαίες πηγές στο Cordellas ό. π. σ. VII κ.εξ.)
Τα βουνά του Λαυρίου που καταλαμβάνουν το νοτιοανατολικό τμήμα της αττικής χερσονήσου, τα οποία λόγω των πλούσιων μεταλλευμάτων τους απέκτησαν μοναδική σπουδαιότητα για την δημόσια οικονομία της αρχαίας Αθήνας, σχηματίζουν, και από τοπογραφικής άποψης, μια φυσική ενότητα. Αυτός ο ορεινός τομέας, ο οποίος στα ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά βρέχεται από την πλούσια σε όρμους θάλασσα, οριοθετείται προς τη δυτική και βορειοδυτική πλευρά της στεριάς από τις πεδιάδες της Αναβύσσου, του Ολύμπου, του Μετροπισίου και της Κερατέας. Προς τα βόρεια, το όριο σχηματίζει μια κοιλότητα με κατεύθυνση προς το μεγάλο ρέμα «Ποτάμι», όσο αυτό κινείται προς τα ανατολικά. Μόνον στην ακτή, για 2 χλμ. βόρεια έως το Δασκαλειό, συνεχίζεται μια οροσειρά που περιέχει μεταλλεύματα (πρβλ. παραπάνω σ. 13), ενώ στο μέσο του Ποταμιού διανοίγεται μια επιμήκης κοιλάδα, στην περιοχή μας προς τα νότια.
Συνολικά, ωστόσο, μπορούμε να περιγράψουμε τα όρια του λαυρεωτικού τοπίου ως εγγεγραμμένα σε μια μεγάλη έλλειψη, ο κατά μήκος άξονας της οποίας, από τον βορρά προς τον νότο, ισούται με το διπλάσιο του εγκάρσιου άξονα (δηλαδή μια απόσταση 16,80 έως 17 χλμ. από το ακρωτήριο Σούνιο έως το άνω Ποτάμι, ενώ η απόσταση από το Τουρκολιμάνι στα βόρεια του Θορικού έως το Αρί του Τμήματος «Όλυμπος» φθάνει στα 8,50 χλμ.). Στο εσωτερικό, όλες οι κύριες κατευθύνσεις των φαραγγιών και κορυφογραμμών (ακόμη και των κοιτασμάτων μετάλλου) είναι παράλληλες με τον κατά μήκος άξονα. Από τον ευρύ κεντρικό ορεινό όγκο δύο ρέματα διακλαδίζονται σε μια ανατολική και μια δυτική ροή: Αρχικά, έχουμε το προαναφερθέν «Ποτάμι», η κοίτη του οποίου κάτω από την καμπή του χωρίζει το μεταλλείο της Φωφόλας, τη Σπηλιαζέζα, το Βρωμοπούσι και το Θορικό, και μετά από 8 χλμ., εν μέρει με μεγάλη ποσότητα υδάτων, προσεγγίζει τη θάλασσα στην πεδιάδα όπου βρίσκεται το λιμάνι του Θορικού. Έπειτα, υπάρχει το δυτικό ρέμα των Λεγρενών, όπως ονομάζεται από το τοπωνύμιο όπου εκβάλλει. Δεν έχω συναντήσει την ονομασία Κορφώνα (πρβλ. τον γαλλικό χάρτη), η οποία φαίνεται εξίσου άγνωστη και στον χάρτη μας. Ωστόσο, υπάρχει ένα βουνό με αυτήν την ονομασία νότια της Πλάκας· Cordellas, Le Laurium, σ. 61. Το ρέμα αυτό καθαυτό σχηματίζεται μόλις στο Συντερίνι, όχι βορειότερα από το Θορικό, στη θέση εκβολής του «Ποταμιού». Η ίδια, πάντως, ρεματιά εκτείνεται, επίσης, από το Μπαρμπαλιάκι και το Δημολιάκι έως την Πλάκα. Η νότια κοίτη μέσω Μεγάλων Πεύκων προς Λεγρενά έχει ομοίως μήκος περίπου 8 χλμ.
Τα όρη του Λαυρίου, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν αποτελούνται από συνεχείς οροσειρές και κορυφογραμμές αλλά από μεμονωμένους όγκους ή υψώματα που διακλαδίζονται με ακανόνιστο τρόπο, η ιδιαίτερη κατεύθυνση των οποίων πολύ συχνά αντιβαίνει προς τη γενική νότια φορά. Η σύστασή τους είναι ασβεστολιθική, πιο συγκεκριμένα σχιστόλιθος, ο οποίος καλύπτεται από ένα λεπτό στρώμα χώματος με θάμνους και πεύκα. Οι περισσότεροι σχηματισμοί είναι στρογγυλές κορυφές και ράχες με όχι ιδιαίτερα επιβλητική μορφή· εξαίρεση αποτελούν ο «Προφήτης Ηλίας», ο οποίος έχει μορφή ακρόπολης (φύλλο «Σούνιον», δυτικά), το ακρωτήριο Σούνιο ή κάποια οξυκόρυφα βουνά, όπως η Μεγάλη Βίγλα, βόρεια του Σουνίου, και το Βελατούρι στο Θορικό, τα τελευταία αποτελούμενα από οφιοειδείς αποθέσεις. Στην Πλάκα εμφανίζεται γρανίτης (στην Ελλάδα, μια ιδιαίτερα μεμονωμένη περίπτωση), ενώ στα φαράγγια της Αγριλέζας και δυτικά του Θορικού μάρμαρο χαμηλής ποιότητας.
Τα σημαντικότερα υψώματα του ορεινού Λαυρίου (ύψος άνω των 350 μ.) βρίσκονται συγκεντρωμένα στο βόρειο τμήμα τού κατά μήκους άξονα, στη γραμμή Βίλια, Πλάκα, Καμάρεζα (Βίγλα Ριμπάρι, μεταξύ των δύο περιοχών που προαναφέρθηκαν, 372 μ., όρος Πλάκας 360 μ. κ.ο.κ.), από όπου χαμηλώνουν προς όλες τις πλευρές. Μόνον στα νότια και νοτιοδυτικά εμφανίζονται κάποια υψώματα και κοντά στην ακτή με ύψος μεγαλύτερο των 250 μ. (Μεγάλη Βίγλα 258,9 μ., ύψωμα Μπάφι κοντά στα Λεγρενά 261 μ., Προφ. Ηλίας, ο οποίος μάλιστα φθάνει τα 356 μ.· το ακρωτήριο Χάραξ έχει ύψος 233,3 μ.).
Στις κοιλότητες, οι οποίες ακολουθούν τα βουνά του κύριου άξονα, οι αρχαίοι Έλληνες εγκατέστησαν τα πλέον αποδοτικά μεταλλεία για μεταλλεύματα που περιέχουν αργυρούχο μόλυβδο. Αλλά και [23] προς τις πεδιάδες της Αναβύσσου και του Ολύμπου, όπως και κοντά στην ανατολική ακτή, η οποία προσέφερε τα πλέον άνετα λιμάνια για εξαγωγή, υπήρχαν αρχαίες μεταλλευτικές εγκαταστάσεις. Ως μάρτυρες και οδηγοί χρησίμευαν κατά τη Νεότερη Εποχή, εκτός από τα φρέατα και τις υδατοδεξαμενές, οι εν μέρει μαζικές συγκεντρώσεις υπολειμμάτων από μεταλλευτικά πλυντήρια και κλιβάνους τήξης (σκωρίαι, ἐκβολάδες). Από την ίδρυση της «Γαλλικής Εταιρείας» (Roux και Serpieri) κατά το έτος 1865, τα παραπάνω υποβάλλονται σε μια διαδικασία τήξης που αποσκοπεί στην εξαγωγή μολύβδου, ενώ ήδη κατά την πρώτη Ρωμαϊκή περίοδο καταβαλλόταν προσπάθεια να εξαχθεί από αυτά και άργυρος.
Από τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα [1870], μετά από δικαστικό αγώνα με το ελληνικό κράτος, η γαλλική εταιρεία περιορίζει τις δραστηριότητές της στα μεταλλεία, ενώ μια «ελληνική εταιρεία» εκμεταλλεύεται τις σκωρίες στην ίδια την περιοχή του Λαυρίου, εκτός αυτής, ωστόσο, εξορύσσει και μεταλλεύματα (κυρίως σίδηρο) στις θέσεις Βρωμοπούσι, Φωφόλα και Δασκαλειό. Επιπλέον, σε υπόγειες εξορύξεις εξάγεται καδμεία. Άλλες ιδιωτικές εταιρείες (Περικλής, Λαυρεωτικός Όλυμπος κλπ.) έχουν ήδη αναστείλει τη λειτουργία τους.
Φαίνεται σκόπιμο, προτού ξεκινήσουμε την τοπογραφική περιήγηση, ταυτόχρονα και υπό τη μορφή επεξήγησης των σημείων του χάρτη, να προβούμε σε μια σύντομη επισκόπηση όλων των καταλοίπων και ιχνών που σχετίζονται με την αρχαία μεταλλευτική δραστηριότητα και εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα.
Οι σωροί σκωριών, φαιόχρωμες μάζες μέσα στο διαβρωμένο χώμα, κατέκλυζαν κυρίως τις περικλειόμενες από βουνά κοιλάδες και τα φαράγγια που ακολουθούν τον κύριο άξονα με κατεύθυνση από βορρά προς νότο σε μια απόσταση 6 χλμ. Πρόκειται συγκεκριμένα για τις θέσεις Δημολιάκι, Μπαρμπαλιάκι, Συντερίνι, Μπερτσέκο, Μεγάλα Πεύκα. Η δραστηριότητα της ελληνικής εταιρείας επικεντρώνεται σήμερα, κατά κύριο λόγο, μόνον μεταξύ των σημείων που συνδέονται με ράγες, ενώ προς το μέσον, στο Συντερίνι και ειδικά στην Καμάριζα, το κέντρο της αρχαίας και νέας μεταλλευτικής δραστηριότητας, έχουν εμφανισθεί μεγάλες κοιλότητες στη θέση των παλαιότερων επισωρεύσεων. Στον πυθμένα και στα άκρα αυτών των κοιλοτήτων ήλθαν στο φως κατάλοιπα αρχαίων οικιών, εργαστηρίων, τοίχοι συνόρων και λίθοι όρων, πλυντήρια, κλίβανοι τήξης, πηγάδια και δεξαμενές.
Οι σκωρίες από τους κλιβάνους που ήταν εγκατεστημένοι κοντά στην ακτή απορρίπτονταν από τους αρχαίους μαζικά στη θάλασσα, και εκεί, αναμιγνυόμενες με άμμο και άλλα υλικά, π.χ. στον όρμο του Θορικού, στερεοποιούνταν μέσω ασβεστολιθικών αποθέσεων τού εκεί εκβάλλοντος γλυκού νερού και διαμορφώνονταν σε κροκαλοπαγή πετρώματα, από τα οποία μάλιστα οι χωρικοί κατασκεύαζαν χειρόμυλους.
Τα αρχαία φρέατα, εξαιτίας της επαναλειτουργίας τους κατά τη Νεότερη Εποχή, έχουν χάσει τον αρχικό τους χαρακτήρα. Χρησιμοποιώ εδώ τις πολυετείς παρατηρήσεις του τωρινού διευθυντή της «ελληνικής εταιρείας», κυρίου Α. Κορδέλλα, τις οποίες κατέγραψε ο ίδιος στο βιβλίο του «Le Laurium» σ. 79 κ.εξ., και μου τις διασαφήνισε επιτόπου με προσωπική ξενάγηση και επεξήγηση.
Τα διανοιγμένα φρέατα εξαγωγής είναι είτε κατακόρυφα είτε κεκλιμένα με γωνία 25 – 30ο, τα τελευταία μάλιστα διαθέτουν και κλίμακες. Το σχήμα τους είναι, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, τετράγωνο και η διάμετρος πλευράς τους φθάνει το 1,85 μ., στα κεκλιμένα περίπου τα 2 μ. Σε βάθος 25 – 50 μ. αρχίζουν οι στοές για την ανίχνευση μεταλλοφόρων τμημάτων, η κατεύθυνση των οποίων καθόριζε και την περαιτέρω κατασκευή τους. Οι στοές που δημιουργούνταν με αυτόν τον τρόπο στηρίζονταν ανά διαστήματα με στύλους, οι οποίοι είτε ήταν συμφυείς με το μετάλλευμα είτε κατασκευάζονταν μέσα από τη συσσώρευση λίθων που δεν περιείχαν μετάλλευμα. Συχνά, σε μεταγενέστερες εξορύξεις, αντικαθιστούσαν τα φυσικά υποστηρίγματα με τεχνητά. Πλουσιότερα κοιτάσματα εξορύσσονταν, επίσης, μέσω στοών με δίτονες σειρές στύλων. Στα φρέατα και τις στοές έχουν βρεθεί κόγχες για τον φωτισμό των μεταλλείων και πήλινοι λύχνοι συνηθισμένου σχήματος. Άλλες οπές στα τοιχώματα των κατακόρυφων φρεάτων πρέπει να χρησίμευαν για τη στερέωση κλιμάκων. Έχει παρατηρηθεί ότι τα αρχαία μεταλλεία δεν φθάνουν ποτέ κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, για αυτό και –δεδομένης και της γενικής ξηρασίας των βουνών– απουσιάζουν κανάλια και λοιπές εγκαταστάσεις απορροής υδάτων. Ο αερισμός ήταν ελλιπής και οδηγούσε στην κατασκευή πολλών μεμονωμένων φρεάτων, ωστόσο, στις κεκλιμένες εγκαταστάσεις δεν έλειπαν οι κατακόρυφοι αεραγωγοί, οι οποίοι στα βουνά του κύριου άξονα συχνά έφθαναν σε μεγάλο βάθος (80-110 μ.). Για την ανέλκυση του μεταλλεύματος δεν πρέπει να απουσίαζαν μηχανικά ανυψωτικά μέσα. Κατά κανόνα, ωστόσο, η ανέλκυση πραγματοποιείτο με πλεκτούς σάκους φορτωμένους στις πλάτες των δούλων. Σχετικά με ένα είδος επίπεδου χάλκινου λέβητα πρβλ. Philol. Wochenschr. 1887, αρ. 21, στ. 643.
[24] Η διαλογή των προοριζόμενων για τήξη μαζών πραγματοποιείτο μέσω θραύσης σε ιγδία από λίθο ή σίδηρο (τέτοια βρέθηκαν στο Μπερτσέκο), ενώ στη συνέχεια αυτές διηθίζονταν και υποβάλλονταν σε ανέμισμα ή πλύση.
Η χρήση νερού στην άνυδρη Λαυρεωτική απαιτούσε τεχνητούς αποταμιευτήρες, τις δεξαμενές (στον χάρτη σημαίνονται ως: Υ.Δ.= υδατοδεξαμενές, αλλά και εδώ το σημείο Κ = Κιστέρνες χρησιμοποιείται στους χάρτες για τα συνήθη πηγάδια). Αυτές είναι κατά κανόνα κυκλικές, αλλά και ορθογωνίου σχήματος, με χωρητικότητα 300–1.500 μ3. Ο Κορδέλλας (Le Laurium σ. 94) δίνει το σκαρίφημα μιας από τις καλύτερα διατηρημένες εγκαταστάσεις της δεύτερης κατηγορίας, στον δρόμο από το Κυπριανό προς την Καμάριζα, η οποία έχει βάθος 5,70 μ., μήκος 19 μ. και πλάτος 9,20 μ. Τα τοιχώματα είναι, ως συνήθως, επενδυμένα με ασβεστόλιθους και φέρουν προς την εξωτερική επιφάνεια όλο και λεπτότερα στρώματα υδραυλικού κονιάματος. Για την υδροληψία υπάρχει μια κατερχόμενη κλίμακα, η οποία στο συγκεκριμένο παράδειγμα διακόπτει τη μια από τις μακρές πλευρές, ενώ στις κυκλικές εγκαταστάσεις κατέρχεται λοξά κατά μήκος της περιμέτρου της εσωτερικής πλευράς.
Όσα μεταλλευτικά πλυντήρια γνωρίζουμε (Μ. Π.) αποτελούν, παρόλη την απλότητα τους, εξαιρετικά ευφυείς κατασκευές. Παραθέτουμε (σύμφωνα με τον Κορδέλλα ό.π. σ. 95) το σκαρίφημα μιας εγκατάστασης αυτού του είδους [βλ. το σχ. στη σ. 24 του γερμ. κειμένου / Σ.τ.Μ.], η οποία διατηρείται σε καλή κατάσταση έως σήμερα και βρίσκεται στην περιοχή της Καμάριζας. Τα χαμηλά τοιχία από μικρούς ακανόνιστους λίθους, οι δεξαμενές και οι επίπεδες επιφάνειες του ορθογωνίου, που έχει μήκος 10,5 μ. και πλάτος 8 μ., είναι παντού καλυμμένα με λεπτές στρώσεις υδραυλικού κονιάματος. Από τις τέσσερις επίπεδες επιφάνειες (a, b, c, d) εκείνη με το κατά περίπου 30 εκ. ψηλότερο δάπεδο και τα υπερυψωμένα άκρα, δηλαδή η a, χρησίμευε ενδεχομένως για την καθίζηση των μεταλλικών υπολειμμάτων, ενώ οι c και d, οι οποίες έκλιναν προς το κανάλι l που τις έτεμνε, για την απόθεση του υλικού που προοριζόταν προς εμπλουτισμό. Αυτό το κανάλι συνιστά το τελικό τμήμα μιας στροφηδόν κυκλοφορίας του νερού, η οποία ξεκινά με τη ρηχότερη δεξαμενή e και στις γωνίες αγγίζει τις διαδοχικώς βαθύτερες δεξαμενές f και g. Αντιστρόφως, το βάθος των καναλιών από το h έως το k βαίνει μειούμενο.
Επομένως, η απομάκρυνση των προσμείξεων από την τριμμένη μάζα του μεταλλεύματος ξεκινούσε στην ανώτερη δεξαμενή e (όπου επίσης δύο λίθινες κόγχες για την υποδοχή μιας εγκάρσιας δοκού και η τράπεζα με κονίαμα n υποδηλώνουν τη θέση όπου βρισκόταν ο εργάτης). Η κυκλοφορία του νερού εντός καναλιών και δεξαμενών διαφορετικού βάθους επέφερε το διαχωρισμό των παρασυρόμενων συστατικών αναλόγως της βαρύτητας και της καθαρότητάς τους, δηλ. αναλόγως της περιεκτικότητάς τους σε μέταλλο. Ταυτόχρονα, διακρίνουμε την οικονομία στην εγκατάσταση ως προς τη χρήση νερού, καθώς αυτό μπορούσε να συγκρατηθεί ή να παρωθηθεί στο σημείο αφετηρίας του διαμέσου του καναλιού l και της αύλακας m.
Από τις εγκαταστάσεις τήξης και ο Κορδέλλας γνωρίζει μόνο μια κατηγορία χαμηλών κυκλικών κλιβάνων από σχιστόλιθο ή από κομμάτια τραχείτη, οι οποίοι έχουν διάμετρο περίπου 1 μ.
Όλες τις υπόλοιπες μεμονωμένες εγκαταστάσεις, ειδικά εκείνες που βρίσκονται στους δρόμους με τα μεταλλεία (στο Θορικό, την Αγριλέζα και το Σούνιο), θα τις ενσωματώσουμε στην τοπογραφική περιήγηση που θα οδηγήσει σταδιακά από βορρά προς νότο έως την άκρη του Σουνίου. Ακολουθούμε, με αυτόν τον τρόπο, εκείνη την κύρια κατεύθυνση των βουνών της Λαυρεωτικής που ήδη επισημάναμε, στην οποία, αντίστοιχα με την τριμερή διάταξή της, οδηγούν δύο ανετότεροι παράλληλοι δρόμοι: Ανατολικά, η γραμμή που ακολουθεί το Ποτάμι προς το Θορικό και τα Εργαστήρια, την οποία σήμερα ακολουθεί και ο σιδηρόδρομος του Λαυρίου, και δυτικά η αμαξιτή οδός από την Κερατέα μέσω (Πλάκας) Δημολιακίου και Μπαρμπαλιακίου προς Καμάριζα κ.ο.κ. Από αυτήν τρεις εγκάρσιοι δρόμοι οδηγούν προς νοτιοανατολική κατεύθυνση μέσω Βιλίων και Πλάκας (διαμέσου του ρέματος Αδάμι) και από την Καμάριζα προς την ανατολική κύρια διαδρομή.
Η δυτική οδός που ξεκινά από την Κερατέα περιτρέχει, περνώντας από την Παναγία Αμάχαιρη (παραπάνω σ. 19), την ανατολική πλευρά του όρους Πανί, όπου απαντούν ίχνη της αρχαίας οδού και ενδεχομένως της τότε υπάρχουσας οχύρωσης. Εδώ οι δρόμοι χωρίζονται: Προς τα νοτιοδυτικά, διασχίζοντας την κοιλάδα του Μετροπισίου, με τα ερειπία της μονής και του πρώην οικισμού (πιθανώς, ο αρχαίος δήμος Αμφιτροπής, όπου βρίσκονται αρχαίες λιθόπλινθοι, αν και μόνον εντοιχισμένες σε μεταγενέστερους τοίχους, ενώ στα νότια υπάρχουν ίχνη αρχαίων μεταλλείων)· προς τα νότια, περνώντας ξανά από αρχαίες θέσεις (στις υπώρειες του Λούλιε Κούκι, στην περιοχή Λάκιζα, υπάρχουν κατάλοιπα κεραμικής και αγροί με σκωρίες στα ανατολικά τα ερείπια από το εκκλησάκι της Αγ. Μαρίνας), με κατεύθυνση προς Πλάκα, την περιοχή των μεταλλείων, η οποία λόγω του γρανίτη και «πλακίτη» της [25] είναι ενδιαφέρουσα από γεωλογικής άποψης και διαθέτει ίχνη από αρχαία άνδηρα και κεραμική που παραπέμπουν σε έναν από εκείνους τους πολυπληθείς, μικρούς οικισμούς που τυγχάνουν της πιο φειδωλής αναφοράς στις πηγές μας (Μαρώνεια, Αυλών κ.ο.κ.).
Γενικά, θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ευθύς αμέσως πόσο δύσκολη είναι σε αυτήν την απόκεντρη περιοχή η συνένωση πολυάριθμων διάσπαρτων καταλοίπων τοίχων από αρχαίες θέσεις, κατοικίες εργατών, βιοτεχνικές εγκαταστάσεις κλπ., σε καθορισμένα σύνολα τοποθετημένα στον χώρο.
Από το Λούλιε Κούκι προσεγγίζει κανείς σε απευθείας νότια κατεύθυνση τις περιοχές των εργοταξίων της ελληνικής εταιρείας, το Δημολιάκι και το Μπαρμπαλιάκι. Οι σκωρίες από τους σωρούς που βρίσκονται στη δυτική πλαγιά της Λαυρεωτικής, κοντά στα Μελίσσια Ιατρού και το Αρί, μεταφέρονται προς τα πάνω με τη βοήθεια σχοινοκίνητου συρμού με κρεμαστούς κάδους. Το Αρί ήταν ο σταθμός της μεταλλευτικής εταιρείας «Λαυρεωτικός Όλυμπος», η οποία έχει αναστείλει τη λειτουργία της. Βορειοανατολικά αυτής της εγκατάστασης, αριστερά του δρόμου προς Λούλιε Κούκι, έχει ανασκαφεί ένα καλά διατηρημένο μεταλλευτικό πλυντήριο.
Στο Δημολιάκι, στον λόφο που στα νότια γειτνιάζει με τον σιδηροδρομικό σταθμό, αποκαλύφθηκε πρόσφατα μέσω λαθρανασκαφής ένας μεγάλος αριθμός αρχαίων τάφων, προφανώς καλής εποχής. Νοτιοδυτικά, κάτω από αυτήν τη θέση, κοντά σε μια πηγή και λίγα ελαιόδεντρα, συναντά κανείς τους τοίχους της ερημωμένης μονής του Παναριτίου, όπου βρήκα εντοιχισμένα τα τμήματα ενός αξιοσημείωτου θραυσμένου μαρμάρινου πίνακα (βλ. «Antikenber.», Mitth. d. athen. Inst. XII, σ. 299 αρ. 274).
Η κοιλότητα στο Συντερίνι, νότια του Μπαρμπαλιακίου, κάποτε γεμάτη με σωρούς σκωριών, είναι σήμερα σχεδόν εξαντλημένη και ερημωμένη. Ένα αρχαίο κτήριο, που αποκαλύφθηκε ως έναν βαθμό εκεί, έχει πολύπλοκη κάτοψη και άγνωστη λειτουργία (ονομάζεται Λουτρό και έχει κόγχες προς τα έξω· Νυμφαίο;), για την ακριβέστερη ερμηνεία του θα χρειαζόταν μια τεκμηρίωση στηριζόμενη σε περαιτέρω ανασκαφές. Σχετικά με κάποια ευρήματα αρχαίων γλυπτών και επιγραφών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων λόγω της αυθαίρετης απομάκρυνσής τους –κάτι που σε αυτήν την περιοχή γίνεται συστηματικά και εύκολα– δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό, δίνονται πληροφορίες στο «Antikenbericht» (Mitth. d. athen. Inst. XII, αρ. 185, 250, 273, 282, 291, 294).
Επάνω από το Συντερίνι, το οποίο προς τα βορειοανατολικά οριοθετείται από την υψηλότερη κορυφή του λαυρεωτικού ορεινού όγκου, τα Ριμπάρια, ορθώνεται νότια το βουνό της Καμάριζας, το ύψος του οποίου μόλις ξεπερνάει τα 100 μ. Ο δρόμος που οδηγεί προς τα δυτικά και στην κοιλάδα του οποίου σχηματίζεται το ρέμα των Λεγρενών, προσεγγίζει στη διασταύρωση των ανετότερων συνδέσεων μεταξύ Καμάριζας και Μεσοχωρίου μία καλλιεργήσιμη περιοχή που φέρει, επίσης, την ονομασία Συντερίνι. Σε αυτήν διακρίνονται ερείπια μεσαιωνικών σπιτιών και εκκλησιών που αναμιγνύονται με αρχαία κατάλοιπα από ασβεστόλιθο και μάρμαρο (πρβλ. την έμμετρη επιτύμβια επιγραφή της Χαιρελέας που μετέγραψα σε αυτή τη θέση: «Antikenber.» αρ. 286).
Τέλος, η Καμάριζα, στις ανατολικές υπώρειες του προαναφερθέντος όρους, εμφανίζει σήμερα προς αυτήν την πλευρά μια τεράστια κοιλότητα (μήκος 770 μ., πλάτος 400 μ.) που αποτελεί τον χώρο απόθεσης των σκωριών που απομακρύνονται τώρα. Το ψηλότερο ανατολικό τμήμα είναι προς το παρόν το ζωηρό κέντρο των γαλλικών μεταλλείων. Τρία φρέατα, το σημαντικότερο με την ονομασία «Σερπιέρης» στο μέσον, ο «Αγ. Βαπτιστής» στα βόρεια και ο «Ιλαρίων» στα νότια –όλα δηλαδή βρίσκονται κατά μήκος του μεγάλου άξονα– εξυπηρετούν την εξαγωγή του μεταλλεύματος από δαιδαλώδεις στοές. Τα σύγχρονα τεχνικά μέσα διαχείρισης των υδάτων εντός των μεταλλείων, επέτρεψαν τις εκσκαφές και βαθύτερα από το επίπεδο της θάλασσας. Στις ψηλότερες στοές συναντούμε ακόμη κοιλότητες και εργασίες στήριξης που προέρχονται από την Αρχαιότητα. Για επιγραφές από την Καμάριζα βλ. «Antikenber.» (Mitth. XII αρ. 277, ανάθημα στην Άρτεμη και 283). Δεν χωρά αμφιβολία ότι εδώ πρέπει να αναζητήσουμε το επίκεντρο της αρχαίας μεταλλευτικής δραστηριότητας και ταυτόχρονα τον δήμο Βήσα. Η οχύρωση που ο Ξενοφώντας, Πόροι IV, 44, συμβουλεύει να ανεγερθεί εδώ ἐν μέσῳ [Ἀναφλύστου καὶ Θορικοῦ] – ἐπὶ τῷ ὑψηλοτάτῳ Βήσης θα μπορούσε να βρει τη θέση της στο σημείο όπου τέμνονται οι δρόμοι, δηλαδή στο όρος της Καμάριζας· όπως, ωστόσο, αποδεικνύει μια αυτοψία, το σχέδιο παρέμεινε απραγματοποίητο.
Σε αντιστοιχία με τη σπουδαιότητά της, η θέση της Βήσας-Καμάριζας συνδεόταν με το λιμάνι εξαγωγής του Θορικού, που βρίσκεται στα ανατολικά, διαμέσου μιας αμαξιτής ορεινής οδού. Ο Κορδέλλας (Le Laurium σ. 92) διέκρινε ακόμη ίχνη των αρματροχιών, οι οποίες τώρα φαίνεται ότι έχουν εξαφανισθεί κάτω από τον ανυψωμένο δρόμο προς Κυπριανό.
Το Ποτάμι σχηματίζει από τη νότια καμπή του έως το Θορικό μια αρκετά ομοιόμορφη στενή κοιλάδα, η οποία πρέπει, πάντως, να διέθετε αρκετό χώρο και αρκετά αποθέματα νερού για καλλιέργεια οπωρολαχανικών και ελαιοδέντρων. Ακόμη και σήμερα λειτουργούν κυρίως κάποιοι μύλοι και ποτίζονται λαχανικά. Οι κατοικίες των Ποταμίων, καθώς ένα τμήμα αυτού του δήμου πρέπει να τοποθετηθεί εδώ, ήταν με βεβαιότητα διάσπαρτες. Επιπλέον, οι ψηλότερες περιοχές εξόρυξης ενώθηκαν και στις δύο πλευρές: Δυτικά, στο ύψωμα της Διψέλιζας, [26] στο Τσακίρι, στο ρέμα Βιλίων και σε εκείνο επάνω από τις Τούρκου Ελιές, στη θέση Παλαιοκαμάριζα και στο ρέμα Αδάμι, που εξέρχεται από την πεδιάδα του Θορικού και ανατολικά, κυρίως, στις θέσεις Σπηλιαζέζα και Βρωμοπούσι που επανατέθηκαν σε λειτουργία από την ελληνική εταιρεία. Στον τελευταίο αναφερθέντα παράκτιο οικισμό εμφανίζονται και κάποια άλλα περιορισμένα αρχαία κατάλοιπα, μεταξύ αυτών μια όψιμη επιτύμβια επιγραφή («Antikenber.» αρ. 241) και μπροστά από την εγκατάσταση ενός πρώην μεταλλευτικού πλυντηρίου ένας αινιγματικός κυκλικός λίθος από ασβεστόλιθο με διάμετρο 1,30 μ. και πάχος 0,30 μ., η άνω επιφάνεια του οποίου έχει υπερυψωμένο χείλος και στο μέσον βάθυνση με έναν «ρόδακα» που αποτελείται από τρία μόνον εγχάρακτα και τρία λαξευμένα φύλλα (τριβείο;). Δύο χλμ. νοτιότερα βρίσκεται το Τουρκολιμάνι, μια μικρή χερσόνησος με διπλό λιμάνι και περιορισμένη παράλια γη. Σε ίδια απόσταση ακολουθεί το μεγαλύτερο ακρωτήριο του Αγ. Νικολάου, το οποίο σχηματίζει δύο λιμάνια: Το Φραγκολιμάνι ή Βρυσάκι (στα βόρεια) και το Πόρτο Μανδρί.
Ο Θορικός, ακόμη και σήμερα ονομάζεται Θερικό, ανήκει στους κατεξοχήν χαρακτηριστικούς αρχαίους ελληνικούς οικισμούς, η διαμόρφωση των οποίων εξαρτήθηκε από το φυσικό τοπίο. Όπως η αναφερθείσα χερσόνησος προσφερόταν από μόνη της για την οχύρωση των λιμανιών, έτσι και η πλατιά πυραμίδα του Βελατουρίου (Βιγλατοῦρι = πύργος-παρατηρητήριο) προστάτευε την πόλη που βρισκόταν στις νότιες υπώρειές της από την πλευρά της ενδοχώρας. Τα αρχαία κατάλοιπα του Θορικού και της γύρω περιοχής θα άξιζαν μάλλον μιας ειδικότερης τεκμηρίωσης (επικουρούμενης και από δοκιμαστικές τομές), από εκείνην που μπορεί να προσφέρει ο χάρτης. Χωρίς αυτήν οποιαδήποτε λεπτομερής περιγραφή παραμένει ασαφής, ενώ ακόμη και επιτόπου είναι αδύνατος ο πλήρης προσανατολισμός. Μικρές δοκιμαστικές τομές στις οποίες προχώρησα με δικά μου μέσα στο διάστημα μιάμισης ημέρας δεν έφεραν κάποιο αξιόλογο αποτέλεσμα.
Η οχύρωση του λιμανιού αποτελείται από δύο ζεύγη σκελών τείχους, καθένα από τα οποία ανηφορίζει από τη βόρεια και νότια πλευρά του χαμηλού ισθμού προς ένα, αντιστοίχως, υψηλά κείμενο σημείο της κορυφογραμμής: Δυτικά, προς τον λόφο όπου βρισκόταν η άλλοτε καπνοδόχος του εργοστασίου, ανατολικά προς το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου που βρίσκεται πολύ ψηλότερα. Τα δύο τελευταία τμήματα τειχών βρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση, έχουν πλάτος 2 μ. και είναι εφοδιασμένα με προεξέχοντες προς τα δυτικά πύργους (πλάτους: 4 μ.· βάθους: 3,40 μ.). Στο νότιο σκέλος, κοντά στην ακτή και βόρεια του Αγ. Νικολάου, παρατηρεί κανείς το άνοιγμα μιας πύλης, ενώ στη νότια ακτή υπάρχουν αρκετά αναχώματα που φθάνουν έως μέσα στη θάλασσα.
Τα τείχη του οξυκόρυφου λόφου του Βελατουρίου δεν φαίνεται, τουλάχιστον σήμερα, να έχουν σχέση με αυτήν την οχύρωση. Παρατηρούμε κάποια τείχη με πολλαπλές εσοχές, κατά κύριο λόγο στις νοτιοδυτικές υπώρειές του (απομονωμένος από αυτά εμφανίζεται προς την πλευρά της πεδιάδας ένας καλύτερα διατηρημένος πύργος-παρατηρητήριο). Και εδώ είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς αυτά τα τείχη και να τα διακρίνει από άλλου τύπου τοίχους. Αυτό συμβαίνει γιατί σημαντικές συναρμόσεις λιθοπλίνθων με το μέτωπο προς τα νότια χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως θεμέλια ανδήρων και μεγαλύτερων κτηρίων. Προφανώς, ένα τμήμα της πόλης εκτεινόταν ανηφορικά στην πλαγιά. Όμως, ανοιχτοί τάφοι και εγκαταστάσεις μεταλλείων βρίσκονται, επίσης, στη νότια πλευρά. Λίγο παραπάνω από το θέατρο διανοίγεται σε λοξή κατεύθυνση ένα όρυγμα, το οποίο, κατά τη λαϊκή αντίληψη, δεν έχει τέλος (σχετικά με τα υπόσκαφα του λόφου πρβλ. Κορδέλλας ό.π. σ. 13 κ.εξ.). Λίγο ψηλότερα βρίσκονται τα κατάλοιπα ενός θολωτού κτηρίου που θυμίζει μυκηναϊκούς τάφους, το οποίο είναι κατασκευασμένο από μεγάλους, εκφορικά τοποθετημένους λίθους. Ίχνη υδραυλικού κονιάματος στους εσωτερικούς τοίχους υποδεικνύουν ότι ενδεχομένως πρόκειται για μια δεξαμενή· μια μικρή ανασκαφή δεν έφερε στο φως κάποιες περαιτέρω ενδείξεις. Χωρίς αποτέλεσμα παρέμεινε και μια προσπάθεια σε έναν χωμάτινο λόφο που βρίσκεται δυτικότερα. Στη βάση του αποκαλύφθηκε ένα ισχυρό κάλυμμα με κονίαμα, ελαφρώς κυρτού σχήματος και άγνωστου μεγέθους, κάτω από το οποίο υπήρχαν μικροί ακανόνιστοι λίθοι αναμεμιγμένοι μόνον με χώμα, ενώ, προς την πλαγιά, μερικοί τετράγωνοι λάκκοι έφεραν ομοίως επίχρισμα, δεν περιείχαν τίποτε και ήταν λίγο πιο ρηχοί και μικροί από τους συνήθεις λαξευτούς τάφους. Η κορυφή φέρει μόνον κατάλοιπα τοίχων με συνδετικό κονίαμα, προερχόμενα από ένα μικρό μεσαιωνικό φρούριο ή πύργο-παρατηρητήριο.
Το θέατρο του Θορικού που βρίσκεται στη νότια πλαγιά είναι προ πολλού γνωστό και έχει προσελκύσει την προσοχή εξαιτίας του ακανόνιστου σχήματος του κοίλου του, το οποίο πιθανώς επιβλήθηκε κυρίως από τη μορφολογία του εδάφους (πρβλ. Leake, Demen, πίν. V Bursian, Geogr. v. Grld. I, σ. 353). Η επίσης συχνά αναφερόμενη και συγκρινόμενη με προϊστορικά κτήρια «οξυκόρυφη καμάρα», αποτελούμενη από εκφορικά τοποθετημένους λίθους κομμένους λοξά (πρβλ. την παραπάνω αναφερθείσα δεξαμενή), βρίσκεται στην πίσω πλευρά του τοίχου που οριοθετεί τον χώρο των καθήμενων και, κατά την άποψή μου, φαίνεται ότι απλώς χρησίμευε για να γεφυρώσει έναν αγωγό απορροής υδάτων που περιτρέχει τον τοίχο (πρβλ. μια παρόμοια εγκατάσταση στο Δίπυλον της Αθήνας, Mitth. d. athen. Inst. II, σ. 118). Τα κατάλοιπα της σκηνικής εγκατάστασης, μιας ακανόνιστα επιμήκους ορχήστρας με το μικρό ιερό του Διονύσου στο ανατολικό πέρας, αποκαλύφθηκαν κατά το έτος 1886 από το Αμερικανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (πρβλ. Dörpfeld, Mitth. d. athen. Inst. XI, σ. 329 κ.εξ.).
[27] Η στοά ή ναός που βρίσκεται περίπου 400 μ. δυτικά του θεάτρου (Alterth. v. Attika C. IX, πίν. 1-3) καλύπτεται σήμερα ξανά από καλλιεργημένη γη, ενώ σε ορισμένα σημεία κατακλύζεται από θαμνώδη βλάστηση. Παρατηρεί κανείς να προεξέχουν μόνον λίγες, όχι in situ ευρισκόμενες, μαρμάρινες πλάκες και σπόνδυλοι κιόνων. (Για μια πρόσφατη ανακάλυψη κατά τη δεκαετία του 1860 πρβλ. Κορδέλλας, Le Laurium σ. 39· αυτόθι μια επιγραφή σε στυλοβάτη με ρωμαϊκούς χαρακτήρες: Εὐφρό[συνος]).
Αλλά και στην υπόλοιπη πεδιάδα του Θορικού, εκεί όπου η κατωφερής κοιλότητα από την Πλάκα με το ρέμα Αδάμι συνενώνεται με την κοιλότητα του κατώτερου τμήματος του Ποταμιού, είναι πιθανόν να υπάρχει πλήθος αρχαίων καταλοίπων κάτω από το καλλιεργούμενο έδαφος. Σποραδικά εμφανίζονται και μεγαλύτερες θεμελιώσεις, όπως αυτή που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 300 μ. από το προαναφερθέν κτήριο με τους κίονες, η οποία τέμνει σήμερα τον δρόμο που οδηγεί στον Αγ. Γεώργιο. Σχεδόν 800 μ. βόρεια του ίδιου «ναού» ο Κορδέλλας (ό.π. σ. 39) μνημονεύει τα κατάλοιπα ενός κτηρίου που αποτελείται από επιμελώς αρμοσμένες μαρμάρινες λιθοπλίνθους, έχει προσανατολισμό 45ο προς τα δυτικά, μήκος 23 και πλάτος 10 μ. Θραύσματα κυλινδρικών αγγείων από πηλό και αλάβαστρο, όπως και μια σπασμένη επιτύμβια στήλη, θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε ένα «πολυάνδριον». Οι μαρμάρινες λιθόπλινθοι έχουν σήμερα απομακρυνθεί ή εκ νέου καταχωσθεί· μόνον στα χέρσα εδάφη που αρχίζουν στα δυτικά συναντά κανείς αρχαίους λίθους και μικρής σημασίας τμήματα τοίχων, η λειτουργία των οποίων είναι αδιάγνωστη. Αντίθετα, κοντά στο εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου, λίγο βορειοανατολικότερα, βρήκα μια μεγαλύτερη, μάλλον μόλις πρόσφατα ανακαλυφθείσα ταφική εγκατάσταση, τα εσωτερικά τμήματα της οποίας, κάποτε καλυπτόμενα από έναν χαμηλό τύμβο, αποτελούνται από μια άψογη τοιχοδομία λιθοπλίνθων που τέμνονται ορθογώνια. Το υπόλευκο-γκρίζο μάρμαρο της κατασκευής, το οποίο άλλωστε χρησιμοποιήθηκε στην πλειονότητα των κτηρίων του Θορικού, προέρχεται, σύμφωνα με στοιχεία του γεωλόγου Κορδέλλα (ό.π. σ. 48), από ένα ακόμη υπάρχον λατομείο στο δυτικό βουνό Στεφάνι, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 160 μ. και φαίνεται ότι περιείχε, επίσης, έναν αχρησιμοποίητο κίονα, μήκους 3,20 μ. και διαμέτρου 0,97 μ., καθώς και τμήματα επιστυλίου.
Μια ιδιόμορφη εγκατάσταση, στην οποία προσπάθησα παλαιότερα να επιστήσω την προσοχή, (Phil. Wochenschrift 1887 στ. 740), βρίσκεται σε ένα διάσελο βόρεια του υψώματος Βελατούρι (βλ. «τύμβος»). Εντός ενός λόφου με περιφέρεια 150 ποδών εκτείνεται από βορρά προς νότο μια στοά μήκους περίπου 20 βημάτων, αποτελούμενη από επίπεδους ακανόνιστους λίθους, οι οποίοι προς το άνω μέρος σχηματίζουν, τοποθετημένοι εκφορικά, μια οξυκόρυφη καμάρα. Καθώς η τελευταία, μετά από σφοδρή κατάρρευση, έχει εν μέρει καταστραφεί και είναι γεμάτη με πέτρες και χώματα, δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός του αρχικού ύψους, ούτε και του πλάτους τού κάτω μέρους· σήμερα, το ύψος ανέρχεται στα 2,5 μ., ενώ η απόσταση των πλευρών στα 2 μ. Το βόρειο πέρας παρουσιάζει μια κύρτωση σε μορφή κόγχης και, ενδεχομένως, στο τώρα απροσπέλαστο νότιο άκρο να υπήρχε παρόμοια διαμόρφωση. Προς αυτήν την πλευρά, μπορεί ακόμη να παρατηρήσει κανείς μπροστά από τον λόφο τα ίχνη ενός λίθινου δακτυλίου με ελλειπτικό σχήμα, η επιμήκης διάμετρος του οποίου ανέρχεται σε 30 και το πλάτος σε 15 βήματα.
Τα γνωστά σε εμένα γλυπτά και επιγραφές από την περιοχή του Θορικού έχουν καταγραφεί με τους αριθμούς 242 έως 249 στο «Antikenbericht» (Mitth. d. Inst. XII, σ. 294).
Στις ανατολικές παρυφές του όρμου του Θορικού παρατηρήθηκαν πρόσφατα οι αρματροχιές μιας αρχαίας αμαξιτής οδού, η οποία πιθανώς οδηγούσε προς το Πασσά Λιμάνι και το Σούνιο. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Κορδέλλα (Le Laurium, σ. 92, σημ.), το μετατρόχιο από μέσον προς μέσον ισούτο με 1,45 μ., ενώ εκείνο μεταξύ των εσωτερικών πλευρών με 1,40 μ. Σήμερα φαίνεται ότι αυτά τα ίχνη έχουν εξαφανισθεί κάτω από τη διαπλάτυνση του νέου δρόμου ή εξαιτίας της κατασκευής του σιδηροδρομικού αναχώματος.
Από τον Θορικό προσεγγίζουμε, κατά μήκος της άγονης ακτής, το Κυπριανό, τη σημερινή έδρα της γαλλικής εταιρείας με κλιβάνους τήξης, μεταλλευτικά πλυντήρια, εργατικές και υπαλληλικές κατοικίες. Στην ανατολική πλαγιά του νότιου λόφου υψώνεται η εκκλησία της Αγ. Βαρβάρας, η οποία, όπως και οι περισσότερες σε αυτήν την περιοχή (Αγ. Παρασκευή στο Νυκτοχώρι, Αγ. Ανδρέας στα Εργαστήρια, Αγ. Κωνσταντίνος ανατολικά πέρα από την Καμάριζα) έχει ανεγερθεί σε πολύ πρόσφατη εποχή.
Μία ελώδης περιοχή χωρίζει το Κυπριανό από τα Εργαστήρια, την ίδια ακριβώς θέση όπου πρωτοξεκίνησαν οι εργασίες στο Λαύριο κατά τη σύγχρονη εποχή και όπου φαίνεται ότι έσβησαν οριστικά κατά την Αρχαιότητα. Στην ονομασία «Εργαστήρια» (δημωδώς «Αργαστηράκια»), την οποία συνάντησαν ήδη ο Fiedler και οι παλαιότεροι ερευνητές, επιζεί ο αρχαιοελληνικός προσηγορικός χαρακτηρισμός για τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας μεταλλευμάτων (ἐργαστήρια). Στον χρονολογικά τελευταίο οικισμό ανήκει μια νεκρόπολη που βρέθηκε στην πλαγιά του λόφου με την καπνοδόχο (στα νότια), οι τάφοι της οποίας μας έδωσαν μερικές εκατοντάδες χάλκινα νομίσματα του 4ου αιώνα μ.Χ. (βλ. τον προσδιορισμό τους από τους Ποστολάκα και Heldreich στον Κορδέλλα ό.π. σ. 32). Από τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. [28] προέρχονται και οι μαρμάρινες πλάκες που αποκαλύφθηκαν κατά την εγκατάσταση εκείνης της καπνοδόχου, οι επιγραφές των οποίων μαρτυρούν την ίδρυση ενός ιερού από έναν Λύκιο, ονόματι Ξάνθο, προς τιμήν του θεού Μηνός Τυράννου (C. I. A. III, 73-75). Τα Εργαστήρια διαθέτουν ένα εξαιρετικό λιμάνι, καλυπτόμενο στα βόρεια από μια βραχώδη προεξοχή πάνω στην οποία ανεγέρθηκε πρόσφατα η εξωτερική συνοικία Νυκτοχώρι. Το τοπωνύμιο είναι σύγχρονο και οφείλεται στη νυχτερινή κατάληψη του χώρου ανέγερσης από τους πρώτους εποίκους.
Απέναντι από τον εσωτερικό χώρο του όρμου βρίσκονται οι υψικάμινοι της ελληνικής (πρώην γαλλικής) εταιρείας. Τα απαραίτητα αποθέματα νερού παρέχονται από μια γειτονική, φυσική, υπόγεια υδατοδεξαμενή, η οποία ανακαλύφθηκε μετά από μια ευτυχή σύμπτωση.
Ο πληθυσμός των Εργαστηρίων και του Θορικού ανερχόταν σύμφωνα με την τελευταία επίσημη απογραφή (1879) σε 5.000 άτομα, στα οποία συγκαταλέγονται και οι εργάτες των διάσπαρτων περιοχών Πλάκα, Βίλια και Καμάριζα. Ωστόσο, η πλειονότητα αυτών ανήκει χωρίς αμφιβολία στα Εργαστήρια, τα οποία αποτελούν και τον χώρο αγοράς εργασίας, ανεφοδιασμού και κοινωνικών συναθροίσεων του συνολικού πληθυσμού.
Απαριθμώ τα γλυπτά και τις επιγραφές που είναι συγκεντρωμένα στην έδρα της Διεύθυνσης της «ελληνικής εταιρείας» στο «Antikenber.» αρ. 250-271 (Mitth. des athen. Inst. XII, σ. 294 κ.εξ.). Από αυτά καθαυτά τα Εργαστήρια προέρχεται η επιγραφή «ήρωος» αρ. 280.
Στη συνέχεια, αναφέρουμε, κινούμενοι προς το Σούνιο και τα Λεγρενά, τα αξιόλογα σημεία και κατάλοιπα που συναντήσαμε κάτω από τη γραμμή Εργαστηρίων-Καμάριζας. Ξεκινώντας από τα Εργαστήρια, ο δρόμος προς Σούνιο αγγίζει στη νότια πορεία του τα λιμάνια Πανορίμου και Πασσά Λιμάνι, για να ακολουθήσει από εκεί μια νοτιοδυτικότερη κατεύθυνση. Στον σήμερα καλυμμένο από αμμώδεις προσχώσεις Πανόριμο, όπου απουσιάζουν άξιες μνείας αρχαιότητες (στον χάρτη δεν σημειώνεται το όνομα), έχει διατηρηθεί η αρχαία ονομασία Πανορμός (Πτολ. VII, 15,8· Ισαίος, Περί Κλεων. κλ. 31). Στον κατάλογο λιμένων του Stuart (Alterth. v. Ath. II, σ. 245 της γερμ. μτφρ.) ονομάζεται Αγ. Νικόλαος, από ένα εξαφανισμένο εκκλησάκι. Ο Κορδέλλας ό.π. σ. 30, αναφέρει την εύρεση νομισμάτων σε τάφους στο «Πανόραμα».
Το Πασσά Λιμάνι, με μια μικρή παράλια πεδιάδα, καθώς και ένα δευτερεύον κυκλικό λιμάνι ανατολικά, διαθέτει αρχαία οικιστικά κατάλοιπα, πηγάδια, τάφους και ίχνη αρχαίων μεταλλείων, στα οποία και σε νεότερες εποχές έγιναν ανεπιτυχείς προσπάθειες εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, αυτό το λιμάνι αποτελούσε τόπο τήξης και εξαγωγής ενός μέρους από τα προϊόντα που εξορύσσονταν στις στοές της Αγριλέζας, Σούρεζας (βλ. παρακάτω) και του Χιρομαμίου (ενός δυτικού υψώματος).
Μεταξύ αυτού του ανωτέρου τμήματος του δρόμου και του ρέματος Λεγρενών βρίσκεται μια περιοχή πλούσιων μεταλλευτικών θησαυρών που γνώρισαν έντονη εκμετάλλευση τόσο στην αρχαία όσο και στη σύγχρονη εποχή. Ξεκινώντας από την Καμάριζα, η πρώτη θέση νότια είναι η κοιλάδα και το πλάτωμα του Μπερτσέκου. Ένας λόφος, ο οποίος παρεισφρέει από τα ανατολικά μεταξύ των δύο προαναφερθεισών τοποθεσιών, διαθέτει οικιστικά κατάλοιπα. Στην κοιλάδα, η οποία είναι γεμάτη με σκωρίες, αποκαλύφθηκε ένα μεταλλευτικό πλυντήριο, από τα καλύτερα διατηρημένα. Στη δυτική καμπή μεταξύ του όρους Μπερτσέκο και ενός υψώματος της περιοχής Μεγάλα Πεύκα συναντούμε μερικά πηγάδια, έναν αρχικά μάλλον αρχαίο υδραγωγό και μερικά μαρμάρινα κατάλοιπα κοντά σε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι (δεν σημειώνεται στον χάρτη). Από εδώ ο δρόμος οδηγεί πέρα από το ρέμα των Λεγρενών σε νοτιοδυτική κατεύθυνση προς το «Μετόχι», το ύψωμα του Προφ. Ηλία, την περιοχή της Αγ. Φωτεινής και τον Χάρακα (βλ. παρακάτω στο τέλος αυτής της ενότητας).
Νότια του Μπερτσέκου ακολουθούν, κοντά στο ρέμα που αναφέρθηκε, οι ήδη μνημονευθέντες σωροί σκωριών των Μεγάλων Πεύκων. Στα ανατολικά τους αυτοί γειτνιάζουν με την ορεινή περιοχή της Σούρεζας και την κοιλότητα της Νόριας που απλώνεται προς τα Εργαστήρια, ενώ το φαράγγι της Αγριλέζας στα νότια έχει κατεύθυνση προς το Σούνιο.
Κρίνοντας κανείς από τα πολυάριθμα φρέατα στοές, χώρους αποθέσεων και τις μεγάλες κυκλικές δεξαμενές, η περιοχή των μεταλλείων της Σούρεζας και της κοιλάδας της Νόριας ανήκε με βεβαιότητα στα πλέον πλούσια σε μετάλλευμα τμήματα της Λαυρεωτικής. Κοντά τους βρίσκονται τάφοι, οικιστικά κατάλοιπα, ίχνη τοίχων σχεδόν οχυρωματικού χαρακτήρα και, τέλος, κατάλοιπα κτιστών δρόμων με κατεύθυνση προς Αγριλέζα και Σούνιο (πρβλ. στον χάρτη: Σούνιο, ανατολικά, στο άνω άκρο, βόρεια της ονομασίας «Σούρεζα»· αλλά και 600 μ. ανατολικά παρακολουθείται ένα εκτενές τμήμα δρόμου που διέρχεται σχεδόν παράλληλα προς το σημερινό μονοπάτι).
Κάποιες αρχαίες επιγραφές, οι οποίες πρέπει να ήταν εντοιχισμένες στον τοίχο μιας δεξαμενής στη Νόρια, δεν μπόρεσα να τις ξαναβρώ, παρά την παρουσία έμπειρου οδηγού.
Η Αγριλέζα είναι η περιοχή του λευκού μαρμάρου, η οποία προμήθευσε και το οικοδομικό υλικό για τον ναό της Αθηνάς στο Σούνιο [σημειώνεται ότι εφεξής ο Μilchhoefer αναφέρει τον ναό του Ποσειδώνα ως ναό της Αθηνάς / Σ.τ.Μ.]. Τα λατομεία βρίσκονται στις παρυφές του φαραγγιού που κατευθύνεται νοτιοανατολικά [29] μεταξύ της Βίγλας Βρυσάδας και του βουνού Μιχαήλ. Εδώ εφαρμόζεται το γνωστό σύστημα εξόρυξης του λίθου με θαλάμους. Δεν μπόρεσα να εντοπίσω τους κορμούς κιόνων από μάρμαρο που αναφέρει ο Κορδέλλας (ό.π. σ. 48). Τα κατασκευασμένα από το ίδιο ευγενές υλικό ερείπια, τα οποία στον χάρτη σημειώνονται ως «ναός», προέρχονται από ένα πυργοειδές κτήριο, το οποίο θα πρέπει να λειτουργούσε ως φυλάκιο. Ο πολύ καλά διατηρημένος «Πύργος», με είσοδο στα δυτικά, έχει μήκος 10 και πλάτος μεγαλύτερο των 5 βημάτων. Επιπλέον, ταφές ακολουθούν την κατεύθυνση του αρχαίου δρόμου, ο οποίος στην πορεία του προς το Σούνιο, προς την ανατολική πλαγιά της Μεγάλης Βίγλας και του Μαύρου Λιθαριού, εξελίσσεται σε έναν τέλεια κατασκευασμένο δρόμο, ο οποίος σε ορισμένα σημεία διατηρείται σε ασύγκριτα καλή κατάσταση. Καθώς προοριζόταν για τη μεταφορά φορτίων, μεταλλευτικών προϊόντων και, κυρίως, ογκόλιθων μαρμάρου, αποτελούσε αναμφίβολα δρόμο κυκλοφορίας τόσο προς την ενδοχώρα (πρβλ. τα παραπάνω αναφερθέντα ίχνη αμαξοτροχιών στην Καμάριζα) όσο και για την απευθείας σύνδεση με τα Εργαστήρια και το Θορικό. Κατάλοιπα αυτού του δρόμου παρατηρεί κανείς ακόμη στη γραμμή από τη βορειοανατολική πλαγιά της Μεγάλης Βίγλας προς το μονοπάτι, το οποίο σημειώνεται στον χάρτη ανατολικά του βουνού Μιχαήλ (Σούνιο, ανατολικά), το οποίο κατά την πορεία του προσπερνά αρχαίους λίθους (από ταφές;).
Το γεγονός ότι ο δρόμος δεν εξυπηρετούσε αποκλειστικά τεχνικούς σκοπούς αποδεικνύεται περίτρανα από τα λείψανα μεγαλοπρεπών επιτύμβιων μνημείων στο τελευταίο, καλύτερα διατηρημένο, τμήμα της διαδρομής (από το ρέμα βόρεια της Μεγάλης Βίγλας έως το Γκούρι Κούκι κοντά στο Σούνιο· πρόκειται για δρόμο μακρύτερο των 2 χλμ. βλ. τον χάρτη). Για την κατασκευή του δρόμου που ανεβαίνει τις πλαγιές των βουνών δημιουργήθηκε, ανάλογα με τις ανάγκες, ένα μεγαλύτερου ή μικρότερου ύψους υπόστρωμα (όχι απλώς ένας αναλημματικός τοίχος) μέσω της απόθεσης, κατά κύριο λόγο, επίπεδων σχιστολιθικών λίθων. Κατά το πέρασμα από κοιλότητες, όπως το φαράγγι μεταξύ Μεγάλης Βίγλας και Μαύρου Λιθαριού, το άνδηρο του δρόμου ανυψώνεται κατά αρκετά μέτρα, για παράδειγμα στην τελευταία θέση περίπου 5 μ. πάνω από την πλαγιά. Τα εν μέρει μνημειώδη και κοσμημένα με μάρμαρο επιτύμβια μνημεία κατά μήκος του δρόμου έχουν, δυστυχώς, καταστραφεί έως τα χαμηλότερα τμήματά τους, ενώ το εσωτερικό τους έχει διαταραχθεί, αν και δεν έχουν τύχει συστηματικής έρευνας. Είναι βέβαιο ότι πολυάριθμοι τάφοι, οι οποίοι δεν φέρουν κάποιο εξωτερικό διακριτικό γνώρισμα, έχουν παραμείνει ακόμη ανέπαφοι.
Τρεις θέσεις του προαναφερθέντος τύπου αξίζει να μνημονευθούν εδώ. Η πρώτη βρίσκεται αμέσως βόρεια, στο σημείο διασταύρωσης με το προαναφερθέν ρέμα, το οποίο σχηματίζει την κοιλότητα μεταξύ Μεγάλης Βίγλας και Μαύρου Λιθαριού. Εκεί υπάρχουν ακόμη μεγάλες λιθόπλινθοι βάσεων με ίχνη στερέωσης για οικογενειακά μνημεία σε μορφή ναΐσκων και κτηρίων με παραστάδες. Μόνον λίγα τμήματα γείσων και αετωμάτων από αυτά βρίσκονται κατά το ήμισυ θαμμένα στις επιχώσεις.
Δίπλα, στα νοτιοανατολικά, βρίσκονται, οριοθετημένα από τμήματα τοίχων που ενδεχομένως προέρχονται από έναν τετράγωνο περίβολο, τα σωζόμενου ύψους περίπου 2 μ. κατάλοιπα ενός κυκλικού κτίσματος, οι τοίχοι του οποίου αποτελούνται από ακανόνιστους, σχετικά μεγάλους, αλλά επιμελώς συναρμοσμένους λίθους πάχους 0,90 μ. Ο λαός ονομάζει αυτό το μνημείο «Βασιλοπούλα» ή «Βασιλικούλα». Ένα άνοιγμα θύρας πλάτους 0,88 μ. είναι στραμμένο προς τα ανατολικά. Η εσωτερική διάμετρος είναι 4 μ. Το δάπεδο είναι καλυμμένο με λίθους και επιχώσεις. Απέναντι από την είσοδο υπάρχουν, δεξιά και αριστερά, συμφυείς προεξοχές με μορφή παραστάδων, σα να προέρχονται από ακτινωτούς εσωτερικούς τοίχους. Διατηρώ αμφιβολίες κατά πόσον και αυτό το οικοδόμημα είχε ταφική λειτουργία (πρβλ. το ανώτερο τμήμα του πύργου-παρατηρητηρίου της Άνδρου, Lebas, Voyage, Atlas, πίν. 2).
Μια δεύτερη ταφική εγκατάσταση παρατηρήσαμε στην ίδια πλευρά του δρόμου, στο σημείο όπου παρουσιάζει τη μεγαλύτερη καμπή του προς τα ανατολικά (υψόμετρο 106). Εκτός των λίθων της θεμελίωσης προεξέχει από το έδαφος ένα άδειο μαρμάρινο κυλινδρικό αγγείο σε μορφή κάψουλας. Το κάλυμμα είναι θραυσμένο. Παραπλεύρως, λείψανα από ογκώδεις μαρμάρινες τεφροδόχους.
Ως τρίτη αναφέρουμε την απόληξη ενός δρόμου που είναι δυνατόν να ανιχνευθεί κοντά στο Γκούρι Κούκι (= Κοκκινόβραχος). Μεταξύ των καταλοίπων τάφων που εμφανίζονται και στις δύο πλευρές (κοντά στο υψόμετρο 76,1), στην ανατολική πλευρά βρίσκονται ακόμη τμήματα παραστάδων ενός ναΐσκου και μιας μορφής. Το μεγάλο μαρμάρινο κάλυμμα μιας επιχωσμένης σαρκοφάγου είναι ακόμη ορατό στο έδαφος.
Οι πλαγιές του βουνού Γκούρι Κούκι έχουν, ομοίως, χρησιμοποιηθεί για ταφικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης και της νότιας απόληξης προς τη θάλασσα, που τώρα φέρει το κτήριο της πυριτιδαποθήκης. Το βουνό που αναφέρθηκε δεσπόζει και διαχωρίζει, με δυτική απότομη κατωφέρεια, την περιοχή του όρμου Σουνίου σε δύο σχετικά μικρές πεδιάδες, από τις οποίες η μια, στα ανατολικά, οριοθετείται από το ακρωτήριο Κάβο Κολώνες με τα ερείπια του ναού της Αθηνάς, η άλλη, στα δυτικά, από το ύψωμα Άσπρο Λιθάρι.
Το ακρωτήριο Σούνιο (ή «Κολώνες» από τους κίονες του ερειπωμένου ναού), είναι ένα βουνό από κρυσταλλικό σχιστόλιθο ύψους περί τα 60 μ. με απότομα άκρα που καταλήγουν στη θάλασσα, το οποίο αποτελεί την εσχατιά των υψωμάτων που ακολουθούν την ανατολική ακτή της Αττικής. Το σχήμα της απόκρημνης χερσονήσου, οι μεταβαλλόμενες αποχρώσεις [30] του πετρώματος και η επίστεψη με τους λευκούς αστραφτερούς κίονες των ερειπίων του ναού προσδίδουν σε αυτήν την έσχατη, νοτιοανατολική σκοπιά της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας μια μοναδική γοητεία.
Τα αρχαία κατάλοιπα –ο ναός με το άνδηρο του περιβόλου, το προπύλαιον και το οχυρωματικό τείχος– καταλαμβάνουν το νοτιοδυτικό τμήμα του υψώματος που δεσπόζει στον όρμο (πρβλ. Alterth. v. Att. κεφ. VΙΙΙ, Exped. de Morée III, πίν. 30 κ.εξ. Archives des Missions scientifiques III, σ. 55 κ.εξ.· επίσης, τις τελευταίες έρευνες και την τεκμηρίωση του ναού και των γλυπτών καταλοίπων από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο: Mitth. ΙX, σ. 324 κ.εξ. πίν. XV-XIX, από τους Dörpfeld και Fabricius).
Από τον μαρμάρινο ναό της Αθηνάς [ενν. Ποσειδώνος / Σ.τ.Μ.], ο οποίος σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Dörpfeld διέθετε ένα πτερό 13x6 κιόνων (μόνον με δεκαέξι ραβδώσεις, ύψος: 6,10 μ.) επάνω σε έναν στυλοβάτη μήκους 31,15 μ. και πλάτους 13,48 μ., έχουν διατηρηθεί με τα επιστύλιά τους μια παραστάδα του προνάου και 12 κίονες (από αυτούς 9 στη νότια πλευρά· ο Wheler είχε δει το 1676 ένα σύνολο 16 κιόνων). Μια ανάγλυφη ζωφόρος, από την οποία οι πλάκες που διασώζονται in situ είναι σε άσχημη κατάσταση (Mitth. ό.π. πίν. XVII-XIX), εκτεινόταν, όπως φαίνεται σύμφωνα με τις έρευνες του Fabricius, και στις τέσσερις εσωτερικές πλευρές του χώρου ανατολικά από τον πρόναο. Αναγνωρίστηκαν σκηνές Κενταυρομαχίας και Γιγαντομαχίας, όπως και ο Θησέας με τον ταύρο (η υπ’ αριθμόν 5, πίν. XVII, μήπως σχετίζεται με τον Σκίρωνα;).
Το ιερό βρίσκεται, όπως ήδη υπέθεσε ο Leake («Demen v. Att.» σ. 55 της γερμ. μτφρ.) και απέδειξε ο Dörpfeld (ό.π.), επάνω στις θεμελιώσεις ενός παλαιότερου πώρινου ναού λίγο μικρότερου μεγέθους.
Βόρεια, απέναντι από τον ναό, βρίσκονται στο ίδιο άνδηρο τα ερείπια ενός δεύτερου μαρμάρινου κτηρίου που ερμηνεύεται ως πρόπυλο.
Στα ανατολικά, το τείχος της οχύρωσης σε νότια κατεύθυνση συνδέεται με τον περίβολο. Εκτός του τείχους, μεταξύ δύο προμαχώνων, ανακαλύφθηκε μια σειρά βαθύνσεων που μοιάζουν με τάφους, οι οποίες διαχωρίζονταν από μαρμάρινες λίθινες πλάκες. Παραπλεύρως, υπάρχουν ίχνη ενός δρόμου που κατευθυνόταν από κάτω προς τα επάνω και κατέληγε ανατολικά.
Η οχύρωση της ακρόπολης, ένα κανονικό κτίσμα από ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους (πλ.: 3,50 μ., στο μέσον γέμισμα) εφοδιασμένο σε σημεία που διασώζονται καλά με προεξέχοντες πύργους, εκτείνεται από το ύψωμα σε νότια και δυτική κατεύθυνση έως τις παρυφές του βράχου επάνω από τη θάλασσα. Κατά μήκος των απόκρημνων πλαγιών δεν διακρίνεται καμία συνδετική γραμμή τείχους. Στο πέρας του δυτικού σκέλους τα ίχνη μιας κλίμακας οδηγούν σε έναν μικρό, περίκλειστο από βράχους όρμο. Εκεί στην ακτή βρίσκονται μερικές αρχαίες λιθόπλινθοι και μια βάση. Παραπλεύρως, διανοίγεται ένα σπήλαιο με δύο εισόδους που είναι γεμάτο με θαλασσινό νερό (ονόματι «Λουτρό»), διαμέσου της βραχοσκεπής του οποίου ένα κυκλικό όρυγμα φθάνει έως το ανώτερο πλάτωμα.
Η χρονολόγηση των διαφόρων τμημάτων των κτισμάτων της ακρόπολης θα απαιτούσε μια λεπτομερέστερη τεχνική έρευνα. Εδώ μπορούμε μόνον να επισημάνουμε ότι από το σημείο τομής των δύο σκελών που σημειώνονται στον χάρτη μια τρίτη επιπλέον γραμμή κατεβαίνει σε βόρεια κατεύθυνση προς τον ανατολικό όρμο του λιμανιού. Κατά μήκος της ακτής συναντά κανείς πολλά κατάλοιπα θεμελιώσεων, και κυρίως στην ανατολική γωνία τοίχους, οι οποίοι, προφανώς, ανήκουν σε ένα τετράπλευρο κτήριο που εκτείνεται σε μήκος 40 βημάτων από τα δυτικά προς τα ανατολικά και έχει πλάτος 10 βημάτων.
Ακόμη και η ράχη του βουνού, το οποίο από το ακρωτήριο Σούνιο κατεβαίνει μετά από ένα διάσελο προς τα βορειότερα υψώματα (το υποτιθέμενο «μνημείο» στις ανατολικές υπώρειές του είναι ένα υποστήριγμα του τηλεγραφικού σύρματος προς τη Σύρο), εμφανίζει κάποια τουλάχιστον σημαντικά, αν και σχεδόν ισοπεδωμένα κατάλοιπα, τα οποία δεν μπορούν παρά να προέρχονται από ένα μνημειώδες κτήριο. Τοίχοι της θεμελίωσης από το ερυθροκίτρινο τοπικό πέτρωμα περιβάλλουν ένα τετράγωνο πλάτωμα μήκους 30 (σε δυτική κατεύθυνση) και πλάτους 22 βημάτων. Στο μέσον διακρίνονται λιθόπλινθοι από ασβεστόλιθο και διάφορα μαρμάρινα θραύσματα, μεταξύ αυτών και η γωνία ενός αντικειμένου με κοιλότητα, το οποίο έχει μορφή λουτήρα. Πολλές βάσεις κιόνων και δωρικά κιονόκρανα από ασβεστόλιθο βρίσκονται διάσπαρτα ή είναι χωμένα στο χώμα. Από τα τελευταία διακρίνει κανείς δύο ομάδες με διαφορετικό μήκος πλευράς του άβακα, το οποίο στη μεν μία είναι 1,15 μ., στη δε άλλη 0,76 μ.
Στις υπώρειες της δυτικής πλαγιάς εκτείνονται ξανά δύο παράλληλα τμήματα τειχών. Άλλες θεμελιώσεις, καθώς και τάφοι και ένα αρχαίο πηγάδι βρίσκονται στις παρυφές της κοιλάδας που στενεύει προς τα βορειοανατολικά, τα απορρέοντα νερά της οποίας συνεισφέρουν στην τροφοδοσία της λιμνοθάλασσας που βρίσκεται στην ακτή.
Το ύψωμα Γκούρι Κούκι (βλ. παραπάνω) φαίνεται ότι επίσης παρουσιάζει ίχνη οχυρώσεων· τουλάχιστον στη νότια και ανατολική πλευρά διακρίνονται τείχη σε απόσταση 14 βημάτων από βορρά προς νότο και 32 βημάτων από ανατολικά προς δυτικά, τα οποία πρέπει να προέρχονται από ένα φρούριο.
[31] Η μικρότερη δυτική πεδιάδα του λιμανιού του Σουνίου, στις πλαγιές των βουνών της οποίας σήμερα διεξάγονται μεταλλευτικές εργασίες για εξόρυξη σιδήρου, μολύβδου και καδμείας, είναι ιδιαίτερα πλούσια σε, τώρα ανοιγμένους, όπως φαίνεται φτωχούς τάφους που σχηματίζουν μια μικρή νεκρόπολη. Δεν παρατήρησα οποιοδήποτε ίχνος κάποιου μεγαλύτερου κτίσματος (πρβλ. τον χάρτη: «ναός Ποσειδώνα»).
Στον δρόμο προς Λεγρενά βρέθηκαν ίχνη μιας αμαξιτής οδού κοντά και κατά μήκος της ακτής. Σήμερα, ο βράχος στον οποίο εμφανίζονται οι αύλακες είναι πολλαπλώς διαρρηγμένος. Από τη μέτρηση των επιμέρους τμημάτων προέκυψε μια απόσταση 1,28 μ. μεταξύ των εσωτερικών άκρων.
Η περιοχή των Λεγρενών (Αλεγρανά, Αλεγρονά: Gell, Σουρμελής· Λεγρινά, Λεγριονά: Stuart, ένα τοπωνύμιο στο οποίο άλλοτε αναγνωρίζεται το Λαύριο, άλλοτε η Αζηνία, νεοελλ. Αζήνια εκ του allegro = asino), είναι σήμερα μια άγονη παράλια πεδιάδα με το ερημωμένο υποστατικό του μετοχίου της μονής Πεντέλης στο βορειότερο τμήμα. Τα μοναδικά ίχνη μεσαιωνικής και, ενδεχομένως, επίσης αρχαίας κατοίκησης βρίσκονται νοτιοανατολικά, στις δυτικές υπώρειες του βουνού της ακτής (στον χάρτη: Άσπρο Λιθάρι), το οποίο σχηματίζει το όριο προς το Σούνιο και επιπλέον φαίνεται να φέρει τμήματα τοίχων από μια φραγή του δρόμου. Η αναφερόμενη περιοχή, εκτός από ένα πηγάδι με εκπληκτικά καλής ποιότητας πόσιμο νερό, εμφανίζει, επίσης, ερείπια σπιτιών και μιας μεγάλης εκκλησίας, εκείνα της τελευταίας έχουν διαταραχθεί πολλές φορές, καθώς σε αυτήν την τοποθεσία θρυλείται ότι υπάρχει κάποιος κρυμμένος θησαυρός.
Η σύνδεση της πεδιάδας των Λεγρενών με την ενδοχώρα δεν πραγματοποιείται μόνον ανοδικά στο ρέμα (προς τα Μεγάλα Πεύκα, βλ. παραπάνω) αλλά και σε βορειοανατολική κατεύθυνση, στο ύψος του πλατώματος που βρίσκεται δυτικά της Μεγάλης Βίγλας, εμφανίζονται στις όχθες του μικρότερου ρέματος σημαντικά κατάλοιπα ενός αρχαίου δρόμου με άνδηρα. Αυτός μάλλον εξυπηρετούσε με ιδεώδη τρόπο τους σκοπούς της μεταλλευτικής δραστηριότητας, σαφή ίχνη της οποίας παρουσιάζονται σε αυτό το πλάτωμα· εδώ υπάρχει κι ένα πηγάδι που ακόμη και σήμερα διαθέτει νερό.
Η συνέχιση και σπουδαιότητα αυτού του δρόμου κυκλοφορίας συνάγεται από μια ταφική εγκατάσταση βορειοδυτικά της Μεγάλης Βίγλας (πρβλ. τον χάρτη: ταφικός τύμβος κοντά στο υψόμετρο 177,2), η οποία διατηρεί κατάλοιπα μεγάλου μεγέθους μαρμάρινων μνημείων που μπορούν να συγκριθούν με εκείνα στον δρόμο του Σουνίου, ενώ διασώζονται και σε καλύτερη κατάσταση από τα τελευταία· βλ. «Antikenber.» αρ. 300-302: Επιτύμβιο ανάγλυφο ενός εφήβου, μιας γυναίκας με τη θεραπαινίδα της και θραύσμα επιγραφής, καθώς και πολυάριθμα μαρμάρινα θραύσματα, όλα στην περιοχή ενός μεγάλου διαταραγμένου τύμβου δίπλα στον οποίο βρίσκεται ένας μικρότερος.
Στα δυτικά των Λεγρενών, οι κατευθυνόμενες προς τη θάλασσα απολήξεις των τοξωτών, περιμετρικά κείμενων κορυφών του όρους Μπάφι οριοθετούν την παράλια περιοχή του Χάρακα. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται, όπως έχει προ πολλού επισημανθεί, από το απέναντι κείμενο νησί Πατρόκλου χάραξ (Στράβ.· 398 Παυσ. Ι, 1, 1). Αυτό παίρνει την ονομασία του από μια οχύρωση από αργούς λίθους, την οποία ανήγειρε στη βορειοανατολική ακτή ο Πάτροκλος, επικεφαλής του αιγυπτιακού στόλου που απεστάλη κατά του Αντιγόνου. Η βραχώδης νησίδα, που σήμερα ονομάζεται Γαϊδουρονήσι, εκμισθώνεται από τον ιδιοκτήτη της σε Βλάχους ποιμένες ως βοσκοτόπι για τα κατσίκια τους.
O όρμος του Χάρακα στη στεριά παρουσιάζει σήμερα την ίδια ερήμωση με τα Λεγρενά, ενώ δεν διαθέτει ούτε καν κάποια ένδειξη προγενέστερης καλλιέργειας. Στην κορυφή του νοτιοανατολικού ακρωτηρίου ορθωνόταν, ενδεχομένως, ένας από τους μεσαιωνικούς πύργους-παρατηρητήρια που περιβάλλουν την ακτή. Στα δυτικά, προς την πλευρά του όρμου της Αναβύσσου, παρατηρεί, ωστόσο, κανείς ακόμη, όπως συχνά συμβαίνει, τοίχους ανδήρων, οι οποίοι κατά την Αρχαιότητα συγκρατούσαν το χώμα για την καλλιέργεια αμπελιών και άλλων φυτειών.
Χωρίς κάποια συνάφεια με την περιοχή της ακτής, εκτείνεται στα βόρεια του Χάρακα, μεταξύ του όρους Μπάφι και του υψώματος του Προφήτη Ηλία, μια μικρή, ακόμη και σήμερα, καλλιεργούμενη πεδιάδα. Πήρε την ονομασία της από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής που περιβάλλεται από κατάλοιπα ενός μοναστηριακού και αγροτικού οικισμού. Αρχαία ίχνη απουσιάζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου. Το ίδιο ισχύει και για το πλάτωμα με μορφή ακρόπολης που φέρει το εκκλησάκι του Προφ. Ηλία. Μόλις κάποιες, εν μέρει ανοιγμένες, ταφές στις υπώρειές του, και στις δύο πλευρές του δρόμου, ο οποίος από την Αγ. Φωτεινή οδηγεί προς τα δυτικά, επιβεβαιώνουν το εύλογο συμπέρασμα μιας πιο ζωηρής κατοίκησης κατά την αρχαία εποχή. Στο δυτικό ύψωμα, που δεσπόζει στον δρόμο, υπήρχαν κατά τον Μεσαίωνα δύο εκκλησίες, η μια από τις οποίες, ενδεχομένως, περιβαλλόταν από αγροκτήματα. Ωστόσο, τα κατάλοιπα της δεν φέρουν την ονομασία Μετόχι, όπως σημειώνεται στον χάρτη, γιατί αυτό (ένα μετόχι των Λεγρενών) βρίσκεται 1.500 μ. βορειοανατολικότερα, σε μια κοιλάδα που παρουσιάζει κλίση προς το ρέμα των Λεγρενών (πρβλ. τη νοτιοανατολική γωνία του χάρτη του Τμήματος «Όλυμπος»). Αν και εγκαταλελειμμένο, τούτο το αγρόκτημα είναι ακόμη και σήμερα κατοικήσιμο. Ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση, φθάνουμε στις θέσεις του Μπερτσέκου που περιγράψαμε παραπάνω.
__________________________
Β΄ Η περιοχή του Πεντελικού
IV. Πεντελικό και Ραφήνα
(Χάρτες της Αττικής – φ. XII και IX)
[32] Η περιοχή της Πεντέλης (ονομάστηκε Πεντελικόν ὄρος από τον δήμο Πεντελή. Παυσ. 1,32, 1· παλαιότερη ονομασία: Βριληττός, Στραβ. IX, 399· Θουκ. II, 23), μαζί με τις πλαγιές, τα προκείμενα υψώματα και τις συνανήκουσες παράκτιες περιοχές δεν καταλαμβάνει στις καταγραφές μας μόνον το φύλλο «Πεντελικόν», αλλά επεκτείνεται και σε μέρη των Τμημάτων Κηφισιάς, Τατοΐου, Μαραθώνος και Ραφήνας.
Εάν θεωρήσουμε ως βασικό όγκο τις πανύψηλες κορυφογραμμές που δεσπόζουν στο δασώδες, διλουβιακό τοπίο, τότε από αυτές σχηματίζεται ένας κύριος άξονας μήκους 7 χλμ. με κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά με απότομη κλίση και στις δύο πλευρές.
Μολονότι αυτοί οι όγκοι, όταν τους βλέπει κανείς από την Αθήνα, ανταποκρίνονται πλήρως στη συχνά διατυπωμένη παρομοίωση ότι η μορφή τους μοιάζει με αέτωμα ή με μια σκηνή, ωστόσο όταν τους παρατηρήσει κανείς από ένα πιο κοντινό σημείο από τα νοτιοανατολικά, έχουν περισσότερες κορυφές που διαμορφώνονται από εγκάρσιες χαράδρες, οι οποίες, από την άλλη, δικαιολογούν με αυτόν τον τρόπο την αρχαία ονομασία του ορεινού όγκου ως «πενταπλού όρους». Ακόμη και οι πιο γνωστές σημερινές επιμέρους ονομασίες προδίδουν την πενταμερή διαίρεση, από τα βορειοδυτικά Κοκκιναράς (876 και 919 μ.), Βαγιάτι (1108,6, 1020 και 1008 μ. οι κορυφές με το μέγιστο ύψος), Πύρεζα (όχι «Πύρνα», όπως εμφανίζεται στον χάρτη, 896 μ.), Μεγάλη Μαυρονόρα (στον χάρτη: Μαυροβούνι, 781,4 μ.) η τελευταία συνεχίζεται με την Μικρή Μαυρονόρα προς τα νότια, η οποία αποκλίνει από τη βασική κατεύθυνση (675,6 μ.).
Στον περαιτέρω προσανατολισμό μπορούν να συμβάλουν και οι υδάτινες ροές, κυρίως εκείνες που εντός του δασωμένου όρους δικαιολογούν αυτόν τον χαρακτηρισμό και ο κατώτερος ρους τους εμπλουτίζεται πολλαπλώς από δυνατές πηγές.
Αυτά τα ρέματα ανήκουν σε τέσσερις κατηφορικές πλαγιές που καταλήγουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις:
1) Προς τα δυτικά, προς την περιοχή του Κηφισού, η χαράδρα του Κοκκιναρά κατέρχεται από τον χώρο των νέων λατομείων προς την Κηφισιά, περνώντας από την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Επιπλέον, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Βαγιατίου κινούνται καθοδικά χαράδρες, τα άκρα των οποίων χρησιμοποιούνταν κατά την Αρχαιότητα ως λατομεία μαρμάρου. Επάνω από τη μονή Πεντέλης σχηματίζεται, ενισχυόμενο από πηγές, το Ρέμα του Χαλανδρίου το οποίο, απέναντι από τα Τουρκοβούνια, κατευθύνεται, επίσης, προς τον Κηφισό. (Σχετικά με τις υδάτινες ροές της Κηφισιάς και του Χαλανδρίου-Καλογρέζας πρβλ. «Χάρτες της Αττικής», κείμενο ΙΙ, σ. 33 κ.εξ.).
2) Οι υδάτινες αρτηρίες που ρέουν προς τα νότια ανήκουν στο σύστημα του «Μεγάλου Ρέματος», το οποίο εκβάλλει στην ανατολική πλευρά της θάλασσας, κοντά στη Ραφήνα (ονομάζεται περιστασιακά Μπαλάνα ή Βαλανάρης πρβλ. παραπάνω σ. 2). Οι δύο πρώτες από αυτές (από τα δυτικά), κατερχόμενες από την περιοχή της μονής Πεντέλης, περιτρέχουν τα μετόχια Γαριτό και Γέρακα. Το τρίτο παράλληλο ρέμα περνάει επάνω από το χωριό Χαρβάτι, ενώ ένα τέταρτο, προερχόμενο από το ίδιο ύψωμα (Βίγλα των Κλεφτών), κατερχόμενο λίγο ανατολικότερα συνενώνεται αμέσως με το προηγούμενο.
Τα αναφερόμενα ρυάκια ενώνονται στον νότιο κύριο παραπόταμο του Μεγάλου Ρέματος που ρέει προς τα ανατολικά. Η άλλη παράπλευρη υδάτινη ροή σχηματίζεται στις βαθιές χαράδρες μεταξύ της Πύρεζας και των υψωμάτων της Μαυρονόρας, το μέγιστο ύψος των οποίων φθάνει μόνον τα 565 μ. Το κύριο φαράγγι σημαίνεται από το, επίσης νότιας κατεύθυνσης, ρυάκι Καλήσια, το οποίο κοντά στο Ντράφι γίνεται παραπόταμος που κινείται προς τα ανατολικά, ενώ στη συνέχεια ενισχύεται η ροή του από το ρέμα Δασαμάρι και περνώντας από το Πικέρμι, τους Πασσάδες [33] και τους βόρειους πρόποδες του Ετοσίου, καταλήγει κοντά στο Πλατύ Χωράφι για να ενωθεί με τον νότιο παραπόταμο. Στην ίδια θέση φθάνει από τη Μικρή Μαυρονόρα το ρέμα της ερημωμένης μονής Νταού Πεντέλης, το οποίο τροφοδοτείται από ισχυρές πηγές· ανατολικότερα βρίσκεται ένας παράπλευρος παραπόταμος. Επομένως, όλες οι κοίτες της νότιας μακράς πλευράς του όρους εκβάλλουν στη θάλασσα, σε ένα κοινό σημείο κοντά στη Ραφήνα.
3) Ίδια κατεύθυνση ακολουθούν, με φυσικό τρόπο, τα μικρά ρυάκια της ανατολικής στενής πλευράς, μεταξύ των οποίων, όπως στα δυτικά, μόνον δύο ρέματα αξίζει να αναφερθούν, το ρέμα Γεροτσακούλι και αυτό της Ξυλοκέριζας, με πολύ νερό στο άνω τμήμα του.
4) Ενώ προς τις τρεις κατευθύνσεις που προαναφέρθηκαν η ομαλότερη κλίση και η διαμόρφωση του βουνού, καθώς και οι βαθιές χαράδρες των προκείμενων υψωμάτων, επιτρέπουν στις πηγές και στην απορροή των ομβρίων υδάτων μια πιο ελεύθερη ανάπτυξη, με συμμετρική απόκλιση έως την πεδιάδα του Κηφισού και του Μεγάλου Ρέματος, τα ύδατα της κατά πολύ πιο απόκρημνης βορειοανατολικής πλαγιάς παρωθούνται πολύ γρήγορα μέσα σε ένα βαθύ, με πολλές διακλαδώσεις, φαράγγι, το οποίο προσεγγίζει την παράκτια πεδιάδα του Μαραθώνα κοντά στον Βρανά. Αυτή η στένωση προκαλείται από αρκετούς, σχεδόν μεμονωμένους, ορεινούς όγκους στα βόρεια, τα κοιτάσματα μαρμάρου και η απότομη μορφή των οποίων παραπέμπουν σε πολλά σημεία στη φυσική σύσταση του Πεντελικού [όρους]: πρόκειται, προς τα ανατολικά, για το πιο απομακρυσμένο Αγριελίκι (μέγιστο ύψος 557 μ.), προς τα δυτικά, πιο κοντά στον κύριο όγκο του Πεντελικού, για τον Διόνυσο ή Ικάριον όρος (649 μ.) και πιο κάτω τον Αφορισμό (572 μ.). Στην κοινή κοίτη του ρέματος του Βρανά συγκεντρώνονται λοιπόν τα ρέματα 1) το τμήμα που αναφέραμε παραπάνω μεταξύ Μαυρονόρας και Πύρεζας μαζί με έναν δευτερεύοντα παραπόταμο που κατέρχεται από το ύψωμα της Πύρεζας (Άγ. Πέτρος)· 2) το ρέμα της Ραπεντόζας, που ξεκινάει από τους βόρειους πρόποδες του Βαγιατίου· 3) τα μικρά ρυάκια και οι συσσωρεύσεις υδάτων από πηγές του Διονύσου (Ικαρία) 4) ένα ρέμα που κατέρχεται από τα δυτικά, μεταξύ Διονυσοβουνίου (Ἰκάριον ὄρος) και Αφορισμού (το Μακρυμπούρι στον χάρτη σημειώνεται ήδη ως «Ρέμα Βρανά»). Κατά τα άλλα, μεταξύ Ικαρίου και Πεντελικού σχηματίζεται σε βορειοδυτική κατεύθυνση, προς το Φασίδερο, ένας ακόμη παράπλευρος παραπόταμος του Κηφισού.
Οι υδρογραφικές συνθήκες του Πεντελικού δεν έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο μόνον στο δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ νότου και βορρά, στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων μαρμάρου κλπ., αλλά φαίνεται ότι, σχεδόν κατά κανόνα, οι συγκεκριμένες υδάτινες ροές καθόρισαν ακόμη και τη θέση των αρχαίων, μεσαιωνικών και σύγχρονων οικισμών.
Κρίνεται, επομένως, σκόπιμο στους πιο εκτενείς σχολιασμούς των χαρτών να ακολουθήσουμε, ξεκινώντας από τα δυτικά, το ελλειψοειδές περίγραμμα του όρους και σε κάθε περιοχή να συμπεριλάβουμε τις αντίστοιχες αξιόλογες θέσεις που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο.
Η βορειοδυτική απόληξη του Πεντελικού εκτείνεται έως το εσωτερικό του Τμήματος Τατοΐου, όπου ένα, πλούσιο σε δάση και καλλιεργήσιμη γη, τοπίο με λόφους, η βόρεια περιοχή των πηγών του Κηφισού (βλ. παρακάτω), οδηγεί στο όρος της Πάρνηθας. Η δυτική προέκταση σχηματίζεται, στα βορειοανατολικά επάνω από την Κηφισιά, μέσα από ένα πλάτωμα ύψους 500 μ. ευδιάκριτο από απόσταση (βλ. Τμήμα Κηφισιά). Η ονομασία Καστράκι οφείλεται σε έναν περίβολο από αργούς λίθους· σε αναλογία με τις οχυρώσεις στο Έτοσι (σ. 2) και στο Ταμπούρι Γκούρα κοντά στη Νινόη (πρβλ. παρακάτω) μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια θέση που χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο ή είχε αμυντική λειτουργία κατά την Μεσαιωνική περίοδο, ενδεχομένως και κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών αγώνων.
Σχετικά με την Κηφισιά, η οποία βρίσκεται στη δυτική έξοδο της χαράδρας του Κοκκιναρά και, όπως και οι πλούσιες πηγές της, είναι σε ύψος 300 μ. (80 μ. ψηλότερα από τα γειτονικά χωριά Αρακλί και Μαρούσι) βλ. το κείμενο στους «Χάρτες της Αττικής» ΙΙ, σ. 38 κ.εξ. Στην άνω απόληξη του φαραγγιού, 300 μ. ψηλότερα από την Κηφισιά, βρίσκεται το εκτεταμένο άνδηρο των σύγχρονων λατομείων μαρμάρου με μόνιμη εγκατάσταση εργατών. Οι τελευταίοι προμηθεύουν σήμερα τη μεγαλύτερη ποσότητα οικοδομικού υλικού που προέρχεται από αυτό το κοίτασμα, τόσο το λευκό όσο και το γαλαζωπό μάρμαρο που ομοιάζει με το υμήττιο. Εδώ υπάρχει και επάρκεια φρέσκου νερού από τις πηγές. Ανηφορίζοντας κανείς προς τα βόρεια για περισσότερα από 150 μ., προσεγγίζει, μέσα από ένα διάσελο που βρίσκεται μεταξύ των κορυφών του Κοκκιναρά, τη βόρεια πλευρά του όρους, από την πλαγιά του οποίου, όπου βρίσκονται και τα ερείπια του μικρού γραφικού παρεκκλησίου του Αγ. Λουκά κοντά σε μια πλούσια πηγή και κάτω από ψηλές αχλαδιές, μπορεί κανείς να ατενίσει το τοπίο της Επακρίας. Κάπως χαμηλότερα, προς τα βορειοδυτικά, βρίσκεται σε καλή κατάσταση το εκκλησάκι του Πρ. Ηλία (δεν σημειώνεται στον χάρτη).
Ο παραπόταμος του Κηφισού στο Χαλάνδρι οδηγεί στην τοποθεσία της μονής Πεντέλης, τη θέση όπου βρισκόταν ο αρχαίος δήμος Πεντέλης και τα αρχαία λατομεία. Πριν προσεγγίσουμε την πρώτη περιοχή στρίβοντας προς τα ανατολικά, ας σημειωθεί, συμπληρωματικά με το Τμήμα Κηφισιάς, [34] ένα κωνικό ύψωμα που δεσπόζει στον δρόμο από τα βόρεια. Η ονομασία «Βουνό λιμένι» που του αποδίδεται στον χάρτη, θα μπορούσε να αποτελεί λανθασμένη μεταγραφή του Βουλιασμένη, καθώς στη νότια πλαγιά του επαναλαμβάνεται το φαινόμενο που παρατηρούμε στην πιο γνωστή «Βουλιασμένη» κοντά στη Βάρη: η «κατάρρευση» των όγκων βράχου σε υπόγεια χάσματα προκάλεσε έναν κρατήρα με πολύ αιχμηρά άκρα, ο οποίος, στην περίπτωση που εξετάζουμε, έχει ελλειψοειδές σχήμα και ο πυθμένας του είναι γεμάτος με νερό από πηγές και ένα στρώμα από φύκια. Η ονομασία αυτής της θέσης είναι Θάλωσι (Thálosi = θάλασσα;).
Η Πεντέλη, η πλέον εύπορη μεταξύ των μονών της Αττικής, είναι κρυμμένη σε μια πλούσια σε πηγές περιοχή, πίσω από τον λόφο όπου υπάρχουν τα κατάλοιπα του Προφ. Ηλία. Η ίδρυσή της χρονολογείται στις αρχές του 16ου αιώνα (Σουρμελής, Αττ., σ. 73). Σήμερα διαθέτει σύγχρονη όψη με μαρμάρινο πρόπυλο, αύλειο χώρο που κοσμείται από τοξοστοιχίες και ένα τεράστιο δέντρο δάφνης, ενώ στο μέσον του βρίσκεται το καθολικό (Παναγία) και περιμετρικά τα κελιά των μοναχών, του υπηρετικού προσωπικού και των φιλοξενουμένων. Εξωτερικά, στη νότια πλευρά και κάτω από τις ψηλές λεύκες, ρέει η φημισμένη πηγή, ενώ η ευρύτερη περιοχή κυριαρχείται από ελαιόδεντρα, πεύκα, καθώς και ακανθώδεις θάμνους που ευδοκιμούν λόγω της ύπαρξης του νερού των πηγών. Στον χώρο της μονής δεν υπάρχουν πλέον αξιόλογα αρχαία κατάλοιπα. Παρόλα αυτά, κάποιες λιθόπλινθοι, όπως και κατάλοιπα τοίχων ή ανδήρων σε μια πιο εκτενή και σε μεγαλύτερο ύψος ομαλή έκταση στα βορειοανατολικά, στην οποία βρίσκεται και το εκκλησάκι της Αγ. Τριάδας, αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τον μικρό δήμο Πεντέλης ακριβώς σε αυτό το σημείο, στους πρόποδες των αρχαίων δρόμων προς το λατομείο. Μέσω ενός αγωγού συγκεντρώνεται σε μια δεξαμενή αρκετό νερό. Αυτά τα ίχνη συνεχίζονται παραπέρα, προς τα βορειοδυτικά, όπου και αρχίζει η περιοχή των λατομείων (πρβλ. στον χάρτη «δεξαμενή»· εκεί υπάρχουν και θεμελιώσεις κτηρίων, που μάλλον ανήκουν στις εγκαταστάσεις των εργαζομένων).
Στην Αρχαιότητα εξόρυσσαν, κατά κύριο λόγο, το πεντελικό μάρμαρο από τα άκρα και τα ενδιάμεσα τοιχώματα κάποιων φαραγγιών που ανέρχονται σε παράλληλη βορειοανατολική κατεύθυνση προς το ύψωμα του Βαγιατίου. Η τεχνική που χρησιμοποιούσαν είναι γνωστή: αφού χάρασσαν με καλέμια αυλακώσεις, ούτως ώστε να δοθεί ομοιόμορφο σχήμα στους ογκόλιθους, αποσπούσαν το μάρμαρο με σφήνες. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνταν σταδιακά κοιλώματα με τη μορφή ορθογωνίων, ανοιχτών στο επάνω μέρος, στοών, οι οποίες ωστόσο, λόγω των νεότερων μεθόδων εξόρυξης, έχουν σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί. Στη δεξιά, ανατολική πλευρά του κύριου φαραγγιού οι στοές ακολουθούνται από έναν, με σοφία προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες του χώρου, λιθόστρωτο δρόμο, που ανεβαίνει ομοιόμορφα και είναι κατασκευασμένος από κομμάτια μαρμάρου και σχιστόλιθου. Στα άκρα του παρατηρεί κανείς τετράγωνες οπές που εισέρχονται στο πέτρωμα και πιθανόν χρησιμοποιούνταν για την υποδοχή μηχανισμών (δοκών) που ρύθμιζαν την κύλιση των μεγάλων όγκων πετρώματος επάνω στον κεκλιμένο δρόμο. Η μεταφορά λίθων, μετά από την απόσταση 1 χλμ., φαίνεται να καταλήγει σε εκείνο ακριβώς το σημείο, το οποίο μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως τον κεντρικό χώρο εξόρυξης του μαρμάρου κατά την Αρχαιότητα λόγω των καταλοίπων από τις εκτεταμένες εργασίες (βλ. στον χάρτη «Σπηλιά», υψόμετρο 700 μ., 260-270 μ. επάνω από τη μονή Πεντέλης. Μια άποψη παραδίδει ο Dodwell, Travels I, στη σ. 499). Βρισκόμαστε σε ένα μικρό πλάτωμα μπροστά σε ένα επιβλητικό, λείο τοίχωμα, που αποτελεί την κατακόρυφη τομή ενός μαρμάρινου λόφου, στην κορυφή του οποίου ριζώνουν μερικά πεύκα. Στα αριστερά του προεξέχει σε ορθή γωνία ένα χαμηλό πλευρικό τοίχωμα, στις σωζόμενες οριζόντιες σειρές του οποίου μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα ίχνη των αρχαίων καλεμιών. Πίσω έχει τη διαμόρφωση κοιλώματος από την εξόρυξη που έχει υποστεί. Το πρόσθιο τοίχωμα του βράχου ανοίγει στους επισκέπτες του Πεντελικού το πολύ γνωστό, βαθύ και στο πίσω μέρος του κατηφορικό, σπήλαιο, η πλατιά και σχετικά χαμηλή είσοδος του οποίου πρέπει να διανοίχθηκε κατά τη διάρκεια των αρχαίων εργασιών του λατομείου. Στο γραφικό κατάφυτο άνοιγμα, το οποίο περιβάλλουν ασφυκτικά χαμόκλαδα και περικοκλάδες, στέκονται ακόμη όρθια τα κατάλοιπα βυζαντινών τοίχων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου στα δεξιά, που εκμεταλλεύεται τη φυσική οροφή του βράχου και διαθέτει αρκετά προσκτίσματα. Ένας δικέφαλος αετός είναι λαξευμένος εξωτερικά στο τοίχωμα του βράχου. Δεν μπορέσαμε πλέον να εντοπίσουμε μια επιγραφή όρου [ὅρος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], καθώς και (αρχαία;) γραφήματα ή σχέδια στα τοιχώματα (πρβλ. Dodwell ό.π. σ. 500· C. J. A. III, 415)· ίσως και αυτά, όπως και τα πολυάριθμα εγχάρακτα ή γραπτά ονόματα των περιηγητών να έχουν εξαφανισθεί. Στο αριστερό πίσω μέρος του σπηλαίου, όπου παρατηρούνται και σχηματισμοί σταλακτιτών, και σε απόσταση περίπου 60 βημάτων από την είσοδο προσεγγίζει κανείς, έρποντας μέσα από μια τεχνητή σχισμή του βράχου, μια δεξαμενή που είναι γεμάτη με κρύο νερό (πρβλ. για το σύνολο την ωραία περιγραφή στον Prokesch v. Osten, Denkwürd. u. Erinnerung, a. d. Orient» II, σ. 424 κ.εξ.).
Ανηφορίζοντας στην προέκταση του δρόμου εξόρυξης μαρμάρου, φθάνει κανείς στη νοτιοανατολική πλαγιά της κορυφής του βουνού σε ένα μικρό πλάτωμα, το οποίο στις πλευρές του φέρει ίχνη κατεργασίας επάνω στον βράχο· πρβλ. τον χάρτη και επίσης Hanriot, Recherches, σ. 174· ήδη ο τελευταίος υπέθεσε με πειστικά επιχειρήματα ότι εδώ πρέπει να ήταν ιδρυμένο το βάθρο ενός αγάλματος της Αθηνάς που αναφέρεται από τον Παυσανία (Ι, 32, 3).
[35] Από το ψηλότερο σημείο του Πεντελικού (1108,6 μ.) έχει κάποιος πιο ευκρινή και συνολική άποψη της αττικής χερσονήσου. Στον δυτικό ορίζοντα φαίνεται ο Παρνασσός, στον βόρειο η Εύβοια. Λέγεται ότι προς τα νότια του πελάγους, ενίοτε, διακρίνεται η Μήλος.
Μερικά ξωκλήσια ακολουθούν και στις δύο πλαγιές την κορυφογραμμή μεταξύ Βαγιατίου και Πυρέσας: στη βόρεια πλαγιά τα ερείπια της Αγ. Παρασκευής και του Αγ. Πέτρου (το τελευταίο στον χάρτη· με πηγή), στη νότια η έως σήμερα διατηρούμενη μικρή εκκλησία των Ταξιαρχών (στον χάρτη σημειώνεται λανθασμένα ως «Νικόλαος», επίσης κοντά σε μια πηγή).
Νότια από τη Μονή της Πεντέλης, περνώντας από τον ημιτελή, στο εσωτερικό του τμήμα, μαρμάρινο πύργο της Δούκισσας της Πλακεντίας, από την μεγάλη και εντυπωσιακή πρόσοψη του οποίου έχει κανείς συνολική θέα της υπαίθρου, προσεγγίζει κανείς, αφού διανύσει δρόμο ενός χλμ., ένα πηγάδι και τα τοιχώματα ενός ανδήρου με κάποιους αρχαίους λίθους. Στη συνέχεια, η τελική κατωφέρεια του Πεντελικού, έχοντας κανονική κλίση, κατευθύνεται προς την περιοχή του Χαλανδρίου και του Γέρακα, απέναντι από την οποία αρχίζουν ήδη τα υψώματα του Υμηττού. Μέχρις εκείνου του σημείου η περιοχή έχει την εικόνα μιας αρκετά άγονης γης με πεύκα και ρείκια, η οποία διατρέχεται από κοίτες στερεμένων ρεμάτων. Ωστόσο, το γεγονός ότι κάποτε αυτή η περιοχή ήταν καλλιεργήσιμη αποδεικνύεται από την ύπαρξη, στο επάνω τμήμα της, του μετοχίου Γαριτού (το οποίο ανήκει στη μονή Πεντέλης). Είναι, πάντως, αλήθεια ότι σήμερα η εκκλησία της Παναγίας με τα περιβάλλοντα κτίσματα και τους στάβλους είναι ερειπωμένη.
Αναμφίβολα στην ονομασία «Γαρητό» ανακαλείται το όνομα του δήμου Γαργηττού. Ωστόσο, με την ίδια βεβαιότητα μπορεί να υποστηριχθεί ότι το κέντρο του τελευταίου θα πρέπει να ήταν αρκετά απομακρυσμένο από αυτήν τη θέση. Εδώ δεν υφίστανται ούτε οι φυσικές προϋποθέσεις για έναν τόσο εκτεταμένο οικισμό (ισχυρή και βολική τοποθεσία επάνω σε οδικές αρτηρίες, παρουσία νερού, βαθύ αρόσιμο έδαφος), ούτε αρχαία ευρήματα ή επιφανειακά κατάλοιπα στηρίζουν μια τέτοια υπόθεση. Από την άλλη πλευρά, οι πιο λεπτομερείς εκτιμήσεις σήμερα, οι πληροφορίες από την έρευνα του εδάφους και η ύπαρξη αρκετών επιτύμβιων στηλών Γαργηττίων (τώρα I. G. 4, επάνω στη γραμμή: από τον βόρειο Σταυρό έως το Χαρβάτι πρβλ. «Antikenber.» Mitth. XII, σ. 84 κ.εξ. αρ. 6-8 και 15) με οδηγούν, σε αντίθεση με προηγούμενες εκτιμήσεις μου (πρβλ. το κείμενο για τους «Χάρτες της Αττικής» IΙ, σ. 22), να τοποθετήσω τον δήμο στη νοτιοδυτική πλαγιά του Πεντελικού, κοντά στο διάσελο που τον χωρίζει από τον Υμηττό. Γύρω από τους βόρειους και βορειοανατολικούς πρόποδες του τελευταίου, απέναντι από τον Γαργηττό και, χωριζόμενη από την μεγάλη «Στείρια» οδό, που στα βορειοδυτικά ακολουθεί τη σημερινή σιδηροδρομική γραμμή, βρίσκεται η Παλλήνη. Επιφυλάσσομαι για περαιτέρω αποδείξεις.
Ένα χλμ. νότια από τον Γαρητό και έως τον Γέρακα, αυτό το τελευταίο τμήμα του Πεντελικού αποκτά σταδιακά τον χαρακτήρα μιας πιο εύφορης και σημαντικής περιοχής. Ξεκινά μια περιοχή, πλούσια σε ελαιώνες, το παλαιότερο, και ακόμη και σήμερα καλλιεργήσιμο, τμήμα της οποίας συγκεντρώνεται γύρω από το μετόχι του Γέρακα και περικλείεται από τα κατάλοιπα ενός εξίσου παλαιού περιβόλου που είναι καλυμμένος από ένα σκληρό και πλέον πετρωμένο κονίαμα. Αμέσως βόρεια από αυτό, αρκετά παλαιά εκκλησάκια, καθώς και ερείπια άλλων με κάποια κατάλοιπα μαρμάρινων μελών («Antikenber.» αρ. 7 κ.εξ.) αποδεικνύουν ότι υπήρχε πυκνή κατοίκηση ήδη από τον Μεσαίωνα. Ομοίως εκεί, 600 μ. επάνω από τον Γέρακα, ένα φυσικό τείχος από σπασμένους ογκόλιθους, που δεν διαφέρει πολύ από τα τεράστια κυκλώπεια τείχη, κατευθύνεται για περίπου 500 μ. προς τα βορειοδυτικά. Καθώς το έδαφος, μετά από το πέρασμα μεταξύ Πεντελικού και Υμηττού, το οποίο ακολουθεί σήμερα και η σιδηροδρομική γραμμή, έχει κατωφερή κλίση προς τα νοτιοδυτικά, αυτό το φράγμα προσέφερε μια θέση που μπορούσε εύκολα να ενισχυθεί ως προς την άμυνα, την ενέδρα και την επίθεση.
Πράγματι, ορισμένες αρχαίες λιθόπλιθοι μπροστά και μεταξύ των ογκόλιθων φαίνεται να αποδεικνύουν ότι τα κενά μεταξύ των τελευταίων καλύπτονταν, εν μέρει, με τοίχους, καθώς και ότι σε αυτά υπήρχαν οικισμοί. Ως έναν βαθμό, την απόληξη αυτής της γραμμής σχηματίζει στα βορειοδυτικά (βλ. χάρτη «Κηφισιά» στο άκρο) ένα όχι ψηλό, επίμηκες, βραχώδες πλάτωμα που σήμερα ονομάζεται «Γούπι» ή «Αγούπι». Η γυμνή εξωτερική επιφάνειά του φαίνεται καταπονημένη από παλαιές θεμελιώσεις και τη μακρά χρήση. Στους νότιους πρόποδες βρίσκεται, εκτός από ένα ερειπωμένο εκκλησάκι, και μια πλούσια σε νερό πηγής δεξαμενή (δίπλα μια λειασμένη σαρκοφάγος, που κάποτε χρησίμευε ως ποτίστρα). Τώρα οι υδάτινες ροές οδηγούνται υπόγεια προς τα ανατολικά (όπου επίσης διακρίνονται αρχαίες στρώσεις λίθων) στην περιοχή του Γέρακα και ρέουν πλησιέστατα σε μια ανοιχτή δεξαμενή που βρίσκεται κάτω από μεγάλες λεύκες (πρβλ. τον χάρτη του Τμήματος Πεντελικού: «λιθόπλινοι, σαρκοφάγος»). Ο ελαιώνας του Γέρακα περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό από σωζόμενα και κατεστραμμένα εκκλησάκια, στα οποία ενίοτε εμφανίζονται και αρχαιότητες (πρβλ. «Antikenber.», Mitth. d. athen. Inst. XII, σ. 84 κ.εξ.): στο βόρειο τμήμα στο εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (δύο επιτύμβιες επιγραφές «Antikenber.» αρ. 7. 9 αρχαίες μαρμάρινες πλάκες και λιθόπλινθοι, ένα [36] τρίγλυφο από πωρόλιθο· εξωτερικά τα τμήματα μια βάσης από ασβεστόλιθο και ενός μαρμάρινου κιονοκράνου). Νοτιότερα στον Αγ. Δημήτριο (δύο ιωνικά κιονόκρανα) στον δρόμο για το μετόχι της μονής αρχαίες λιθόπλινθοι· μέσα στο τελευταίο βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη κοντά σε ένα παλαιότερο κτήριο με τοξοστοιχίες στο εσωτερικό. (Εκεί και η επιτύμβια επιγραφή «Antikenber.» αρ. 10, έξω η αρ. 6, η παλαιά καλλιτεχνική υπογραφή του Αριστοκλέους C. I. A. I, 344 IV, σ. 40 έχει τώρα πια εξαφανισθεί). Δυτικά από τον Γέρακα βρίσκεται ο Αγ. Ανδρέας και άλλα εκκλησάκια σε ερειπιώδη κατάσταση. 200 μ. νότια από τα κτήρια του μετοχίου, στη σιδηροδρομική γραμμή (πρβλ. τον χάρτη), συναντούμε έναν ταφικό περίβολο, που κατασκευάσθηκε με μεγάλες τετράγωνες και όρθια τοποθετημένες κροκαλοπαγείς λιθοπλίνθους, μήκους 12 (από τα δυτικά προς τα ανατολικά) και πλάτους 8 βημάτων. Το εσωτερικό είναι διαταραγμένο, παρόλα αυτά στη νότια πλευρά παρατηρεί κανείς κατάλοιπα ενδιάμεσων τοίχων από αργούς λίθους.
Ο μεγάλος αμαξιτός δρόμος, περνώντας από το Χαρβάτι, περιτρέχει τα νότια άκρα του Πεντελικού και κατόπιν, κινούμενος ελικοειδώς, οδηγεί σε ανατολική κατεύθυνση προς τον Μαραθώνα, ο δρόμος κατασκευάσθηκε (σύμφωνα με τα λεγόμενα, πριν από δεκαετίες και με αφορμή μια επίσκεψη του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου) με τεχνητό οδόστρωμα, για πιο άνετη σύνδεση με τον Μαραθώνα. Το γεγονός ότι αποκλίνει από τμήματα αρχαίων οδών μπορεί να διαπιστωθεί σε πολλά σημεία για παράδειγμα, 300 μ. μετά το πρώτο ρέμα, που κινείται προς τα νότια, διακόπτεται λοξά από μια μεγάλη θεμελίωση με ανατολική-βορειοανατολική κατεύθυνση, η οποία είναι κατασκευασμένη από καλοσχηματισμένες ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους (πρβλ. επίσης παρακάτω: περιοχή Ματρίγκο). Η νότια περιοχή, στην αριστερή όχθη του εν λόγω ρέματος, ονομάζεται Μπαλάνα. Ο ανατολικός λόφος με τα κατάλοιπα ενός μύλου (ονομάζεται Παλαιόμυλος) είναι χαρακτηριστικός, παρόλα αυτά δεν ήταν πια δυνατόν να βρεθούν ασφαλή κατάλοιπα ενός περιβόλου ή άλλων θεμελιώσεων. Στο ερείπιο είναι ενσωματωμένα κάποια αρχαία μαρμάρινα θραύσματα, ενώ εντοπίζονται και πήλινα όστρακα στο χώμα.
Βόρεια από τη νέα οδό (η αρχαία πιθανόν ήταν χαραγμένη ψηλότερα από αυτήν, στην κατεύθυνση του δρόμου για πεζούς που έρχεται από τον Γέρακα), μεταξύ του πρώτου ρέματος και εκείνου του Χαρβατίου, παρατηρούνται στα χωράφια και πέρα από αυτά αρκετά εκκλησάκια, καθώς και αρχαία κατάλοιπα.
Στην εκκλησία του Αγ. Αθανασίου, που περικλείεται από αρχαίες λιθοπλίνθους (ενός ταφικού περιβόλου;), βρισκόταν μεταξύ άλλων μαρμάρινων τμημάτων και το τμήμα ψηφίσματος «Antikenber.» αρ. 14, που είχε χρησιμοποιηθεί ξανά ως επίκρανο (από εκεί υποστηρίζεται ότι προέρχεται και η επιγραφή θησαυρού C. I. A. I, 32 που φυγαδεύτηκε στο Παρίσι). Περίπου 450 μ. βορειότερα βρίσκονταν, δίπλα σε αρχαίους δόμους και ένα πηγάδι, τα κατάλοιπα από ένα εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου (δεν σημειώνεται στον χάρτη, όπως και εκείνο της Αγ. Κυριακής περί τα 600 μ. βορειοδυτικά μέσα σε ένα άλσος με πεύκα, με κατάλοιπα ψηλών τοίχων και μια αρχαία μαρμάρινη πλάκα).
Ο λόφος που υψώνεται στα ανατολικά επάνω από τον Αγ. Αθανάσιο φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε, κατά κύριο λόγο, για ταφικούς σκοπούς. Σε αυτόν παρατηρήθηκαν αρκετοί, μερικώς ανεσκαμμένοι, τύμβοι και τμήματα κυκλικών θεμελιώσεων, όπως και μικροί τοίχοι ανδήρων.
Το Χαρβάτι είναι ένα σχετικά σύγχρονο χωριό χτισμένο με ιπποδάμειο σύστημα και περίπου 150 κατοίκους. Βόρεια από αυτό βρίσκεται το επιβλητικό υποστατικό του ιδιοκτήτη, κυρίου Θεοφυλάτου· (εκεί οι επιτύμβιες επιγραφές «Antikenber.», σ. 85 πριν από τον αρ. 11, καθώς και αρ. 17, τώρα επίσης και ο αρ. 14). Στον δρόμο μεταξύ της οικίας και του χωριού βρίσκεται το παλαιό εκκλησάκι της Παναγίας με την επιγραφή των φρατριών C. I. A. II, 599 (πρβλ. «Antikenber.» αρ. 13) και την επιγραφή των Γαργηττίων ό.π. αρ. 15. Στην αριστερή όχθη, κατά την ανακατασκευή του ναού του Αγ. Νικολάου, βρέθηκε η αρχαϊκή ενεπίγραφη βάση του επιτύμβιου αγάλματος του Ευθυμάχου («Antikenber.» αρ. 11), η οποία χρησιμοποιείται τώρα ως Αγία Τράπεζα.
Σε αυτήν την πλευρά και έως το αμέσως ανατολικότερο ρέμα βρισκόταν ένα παλαιότερο χωριό, το Καραούζι, από τα σπίτια του οποίου απέμειναν μόνον πολλοί λίθοι, κυρίως από μάρμαρο, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από ψηλότερα (από τις κοίτες των ρεμάτων;) ίσως ήδη από την Αρχαιότητα. Παρόμοιοι λίθοι, αλλά και μεγαλύτερες λιθόπλινθοι ή μαρμάρινα κατώφλια υπάρχουν είτε στα αλώνια του σημερινού χωριού είτε σε άλλες χρήσεις, αλλά και προς τα ανατολικά, διάσπαρτα έξω από τον οικισμό.
Την κατ’ εξαίρεσιν πιο ακριβή εικόνα επιμελημένης υδροδότησης και άρδευσης των αττικών πεδιάδων που διαθέτουμε, την οφείλουμε στο γεγονός ότι στο Χαρβάτι δραστηριοποιούνταν από πολύ παλιά ευφυείς γεωργοί. Έχουν εντοπιστεί τα ίχνη δύο έως τριών γειτονικών και διασταυρούμενων υδραγωγών, στους οποίους συγκεντρώνονταν οι υδάτινες αρτηρίες του όρους και του ρέματος: ο πύργος του υδραγωγείου με μηχανισμό άντλησης («Κινητήρας αέρος» στον χάρτη, κοντά στη δεξιά όχθη του ρυακιού) βρίσκεται επάνω σε ένα διπλανό ρέμα με πλούσιο, και ταυτόχρονα βαθύ απόθεμα νερού. [37] Αμέσως στα νοτιοδυτικά, επάνω από το αρχοντικό, είναι ορατά τρία έως τέσσερα φρεάτια εξαερισμού βάθους 11 μ. που οδηγούν σε ένα κανάλι με επιμελημένο κονίαμα. Το κανάλι έχει αρκετό ύψος για να εισέλθει κάποιος σκύβοντας και έχει κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά (στα αμπέλια ανατολικά του λόφου Παλαιομύλου;).
Ένας τρίτος αγωγός με μεγάλο απόθεμα νερού επισημαίνεται στην κοίτη του ρέματος μέσα από μερικά σκεπαστά φρεάτια που έχουν υποστεί επισκευή· μεταφέρει σήμερα το νερό στη δεξαμενή και το πλυσταριό του χωριού που βρίσκονται κοντά στον αμαξιτό δρόμο.
Στα 2 χλμ. ανατολικά από το Χαρβάτι συναντούμε έναν δήμο σε καλύτερη κατάσταση, η οποία οφείλεται στην απουσία μεταγενέστερης κατοίκησης. Η περιοχή ονομάζεται Ματρίγκο και συνορεύει στα νοτιοδυτικά με το Βλιχό (βλ. παραπάνω σ. 3). Ο αμαξιτός δρόμος τέμνεται και πάλι από κατάλοιπα θεμελιώσεων με βορειοανατολική κατεύθυνση, ενώ προς τα νότια, ανάμεσα στα χαμόκλαδα, υπάρχουν κατάλοιπα αρχαίων τοίχων και πήλινα όστρακα. Ωστόσο, η κύρια εγκατάσταση βρισκόταν προς τα βόρεια του δρόμου, έχοντας ως φυσική προστασία μερικούς λόφους (181, 185 μ.) και περιμετρικά χωράφια και δρόμους που ανηφορίζουν στο εσωτερικό του βουνού προς το Ντράφι. Τα κατάλοιπα θεμελιώσεων μιας ογκώδους κατασκευής καταλαμβάνουν το διάσελο μεταξύ των δύο κύριων λόφων και τις πλαγιές τους· υπάρχει, επίσης, μια πηγή και πηγάδια.
Σε βόρεια κατεύθυνση από το Ματρίγκο ένας δρόμος με αρχική ανοδική κλίση περίπου 70 μ. οδηγεί μέσα από μια κοιλάδα και σε απόσταση 2 χλμ. στην επάνω κοίτη του ρέματος Πικερμίου. Στο ψηλότερο σημείο του περάσματος οδηγεί ένα μονοπάτι απευθείας από το Χαρβάτι, το οποίο αποτελεί και την πλέον σύντομη σύνδεση με την αθηναϊκή πεδιάδα. Προηγουμένως, στα μισά της διαδρομής από το Ματρίγκο προς το Ντράφι, μια δίοδος μεταξύ των υψωμάτων Πετροκάραβα και Σαμπάνι οδηγεί κατευθείαν στο Πικέρμι (δεν σημειώνεται στον χάρτη· σε δύο θέσεις μπορεί να παρατηρήσει κανείς αρχαίες θεμελιώσεις). Στο σημείο όπου ενώνονται το ρέμα Καλησίων (βλ. παρακάτω) και ένας δευτερεύων παραπόταμος βρίσκεται το μικρό χωριό Ντράφι με έναν μεγάλο νερόμυλο (ιδιοκτησία Μεταξά). Η προστατευμένη θέση και το εύφορο, εμπλουτισμένο από τριτογενή κροκαλοπαγή στοιχεία, έδαφος, σε συνδυασμό με την αφθονία νερού σε αυτήν την περιοχή, προφανώς ανέκαθεν ευνοούσαν μίαν αποδοτική καλλιέργεια μικρής κλίμακας. Εδώ ευδοκιμούν ιδιαιτέρως τα ελαιόδεντρα, τα αμπέλια και τα οπωροφόρα δέντρα (βλ. Hanriot, Recherches, σ. 189). Και στις δύο όχθες του ρέματος παρατηρεί κανείς άνδηρα Μεσαιωνικής και ίσως και προγενέστερης περιόδου. Από πλευράς αρχαιοτήτων, πέραν από κάποια εντοιχισμένα τμήματα επιτύμβιων γλυπτών («Antikenber.» αρ. 311, 312), ανάμεσα στα σωζόμενα κατάλοιπα θεμελιώσεων είναι αξιομνημόνευτος ένας τοίχος, ο οποίος εκτείνεται σε μήκος περίπου 20 βημάτων στο βόρειο άκρο του αμπελώνα προς την αριστερή (δυτική) πλευρά του δρόμου και παράλληλα με αυτόν. Αποτελείται από μεγάλες, επιμελώς οικοδομημένες λιθοπλίνθους μήκους, εν μέρει, πάνω από 2 μ., και φαίνεται ότι προέρχεται από ένα μνημειώδες κτήριο.
Στη δεξιά όχθη του ρέματος που κατεβαίνει βόρεια από το Ντράφι ένα μονοπάτι (που δεν σημειώνεται στον χάρτη) οδηγεί στη θέση Καλήσια, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 3,5 χλμ. (απόλυτο ύψ. 393 μ., περίπου 190 μ. ψηλότερα από το Ντράφι). Μεταξύ των καλλιεργήσιμων περιοχών η συγκεκριμένη, εντός της περιοχής του Πεντελικού, καταλαμβάνει την πλέον προωθημένη και πιο κοντινή στην κορυφογραμμή θέση. Βέβαια, δεν προσεγγίζει το απόλυτο ύψος της μονής Πεντέλης, με την οποία συνδέεται μέσω ενός άνετου ορεινού μονοπατιού. Πιο επάνω αντιστοιχεί σε αυτή, μεταξύ Πυρέσας και Μεγάλης Μαυρονόρας, το χαμηλότερο διάσελο της ράχης του Πεντελικού (565 μ.) που αναφέρθηκε παραπάνω και αποτελεί ταυτόχρονα τη συντομότερη οδική σύνδεση από την Αθήνα προς τα φαράγγια της Ραπεντόζας, τα Βρανά και την πεδιάδα του Μαραθώνα, μέσω Χαρβατίου-Ντραφίου (αυτό αναγνωρίζει και ο Finlay στην «Πραγματεία του περί της μάχης του Μαραθώνος» στο S. F. W. Hoffmann, «Die alten Geographen» κλπ., σ. 7, ο οποίος αναμφισβήτητα εννοεί τον δρόμο που αναφέρουμε).
Τα Καλήσια, πλούσια σε νερό και βλάστηση, ιδιαιτέρως σε ελαιόδεντρα, εκπλήσσουν με τα πολυάριθμα κατάλοιπα καλλιεργειών του παρελθόντος, και πιο συγκεκριμένα με τα μεγάλα τεχνητά άνδηρα, οι τοίχοι των οποίων ανηφορίζουν την ήπια πλαγιά. Στο επάνω μέρος, στην κατοικία ενός μελισσοκόμου, συγκεντρώνεται σε μια δεξαμενή νερό από πηγές. Η εκκλησία του Αγ. Νικολάου, που βρίσκεται χαμηλότερα, διατηρεί κατάλοιπα παλαιότερης μονής, με πολλούς αρχαίους λίθους, μεταξύ αυτών μια επιτύμβια στήλη, ένα τμήμα σαρκοφάγου (;) με γιρλάντες, μια βάση αναθήματος (στην Αγία Τράπεζα) και ένα πολύ κατεστραμμένο ανάγλυφο (βλ. «Antikenber.» αρ. 313).
Καθώς, ήδη, ο αείμνηστος νομικός Πανταζής στην Εφημερίδα των φιλομαθών 1878, σ. 264, με επιχείρημα απλώς την εντυπωσιακή ομοιότητα των ονομάτων: Καλήσια = Ἑκαλή, Ἑκαλήσιος, υπέθεσε ότι εδώ βρισκόταν ο αρχαίος δήμος Εκάλης, δεν διστάζω από αυτήν τη θέση να επιβεβαιώσω αυτήν την ταύτιση και από τοπογραφικής άποψης. Αντίθετα, ο αρχαίος δήμος που βρισκόταν κοντά στην Σταμάτα ήταν, εκτός από όλα τα άλλα, πολύ μεγάλος για να αποδοθεί στην Εκάλη. Το υπό συζήτηση σημείο αιτιολογεί κατεξοχήν [38] τον σχετικό μύθο που μιλά για την ανάπαυλα του Θησέα κατά την πορεία του προς την αιχμαλώτιση του Μαραθωνίου ταύρου: ήταν πολύ κοντά στον δρόμο που οδήγησε τον ρωμαλέο ήρωα στον τόπο του άθλου του. Στα Μεσόγαια άκουσα την ιστορία για «μια γυναίκα στην οποία ανήκε εκεί όλη η γη» –προφανώς μια επιβίωση του μύθου της Εκάλης· επιπλέον, γινόταν αναφορά σε ένα κρυμμένο «ἄγαλμα τοῦ βασιλέως», μια ενθύμηση του Δία Εκαλείου (;).
Από τα Καλήσια προσεγγίζει κανείς σε νοτιοανατολική κατεύθυνση και κατά μήκος ενός άλλου δευτερεύοντος παραποτάμου του μεγάλου ρυακιού, του ρέματος Δασαμαρίου, το οποίο υδροδοτείται από πλούσιες πηγές και σηματοδοτείται από ψηλά κυπαρίσσια, το μικρό χωριό Πικέρμι (επίσης Πικέρναι, αλβαν. Πικερά)· ο δρόμος συνοδεύεται από τον ανοιχτό υδραγωγό του Δασαμαρίου που εγκατέστησε ο σημερινός ιδιοκτήτης του χωριού Αλέξ. Σκουζές. Το Πικέρμι κατά τον Finlay (στον Hoffmann ό.π. σ. 35) και τον Leake (Demi2, σ. 29 κ.εξ.), ο οποίος εν μέρει επιχειρηματολογεί υπέρ του πρώτου, συγκαταλέγεται στις πολυπληθέστερες περιοχές της αρχαίας και μεσαιωνικής Αττικής και διέθετε ένα οχυρό το οποίο αναζήτησα χωρίς αποτέλεσμα (ή μήπως εννοείται το Έτοσι;). Τουλάχιστον η θέση είναι ιδανική· η σπανιότητα αρχαίων καταλοίπων μπορεί και εδώ να εξηγηθεί μέσω της μεταγενέστερης κατοίκησης. Η καλλιέργεια ελαιόδεντρων και αμπελιών και ένα μεγάλο περιβόλι ευδοκιμούν εξαιρετικά και σήμερα, στη δεξιά πλευρά του ρέματος έως το νέο αγρόκτημα Πασσάδες. Το πλούσιο σε νερό ρέμα διαθέτει ακριβώς στην άκρη του νοτιοδυτικού (στη συνέχεια στρεφόμενου προς τα δυτικά και βορειοδυτικά) ρου του μια ιδιαίτερα βαθιά κοίτη με απότομα άκρα που εισέρχονται με ορμή στην χαράδρα, όπου αρχικά αποκαλύφθηκαν απολιθωμένα με φυσικό τρόπο οστά, τα οποία ανήκουν σε ένα είδος πανίδας που σήμερα παρατηρείται μόνον στην ανατολική Αφρική. Αυτά τα ευρήματα (μεταξύ των πρώτων που τα συγκέντρωσαν ήταν ο Finlay, βλ. ό.π. σ. 35) και μεταγενέστερες ανασκαφές (από τους Theod. v. Heldreich, Gaudry, Neumayer, Tausch, Dames) κατέστησαν το Πικέρμι πασίγνωστο στους παλαιοντολόγους. Η πιο πλούσια σε ευρήματα θέση βρίσκεται ακριβώς ανατολικά, στις δύο πλευρές του τετράγωνου υποστατικού του χωριού, κυρίως όμως στα νότια, στο πέρασμα του δρόμου. Ακριβώς εδώ, στη δεξιά όχθη, βρίσκονται ερείπια κατοικιών, ένα πηγάδι και τα κατάλοιπα από ένα εκκλησάκι (του Αγ. Γεωργίου). Επίσης, και κάποιο αρχαίοι λίθοι: ένα κατώφλι θύρας, μια βάση με κυκλική κοιλότητα, ένα τμήμα γείσου με κυμάτιο κλπ. Το ίδιο ισχύει και για το σωζόμενο ακόμη εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης, που βρίσκεται προς τα νότια: μπροστά από την είσοδο διακρίνεται μια εντελώς φθαρμένη επιτύμβια στήλη με δύο ρόδακες, κατάλοιπα μαρμάρινων κιόνων, ένα τμήμα γείσου (όπως το παραπάνω), ένα δωρικό κιονόκρανο από λατυποπαγές πέτρωμα, μικρά ιωνικά κιονόκρανα και στην «Αγία Τράπεζα» ένα κυματιοφόρο βάθρο ή βωμός. Επιπλέον, στο εσωτερικό, φυλάσσεται ένας αναθηματικός πίνακας και θραύσμα επιγραφής (πρβλ. «Antikenber.» αρ. 316, 317· περισσότερες επιγραφές από το Πικέρμι στο ίδιο, 314, 315, 318). Πιο πέρα, με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά, βρίσκονται οι Πασσάδες, ιδιοκτησία του κυρίου Πετράκη· μπροστά από αυτούς, στα ανατολικά, εντοπίζονται οι θεμελιώσεις μιας εκκλησίας. Μια ιωνική βάση και ένα θραύσμα γλυπτού επάνω από την πόρτα του αγροκτήματος αποτελούν τις μοναδικές αρχαιότητες. Στα δυτικά, στο νότιο άκρο του αμπελιού και προς τον δρόμο που κατεβαίνει από το Πικέρμι, βρίσκονται κάποιοι ταφικοί τύμβοι και επάνω σε ένα φυσικό ύψωμα (βλ. τον χάρτη, ύψ. 131 «τάφος») αρχαίες θεμελιώσεις. Εκ των υστέρων μου επισημάνθηκε ότι σε αυτήν την περιοχή με την ονομασία «Κρυψάνα», υπάρχει ένα υπόγειο κτίσμα (δεξαμενή ή τάφος;).
Από το Πικέρμι ένας δρόμος με αρχικά βορειοανατολική και στη συνέχεια βορειότερη κατεύθυνση οδηγεί στη μεγάλη ερημωμένη μονή Νταού, τον τρίτο μαζί με την Πεντέλη και τα Καλήσια οικισμό, ο οποίος ανήκει εξ ολοκλήρου στην εσωτερική ορεινή περιοχή της νότιας πλαγιάς του Πεντελικού και συνδέεται με τις δύο προηγούμενες θέσεις με τον ίδιο τρόπο, μέσα από ένα κοντινό ορεινό μονοπάτι. Ξεκινώντας από το Πικέρμι, αρχικά διασχίζουμε την άνυδρη, πετρώδη και χέρσα περιοχή Κατρύπι, τα «ίχνη θεμελιώσεων τοίχων» της οποίας, όσο είναι δυνατόν να διαπιστωθούν τέτοια, είναι ελάχιστα και, αυτά καθαυτά, χωρίς κάποια σημασία. Σε απόσταση 2,5 χλμ. από το πέρασμα του Μεγάλου Ρέματος βρίσκεται, μεταξύ του ρέματος του Νταού, και ενός δευτερεύοντος παραποτάμου, η εκκλησία της Αγ. Παρασκευής, η οποία αποτελεί περιφερειακό μετόχι της μονής και διασώζει ίχνη ενός παλαιότερου κτίσματος (στην πρόσοψη είναι εντοιχισμένο το επάνω μέρος μιας περίεργης, μη αττικής επιτύμβιας στήλης: «Antikenber.» αρ. 319).
Η μονή Νταού, στην αριστερή όχθη του πλούσιου σε νερό ρέματος που περιβάλλεται από θάμνους πικροδάφνης και υπέροχα πλατάνια, ανήκει χωρίς αμφιβολία στα πλέον ενδιαφέροντα και σημαντικά εκκλησιαστικά οικοδομήματα βυζαντινής τεχνοτροπίας που διασώζονται στην Ελλάδα. Ενώ τα κελιά της μονής, οι βοηθητικοί χώροι, στάβλοι κλπ., που περικλείονται από έναν ισχυρό περίβολο και σε αυτά δεσπόζει ένας αμυντικός πύργος, έχουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό παραδοθεί στην καταστροφή, το μεγάλο καθολικό διασώζεται ακόμα, σε σχετικά καλή κατάσταση. Ένας πρόναος οδηγεί στον εσωτερικό χώρο, ο κεντρικός τρούλος του οποίου στηρίζεται σε ραδινούς κίονες που συνδέονται με τοξοστοιχίες, έχει μεγάλη διάμετρο και περιβάλλεται από ένα κομψό υπερώο. Διασώζονται ακόμη πολλές βυζαντινές διακοσμητικές πλάκες της ορθομαρμάρωσης. Στις αξιομνημόνευτες εντυπώσεις [39] που αφήνουν αυτά τα εντυπωσιακά κατάλοιπα μέσα στην ρομαντική και συνάμα μοναχική αίσθηση που σου δημιουργεί το βουνό, έρχεται να προστεθεί και η ανάμνηση της τραγικής μοίρας των ανθρώπων που κάποτε κατοικούσαν εδώ, η οποία, 300 χρόνια μετά, διατηρείται ακόμη ζωντανή: Ένας υπηρέτης που εκδιώχθηκε λόγω απιστίας συνέπραξε με μια συμμορία ληστών με σκοπό να επιτεθούν από κοινού στη μονή. Ο ηγούμενος και όλοι οι μοναχοί δολοφονήθηκαν. Έκτοτε, το Νταού ερήμωσε και η μονή Πεντέλης πήρε τη θέση του.
Αλλά και από την Αρχαιότητα διασώθηκαν εδώ κάποια ίχνη. Μερικά μαρμάρινα ανθέμια από επιστέψεις στηλών έχουν εντοιχισθεί σε ψηλά σημεία των εξωτερικών τοίχων της εκκλησίας. Για μια όψιμη μορφή σε ανάγλυφο στη βόρεια πλευρά βλ. «Antikenbericht» αρ. 320. Στον πύργο χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό ένα εντελώς αποκρουσμένο, άγαλμα ενδεδυμένης μορφής. Στο επάνω διάζωμα, γύρω από τον τρούλο, ανακάλυψα στον τοίχο της αριστερής πλευράς του χοροστασίου (βόρεια πλευρά) ένα μαρμάρινο τμήμα με ίχνη μικρών ωραίων γραμμάτων (μόνον ένα «ξ» με τη μορφή: Ξ ήταν ευανάγνωστο). Στον αύλειο χώρο βρίσκονται δύο μαρμάρινες σαρκοφάγοι κ.ά., τις οποίες παρατήρησαν και παλαιότεροι περιηγητές.
Ακόμη πιο αξιόπιστα ίχνη μόνιμης κατοίκησης σε αυτήν τη θέση κατά την Αρχαιότητα συναντάμε σε έναν λόφο που βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα νοτιοανατολικά από τη μονή, στον οποίο υψώνεται ένα μεγάλος, μόλις πρόσφατα διανοιγμένος, τύμβος. Στο εσωτερικό του ήταν διατεταγμένοι τουλάχιστον 20 τάφοι. Ανάμεσα στα κατάλοιπα διακρίνονται πήλινα όστρακα με γάνωμα και τα υπολείμματα μιας μεγάλης, απλής μαρμάρινης σαρκοφάγου.
Σε ανατολική κατεύθυνση από τη Νταού, προς την πλαγιά του βουνού μεταξύ των υψομετρικών γραμμών 220 και 240, συνάντησα, σε δύο θέσεις, τα κατάλοιπα μιας τεχνητής οδού με ογκώδεις στρώσεις λίθων που είχαν κάθετα κομμένα τμήματα διαφορετικού ύψους προς τη μεριά της πλαγιάς. Προφανώς, αυτός ο δρόμος με άνδηρα ήταν κατάλληλος για τροχοφόρα. Η σύγκριση με τον δρόμο της Αγριλέζας (βλ. παραπάνω σ. 78) μας επιτρέπει χωρίς ενδοιασμούς να τον θεωρήσουμε ως έναν αρχαίο δρόμο. Δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθεί το σημείο από όπου αυτός κατέβαινε προς τον παράκτιο δρόμο για τον Μαραθώνα, παρόλα αυτά το σημείο αυτό δεν πρέπει να βρισκόταν πέρα από ένα βαθύ ρέμα που έρρεε νότια από το Γεροτσακούλι (δεν σημειώνεται στον χάρτη). Επάνω από αυτό το ρέμα, στην πλαγιά ενός τελευταίου προεξέχοντος υψώματος, τμήμα από έναν μακρύ ευθύγραμμο τοίχο αγνώστου χρήσης, εκτείνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
Εάν ακολουθήσουμε το Μεγάλο Ρέμα από το Πικέρμι έως την εκβολή του στη θάλασσα προσεγγίζουμε από τον μεγάλο αμαξιτό δρόμο, 1.300 μ. πίσω από τους Πασσάδες, τη γέφυρα της Δράσεζας. Δεξιά υψώνεται το Έτοσι που έχει μορφή κάστρου· η κατά τόπους καλλιεργούμενη περιοχή του Κισδαρίου στα αριστερά διαθέτει (όπως και το Κατρύπι δυτικά) λιγοστά και πολύ μικρά τμήματα τοίχων, όπως και έναν τύμβο κοντά στον δρόμο. Κοντά στην επόμενη γέφυρα, το Πλατύ Χωράφι, και ανάμεσα στη βλάστηση πρέπει και πάλι να βρίσκονται ερείπια από ένα εκκλησάκι. Όταν ο Finlay (στον Hoffmann, σ. 36) αναφέρει τα ερείπια δύο αρχαίων πόλεων μεταξύ Πικερμίου και Ραφήνας, πιθανώς εννοεί τις δύο αυτές θέσεις, μολονότι για τη δεύτερη δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις. Από το Πλατύ Χωράφι, σημείο που εκβάλλει το ρυάκι του Νταού, ο δρόμος που ακολουθεί το κύριο ρέμα, στρεφόμενος αρχικά προς τα βόρεια και στη συνέχεια προς τα ανατολικά, οδηγεί σε 4 χλμ. στη Ραφήνα. Σήμερα βρίσκεται εδώ ένα υποστατικό του ιδιοκτήτη του Πικερμίου, του κ. Σκουζέ, και είναι περιοχή αποβίβασης των ψαράδων, οι οποίοι, όπως και στο Πόρτο Ράφτη, παραδίδουν το εμπόρευμά τους που προορίζεται για την Αθήνα. Εκτός από ένα αρχαίο πηγάδι και από μεμονωμένους αρχαίους λίθους στην εκκλησία (Παναγία Φανερωμένη) που βρίσκεται στα νότια, η θέση δεν έχει να επιδείξει κάτι αξιοπρόσεκτο. 1 χλμ. παραπάνω, στην ίδια (αριστερή) πλευρά του ρέματος βρίσκονται, σε μια ομαλή πλαγιά, τα αδιαμφισβήτητα κατάλοιπα του δήμου Αραφήνος, από τον οποίο σώζονται μόνον μερικά αρχαία πηγάδια και τμήματα τοίχων. Ο Finlay (ό.π. σ. 36) είδε, επίσης, «τη θεμελίωση ενός δημόσιου κτηρίου πλάτους 82 ποδών» (;).
Από τη Ραφήνα επιστρέφουμε πάλι στην κυρία οδό, η οποία 900 μ. πίσω από το Πλατύ Χωράφι, διακλαδίζεται με τον δρόμο προς Ραφήνα με κατεύθυνση προς τα βόρεια, ώστε, μεταξύ Πεντελικού και ακτής, να καταλήξει στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Μεταξύ της Ραφήνας και αυτής της νέας οδού η τοποθεσία «Βελανιδιά» (στον χάρτη έχει μετατοπισθεί πολύ πιο δυτικά πρβλ. και Βελανιδέζα) χαρακτηρίζεται από μεμονωμένες δρυς (η διάμετρος του κορμού σε μια από αυτές ανερχόταν στα 4 μ., ενώ το άνοιγμα των κλαδιών της αντιστοιχούσε σε περιφέρεια 90 βημάτων). Ο αμαξιτός δρόμος προς τον Μαραθώνα διατρέχει αρχικά τους τελευταίους πρόποδες του Πεντελικού, που εξέχουν έως τη θάλασσα, στους οποίους δεν υπάρχει καμία κατοικήσιμη θέση. Δεξιά από το ψηλότερο σημείο του δρόμου, επάνω από ένα βαθύ πηγάδι και το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, βρίσκεται επάνω στο ύψωμα με απρόσκοπτη θέα ένα νεότερο στρατόπεδο. Στην καθοδική προς τα βόρεια πορεία του, ο δρόμος περνά το Λυκόρεμα, από το οποίο πήρε η περιοχή την ονομασία της.
[40] Από εδώ εκτείνεται σε μήκος περίπου 7 χλμ. μια παράκτια, πλούσια σε θάμνους, πεδιάδα, η βόρεια απόληξη της οποίας διαμορφώνεται μόνον από το στένωμα που δημιουργείται ανάμεσα στο μικρότερο έλος του Μαραθώνα και στις απότομες προεκτάσεις του Αγριελικίου, ενώ μόλις μετά από 3 χλμ. αρχίζει στην, πλούσια σε αμμόλοφους ακτογραμμή, η εισχώρηση της θάλασσας στη στεριά που καταλήγει στον όρμο του Μαραθώνα. Στο τέλος της προέκτασης σχηματίζεται ένα αμβλύ ακρωτήριο («Κάβος»), στο οποίο βρίσκονται μερικές μεγάλες σε ύψος επιχώσεις με αρχαία κατάλοιπα και μαρμάρινες λιθοπλίνθους άγνωστης χρήσης. Το εκκλησάκι του Αγ. Ανδρέα που βρίσκεται στα νότια είναι σχετικά νέο και χωρίς αρχαία κατάλοιπα.
Δεν μπόρεσα να ανακαλύψω κανένα κατάλοιπο ενός μεγάλου τύμβου, τον οποίο οι Gell, Dodwell και Prokesch πρέπει να είχαν δει στο τμήμα της πεδιάδας που ακολουθεί αμέσως μετά (πρβλ. Gell, Itinerary, σ. 62· Prokesch στον Hoffmann ό.π. σ. 39), επίσης, εξίσου αδύνατο ήταν να εξακριβώσω τη θέση του τοπωνυμίου «Κοχέρι» (Gell ό.π.).
Ίχνη αρχαίας κατοίκησης εμφανίζονται μόνον σε δύο ψηλότερες και στραμμένες προς το βουνό θέσεις, οι οποίες δεν είναι εντελώς εγκαταλελειμμένες σήμερα. Η νοτιότερη από αυτές, εγκατεστημένη μεταξύ δύο ρυακιών του Πεντελικού στα δυτικά απέναντι από τον Κάβο, είναι το μικρό χωριό Γεροτσακούλι. Από τον αρχαίο οικισμό διατηρούνται μόνον ελάχιστα αλλά σαφή κατάλοιπα επάνω σε δύο πλατώματα και στις δύο πλευρές του βόρειου ρέματος.
Δύο χλμ. προς τα βορειοδυτικά, μέσα σε ένα ορεινό αμφιθεατρικό τοπίο, βρίσκεται ανάμεσα σε ελαιόδεντρα και κοντά στην πλούσια πηγή το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη, το τώρα μοναστηριακό μετόχι των Ασωμάτων: η Ξυλοκέριζα. Και εδώ μόνον κάποιοι λίθοι, που είτε βρίσκονται μεμονωμένοι είτε είναι εντοιχισμένοι σε άνδηρα και τοίχους, επιβεβαιώνουν αμέσως ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για τη θέση ενός αρχαίου δήμου.
Σε αυτήν τη θέση αντιστοιχούν, σε χαμηλότερο επίπεδο προς τα βορειοανατολικά και σε απόσταση 2 χλμ., στις δύο πλευρές του σημερινού και σε μεγάλο βαθμό του αρχαίου δρόμου, κάποια κατάλοιπα στην περιοχή Παλιά Αμπέλια, όπου βρίσκονται τα καινούργια κελιά και το νέο αμπέλι της μονής. Ο «κορμός ενός κίονα» δίπλα στο αρχαίο πηγάδι δυτικά από τον δρόμο προέρχεται από μια εντελώς κατεστραμμένη εκκλησία. Σε ένα καινούργιο πηγάδι, δεξιά δίπλα στον σύγχρονο δρόμο, είναι ιδρυμένη σήμερα η μεγάλη μαρμάρινη επιτύμβια στήλη των Προβαλινθίων που ανακαλύφθηκε 1650 μ. βορειότερα στην ίδια πλευρά του δρόμου (πρβλ. «Antikenber.», Mitth. XII, σ. 306, αρ. 321). Από αυτή την ταφή (στην περιοχή Δάρδεσα), στην είσοδο της πεδιάδας του Μαραθώνα, μεταξύ Αγριελικίου και της αρχής του έλους, βρίσκονται ακόμη επιτόπου περίπου 6 επιμελώς λαξευμένες μαρμάρινες λιθόπλινθοι. Περίπου στα 3 λεπτά πιο πάνω, κοντά σε ένα αρχαίο πηγάδι με υψηλή στάθμη νερού, συναντά κανείς και πάλι μεγάλα οικοδομικά μέλη με ιωνικά κυμάτια, τα οποία βρίσκονται μισοβυθισμένα στο ελώδες έδαφος (πρβλ. το φύλλο Μαραθών, στο νότιο άκρο).
Απέναντι προς τα νοτιοδυτικά, στις τελευταίες χαμηλές υπώρειες του Αγριελικίου και κάτω από τα ελαιόδεντρα, εκτείνονται τα ίχνη ενός οικισμού από τον οποίο έχουν διασωθεί, κατά κύριο λόγο, πήλινα όστρακα, διάσπαρτοι λίθοι και, σε μικρότερο βαθμό, θεμελιώσεις. Επιπλέον, επιβεβαιώθηκε με αξιόπιστο τρόπο η ύπαρξη αρχαίων πηγαδιών στα Παλιά Αμπέλια, τα οποία, ωστόσο, δεν είδα ο ίδιος. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι σε αυτήν τη θέση θα πρέπει να τοποθετήσουμε το κέντρο του δήμου Προβαλίνθου.
V. Μαραθών και Δρακονέρα (με Διόνυσο, Σταμάτα, Κοτρώνι)
Ειδικές μελέτες για τον Μαραθώνα
G. Finlay, Transactions of the Royal Society of Litterature III (London 1839), σ. 363 κ.εξ. Μεταφρασμένο και επαυξημένο με παρατηρήσεις των L. Ross και Prokesch von Osten, στο:
L. F. W. Hoffmann, Die alten Geographen und die alte Geographie, τχ. II (Leipzig 1842)
A. Jochmus, III. Commentary in dem Londoner Geographical Journal 1857
W. Gurlitt, De tetrapoli Attica (Göttingen 1867)
V. Campe, De pugna Marathonia (Greifswald 1867)
[H. G.] Lolling, Zur Topographie von Marathon, Mitth. d. athen. Inst. I (1876), σ. 67 κ.εξ.
[H.] Noethe, De pugna Marathonia (Leipzig 1881)
M. Duncker, Die Schlacht von Marathon, στο: Sybels histor. Zeitschr. τ. 46 (1881), σ. 231 κ.εξ.
M. Duncker, Strategie und Taktik des Miltiades, Sitzungsber. d. Akad. d. Wiss. 1886, σ. 393 κ.εξ. = Abhdl. aus d. griech. Gesch., σ. I7 κ.εξ.
Eschenburg, Topographische, archaeologische und militärische Betrachtungen auf dem Schlachtfelde von Marathon. (Διάλεξη της 4ης Δεκεμβρίου 1886 εκτύπωση χειρογράφου, Berlin 1887)
[40] Η γενική εικόνα της πεδιάδας του Μαραθώνα διαφέρει σημαντικά από αυτήν του παράκτιου τοπίου της ακτής που μόλις περιγράψαμε, ακόμη κι αν λόγω της κοινής παράλιας γραμμής (βλ. παραπάνω) το τελευταίο θα μπορούσε να θεωρηθεί προέκταση της πρώτης. Ο εντελώς ιδιαίτερος χαρακτήρας της περιοχής του Μαραθώνα εντός της Αττικής [41] βασίζεται στη φαινομενικά απόλυτη ομαλότητα μιας τόσο μεγάλης έκτασης («ωσάν να λειάνθηκε με τον κανόνα», όπως αναφέρει ο Prokesch von Osten), η οποία καταλαμβάνει τουλάχιστον 28 χλμ.2 Σε αυτήν προστίθεται η αιχμηρή πλαισίωσή της από μία στεφάνη διαμορφωμένη από γυμνά και απότομα μαρμάρινα βράχια που λαμπυρίζουν, τα οποία φαίνονται σαν να βυθίζονται απευθείας στην οριζόντια επιφάνεια του εδάφους που έχει τη μορφή λίμνης με ασάλευτα νερά. Πράγματι, η πεδιάδα παρουσιάζει αυτή τη λιμνώδη ή ελώδη υπόσταση στα επιμήκη άκρα της.
Καταρχάς, θα μας απασχολήσει εκείνη η ορεινή διαμόρφωση, η οποία μαζί με την ακτή μήκους περίπου 8 χλμ., σχηματίζει ένα αδρό ορθογώνιο πλάτους 2,5 χλμ. που εκτείνεται με κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά.
Η νοτιοδυτική απόληξη σημαίνεται από το Αγριελίκι (557 μ.), στο οποίο έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα και που, αναλόγως με την εκάστοτε θέση παρατήρησης, μοιάζει άλλοτε με αέτωμα και άλλοτε με πυραμίδα και πίσω από το οποίο, στα βόρεια, ορθώνεται ο ακόμη ψηλότερος κώνος του πλούσια δασωμένου Αφορισμού (572 μ.). Στα ανατολικά, απομονωμένη μέσω των κοιλάδων του Αυλώνα, της Νινόης και του Μαραθώνα, υψώνεται στα 235 μ. η κορυφή του Κοτρωνίου. Στην άλλη πλευρά του ρέματος του Μαραθώνα ίσταται το μεγαλύτερο σε πλάτος και όγκο ύψωμα Σταυροκοράκι (310 μ.) που φθάνει έως το Σούλι, όπου το όρος Σιέλκι, το οποίο υποχωρεί ελαφρώς (ψηλότερη κορυφή 373,5 μ.), και στα ανατολικά τα εκτεινόμενα προς τα νότια υψώματα της Δρακονέρας (268 και 242 μ.) αφήνουν χώρο στο μεγάλο έλος και το πέρασμα προς τον Ραμνούντα. Η τελευταία οροσειρά συνεχίζεται σε μια λωρίδα γης μήκους 2.300 και πλάτους 400 μ., την αρχαία Κυνόσουρα, που καταλήγει στο ύψωμα Στόμι.
Μεταξύ αυτών των συγκλινόντων ορεινών όγκων ανοίγεται ένας αρκετά μεγάλος αριθμός οδικών συνδέσεων με την ενδοχώρα εκ των οποίων μόνον
1) η παράκτια οδός η οποία, περνώντας από το νότιο τμήμα της πεδιάδας μεταξύ του Αγριελικίου, της θάλασσας και του μικρού έλους, περιτρέχει το Πεντελικό έως το αθηναϊκό πεδίο και αποτελεί τον μοναδικό σήμερα δρόμο που είναι πιο άνετος και προσβάσιμος σε οχήματα.
Οι υπόλοιπες οδικές συνδέσεις ξεκινούν μέσα από ακτινωτές κοιλάδες, στις οποίες βρίσκονται κατά κύριο λόγο οι σημερινοί, καθώς και ορισμένοι παλαιότεροι οικισμοί:
Μεταξύ Αγριελικίου και των προεκτάσεων του Κοτρωνίου βρίσκεται η κοιλότητα του Βρανά, που μοιάζει με κόλπο (πλάτος: 1.000-1.200 μ.), η οποία προς τα βορειοδυτικά συνενώνεται με τη στενή κοιλάδα του Αυλώνα (πλάτος: 450 μ., μήκος: 1.300 μ.). Από τον Βρανά ξεκινά
2) μεταξύ Αγριελικίου και Αφορισμού, κατά μήκος του άγριου γραφικού φαραγγιού και του ρέματος της Ραπεντόζας, ένας δρόμος με νοτιοδυτική κατεύθυνση οδηγεί προς το ομώνυμο, τώρα ερημωμένο χωριό, από όπου στη συνέχεια μπορεί είτε να διασχίσει στα νότια το διάσελο του Πεντελικού (μεταξύ Πυρέσας και Μαυρονόρας, βλ. παραπάνω σ. 32 και 37) προς Καλήσια και Μεσόγαια είτε, στρεφόμενος δεξιά, να παρακάμψει τη βορειοδυτική πλαγιά του βουνού μέσω Ικαρίας (Διόνυσος, βλ. παρακάτω).
3) Δυτικά του Βρανά, ένα πολύ δύσβατο μονοπάτι ανηφορίζει μέσω των βορείων υψωμάτων που βρίσκονται πριν τον Αφορισμό προς το οροπέδιο του Κουκουναρτίου και το χωριό Σταμάτα· στους βορειοδυτικούς πρόποδες του Πεντελικού, συνενώνεται με τον δρόμο που μόλις προαναφέρθηκε και οδηγεί στην Κηφισιά. Αυτός ο δρόμος αποτελεί σήμερα την προτιμότερη σύνδεση μεταξύ της Αθήνας και της πεδιάδας του Μαραθώνα.
Μεταξύ Κοτρωνίου και Σταυροκορακίου (κοντά στο Μπέι και το Σεφέρι) εισέρχεται στην πεδιάδα το ρέμα της Χαράδρας, το οποίο ξεκινώντας από την Πάρνηθα διασχίζει το σύνολο του βόρειου αττικού τοπίου (Διακρία).
Ήδη 4 χλμ. ψηλότερα από το σημείο εισόδου, το ρέμα χάνει τον χαρακτήρα φαραγγιού που το χαρακτηρίζει έως αυτό το σημείο και η περιοχή του διευρύνεται προς την πλούσια σε νερά κοιλάδα της Νινόης, ενώ μετά από μία σύντομη πορεία (1 χιλιόμετρο) προσεγγίζει την περιοχή, όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό του Μαραθώνα.
Από τον Μαραθώνα και τη Νινόη προσεγγίζει κανείς:
4) επίσης τη Σταμάτα, διαμέσου ενός παρόμοιου με το υπ’ αριθμ. 3) μονοπατιού·
5) μέσω μιας παράκαμψης στα βόρεια των αδιάβατων φαραγγιών του ρέματος της Χαράδρας, μετά την ανοδική πορεία τους κοντά στο Κοτρώνι (Αφίδναι) διαμέσου του Καλεντζίου, μαζί με μια νότια διακλάδωση·
6) τον Βαρνάβα (Κάλαμος, Ωρωπός), ξεκινώντας από τη Νινόη και τον Μαραθώνα διαμέσου (Βιλίων και) του Παλαιού Μοναστηριού σε ευθεία βόρεια κατεύθυνση·
7) το Γραμματικό (Βαρνάβας κλπ.) σε βόρειο-βορειοανατολική κατεύθυνση από τον Μαραθώνα είτε απευθείας είτε διαμέσου του Άνω Σουλίου (εν μέρει νέος αμαξιτός δρόμος). Από το Άνω Σούλι και το Γραμματικό διακλάδωση προς Οβριόκαστρο (Ραμνούντα) πρβλ. τον παρακάτω δρόμο:
8) το Οβριόκαστρο (Ραμνούντας), από το Κάτω Σούλι, στις ανατολικές υπώρειες του Σταυροκορακίου (προς Άνω Σούλι, [αρ. 7]) και βορειοανατολικά [42] μεταξύ του Σελκίου και των βουνών της Δρακονέρας στον πλέον άνετο δρόμο διαμέσου των κοιλάδων του Λιμικού.
Επομένως, το νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας μπορεί να θεωρηθεί το προτιμότερο όσον αφορά τον αριθμό, καθώς και τη βατότητα ή τη συντομία των οδικών συνδέσεων με τις υπόλοιπες κύριες πεδιάδες της αττικής χώρας. Αλλά επίσης, η μεγαλύτερη παραγωγικότητα του εδάφους, όπως και τα ίχνη ανθρώπινου πολιτισμού έως τη Νεότερη Εποχή εμφανίζονται, κατά κύριο λόγο, σε αυτήν την περιοχή. Μόνον εξαιτίας της γενικής μείωσης του πληθυσμού υπό την πίεση της Τουρκοκρατίας, και κυρίως της ερήμωσης των ακτών εξαιτίας της πειρατείας, αναγκάστηκε το σύνολο των κατοίκων της πεδιάδας να αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο στο νεοϊδρυθέν χωριό του Μαραθώνα, που διέθετε επαρκείς εξόδους προς την ύπαιθρο. Εκτός από τον Μαραθώνα με τους περίπου 500 κατοίκους, και τα τσιφλίκια Μπέι (ιδιοκτήτης Σκουζές) και Κάτω Σούλι (ιδιοκτήτης Σούτσος), τα οποία μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας περιήλθαν στο κράτος, κατοικούνται μόνον λίγες φτωχικές καλύβες από σχεδόν 50 ανθρώπους στο κάποτε μεγαλύτερο χωριό του Βρανά.
Πιο λεπτομερής περιγραφή της πεδιάδας του Μαραθώνα θα γίνει σύμφωνα με την παρακάτω κατανομή:
1) Ο Βρανάς και η περιοχή του.
2) Το νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της πεδιάδας (έως το ρέμα του Μαραθώνα).
3) Η παράπλευρη κοιλάδα του Μαραθώνα και της Νινόης.
4) Το βορειοανατολικό τμήμα της πεδιάδας με το Κάτω Σούλι.
1) Η υψηλή θέση του Βρανά, μέσω της οποίας ελέγχεται και εποπτεύεται άμεσα η πεδιάδα, παρά τις κάπως περιορισμένες χωροταξικές συνθήκες και τις δύσκολες οδικές συνδέσεις προς το εσωτερικό, είναι, υπό την έννοια των αρχαιότερων ελληνικών οικισμών (πρβλ. Μυκήνες), εξαιρετικά ευνοϊκή. Ο οικισμός, ο οποίος βρίσκεται στις υπώρειες ενός όρους πλούσιου σε φαράγγια και δάση, ανεβαίνει την διαμορφωμένη σε άνδηρα πλαγιά κάτω από τα ελαιόδεντρα, προστατεύεται στη νότια, στραμμένη προς τη θάλασσα, πλευρά του από την κοίτη του ρέματος του Βρανά ή της Ραπεντόζας, το οποίο στην άλλη πλευρά συνδέεται με έναν βορειοδυτικό παραπόταμο. Τα κάποτε πολύ άφθονα υδάτινα αποθέματα του ρέματος, που σήμερα τροφοδοτεί ακόμη έναν αγωγό ο οποίος διατηρείται σε κακή κατάσταση, είναι απολύτως κατάλληλα για την άρδευση της περιοχής που βρίσκεται χαμηλότερα. Η περαιτέρω πορεία του ρέματος, που είναι απολύτως στεγνό στην πεδιάδα, κινείται αρχικά προς το Κοτρώνι, για να χαθεί στη συνέχεια στο έδαφος με μια νοτιοανατολική στροφή προς το μικρό έλος.
Στο ύψωμα του Βρανά, σε μια άγρια περιοχή επάνω από το φαράγγι και ανάμεσα σε τραχείς βράχους, κυπαρίσσια, πεύκα κλπ. βρίσκεται η αναστηλωμένη εκκλησία του Αγ. Γεωργίου (το κωδωνοστάσιο ακόμη ψηλότερα σε έναν προεξέχοντα βράχο), ενώ η μονή είναι σήμερα εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη. Ωστόσο, ακόμη και τώρα κάθε χρόνο στις 4 Μαΐου (22 Απριλίου με το παλαιό ημερολόγιο) η παλαιά φήμη του ιερού χώρου προσελκύει πολλούς –κυρίως από τα Μεσόγεια– σε ένα από τα δημοφιλέστερα και επιβλητικότερα πανηγύρια που γνωρίζει η Αττική. Η παλαιότητα τόσο της μονής όσο και του χωριού είναι αναμφίβολα πολύ μεγάλη. Ο Leake (Demen, σ. 76 γερμ. μτφρ.) διακρίνει στον Βρανά έναν οικισμό του 10ου αιώνα, το όνομα του οποίου στη σλαβική διάλεκτο σημαίνει «οχυρό». Το γεγονός ότι στο ύψωμα δεν διασώζονται ίχνη της Αρχαιότητας ερμηνεύεται μέσω της συνεχούς κατοίκησης. Ωστόσο, πρβλ. για κάποιες επιτύμβιες στήλες: «Antikenbericht» (Mitth. XII, σ. 307) αρ. 330-332, από τις οποίες το μνημείο της Αρχίππης από τον Ραμνούντα (Lebas, Mon., πίν. 77, 1) βρίσκεται ακόμη στον Άγιο Γεώργιο. Το ίδιο συμβαίνει και στο εσωτερικό, όπου βρίσκονται μερικά ιωνικά κιονόκρανα και βάσεις κιόνων, τα οποία αναφέρει ήδη o Ross (Erinnerungen κλπ., σ. 186).
Πολύ γνωστό και κρίσιμης σημασίας ήδη για την αρχαία κατοίκηση αυτού του χώρου είναι ένα σύνολο (6-7) αρχαίων, εν μέρει πλήρως διαταραγμένων, ταφικών τύμβων, οι οποίοι εκτείνονται νότια και νοτιοανατολικά από τη δεξιά, άγονη όχθη του ρέματος. (Ένας από τους τύμβους μού φαίνεται ότι δημιουργήθηκε με περισυλλογή των ποτάμιων λίθων της περιοχής). Ως τοπωνύμιο της περιοχής μου αναφέρθηκε η ονομασία «Λυσέα». Κάποια αρχαία κατάλοιπα βρίσκονται προς τα βόρεια και τα νοτιοανατολικά, στις υπώρειες των αμέσως γειτονικών βουνοπλαγιών.
Τα πρώτα από αυτά εκτείνονται πέρα από το παράπλευρο ρέμα έως την είσοδο της κοιλάδας του Αυλώνα. Τα εκκλησάκια των Αγ. Νικολάου και Αθανασίου, που βρίσκονται κάτω από διάσπαρτες, επιβλητικές βελανιδιές, συγκροτούν το σημείο συγκέντρωσης των αρχαίων καταλοίπων, εν μέρει μεγάλων λιθοπλίνθων και λίθινων πλακών, μεταξύ αυτών και μίας από ερυθρό μάρμαρο· στο ίδιο σημείο και ένα κορινθιακό κιονόκρανο. Επιπλέον, υπάρχει και ένα αρχαίο πηγάδι. Ο Lolling (Mitth. d. Inst. I, σ. 83) είδε σε αυτήν την περιοχή τις (αμελώς τοποθετημένες) θεμελιώσεις ενός κτηρίου μήκους 7 και πλάτους 4-5 μ. Επίσης, εξίσου σημαντικές θεμελιώσεις [43] βρίσκονται 10 λεπτά νοτιότερα, στην άλλη πλευρά του ρέματος. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο αρχαίος οικισμός του Βρανά με τα ιερά του εκτεινόταν έως αυτό το σημείο, ή ακόμη και ότι το υπερέβαινε.
Η μήκους 1.400 μ. και πλάτους περισσότερο των 400 μ. κοιλάδα του Αυλώνα, τοποθετημένη μεταξύ Αγριελικίου και Αφορισμού, θυμίζει ένα μεγάλο στάδιο με άνοιγμα στα νοτιοανατολικά. Πάντως, το έδαφος, στο οποίο, εκτός από ορισμένους λιθοσωρούς και ίχνη από άνδηρα στα άκρα, δεν μπόρεσα να διακρίνω με ασφάλεια αρχαία κατάλοιπα οποιασδήποτε σπουδαιότητας, είναι καλής ποιότητας και αρόσιμο. Επίσης, φαίνεται ότι υπάρχει πλήρης έλλειψη νερού. Στο ανώτερο βορειοδυτικό τμήμα, περίπου κάτω από την περίφραξη, η οποία στον χάρτη σημειώνεται με την ένδειξη αρχαία «κατάλοιπα τοίχων», έως τη βόρεια κοίτη ενός ρυακιού διακρίνονται τα ίχνη του λιθόστρωτου μιας αρχαίας οδού. Ο προορισμός της τελευταίας ήταν προφανώς η «πύλη του Μαραθώνιου Ηρώδη Αττικού», η οποία βρίσκεται 40 μ. ψηλότερα, στο πέρασμα της Νινόης, τα όλο και λιγότερα κατάλοιπα της οποίας ήταν γνωστά ήδη στους παλαιότερους περιηγητές.
Οι θεμελιώσεις της, όσο δύναται να διακρίνει κανείς εντός της οργιώδους βλάστησης, έχουν από τα δυτικά προς τα ανατολικά πλάτος περίπου 15 και βάθος 6 βημάτων. Ο πυρήνας αποτελείται από χυτή τοιχοποιία, ενώ οι υπάρχουσες λιθόπλινθοι υποδεικνύουν ότι προέρχονται από την επένδυση των τοίχων, τουλάχιστον από τη στραμμένη προς τα νότια πρόσοψη. Η τώρα χαμένη επιγραφή του επιστυλίου, τα θραύσματα της οποίας είχαν διαβάσει αρχικά πιο ολοκληρωμένα ο Fauvel και στη συνέχεια ο Leake (πρβλ. Demen, σ. 67 κ.εξ. της μτφρ. C. I. A. III, 403), ανέφερε: Ὁμονοίας ἀθανάτης | Πύλη | Ἡρώδου ὁ χῶρος | εἰς ὅν εἰσέρχε[αι. Από τα αγάλματα δύο ενδεδυμένων ανδρικών καθιστών μορφών βρίσκονται ακόμη στη θέση τους τα κατώτερα τμήματα με τους θρόνους· ο ένας πλουσιότερα κοσμημένος (με το ερεισίνωτο και τεκτονικά κοσμήματα με τη μορφή γρύπα) και στο πίσω μέρος αποστρογγυλεμένος, ο άλλος απλούστερος χωρίς ερεισίνωτο (πρβλ. Antikenber. αρ. 333· ο Leake το 1802 είδε και τα λείψανα μιας τρίτης μορφής· ο κορμός μιας καθιστής ενδεδυμένης μορφής στο χωριό του Μαραθώνα, αυτόθι αρ. 335, προέρχεται μάλλον από τη νησίδα στο νότιο έλος, βλ. παρακάτω. Για μια προσπάθεια αναπαράστασης του συνόλου βλ. Lebas, Mon., πίν. 90).
Οι απολήξεις ενός μεγάλου περιβόλου από σωρευμένους ασβεστόλιθους με τη μορφή αναχώματος (με πιο απότομη την εσωτερική πλευρά) διατρέχουν ευκρινώς, αν και διακοπτόμενες σε κάποια απόσταση (ανατολικά στα 22 βήματα, δυτικά σε ένα μεγαλύτερο τμήμα), τις στενές πλευρές της πύλης. Το ύψος αυτού του περιβόλου φθάνει, κατά μέσο όρο, το 1 μ., το πλάτος του το 1,40 μ., ίσως και περισσότερο, ενώ διαθέτει περιφέρεια 330 μ., η οποία καταλαμβάνει το διάσελο μεταξύ Κοτρωνίου και Αφορισμού έως ένα ορισμένο ύψος των πλαγιών, συμπεριλαμβάνοντας και την πύλη. Η περικλειόμενη πετρώδης και άγονη έκταση έχει τη μορφή ενός ακανόνιστου τριγώνου με αμβλείες γωνίες. Στο βόρειο τμήμα του εσωτερικού χώρου, κοντά στο πέρασμα που κατευθύνεται προς τη Νινόη, παρατηρεί κανείς ξανά κάποιους λιθοσωρούς και μπροστά τους ένα λίθινο πεταλόμορφο ανάχωμα.
Ο απλός λαός ονομάζει αυτή την εγκατάσταση Μάνδρα τῆς γραιᾶς και αφηγείται την ιστορία μιας πλούσιας κατόχου κοπαδιών από τη Νινόη, η οποία περιέπαιξε τον Μάρτη (προσωποποίηση του μήνα Μαρτίου, διαβόητου λόγω των νυχτερινών παγωνιών του) και τιμωρήθηκε από αυτόν με την απώλεια των εριφίων της (η ίδια δε απολιθώθηκε, κάτι που σχετίζεται με τα κατάλοιπα των αγαλμάτων). Οι πιθανότητες να χρησιμοποιήθηκε το σύνολο της έκτασης είτε ως ποιμνιοστάσιο ή βοσκοτόπι είτε για αμυντικούς σκοπούς είναι πολύ λίγες γιατί περιβάλλεται ολόγυρα από ψηλότερες πλαγιές. Παρόλα αυτά, η συσχέτιση με την πύλη είναι, κατά τη γνώμη μου, αναμφισβήτητη. Η σύνδεση με τη δεξιά και την αριστερή πλευρά μπορεί να συμπληρωθεί μέσω ομοιόμορφων λίθων, οι οποίοι από καιρό απομακρύνθηκαν για να χρησιμοποιηθούν αλλού. Επομένως, η πύλη του Ηρώδη οδηγούσε σε έναν χώρο που βρισκόταν στον εγγύτερο, προς αυτή, δρόμο μεταξύ Μαραθώνα (βλ. παρακάτω) και Οινόης και αυτός ο χώρος διέθετε με βεβαιότητα ένα βόρειο πέρασμα, τη θέση του οποίου δεν μπορούμε πλέον να προσδιορίσουμε.
Στρεφόμαστε προς την άλλη πλευρά του Βρανά, στις βορειοανατολικές πλαγιές του Αγριελικίου. Σε απόσταση 300 μ. από το ρέμα βρίσκεται μέσα σε δέντρα ένα πλούσιο σε νερά πηγάδι που ακόμη και σήμερα εξυπηρετεί το χωριό και περιβάλλεται από αρχαίες λιθοπλίνθους και τοίχους. Συνεχίζοντας στην ίδια κατεύθυνση και σε μικρή απόσταση, εκεί όπου το βουνό δίνει την εντύπωση ότι διχοτομείται από την κοίτη ενός ρυακιού, βρίσκεται επάνω σε ένα αρχαίο άνδηρο το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου. Στο εσωτερικό του ένας μαρμάρινος βωμός με κυρτές ραβδώσεις χρησιμοποιείται ως στήριγμα της Αγ. Τράπεζας. Στο βάθος υπάρχει και ένα αρχαίο, τώρα άνυδρο, πηγάδι. Προς την πλευρά του βουνού υπάρχει ένα ακόμη ελεύθερο πλάτωμα, με ορθογώνια οριοθέτηση μέσω αναλημμάτων ώστε να αποκτά με αυτόν τον τρόπο βάθος 50 περίπου βημάτων. Το βλέμμα από εδώ εποπτεύει ολόκληρη την πεδιάδα έως τα προκείμενα υψώματα του βουνού με τόσο αποτελεσματικό τρόπο όσο από κανένα άλλο σημείο όπου διακρίνονται αρχαίες εγκαταστάσεις. Ακόμη περισσότερα, πλατύτερα και ταυτόχρονα πιο επίπεδα άνδηρα, που διαχωρίζονται από κατάλοιπα τοίχων, κατεβαίνουν μπροστά από τον Αγ. Δημήτριο προς τα πεδινά. Ο Ross είδε σε αυτήν τη θέση πλήθος διάσπαρτων θρυμματισμένων [44] λιθοπλίνθων, κάτι που δεν επιθυμώ να θέσω υπό αμφισβήτηση, όπως κάνει ο Lolling (Mitth. des Inst. I, σ. 85· ο Ross δεν κάνει λόγο για έναν ιδιαίτερο λόφο, αλλά προφανώς περιγράφει το ανηφορικό άνδηρο).
Κατά τον ίδιο τρόπο, η υπόλοιπη διαδρομή κατά μήκος της πλαγιάς του βουνού προς το πέρασμα των Μεσογείων, το οποίο διασχίζει την περιοχή μεταξύ του νότιου έλους και του Αγριελικίου, έχει στον χάρτη την ένδειξη «κατάμεστος από κατάλοιπα αρχιτεκτονικών μελών και θραύσματα επιτύμβιων στηλών». Κατά την παρουσία μου εκεί κατάφερα να εντοπίσω μόνον πολύ σποραδικά λιθοσωρούς και μεμονωμένες λιθοπλίνθους που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την Αρχαιότητα. Η διασπορά τους αποτελεί, πάντως, τη μοναδική ασφαλή ένδειξη για την ύπαρξη μιας αρχαίας οδού, η οποία οδηγούσε από το προαναφερθέν σημείο εισόδου στην πεδιάδα του Μαραθώνα προς τον Βρανά.
2) Το νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της πεδιάδας έως το ρέμα του Μαραθώνα. Εξίσου βέβαιη και ακόμη περισσότερο τονιζόμενη μέσω των μνημειακών καταλοίπων στο πρώτο τμήμα της είναι η κατεύθυνση του δρόμου, ο οποίος από το ίδιο νότιο σημείο, με μια ανατολική παράκαμψη από τον σύγχρονο αμαξιτό δρόμο, έτεμνε κατά μήκος την πεδιάδα προς την Τρικόρυθο (Κάτω Σούλι) και τον Ραμνούντα, ενώ το σημείο όπου διαμορφωνόταν η διακλάδωση προς την κοιλάδα του Μαραθώνα και τη Νινόη δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί με ασφάλεια. (Πιθανώς, αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή της Βαλαριάς).
Προηγουμένως, πρέπει, ωστόσο, να γίνει μνεία του νότιου μικρότερου έλους και της περιοχής του.
Το έλος, το οποίο χωρίζεται από τη θάλασσα μέσω μιας λωρίδας άμμου και είναι πολλαπλώς προσβάσιμο μόνον στα άκρα του, συγκεκριμένα στα δυτικά και ανατολικά σημεία του (στα δυτικά φαίνεται ότι αναδύονται πηγές από τον πυθμένα του, πρβλ. τον χάρτη του Leake) είναι εξαιρετικά βορβορώδες, το μέγιστο πλάτος του φθάνει σχεδόν 900 μ., περίπου απέναντι από τις ανατολικές υπώρειες του Αγριελικίου, και στη συνέχεια στενεύει, ιδιαίτερα προς τα νότια. Το συνολικό μήκος του αβαθούς εδάφους ανέρχεται σχεδόν στα 1.700 μ. Ολόκληρη η περιοχή που καλύπτεται από καλάμια, θάμνους και μεμονωμένα δένδρα ονομάζεται Βρεξίζα (από το βρέχω, με τη συνήθη αρβανίτικη κατάληξη). Η γενική ονομασία ενός έλους είναι «Κνέτα», «Κανέτα» (πρβλ. την αλμυρή λίμνη ανατολικά της Βάρης, κοντά στην Αλικό, από όπου φαίνεται ότι προήλθε εσφαλμένα η ονομασία «Δεκανέτα» για τη μικρή, καλυπτόμενη από αρχαία ερείπια, νησίδα στο ανατολικό άκρο, κοντά στη θάλασσα. (Πρβλ. Lolling ό.π., σ. 77 και τον χάρτη του). Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγα, η ονομασία είναι μάλλον «Νησί» (έτσι αποδίδεται και στον Leake ό.π. σ. 74) ή «Βορός» (= μάνδρα, από μια νέα τετράγωνη περίφραξη στα βορειοανατολικά του χώρου, φτιαγμένη από πέτρες και πηλό ως συνδετικό υλικό).
Αυτός ο περίεργος χώρος φαίνεται να έχει εξετασθεί πρώτα από τον Fauvel. Ένα ειδικό ιδιόχειρο σκαρίφημα του έτους 1792, βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Παρισιού, μαζί με έναν χάρτη της Αττικής και της πεδιάδας του Μαραθώνα, με τον αριθμό 7122 (Συλλογή Barbier 1341). Ευχαριστώ τον Dörpfeld για τη διαμεσολάβησή του για ένα αντίγραφο εκείνου, που έλαβε από τον Conze. Πρβλ. Leake, Demen, σ. 74 της γερμ. μτφρ.· Pückler-Muskau, Südöstl. Bilder II. Griech. Leiden, σ. 469 η πιο λεπτομερής περιγραφή στο Prokesch-Osten (Denkwürd. u. Erinn. a. d. Orient II, σ. 423 κ.εξ. = Hoffmann ο.π., σ. 41 κ.εξ.)· τελευταίο σχετικό του Lolling, ό.π., σ. 77 κ.εξ.
Γενικώς, η νησίδα έχει ελλειψοειδή μορφή, η οποία, κατά έναν τρόπο, προσεγγίζει το τετράγωνο, με διαστάσεις περίπου 150 μ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά και 100 μ. από τα βόρεια προς τα νότια. (Κάπως διαφορετικές αναλογίες δίνει ο Prokesch, ο οποίος περιορίζει τις μετρήσεις του στην ομάδα των λόφων). Τα νερά του έλους, τα οποία ενισχύονται από τις δυτικές πηγές του τελευταίου και εκβάλλουν προς τα ανατολικά στη θάλασσα, περιβάλλουν τη νησίδα με τη μορφή τάφρου ή λιμνοθάλασσας. Η επιφάνεια της νησίδας καλύπτεται από έναν αριθμό διαταραγμένων υψωμάτων με κατάλοιπα τοίχων και μαρμάρινα θραύσματα, ενώ στα δυτικά κάποια από αυτά απομονώνονται από λιμνάζοντα ύδατα. Δεν είναι διακριτή κάποια συγκεκριμένη διάταξη, παρότι ο Prokesch διαχωρίζει τους σωρούς των θραυσμάτων, από τους οποίους αναφέρει δέκα, σε μια δυτική ομάδα (5 υψώματα σε αρκετά κανονικές αποστάσεις), μια μεσαία (2) και μια ανατολική (3). Από όσα μπορεί κανείς να συμπεράνει από τη σύγκριση με αυτήν την περιγραφή, στο σχέδιο του Fauvel απουσιάζει το πέμπτο (νοτιότερο) ύψωμα της δυτικής σειράς, το οποίο αποκόπτεται από ένα ρυάκι.
Ο Prokesch περιέγραψε το πρώτο (βορειοδυτικότερο) και το δεύτερο (στα δυτικά του έλους) ύψωμα ως καλυπτόμενα και περιβαλλόμενα από «λαξευμένα μαρμάρινα θραύσματα». Το τρίτο, νότια του πρώτου, διατηρεί ακόμη και σήμερα «κατάλοιπα ενός τετράπλευρου περιτειχίσματος, με περιφέρεια 12 βημάτων» μεταγενέστερες ανασκαφές αφήνουν να διαφανεί σε αυτό το σημείο ένα τετράγωνο όρυγμα. Ο Fauvel αναφέρει «restes d’un piedestal». Το υπ’ αριθμόν 4 έφερε κατά τον Prokesch μια σαρκοφάγο από πεντελικό μάρμαρο που είχε υποστεί φθορές αλλά δεν είχε διανοιχθεί, από την οποία ακόμη διατηρείται το κάλυμμα σε μορφή στέγης και ένα ακόμη θραύσμα με γλυφή. Στο νοτιότερο των δύο κεντρικών υψωμάτων ο Fauvel βρήκε «tuiles sur lesquelles on lit: ΑΘΗΝΑΙΟΥ». Πρόκειται, [45] όπως υποδεικνύει και το σκαρίφημά του, για ανθεμωτά ακρωτήρια με την επωνυμία του εργαστηρίου, κάτι που τον ώθησε να χαρακτηρίσει το σύνολο της εγκατάστασης ως «Tombeaux des Atheniens au marais de Marathon». Το νοτιοανατολικό ύψωμα (αρ. 8, ανατολική σειρά) είναι το πλέον μεγαλοπρεπές. Ακόμη και σήμερα διακρίνεται στους πρόποδές του μια μάλλον τετράγωνη θεμελίωση από πώρινες λιθοπλίνθους, η οποία φέρει λείψανα ενός μαρμάρινου επιθήματος. Ο κορμός μιας καθιστής σε πλούσια κοσμημένο θρόνο γυναικείας μορφής, που βρισκόταν μέσα στα καλάμια (πρβλ. και Lolling, σ. 77) δεν ήταν πλέον ορατός σε μένα. Ο Prokesch κάνει λόγο για μία, ομοίως εξαφανισμένη (μεταγενέστερη;), γυναικεία μορφή απέναντι από τα άκρα του έλους, ενώ ο Fauvel σημειώνει «Chaussée».
Τα υψώματα αρ. 9 και 10 στο ανατολικό άκρο ήταν ιδιαίτερα πλούσια σε μαρμάρινα κατάλοιπα. Ο Prokesch αναφέρει θραύσματα ενός επιστυλίου και αρκετούς κίονες (μήκος: 80 ίντσες [2,032 μ.]· διάμ.: 10,8 ίντσες [0,274 μ.]). Οι «θεμελιώσεις προς την πλευρά της θάλασσας» μάλλον ανήκουν στη «μάνδρα» που αναφέρθηκε παραπάνω. Το νοτιότερο των δύο τελευταίων σημείων επισημαίνει ο Fauvel ως τόπο εύρεσης των προτομών του Λουκίου Βέρου και του Μάρκου Αυρηλίου, οι οποίες μαζί με δύο άλλες κεφαλές, του Σωκράτη (;) και του Ηρώδη Αττικού (;), προερχόμενες από την ίδια ανασκαφή (που διεξήχθη από τον ίδιο τον Fauvel· πρβλ. όσα αναφέρονται στο Prokesch-Hoffmann, σ. 42), κατέληξαν στη συλλογή του κόμη Choiseul Gouffier. (Πρβλ. τον κατάλογο στον Dubois. Η προτομή του Λουκίου Βέρου βρίσκεται σήμερα στην αγγλική συλλογή Richmond, βλ. Michaelis: anc. Marbl. in Great Britain, σ. 637 αρ. 63, εκείνη δε του Μάρκου Αυρηλίου στο Λούβρο). Επιπλέον, εκεί ο Fauvel ανακάλυψε πολλά ρωμαϊκά νομίσματα (Prokesch ό.π.), ενώ διάφορα κοσμήματα που βρέθηκαν εδώ αναφέρει ο Lolling ό.π. σ. 78. Όταν ο τελευταίος προσθέτει ότι «τα εντοιχισμένα στον Μαραθώνα ανάγλυφα και οι επιγραφές προέρχονται εν μέρει από εδώ», τότε θα μπορούσαν να συνανήκουν με αυτά ο κορμός του καθιστού ενδεδυμένου αγάλματος (αρ. 335 του δικού μου Antikenber.) και το υπ’ αριθμόν 341, το θραύσμα μιας επιγραφής του Ηρώδη.
Μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι το σύνολο των συγκεντρωμένων εδώ, προφανώς πολύ επιβλητικών, μνημείων χρησιμοποιήθηκε στη διακόσμηση τάφων και ότι, επίσης, οφείλουν τη προέλευσή τους κυρίως στην κλίση του Ηρώδη Αττικού προς το μνημειώδες. Πιθανώς, εδώ ενταφιάσθηκαν εκτός από τα μέλη της οικογένειάς του και οι σύντροφοί του, ενώ δεν πρέπει να έλειπε και το δικό του κενοτάφιο (πρβλ. Lolling, σ. 78).
Συμπληρωματικά ας σημειωθεί ότι ο Prokesch αναφέρει, ωστόσο ως μοναδικός μάρτυρας (στο Hoffmann, σ. 40), δύο άμεσα γειτονικούς και διαταραγμένους τύμβους με περιφέρεια περίπου 200 βημάτων, τους οποίους συνάντησε κατά την προσπάθειά του να διαπεράσει το έλος από την ανατολική πλευρά του Αγριελικίου προς την κατεύθυνση του Σορού (βλ. παρακάτω). Με αυτήν την ευκαιρία ανακάλυψε στη συνέχεια στα ανατολικά τις θέσεις με τα ερείπια του «Νησιού».
Στη συνέχεια αναφέρουμε τα κατάλοιπα εκείνα που μας οδήγησαν ήδη παραπάνω (σ. 44) στην υπόθεση της ύπαρξης μιας αρχαίας κύριας οδού με βορειοανατολική κατεύθυνση από τα δυτικά άκρα του έλους προς την Τρικόρυθο (Κάτω Σούλι) και τον Ραμνούντα. Στη διαδρομή από το Αγριελίκι έως την περιοχή κοντά στον «Σορό», τον ευρέως γνωστό ψηλό τύμβο της πεδιάδας, ο Ross (στο Hoffmann, σ. 52) ήταν σε θέση να αναφέρει ακόμη «5-6 σωρούς ερειπίων, μεταξύ αυτών μια αρκετά μεγάλη τετράγωνη θεμελίωση με αδιάγνωστα λείψανα κιόνων και μερικά θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών ιωνικού ρυθμού». Αυτή βρίσκεται ακόμη και σήμερα στο κέντρο της περιοχής (βλ. στον χάρτη «Θεμελίωση και αρχιτεκτονικά μέλη») που ονομάζεται Βαλαριά (όχι «Βάλαρι», πρβλ. Leake, σ. 86). Η σημερινή εγκατάσταση ανήκει, βέβαια, εν μέρει σε μια εποχή μεταγενέστερης και αυθαίρετης χρήσης αυτών των αρχιτεκτονικών μελών, με αποτέλεσμα τα κατάλοιπα ενός ιωνικού επιστυλίου να είναι εντοιχισμένα κάθετα ως στύλοι· ένα από τα θραύσματα διασώζει ελάχιστα ίχνη μιας μεγαλογράμματης επιγραφής (-ΚΑΙΝ- πρβλ. Antikenber. αρ. 324).
Περίπου 300 μ. νότια, εκεί όπου στον χάρτη σημειώνονται και ορισμένα κατάλοιπα τοίχων, βρίσκεται χωμένος στο έδαφος ένας ανδρικός κορμός, σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού (Antikenber. αρ. 325). Σε βόρεια κατεύθυνση, κοντά στον Σορό, αναγνωρίζει κανείς αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη σε δύο ακόμη σημεία: στο κατεστραμμένο εκκλησάκι του Αγ. Θεοδώρου και κοντά στον ίδιο τον τύμβο, όπου ο Lolling (σ. 78) είδε έναν μικρό μαρμάρινο βωμό, τον οποίο αναφέρει ήδη ο Ross (σε βορειότερη θέση).
Αντί των εκτεταμένων σιτοβολώνων της πεδιάδας εδώ εμφανίζεται, μεταξύ Κοτρωνίου και θάλασσας, έως τον νοτιότερο βραχίονα του ρέματος του Μαραθώνα, μια περιοχή που μοιάζει με νησί, η οποία διαθέτει αμπελώνες αναμεμειγμένους με οπωροφόρα δένδρα, ελιές, καθώς και μερικά πεύκα και κυπαρίσσια.
Όχι πολύ μακριά από τα νοτιοανατολικά όρια του Μαραθώνα υψώνεται, ξεπερνώντας τα 10 μ. (απόλυτο ύψος: 16,6 μ.), μόνος στο κοκκινωπό λαμπερό χρώμα της γης, ο τύμβος με την ονομασία «Σορός», ο οποίος αποτελεί τοπόσημο και προορισμό για όλους όσοι ταξιδεύουν στον Μαραθώνα. Έως και τη σύγχρονη εποχή θεωρείτο ως ο αναμφισβήτητος τύμβος των Αθηναίων. Η περιφέρειά του ανέρχεται στα 185 μ., ενώ μια αχλαδιά φύεται στις υπώρειές του. Από την εποχή του Fauvel διεξήχθησαν στη νοτιοδυτική πλευρά του επανειλημμένως ανασκαφικές εργασίες, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Το [46] έδαφος περιείχε εκείνες τις (για κάποιο διάστημα ερμηνευμένες ως αιχμές περσικών βελών!) λεπίδες οψιδιανού και πυριτόλιθου, οι οποίες απαντούν εντός και εκτός Αττικής σε θέσεις πανάρχαιων οικισμών[8].
Η τελευταία έρευνα που έφθασε έως τα υπόγεια ύδατα (τα οποία, βέβαια, τότε πρέπει να είχαν πολύ υψηλή στάθμη) πραγματοποιήθηκε στις αρχές του έτους 1884 από τον H. Schliemann με τη γνωστή ενεργητικότητά του. (Πρβλ. σχετικά την έκθεσή του στο Zeitschr. f. Ethnol. 1884, τ. V. επίσης: Academy της 23ης Φεβρουαρίου 1884 [αρ. 616],Berl. Philol. Wochenschrift 1884, αρ. 12 στο παράρτημα Deutsche Literaturzeitg., 1884 αρ. 14, σ. 444). Το αρνητικό και θετικό αποτέλεσμα (προϊόντα αρχαιότατης κεραμικής) επιβεβαίωσε τις δικές μας, λόγω της μεγαλύτερης εξοικείωσής μας με τα προϊστορικά ταφικά έθιμα, αμφιβολίες ως προς τη χρονολόγηση στους ιστορικούς χρόνους, οι οποίες ήδη διατυπώνονται και από πολλούς άλλους.
Ο Leake (σ. 85 της μτφρ.) παρατήρησε ένα ακόμη χαμηλό, προφανώς τεχνητό, ύψωμα σε άμεση γειτνίαση με τον Σορό (για το οποίο πίστευε ότι μάλλον ήταν ο τύμβος των Πλαταιέων).
Διακόσια μέτρα νοτιοδυτικά του τύμβου βρίσκεται από δεκαετίας η οικία κάποιου Ραμπάνη, η οποία λειτουργεί και ως ταβερνείο. Στο πηγάδι του σπιτιού είναι εντοιχισμένα τα κατάλοιπα ενός βωμού αφιερωμένου στην Άρτεμη και τις Ειλειθυίες (σε μεταγενέστερη εποχή χρησιμοποιήθηκε και ως επιτύμβιος λίθος;), ενώ στο πατητήρι βρίσκεται και ένα ενεπίγραφο θραύσμα της καλής εποχής (και για τα δύο πρβλ. Lolling, Mitth. X, σ. 279 κ.εξ.) εκεί, επίσης, μια ιωνική βάση κίονα, όπως και το εντοιχισμένο γωνιαίο τμήμα ενός μαρμάρινου γείσου. Οι λίθοι ενδεχομένως προέρχονται από αυτή καθαυτή ή την ευρύτερη περιοχή του Πύργου.
Η θέση με την ονομασία «Πύργος», η οποία βρίσκεται στο σημείο όπου τέμνονται οι κοιλάδες του Βρανά και του Μαραθώνα, καθώς και η ευθεία οδική σύνδεση από το νότιο σημείο εισόδου στην πεδιάδα (Προβάλινθος) προς το Κάτω Σούλι (Τρικόρυθος), εμφανίζεται εξαιτίας των καταλοίπων της ως μια, χωρίς αμφιβολία, σημαίνουσα περιοχή εντός της αρχαίας Τετραπόλεως. Δυστυχώς, δεν είναι απλό να προσδιορισθεί με ασφάλεια και με μεγαλύτερες λεπτομέρειες η φύση της. Μερικά κυπαρίσσια καθιστούν τη θέση ευδιάκριτη από μακριά. Η αρχαία θεμελίωση, η οποία έδωσε στη θέση την ονομασία της, αποτελείται από επιμελώς αρμοσμένες μαρμάρινες λιθοπλίνθους και σχηματίζει ένα τετράπλευρο με νοτιοανατολική κατεύθυνση, μήκους 12 και πλάτους 8 βημάτων (ο Lolling, Mitth. I, σ. 70 δίνει 6 x 5 μ.).
Ο Prokesch (στον Hoffmann, σ. 43), ο οποίος διακρίνει έναν σηκό, κάνει λόγο για θεμελιώσεις που περιλαμβάνουν έναν εσωτερικό χώρο 70 βημάτων. Δύο ληνοί, ένα πηγάδι, καθώς και τα περιορισμένα κατάλοιπα από ένα εκκλησάκι βρίσκονται κοντά, ανατολικά και νοτιοανατολικά και, εν μέρει, περιέχουν μαρμάρινα θραύσματα, κυρίως λιθοπλίνθους του «Πύργου». Νοτιότερα του τελευταίου ο λοχαγός Eschenburg βρήκε μια μαρμάρινη βάση που σήμερα βρίσκεται ακόμη στον αμπελώνα με μια αναθηματική επιγραφή του Πολυδευκίωνος προς τον Διόνυσο (πρβλ. την πραγματεία του Ε., σ. 7 Lolling, Mitth. X, σ. 279). Σε λιγότερο από 1 χλμ. βορειότερα (βλ. παρακάτω: περιοχή Διβαλιάκι) αποκαλύφθηκε η πολύ παλαιότερη αναθηματική επιγραφή των Τετραπολιτών προς τον ίδιο θεό (Lolling, Mitth. III, σ. 259 κ.εξ. από ένα παρόμοιο μνημείο, πάλι, προέρχεται ένα θραύσμα που βρέθηκε κοντά στον Πύργο: Antikenber. 340;). Τέλος, κατά τον Leake (Demen, σ. 85 κ.εξ.· πρβλ. το σχεδιάγραμμά του, πίν. II, σημειωμένο με τον αρ. 4) «όχι μακριά, στα δυτικά του Πύργου, αποκαλύφθηκαν –εξαιτίας μιας πλημμύρας του ρέματος του Βρανά– οι θεμελιώσεις αρκετών καταβυθισμένων οικιών και μαζί πλήθος αγγείων αρχαίας τεχνοτροπίας και πολύ μεγάλων διαστάσεων». (Πήλινα αγγεία ή μαρμάρινες τεφροδόχοι; Πρβλ. τα «Αγγεία του Μαραθώνος», Κουμανούδης, 3351. 3351 β΄ C. I. A. III, 3076.). Το εύρημα που αναφέρθηκε τελευταίο δεν υποστηρίζει ιδιαίτερα την υπόθεση «καταβυθισμένων οικιών», πόσο μάλλον εκείνη περί παρόδιων ταφικών μνημείων. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας το ωραίο αρχαϊκό πινάκιο από τον Μαραθώνα (από το 1879 στην κατοχή της συλλογής αγγείων του Βερολίνου, αρ. 1809 του καταλόγου έγχρωμη απεικόνιση: Mitth. VII, πίν. 3), στο εσωτερικό του οποίου εικονίζεται γενειοφόρος Διόνυσος καθιστός σε δίφρο και απέναντί του μια επίσης καθιστή γυναίκα (η Σεμέλη;).
Είναι βέβαιο ότι το κοινό, αφιερωμένο στον θεό του οίνου, ιερό των Τετραπολιτών (πρβλ. επίσης C.I.A. II, 601) βρισκόταν σε αυτήν την απολύτως κεντρική θέση, ενδεχομένως δε στην περιοχή κοντά στον Πύργο.
Στον κύκλο των παρατηρήσεών μας σχετικά με το νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας του Μαραθώνα συμπεριλαμβάνουμε και την περιοχή του νότιου, τώρα εντελώς άνυδρου παραπόταμου του ρέματος του Μαραθώνα. Αυτός φαίνεται ότι δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της καταστροφικής πλημμύρας, η οποία το φθινόπωρο του 1805 (βλ. Leake, Demen, σ. 72) κατέστρεψε το χωριό Σεφέρι, που βρισκόταν στη δεξιά όχθη της εξόδου του περάσματος. [47] Μια ακόμη πλημμύρα, η οποία έφερε στο φως αρχαία κατάλοιπα (πρβλ. Lolling, Mitth. III, 259· Eschenburg, ό.π. 15) στις άκρες των οχθών και σε βάθος 1-1,5 μ. χαμηλότερα από τη σημερινή επιφάνεια, συνέβη το χειμώνα του 1877/78. Ήδη εκείνες οι αρχαιότητες, που διόλου δεν προσβλήθηκαν από τα νερά (βλ. επίσης παρακάτω), αποδεικνύουν ότι τουλάχιστον ο νότιος βραχίονας του ρέματος δεν ακολουθεί καμιά αρχαία κοίτη. Κατά πόσο το ίδιο ισχύει και για τον βόρειο βραχίονα, δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί μέχρι στιγμής. Σε κάθε περίπτωση, η μορφολογία του εδάφους αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα ότι αυτός, όπως και στο άνω τμήμα της πορείας του κάτω από το Σεφέρι και το Μπέι, ακολούθησε κάποια στιγμή μια ανατολικότερη κατεύθυνση προς το μεγάλο έλος.
Από τα κατάλοιπα οικισμών που ακολουθούν τη νότια άνυδρη κοίτη κανένα δεν παραπέμπει σε αρχαιότερες ελληνικές περιόδους. Στις τελευταίες ανήκουν μόνον ταφικά κατάλοιπα, η προαναφερθείσα διονυσιακή επιγραφή και ένα ακόμη αρχαιότερο θραύσμα άγνωστης χρήσης.
Η περιοχή πριν από το σημείο εκβολής, ανατολικά του Πύργου, ονομάζεται Πλάσι, ενώ ο χώρος που γειτνιάζει στα βορειοδυτικά Διβαλιάκι (επίσης Γκοριτζές του Χρυσούλα) (αμφότερες οι ονομασίες σημειώνονται στον χάρτη λίγο ψηλότερα). Στο Πλάσι παρατηρούμε μόνον ασήμαντους λιθοσωρούς και σωρούς ερειπίων, καθώς και κατάλοιπα κεραμικής (επίσης και στην ακτή) από μεταγενέστερη κατοίκηση, γεγονός που επιβεβαιώνουν και τα λιγοστά λείψανα από ένα εκκλησάκι στο οποίο βρέθηκαν βυζαντινά νομίσματα (Lolling, Mitth. I, 79). Τα «κατάλοιπα ρωμαϊκού ψηφιδωτού» δεν ήταν πλέον ορατά (βλ. τον χάρτη). Αντιθέτως, λίγο παραπάνω προεξέχουν πλάκες που πλαισίωναν τάφους, καθώς και ίχνη τοιχοποιιών με συνδετικό κονίαμα από τον σαθρό παρόχθιο τοίχο. Μεταξύ άλλων, από αυτήν την περιοχή προέρχεται το επιτύμβιο άγαλμα στο Μπέι (Antikenber. 344) και ένας κορμός νεαρού κοριτσιού (στο ίδιο 336). Όχι πολύ μακριά από αυτό το σημείο (ο Eschenburg, σ. 7 σημειώνει ως τόπο εύρεσης το Πλάσι· ο Lolling, Mitth. III, σ. 259 δίνει την ονομασία «Διαβολάκι» αντί «Διβαλιάκι») ήλθε στο φως και η μαρμάρινη πλάκα με την αναθηματική επιγραφή των Τετραπολιτών, μαζί με δομικούς λίθους από υλικό κακής ποιότητας (Lolling ό.π. σ. 260). Ο ίδιος αναφέρει επίσης «αρχαίους τάφους και μεταξύ άλλων ένα τμήμα μεσαιωνικού τοξωτού κτίσματος και, επιπλέον, ένα θραύσμα επιγραφής σε προευκλείδειο αλφάβητο, από την οποία, δυστυχώς, κατέστη δυνατή η ανάγνωση μόνον μερικών γραμμάτων». (Το θραύσμα, το οποίο μέχρι στιγμής αποτελεί το μοναδικό επιγραφικό δείγμα του 5ου αιώνα από την πεδιάδα του Μαραθώνα, φαίνεται ότι χάθηκε. Μήπως προερχόταν από τις επιτύμβιες στήλες των πεσόντων;). Ο δρόμος της επιστροφής στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε, δηλαδή προς την πεδιάδα του Βρανά μέσω των νοτίων προεξεχουσών υπωρειών του Κοτρωνίου, έχει να επιδείξει μόνον ελάχιστα ίχνη των επιμήκων αναλημμάτων της αρχαίας οδού, καθώς και λείψανα ενός μεταγενέστερου υδαταγωγού. Τα τοπωνύμια, που διαδέχονται το ένα το άλλο, σημειώνονται στον χάρτη: Σκίντζα, Αρμένη και Τσέπι. Κάποιες αρχαίες λιθόπλινθοι και μέρος ενός κίονα λέγεται ότι μεταφέρθηκαν εδώ από το Πλάσι. Το πηγάδι στον δρόμο ανάμεσα στον Αρμένη και τη Σκίτζα είναι μεταγενέστερο.
3) Η κοιλάδα του Μαραθώνα και της Νινόης. Από τα μικρά χωριά Σεφέρι και Μπέι (κρίνοντας από τις ονομασίες, και τα δύο τουρκικής προέλευσης: Σεφέρι = «μάχη» ή «πόλεμος» (βλ. Leake, Demen, σ. 76· επίσης, Stuart, Alterth. II, σ. 260, σημ. 47), το πρώτο βρίσκεται ακόμη και σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση από τότε που έλαβαν χώρα οι προαναφερθείσες στη σ. 88 πλημμύρες του ρέματος που εξέρχεται από την κοιλάδα στην πεδιάδα εντός μιας πλατιάς και ρηχής κοίτης από βότσαλα. Οι κάτοικοι αυτού του χωριού ενίσχυσαν τον πληθυσμό του Μπεΐου που βρίσκεται σε ψηλή και ασφαλή θέση στην αριστερή όχθη (Leake, σ. 72, σημ. 205) και πριν από μία δεκαετία αριθμούσε 119 κατοίκους, ενώ τώρα, όπως ήδη σημειώθηκε, αποτελεί ιδιοκτησία της πλούσιας αθηναϊκής οικογένειας Σκουζέ. Σε καμία από τις δύο τοποθεσίες δεν υπάρχουν ίχνη αρχαιοτήτων. Σχετικά με κάποια γλυπτά ή επιγραφές που συγκεντρώθηκαν στο Μπέι πρβλ. Antikenber. αρ. 344-346.
Μετά από μία ανηφορική διαδρομή ενός τετάρτου συναντά κανείς, σε μια εσοχή στην ακμή της ποτάμιας κοιλάδας, το πλούσιο σε περιβόλια χωριό του Μαραθώνα (με 550-600 κατοίκους). Η εξωτερική εικόνα και αυτής της θέσης προδίδει τη σχετικώς νεότερη προέλευσή της, ενώ οι αρχαιότητες που διαθέτει μεταφέρθηκαν όλες εδώ από την πεδιάδα (πρβλ. Antikenber.Mitth. XII, σ. 307 κ.εξ., αρ. 328. 335. 336. 338. 342). Από τις εκκλησίες της γύρω περιοχής, στην πρόσοψη του Προφ. Ηλία (βορειοανατολικά) είναι εντοιχισμένο ένα τμήμα αναθηματικού αναγλύφου (Antikenber. 337), στην Παναγία (πιο κάτω) ένας βωμός χρησιμεύει ως υποστήριγμα της Αγ. Τράπεζας, ενώ στους Σαράντα Μάρτυρες (δυτικά) βρίσκονται ένα ρωμαϊκό κιονόκρανο και ένα ανθέμιο· μια επιγραφή (Antikenber. 343), φαίνεται ότι τώρα έχει χαθεί.
Ενώ όλο το χωριό του Μαραθώνα βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ρέματος, τα αρχαία κατάλοιπα αρχίζουν απέναντι από το ψηλότερα κείμενο τμήμα του με τα περιβόλια, αφού κάποιος διαβεί την αρκετά πλούσια σε νερά και διάσπαρτη με αρχαία απαστράπτοντα μαρμάρινα θραύσματα κοίτη. Αυτά αποτελούν τα σαφή γνωρίσματα μιας οδού που διατρέχει την πλαγιά του Κοτρωνίου με δυτική κατεύθυνση προς τη Νινόη: χαράξεις στον βράχο, τάφοι (εν μέρει ανοιχτοί), λιθοσωροί, επιπλέον το έξαρμα ενός αναχώματος για την προστασία από την υπερχείλιση των νερών, ψηλότερα στα αριστερά υπάρχουν ίχνη ανδήρων. Η περιοχή ονομάζεται Σκάλιζα.
[48] Στη στένωση της κοιλάδας, 900 μ. δυτικά του Μαραθώνα, συναντούμε το τελευταίο σημείο που κατοικείται ακόμη, έναν μύλο που τροφοδοτείται από ανοιχτό αγωγό νερού. Δίπλα βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής με ασήμαντα αρχαία κατάλοιπα (κάποιοι λείοι κορμοί κιόνων, ένας επιτύμβιος κιονίσκος και ο λαιμός ενός μαρμάρινου αμφορέα, οι τοίχοι έχουν επιχρισθεί).
Στη συνέχεια διανοίγεται η τριγωνική υγρή κοιλάδα της Νινόης, το μήκος των πλευρών της οποίας φθάνει τα 700 μ. Το βόρειο όριο σχηματίζεται από το ρέμα που περιτρέχει τις υπώρειες του Κοκκινάρη, ο οποίος παίρνει την ονομασία του από τα λαμπερά κοκκινωπά βράχια του. Στην πλαγιά, στην οποία περνάει ο δρόμος από τον Μαραθώνα προς το Καλέντζι, βρίσκεται, εκτός από κάποια άνδηρα, και το εκκλησάκι των Ταξιαρχών (στη νότια πλευρά μια ρωμαϊκή επιτύμβια στήλη με αέτωμα και ασπίδα· η επιγραφή-] εικόλλιος κλπ. είναι πολύ δύσκολο να διαβαστεί).
Στη νοτιοδυτική γραμμή, κατά μήκος της παρυφής του Κοτρωνίου, μπορούμε να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την προαναφερθείσα οδό. Την ακολουθούν αρχαίοι λίθοι εντός του υδαταγωγού, καθώς και σε έναν ψηλότερο τοίχο. Ξεκινώντας από τη νότια γωνία, ο δρόμος του περάσματος διασχίζει σε ευθεία γραμμή τη γειτονική «Μάνδρα» και την πύλη του Ηρώδη Αττικού με κατεύθυνση προς την κοιλάδα του Αυλώνα και τον Βρανά (περ. 4 χλμ.).
Στη δυτική πλευρά και κοντά σε αυτήν συναντούμε σαφέστερα αρχαία καθώς και μεσαιωνικά κατάλοιπα. Σε μια προέκταση ενός λόφου βρίσκεται αρχικά ένας τετράπλευρος πύργος που διατηρείται σε αρκετό ύψος. Ο λόγος της ανέγερσής του ήταν η φρούρηση και η άμυνα, του είδους που ήδη περιγράψαμε αρκετές φορές. Ας αναφέρουμε, ωστόσο, τα ερείπια της «Φράγκικης Εκκλησίας» ή «Εκκλησίας Φράνκας», νοτιοανατολικά στα πεδινά, με αρχαίους μαρμάρινους λίθους και άλλα κατάλοιπα, μεταξύ αυτών δύο μεγάλα ιωνικά κιονόκρανα, μια αντίστοιχη βάση και λείψανα αρράβδωτων κιόνων. Τα άφθονα νερά της πηγής Κεφαλάρι αναβλύζουν στην πλαγιά του βουνού και πάλι προς τα δυτικά. Οι μεγάλοι, επιμελώς λαξευμένοι λίθοι της αρχαίας πρόσοψης, η οποία θα πρέπει να ανήκε σε μια μνημειώδη κατασκευή, έχουν εν μέρει μετατοπισθεί στον οπίσθιο τοίχο και εν μέρει κατακρημνισθεί, με αποτέλεσμα η αρχική μορφή να παραμένει σήμερα ασαφής. Ο Ross (στον Hoffmann, σ. 49) κάνει λόγο για την ημικυκλική θεμελίωση μιας κόγχης, οι μαρμάρινοι λίθοι της οποίας συναρμόζονταν με μεταλλικούς συνδέσμους.
Πέρα από την πηγή και τη βορειοδυτική γωνία της κοιλάδας ορθώνεται ως απόληξη των δυτικών υψωμάτων μια αποστρογγυλεμένη κορυφή με τρεις απόκρημνες πλευρές (ύψους 126 μ., περίπου 65 μ. από την κοιλάδα), η οποία περιτρέχεται από το ρέμα και πήρε την ονομασία «Όρος του Πανός» από το γνωστό ήδη στους παλαιότερους περιηγητές σπήλαιο με σταλακτίτες, που είναι προσβάσιμο από την άνω βορειοανατολική πλαγιά (Chandler, σ. 166 κ.εξ.· Gell, σ. 58· Dodwell II, 1, σ. 263 της μτφρ.). Αν και οι περιηγητές, και πιο συγκεκριμένα ο Leake, σ. 82, σημ., μιλάνε αρκετά υποτιμητικά για τις διαστάσεις του σπηλαίου, ο Lolling (Mitth. I, σ. 73, όπου και η πλέον ακριβής περιγραφή) καταβάλλει προσπάθεια να αποδείξει ότι το εσωτερικό του εναρμονίζεται με την περιγραφή ενός σπηλαίου του Πανός από τον Παυσανία (Ι, 32, 6 ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ πεδίου – σπήλαιον θέας ἄξιον και οἶκοι, λουτρά, Πανὸς αἰπόλιον κλπ.). Η είσοδος σε αυτό είναι εφικτή διαμέσου δύο στενών ανοιγμάτων, ενώ και στο εσωτερικό η αίθουσα χωρίζεται ξανά σε δύο πίσω συγκλίνοντες θαλάμους, στους οποίους δεν εισχωρεί το φως της ημέρας. Τα μεγαλύτερα και μικρότερα πλευρικά δωμάτια, οι σταλακτίτες σε μορφή κιόνων και οι φανταστικές ομάδες κοιλοτήτων που σχηματίστηκαν από τις σταγόνες των υδάτων θα μπορούσαν να καταστήσουν επιτρεπτή αυτήν την ταύτιση. Πάντως, σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, προσδοκά κανείς όχι μόνον ένα υπέροχο παιχνίδι της φύσης, αλλά, ακολουθώντας την πορεία της περιγραφής του (ως τελευταία θέση αναφέρει προηγουμένως την Αλμυρή Λίμνη), αυτό το σπήλαιο θα μπορούσε να αναζητηθεί και πέρα από το βορειοανατολικό τμήμα της πεδιάδας, εκεί όπου ένα μικρό σπήλαιο, στο ανατολικό άκρο του μεγάλου έλους εμφανίζει επίσης κοιλότητες στα πετρώματά του (βλ. παρακάτω σ. 50).
Ένας λίθινος τοίχος κυκλικού σχήματος στην κορυφή του όρους του Πανός δεν προέρχεται, όπως υποθέτει ο λοχαγός Eschenburg (ό.π. σ. 6), από την οχύρωση της ακρόπολης ενός αρχαίου δήμου [Οινόη] αλλά από την περίοδο του πολέμου της Ανεξαρτησίας, όπως καταδεικνύει και η σημερινή ονομασία του «Ταμπούρι Γκούρα». Στη δυτική και βορειοδυτική πλαγιά, καθώς και στις υπώρειες του υψώματος δεν μπόρεσα να διακρίνω αρχαίες θεμελιώσεις.
4) Το βορειοανατολικό τμήμα της πεδιάδας με το Κάτω Σούλι. Ο περιφερειακός δρόμος που οδηγεί από το, ευρισκόμενο στις υπώρειες του Σταυροκορακίου, Μπέι (μετά από περίπου 4 χλμ.) προς το Κάτω Σούλι διαθέτει, τουλάχιστον στο τελευταίο μισό του, εκτός από τα εφαπτόμενα σε αυτόν εκκλησάκια του Αγ. Αθανασίου και του Αγ. Γεωργίου, ίχνη της αρχαίας (ήδη από τον Στράβωνα αναφερόμενης) αμαξιτής οδού. Ο Lolling (Mitth. I [1876], σ. 80) είχε δει πολύ κοντά στον δρόμο μεταξύ Αγ. Αθανασίου και Σουλίου μια σειρά λίθων εκτεινόμενη σε μεγάλο μήκος, η οποία σήμερα είναι αλήθεια ότι, εξαιτίας της νέας καλλιέργειας κορινθιακής σταφίδας από τον κύριο Σκουζέ και του υδραγωγού που την τροφοδοτεί, έχει, εκτός από λιγοστά κατάλοιπα, εξαφανισθεί. Το ίδιο ισχύει και για κάποιους τύμβους που σημειώνονται στον χάρτη του (ό.π. πίν. 4) [49] (πρβλ. Eschenburg, σ. 10, ωστόσο αυτοί δεν αναφέρονται από τον Leake). Ένα αρχαίο πηγάδι λίγο πριν από τον αμπελώνα, πιθανώς υποδεικνύει το σημείο όπου εξέβαλλε ο κύριος δρόμος που ερχόταν από τα μικρότερα έλη διαμέσου της Βαλαριάς και του Πύργου.
Περίπου 1 χλμ. πριν από το Κάτω Σούλι εμφανίζεται το βορειοδυτικό πέρας του μεγάλου έλους, κοντά στον δρόμο και το βουνό. Τετρακόσια μέτρα από το χωριό, στους πρόποδες του βουνού και στο σημείο όπου υπάρχει χώρος μόνον για τον δρόμο (ο Leake, σ. 81, είχε παρατηρήσει την αρχαία αρματροχιά), αυτός προσεγγίζει ένα από τα πλέον χαμηλά σημεία του. (Άλλα σημεία βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, στα νότια και νοτιοδυτικά· εν μέρει, τα νερά αποστραγγίζονται μέσω των αγωγών απορροής του στρατηγού Σούτζου βλ. το φύλλο «Δρακονέρα»). Το σημείο που πρωτοαναφέρθηκε, το οποίο εξωτερικά μεταδίδει την εικόνα μιας εντελώς ήρεμης υδάτινης επιφάνειας που περιβάλλεται από καλάμια, ενδυναμώνεται από ισχυρά υπόγεια ρεύματα και σήμερα, μέσω των γειτονικών αντλιών, τροφοδοτεί με τα ανεξάντλητα αποθέματά του τις φυτείες κορινθιακής σταφίδας του Σκουζέ. Φέρει την ονομασία «Μεγάλο Μάτι» (όχι «Στέρνα»: στον χάρτη γίνεται σύγχυση με εκείνη τη λιμνούλα κοντά στο Κάτω Σούλι). Παλαιότερα και, χωρίς αμφιβολία, δίκαια (Leake, σ. 80 κ.εξ.) αναγνωρίζεται εδώ η πηγή Μακαρία, την οποία αναφέρουν ο Παυσανίας (Ι, 32, 6, πριν από την περιγραφή του έλους) και ο Στράβωνας (VIII, 377 ἐν Τρικορύνθῳ περὶ τὴν κρήνην τὴν Μακαρίαν ὑπὸ ἁμαξιτόν). Η θέση ονομαζόταν επίσης Εὐρυσθέως κεφαλή, εξαιτίας της κομμένης και σε αυτό το σημείο ενταφιασμένης κεφαλής του Ευρυσθέα (ακόμη και σήμερα, ακολουθώντας πανάρχαιες δοξασίες, δίδεται σε ισχυρές πηγές η ονομασία «Κεφαλάρι»· επιπλέον μάτι = ὀμμάτιον πρβλ. το «Μονομάτι» στον άνω Κηφισό).
Αξιομνημόνευτο είναι ακόμη το γεγονός ότι κατά την κατασκευή του καναλιού από την πηγή έως το γειτονικό αντλιοστάσιο βρέθηκαν πολυάριθμοι τάφοι.
Εξίσου βέβαιη με τις τοπογραφικές θέσεις της Οινόης και της Μακαρίας είναι και η θέση του δήμου Τρικορύθου στο Κάτω Σούλι (πρβλ. και τις επιτύμβιες στήλες Τρικορυθίων Antikenber. 347, 348· μια τρίτη, αρ. 349, έχει μεταφερθεί στο Γραμματικό). Η Μακαρία βρισκόταν μάλιστα (σύμφωνα με τον Στράβωνα) στην περιοχή του. Βαρύνουσα σημασία έχει, προπάντων, η οχύρωση της ακρόπολης στις ανατολικές απολήξεις του Σταυροκορακίου (ύψ.: 100 μ., 90 μ. επάνω από τον δρόμο), την οποία περιέγραψε για πρώτη φορά ο Lolling (Mitth. I, σ. 80 κ.εξ.). Ο τελευταίος διακρίνει δύο οχυρωματικούς δακτυλίους ή, σωστότερα, κυκλικά αναχώματα από αρκετά άτακτα επισωρευμένους λίθους, έναν τρόπο οχύρωσης που σε τουλάχιστον μια περίπτωση για την περίοδο της Αρχαιότητας στην Αττική είναι σημαντικό να επισημανθεί με ασφάλεια. (Ο Lolling υπενθύμισε τη Μάνδρα του Αυλώνα· ακόμη μεγαλύτερες ομοιότητες εμφανίζει ο περίβολος ενός φρουρίου επάνω από το Μενίδι, στην ανατολική πλαγιά της Πάρνηθας, το οποίο εκτιμώ ότι είναι το Λειψύδριον). Η αρχική απόσταση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής γραμμής είναι δύσκολο να υπολογιστεί διότι είναι πιθανόν οι χαλαροί λίθοι να έχουν καταπέσει άτακτα. Οι διαστάσεις που δίδει ο Lolling είναι 1,5 και 2,5 μ., ενώ εγώ μέτρησα 2 και 4 μ. στη βάση. Τα τείχη δεν είναι κυκλικά, αλλά συγκλίνουν μεταξύ τους, και συνδέονται με εγκάρσια αναχώματα στη δυτική, στραμμένη προς το Σταυροκοράκι πλευρά. Προς τα νοτιοανατολικά, στην απόκρημνη πλαγιά επάνω από τον δρόμο, οι δακτύλιοι δίνουν την εντύπωση ότι διακόπτονται, πιθανώς εξαιτίας της μεταγενέστερης απομάκρυνσης του υλικού για χρήση του σε οικοδομικές εργασίες. Φαίνεται, με αυτόν τον τρόπο, πως ο κύριος προορισμός της εγκατάστασης ήταν ακριβώς η υπεράσπιση του περάσματος μεταξύ του όρους και του έλους. Προς τα νοτιοδυτικά ο Lolling αναγνώρισε πολύ ορθά τα ίχνη μιας πύλης πλάτους περίπου 1,30 μ., οι λίθοι της οποίας είναι μεγαλύτεροι και κανονικότερα λαξευμένοι. Προς την ίδια κατεύθυνση, διέκρινα επιπλέον ότι η οχυρωματική γραμμή ενισχυόταν από έναν τρίτο, ίσως και τέταρτο προμαχώνα σε σχήμα τμήματος κύκλου.
Στους ανατολικούς πρόποδες βρίσκεται το υποστατικό του Κάτω Σουλίου με έναν μεσαιωνικό «πύργο» ή παρατηρητήριο. Στο εκκλησάκι του Αγ. Αθανασίου, όπως και στο μαγγανοπήγαδο του κήπου, βρίσκονται μερικές επιγραφές (επιτύμβια στήλη ενός Τρικορυσίου, δύο ερμαϊκές στήλες που ιδρύθηκαν από τον Ηρώδη Αττικό πρβλ. Antikenber. 347. 350 κ.εξ.). Μια δεξαμενή νερού, δεξιά του δρόμου προς το Μπέι, μπροστά από την είσοδο, σημαίνεται στον χάρτη εσφαλμένα ως «Μεγάλο Μάτι» αντί για «Στέρνα».
Εκτός μιας λιθοσειράς στις υπώρειες του όρους, στα δυτικά απέναντι από τον Αγ. Αθανάσιο, διακρίνονται ελάχιστα ίχνη του κάτω δήμου. Δεν νομίζω ότι ο τελευταίος εκτεινόταν βορειοανατολικά του Αγ. Βλασίου (Lolling ό.π. σ. 82). Κατά τα άλλα, ο ερειπιώνας που βρίσκεται κοντά, ο οποίος στον χάρτη σημειώνεται με την ίδια ονομασία ήδη πριν από την αρχή του περάσματος προς το Οβριόκαστρο, σύμφωνα με πληροφορίες μου ονομάζεται «Παναγία», ενώ ο Αγ. Βλάσιος βρίσκεται περίπου 1 χλμ. πιο κοντά προς το χωριό, επίσης στα δεξιά του δρόμου. Ωστόσο, εδώ, όπως και στη συνέχεια του δρόμου, δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω παρά μόνον κατάλοιπα ταφικών μνημείων, μεταξύ αυτών και ενός ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας επάνω στον λόφο που προβάλλει προς τα νότια: τη θεμελίωση μιας τετράγωνης κρηπίδας από βορρά προς νότο, μήκους 5 και πλάτους 4 μ., μπροστά από αυτήν βρίσκεται μια ευρεία βαθμίδα πλάτους 0,90 μ. Στη δυτική πλευρά ίστανται δύο κορμοί κιόνων με διάμετρο 0,60 μ., ενώ άλλοι είναι πεσμένοι στο έδαφος. Στο μέσον ένα ύψωμα που φαίνεται ότι έχει μόνον διατρυπηθεί. Επιπλέον, υπάρχει πλήθος λίθινων και μαρμάρινων θραυσμάτων, μεταξύ αυτών μια βάση με τετράγωνη βάθυνση, μήκους 1,30 μ. και πλάτους 0,70 μ. [50]. Εδώ, όπως και στην Παναγία, βρίσκονται, όπως θα ανέμενε κανείς, κοντά στα εκκλησάκια (τα εντελώς ερειπωμένα) κατάλοιπα νεότερων οικισμών.
Στη θέση, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, σημαντικά, αν και πολύ ακρωτηριασμένα, μαρμάρινα κατάλοιπα υποδεικνύουν πιθανώς την ύπαρξη ακόμη μεγαλύτερων ταφικών μνημείων. Πρβλ. στο Antikenber. αρ. 353 τους κορμούς ενός ίππου και μιας ενδεδυμένης μορφής. Επιπλέον, στην αψίδα του παρεκκλησίου ένας (κάθετα διάτρητος) βωμός (;), με εκροή στο άνω και κάτω άκρο· μεγάλα θραύσματα με ταινιωτά κυμάτια και ψηλές λιθόπλινθοι, προερχόμενες από έναν περίβολο· τέλος, ένα μαρμάρινο πλαίσιο σε μορφή δεξαμενής.
Ο κύριος δρόμος, μεταξύ του Σελκίου και των υψωμάτων της Δρακονέρας, οδηγεί με βορειοανατολική κατεύθυνση μετά από 1.700 μ. στην κοιλάδα του Λιμικού, η οποία με τα χωράφια, τους τάφους και τους σωρούς ερειπίων συνιστά συστατικό τμήμα της περιοχής του Ραμνούντα. Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει μαζί με την περιοχή που γειτνιάζει στα βόρεια με τον ναό και την ακρόπολη να αποτελέσει αντικείμενο μιας συνολικής τοπογραφικής πραγματείας (πρβλ. στο μεταξύ Lolling, Mitth. IV, σ. 277 κ.εξ. και Antikenber. Mitth. XII, σ. 316 κ.εξ., αρ. 389-406). Από το Λιμικό ένας ανατολικός παράδρομος οδηγεί (μεταξύ Φαναρίου και Μαλεζίου) στον μικρό πευκόφυτο κολπίσκο της Αγ. Μαρίνας, όπου υπάρχουν κατάλοιπα αρχαίων λατομείων, μια πηγή με αρκετά αλμυρό νερό και ένα εκκλησάκι με λευκό επίχρισμα. Ο όρμος χρησιμεύει και στα νεότερα χρόνια, όπως επίσης το μικρό λιμάνι που βρίσκεται βορειότερα με την ονομασία Παζαράκι (ήδη εκτός του Τμήματος «Δρακονέρα»), ως περιστασιακό αγκυροβόλιο.
Επιστρέφουμε στον χώρο γύρω από το μεγάλο έλος. Νότια της περιοχής της Παναγίας, στο σημείο που την εγκαταλείψαμε (πρβλ. στον χάρτη: «Δεξαμενή. Θεμελιώσεις και αρχιτεκτονικά μέλη»), βρίσκεται ένα πηγάδι και κατάλοιπα ληνών· σημαντικές αρχαιότητες απουσιάζουν.
Νοτιότερα, κοντά στο ανατολικό όριο του έλους, βρίσκεται, στις υπώρειες του βουνού της Δρακονέρας, το ομώνυμο σπήλαιο, το οποίο παλαιότερα είχε προσελκύσει την προσοχή των περιηγητών ως δήθεν «Σπήλαιο του Πανός» ή «Φάτνες του Αρταφέρνους» (Παυσανίας, Ι, 32, 7· Leake, σ. 81 Ross στον Hoffmann, σ. 50· πρβλ. Lolling, Mitth. I, σ. 72). Ωστόσο, αυτό δεν είναι παρά ένα χάσμα βράχου πλάτους 4 βημάτων με ένα κάθετο στόμιο στο άνω μέρος που έχει διαμορφωθεί ως επίμηκες τετράπλευρο. Κατεβαίνοντας δίπλα σε έναν κορμό δένδρου και μέσω μιας κακοφτιαγμένης σκάλας προσεγγίζει κανείς, μετά από 20 βήματα σε νοτιοδυτική-δυτική κατωφερή κατεύθυνση, μια πηγή· στον βόρειο τοίχο υπάρχουν πολλοί σταλακτιτικοί σχηματισμοί.
Η αλμυρή λίμνη Δρακονέρα στην ανατολική γωνία της πεδιάδας είναι, κατά κάποιον τρόπο, η επικοινωνούσα με τη θάλασσα δεξαμενή απορροής του έλους, την οποία ο Παυσανίας (Ι, 32, 7) χαρακτηρίζει ως λίμνη τὰ πολλὰ ἑλώδης. Καθώς περιγράφεται στη συνέχεια από τον ίδιο ως ένας ποταμὸς ἐκ τῆς λίμνης, ο οποίος ήδη στην εκβολή του περιέχει και αλμυρό νερό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη θέση της, λόγω της στένωσης, αποκλεισμένης λίμνης υπήρχε κάποτε μια πλατύτερη, απευθείας εκροή.
Ως συνέχεια των υψωμάτων της Δρακονέρας, η χερσόνησος Κυνόσουρα εκτείνεται προς τα νότια σαν ένα φυσικό ανάχωμα μέσα στη θάλασσα, ο πυθμένας της οποίας στο εσωτερικό δυτικό άκρο του και στη γωνία του όρμου η οποία σχηματίζει στην ακτή πευκόφυτη παραλία (Σχινιάς), που την χωρίζει από το έλος, φθάνει το μεγαλύτερο βάθος του (κοντά στην εκροή της λίμνης, οκτώ αγγλικούς πόδες· πρβλ. τις μετρήσεις του αγγλικού χάρτη στον Leake, Demi2, πίν. 3, καθώς και τον γαλλικό χάρτη). Το βάθος αυτό μειώνεται συνεχώς προς τα δυτικά, αγγίζοντας πριν από την εκβολή του ρέματος του Μαραθώνα μόλις τους 3 και μπροστά από το μικρό έλος τους 2 πόδες.
Το βορειοανατολικό, καλυπτόμενο από αιχμηρά βούρλα έλος [βάλτος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] –κατά μέσον όρο 8 χλμ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά, στις δε γωνίες του εκτεινόμενο έως και 4 χλμ. και με πλάτος 2 έως 2,5 χλμ.– καταλαμβάνει το μέγιστο ήμισυ της βορειοανατολικής πεδιάδας. Το μέσο και το νότιο άκρο του είναι τα σχετικά πιο βατά τμήματά του. Όταν το επισκέφθηκε ο Leake, ένα ρέμα, το οποίο σήμερα αντικαθιστά το κανάλι του Σούτσου, το διέσχιζε ακόμη σε νοτιοανατολική κατεύθυνση από τη Μακαρία έως τη λίμνη Δρακονέρα. Το άλλο όρυγμα αυτού του δαπανηρού και παρόλα αυτά μη αποτελεσματικού καναλιού βρίσκεται κοντά στο δυτικό άκρο.
Μεταξύ του τελευταίου και του ανενεργού, πλέον, βραχίονα της Χαράδρας παραμένει, περιοριζόμενη βόρεια και νότια από το Σταυροκοράκι και τη θάλασσα, μια απολύτως ανοιχτή και ελαφρώς ανυψούμενη από τα δυτικά προς τα ανατολικά έκταση, σχεδόν τετράγωνου σχήματος (μήκος πλευράς: 2,5 χλμ.). Διάσπαρτες ψηλές δρυς δεσπόζουν στον κάμπο, τα ομοιόμορφα σταροχώραφα του οποίου διακόπτονται μόνον από τη σχισμή του ρέματος που έχει βάθος 1-2 μ., καθώς και από την πράσινη ζώνη της νέας φυτείας κορινθιακής σταφίδας του Σκουζέ.
Κοντά στην τελευταία συναντούμε αρχαία και μεσαιωνικά κατάλοιπα. Περίπου στο μέσον [51], μεταξύ της παράκτιας λωρίδας άμμου και των υπωρειών του Σταυροκορακίου, βρίσκεται επάνω σε έναν χαμηλό και πιθανώς τεχνητό λόφο στην περιοχή Χάνι το εκκλησάκι της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας[9]. Πιθανώς, εξαιτίας μιας καθίζησης του εδάφους, οι μακροί τοίχοι της εκκλησίας έχουν διαρραγεί κατά το ένα τρίτο στο πρόσθιο μέρος. Στα νοτιοανατολικά υπάρχει ένα αρχαίο πηγάδι, καθώς και ο σωρός ερειπίων ενός μνημειώδους κτηρίου από μάρμαρο, το μήκος του οποίου (από τα ανατολικά προς τα δυτικά) υπολόγισα σε 13, ενώ το πλάτος του σε 9 βήματα (ο Lolling, Mitth. I, σ. 79, κάνει λόγο για τετράγωνη κάτοψη με πλευρά 6 μ. και για υμήττιο [;] μάρμαρο). Επιτόπου βρίσκονται σήμερα ακόμη τα κατάλοιπα ενός ιωνικού κίονα που αναφέρονται ήδη από τον πληροφοριοδότη του Leake (W. Bankes· πρβλ. «Demen», σ. 86): Ένα κιονόκρανο[10] πλάτους 1,30 μ., με την κάτω διάμετρό του να ανέρχεται στα 0,70 μ. μερικοί σχετικοί σπόνδυλοι βρίσκονται στην κατεύθυνση προς το Μπέι. Για μερικές όψιμες επιτύμβιες επιγραφές από την ίδια περιοχή βλ. στο «Antikenber.» 364 κ.εξ. C. I. Att. III, 3089 και 3259· επίσης, Vischer, Erinn. u. Eindr., σ. 74.
Περίπου 1 χλμ. προς τα νοτιοανατολικά συναντούμε εντός του αμπελώνα μια ερμαϊκή στήλη που ιδρύθηκε από τον Ηρώδη και φέρει το όνομα «Μέμνων» («Ἀρτέμιδος φίλος» πρβλ. σχετικά με τις ανασκαφές του Καστόρχη στο Ἀθήναιον Χ, σ. 538 κ.εξ.) και περίπου 23 ακόμη δυσανάγνωστους στίχους μιας επιγραφής. Πλησίον βρίσκονται μερικά μαρμάρινα κομμάτια ασαφούς χρήσης (στον χάρτη: «κατάλοιπα βάσεων»), καθώς και όστρακα, πιθανώς προερχόμενα είτε από μεταγενέστερη κατοίκηση είτε από ένα τώρα εξαφανισμένο εκκλησάκι.
Κάποιες τοπογραφικές παρατηρήσεις για τη μάχη του Μαραθώνα
Μόλις αναφέρεται το όνομα του Μαραθώνα, η ένδοξη πράξη των Αθηναίων κατά των Περσών καταλαμβάνει σε τέτοιο βαθμό το κέντρο του ενδιαφέροντος ώστε, η τοπική και μνημειακή στατιστική, που δύσκολα μπορεί να αποτύχει σε ανάλογες περιπτώσεις, να μην αποκομίσει από το πλήθος των επιμέρους λεπτομερειών τουλάχιστον κάποιες άμεσες απόψεις και κατευθύνσεις που θα συνέβαλαν στην εναργή αναπαράσταση αυτού του αξιομνημόνευτου γεγονότος. Μολαταύτα, αυτές θα περιορισθούν μόνον σε ερωτήματα που σχετίζονται με την περιοχή, ενώ δεν θα συζητηθεί ούτε η προϊστορία της μάχης ούτε οι υπολογισμοί σχετικά με τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων ή το βάθος των γραμμών μάχης τους. Για τον σκοπό μας αρκεί μόνον να γνωρίζουμε ότι ο Μιλτιάδης παράταξε τα στρατεύματά του όχι σύμφωνα με την τοπογραφία της θέσης (ενδεχόμενη κάλυψη από το βουνό και το δάσος), αλλά –όπως ρητά αναφέρει ο Ηρόδοτος (VII, 111, τὸ στρατόπεδον ἐξισούμενον τῷ Μηδικῷ)– σε αναλογία με τη θέση παράταξης του περσικού στρατού.
Η σημαντικότερη, πιο πρόσφατη πρόοδος στην τοπογραφία της μάχης του Μαραθώνα κατέστη δυνατή μόνον όταν εγκαταλείφθηκε ένα φαινομενικά ακλόνητο σημείο με το οποίο συναρτώνται όλες οι προηγούμενες έρευνες: Η ταύτιση του «Σορού» με τον τάφο των πεσόντων Αθηναίων. Ο λοχαγός Eschenburg ήταν ο πρώτος που, επανεξετάζοντας όλες τις άλλες συνέπειες, αποδεσμεύτηκε παντελώς από αυτήν την προϋπόθεση, ενώ ο Duncker, τον οποίο ο Busolt, Griech. Gesch. II, σ. 74 κ.εξ. απλώς επαναλαμβάνει, δεν προέβη σε καμία τροποποίηση της παλαιότερης άποψής του ακόμη και κατά το έτος 1886. Και οι δύο θεωρούν ότι η μάχη έλαβε χώρα μεταξύ Χαράδρας και Βρεξίζας, με το αθηναϊκό μέτωπο να βρίσκεται, κατά κύριο λόγο, σε βορειοανατολική, το δε περσικό σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, δηλ. στην περιοχή των σημερινών αμπελιών και ελαιώνων (ο Lolling, Mitth. I, σ. 91, τοποθετώντας την αθηναϊκή παράταξη από την κοιλάδα του Βρανά προς τα νοτιοανατολικά, προσπαθεί τουλάχιστον να κερδίσει εντός των στενών ορίων κάποιον ελεύθερο χώρο). Θεωρώ αυτήν την περιοχή εξαρχής ως ακατάλληλη, όχι γιατί, ακολουθώντας τον Eschenburg μεταθέτω εδώ το μεγαλύτερο μέρος του κατοικημένου δήμου Μαραθώνα, αλλά γιατί τοποθετώ εδώ, σε αναλογικώς μεγαλύτερη πυκνότητα, ακριβώς εκείνες τις φυτείες που εξυμνεί ο Νόννος (Διονυσ. XIII, 184: τέμενος βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος.– XVIII, 18: βότρυς ἐλαιήεντος Μαραθῶνος). Σύμφωνα με την εμπειρία μου, η σημερινή γεωργική καλλιέργεια στο αττικό έδαφος συνιστά παντού (όχι ίσως εκεί όπου η μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία επεμβαίνοντας επέφερε νεωτερισμούς, παρότι, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, ακολουθεί κατά κανόνα τα αρχαία ίχνη) ένα, βεβαίως τις περισσότερες φορές πολύ ελαττωμένο κατάλοιπο των αρχαίων καλλιεργειών. Σε μεγάλες εκτάσεις επικρατεί έως σήμερα η ολική επαναφορά της ερήμωσης και του άγριου τοπίου. Η άποψη, ωστόσο, ότι η καλλιέργεια της αμπέλου και ειδικά της ελιάς, όπου τη συναντούμε, έχει μετατοπιστεί από τις αρχαίες θέσεις της, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί πιθανή, καθώς η κινητικότητά της είναι ακόμη πιο περιορισμένη και από εκείνη των ανθρώπινων οικισμών. Επιπλέον, ο εξέχων ρόλος της αμπελουργίας σημαίνεται σε αυτήν την περιοχή της πεδιάδας και από την ύπαρξη του Διονύσου των Τετραπολιτών.
Από αυτό και από άλλα ιερά (πρβλ. παραπάνω τον βωμό της Άρτεμης και των Ειλειθυίων· ο ήρωας ἰατρὸς Αριστόμαχος: ἐτάφη παρὰ τὸ Διονύσιον, Bekk. anecd. I, 262) μπορούμε τουλάχιστον [52] να φανταστούμε ότι ληνοί, κατοικίες αμπελουργών, αγροικίες κλπ. βρίσκονταν διάσπαρτα ανάμεσα στα δένδρα και τους οπωρώνες· μου φαίνεται, ωστόσο, παντελώς ανεδαφικό να επεκτείνουμε έως εδώ ένα μεγάλο τμήμα του κατοικημένου δήμου Μαραθώνα, όπως κάνει ο Eschenburg.
Ο Leake (Demen, σ. 74 κ.εξ.) συνεισέφερε με αποφασιστικά, κατά τη γνώμη μου, επιχειρήματα κατά της τοποθέτησης του αρχαίου Μαραθώνα στον σημερινό Μαραθώνα, τα οποία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο ο Ross (Erinnerungen, σ. 186· στον Hoffmann, σ. 51). Αλλά και ο Lolling, ο οποίος, ακολουθώντας αυτήν την ταύτιση (Mitth. I, σ. 68 κ.εξ., 78 κ.εξ.), δεν δέχθηκε την παραμικρή αμφισβήτηση για μια δεκαετία, την απέσυρε πρόσφατα (πρβλ. τη δική του σκιαγράφηση «Hellen. Landeskunde u. Topogr.» στο J. Müller, Handbuch der klass. Alterthumswiss., τ. III, σ. 119), καθώς, προσεγγίζοντας την άποψη του Eschenburg, υποθέτει ότι ο αρχαίος Μαραθώνας βρίσκεται «πιθανώς πλησίον της θάλασσας» (στο Πλάσι;), ενώ συνεχίζει να συνδέει τον Βρανά με την Προβάλινθο. Πράγματι, καταρχάς δεν μπορεί πια, από την αρνητική πλευρά, να υφίσταται οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τον διαχωρισμό του αρχαίου δήμου από τον συγκαλυμμένο, χωρίς ερείπια και ευρισκόμενο κοντά στην Οινόη, Μαραθώνα. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, εξίσου δύσκολα μπορεί να εναρμονισθεί με όσα γνωρίζουμε για τους αρχαίους οικισμούς η άποψη ότι τα περίχωρα της ιωνικής Τετραπόλεως θα είχαν επεκταθεί ελεύθερα στον ανοιχτό χώρο δίχως κάποια κεντρική βάση. Εξάλλου, αυτή η άποψη δεν βασίζεται σε κανενός είδους κατάλοιπα. Από την άλλη, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έπρεπε η εντός της περιοχής του Μαραθώνα ασύγκριτη και δεσπόζουσα θέση του Βρανά με τους ταφικούς τύμβους και τα μνημειώδη κτηριακά κατάλοιπά της προς το ρέμα και την κοιλάδα του Αυλώνα να είχε καταληφθεί από έναν δήμο δευτερεύουσας σημασίας, την Προβάλινθο, η ονομασία του οποίου, παρά τη σκοτεινή κατάληξη, δεν φαίνεται να παραπέμπει σε κάτι περισσότερο από ενός είδους προκεχωρημένο φυλάκιο, όπως αυτά που βρίσκουμε γύρω από την ανατολική πλαγιά του Αγριελικίου, παρά στην απομονωμένη περιοχή του Βρανά! (πρβλ. επίσης Ross, Demen, σ. 92). Προς αυτήν την κατεύθυνση παραπέμπουν, επίσης, τα κατάλοιπα ενός δήμου, όπως και οι επιτύμβιοι λίθοι των Προβαλινθίων αρ. 321, 322 στο Antikenber. (ενώ ο υπ’ αριθμ. 1072 του Κουμανούδη από τον Βρανά ανήκει στις φαλκιδεύσεις του Lenorman). Τίποτε δεν εμποδίζει να αποδεχθούμε την εξάπλωση των ορίων της Προβαλίνθου (η οποία, σύμφωνα με την κλεισθένεια μεταρρύθμιση, δεν ανήκε, μαζί με τον Μαραθώνα, την Οινόη και την Τρικόρυθο, στην Αιαντίδα αλλά, εντελώς απομονωμένη, στην Πανδιονίδα φυλή) προς τα βόρεια και βορειοδυτικά, πέρα από την Βρεξίζα. Τέλος, δεν μας πιέζει κάτι να μεταφέρουμε στην περιοχή των Προβαλινθίων ούτε την πύλη και το τέμενος του μαραθώνιου Ηρώδη ούτε ακόμη και το Ηράκλειον, στο οποίο στρατοπέδευσαν οι Αθηναίοι πριν από τη μάχη.
Η τοποθέτηση του ιερού του Ηρακλή και του ελληνικού στρατοπέδου στην κοιλάδα του Αυλώνα έχει γίνει από τον Lolling (Mitth. I, σ. 89) και έπειτα γενικά αποδεκτή, ακόμη και από τον Eschenburg (σ. 14, ο οποίος μάλιστα φαίνεται ότι κλίνει προς την άποψη ότι οι «αρχαίες οχυρώσεις» του ηρωδείου περιβόλου συμπεριλήφθηκαν στον προστατευτικό κλοιό του στρατού· πρβλ. και το παράρτημά του με τον χάρτη). Όσο κατάλληλη κι αν φαίνεται αυτή η φυσικά οριοθετημένη θέση, ακόμη και για το ιερό άλσος με τα πολεμικά αγωνίσματά του, δεν μπορώ, ωστόσο, να αποσιωπήσω κάποιες επιφυλάξεις μου, χωρίς να επιθυμώ να δώσω μια τελική απάντηση στο ερώτημα. Μπορούμε να αποδεχθούμε ότι ο αθηναϊκός στρατός ήταν κρυμμένος στην κοιλάδα του Αυλώνα, παρά το γεγονός ότι αυτή προσφέρει εξόδους μόνον προς τη Νινόη και τον Βρανά, και ο κίνδυνος της ταυτόχρονης κύκλωσης από δύο πλευρές απαιτούσε τουλάχιστον αυξημένη επαγρύπνηση. Πιο προβληματικό μου φαίνεται, όμως, το γεγονός ότι τα στρατεύματα θα στρατοπέδευαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σε μία θέση όπου δεν υπήρχε καμία οπτική επαφή με τον κοντινό, παντοδύναμο και φοβερό αντίπαλο. Εάν, σύμφωνα με την αφήγηση του Ηροδότου, οι Μαραθωνομάχοι ήταν οι πρώτοι από όλους τους Έλληνες οι οποίοι αντίκρισαν τους Πέρσες, δεν θα έπρεπε οι στρατηγοί τους, πριν τους εκθέσουν στη δοκιμασία, να είχαν προληπτικά προσπαθήσει να τους εξοικειώσουν με τους τελευταίους;
Η παρουσία του συνόλου του αθηναϊκού στρατού μπορούσε, για όσο καιρό παρέμενε σε άμυνα, –και η ιδέα του Μιλτιάδη για επίθεση κέρδιζε έδαφος με αρκετά προσκόμματα– να αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανάσχεση μιας εισβολής των Περσών προς το εσωτερικό της επικράτειας. Καθώς μια τέτοια εισβολή ήταν δυνατή μόνο διαμέσου του νότιου κύριου δρόμου, ένα στρατόπεδο, η θέση του οποίου θα βρισκόταν σε απόσταση μεγαλύτερη των 3 χλμ., δηλαδή περισσότερο από μισή ώρα απομακρυσμένο από το πέρασμα μεταξύ του έλους και του βουνού, δίνει την εντύπωση ότι δεν θα ανταποκρινόταν επαρκώς στον σκοπό αυτόν. Επιπλέον, μπροστά στην έξοδο της κοιλάδας (κοντά στον Αγ. Αθανάσιο και ενδεχομένως και πέρα από το ρέμα, βλ. παραπάνω σ. 42 προς το τέλος) παρεμβάλλονταν κτήρια του κάτω δήμου, τα οποία θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ταχεία διασπορά των μαζών.
Το ίδιο θα ίσχυε και για την παράταξη του μετώπου της μάχης, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, θα διατασσόταν προς ανατολική κατεύθυνση. Τα στρατεύματα θα έπρεπε να αναπτυχθούν αρχικά σε μακρές πλευρικές φάλαγγες. Ο λοχαγός Eschenburg, προϋποθέτοντας εξαιρετικά πολύπλοκες κινήσεις, μεταθέτει τη γραμμή επίθεσης των Αθηναίων και των Πλαταιέων ανατολικά του στρατοπέδου, πέραν του Κοτρωνίου.
Τέλος, αμφιβάλλω εάν η κοιλάδα του Αυλώνα, που δεν διαθέτει φυσικές υδάτινες ροές, θα μπορούσε να προσφέρει στο στράτευμα τις αναγκαίες ποσότητες νερού.
[53] Μεταξύ των αρκετών θέσεων οι οποίες θεωρώ ότι πληρούν καλύτερα όλες τις προϋποθέσεις (θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε αυτές και η περιοχή γύρω από τη νότια πλαγιά του Κοτρωνίου) κάθε νέα ανάλυση καταλήγει, επανειλημμένως, στην ήδη από τον Leake προταθείσα περιοχή του Αγ. Δημητρίου, στις βορειοανατολικές υπώρειες του Αγρελικίου (βλ. παραπάνω σ. 43 προς το τέλος). Τα υποτιθέμενα ίχνη ενός ιερού συγκροτήματος, αναπτυγμένου σε μία ευρεία έκταση στα χαμηλότερα άνδηρα, η εξαιρετική επόπτευση του συνόλου της πεδιάδας και κάθε κίνησης σε αυτήν, η εγγύτητα με την εκτεθειμένη σε κίνδυνο νότια οδό, ο υδραγωγός από τη Ραπεντόζα και το πλούσιο πηγάδι, η άνεση που προσέφερε η, πέραν όλων των άλλων και συντομότερη, πορεία σε ευρύ μέτωπο προς τα ανατολικά ή βορειοανατολικά, η κάλυψη των νώτων διαμέσου των αρκετών εξόδων που διαθέτει η κοιλάδα του Βρανά, όλα τα παραπάνω είναι πλεονεκτήματα που στο σύνολό τους δεν προσφέρονται από καμία άλλη θέση. Η σποραδική αναφορά του Πινδάρου στο Ηράκλειο ως κειμένου μυχῶ ἐνΜαραθῶνος (Πυθ. XIII, 79) ταιριάζει, ακόμη κι αν πρέπει να αντιμετωπίσουμε με αυστηρότητα αυτήν τη διατύπωση, επίσης στην περιοχή που αναφέρουμε, στη διακλάδωση της κοιλάδας του Βρανά· όταν στον Ολ. IX 93 λέγεται ότι ο Εφάρμοστος διήρχετο κύκλον (ως νικητής στην πάλη), εννοείται βεβαίως ο αγωνιστικός χώρος με τους θεατές του. Φυσικά, ο Αυλώνας δεν σχηματίζει έναν φυσικό κύκλο.
Συμφωνώ, όπως υπονόησα προηγουμένως, απολύτως με τον Eschenburg στη μετατόπιση του ίδιου του πεδίου της μάχης προς το ελεύθερο κέντρο της πεδιάδας μεταξύ του Σταυροκορακίου και της θάλασσας. Επίσης, σε ό,τι αφορά τα μαζικά κατάλοιπα οστών που τεκμηριώθηκαν από τον τελευταίο και τον διαχειριστή των κτημάτων του Σκουζέ κοντά στη φυτεία κορινθιακής σταφίδας (ό.π. σ. 10), αυτά μου φαίνονται ότι αξίζουν τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή (πρβλ. και τον «τύμβο» στον χάρτη του Lolling). Ως προς τη σημασία του μαρμάρινου μνημείου στη Μεσοσπορίτισσα, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η παράμετρος ότι δεν είναι δυνατόν να βρισκόταν σε μια από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες, αλλά ότι υψώνονταν στο ελεύθερο πεδίο.
Η μοναδική και σε καμία περίπτωση τελευταία φάση της μάχης την οποία μπορούμε να τοποθετήσουμε άμεσα είναι η διαφυγή των Περσών (προφανώς, της δεξιάς πτέρυγάς τους) προς το μοιραίο έλος (κάτι που μαρτυρείται και από το ζωγραφικό έργο της Ποικίλης Στοάς). Η απώτατη γραμμή, έως την οποία εκτείνεται η καταδίωξη, απέχει ήδη περίπου μισή ώρα από το Κοτρώνι και την «περιοχή του Πύργου». Τόση απόσταση έπρεπε, τουλάχιστον, να διανύσουν πάλι οι νικηφόροι Πλαταιείς και Αθηναίοι για να έλθουν προς επικουρία τού υπό πίεση ευρισκόμενου κέντρου του στρατεύματος και, στη συνέχεια, να απωθήσουν από κοινού τον κεντρικό πυρήνα των περσικών στρατευμάτων προς τα πλοία. Περίπου εκεί, στο ανατολικό άκρο του ελαιώνα του Μαραθώνα και του Κοτρωνίου, θα πρέπει να έλαβε χώρα η πρώτη πορεία του στρατού των Ελλήνων. Τα οκτώ στάδια, τα οποία διένυσαν τροχάδην, τους οδήγησαν στην απέναντι πλευρά της σημερινής κύριας κοίτης του ρέματος, εκεί όπου οι Πέρσες τους ανέμεναν σε ετοιμότητα. Παρότι δεν γίνεται μνεία του ρέματος σε καμία αναφορά, αν και υπό κάθε περίσταση και με οποιοδήποτε τρόπο κι αν αναλογισθεί κανείς την εξέλιξη της μάχης θα πρέπει να το διαπέρασαν επανειλημμένως, προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτό δεν επηρέασε με κανέναν τρόπο τις επιχειρήσεις, ενδεχομένως διότι η μοναδική του κοίτη (βλ. παραπάνω σ. 47 στην αρχή) ήταν εντελώς επίπεδη και ρηχή.
Προκαλεί έκπληξη και έχει από παλιά επισημανθεί η σιωπή των πηγών ως προς τον ρόλο του περσικού ιππικού κατά τη διάρκεια της μάχης. Αλλά και όσα γνωρίζουμε από το ζωγραφικό έργο της Ποικίλης Στοάς δεν συνεισφέρουν κάποιο στοιχείο σχετικά με αυτό. Η αιτία δεν μπορεί να είναι ούτε η υποτίμηση του θέματος ούτε η επιπολαιότητα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει προηγουμένως ότι, σε μεγάλο βαθμό, η πεδιάδα του Μαραθώνα επιλέχθηκε ως τόπος απόβασης λαμβάνοντας υπόψη κυρίως το ιππικό. Με το τελευταίο καταπιάνεται και ο ερμηνευτής του παροιμιώδους λόγου χωρὶς ἱππεῖς (στον οποίο θα επανέλθουμε), ο Έφορος στον Κορνήλιο Νέπωτα και μέχρι τα όψιμα χρόνια η λαϊκή φαντασία, η οποία πίστευε ότι ολονυχτίς ακούγονταν τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, ενώ στους βράχους επιδεικνύονταν και οι «φάτνες των αλόγων του Αρταφέρνους». Κατά συνέπεια, σήμερα επικρατεί μάλλον ομοφωνία στην άποψη ότι οι ιππείς δεν συμμετείχαν σε κάποια σημαντική επιχείρηση, ενώ, ως προς την ερμηνεία αυτού του γεγονότος, υφίστανται δύο απόψεις. Η παλαιότερη από αυτές, την οποία εκπροσωπούν οι Duncker και Busolt, προσπαθεί να αποδώσει την παρεμπόδιση της εμπλοκής του ιππικού εν μέρει στη μορφολογία της περιοχής (βουνό και δένδρα, όπως και οι Κορνήλιος Νέπως – Έφορος), εν μέρει στην ταχύτητα της επίθεσης εκ μέρους των Ελλήνων ή ταυτόχρονα και στις δύο αιτίες. Η άλλη, που στοιχειοθετήθηκε από τον Curtius (Gött. gel. Anz. 1859, σ. 2013 κ.εξ., καθώς και στην Griech. Geschichte) και υποστηρίχθηκε από τον Lolling (στο Baedeker Griechenland 1883, σ. 113) και τον λοχαγό Eschenburg (Topogr. κλπ. Betrachtungen, σ. 12, σ. 16. 18 κ.εξ.), θεωρεί ότι τα άλογα κατά τη διάρκεια της μάχης βρίσκονταν ήδη στα πλοία για την περαιτέρω μεταφορά τους. Σχετικά με τη δήθεν φυσική προστασία που προσέφερε η περιοχή, έχουμε ήδη κάνει λόγο και ήδη εξαρχής έχουμε τονίσει ότι κατά τον Ηρόδοτο το πλάτος της ελληνικής παράταξης καθορίστηκε από εκείνο της περσικής, επομένως δεν έπαιξαν ρόλο άλλοι παράγοντες. Μια κάλυψη «montium alitudine» και «arborum tractu» υπήρχε το πολύ [54] για την acies instructa. Στα 8 στάδια της πορείας προς τον εχθρό θα πρέπει, σε μεγάλο βαθμό, να εγκαταλείφθηκε. Η τροχάδην πορεία (δρόμος) σε έναν ενδιάμεσο χώρο περίπου 1.500 μ. πρέπει να οδήγησε τους βαριά οπλισμένους πολεμιστές στη συνάντηση με τον εχθρό σε όχι λιγότερο από δέκα λεπτά, χρόνο που αρκούσε για την αποστολή του ιππικού εναντίον τους. Επιπλέον, ακόμη λιγότερο μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ταχύτητα αυτής της επίθεσης, η οποία εξηγείται πλήρως από την πρόθεση να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η αποτελεσματικότητα της περσικής ρίψης βελών από μακρινή απόσταση, ως επιχείρημα για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την παρουσία των ιππέων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, φαίνεται και σε εμένα καλά θεμελιωμένη η άποψη του Curtius ότι «το πλέον ισχυρό όπλο» είχε απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης και είχε ήδη επιβιβασθεί ένα μέρος των στρατευμάτων στα πλοία, ενώ, όπως καταδεικνύουν κυρίως η ετοιμότητα του στόλου προς απόπλου, με απώλεια μόνον επτά πλοίων, και η εμφάνιση στο αγκυροβόλιο του Φαλήρου που επακολούθησε, δεν έλαβε χώρα μια γενικευμένη ήττα. Ο λοχαγός Eschenburg (ό.π. σ. 18 κ.εξ.), σύμφωνα με ανάλογες παρατηρήσεις που αφορούν τις σύγχρονες στρατιωτικές δυνατότητες, απέδειξε αναλυτικά και με σαφήνεια πόσο απίθανη, ακόμη και αδιανόητη, θα ήταν η επιτυχής φόρτωση ενός συνόλου 6.000 ίππων ενόσω η μάχη μαινόταν, πόσο μάλλον όταν το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Δεν έχουμε καμία πληροφορία για λαφυραγώγηση περσικών ίππων, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι περιορισμένη για τους φιλίππους Αθηναίους και θα αποτελούσε σίγουρα κάτι πολυτιμότερο από εκείνα τα επτά πλοία.
Μια θεωρία που θα θεμελιωνόταν σε αυτού του είδους τους συλλογισμούς δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να απορριφθεί από τον παντελώς ανακριβή ισχυρισμό που στηρίζεται κυρίως στο λήμμα χωρὶς ἱππεῖς του Σουίδα (υποτίθεται ότι οι Ίωνες είχαν εκπέμψει σήμα από τα δένδρα στους Αθηναίους: «ὡς εἶεν χωρὶς οἱ ἱππεῖς» και ο Μιλτιάδης στη συνέχεια άρχισε τη μάχη). Αυτή η σημείωση δεν έχει καμία ιστορική αξία (Busolt, Griech. Geschichte II, σ. 76, σημ. 4). Βεβαίως! Η όλη προέλευση του παροιμιώδους αυτού λόγου είναι ασυνάρτητη και πιθανώς η ιστορία αποτελεί ένα εφεύρημα χάριν των Ιώνων (από τον ατθιδογράφο Δήμωνα;)· εξάλλου, δεν θα υπήρχε ανάγκη να ανεβούν στα δένδρα και να εκπέμψουν σήματα, καθώς οι Αθηναίοι μπορούσαν να κατοπτεύσουν κάθε κίνηση στην πεδιάδα. Δεν υπάρχει τίποτα με πραγματικό περιεχόμενο και αξία, απομένει μόνον το συμπέρασμα ότι ο Δήμων ή όποιος επινόησε αυτήν την ερμηνεία πρέπει να είχε υποθέσει την απουσία του περσικού ιππικού από το πεδίο της μάχης ως γνωστό γεγονός. Επομένως, υπό αυτήν την έννοια, το χωρίο του Σουίδα θεωρείται ότι λειτουργεί υπέρ αυτής της υπόθεσης και θα αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον εάν η χρονολόγησή του μπορούσε να τεκμηριωθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια.
Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ακόμη μια αμφισβητούμενη πληροφορία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει (VI, 110) ότι ο Μιλτιάδης προέβη στην επίθεση μόλις εκείνην την ημέρα κατά την οποία, σύμφωνα με την κανονική εναλλαγή, ανέλαβε την αρχιστρατηγία, αν και οι υπόλοιποι στρατηγοί, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να δράσουν, παραιτήθηκαν από αυτό το δικαίωμα προς διευκόλυνση του Μιλτιάδη όταν ήλθε η ημέρα τους. Η ορθότητα αυτής της μαρτυρίας δίκαια αμφισβητείται, ωστόσο θα μπορούσε τουλάχιστον να συμπεράνει κανείς από αυτήν ότι, κατά τον Ηρόδοτο, η ημέρα της μάχης δεν καθορίστηκε εξαιτίας της απόσυρσης του ιππικού. Αυτό το έμμεσο συμπέρασμα δεν είναι πάντως δεσμευτικό γιατί εάν το πρώτο κίνητρο, δηλαδή η αναμονή της πρυτανείας, δεν ισχύει ως προς την επιλογή της ημέρας της μάχης, τότε ο Μιλτιάδης θα πρέπει να οδηγήθηκε στην απόφασή του έχοντας κάποιο άλλο. Η επίθεση δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιήθηκε τη στιγμή κατά την οποία ο τελευταίος Πέρσης ιππέας εγκατέλειπε το έδαφος του Μαραθώνα. Κατά τα άλλα, φαίνεται συνετό και συμβατό με όσα έχουν ειπωθεί ότι διατηρείται και εδώ η μεθοδολογική αρχή, σύμφωνα με την οποία η αφήγηση του Ηροδότου θα πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη ως προς το ουσιαστικό σκέλος της: πιστεύω ότι η μάχη πράγματι έλαβε χώρα κατά την ημέρα της πρυτανείας του Μιλτιάδη, διακρίνω, ωστόσο, εδώ μία, περισσότερο ή λιγότερο, απλή σύμπτωση γεγονότων, η οποία πιθανώς αμέσως μετά ερμηνεύτηκε ως ένα σημάδι ιδιαίτερης ευσυνειδησίας εκ μέρους του νικητή στρατηγού.
Απομένει ακόμη να ακολουθήσουμε τη χαρτογράφηση της ορεινής περιοχής, η οποία εκτείνεται διαμέσου της πεδιάδας του Μαραθώνα από τα δυτικά έως τα προκείμενα της Πάρνηθας υψώματα. Η δημοσίευση του τμήματος που γειτνιάζει εδώ («Τατόι») αναμένεται, καθώς πρέπει προηγουμένως να ολοκληρωθεί ως προς το βόρειο τμήμα της. Οι μετρήσεις της μεσαίας περιοχής (Τμήμα «Σταμάτα») που συνδέεται με το φύλλο «Μαραθών» οφείλονται στον κύριο λοχαγό von Twardowsky.
Η δυσκολία μιας οργανικής παρουσίασης αυτού του ενδιάμεσου τοπίου καθίσταται φανερή από το γεγονός ότι περιλαμβάνει τη λεκάνη απορροής δύο ποτάμιων περιοχών: του Κηφισού και του ρέματος του Μαραθώνα, επίσης [55] τον στενότερο μεσαίο ρου του τελευταίου και τις απολήξεις δύο ή, στην πραγματικότητα, τριών ορεινών όγκων: του Πεντελικού, της Πάρνηθας και στα βόρεια των βουνών του Γραμματικού και του Βαρνάβα (Γκράβες, Ζαστάνι)· επιπλέον, εκτός από την πεδιάδα του Μαραθώνα, εισέρχονται στον χώρο του και τμήματα των πεδιάδων των Αφιδνών (Καπανδρίτι-Λιόσια) και του άνω Κηφισού (στο Μπουγιάτι).
Το σύνολο της περιοχής είναι σε μεγάλο βαθμό δύσκολα εποπτεύσιμο: Στα ανατολικά, τα άγρια βραχώδη όρη που διακόπτονται από βαθιά φαράγγια, στα δυτικά, αρκετές αποστρογγυλεμένες κορυφές, κυρίως από χώμα ή δασωμένες, και πλαγιές με ομαλούς όγκους ή ένα κυματιστό τοπίο με λόφους, του οποίου οι πολυάριθμες κοίτες ρυακιών δυσχεραίνουν επιπλέον τη διέλευση. Παρόλα αυτά, οι μικρές παρεμβαλλόμενες πεδιάδες, οι βουνοπλαγιές και τα εκχερσωμένα οροπέδια είναι κατάλληλα για την καλλιέργεια δημητριακών. Σε προφυλαγμένες θέσεις διαπιστώνονται πολύ παλιές καλλιέργειες ελιάς και αμπελιού. Ωστόσο, ανέκαθεν θα πρέπει δίπλα στην καλλιέργεια της γης να λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα και για την κτηνοτροφία, συγκεκριμένα –όπως ακόμη και σήμερα στα δυτικότερα τμήματα– την εκτροφή προβάτων και μοσχαριών (πρβλ. και τον Ερμή Νόμιο στην ερμαϊκή στήλη του Ηρώδη από τον Βαρνάβα Antikenber. 387).
Τα κατάλοιπα μεσαιωνικών οικισμών είναι σχετικά πυκνά. Κατά την Τουρκοκρατία, και ειδικότερα την περίοδο των πολέμων της Ανεξαρτησίας, οι ορεινές περιοχές είχαν σχεδόν ολοσχερώς εκκενωθεί από τον πληθυσμό τους. Κάποια χωριά όπως η Σταμάτα, το Μπουγιάτι, η Ραπεντόζα εγκαταλείφθηκαν πλήρως και χρησίμευαν ως κρησφύγετα πολλών ληστρικών συμμοριών που παρέμειναν εδώ για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως και τα σύγχρονα χρόνια. Οι σημερινοί χωρικοί, νεόφερτοι από το Καπανδρίτι, το Μάζι και το Γραμματικό, είναι σε γενικές γραμμές εξαρτημένοι από τη μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία.
Το κρυσταλλικό ασβεστολιθικό πέτρωμα των βουνών που δεσπόζουν στην πεδιάδα του Μαραθώνα, όπως και του πιο απομακρυσμένου Διόνυσου, Αφορισμού κλπ., τα κατατάσσει, σύμφωνα με τη σύστασή τους, στο σύστημα του Πεντελικού, έτσι ώστε η λεπτομερέστερη περιγραφή τους να ξεκινήσει και πάλι από το τελευταίο. Πρέπει, μάλιστα, να επιστρέψουμε σε ορισμένες τοποθεσίες του φύλλου «Πεντελικόν» (στο βόρειο απώτατο όριό του), τις οποίες, στα προηγούμενα συμφραζόμενα, μπορέσαμε μόνον να σκιαγραφήσουμε: Τη Ραπεντόζα και τον Διόνυσο.
Αναφέραμε ήδη παραπάνω (σ. 41, 2) το στενό, φιδωτό, και πάντως όχι τόσο απρόσιτο φαράγγι της Ραπεντόζας ή του ρέματος του Βρανά, που από την πεδιάδα του Μαραθώνα ανεβαίνει ανάμεσα στο Αγριελίκι (ανατολικά), τον Αφορισμό και τον Διόνυσο (δυτικά) προς το ερημωμένο χωριό (356 μ.). Στο ένα τρίτο της διαδρομής συναντούμε στα δεξιά μας τη βαθιά λεκάνη μιας πηγής, τα πλούσια νερά της οποίας συγκεντρώνονται ήδη πιο πάνω σε μια μικρότερη λεκάνη. (Η ίδια υδάτινη ροή τροφοδοτεί και τον πολύ παραμελημένο υδραγωγό του Βρανά, βλ. παραπάνω ό.π.). Εδώ, σε πολύ μικρό χώρο, αναδεικνύεται η ποικιλία της βλάστησης της κοιλάδας: Κάτω από πλατάνους, αγριελιές και τα ψηλότερα ιστάμενα κυπαρίσσια ευδοκιμεί το σύνολο των πολυάριθμων θαμνόδενδρων της Ελλάδας: Χαμοκερασιά, χαρουπιά, μυρτιά, πικροδάφνη, αγριοροδιά, σχίνος, πουρνάρι, και στη συνέχεια οι χαμηλοί θάμνοι και τα αναρριχητικά φυτά: Ρείκι, θυμάρι, κέδρος, κισσός, κόμη Αφροδίτης, άκανθος.
Μερικά κατάλοιπα τοίχων στη δεσπόζουσα βουνοπλαγιά (βλ. τον χάρτη) πιθανώς προέρχονται από μια μεταγενέστερη οχύρωση της κοιλάδας. Σύμφωνα με μαρτυρίες βοσκών, συναντά κανείς κι άλλες παρόμοιες πιο ψηλά, στην ίδια όχθη του ρέματος.
Με το μεσαίο ρέμα, το οποίο παρακολουθεί τον ανοδικό δρόμο μας σε νοτιοδυτική κατεύθυνση, συνδέονται από τα ανατολικά και τα δυτικά, προερχόμενα από τα βουνά του Πεντελικού και του Διονύσου, κάποια πλευρικά φαράγγια, τα οποία διαπλέκονται και μεταξύ τους. Το αίσθημα μοναξιάς δεν απαλύνεται από τα σπίτια του χωριού της Ραπεντόζας (Ραπεντόζα, Αραπεντόζα: από το Αράπης = φάντασμα;), το οποίο προσεγγίζουμε στη δεξιά όχθη του μεσαίου ρέματος σε μια σχετικά ανοιχτή περιοχή. Από τότε που η ασταθής κατάσταση οδήγησε τους κατοίκους σε αποδημία, στέκει εκεί έρημο και –αν και μόνον εν μέρει– ερειπωμένο. Το καλοκαίρι καταλαμβάνεται από κάποιους Βλάχους με τα κοπάδια των αιγοπροβάτων τους. Προς το ρέμα κυλά μια καλλίρροος πηγή. Τα χωράφια βρίσκονται στη νότια πλαγιά του βουνού. Δεν μπόρεσα να βρω ίχνη αρχαίου οικισμού, ωστόσο, μπορούμε ανεπιφύλακτα να αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός, ο οποίος, όμως, θα διέθετε περιορισμένο μέγεθος.
Απέναντι από τη Ραπεντόζα, προς τα δυτικά, βρίσκεται ο Διόνυσος, σε απόσταση ευθείας γραμμής μόνον 1.500 μ., αλλά διαχωρίζεται από την πρώτη διαμέσου ενός πλούσιου σε πηγές και κατάφυτου με εξαίσια βλάστηση φαραγγιού. Η θέση αυτή βρίσκεται στη γωνία, ανάμεσα στις πλαγιές του ομώνυμου όρους (στα βόρεια) και του Πεντελικού, και προσφέρει σε όποιον την προσεγγίζει για πρώτη φορά από τα δυτικά μια εκπληκτική θέα προς το μεγαλοπρεπές ορεινό τοπίο του βόρειου Πεντελικού και των απολήξεών του. Το Αγριελίκι μοιάζει με [56] πυραμίδα, ενώ δίπλα εμφανίζεται ένα τμήμα της πεδιάδας του Μαραθώνα και της θάλασσας, η οποία είναι ορατή ακόμη μια φορά στα δεξιά· πίσω από αυτήν διακρίνονται οι βραχονησίδες δίπλα από τις ακτές της Εύβοιας.
Η περιορισμένη περιοχή στην οποία στεκόμαστε χαμηλώνει προς τα βορειοανατολικά, με φυσικά και τεχνητά υποστηριζόμενα άνδηρα, τα οποία περιβάλλονται από ρυάκια και πλατάνους. Το ρέμα που περιτρέχει τις υπώρειες του όρους του Διονύσου σχηματίζει λίγο παρακάτω, κοντά στο «βραχώδες σπήλαιο» (βλ. στον χάρτη: Felsenhöhle) και ανάμεσα σε βράχους, πλατάνους και λοιπή βλάστηση, έναν κατακόρυφο καταρράκτη, το γραφικό κάλλος του οποίου παραμένει απαράμιλλο στην Αττική.
Ήδη στην ανηφορική δυτική περιοχή, που εν μέρει καταλαμβάνεται από οπωροφόρα δένδρα, συναντά κανείς κατάλοιπα θεμελιώσεων και όστρακα προερχόμενα από αρχαία κατοίκηση, σαφέστερα ίχνη συγκεντρώνονται γύρω και κοντά στα ερείπια της εκκλησίας, η οποία, κάτω από πεύκα και χαμόκλαδα σχίνων, βρίσκεται αμέσως νοτιότερα, κοντά στη μοναδική σύγχρονη και περιστασιακά κατοικημένη (από τους ρητινοσυλλέκτες) οικία (ιδιοκτήτης, όπως και στη Σταμάτα: Ηλιόπουλος, από την Αθήνα). Προπάντων, η στραμμένη προς τα ανατολικά ημικυκλική κόγχη από μαρμάρινους λίθους αποδείχθηκε ότι ήταν αρχαία (ύψ.: 1,33 [μ.] μήκος χορδής: 2,65 [μ.]), αλλά και οι τοίχοι είχαν κυρίως οικοδομηθεί με αρχαίους λίθους, συμπεριλαμβανομένων και βάσεων αναθημάτων. Ως ανώφλι της θύρας χρησιμοποιήθηκε μια δοκός επιστυλίου, ενώ η εσωτερική επένδυση αποτελείτο, επίσης, από αρχαίες μαρμάρινες πλάκες με βυζαντινή διακόσμηση, αλλά και τμήματα επιτύμβιων στηλών και επιγραφών. Πίσω από την αψίδα βρισκόταν μέσα στους θάμνους και ήταν ως ένα βαθμό κατεστραμμένο ένα επιστύλιο μήκους 2,80 μ., με χορηγική επινίκια επιγραφή, την οποία είχε αναγνώσει ήδη ο Chandler. Αυτό, όπως και τα ανακαλυφθέντα από εμένα μνημεία (πρβλ. Antikenber.Mitth. XII, σ. 311, αρ. 366-71, μεταξύ αυτών αναθηματικές επιγραφές, μια από τις οποίες από κάποιον Ικάριο προς τον Διόνυσο), επέτρεψαν, σε συνδυασμό με τοπογραφικούς συλλογισμούς και το αρχαίο τοπωνύμιο της θέσης, να αναγνωριστεί εδώ το ιερό του Διονύσου του αρχαίου δήμου Ικαρίου· όπως το παρουσίασα στη Berl. Philol. Wochenschr. 1887, αρ. 25, στ. 770 κ.εξ. Η ανασκαφή, την οποία προσπάθησα μέσω αυτής της δημοσίευσης και άλλων τρόπων να ενθαρρύνω, άρχισε το επόμενο έτος από το Αμερικανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Αν και ως προς τα αποτελέσματα της έως σήμερα έρευνας, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν υπάρχει ακόμη κάποια έκθεση, σύμφωνα με αναφορές ήλθαν στο φως ένα τμήμα του περιβόλου, βάσεις, αναθήματα, όπως και τα κατάλοιπα ενός Πυθίου. Από τα μεμονωμένα ευρήματα αναφέρονται επιγραφές των Ικαρίων, αρχαϊκοί κορμοί (και του Διονύσου), καθώς και επιτύμβια ανάγλυφα, μεταξύ αυτών και ένα αντίγραφο της στήλης του Αριστίωνα (ακέφαλη) (πρβλ. Wolters, Mitth. d. D. athen. Instituts XII, σ. 389 κ.εξ.· Buck, American Journal of Archaeology 1888, σ. 44 και 421 κ.εξ.· 1889 με πίν. I.)[11].
Από τον Διόνυσο, μια ομαλή, ακόμη και σήμερα, αμαξιτή οδός οδηγεί αρχικά διαμέσου ενός πευκοδάσους προς τα βορειοδυτικά, μεταξύ των πλαγιών του Ικαρίου όρους και του Πεντελικού, παρακάμπτοντας στη συνέχεια το τελευταίο με κατεύθυνση προς την Κηφισιά. Κατάλοιπα θεμελιώσεων, λαξευμένοι λίθοι και κεραμικά σκεύη, που επιτρέπουν την αναγνώριση ενός αρχαίου οικισμού, συναντά κανείς σε δύο θέσεις της νότιας πλευράς του δρόμου: Αφενός, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από τα ερείπια του Διονύσου και σε σημείο που μάλλον ανήκει εν μέρει στον ίδιο δήμο (εκεί όπου στον χάρτη «Τμήμα Πεντελικόν» σημειώνεται η ένδειξη «Χωράφια»), αφετέρου 2 χλμ. δυτικότερα, κοντά σε ένα πηγάδι και στο εντελώς κατεστραμμένο εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου.
Επιπλέον, συγκεκριμένα κοντά στην Ικαρία, πρέπει να αναφερθούν κατάλοιπα τάφων τα οποία, σε μεγάλο βαθμό καλυμμένα από θάμνους, παρακολουθούν τον δρόμο, επίσης, στο νότιο μέρος· κάποιοι τύμβοι ήταν διαταραγμένοι και είχαν συληθεί.
Άλλους τύμβους συναντούμε ανατολικά και δυτικά της περιοχής του Αγ. Γεωργίου, κοντά στους δρόμους, οι οποίοι, κατευθυνόμενοι προς τα βόρεια, διακλαδίζονται προς μια τρίτη θέση αρχαίου δήμου, εκείνου της Σταμάτας. Ιδιαίτερα η βορειοδυτική θέση, που φέρει την ονομασία «Κόκκινο Χωράφι», διαθέτει ένα εκτεταμένο νεκροταφείο, το οποίο φαίνεται ότι συλήθηκε μόλις πριν από μερικά χρόνια. Εκτός από κατάλοιπα θεμελιώσεων και βάσεων, υπάρχει εκεί και ο κορμός μιας καθιστής γυναικείας μορφής, προερχόμενης από ένα έξεργο ανάγλυφο, και στο έδαφος μια επιτύμβια στήλη καλής εποχής με τα ονόματα του Παντακλέους από την Πλωθεία και του Χαιριμένους από την Ικαρία (πρβλ. Antikenber. αρ. 372).
Ενώ η περιοχή του Κόκκινου Χωραφιού ανήκει στο σύστημα του Κηφισού, η Σταμάτα, η οποία βρίσκεται στη βορειοδυτική πλαγιά των υψωμάτων του Διονύσου, βρίσκεται ήδη στην περιοχή των πηγών των νότιων παράλληλων υδάτινων ροών του ρέματος του Μαραθώνα. Αυτή δεν αποτελεί μόνον το σύνηθες πέρασμα και σημείο ανάπαυλας στον δρόμο από την αθηναϊκή προς την πεδιάδα του Μαραθώνα, αλλά και τον συγκοινωνιακό κόμβο –τουλάχιστον σε αυτό το ορεινό τμήμα– των περισσότερων απευθείας, αν και συχνά δύσβατων οδικών αρτηριών: στα νότια δύο δρόμων προς το Κόκκινο [57] Χωράφι, τον Αγ. Γεώργιο και την Ικαρία στα ανατολικά, μέσω Κουκουναρτίου, προς Βρανά (και Μαραθώνα) βορειοανατολικά, μέσω Μυγδαλέζας, προς τον μεσαίο ρου του ρέματος του Μαραθώνα, καθώς και προς Καλέντζι, βόρεια δε, μέσω Σπάτων, δύο δρόμων προς το Κοτρώνι (Αφίδναι) και την πεδιάδα του Καπανδριτίου· τέλος, βορειοδυτικά και δυτικά, προς την περιοχή των άνω πηγών του Κηφισού και του ρέματος του Μαραθώνα, η κύρια σύνδεση μεταξύ των οποίων ήταν από παλιά το πέρασμα του Κατηφορίου· κατόπιν, σε συνέχεια της πρώτης κατεύθυνσης, προς Δεκέλεια (Τατόι).
Ο δρόμος, ο οποίος από την Αθήνα-Κηφισιά ανεβαίνει ανάμεσα σε έναν κύριο παραπόταμο του Κηφισού (αυτόν του Φασίδερου) και τη βορειοδυτική πλαγιά του Πεντελικού προς τη Σταμάτα, καταλήγει στο δυτικό άκρο του χάρτη μας σε μια ευρεία κοιλάδα, το πρώτο τμήμα της οποίας έλκει την ονομασία του από το σήμερα εξαφανισμένο χωριό των Παλαιών Σπάτων. (Τα ερείπια από ένα εκκλησάκι, του Αγ. Δημητρίου, αριστερά στο ύψωμα εμπίπτουν ήδη στο Τμήμα «Τατόι»). Εδώ, κοντά σε μια πηγή, καθώς και 1.200 - 1.300 μ. προς τη Σταμάτα στο αριστερό μέρος, συναντά κανείς κάποια, μάλλον ασήμαντα, αρχαία κατάλοιπα, όπως και λείψανα τάφων στα δεξιά του δρόμου.
Το σημερινό, νεότερο χωριό Σταμάτα (ονομάζεται επίσης «Κάτω Σταμάτα», ιδιοκτησία Ηλιόπουλου), το οποίο διαθέτει πληθυσμό μικρότερο των 100 κατοίκων, βρίσκεται επάνω από την εκκλησία Παναγία (η τελευταία με πηγάδι και μερικά δένδρα), σε ένα ύψωμα που περιτρέχεται από τις παράπλευρες υδάτινες ροές του ομώνυμου ρέματος. Στο άνω πλάτωμα του υψώματος (386 μ.) με το υποστατικό (στο οποίο πιθανώς ήταν εντοιχισμένο το επιτύμβιο μνημείο που περιγράφει ο Lolling, Archäol. Ztg. 1874, σ. 59) υπάρχουν εξίσου λίγα αρχαία κατάλοιπα, όπως και στην υπόλοιπη, σήμερα κατοικημένη περιοχή· ένα άνδηρο από μικρούς λίθους φαίνεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί ως αλώνι.
Ο αρχαίος δήμος φαίνεται ότι κατά το μεγαλύτερο τμήμα του βρισκόταν περίπου στην ίδια περιοχή με το παλαιότερο χωριό Παλιοσταμάτα ή Επάνω Σταμάτα, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων επάνω στα νότια υψώματα που βρίσκονται απέναντι και που διακρίνονται από αυτόν διαμέσου μιας εύφορης χαμηλής κοιλάδας. Εδώ συνενώνονται οι δρόμοι από το Κόκκινο Χωράφι και τον Διόνυσο. Το ρέμα, το οποίο παρακολουθείται από τον τελευταίο, και η κοιλάδα του Βιδιστίου (με έναν αγωγό νερού και κάποιες αρχαίες θεμελιώσεις, προφανώς οικιών· στο άνω τμήμα κοντά σε μια πλούσια πηγή βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη) περιβάλλουν την περιοχή μας προς τα δυτικά και προς τα ανατολικά. Το χωριό έχει ολοκληρωτικά καταστραφεί λόγω πτώσεων λίθων· ένας κήπος με μια δεξαμενή νερού και το σπίτι του φύλακα αποτελεί το μοναδικό κατοικημένο σημείο. Τα ερείπια από το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου περιλαμβάνουν ακόμη ορισμένους αρχαίους λίθους, μεταξύ αυτών και έναν ενδεδυμένο γυναικείο κορμό (Antikenber. αρ. 373).
Τα πλέον σημαντικά, δυστυχώς αδιάγνωστα, αρχαία κατάλοιπα βρίσκονται στο άκρο της δυτικής βάθυνσης, στην περιοχή Πάλα. Αυτά, μαζί με άλλα, φαίνεται ότι είχε ήδη προσέξει ο Ross (Erinn. u. Mitth, σ. 178), παρότι η αναφορά της θέσης είναι ασαφής. Ο Ross είδε τη Σταμάτα (πιθανώς, το σχετικά νεότερο χωριό) κατεστραμμένη και εγκαταλελειμμένη. «Σε δύο (;) μικρές κοιλάδες, αμέσως ανατολικά (νότια;) του τελευταίου, βρίσκονται ερείπια μαρμάρινων κτηρίων, η χρήση των οποίων δεν είναι αναγνωρίσιμη: Κατάλοιπα θεμελιώσεων και διάσπαρτες λιθόπλινθοι. Το χώμα που έχει συσσωρευτεί γύρω από αυτές καθιστά εύλογη την υπόθεση ότι εάν διενεργηθούν ανασκαφές θα προκύψουν αρκετά ευρήματα». Αυτή η υπόδειξη φαίνεται και σε εμάς απολύτως δικαιολογημένη. Εκτός από τις, κατά κύριο λόγο, μεμονωμένες λιθοπλίνθους, αξίζει προσοχής ένας συγκεκριμένος κωνικός λόφος που καταπνίγεται από πουρνάρια και άλλους χαμηλούς θάμνους, ο οποίος βρίθει από πλήθος μαρμάρινων λιθοπλίνθων. Θραύσματα μιας γυναικείας μορφής (Antikenber. αρ. 374) και άλλα άμορφα τμήματα γλυπτών βρίσκονται μέσα και κοντά στον σωρό των ερειπίων. Επιπλέον, βλέπει κανείς έναν εξωτερικά αδρά κατεργασμένο σπόνδυλο κίονα με διάμετρο 0,50 μ.· ένας άλλος λίθος με κυκλική επιφάνεια και ανυψωμένο στόμιο φαίνεται ότι προέρχεται από κάποιο πιεστήριο.
Ανατολικά της Σταμάτας, εκεί όπου τα δύσβατα μονοπάτια των βουνών και των φαραγγιών διακλαδίζονται προς τον Βρανά και τον Μαραθώνα, το ορεινό τοπίο ανοίγει σε ένα μοναδικό σημείο προς μια ευρύχωρη κοιλάδα ελλειψοειδούς σχήματος. Πρόκειται για την μήκους περίπου 1 χλμ. από βορρά προς νότο και πλάτους 0,5 χλμ. κοιλότητα του Κουκουναρτίου στις βόρειες υπώρειες του όρους του Διονύσου, η οποία στα ανατολικά της ορίζεται από τον Αφορισμό. Ένας δρόμος περίπου 2,5 χλμ. από τη Σταμάτα (και το Βιδίστι) προσεγγίζει το νότιο πέρας της κοιλότητας διαμέσου των βοσκοτόπων της Μιχαλέζας. Σε αυτό το τμήμα παρατηρεί κανείς, κατά μήκος και των δύο πλευρών, άνδηρα, λιθοσειρές και κατάλοιπα θεμελιώσεων ταφικών περιβόλων σε σχετικά μεγάλο αριθμό. Κάποιες επιπλέον ανασκαφές θα ήταν σίγουρα αποδοτικές.
Στην πλούσια σε χώμα πεδιάδα του Κουκουναρτίου (αλβ. = κουκουνάρι) –στις παρυφές της οποίας ρέει ακόμη πηγαίο νερό κάτω από τους πλατάνους– υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη θέση σε ένα λίγο ψηλότερο σημείο στο βορειοδυτικό άκρο της, στο σημείο που βρίσκονται τα ερείπια μιας μονής και της εκκλησίας της Αγ. Παρασκευής. Οι επιχώσεις και τα κατάλοιπα των τοίχων της εκκλησίας έχουν παραγεμισθεί πολλαπλώς με αρχαίο υλικό, λιθοπλίνθους και μαρμάρινα θραύσματα [58]. Από αυτά ανέσυρα θραύσματα δύο αναθηματικών αναγλύφων της καλύτερης εποχής, τα οποία ανήκουν στα πλέον μνημειώδη της περιόδου τους (πρβλ. Antikenber. αρ. 376. 377): Μια Αφροδίτη καθιστή σε θρόνο με περιστέρι (ύψ.: 0,70 μ., παρότι έχουν διασωθεί μόνον τα πόδια και το κάτω μέρος του σώματος)· ένας γυμνός έφηβος λατρευτής που θέτει το αριστερό χέρι του στο γόνατό της. Ακόμη, (σε δύο θραύσματα) τα κατάλοιπα ενός διίππου άρματος με ηνίοχο και πίσω από αυτό λατρευτές, σωζόμενο πλάτος (το μισό;): 0,60 μ. Νομίζω ότι το άμεσο συμπέρασμα για την ύπαρξη ενός ιερού στην περιοχή, με το οποίο συνδέονταν σημαντικές γιορτές σε μια τόσο απομακρυσμένη περιοχή, προκύπτει αβίαστα. (Πρβλ. τα Αφροδίσια και άλλες εορτές στην επιγραφή της Δήμητρας C. I. A. II, 570, στις οποίες συμμετείχαν ο δήμος Πλωθείας και οι Ἐπακρεῖς). Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η μονή κτίσθηκε στη θέση του ιερού και ότι η θέση, κρίνοντας από τη φύση του εδάφους, υπόσχεται εύκολα και αποδοτικά ευρήματα[12].
Κατά τα άλλα, οι τάφοι της Μιχαλέζας υποδεικνύουν ότι το Κουκουνάρτι δεν περιέκλειε μόνον ένα ιερό με τον τελετουργικό χώρο του, αλλά και έναν οικισμό. Στον χάρτη σημειώνονται κατά μήκος των δρόμων προς τον Βρανά και τη Νινόη, οι οποίοι διακλαδίζονται στο βόρειο άκρο της κοιλάδας μας μεταξύ Αφορισμού και Βρεντού, πολυάριθμες διάσπαρτες εκτάσεις, με χώμα στις κοιλότητες, τις πλαγιές και τα πλατώματα, που ακόμη και σήμερα ορισμένες καλλιεργούνται από μακριά, ενώ άλλες παραμένουν χέρσες. Εδώ βρίσκονται ελιές και αχλαδιές που έχουν περιέλθει σε άγρια κατάσταση, καθώς και λιθοσωροί (βλ. στα βόρεια του Κουκουναρτίου στους πρόποδες του υψώματος του Αγ. Λουκά. Το τελευταίο, όπως και το νοτιότερο βουνό του Προφ. Ηλία, οφείλει την ονομασία του σε ένα, σήμερα χαμένο, εκκλησάκι).
Το ρέμα του Κουκουναρτίου που ρέει προς τον βορρά απορρέει στα δεξιά από το ρέμα της Σταμάτας. Εκείνο και το ρέμα των Σπάτων σχηματίζουν, σε σχεδόν παράλληλη βορειοανατολική κατεύθυνση, τους δύο νότιους βασικούς παραποτάμους της μεγάλης Χαράδρας του Μαραθώνα. Ενώ η κάτω πορεία τους κινείται μεταξύ στενών ορεινών φαραγγιών, πιο ψηλά διανοίγονται δίπλα τους μικρές κοιλάδες και κοιλότητες, που σήμερα καλλιεργούνται και πάλι επιμελώς. Τα κατάλοιπα σε αυτές τις κοιλάδες, που είναι κυρίως απλοϊκά εκκλησάκια, λιθοσωροί από κατεστραμμένες οικίες, αποθήκες και ίχνη από άνδηρα, μαρτυρούν εντατική καλλιέργεια κατά τη Μεσαιωνική περίοδο.
Ακολουθώντας το ρέμα της Σταμάτας προσεγγίζουμε δύο θέσεις αυτού του είδους. Περίπου 1 χλμ. βορειότερα ανοίγεται προς τα ανατολικά η πλευρική κοιλάδα της Μυγδαλέζας. Στα αριστερά του κύριου δρόμου, κοντά στο μονοπάτι προς τη Σοριάνι (βλ. παρακάτω), βρίσκονται τα ερείπια του παρεκκλησίου του Αγ. Αθανασίου με μερικούς αρχαίους λίθους και λιγοστά τμήματα δωρικού κίονα (διάμ.: περ. 0,35 μ., 16 ραβδώσεις). Σε αυτή καθαυτή την κοιλάδα, εκτός ενός πηγαδιού και των καταλοίπων των οικιών και των ανδήρων, υπάρχουν και τα ερείπια του Αγ. Νικολάου (ή της Αγ. Παρασκευής). Ένας άλλος δρόμος μέσω Μυγδαλέζας οδηγεί από τη Σταμάτα προς το βόρειο όριο του Κουκουναρτίου περιτρέχοντας το ύψωμα του Πυργαρτίου το τελευταίο έλκει μάλλον την ονομασία του από τα ερείπια ενός πύργου (στις δυτικές υπώρειές του).
Η δεύτερη πλούσια σε νερά περιοχή, περίπου 1,5 χλμ. βόρεια από την αριστερή πλευρά του ρέματος, προς την πλαγιά του δυτικού υψώματος Σπάτι (420 μ.), ονομάζεται Σιράτι. Και εδώ επιφανειακά σώζονται μόνον κατάλοιπα όψιμων οικιών, μεταξύ αυτών, επάνω από μια πηγή κοντά στο ρέμα, οι τοίχοι ενός ισχυρότερου κτηρίου· επιπλέον, εμφανίζονται ίχνη ανδήρων και όστρακα. Στον χάρτη σημειώνονται, επίσης, κάποιες «Αποθήκες» και ένα «ερημωμένο εκκλησάκι», τα οποία διέλαθαν της προσοχής μου.
Περίπου 2 χλμ. βορειοδυτικά-δυτικά της Σταμάτας βρίσκεται, πάλι στην πορεία της λεκάνης απορροής του Κηφισού και του ρέματος του Μαραθώνα (δηλ. κάπως νοτιότερα επάνω από την περιοχή των πηγών του ρέματος των Σπάτων), το χωριό Μπουγιάτι (ιδιοκτήτης ο κ. Κασσαβέτης, από την Αθήνα· λιγότεροι από 50 κάτοικοι, οι οποίοι προέρχονται από τον Βαρνάβα και το Καπανδρίτι). Εντός του μικρού οικισμού ρέει μια πηγή που χρησιμεύει για την άρδευση των πολύ πρόσφατα εγκατεστημένων φυτειών κορινθιακής σταφίδας. Στην είσοδο της, επίσης, νέας εκκλησίας της Παναγίας βρίσκεται το μαρμάρινο ανάγλυφο ενός αμνού (στραμμένου προς τα δεξιά), επάνω από την πλάτη του οποίου έχει χαραχθεί ένας χριστιανικός σταυρός (Antikenber. αρ. 378).
Παλαιότερα κατάλοιπα χωριών συναντά κανείς τόσο στα βορειοανατολικά όσο και στα νοτιοανατολικά του Μπουγιατίου. Στην τελευταία θέση, επάνω και κοντά σε ένα άμεσα γειτονικό ύψωμα, τα κατάλοιπα είναι σημαντικά: Επιχώσεις και θεμελιώσεις κατοικιών, αρκετές χτισμένες απευθείας στο έδαφος αποθήκες (κυρίως χαμηλότερα, προς την περιοχή του χωριού), και επάνω στα ερείπια της παλιάς εκκλησίας του Αγ. Ανδρέα. Στο τελευταίο, εκτός από θραύσματα δωρικών κιόνων, ένα δωρικό και ένα ιωνικό κιονόκρανο, βρέθηκε και η επιτύμβια στήλη ενός [59] άνδρα από τον δήμο Οίου (Δεκελικόν, Antikenber. αρ. 379). Στη βόρεια πλαγιά, κοντά στον δρόμο, παρατηρεί κανείς αρχαία κατάλοιπα τοίχων, και κυρίως μεγάλες πλάκες και λιθοπλίνθους, στις οποίες έχουν σε ορισμένα σημεία λαξευτεί κοιλότητες για να χρησιμοποιηθούν ως ποτίστρες. Στα νοτιοδυτικά, εντός του πευκώνα, βρίσκονται τα μεγάλων διαστάσεων ερείπια της διπλής εκκλησίας των Αγ. Θεοδώρων (δεν σημειώνονται στον χάρτη), με ωραία βυζαντινή διακόσμηση και αρχαία θραύσματα μαρμάρου που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του ναού.
Μια άλλη, όπως φαίνεται κάποτε οχυρωμένη θέση μικρού οικισμού, εκτείνεται στους βορειοανατολικούς λόφους επάνω από την Παναγία. Τα κατάλοιπα αποτελούνται μόνον από διάσπαρτους λίθους και αρκετά όστρακα.
Ως μια τρίτη θέση, και πάλι στα βόρεια, θεωρείται η περιοχή Σοριάνι που εκτείνεται στις δύο πλευρές μιας πλαγιάς και περιβάλλεται από δύο πηγαίους παραποτάμους του ρέματος των Σπάτων. Τα κατάλοιπα οικισμών που παρατηρούνται εκεί φαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι γειτνιάζουν, θα πρέπει να διαχωρισθούν από τα μόλις προαναφερθέντα και να αποδοθούν σε ένα αυτόνομο κέντρο. Ωστόσο, μάλλον μπορούν να συνενωθούν με τα λίγα κατάλοιπα τα οποία εκτείνονται στην ανατολική κοιλάδα του Chete Tútani έως τα ερείπια από το εκκλησάκι του Αγ. Κωνσταντίνου. Άλλες θεμελιώσεις μιας μικρής εκκλησίας (Αγ. Γεώργιος, με κατάλοιπα λείων κιόνων που πιθανώς προέρχονται από έναν ακόμη παλαιότερο ναό) βρίσκονται στην πλαγιά του λόφου που γειτνιάζει στα νότια με την περιοχή Σοριάνι. Μεσαιωνικά και αρχαία ίχνη τοίχων, καθώς και μεμονωμένες λιθόπλινθοι εκτείνονται κατά κύριο λόγο στη ράχη του λόφου που διαπερνά βόρεια την περιοχή, τις υπώρειες της οποίας, προς τα ανατολικά και τα δυτικά, ορίζουν πλούσια σε νερό χωράφια. Λίγο βορειότερα, το ρέμα των Σπάτων, το οποίο σχηματίζεται από τη συνένωση δύο υδάτινων αρτηριών, εισέρχεται, όπως κι εκείνο της Σταμάτας, σε στενά φαράγγια, τα οποία εγκαταλείπει μόνον λίγο πριν εκβάλλει στο ποτάμι του Μαραθώνα. Στην αριστερή πλευρά ένας απότομος ανηφορικός δρόμος οδηγεί στο εξαθλιωμένο χωριουδάκι Σπάτα, το οποίο μέχρι στιγμής φιλοξενεί μόνον λίγες (περίπου 5) οικογένειες. Στο ύψωμα υπάρχουν τα κατάλοιπα ενός ανεμόμυλου. Αρχαία ή μεσαιωνικά ίχνη δεν μπόρεσα να ανακαλύψω (πρβλ. παραπάνω σ. 57, Παλαιά Σπάτα, δυτικά της Σταμάτας).
Απέναντι, στα ανατολικά, βρίσκεται στην άλλη πλευρά του ρέματος και ψηλά στην πλαγιά του βουνού η εκκλησία της Αγ. Τριάδας, η οποία περιέχει στο εσωτερικό μόνον δύο μικρά κορινθιακά μαρμάρινα κιονόκρανα με λογχόσχημα φύλλα.
Στο βορειοδυτικό δρόμο από τα Σπάτα εισερχόμαστε στο νοτιότερο τμήμα των ορεινών περιοχών του οροπεδίου, πλούσιου σε αγρούς και κοπάδια, το οποίο, παρά τα κάποια εξάρματα και τις βαθιές κοίτες αρκετών ρυακιών που ρέουν κάτω από τις πικροδάφνες, έχει, πάντως, τα χαρακτηριστικά μιας αρκετά εκτεταμένης πεδιάδας. Αυτή τροφοδοτεί σήμερα τέσσερα, εν μέρει, πολύ μεγάλα χωριά: το Καπανδρίτι, το Μάζι, τα Κιούρκα και τα Λιόσια, τα οποία στα βόρεια και τα δυτικά βρίσκονται έξω από την περιοχή του χάρτη μας. Αντίθετα, μέσα σε αυτή βρίσκονται τα σημεία συνένωσης των σημαντικότερων υδάτινων ροών αυτού του τοπίου με τον μεγαλύτερο ποταμό (τη Χαράδρα του Μαραθώνα), να έρχεται από τα δυτικά και από την κύρια κορυφογραμμή της Πάρνηθας: Εκβάλλουν στη μεν δεξιά όχθη του τελευταίου, από τα νοτιοδυτικά το ρέμα του περάσματος του Κατηφορίου και από τα δυτικά ένα ρέμα που πηγάζει πριν από τα Λιόσια, στη δε αριστερή όχθη του (προς νότο), τα ρέματα του Μαζίου και του Καπανδριτίου.
Οι μεσαιωνικοί και αρχαίοι οικισμοί που εντοπίζονται από τα κατάλοιπά τους, είχαν καταλάβει τα οροπέδια επάνω από τις όχι ιδιαίτερα απότομες όχθες. Συγκεκριμένα, στη δεξιά (νότια) όχθη του ρέματος αυτό αφορά αρχικά το τμήμα μεταξύ των σημείων εκβολής των ρεμάτων του Κατηφορίου και των Λιοσίων. Για να αποφύγει την καμπή του κύριου ρέματος και τη ρηγματωμένη βραχώδη περιοχή της Γκούρμας Αντρειωμένης («ανθρώπινα ίχνη ποδιών») στην αριστερή όχθη του, ο δρόμος της κοιλάδας το διαπερνούσε σε αυτό το σημείο. Το γεγονός ότι ο δρόμος διατηρεί περίπου την κατεύθυνση του αρχαίου, φαίνεται να υποδεικνύεται από την ύπαρξη κάποιων ταφικών τύμβων. Ιδιαίτερα μνημειώδης είναι ο μεγάλος δυτικός τύμβος (στον χάρτη: «τάφος με περίβολο»), με ένα χαμηλότερο, δευτερεύον ύψωμα στα νότια, το οποίο επιστέφεται από ένα ψηλό ακρωτηριασμένο πεύκο. Τα ίχνη των τοίχων επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ο περίβολος ήταν τετράγωνος. Στο ημικύκλιο του τύμβου μέτρησα περίπου 70 βήματα. Στην κορυφή του διανοίχθηκε ένα ανασκαφικό όρυγμα, το οποίο, ωστόσο, δεν φθάνει σε ικανό βάθος. Όπως με πληροφόρησαν στο Καπανδρίτι, η προσπάθεια οφείλεται στον Finlay (τέως ιδιοκτήτη των Λιοσίων), ενώ ως ευρήματα αναφέρθηκαν «δύο πήλινες στάμνες με μολύβδινο κάλυμμα».
Η κάποτε κατοικημένη και περιβαλλόμενη από κοίτες ρυακιών περιοχή, στις άκρες των οποίων ακόμη συρρέουν πολλές πηγές, διαθέτει θεμελιώσεις οικιών, 2 «πύργους» (ο ανατολικός μάλλον αρχαίος) και περιβόλους (οχυρώσεις;) επιπλέον, παρατηρούνται κάποια αποθηκευτικά αγγεία μέσα στο έδαφος, πλήθος οστράκων και πολλές μεγάλες αρχαίες λιθόπλινθοι, κυρίως στο δυτικό όριο κοντά στο «ερειπωμένο εκκλησάκι».
[60] Εδώ, το ρηχό υδάτινο πέρασμα οδηγεί στην αριστερή όχθη του ρέματος των Λιοσίων και βορειότερα ο δρόμος διασχίζει, επίσης, τη Χαράδρα με κατεύθυνση προς το Καπανδρίτι. Στη διακλάδωση μεταξύ των δύο ρεμάτων υψώνεται στα δυτικά (στα όρια του χάρτη), επάνω από τις κοίτες, ένας λόφος 40-50 μ., ο οποίος ονομάζεται «Κοτρώνι», όπως και η ακρόπολη που βρίσκεται απέναντι, στα βορειοανατολικά (βλ. παρακάτω). Αρκετές δρυς καλύπτουν το άνω πλάτωμα, κυρίως τη νότια πλαγιά όπου ρέει επίσης μια πηγή. Η τελευταία αναφερθείσα θέση ονομάζεται Παλαιό Χάνι. Σε ολόκληρη την περιοχή έως το ύψωμα συναντούμε πυκνά ίχνη αρχαίων οικισμών: όστρακα και αρχαίες λιθόπλινθοι, οι οποίες βρίσκονται ως ένα σημείο μέσα στο έδαφος. Το εκκλησάκι του Αγ. Βλασίου στα βόρεια, στην άλλη πλευρά της Χαράδρας, περιέχει επίσης κάποιους μεταφερθέντες λίθους (κατώφλι, μαρμάρινη πλάκα με κυμάτιο κλπ.).
Βρισκόμαστε ήδη στην περιοχή του χωριού Μάζι, οι αμπελώνες του οποίου είναι ορατοί στο άνω άκρο του χάρτη μας· στα ανατολικά του βρίσκονται τα χωράφια και οι οπωρώνες του Καπανδριτίου. Μεταξύ των δύο ρεμάτων των χωριών παρατηρούνται ακόμη πολύ ασήμαντα ίχνη διαλυμένων, κατά τα φαινόμενα, αρχαίων οικιών.
Τα πλευρικά ρέματα της Χαράδρας στην αριστερή όχθη της, με κύρια κατεύθυνση προς τα νότια, είναι τα ακόλουθα: των Κιούρκων (δυτικά, εκτός του χάρτη μας), του Μαζίου, του Καπανδριτίου, του Βαρνάβα, του Καλεντζίου, του Παλαιού Μοναστηρίου και του Γραμματικού. Η περιοχή που διασχίζουν γίνεται προς τα ανατολικά σταδιακά πιο ορεινή.
Ακόμη πιο απομονωμένα, χωρισμένα από κοιλότητες και οροπέδια, παραμένουν τα υψώματα μεταξύ των ρεμάτων του Καπανδριτίου και του Βαρνάβα. Προπάντων, αμέσως στα ανατολικά, επάνω από την κοίτη του πρώτου, υψώνεται η αποστρογγυλεμένη κορυφή του Κοτρωνίου που δεσπόζει στην περιοχή (ύψος: 366 μ.· η ανηφορική κλίση από την πεδιάδα ανέρχεται περίπου στα 120 μ.), το σχήμα της οποίας θυμίζει ήδη από μακριά μια ελληνική ακρόπολη. Στη δυτική και νότια πλαγιά της φύονται διάσπαρτες δρυς. Η άνω επιφάνεια, μήκους από βορρά προς νότο περίπου 200 και πλάτους 100 μ., είναι γαιώδης και με τα άνδηρα που την περιβάλλουν, ίχνη των οποίων παρατηρεί κάποιος περιμετρικά, κατάλληλη για καλλιέργεια. Το νερό δεν μπορεί να απουσίαζε, αν και δεν μπόρεσα πια να βρω κάποιο πηγάδι. Επιπλέον, η ονομασία της μικρής εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής (χωρίς αξιόλογα αρχαία κατάλοιπα) παραπέμπει σε κάποια πηγή που τώρα θα πρέπει να έχει στερέψει. Το έδαφος καλύπτεται από ερείπια τοίχων και αρκετά όστρακα. Η οχύρωση που περιβάλλει το πλάτωμα έχει τη μορφή αναχώματος και αποτελείται από μικρούς λίθους. Προς το εσωτερικό προβάλλουν εγκάρσιοι τοίχοι που δημιουργούν ένα πλήθος μεμονωμένων χώρων.
Το γεγονός ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε στην ακρόπολή μας την αρχαία ακρόπολη των Αφιδνών, είναι κάτι που διαπίστωσε ήδη από καιρό ο Finlay, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης των Λιοσίων, γνώριζε αυτήν την περιοχή ιδιαιτέρως καλά. (Hist. geogr. Abh. über Attika «Über die Lage Aphidnas» στον Hoffmann, Die alten Geogr. κλπ. II, σ. 62 κ.εξ.). Ο ίδιος (ό.π. σ. 69 κ.εξ.) εξαίρει πολύ παραστατικά τα πλεονεκτήματα της θέσης στη διασταύρωση των δρόμων από την Αθήνα προς τον Ωρωπό (και την Ψαφίδα), καθώς και από τον Μαραθώνα προς την Τανάγρα.
Μολονότι το Κοτρώνι χωρίζεται προς τα νότια μέσω μόνον ενός διάσελου από τη βραχώδη και απότομα κατηφορική προς τη Χαράδρα περιοχή της Γκούρμας Αντρειωμένης, και ενώ κάποιες χαμηλές απολήξεις του εκτείνονται προς τα βορειοανατολικά, στη νοτιοανατολική του πλευρά υπάρχει μια κατωφερής κοιλάδα προς το ποτάμι, η οποία παίρνει την ονομασία της από το εκκλησάκι των Αγ. Σαράντα. Στη γύρω από αυτήν περιοχή διακρίνονται μερικά αρχαία κατάλοιπα, όπως ασβεστολιθικές λιθόπλινθοι, προερχόμενες από αρκετά μεγάλα κτήρια, αν και δεν παρατηρούνται ίχνη πυκνής κατοίκησης. Κοντά στο εκκλησάκι βρισκόταν και το μεσαίο τμήμα μιας γυναικείας μορφής με διπλό χιτώνα, μεγέθους μικρότερου του φυσικού. Αντίθετα, μεγαλύτερης έκτασης και πλουσιότερα ερείπια διαθέτει το οροπέδιο Γαϊτανά που είχε κατοικηθεί και κατά τον Μεσαίωνα, το οποίο, ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση, εκτείνεται πέραν του Άσπρου Βουνού, επάνω από τη νότια προεξοχή της Χαράδρας. Το εν μέρει καλλιεργούμενο έδαφος περιέχει όστρακα. Παντού συναντά κανείς μέσα σε θαμνώδη χαμόκλαδα σημεία με χαλάσματα, που αποτελούνται από αρχαίους κατεργασμένους λίθους –μεταξύ αυτών και μεγάλες λιθόπλινθοι από μάρμαρο και ασβεστόλιθο–, ίχνη θεμελιώσεων μεταγενέστερων περιόδων και αποθηκευτικά αγγεία. Ερείπια από ένα εκκλησάκι παρατήρησα, πάντως, μόνον χαμηλότερα, στην αριστερή όχθη του ποταμού.
Μια απόληξη του ίδιου οροπεδίου φθάνει νοτιοανατολικά έως την κοίτη του ρέματος του Βαρνάβα, η κοιλάδα του οποίου εδώ, κοντά στην εκβολή του, όπως και νότια του ποταμού του Μαραθώνα, διευρύνεται. Αυτή η προεξοχή επάνω από τα δύο ρέματα φέρει τα κατάλοιπα ενός πύργου-παρατηρητηρίου, για την οικοδόμηση του οποίου χρησιμοποιήθηκαν πολυάριθμες αρχαίες λιθόπλινθοι από ασβεστόλιθο και μάρμαρο.
Η περιοχή γύρω από τους πρόποδες αυτού του υψώματος, με την ονομασία Σούρεζα, εμφανίζει αναμφισβήτητα ίχνη αρχαίων οικισμών, μεταξύ άλλων και θεμελιώσεις με καλή αρμολόγηση στις πλευρές. Οι μικρές, πλούσιες σε νερά, ρεματιές καλλιεργούνται. Το ίδιο ισχύει [61] και για την ανοιχτή, ορεινή και με βεβαιότητα συνανήκουσα περιοχή στη δεξιά όχθη της Χαράδρας, δυτικά της εκβολής του ρέματος των Σπάτων. Αυτή η περιοχή διαθέτει ελάχιστα κατάλοιπα μεσαιωνικής κατοίκησης και σε κανένα σημείο δεν μπόρεσα να ανακαλύψω αρχαίους τοίχους.
Το ρέμα του Βαρνάβα θέτει σε κίνηση ακόμη και σήμερα αρκετούς μύλους και χρησιμοποιείται για την άρδευση των συνδεόμενων με αυτό οπωρώνων. Σε ένα ψηλότερο σημείο (το εκκλησάκι της Παναγίας, χωρίς αξιοπρόσεκτα κατάλοιπα) γειτνιάζει στα δυτικά ένα, έως πριν από μερικά χρόνια ακόμη κατοικημένο, σήμερα σε παρακμή, χωριουδάκι με την ονομασία Συράκο. Πιο επάνω, εκεί όπου εκβάλλει ένα ρέμα από το Καπανδρίτι, βρίσκονται τα κατάλοιπα μιας μονής με την ακόμη διατηρούμενη μνημειώδη εκκλησία της Αγ. Άννας. Η περιοχή, ωστόσο, δεν παρουσιάζει τίποτε που να παραπέμπει σε κάποιον αρχαίο οικισμό, δηλαδή ούτε σχετικές θεμελιώσεις ούτε αρχαίες λιθοπλίνθους. Δυτικά του δρόμου, στην κόγχη ενός εντοιχισμένου «κυτίου προσφορών» της εκκλησίας, βρίσκεται το θραύσμα μιας επιτύμβιας στήλης.
Στην αριστερή όχθη του ρέματος του Βαρνάβα, λίγο ψηλότερα από τον μύλο του Συράκου, ένα ορεινό μονοπάτι και ένα φαράγγι οδηγούν στην άνω κατοικημένη κοιλάδα του Καλεντζίου. Ενώ αυτό το τμήμα εκτείνεται σε μια αρκετά στενή θέση από τα δυτικά προς τα ανατολικά, στην τελευταία απόληξή του προς τα νοτιοανατολικά ανοίγεται το ευρύτερο φαράγγι του ομώνυμου ρέματος προσφέροντας εν μέρει θέα στην κοντινή πεδιάδα του Μαραθώνα και τη θάλασσα. Στην γύρω περιοχή αναφέρεται ότι το Καλέντζι κάποτε άκμαζε και ήταν, κυρίως μέσω της αμπελουργίας του, φημισμένο και πλούσιο. Αργότερα επιδεινώθηκαν δραματικά οι υγειονομικές συνθήκες του χωριού με αποτέλεσμα ένα μέρος του πληθυσμού να αποβιώσει από ισχυρό πυρετό και ένα άλλο να αναγκαστεί να μεταναστεύσει. Σήμερα, η πλειονότητα των οικιών είναι εγκαταλελειμμένη και σε ερειπιώδη κατάσταση. Ο πληθυσμός ανερχόταν κατά το έτος 1879 σε 78 ψυχές και σήμερα φαίνεται ότι έχει μειωθεί ακόμη περισσότερο. Αυτό το γεγονός εξηγείται πιθανώς από την υγρή και πνιγηρή θέση της κατοικημένης περιοχής, σε συνδυασμό με την παραμέληση των υδάτινων δομών· η κατοίκηση της κοιλάδας, η οποία έχει νοτιοανατολική κατεύθυνση και είναι άμεσα εκτεθειμένη στους ήπιους θαλάσσιους ανέμους, μετά από κάποιες μεμονωμένες απόπειρες, δεν συνεχίστηκε.
Η κοιλάδα αυτή ανήκει ακόμη και σήμερα στις πιο εύφορες περιοχές του βόρειου ορεινού τμήματος της Αττικής. Το αμπέλι, το βαμβάκι, η μουριά, η ελιά, η συκιά και άλλα οπωροφόρα δένδρα ευδοκιμούν εδώ, καθώς προστατεύονται από τα βουνά και τον θαλασσινό αέρα.
Τα κατάλοιπα της Αρχαιότητας είναι πράγματι πολύ περιορισμένα· διακρίνει κανείς μόνον σποραδικές λιθοπλίνθους στο ανατολικό τμήμα του αμπελώνα. Επιπλέον, εκτός από κάποια περιστασιακά ευρήματα, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω κάτι περισσότερο. Στη δεξιά (δυτική) πλευρά της κάτω κοιλάδας, περίπου 10 λεπτά από το χωριό, βρίσκεται ένας μεσαιωνικός πύργος-παρατηρητήριο επάνω από το εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης. Δίπλα βρίσκεται το μοναδικό κατοικημένο σημείο της περιοχής. Από εδώ, ένα ορεινό μονοπάτι κατεβαίνει κατά μήκος του φαραγγιού σε λιγότερο από μισή ώρα στη Νινόη.
Δεδομένης της συνολικής εικόνας, μου φαίνεται αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι το Καλέντζι κατέχει τη θέση ενός αρχαίου δήμου, και μάλιστα αυτός πρέπει να βρισκόταν εντός της ορεινής στεφάνης, η οποία περιβάλλει την Τετράπολη και να ήταν ο πιο κοντινός στην τελευταία[13].
Πάντως, και η αμέσως επόμενη πλευρική υδάτινη ροή του ρέματος του Μαραθώνα, η οποία βρίσκεται προς τα ανατολικά, έχει να επιδείξει κάποιες θέσεις προγενέστερης κατοίκησης, οι οποίες, ωστόσο, είναι χωροταξικά περιορισμένες και χωρίς αυτόνομη σημασία. Με ένα ανατολικό ορεινό μονοπάτι μπορεί κανείς να προσεγγίσει στο άνω τμήμα του αναφερθέντος φαραγγιού τα ερείπια του Παλαιού Μοναστηριού. Πρόκειται για κατάλοιπα ενός πύργου-παρατηρητηρίου και τριών εκκλησιών, μαζί με κατάλοιπα πρώην κατοικιών της μονής. Κοντά βρίσκεται μια πηγή και ένα φυσικό σπήλαιο. Αρχαίοι λίθοι (ένας έφερε το γράμμα «Υ») κάνουν πολύ σποραδικά την εμφάνισή τους.
Περίπου 1 χλμ. χαμηλότερα στην κοιλάδα ο δρόμος οδηγεί σε μια, επίσης στη δυτική πλευρά, σχηματιζόμενη κοίτη, η βόρεια πλευρά της οποίας διαθέτει μεσαιωνικά άνδηρα και έναν ελαιώνα. Ο πρώην οικισμός φέρει τη (συχνή) ονομασία «Βίλια». Μια πλούσια πηγή έχει τώρα αποτελματωθεί, ενώ υπάρχουν και ερείπια από ένα εκκλησάκι.
Η τελευταία σημαντική παράπλευρη υδάτινη ροή του ρέματος του Μαραθώνα στην αριστερή πλευρά του προέρχεται από το μεταλλοφόρο όρος Γκράβες, στα βόρεια επάνω από το Γραμματικό. Από αυτό το αρκετά σημαντικό ορεινό χωριό (με περίπου 450 κατοίκους), στο οποίο, ωστόσο, δεν φαίνεται να αντιστοιχεί μια αρχαία θέση, βρίσκονται στην περιοχή που καλύπτει ο χάρτης μας μόνον ένα πηγάδι και στα νότια μερικά συνανήκοντα εκκλησάκια. [62] Το ένα από αυτά, η Αγ. Παρασκευή, έχει εντοιχισμένη στην Αγία Τράπεζα την επιτύμβια επιγραφή ενός Τρικορυσίου, η οποία έχει προφανώς μεταφερθεί εδώ από το Κάτω Σούλι (πρβλ. Antikenber. Mitth. XII, σ. 309, αρ. 349).
Η κατά προσέγγιση κατεύθυνση ενός αρχαίου δρόμου, ο οποίος περνούσε από τον Μαραθώνα και ελάχιστα διαφοροποιείτο από τον σημερινό, φαίνεται ότι σημαίνεται από τάφους: Από έναν τύμβο νότια του Γραμματικού, καθώς και από τους τάφους που, σύμφωνα με όσα λέγονται, αποκαλύφθηκαν δυτικά του Άνω Σουλίου, στην περιοχή Φουσκάζα. Και στο προαναφερθέν χωριουδάκι (με λιγότερους από 100 κατοίκους) υπάρχουν ελάχιστα αρχαία κατάλοιπα. (Μερικοί μικροί κίονες από μάρμαρο βρίσκονται στην εκκλησία της Παναγίας).
Στον δρόμο προς τον Μαραθώνα βρίσκεται στους πρόποδες του ομώνυμου όρους το εκκλησάκι του Αγ. Δημητρίου, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει ο ρωμαϊκός επιτύμβιος κιονίσκος Antikenber. αρ. 354.
Arthur Milchhöfer
___________________________
[1] Σχετικά με το σχεδιάγραμμα και τα αποτελέσματα αυτών των περιηγήσεων πρβλ. το «Vorläufiger Bericht über Forschungen in Attika», Sitzungsber. d. Berl. Akad. 1887, σ. 1095 κ.εξ. Τα νέα ευρήματα ταξινομήθηκαν και συνενώθηκαν με το, ήδη από παλιά, γνωστό υλικό σε μια έκθεση με τίτλο «Antikenbericht aus Attika», Mitth. des athen. Instituts XII, σ. 81 κ.εξ., αρ. 1-142 [Μεσόγεια και Μαρκόπουλο] και σ. 277 κ.εξ. αρ. 143-495 [Μαρκόπουλο έως Σούνιο, περιοχή Πεντελικού, Διακρία και Δυτική Αττική]· XIII, σ. 337 κ.εξ. [πεδιάδα Αθηνών έως Βάρη] αρ. 496-778.
[2] Πρβλ. τους σχετικούς προβληματισμούς μου στο «Standpunkt und Methode der attischen Demenforschung», Sitzungsber. der Berl. Akad. 1887, σ. 41 κ.εξ.
[3] Η Μάνδρα Διάκου δεν βρίσκεται στη θέση που τοποθετείται στον χάρτη αλλά βορειοδυτικότερα.
[4] Ο Ross, Arch. Aufs. I, σ. 225, επεκτείνει την ονομασία και στο καλλιεργούμενο τμήμα του νότιου παραποτάμου.
[5] Πρβλ. επίσης Hanriot, Recherches, σ. 205, τον οποίο αμφισβητεί ο Lolling, Mitth. d. Inst. IV, σ. 351 σημ.
[6] Αυτό [το φαράγγι] ονομάζεται Πρόι Στείρι próë ή prúë = ρέμα στα αλβανικά. Στην άλλη λέξη ίσως διασώζεται το όνομα «Στειρία», αν και το ρέμα δεν οδηγεί απευθείας στην περιοχή αυτού του δήμου. Για τον τόπο προέλευσής του στη θέση Τσαρούλι βλ. παρακάτω: Μερέντα και Κουβαρά. Στο άνω τμήμα υπάρχουν ελαιώνες και τρεις παλαιές εκκλησίες. Η μεσαία από αυτές φέρει βυζαντινή κτητορική επιγραφή.
[8] Ο Finlay, στο Hoffmann, σ. 33, ο ίδιος αναφέρει την Αιξωνή και τη Θήρα· στη σ. 71 το Κοτρώνι Αφιδνών παρόμοιες προέχονται, επίσης και από τη Μαγούλα των Σπάτων. Ο Finlay αναφέρει στο ίδιο ότι στη Μακεδονία και ένα μέρος της Θεσσαλίας αυτές οι πολύ αιχμηρές λίθινες λεπίδες στερεώνονταν κάτω από ένα ξύλινο πλαίσιο και χρησιμοποιούνταν στο αλώνισμα των σιτηρών. Την ίδια συνήθεια παρατήρησα και εγώ στη βόρεια, ορεινή Αττική, κοντά στη Σταμάτα και αλλού. Πρόκειται για ένα είδος ελκήθρου, το οποίο κάτω από το βάρος αρκετών ανδρών διαπερνά τα απλωμένα στο αλώνι στάχυα. Για άλλα λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν στον τύμβο βλ. επίσης Revue arch. XV, σ. 145.
[9] Η γιορτή της, όπως δηλώνει και η ονομασία, λαμβάνει χώρα εν μέσω σποράς (την 21η Νοεμβρίου).
[10] Ο λοχαγός Eschenburg αναφέρει στη σ. 10 έναν σπόνδυλο και ένα «πελώριο ιωνικό επιστύλιο» και στον χάρτη σημειώνονται «Säulen- und Architravreste» (κατάλοιπα κίονα και επιστυλίου). Υποθέτω ότι συγχέει το τελευταίο με το κιονόκρανο, διότι κανένας πριν και μετά από αυτόν δεν παρατήρησε κάποιο επιστύλιο.
[11] [Πρβλ. τώρα τις αναφορές του κ. Merriam στο «Seventh annual report of the American School at Athens» Cambr. 1889, σ. 46 κ.εξ., επίσης σ. 9 κ.εξ.] Παράρτημα.
[12] Για την ανταπόκριση του ιδιοκτήτη, κυρίου Ηλιόπουλου, μπορεί κανείς να είναι βέβαιος, καθώς την έχει αποδείξει ήδη στην Ικαρία.
[13] Ο Leake, Demen, σ. 127 της μτφρ., αναφέρει «στο ήμισυ του δρόμου (από το Καπανδρίτι προς την Οινόη), επάνω σε έναν λόφο στη δεξιά όχθη (του ρέματος του Μαραθώνα) κοντά στο χωριό Καλέντζι, κατάλοιπα τοίχων ενός οχυρωμένου δήμου». Μια θέση αυτού του είδους μού είναι παντελώς άγνωστη. Επιπλέον, αυτή η σημείωση απουσιάζει από τη δεύτερη έκδοση του έτους 1841.
KARTEN VON ATTIKA
______
AUF VERANLÄSSUNG DES
KAISERLICH DEUTSCHEN ARCHÄOLOGISCHEN INSTITUTS
UND MIT UNTERSTÜTZUNG DES
K. PREUSSISCHEN MINISTERIUMS DER GEISTLICHEN, UNTERRICHTS- UND MEDICINAL-ANGELEGENHEITEN
AUFGENOMMEN DURCH
OFFIZIERE UND BEAMTE DES K. PREUSSISCHEN GROSSEN GENERALSTABES
MIT ERLÄUTERNDEM TEXT
HERAUSGEGEBEN
VON
E. CURTIUS und J. A. KAUPERT
_______
ERLÄUTERNDER TEXT
ZU
TATOI PHYLE MEGALO VUNO ELEUSIS SALAMIS
VON
ARTHUR MILCHHOEFER
_________________
BERLIN 1895
GEOGRAPHISCHE VERLAGSHANDLUNG DIETRICH REIMER
(HOEFER & VOHSEN)
Τεύχος VII-VIII
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
______
ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ
E. CURTIUS ΚΑΙ J. A. KAUPERT
_______
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΣΤΟ
ΤΕΥΧΟΣ VII-VIII
ΤΑΤΟΪ ΦΥΛΗ ΜΕΓΑΛΟ ΒΟΥΝΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ
ΤOΥ
ARTHUR MILCHHOEFER
____________
ΒΕΡΟΛΙΝΟ 1895
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ DIETRICH REIMER
(HOEFER & VOHSEN)
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
______
ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡ. ΠΡΩΣΙΚΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ
E. CURTIUS ΚΑΙ J. A. KAUPERT
_______
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
_________
ΤΕΥΧΟΣ VII-VIII
ΤOΥ
ARTHUR MILCHHOEFER
_________
ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΟ ΑΠΌ ΕΠΤΑ ΧΑΡΤΕΣ ΣΕ ΦΑΚΕΛΟ
ΤΑΤΟΪ ΦΥΛΗ ΜΕΓΑΛΟ ΒΟΥΝΟ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ
____________
ΒΕΡΟΛΙΝΟ 1895
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ DIETRICH REIMER
Σύνοψη των Περιεχομένων.
____
I. Η περιοχή της Πάρνηθας και του Μεγάλου Βουνού . . . . . . . . 1
Τατόι (Φύλλο XX) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 2
Φυλή (Φύλλο XXIV) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 8
Μεγάλο Βουνό (Φύλλο XXV) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14
II. Η περιοχή γύρω από την Ελευσίνα (Φύλλο XXVI) . . . . . . . . . 19
III. Η Σαλαμίνα και τα στενά (Φύλλο XXI-XXIII) . . . . . . . . . . . . 26
_______________________
[1] Τα επτά φύλλα (XX-XXVI) των τευχών VII και VIII των «Χαρτών της Αττικής», σε συνέχεια των Τμημάτων «Μαραθών» (φ. XIX, κείμενο III-VII, σ. 40 κ.εξ.), «Κηφισιά» (φ. V, κείμενο II, σ. 33 κ.εξ.), «Πύργος» (φ. VI, κείμενο II, σ. 41 κ. εξ.), «Αθήνα-Πειραιάς» (φ. III, κείμενο II, σ. 1 κ.εξ.), ανήκουν στα βόρεια και δυτικά της χερσονήσου. Για λεπτομερέστερη εξέταση μπορούμε, με μικρές αλλαγές στη σειρά της δημοσίευσης, να τα κατατάξουμε σε τρεις ομάδες:
Ι. Στην περιοχή της Πάρνηθας και του Μεγάλου Βουνού (φ.XX. XXIV. XXV)
ΙΙ. Στην περιοχή γύρω από την Ελευσίνα (φ. XXVI)
ΙΙΙ. Στη Σαλαμίνα και τα στενά (φ. XXI-XXIII)
_______________
Ι. Η περιοχή της Πάρνηθας και του Μεγάλου Βουνού
Οι χάρτες μας «Τατόι» (φ. XX), «Φυλή» (φ. XXIV) και «Μεγάλο Βουνό» (φ. XXV) παρουσιάζουν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, την τεράστια ασβεστολιθική οροσειρά με τις υπώρειές της, η οποία, εκτεινόμενη σε κατεύθυνση (και στρωματική διεύθυνση) από τα δυτικά προς τα ανατολικά, φθάνει από τον Κιθαιρώνα έως τους πρόποδες του Πεντελικού όρους. Ο κύριος όγκος αυτής της οροσειράς, μήκους περίπου 30 χλμ., σχηματίζεται στο ανατολικό τμήμα του, από την κορυφή του Οζιά (1.412 μ.) μέσω της συνένωσης των γειτονικών βουνοκορφών, από τις οποίες μισή τουλάχιστον δωδεκάδα έχει ύψος άνω των 1.200 μ. (κατανεμημένες γύρω από τα όρια των Τμημάτων του Τατοΐου και της Φυλής στο βόρειο ήμισυ). Αυτή η οροσειρά ορίζεται στην ίδια απόσταση από το κέντρο της, της ίδιας της Πάρνηθας, από φαράγγια από τα δυτικά και τα ανατολικά. Σε αυτά τα φαράγγια εισέρχονται τα περάσματα τα οποία, αφενός μέσω Δεκελείας (Τατόι, υψηλότερο σημείο: 641,3 μ.), αφετέρου μέσω Φυλής (υψηλότερο σημείο: 780 μ.), οδηγούν προς τα βόρεια και βορειοδυτικά. Στα ανατολικά, πέρα από τη Δεκέλεια, συναντώνται οι υπώρειες της Πάρνηθας και του Πεντελικού στο πέρασμα Κατηφόρι (υψηλότερο σημείο: 380 μ., πρβλ. κείμενο III-VI, σ. 57 και 59), την πιο άνετη διάβαση από την Αθήνα προς τις Αφίδνες. Στα δυτικά εκτείνεται το Μεγάλο Βουνό (με μέγιστο ύψος 883,7 μ. και 885,5 μ.) έως τη δίοδο που το χωρίζει από τον Κιθαιρώνα και φέρει την ονομασία «αἱ Πόρταις» ή «πέρασμα του Δερβενοσάλεσι» (υψηλότερο σημείο: περ. 600 μ.).
Σχετικά με την περιοχή που βρίσκεται στα βόρεια και νότια της οροσειράς μας και τις υδρογραφικές συνθήκες οι οποίες καθορίζονται από τη δεύτερη, ας προαναφερθούν εδώ χάριν ενός γενικού προσανατολισμού, τα ακόλουθα: το Μεγάλο Βουνό αποτελεί ταυτόχρονα και το ανατολικό επίμηκες όριο του οροπεδίου των Σκούρτων, τα ύδατα του οποίου, στον βαθμό που δεν απορροφώνται από καταβόθρες, ρέουν μέσω μιας βόρειας βουνοπλαγιάς προς τον βοιωτικό Ασωπό. Το ίδιο ρέμα κινούμενο προς τα ανατολικά συλλέγει τις πλευρικές ροές του βόρειου τμήματος της Πάρνηθας, το οποίο δεν εμφανίζεται πια πλήρως στους χάρτες μας [1].
[2] Η Χαράδρα, η οποία πήρε το όνομά της από την Οινόη της Τετραπόλεως, ξεκινάει απευθείας προς τα ανατολικά από την Πάρνηθα, στη συνέχεια από τη βόρεια πλευρά της κεντρικής περιοχής στην κορυφή της, και, περνώντας από τις Αφίδνες, κατευθύνεται προς την πεδιάδα του Μαραθώνα.
Στα πολυάριθμα ρυάκια που ξεκινούν από τη νοτιοανατολική πλευρά της Πάρνηθας (βλ. Τμήμα «Τατόι») και κατεβαίνουν προς τον Κηφισό αντιστοιχούν στο απόκρημνο ψηλό βουνό, κατά κύριο λόγο, απότομα φαράγγια που μεταφέρουν μόνον όμβρια ύδατα. Τα ορεινά ύδατα, τα οποία συρρέουν από το εσωτερικό δυτικά της Χασιάς (βλ. Τμήμα «Φυλή»), έχουν τη φυσική κλίση τους προς την πεδιάδα του Θριασίου (βλ. Τμήμα «Πύργος») και μόνον με τεχνητά μέσα ένα μέρος του υδραγωγού Γιαννούλα φθάνει στην αθηναϊκή πλευρά.
Εκτός του ρυακιού της Θρίας (ανατολικά), η πεδιάδα, που παίρνει την ονομασία της από αυτόν τον δήμο και την Ελευσίνα υποδέχεται από τα βόρεια και τα βορειοδυτικά της οροσειράς δύο μεγαλύτερες ροές: στο μέσον το ρυάκι της Γκοριτσάς (Τμήμα «Ελευσίνα»· στην άνω κοίτη του, Τμήμα «Μεγάλο Βουνό»: φέρει την ονομασία «Ξερό Ρεύμα») που κατέρχεται από την περιοχή της κορυφής του Μεγάλου Βουνού, και κατόπιν στα δυτικά το σημαντικότερο ρυάκι, τον Ελευσινιακό Κηφισό και σημερινό Σαρανταπόταμο, με τον οποίον ενώνεται το βορειότερο ρυάκι του Κοκκινίου (ή Κοκκινοπόταμος).
Μετά από αυτήν την παράθεση των συνεχών τοπικών συνθηκών ας επιτραπεί η εξέταση των επιμέρους τμημάτων του χάρτη, η ειδική περιγραφή των οποίων θα επιχειρηθεί, κατά το δυνατόν κάθε φορά, διαμέσου της ομαδοποίησης γύρω από ένα συγκεκριμένο τοπογραφικό κέντρο (Τατόι, Χασιά κλπ.).
Τατόι
(Χάρτες της Αττικής – Φύλλο ΧΧ)
Εντός της μεθοριακής περιοχής ανάμεσα στην Πάρνηθα και τη συνέχειά της προς τα ανατολικά (τα Μαούνια, βλ. παρακάτω), πριν ακόμη το πέρασμα που οδηγεί προς τα βόρεια φθάσει το μέγιστο ύψος του (641,3 μ.), στο σημείο όπου τα βουνά συγκλίνουν περισσότερο, απλώνεται επίπεδα μια ανοιχτή, αν και ανώμαλη περιοχή. Η απόληξη της τελευταίας προς τα νότια αποτελείται από έναν λόφο (500 μ.) που προβάλλει λοξά, ο οποίος, και στις δύο πλευρές του, οριοθετείται από φαράγγια που επιτρέπουν την διαμόρφωση μόνον πολύ στενών περασμάτων προς την αθηναϊκή πεδιάδα. Ο όμορφα δασωμένος και πλούσιος σε πηγές χώρος, ο οποίος πήρε την ονομασία του από τον παλαιότερο οικισμό Τατόι, διαμορφώθηκε από τον βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο ως θερινή κατοικία (και πρότυπη αγροικία). Απέναντι από τον προαναφερθέντα λόφο, ένα χαριτωμένο πάρκο και ένα νεόκτιστο ανάκτορο καταλαμβάνουν το βόρειο ανηφορικό τμήμα. Περιφερειακά, ιδίως στις βορειοδυτικές και δυτικές πλαγιές, έχουν εκ νέου αποκαλυφθεί επιμελώς οι υδάτινες αρτηρίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια του εδάφους, όπου τώρα ευδοκιμούν αμπέλια και ωραίοι οπωρώνες.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το επίκεντρο του αρχαίου οικισμού βρισκόταν αναμφίβολα στην ευρύχωρη κοιλότητα (460 μ.) που διαμορφώνεται ανάμεσα στο πάρκο και τον νότιο λόφο, ακριβέστερα δε μπορεί κανείς να πει: κοντά στους σημερινούς στάβλους. Ακόμη και σήμερα, διατηρούνται ίχνη τειχών και σποραδικές, μεγάλες ασβεστολιθικές λιθόπλινθοι από τη γωνία του ανδήρου επάνω από το (νεοανεγερθέν) ξενοδοχείο έως τους «στάβλους»· άλλοι λίθοι έχουν εντοιχισθεί εκ νέου στους τελευταίους και στο αλώνι, ενώ άλλους λίθους αναγνωρίζει κανείς και ακόμη δυτικότερα, προφανώς στον άξονα της αρχαίας οδού του περάσματος. (Αντιθέτως, δεν μπόρεσα να εξακριβώσω με βεβαιότητα αρχαία ίχνη στη δεξιά πλευρά του εδώ γειτονικού ρέματος, στο σημείο του χάρτη με την ένδειξη «πόλη της Δεκελείας». Το τοπωνύμιο «Παλαιοχώρι» πρέπει να προέρχεται, ως συνήθως, από τις ερημωμένες καλύβες του χωριού). Η τοποθέτηση του κέντρου του δήμου εδώ υποστηρίζεται ουσιαστικά και από άλλα ευρήματα. Κυρίως, κοντά στους στάβλους ήλθε στο φως η περίφημη επιγραφή της φρατρίας Δημοτιωνιδών [3], η οποία απαρτιζόταν, κατά κύριο λόγο, από τους κατοίκους της Δεκελείας και του γειτονικού Οίου Δεκελικού (πρόσθια πλευρά: C.I.A. II, 841b = Κουμανούδης, Εφημ. Αρχ. 1883, σ. 69 κ.εξ. οπίσθια πλευρά: Δελτ. αρχ. 1888, σ. 161 κ.εξ. = Εφ. 1888, σ. 1 κ.εξ. Περαιτέρω βιβλιογραφία: Busolt, Die griech. Staats-und Rechtsalterth.2, σ. 208 κ.εξ. Η πληροφορία για τον τόπο εύρεσης στο: Κουμανούδης, Εφημ. 1883: «παρὰ τὸ ἱπποστάσιον», βασίζεται μόνον σε ανακριβή χρήση μιας σημείωσης. Ο βασιλικός στάβλος βρίσκεται κοντά στο ανάκτορο, ενώ τα χαμηλότερα κείμενα κτήρια, για τα οποία γίνεται λόγος εδώ, φιλοξενούν τον καθαυτό στάβλο). Από την επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο τόπος ανέγερσης της στήλης ήταν ο «βωμός (του Διός Φρατρίου) στη Δεκέλεια», περαιτέρω δε αναφέρεται ένας «οίκος (οίκος συγκέντρωσης ή λατρευτικής χρήσης) Δεκελειωτών» και τελικώς ένα ιερό της Λητούς, πιθανώς για τον ίδιο δήμο. Τουλάχιστον ένα θραύσμα αναθηματικού αναγλύφου που φυλάσσεται στο Τατόι φαίνεται, επίσης, να παραπέμπει στο τελευταίο ιερό (Athen. Mitt. XII, σ. 321, αρ. 433, Απόλλωνας και μια θεά, πρβλ. 432). Άλλα γλυπτά και επιγραφές, κυρίως με επιτύμβιο χαρακτήρα (στην πλειονότητά τους συγκεντρωμένα στον «πύργο με τη θέα», που υψώνεται στα ανατολικά, επάνω από το πάρκο πρβλ. τον κατάλογο στο Athen. Mitt. XII, σ. 320 κ.εξ., αρ. 429 έως 449), απλώς επιβεβαιώνουν την ονομασία και τη σημασία του αρχαίου δήμου Δεκελείας. Ιδιαιτέρως αντιπροσωπεύεται η οικογένεια του Νικοδήμου (ένας Νικόδημος εμφανίζεται και στην επιγραφή της φρατρίας) μέσω καταλοίπων μεγαλοπρεπών ταφικών μνημείων (βλ. ό.π. αρ. 445-448 για τον τόπο εύρεσης βλ. Lüders, Archäol. Zeitung 1873, σ. 55 κ.εξ.), όπου όμως οι τάφοι δεν βρέθηκαν. Ο οικογενειακός τάφος πρέπει να βρισκόταν σε περίοπτη θέση δίπλα στην οδό που οδηγούσε προς τα βόρεια.
Γενικά, η θέση του δήμου Δεκελείας δεν τελούσε ούτε παλαιότερα υπό αμφισβήτηση. Ήδη από τις γραπτές αναφορές ήταν γνωστό ότι από εκεί περνούσε ο απευθείας δρόμος από την αθηναϊκή πεδιάδα προς τον Ωρωπό (Θουκ. VII, 2) και την Τανάγρα (Ηρόδοτ. IX, 15)· επιπλέον, ο Θουκυδίδης (VII, 19) αναφέρει ότι η απόσταση του δήμου από την Αθήνα (όπως και από τη βοιωτική μεθόριο) ήταν 120 στάδια[2].
Αντιθέτως, ως προς τη θέση της μοιραίας οχύρωσης, εκείνου του «ὁρμητηρίου» [ὁρμητήριον ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] (Στράβ. 396), από τις εγκαταστάσεις του οποίου οι Λακεδαιμόνιοι υπό τον Άγη ξεκίνησαν κατά το έτος 413, την τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, μέχρι και πριν από 20 χρόνια δεν υπήρχε καμία απολύτως ομοφωνία. Ο Gell (Itinerary, σ. 106· πρβλ. Stuart II, Alterth. v. Ath., σ. 266 κ.εξ., σημ. 76 γερμ. μτφρ.) και ο Leake (Demen, σ. 14) εκφράζονται αρκετά αόριστα, ωστόσο ο δεύτερος φαίνεται ότι είχε πράγματι υπόψη ένα ύψωμα νότια του Τατοΐου· πρβλ. επίσης Ross,Erinnerungen u. Mitth. σ. 245. Αργότερα, και συγκεκριμένα από τις Recherches (σ. 120 κ.εξ.) του Hanriot και έπειτα, η θέση ταυτίσθηκε σε μεγάλο βαθμό με το φρούριο Κατσιμίδι που βρίσκεται 3 χλμ. βορειότερα, επάνω από το πέρασμα (περισσότερα παρακάτω, Bursian, Geogr. I, σ. 335· Curtius, Sieben Karten, κείμενο σ. 62 με κάτοψη στο φ. VII, 4.). Η ορθή άποψη διατυπώθηκε για πρώτη φορά με αδιάσειστα επιχειρήματα από τον κύριο Τ. Βάσσο, υπασπιστή του βασιλιά (Αθήναιον III, 1875, σ. 133). Αυτός μπόρεσε να υποδείξει τα σαφή ίχνη τειχών, που κατά την κατασκευή ενός αμαξιτού δρόμου ήλθαν στο φως στο μέσον του ύψους εκείνου του (προαναφερθέντος και ευρισκόμενου στη νότια απόληξη του κοιλώματος του Τατοΐου, στο οποίο δεσπόζει με ύψος περί τα 40 μ.) λόφου. Σήμερα μπορεί κανείς να παρατηρήσει σχεδόν περιμετρικά αυτή τη, διατηρούμενη στις κατώτερες στρώσεις της, οχύρωση, έως τη νοτιοανατολική πλευρά όπου φαίνεται ότι προσεγγίζει την κορυφή. Έχει ελλειψοειδές σχήμα με περιφέρεια μεγαλύτερη των 800 μ., ενώ ορατή είναι μόνον η εξωτερική όψη των κατασκευασμένων με μορφή αναλήμματος και όχι ιδιαίτερα βαθιά θεμελιωμένων λίθινων στρώσεων, οι μετρίου μεγέθους λίθοι των οποίων έχουν μονάχα εν μέρει σχηματοποιηθεί σε ορθογώνιες λιθοπλίνθους. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα στρατόπεδο με ισχυρή οχύρωση σε μια, από στρατηγικής άποψης, άριστα επιλεγμένη θέση: αποτελούσε ταυτόχρονα οδόφραγμα, φυλάκιο παρατήρησης και προκεχωρημένο φυλάκιο για το σύνολο της πεδιάδας που κατεβαίνει έως την Αθήνα και τη θάλασσα. Εξίσου ελεγχόταν η άνω περιοχή του Κηφισού, μέσω παρατήρησης και με στρατιωτικές δυνάμεις που, επίσης, απέκλειαν το πέρασμα του Κατηφορίου, το οποίο ήταν, για τους Αθηναίους, το αμέσως επόμενο σε σπουδαιότητα για τον βόρειο ανεφοδιασμό (βλ. παραπάνω και πιο κάτω). Είναι, επίσης, αδιαμφισβήτητο ότι το οχυρό των Λακεδαιμονίων επί του, τότε σίγουρα απογυμνωμένου και σήμερα γεμάτου έλατα, λόφου ήταν ορατό και από την Αθήνα (Θουκ. VII, 19 «ἐπιφανὲς μέχρι τῆς πόλεως»).
[4] Το τοπωνύμιο Παλαιόκαστρο, με το οποίο η τοπική παράδοση συνδέει αυτό το ύψωμα, θα έπρεπε, σε συνάρτηση με τη θέση, να έχει ήδη από καιρού καθοδηγήσει την τοπογραφική παρατήρηση. Θα πρέπει κανείς να υποθέσει, ότι ο ίδιος ο λόφος έπαιξε κάποιο ρόλο στην ιστορία του οικισμού της Δεκέλειας. Πριν από τη σπαρτιατική κατάληψη, και όπως τεκμαίρεται ήδη από τον Θουκυδίδη (VI, 98), η θέση ομολογουμένως δεν προσφερόταν για τους Αθηναίους ως αμυντικό σημείο. Ωστόσο, η παλαιά κοινότητα, οι μύθοι της οποίας υπεισέρχονται στην εκστρατεία των Τυνδαριδών κατά των Αφιδνών (Ηρόδ. IX, 73, Στεφ. Βυζ. Δεκέλεια) και η οποία, λόγω της αλλοτινής σπουδαιότητάς της, συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των δώδεκα «πόλεων» της Αττικής σύμφωνα με μαρτυρία του Φιλοχόρου (Στράβ. IX, 397), θα μπορούσε να διατηρήσει την αυτονομία της μόνον υπό την προστασία μιας ισχυρής οχύρωσης. Επιτρέπεται να σκεφθούμε ότι και η τελευταία βρισκόταν με βεβαιότητα στο Παλαιόκαστρο, μολονότι, ως φαίνεται, τα μεταγενέστερα γεγονότα εξάλειψαν οποιοδήποτε ίχνος της.
Ίδιας σπουδαιότητας ήταν και η κατοχή της βόρειας διόδου, το υψηλότερο σημείο της οποίας, σε απόσταση μεγαλύτερη των 3 χλμ., βρισκόταν κατά περίπου 200 μ. ψηλότερα από την κάτω περιοχή της Δεκελείας. Αυτό το σημείο, το οποίο ταυτόχρονα αποτελεί και τη στενότερη θέση του περάσματος, πλαισιώνει ο βράχος Κατσιμίδι (850,7 μ. έναντι 641,3 μ. του περάσματος) με απότομους γκρεμούς, στα μεν δυτικά προς την οδό, στα δε βόρεια προς το φαράγγι της Χαράδρας. Εδώ, με έναν ευφυή σχεδιασμό, ανεγέρθηκε το φρούριο αποκλεισμού, για το σχέδιο του οποίου παρέχει κάποια ιδέα το σχεδιάγραμμα του Strantz στο Curtius 7 Karten, φ. VII, 4. Ο ανηφορικός δρόμος από ένα νοτιότερο σημείο του περάσματος, καθώς και από το φαράγγι της Χαράδρας (όπου υπάρχουν στην πλαγιά μια-δυο πηγές και, κατά τα φαινόμενα, ίχνη αρχαίων δρόμων) οδηγεί δυτικά προς τα πάνω και μέσω ενός διάσελου στον βράχο· μόνον εδώ και στο νότιο άκρο φαίνεται ότι υπήρχαν πύλες. Το φρούριο είχε στενή ωοειδή μορφή με άξονα (από τα δυτικά προς τα ανατολικά) μήκους 165 μ. και πλάτους, κατά τα φαινόμενα, μόλις 20 μ. Εν μέσω ερειπίων και θάμνων, ο προσανατολισμός ως προς την κατεύθυνση των τειχών, τα λίθινα αναχώματα, τις λαξεύσεις στο βράχο και τις κτηριακές διαμορφώσεις καθίσταται σήμερα ατελής. Στο βόρειο άκρο, όπου τουλάχιστον ακόμη διατηρείται ο μερικώς λαξευμένος βράχος, σχεδόν δεν διαφαίνονται καθόλου τείχη. Καλύτερα διατηρείται η οχύρωση κατά μήκος της νότιας πλευράς και στην ανατολική γωνία, όχι μόνον «ακανόνιστα τοιχία» (Curtius), αλλά και στρώσεις λιθοπλίνθων, για τις οποίες παρατηρεί κανείς ότι σε κάποια σημεία ενισχύονται με μια δεύτερη γραμμή τείχους, ακόμη και με ξερολιθιά.
Η εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τη χρονολόγηση ή έναν σχετικό διαχωρισμό των οικοδομικών φάσεων, αποκλειστικά βάσει της υφιστάμενης κατάστασης είναι μάλλον αδύνατη. Μολαταύτα, για συγκρίσεις με μεμονωμένα τμήματα προσφέρονται κατασκευές όπως εκείνη του «Δέματος», μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω (πρβλ. «K. v. A.» κείμενο II, σ. 44 κ.εξ.), ενώ για οχυρωματικούς και διπλούς περιβόλους είτε η ακρόπολη της Τρικορύθου («K. v. A.» III-VI, σ. 49) είτε το παρακάτω αναφερόμενο φρούριο Γκαϊτανά (Λειψύδριον) [σημερινό Γκατζανά ή Καζανά / Σ.τ.Μ.]. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι αφενός η εξαρχής επιτακτική αναγκαιότητα κατοχής αυτού του σταθερού σημείου εκ μέρους των αυτόνομων αρχόντων της Δεκελείας, αφετέρου το γεγονός ότι η υπεράσπισή του από τους κατοίκους της Αττικής κατά τον 5ο αιώνα ήταν τόσο ασθενής όσο και εκείνη του νότια κειμένου «Παλαιοκάστρου», αφού ο Μαρδόνιος πέρασε ανεμπόδιστος από τη Δεκέλεια προς τη Σφενδάλη και την Τανάγρα (Ηρόδ. IX, 15). Από τον 4ο αιώνα και εξής συναντούμε αυτές τις ισχυρές θέσεις εκ νέου ως κρησφύγετα για τον πληθυσμό της υπαίθρου από εχθρικές εισβολές (όπως η Ελευσίνα, η Φυλή, οι Αφίδνες, ο Ραμνούντας, το Σούνιο· Δημοσθ. XVIII, 38) ή ως έδρες φρουρών, όπως η Ελευσίνα, το Πάνακτον, η Φυλή (C.I.A. II, 1217· Εφ. αρχ. 1884, σ. 137 κ.εξ.). Όταν, λοιπόν, ο κύριος λοχαγός Winterberger (Arch. Anz. VII, σ. 123 κ.εξ.) θεωρεί ως βέβαιο «ένα οργανωμένο σύστημα υπεράσπισης της (αττικής) μεθορίου» με πρώτη, δεύτερη και τρίτη γραμμή, ειδικά στην περίπτωση της Δεκελείας-Κατσιμιδίου (ως προκεχωρημένων φυλακίων), ενώ, κατ’ αυτόν, η απομονωμένη θέση της Φυλής παραπέμπει στη μικρότερη σπουδαιότητά της, διότι ήταν απλώς φρούριο αποκλεισμού περάσματος, θα ήθελα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που περιγράφηκαν, να τονίσω με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση την ομολογία του, ότι η εμφανιζόμενη ομαδοποίηση «βεβαίως, πρέπει να διαμορφώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, μέσω συμπτύξεων και συμπληρώσεων των τοπικών εγκαταστάσεων». Ο ρόλος που αυτή διαδραμάτιζε στη γενικότερη ιστορία της αττικής γης θα πρέπει, κατά κύριο λόγο, να σχετίζεται με τις διενέξεις για την Ωρωπία, οι οποίες έλαβαν χώρα πριν από τον 5ο αιώνα.
Το πέρασμα της Δεκελείας, η αρχαία διαδρομή του οποίου έχει σημειωθεί στον «χάρτη» σύμφωνα με ομολογουμένως ισχνά ίχνη, πρέπει να έφερε κατά τη νεότερη περίοδο την ονομασία τό Κλειδί (Bursian II, σ. 335 Kastromenos, Demen, σ. 78). Με αυτήν σχετίζεται μάλλον και ο χαρακτηρισμός «Κοριοκλείδια», τον οποίο ο Stuart, Alt. II, σ. 216 γερμ. μτφρ., δίνει στο δεύτερο στένωμα του περάσματος του Αγ. Μερκουρίου (βλ. παραπάνω), πρβλ. Gell, Itin., σ. 107.
Από τις επιμέρους σημειωμένες στον χάρτη ονομασίες της οροσειράς, η οποία εκτείνεται ανατολικά προς το πέρασμα των Αφιδνών, [5] φαίνεται ότι τα «Μαχούνια» κατέχουν μια ευρύτερη σημασία, καθώς ο μεν γαλλικός χάρτης δηλώνει με την ονομασία «Μαούνια» το μισό αυτής, ο δε Σουρμελής (Αττικά, σ. 92) γνώριζε ένα μέρος με αυτήν την ονομασία στην περιοχή των πηγών του Κηφισού. Αντίθετα, ονομάζεται Κατηφόρι όλη η ανατολική απόληξη έως το προαναφερθέν πέρασμα με την ίδια ονομασία, το οποίο οδηγεί προς την άνω πεδιάδα της Χαράδρας («K. v. A.» III-VI, σ. 57. 59).
Από την τελευταία συμπεριλαμβάνεται στο Τμήμα «Τατόι» του χάρτη η εξωτερική δυτική γωνία της, στην οποία το ρυάκι εξέρχεται από το βουνό και βρίσκονται οι περιοχές των παλαιών χωριών Μπούγα, Μπελούσι και του νεότερου κτήματος Λιόσια, το οποίο κάποτε ανήκε στον Finley και αποτέλεσε την αφετηρία των μελετών του ίδιου για την Ωρωπία και την Διακρία (στη Γερμανική από τον Hoffmann, Die alt. Geographen II, 62 κ.εξ.). Εκεί εντοπίστηκαν και ασήμαντα γλυπτά (Athen. Mitth. XII, σ. 314 αρ. 392) σε μια δεξαμενή που αντλεί τα ύδατά της από έναν αγωγό, εγκατεστημένο στο βουνό που υψώνεται στα νότια (εκκλησάκια: Μεταμορφώσεως και Αγ. Παρασκευής), ο οποίος μάλλον ακολουθεί αρχαία ίχνη. Τα Λιόσια αποτελούν μια συνήθη αρβανίτικη ονομασία (βλ. επίσης Σουρμελής, Αττικά, σ. 98) και, επομένως, δεν μπορούν (όπως ήθελε να πιστεύει ο Leake, Demi2, σ. 123) να προέρχονται από το «Ελαιούς», παρότι αυτός ο δήμος μαζί με τη Δεκέλεια φαίνεται ότι ανήκε στη Μεσογαία τριττύν της Ιπποθοωντίδος φυλής και θα ήταν εύλογη η υπόθεση ότι βρισκόταν σε αυτήν την περιοχή (πρβλ. «Untersuch. üb. d. Demenordnung d. Kleisth», Berl. Akad. 1892, σ. 33). Σαφέστατα κατάλοιπα μιας αρχαίας θέσης (πήλινα όστρακα, λιθόπλινθοι, θραύσματα κιόνων) αναμεμειγμένα με τα ερείπια ενός μεσαιωνικού οικισμού (επίσης μεγάλοι πίθοι στο έδαφος), καθώς και αρκετά εν μέρει καλύτερα διατηρημένα ή αποκατεστημένα εκκλησάκια (Αγ. Νικόλαος, Αη Γιάννης) καλύπτουν μια ομάδα λόφων στις δύο όχθες ενός ρυακιού βόρεια και βορειοανατολικά των Λιοσίων, το οποίο εδώ ενισχύεται από κάποιες συρροές. Το βορειοδυτικό παράπλευρο ρέμα έρχεται από το σημερινό χωριό Τσιούρκα (ή Κιούρκα, με περισσότερους από 550 κατοίκους, ο μεγαλύτερος οικισμός όλου του «Δήμου Μαραθώνος» σήμερα), το οποίο, προϊόντος του χρόνου, αντικατέστησε και ταυτοχρόνως απορρόφησε τις παλαιότερες κοινότητες Μπούγα (μεταξύ Τσιούρκων και Χαράδρας, από όπου και τα ερείπια από εκκλησάκια στην ανατολική πλαγιά του βουνού) και Μπελούσι (στη δεξιά όχθη της Χαράδρας, βορειοδυτικά των Λιοσίων).
Η νότια, με κατεύθυνση προς την αθηναϊκή πεδιάδα, κλίση της κορυφογραμμής Μαουνιών-Κατηφορίου, από την οποία ξεκινούν πολλά μικρά ρυάκια που ενώνονται με τη βασική κοίτη του Κηφισού, επιτρέπει τουλάχιστον την άνετη επικοινωνία μεταξύ του ενός και του άλλου περάσματος (και με αυτόν τον τρόπο την ταυτόχρονη κατοχή τους βλ. παραπάνω σ. 3). Ένας φιδωτός δρόμος από το Τατόι περνάει αρχικά νοτιοανατολικά από το ερημωμένο μικρό χωριό Λιόπεσι και, στη συνέχεια, τοξωτά από τους επίσης εγκαταλελειμμένους οικισμούς (τώρα υποστατικά) Μπάφι και Κεραμίδι. Από αυτές τις θέσεις αξίζει μεγαλύτερη προσοχή το Μπάφι, με άφθονο νερό και λίγα αρχαία κατάλοιπα. Στα ερείπια μιας αρχικώς πελώριας, αργότερα μικρότερης βυζαντινής εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου, είναι εντοιχισμένες αρχαίες λιθόπλινθοι από μάρμαρο και κροκαλοπαγή λίθο, τμήματα γείσου, βάσεις ιωνικών κιόνων και ένα μικρό δωρικό κιονόκρανο, ενώ κοντά βρίσκεται και ένας τετράγωνος βωμίσκος με ρόδακες. Από εκεί προέρχονται και δύο όψιμες επιτύμβιες επιγραφές (Athen. Mitt. XII, σ. 323 αρ. 450. 451· πιθανώς και το ρωμαϊκό επιτύμβιο ανάγλυφο του Αφροδισίου από τη Φλύα ό.π. αρ. 452, καθότι εδώ, όπως και στο Βαρυμπόπι, ρέει μια «Μεγάλη Βρύση», ενώ υπάρχει και μια χειρόγραφη σημείωση του κυρίου Ποστόλακα όπου, όπως εκ των υστέρων βλέπω, αναφέρει ως τόπο εύρεσης το Μπάφι). Ένας βέβαιος γειτονικός δήμος της Δεκελείας ήταν το Οίον Δεκελεικόν, και η μόνη γνωστή μέχρι τώρα και προερχόμενη από την ύπαιθρο επιτύμβια επιγραφή ενός άνδρα από το Οίον βρέθηκε εντοιχισμένη νοτιοανατολικά από το Μπάφι, στο Μπουγιάτι (Athen. Mitt. XII, σ. 313 αρ. 379), επομένως αρχικά ήταν ανιδρυμένη κοντά στην οδό του Κατηφορίου. Μεταξύ των εναλλακτικών λύσεων ως προς την τοποθέτηση της αδελφής κοινότητας της Δεκελείας είτε (έως τώρα εντελώς αυθαιρέτως) νοτιοδυτικά είτε νοτιοανατολικά, αυτό το εύρημα βαρύνει οπωσδήποτε υπέρ της δεύτερης, άρα, ως η καταλληλότερη θέση για το Οίον μπορεί, κατά κύριο λόγο, να θεωρηθεί το Μπάφι (βλ. επίσης «Untersuch. üb. d. Demenordnung», σ. 32· Athen. Mitt. XVIII, σ. 301).
Σύμφωνα με μία αναφορά του προξένου Giraud στον Spon (πρβλ. Stuart, Alt., σ. 255, 21), το Μπάφι έφερε επίσης την ονομασία Ζευγαλατιά [(«ou Metairies»?)]· ο γαλλικός χάρτης αναφέρει: «Μπαβάνι». Κατά τον Σουρμελή (Αττ., σ. 94), εδώ γειτνιάζει η θέση «Μεξάνταγα», η οποία πρέπει να ταυτίζεται και με τα τοπωνύμια Μαξιαμπούα ή Χαμαξιαμπούα (Stuart II, 219 στο ευρετήριο)· δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για την περιοχή του σημερινού Μπουγατίου (βλ. «K. v. Att.» III-VI, σ. 58 κ.εξ.), στον Leake, Demen, σ. 16 (ο οποίος εδώ αναζητούσε τις Αφίδνες), η οποία ονομάζεται επίσης Μεζιαμπούα ή Μπούγα. Η συνήχηση θύμισε στον Σουρμελή το αρχαίο όνομα του δήμου Αμαξαντείας· η φυλή (Ιπποθοωντίς, όπου και η Δεκέλεια) θα ταίριαζε, ωστόσο δεν μπορούμε, δυστυχώς, να αποφανθούμε εάν η Α. [Αμαξαντεία] ανήκε στη Μεσογαία τριττύν αυτής. - Νοτιοδυτικά του Μπουγατίου και σχεδόν νότια του Μπαφίου, η τοποθεσία ενός τώρα εξαφανισμένου χωριού στην περιοχή του άνω Κηφισού και κάποιων παραπλεύρων ρεμάτων [6] έχει διατηρήσει την ονομασία Φασίδερο (κατά τον Σουρμελή, σ. 97 ονομάζεται Φασίδερις και ένα παράπλευρο ρυάκι). Ο Leake και άλλοι έχουν, εναλλάξ με το Μπουγιάτι (εξαιτίας της αναφοράς του Στράβωνα, σ. 400 ὁ Κηφισὸς ἐκ Τρινεμέων τὰς ἀρχὰς ἔχων), συχνά ταυτίσει την περιοχή με την αρχαία Τρινεμεία. Ασφαλή ίχνη ενός αρχαίου οικισμού βρίσκονται, ωστόσο, μόλις παρακάτω, στην αριστερή όχθη μεταξύ των ρεμάτων Αδάμες και Χελιδονού, και συγκεκριμένα στις δύο πλευρές του τελευταίου (βλ. Τμήμα «Κηφισιά» και «K. v. A.» II, σ. 33 κ.εξ.), όπου επίσης στη δεξιά πλευρά του κύριου βραχίονα συνενώνονται τα βαθιά ρυάκια της Δεκελείας. Μόλις ακριβώς σε αυτό σημείο αρχίζουν να κελαρύζουν τα μόνιμα νερά του Κηφισού που προέρχονται από πλούσιες πηγές (όπως οι Αδάμες, η Χελιδονού, το Μονομάτι κ.ά.). Καθώς η Τρινεμεία ανήκε στη Μεσογαία τριττύν της Κεκροπίας φυλής, στους βορειότερους δήμους της οποίας συγκαταλέγονταν με βεβαιότητα το Άθμονον (δυτικά του Αμαρουσίου) και ο Συπαληττός (στις Κουκουβάουνες), δεν υφίσταται καμιά αμφιβολία ότι η Τρινεμεία γειτνίαζε ακριβώς με τον δεύτερο δήμο και, τοιουτοτρόπως, ενσωματώνεται με τον καλύτερο τρόπο στην παραπάνω περιγραφείσα περιοχή (πρβλ.«Unters, üb. d. Dem.», σ. 30 Athen. Mitt. XVIII, σ. 300).
______________
Στη βουνοπλαγιά, ανάμεσα στα δύο παράλληλα ρέματα, τα οποία ξεκινούν από τα φαράγγια της Δεκελείας και φθάνουν στον Κηφισό κοντά στις Αδάμες και στις Κουκουβάουνες, περνούσε κατά την αρχαιότητα, όπως και σήμερα, ο απευθείας δρόμος προς την Αθήνα (βλ. παραπάνω σ. 3). Απομένει ακόμη να υποβληθεί σε εξέταση η περιοχή στα δεξιά του τελευταίου, κατά μήκος των νοτιοανατολικών πλαγιών της Πάρνηθας.
Περίπου 3 χλμ. νοτιοδυτικά του Τατοΐου, στις υπώρειες ενός απότομα ανυψούμενου και αιχμηρού βράχου (663,2 μ.), βρίσκονται τα κατάλοιπα του χωριού Βαρυμπόπι με τα ερείπια μιας μικρής εκκλησίας (Αη Γιάννης) και ενός μεσαιωνικού πύργου (κατά τον Hanriot, Recherches, σ. 60 το Λειψύδριον!). Πλούσιες πηγές, όπως κοντά στον Α. Γιάννη και βόρεια του Qu. Kondito (Κοντοῦτο στον Κορδέλλα, αἱ Ἀθῆναι - ὑπὸ ὑδραυλικὴν ἔποψιν, 1879, σ. 127, αυτόθι αναφέρονται και άλλες), αυξάνουν την καλλιεργητική δυνατότητα της περιοχής. Ωστόσο, ασφαλή αρχαία ίχνη βρίσκονται κυρίως ανατολικότερα, γύρω από ένα ύψωμα (με ανακαινισμένο εκκλησάκι) και την πηγή Μεγάλη Βρύση: ορθογώνιες λιθόπλινθοι από ασβεστόλιθο και μάρμαρο καθώς και κροκαλοπαγείς λίθοι κ.ά. Νοτιότερα κατά περ. 600 μ. κάνει την επιβλητική εμφάνισή του ένας ταφικός τύμβος με την ονομασία «Καμβέζα», περιμέτρου 120 βημάτων και ύψους 13 βημάτων ως την κορυφή του, όπου φύονται λίγα μικρά έλατα. Από μια οπή που κάποια στιγμή διανοίχθηκε στην ανατολική πλευρά (1887) αναγνωρίστηκαν προς το εσωτερικό τέσσερις στρώσεις ορθογώνιων κροκαλοπαγών λίθων, προερχόμενες μάλλον από ένα εσωτερικό τετράγωνο κτίσμα. - Η Καμβέζα δεν φαίνεται να ταυτίζεται με τον σχετικά διάσημο «τάφο του Σοφοκλή», τον οποίο άνοιξε ο (στο μεταξύ αποβιώσας) διαχειριστής του Τατοΐου κύριος Münter κατά το έτος 1888 (πρβλ. Lolling, Δελτ. αρχ. 1888, σ. 159· L. Münter,Das Grab des Sophokles, Athen 1893 R. Virchow,Sitzungsber. der Berl. Akad. 1893, σ. 687 κ.εξ.· P. Wolters στο Reichsanzeiger 1893 αρ. 18), αφού ο εν λόγω λόφος κατά τον Virchow (η μελέτη του Münter δεν μου ήταν προσβάσιμη) ονομάζεται «Πετράκης» και κατά τον Lolling βρίσκεται κοντά στο παραπάνω αναφερόμενο εκκλησάκι, δηλαδή επί του μικρού φυσικού υψώματος, όπου και στις δικές μου σημειώσεις καταγράφεται μία τέτοια επίχωση με τοιχία. Στο εσωτερικό, στα δυτικά ενός ισχυρού, κανονικά αρμολογημένου τοίχου (βλ. το σχέδιο στον Lolling, σ. 160 τμήμα ενός πυργοειδούς τετραγώνου;) βρέθηκαν τρεις σαρκοφάγοι (κατά τον L. [Lolling] αρχικά τέσσερις), από τις οποίες οι δύο είναι κατασκευασμένες από μάρμαρο και περιείχαν ανδρικές ταφές με λίγα κτερίσματα (μικρά, σχεδόν ακόσμητα αγγεία, αλάβαστρα, ένα ξύλινο λαγωβόλο;), ενώ στην τρίτη, κατασκευασμένη από ψαμμίτη, κρίνοντας από το εύρημα ενός χάλκινου κατόπτρου, ήταν ενταφιασμένη μια γυναίκα. Το περιεχόμενο φαίνεται να παραπέμπει περισσότερο στον 4ο παρά στον 5ο αι. π.Χ.)[3].
[7] Αμφότεροι οι τάφοι –«Πετράκης» και «Καμβέζα»– βρίσκονταν κάποτε κοντά στην ευθεία οδό μεταξύ της Δεκελείας και των πολυπληθών Αχαρνών· πιθανώς, από εκεί προέρχεται και το παραπάνω αναφερθέν επιτύμβιο ανάγλυφο στο Μπάφι. Επίσης, θα πρέπει τώρα να συσχετίσουμε και τους υπολοίπους αρχαίους λίθους κοντά στη Μεγάλη Βρύση με παρόμοιες εγκαταστάσεις, και, σε κάθε περίπτωση, να διατηρήσουμε κάποιο σκεπτικισμό ως προς την ύπαρξη εδώ ενός κάπως σημαντικότερου κέντρου του δήμου. Αντιθέτως, τα πρώτα εκτεταμένα κατάλοιπα αρχαίων οικισμών εμφανίζονται προς τα νοτιοδυτικά πέρα από το Βαρυμπόπι, στις υπώρειες του βουνού μεταξύ Αγ. Νικολάου και Αγ. Γεωργίου, όπου βρίσκεται η περιοχή της Μπίλεζας. Ήδη κοντά στο πρώτο εκκλησάκι εμφανίζονται κάποια αρχαία θραύσματα (μεταξύ αυτών και ένα προερχόμενο από επιτύμβια επιγραφή: Ath. Mitt. XII, σ. 323 κ.εξ. αρ. 453), εντοιχισμένοι ορθογώνιοι λίθοι, καθώς και πήλινα κατάλοιπα στο έδαφος. Τα τελευταία, ως αδιαμφισβήτητα ενδεικτικά αντικείμενα, εμφανίζονται σε μεγάλες ποσότητες πέραν από τα δύο ρυάκια προς την πλευρά του Αγ. Γεωργίου και από την, ψηλότερα τροφοδοτούμενη πηγή, Άσπρη Βρύση· ομοίως απαντά κανείς (δίπλα σε νεότερα κατάλοιπα οικιών) αρχαίες ξερολιθιές και τμήματα τοίχων, τα δεύτερα δε ιδιαίτερα καλά σωζόμενα κοντά στον Αγ. Γεώργιο. Επάνω από την ίδια εσοχή του βουνού, το οποίο από αυτό το σημείο εκτείνεται απότομα προς τα βόρεια έως την υψηλότερη κορυφή του, βρίσκεται δυτικότερα ο Αγ. Νικόλαος, ο ναός ενός μετοχίου (ή υποστατικού) της μονής της Αγ. Τριάδας, η οποία κάποτε βρισκόταν στην ανώτερη περιοχή του βουνού (βλ. Τμήμα «Φυλή»). Εντός του ναού βρίσκονται αρχαιότητες, όπως κάποιες επιτύμβιες στήλες (Athen. Mitt., σ. 324 αρ. 454 κ.εξ.), κατώφλια, ένα κιονόκρανο με λογχόσχημα φύλλα κλπ. Οι Leake (Demen, σ. 36 γερμ. μτφρ.) και Ross (ο οποίος τον Μάιο του 1833 χρησιμοποίησε το μετόχι ως σημείο αφετηρίας της ανάβασής του στην Πάρνηθα, βλ. Erinnerungen u. Mitth., σ. 242 κ.εξ.) υπέθεσαν ότι σε αυτή την, σε κάθε περίπτωση, οχυρή θέση βρισκόταν το Λειψύδριον, το γνωστό φρούριο των Αλκμεωνιδών, αν και αναγνώρισαν σαφώς το γεγονός ότι απουσιάζουν ίχνη αρχαίων οχυρώσεων. Εμπιστευόμενοι τον τοπογραφικό συνδυασμό χωρίον περὶ τὴν Πάρνηθον (Σχόλ. Αριστ. Λυσιστρ. 665) και ὑπὲρ Παιονίης (Ηρόδ. V, 62), επέμειναν στη γνώμη τους ότι το Λειψύδριον και η κοινότητα των Παιονιδών θα έπρεπε να αναζητηθούν στην πλαγιά της Πάρνηθας και μάλιστα όχι μακριά από το χωριό Μενίδι, η ονομασία του οποίου προέρχεται προφανώς από την αρχαιότητα (πρβλ. επίσης «K. v. A.» II, σ. 42). Αυτός ο συνδυασμός επιβεβαιώθηκε οριστικά αφότου κατέστη δυνατόν να τοποθετήσουμε το φρούριο αυτό καθαυτό όχι βεβαίως στον Άγ. Νικόλαο, αλλά σε μια θέση που βρίσκεται 80 μ. ψηλότερα στο προς τα νοτιοδυτικά γειτονικό και εισερχόμενο ελαφρώς στην πεδιάδα όρος Καραγκουφόλεζα (600 μ.). Ανέβηκα στη θέση στις 22 Ιουλίου 1887 έχοντας ως οδηγό έναν χωρικό που γνώριζε το μέρος, τον Δημήτριο Παπανίκα από το Μενίδι, ο οποίος εργαζόταν στον αγρό του, στη νοτιότερα κείμενη τοποθεσία Γκαϊτανά. Η απότομη ανάβαση από αυτήν την πλευρά αντιστοιχεί σε ένα βόρειο φαράγγι, το οποίο αποκόβει το βουνό του Μετοχίου. Αμφότεροι οι δρόμοι ανεβαίνουν πάλι (πρβλ. παραπάνω το Κατσιμίδι) στη δυτική απόληξη του φρουρίου. Τα τείχη, πλάτους 3-4 βημάτων, είναι αρκετά αδρά (πρβλ. Τρικόρυθος «K. v. A.» III-VI, σ. 49), μολαταύτα έχουν ανεγερθεί με προσεκτική αξιοποίηση των προεξοχών και των απόκρημνων σημείων της θέσης και περιβάλλουν έναν εσωτερικό χώρο μήκους, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, 126 βημάτων και πλάτους 65. Θραύσματα επίπεδων και κυρτών πήλινων κεραμιδιών, τα οποία φέρουν επίχρισμα στη μια πλευρά, καλύπτουν το έδαφος. Η θέα δεν καλύπτει μόνον το σύνολο της αθηναϊκής πεδιάδας, αλλά και την περιοχή του «Δέματος» μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω, καθώς και εκείνη από τον «Σταυρό», δηλαδή τη βόρεια απόληξη του Υμηττού, έως τα Μεσόγεια. Είναι, επιπλέον, βέβαιο ότι το Λειψύδριο, το φρούριο επί του άνυδρου υψώματος, δεν οικοδομήθηκε για πρώτη φορά ως προμαχώνας εναντίον των Πεισιστρατιδών, όπως θα μπορούσε να συναγάγει κανείς από τα λόγια του Ηροδότου (Ἀλκμεωνίδαι – Λειψύδριον – τειχίσαντες). Ο αρχικός προορισμός του που ήταν ως φρούριο ελέγχου, συνίστατο στην κατοχή της χαμηλότερης, κάποτε πλούσια υδρευόμενης από τις πηγές της Πάρνηθας, περιοχής. Η, μέσω της παράδοσης και του τόπου, μαρτυρούμενη συνάφεια Αλκμεωνιδών και Παιονιδών (πρβλ. Töpffer, Att. Geneal., σ. 225 κ.εξ.) βρίσκει τη βέλτιστη αντιστοιχία της στην υπόθεση ότι κοινοί πρόγονοι αμφοτέρων των γενών, όπως κι αν αυτοί ονομάζονταν, ίδρυσαν αυτό το οχυρό, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο και τη δική τους κυρίαρχη θέση.
Το Λειψύδριον δεν τεκμηριώνει αυτομάτως και την ακριβή θέση του δήμου Παιονιδών. Το Μενίδι, το οποίο αποτελεί τον κληρονόμο της ονομασίας του τελευταίου, βρίσκεται ήδη σε απόσταση 4 χλμ. από τη νότια πλαγιά του βουνού και έρχεται σε επαφή, χωρίς το ίδιο να αποτελεί τοποθεσία κάποιου δήμου, με τα ερείπια των Αχαρνών (βλ. «K. v. A.» II, σ. 42). Επιπροσθέτως, τα παραπάνω περιγραφόμενα ίχνη ενός αρχαίου οικισμού κοντά στον Αγ. Γεώργιο (Μπίλεζα) επεκτείνονται περίπου 2 χλμ. προς την άλλη πλευρά· εάν εντασσόταν και η Καραγκουφόλεζα στην επικράτειά του, τότε θα επρόκειτο για έναν πράγματι πελώριο δήμο, ενώ οι Παιονίδαι θα πρέπει να ταξινομηθούν στους μικρότερους (πρβλ. «Demenordnung», σ. 9: αρ. 80 του καταλόγου). Επομένως, μου φαίνεται συνετό να αφήσουμε προσωρινά αυτή τη θέση χωρίς ονομασία και να περιοριστούμε σε κάποια αρχαία κατάλοιπα κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του βουνού του φρουρίου (ονομασία θέσης: Γκαϊτανά) (μεγάλες λιθόπλινθοι μπροστά στην εκκλησία και αρχαίες θεμελιώσεις βορειοανατολικά αυτής).
[8] Ανατολικότερα, προς τον Κηφισό, τα χαρακτηριστικά των εδώ παλαιότερα υπαρχόντων οικισμών έχουν σχεδόν παντού εξαλειφθεί κάτω από τη βαθιά επίχωση της άνω πεδιάδας. Ένα σύστημα υδαταγωγών, το οποίο εν μέρει έχει εκ νέου ανακαλυφθεί και χρησιμοποιηθεί (βλ. Ziller, Athen. Mitt. II, σ. 128 κ.εξ.· Κορδέλλας, αἱ Ἀθῆναι ὑπὸ ὑδραυλ. ἔποψιν, σ. 126 κ.εξ. και πίν. 2), εξυπηρετούσε κυρίως τις Αχαρνές και τις γειτονικές περιοχές. Πιθανώς, ένας τέτοιος ὀχετὸς αναφέρεται στο θραύσμα επιγραφής από το Μενίδι (Athen. Mitt. XIII, σ. 339 αρ. 514, 6ος στίχος) και στην ομιλία του Δεινάρχου κατὰ Στεφάνου περὶ τοῦ ὀχετοῦ, καθώς εκεί οι Παιονίδες διαδραματίζουν κάποιον ρόλο (Αρποκρ. Παιανιεῖς καὶ Παιονίδαι).
Φυλή
(Χάρτες της Αττικής – φ. ΧΧΙV)
[8] Το τμήμα «Φυλή» περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του όρους Πάρνηθα αυτού καθαυτόν: τον όγκο της κορυφής του (στο ανατολικό άκρο του χάρτη) και προς τα δυτικά τη ζώνη της ορεινής περιοχής, που αποτελεί ταυτόχρονα και υδροκρίτη των ρυακιών, τα οποία καταλήγουν στα μεν βόρεια στην κοιλάδα του Ασωπού, στα δε νότια στο Θριάσιο Πεδίο. Από αυτές τις εκροές εκείνες που μας ενδιαφέρουν, κατά κύριο λόγο, είναι οι δεύτερες, όχι μόνον διότι είναι οι σημαντικότερες και εμφανίζονται στον χάρτη στο σύνολο της άνω ροής τους, αλλά και διότι συμβάλλουν κατά μείζονα τρόπο στη χαλάρωση του συμπαγούς ορεινού όγκου επιτρέποντας την εισχώρηση στο εσωτερικό του. Η άγρια περιοχή των φαραγγιών που οδηγούν προς τα επάνω, αρχίζει μόλις στη Χασιά, το σημείο εκκίνησής μας.
Το αξιόλογο χωριό Χασιά (με περισσότερους από 600 κατοίκους, αναφέρεται μάλιστα από τον Leake, σ. 128 γερμ. μτφρ., ως το μεγαλύτερο χωριό της Αττικής), βρίσκεται στον πρώτο, ελαφρά στο μέσον βυθιζόμενο, αναβαθμό, ο οποίος είναι προσεγγίσιμος από τον ορεινό δρόμο που βρίσκεται βορειοδυτικά του Μενιδίου και των Άνω Λιοσίων (βλ. τμήμα Πύργος) και ανηφορίζει περί τα 100 μ. από την περιοχή Γκοριτσά. Οι Χασιώτες, ασχολούμενοι με την παραγωγή κάρβουνου, έχουν ήδη συχνά παραλληλισθεί με τους αρχαίους Αχαρνείς· εξίσου γνωστός είναι στους Αθηναίους ο πατριωτικός ρόλος που έπαιξε αυτός ο ρωμαλέος ορεινός πληθυσμός κατά την έναρξη της επανάστασης εναντίον των Τούρκων, το έτος 1821. Ο ισχυρισμός του Leake (Demen, σ. 128 γερμ. μτφρ., τον οποίο μάλλον επαναλαμβάνει και ο Bursian, Geogr. I., σ. 334, 1) ότι η ονομασία «Χασιά» εμφανίζεται «σε όλα τα μέρη της Ελλάδας» είναι λανθασμένος και δεν μπορώ να εντοπίσω δεύτερη αναφορά του σε κάποιον κατάλογο τοπωνυμίων ή κάποια στατιστική. Ωστόσο, η πλήρης ταύτιση της θέσης με τον εντελώς άγνωστο δήμο Χαστιεῖς (μόνον στον Ησύχ. Χαστιᾶ), η οποία επιχειρήθηκε για πρώτη φορά από τον Stuart (Alterth. II, σ. 275, 126), παραμένει το ίδιο απίθανη όπως και πριν. Από την άλλη, η εξαιρετική θέση της Χασιάς, στο κατώτερο επίπεδο της εσωτερικής περιοχής της Πάρνηθας, υποδεικνύει αναγκαστικά την αποδοχή ενός αρχαίου οικισμού. Ακόμη και εάν η περιοχή της Χασιάς δεν έχει έως σήμερα δώσει απτά τεκμήρια, τουλάχιστον βρέθηκαν εκεί κάποια θραύσματα επιγραφών (Athen. Mitt., XII, σ. 324 αρ. 456-459), από τα οποία το σημαντικότερο αναφέρεται στην αφιέρωση αναθήματος με αφορμή μια επιτυχημένη διάσωση (αρ. 456), φαίνεται ότι είναι δουλεμένο σε ντόπιο ασβεστόλιθο και, σε κάθε περίπτωση, δεν μεταφέρθηκε από μακριά. Θα πρέπει τουλάχιστον να τεθεί το ερώτημα, εάν ο, όπως και να έχει, αξιόλογος δήμος Φυλής (αρ. 48 στον κατάλογο: «Demenordnung», σ. 9) βρισκόταν εδώ, καθώς είναι εντελώς αδύνατον να περιοριζόταν μόνον στην περιοχή του γνωστού ορεινού οχυρού. Εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι το φρούριο αρχικά οικοδομήθηκε απέναντι από τη θέση της Χασιάς, άρα η συνδεδεμένη κοινότητα θα πρέπει να αναζητηθεί πιο πέρα. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος να παρουσιάσουμε πάλι το σύνολο των συναφών θεμάτων, τα οποία, για τη θέση που μας ενδιαφέρει, παραπέμπουν με απόλυτη σαφήνεια σε κάποιον δήμο στην επικράτεια της Λεοντίδος φυλής (βλ. «Demenordnung», σ. 20 κ.εξ.· Athen. Mitt. XVIII, σ. 208) που βρισκόταν μεταξύ των δήμων Κροπιδών και Παιονιδών. Αυτός, λόγω και της στενής, όπως φαίνεται, σχέσης με τις Αχαρνές, θα μπορούσε να είναι: είτε ο δήμος Αιθαλιδών («Rufsdorf»; βλ. Pauly – Wissowa λ. «Aith» πρβλ. και τους λόγους για τους οποίους ο Σουρμελής, Ἀττ., σ. 88 κ.εξ. τοποθετεί τον δήμο αυτόν στην περιοχή της Πάρνηθας), είτε ο δήμος Χολλειδών, ο δήμος δηλαδή του Δικαιόπολι από τους «Ἀχαρνῆς», κάτι που ο Hanriot (Recherches, σ. 89 κ.εξ.) είχε υποστηρίξει πριν ακόμη η γνώση των ομάδων που αποτελούσαν τις τριττύς προσφέρει μια ισχυρότατη ένδειξη προς αυτήν την κατεύθυνση (πρβλ. επίσης Athen. Mitt. XVIII, σ. 295 κ.εξ.).
Το πλάτωμα της Χασιάς, μολονότι περιβάλλεται από βουνά, δεν επηρεάζεται άμεσα από τα ρυάκια της Πάρνηθας· αντιθέτως, διασπάται από το φαράγγι «Δένδρα του Καραζή» γύρω από το προτασσόμενο προς τα νοτιοδυτικά «Βουνό της Χασιάς», το οποίο με απόκρημνη και αιχμηρή πλαγιά, [9] το «Γκούρι Εβραίων» (556 μ. βλ. «Πέτρα Εβραίου» στο φύλλο «Πύργος»), δεσπόζει στο Θριάσιο Πεδίο[4]. Σε αυτό αντιστοιχεί δυτικότερα το «Μαύρο Λιθάρι» (500 μ.). Πρόκειται για το ίδιο πέρασμα στον βράχο, το οποίο συνδέει με τον πλέον σύντομο τρόπο τη Θρία, τα σημερινά «Καλύβια της Χασιάς», με τη Χασιά, τη Φυλή κλπ. μέσα από τις θερινές καλύβες αυτού του χωριού που βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο. Στο βουνό, τώρα, το ρυάκι της Θρίας σχηματίζεται από δύο, σχεδόν παράλληλα, κύρια ρέματα, τα οποία αλλάζουν την κατεύθυνσή τους από βορρά προς νότο στο βουνό της Χασιάς: προς τα δυτικά το ποτάμι της Φυλής και προς τα ανατολικά, πιο κοντά στη Χασιά, το ποτάμι Γκούρας ή Οζιάς. Τη δεύτερη ονομασία παίρνει αυτό το «ποτάμι», η περιοχή του οποίου θα μας απασχολήσει τώρα, από τις πηγές ενός ορμητικού ανατολικού παραποτάμου με την ονομασία «Αλωνάκι», οι οποίες πηγάζουν κάτω από την κορυφή του Οζιά, σε κοντινή απόσταση προς τα νοτιοδυτικά· σε αυτές τις πηγές, το Αλωνάκι και το Ρουμάνι (πρβλ. τον χάρτη· επίσης Dodwell, Class. tour 1819, I, 2, σ. 505 = I, 2, σ. 337 γερμ. μτφρ. και Κορδέλλας, αἱ Ἀθῆναι ὑπό ὑδρ. ἒποψιν, σ. 141), έρχεται να προστεθεί πιο πέρα από τα νοτιοανατολικά και εκείνη της τέως μονής Αγ. Τριάδας.
Βρισκόμαστε σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 1.000 μ., ωστόσο, όχι μέσα σε ένα εντελώς γυμνό και πετρώδες τοπίο, όπως εκείνα που παρουσιάζουν τα αττικά όρη ήδη σε χαμηλότερο ύψος. Αν και το δάσος έχει αποψιλωθεί σε μεγάλο βαθμό από την εποχή των Αχαρνέων καρβουνοποιών (σχετικά με την αυξανόμενη καταστροφή του πρβλ. Neumann & Partsch, Physik. Geogr. v. Grld., σ. 359), παρόλα αυτά δεν λείπουν οι συστάδες δρυός και πεύκου, ιδίως τα χαρακτηριστικά για την περιοχή έλατα (μεταξύ αυτών και η ευγενής ελάτη, abies Apollinis), ακόμη πλάτανοι και άλλα δένδρα, κυρίως, βέβαια, προς τα βόρεια (περιοχή της Μόλας) και προς τα ανατολικά (κοντά στην περιοχή του Τατοΐου). Η Πάρνηθα, ως ο υψηλότερος και μεγαλύτερος ορεινός όγκος, είναι αυτή που ακόμη και τώρα συγκρατεί προς τα δυτικά τα νέφη με την μεγαλύτερη συχνότητα και διάρκεια. Στην κορυφή της πιθανόν βρισκόταν ο αναφερόμενος από τον Παυσανία (Ι, 32, 2) βωμός του Διός ὀμβρίου ή ἀπημίου [ὄμβριος ή ἀπήμιος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]. Η υγρασία που προέρχεται από τις πολυάριθμες πηγές είναι ακόμη και σήμερα παρούσα· μάλιστα, σε κάποιες κοιλότητες ή λεκάνες σχηματίζονται –σπάνιο φαινόμενο για την Αττική– λιβάδια όπως το Λ. Κονιάρη, το Κλεμέντι, το οποίο ο Κορδέλλας (ό.π. Χάρτες – παραρτ. 3) σημειώνει σε δυτικότερο σημείο, ή το Ξερό Λιβάδι κοντά στην Αγ. Τριάδα (Ross, Erinn. u. Mitt., σ. 243). Εκεί ο Ross είδε (κατά το έτος 1833) κάποια χωράφια που καλλιεργούνταν από την τώρα εγκαταλελειμμένη μονή της Αγ. Τριάδας, ενώ υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι αυτή η ορεινή περιοχή, σε παλαιότερες εποχές, ήταν αντικείμενο πιο συστηματικής γεωργικής εκμετάλλευσης. Με αυτόν τον τρόπο, μια πηγή συνεχίζει ακόμη να φέρει την ονομασία «Παλαιοχώρι» (βόρεια του Ξερού Λιβαδιού, Ross ό.π., επίσης Σουρμελής σ. 86)· ένα άλλο Παλαιοχώρι με το ερειπωμένο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου και αρκετές πηγές βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του Αλωνακίου, πριν από την ένωσή του με το ρυάκι Γκούρας. Εδώ βρίσκεται με βεβαιότητα ένα ερειπωμένο χωριό (πρβλ. Dodwell ό.π. σ. 507, ο οποίος, αυτόθι σ. 505, χαρακτηρίζει επίσης ως «a ruined village» την περιοχή της πηγής Ρουμάνι), καθώς το όνομα Παλαιοχώρι παραπέμπει σαφώς σε οικισμούς, τουλάχιστον, Βυζαντινής Εποχής (βλ. επίσης παραπάνω «Τατόϊ»). Αντιθέτως, στον χάρτη σημειώνονται αρχαία «κατάλοιπα τοίχων», για παράδειγμα, ανατολικά του φαραγγιού της Γκούρας μεταξύ των βουνών Ζώνια και Κεραμίδι· για αρχαία «άνδηρα» βλ. παρακάτω στη Φυλή, για άλλα δε στον Dodwell, σ. 505 κ.εξ. Το ρυάκι Γκούρας παίρνει την ονομασία του από μια δυνατή πηγή, η οποία πηγάζει τρεις ώρες βόρεια της Χασιάς, σε υψόμετρο 826 μ. κοντά σε έναν μεγάλο πλάτανο· στην περιοχή βρίσκονται τα κατάλοιπα ενός παλαιού μύλου (σύμφωνα με τον Κορδέλλα ό.π. 143). Ακόμη περισσότερες πηγές συνοδεύουν την υπόλοιπη νότια ροή του ποταμιού στην αριστερή όχθη του έως την ένωσή του με το Αλωνάκι (κοντά στο Παλαιοχώρι, βλ. παραπάνω)· συγκεκριμένα, οι πηγές Πανί (στα αλβανικά «Κρούα τε Πάνεσεν», με βεβαιότητα μια ανάμνηση από την αρχαιότητα πρβλ. το σπήλαιο του Πανός που θα συζητηθεί αμέσως και Κορδέλλας, ό.π. σ. 124, σημ.), Μέση («η μεσαία») και Καλύβια (όπως ονομάσθηκε από τα παλαιά ποιμενικά σπίτια). Σχεδόν απέναντι, στη δεξιά όχθη, ανακαλύφθηκαν από τον Κορδέλλα (ό.π. 143 κ.εξ.) στη θέση Κόκκινη Λάκκα «κέραμοι καὶ ὀπτόπλινθοι» ενός αρχαίου αγωγού νερού, ο οποίος θα μας απασχολήσει εκτενέστερα.
Από το σημείο της ένωσής του με το Αλωνάκι ο Γκούρας ρέει σε μια απόσταση περίπου 2 χλμ. σε ένα στενό φαράγγι που πλαισιώνεται από τρομερούς, έως και ύψους 300 μ., απότομους βράχους. Αν και η κοίτη έχει εντελώς λειανθεί και αποκλείει οποιαδήποτε πρόσβαση από κάτω, στο άνω [10] τμήμα της, στην ανατολική παρειά του βράχου και ψηλότερα από τoν πυθμένα της κοιλάδας, βρίσκεται ένα αρχαίο σπήλαιο - ιερό του Πανός, το οποίο έγινε για πρώτη φορά γνωστό από τον Dodwell, ωστόσο, από τότε, λόγω της μεγάλης δυσκολίας πρόσβασης μόνον σπάνια έχει δεχθεί επισκέπτες (βλ. Dodwell, Class. tour, σ. 505 κ.εξ. = I, 2, σ. 337 γερμ. μτφρ. Ross, Königsreisen II, σ. 86 κ.εξ. Κορδέλλας, αἱ Ἀθῆναι ό.π., σ. 139 κ.εξ.· Lolling, Athen. Mitt., V, σ. 291 κ.εξ.). Η πρόσβαση, η οποία περιγράφεται με τη μεγαλύτερη σαφήνεια από τον Lolling, είναι εφικτή είτε από τα νότια με παράκαμψη της ανατολικής πλευράς του φαραγγιού (Dodwell) είτε από τα δυτικά, κοντά στην Παγανιά, δηλ. την κορυφογραμμή Άρμα (Lolling), επάνω από το σημείο εκβολής του Αλωνακίου. Εδώ υπάρχει η δυνατότητα να κινηθεί κάποιος κατηφορικά προς το ρέμα, ώστε στη συνέχεια, από την απότομη αριστερή πλευρά του σε 35-40 μ. (και όχι ακόμη «αρκετές εκατοντάδες πόδια» όπως αναφέρει ο Lolling), να διεισδύσει στη στενή είσοδό του. Η τελευταία διαπλατύνεται προς το εσωτερικό της σε ένα ευρύχωρο σπήλαιο με σταλακτίτες που έχει μήκος 100 βήματα· στις επιχώσεις των κοιλοτήτων του αποκαλύφθηκαν και βρίσκονται πολλά όστρακα, και συγκεκριμένα πήλινοι αναθηματικοί λύχνοι, οι οποίοι έδωσαν το όνομά τους στο σπήλαιο (λυχνότρουπα ή λυχνοσπηλιά, στα αρβανίτικα «Σπέλε Λυχναρίτη»). Η εξωτερική επιφάνεια της εισόδου, καθώς και μια προεξέχουσα πλευρά του βράχου αμέσως στα δεξιά της, περιλαμβάνουν πολλές αναθηματικές κόγχες, ενώ η αντίστοιχη προεξοχή στα αριστερά φέρει ακόμη αδρά κατεργασμένους αναβαθμούς, διαμέσου των οποίων ένας ικανός αναρριχητής μπορεί να προσεγγίσει το επάνω άκρο της απότομης πλαγιάς (700 μ., δηλ. 100 μ. επάνω από την κοίτη του ρέματος· πρβλ. την αφήγηση του Dodwell σχετικά με την απιστία του οδηγού του).
Δίπλα και κάτω από τις κόγχες είναι χαραγμένες στο βράχο πολύ δυσανάγνωστες επιγραφές, οι οποίες αναφέρουν, κατά κύριο λόγο, ονόματα (αντίγραφα: C. I. A. III, 210 και Κορδέλλας ό.π.). Μόνον μία από αυτές, την οποία μόλις ο Lolling αποκρυπτογράφησε πρώτος στο σύνολό της, αναφέρει λεπτομερέστερα ότι ο Τύχανδρος αφιέρωσε εικόνα του Πάνα (κρίνοντας από τη θέση, πρόκειται για μια ορθογώνια ανάγλυφη πλάκα, που στερεώθηκε με μεταλλικούς συνδέσμους)· το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η τοπωνυμική αναφορά: Κελαδόνταδε, από την οποία συμπεραίνουμε την ωραία αρχαία ονομασία του ποταμιού Κελάδων («βουερό ποτάμι»).
Σε αυτά τα τεκμήρια της Ρωμαϊκής περιόδου έρχεται να προστεθεί ένα αναθηματικό ανάγλυφο, καλών ελληνικών χρόνων, γνωστού τύπου, το οποίο βρέθηκε ήδη το 1847 στην κοίτη του ρυακιού και είχε ανατεθεί από κάποιον Τηλεφάνη «στον Πάνα και στις Νύμφες» (Annali 1863 πίν. L, 3 v. Sybel, Sculpturen, 360). Οι στενές σχέσεις του Πάνα με τις Νύμφες οδήγησαν ήδη τον Dodwell στην ταύτιση του βραχώδους ιερού μας με το αναφερόμενο σε ένα απόσπασμα του Μενάνδρου Νυμφαίο στη Φυλή (Αρποκρ. Φυλή «τὸ Νύμφαιον δ’ ὅθεν προέρχομαι Φυλασίων»), ένα θέμα που θα πρέπει να παραμείνει προς συζήτηση. Αντιθέτως, ο Αιλιανός (Rust epist., 15) σίγουρα δεν σκεπτόταν το σκοτεινό και απροσπέλαστο φαράγγι του Κελάδωνος ως τον τόπο όπου θα λάμβανε χώρα -με τη συμμετοχή πολιτών της Φυλής- μια γιορτή προς τιμήν του Πάνα, τις πλούσιες απολαύσεις της οποίας υποσχέθηκαν στον Δύσκολο Κνήμωνα.
Στη νότια έξοδο του στενού περάσματος υψώνεται στα δεξιά η απέριττη μονή της Παναγίας τῶν Κλειστῶν, επίσης εἰς τά Κλειστά (τό Κλειστό ή Παναγ. Κλεισμένη 500 μ.) με το εκκλησάκι της στο σπήλαιο. Η εκεί εντοιχισμένη επιγραφή του Γυμνασίαρχου Πρόκλου C.T.A. III, 93 (-[τὴν λ]αμπάδα ἀνέθ[ηκεν-) σχετίζεται με μια άγνωστη γιορτή (πρβλ. C.I.A. II, 3544, ομοίως εκεί, ένα επιτύμβιο ανάγλυφο). Κοντά στη μονή αρχίζει σήμερα ο ανοιχτός, εν μέρει λαξευμένος στον βράχο, εν μέρει κτιστός αγωγός Γιαννούλα (βλ. ήδη Dodwell, σ. 505 = II, 2, 337 γερμ. μτφρ. Κορδέλλας, σ. 138 κ.εξ.), ο οποίος, ενεργοποιείται κάθε τόσο και μεταφέρει στην αθηναϊκή πεδιάδα το νερό που παίρνει από το ρυάκι μέσω των πλαγιών στα βόρεια της Χασιάς, περιτρέχοντας το ανατολικό βουνό του Ηλία. Η σημαντική παλαιότητά του μαρτυρείται ήδη από τους θρύλους που αναφέρονται σε μία ισχυρή «αρχόντισσα» Γιαννούλα και του τότε ανακτόρου της στη Χασιά, τους οποίους μνημονεύει ο Dodwell. Ωστόσο, η ύπαρξη μιας ανάλογης εγκατάστασης κατά την αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδο δεν φαίνεται πιθανή, γιατί τότε θα προέκυπτε ότι από τις απορροές αυτής της περιοχής της Πάρνηθας μάλλον ωφελούνταν μόνον το Θριάσιο Πεδίο της Ελευσίνας (βλ. σ. 9, σημ.).
Το στενό πέρασμα του Κελάδωνα αντιστοιχεί στα δυτικά στο δύσκολα προσβάσιμο φαράγγι (Φίχτι στον χάρτη) του ρέματος της Φυλής. Φορέας της κύριας οδού που οδηγεί στο φρούριο είναι και ήταν ανέκαθεν η οριοθετημένη από τις χαράδρες των δύο ρεμάτων κορυφογραμμή με τις πλαγιές της, η οποία στη συνέχεια υψώνεται προς τα βόρεια σε εκείνην την τραχιά ορθοπλαγιά της Παγανιάς[5]–του αρχαίου Άρματος– που με μια έντονη διαμόρφωση ξεχωρίζει από το σπήλαιο του Πανός που βρίσκεται απέναντι. Η δυσκολία τής, σε πολλά σημεία στριφογυριστής, ανάβασης από αυτήν την πλευρά οφείλεται στην τεράστια [11] διαφοροποίηση υψομέτρου και αποστάσεων. Αφού κάποιος διαβεί τον Κελάδωνα (240 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και απόσταση 1.500 μ. βορειοδυτικά της Χασιάς, η οποία βρίσκεται 80 μ. ψηλότερα), ο δρόμος σε μία διαδρομή περίπου 500 μ. φθάνει ήδη σε υψόμετρο 400 μ., ενώ μετά από μια στροφή ανεβαίνει απότομα στα 500, για να διατηρηθεί στη συνέχεια έως την κοίτη του ρέματος της Φυλής στο μέσο υψόμετρο των 560 μ. Για να φθάσει κανείς στο υψόμετρο του φρουρίου (683 μ.) είναι αναγκαία μια εκ νέου ανάβαση 100 μ. Επομένως, από το παραπάνω αρχικό σημείο ο δρόμος ανέρχεται στα 443 μ., ενώ η απόσταση είναι σε ευθεία γραμμή 3.500 μ. και από τη Χασιά κάτι λιγότερο από 5 χλμ.
Η κατάσταση παρουσιάζεται εντελώς διαφορετική, εάν εξετάσουμε τη θέση του φρουρίου από την άλλη πλευρά που στρέφεται προς τη Βοιωτία. Το πυκνοκατοικημένο οροπέδιο των Σκούρτων φθάνει ήδη στα χαμηλά της σημεία το υψόμετρο των 530 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το χωριό Κρώρα (βλ. Μεγάλο Βουνό), το οποίο βρίσκεται πιο κοντά στην αρχή του δρόμου προς τη Φυλή, καθώς και ανατολικότερα (βλ. Φυλή) ο ερημωμένος οικισμός Καλύβια, από τον οποίο αρχίζει να γίνεται ανηφορικός ο δρόμος από την Τανάγρα, βρίσκονται σε υψόμετρο 580 μ., εμφανίζουν δηλαδή σε σχέση μόνον με τη Φυλή μια υψομετρική διαφορά 100 μ. Εδώ, βεβαίως, παίζει ρόλο το γεγονός ότι η οδός της Πάρνηθας στην διαδρομή που περιγράφηκε, και μάλιστα πιο κοντά προς την πεδιάδα, αποκτά το υψηλότερο σημείο της (780 μ.), και με αυτόν τον τρόπο η ανάβαση προς τα βορειοδυτικά φθάνει συνολικά τα 200 μ. Τουλάχιστον, αυτός ο δρόμος προς τη Φυλή μπορεί να χαρακτηρισθεί σε σχέση με τον αθηναϊκό πιο ευρύς, και πράγματι γίνεται εντελώς άνετος μετά την υπέρβαση του ψηλότερου σημείου του περάσματος και την είσοδο στην περιοχή των πηγών του ρέματος της Φυλής.
Αυτά προς το παρόν σχετικά με τα φυσικά περάσματα του φημισμένου από παλαιά οχυρού που ταυτίσθηκε νωρίς και με ασφαλή στοιχεία από τους νεότερους, στη γύρω περιοχή και στα αρχαία κατάλοιπα του οποίου επικεντρωνόμαστε τώρα.
Αυτό καθαυτό το φρούριο[6] [της Φυλής / Σ.τ.Ε] βρίσκεται σε έναν λόφο, ο οποίος στις τρεις πλευρές του περιβάλλεται από τις όχθες του ποταμιού του φαραγγιού, και εκτείνεται μόνον προς τα βόρεια. Ο δρόμος, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση περίπου 500 μ. από την κορυφή του, περιστοιχίζει τον λόφο στα δυτικά και τα βόρεια και συνδέεται με αυτόν μόνο στη δεύτερη θέση μέσα από οριζόντια μονοπάτια (πρβλ. την προσωρινή έκθεση του J. A. Kaupert σχετικά με την ειδική χαρτογράφηση της περιοχής από τον εκλιπόντα λοχαγό Deneke, η δημοσίευση της οποίας σχεδιάζεται: Arch. Anz. 1892, σ. 10 κ.εξ.· βλ., στο μεταξύ, το σχέδιο του Leake, Demen, πίν. V, 3· μια άποψη του τοπίου της Φυλής από τον Dodwell, σ. 503). Η κάτοψη του φρουρίου, σε αναλογία με τη διαμόρφωση της επιφάνειας της κορυφής του βράχου, έχει επίμηκες, σχεδόν τριγωνικό σχήμα, μήκους 100μ. (κατεύθυνση νοτιοανατολικά-βορειοδυτικά) και πλάτους στο μέσον 30 μ. Στις απόκρημνες άκρες στα δυτικά και νοτιοδυτικά τα τείχη έχουν εντελώς εξαφανισθεί, ενώ αντίθετα έχουν διατηρηθεί, επιμελώς κατασκευασμένα με λιθοπλίνθους, σε μήκος 150 μ. και σε αρκετό ύψος (μέτρησα έως και 16 στρώσεις, ωστόσο ο μεν Dodwell αναφέρει 20, ο δε Hanriot ακόμη και 21). Το πάχος των τειχών είναι 3 μ., ενώ εκείνο ενός κυκλικού πύργου στην (προσβάσιμη) βορειοανατολική γωνία 6 μ. Νότια του τελευταίου βρίσκεται ένα άνοιγμα του τείχους, η λειτουργία του οποίου ως πύλη κατά την Αρχαιότητα αμφισβητήθηκε μόλις πρόσφατα (βλ. Kaupert ό.π.). Μια πυλίδα στο ανατολικό τμήμα του νότιου τείχους πλαισιώνεται αριστερά από έναν τετράγωνο προεξέχοντα πύργο (δεν υπάρχει στον Leake)· δύο παρόμοιοι πύργοι βρίσκονται επίσης στην ανατολική και βόρεια πλευρά, οι οποίες διατηρούνται. «Στον εσωτερικό χώρο του φρουρίου ο λοχαγός Deneke σημείωσε τις θεμελιώσεις τοίχων τεσσάρων κτηρίων. Είναι εύλογη η υπόθεση ότι τα δύο κτίσματα λειτουργούσαν ως χώροι του προσωπικού, δηλαδή ως αποθήκη εργαλείων και αποθεμάτων και ως πύργος- φυλάκιο ή παρατηρητήριο» (Kaupert ό.π.).
Από τις υπόλοιπες οχυρώσεις, στο πέρασμα αυτό καθαυτό, έχουν διαπιστωθεί οι θεμελιώσεις δύο πύργων σε ίσες αποστάσεις (500 μ.), ανατολικά και βόρεια του φρουρίου, και μάλιστα ακριβώς στα σημεία όπου ο απότομος και επίπεδος δρόμος που τα συνδέει στρίβει προς το κάστρο. Έναν άλλον τοίχο, πιθανώς προερχόμενο από έναν φράκτη, παρατηρεί κανείς στο ανατολικό σημείο το οποίο εντοπίζεται σε μεγαλύτερο βάθος. Ωστόσο, 800-900 μ. νοτιοανατολικά, προς την πλευρά της Χασιάς, εκεί όπου ανηφορίζει το μονοπάτι από τη μονή της Παναγίας κι ένα άλλο κατηφορίζει προς τα βόρεια (600 μ.· δίπλα στην «πηγή» στον χάρτη), ο Leake είδε κατάλοιπα ενός πύργου, προφανώς του ίδιου που ο Gell χαρακτηρίζει ως ίχνη ενός μικρού ναού δίπλα σε μια πηγή. Ο τελευταίος μνημονεύει ακόμη έναν αρχαίο πύργο, περίπου 1 χλμ. κάτω από αυτό [12] το σημείο του δρόμου· βλ. 543 στον χάρτη. (Demen σ. 129 γερμ. μτφρ. Gell, Itin. σ. 52. Η οχύρωση που ο Leake ονομάζει «Άρμα», σ. 130, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο βορεινός πύργος-παρατηρητήριο που αναφέρθηκε παραπάνω και, επίσης, στην τελευταία υποσημείωση ως «Βίγλα»). Πρέπει να θεωρείται περίεργο το γεγονός ότι έως τώρα δεν εντοπίσθηκαν πύργοι φρουράς ή εκπομπής σημάτων ούτε στο ψηλότερο σημείο του περάσματος, 100 μ. βορειοδυτικά από τη Φυλή, ούτε καν σε σημεία που δεσπόζουν σε αυτήν την περιοχή της Πάρνηθας. Πάντως, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι αυτοί θα απουσίαζαν εντελώς κατά την περίοδο που στη Φυλή υπήρχαν αττικές φρουρές.
Από τις τεχνητά κατασκευασμένες οδούς, τις οποίες πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένες για την αθηναϊκή πλευρά, έχουν διατηρηθεί κατασκευαστικά κατάλοιπα τουλάχιστον στο επάνω μέρος του περάσματος, πριν από την υπέρβαση του ανατολικού φαραγγιού της Φυλής. Οι Dodwell (σ. 503) και Gell ό.π. αναγνώρισαν ίχνη αρματροχιών στον βράχο, και έτσι θεωρείται αναμφισβήτητο ότι αυτή η διαδρομή κατά την Αρχαιότητα ήταν αμαξιτή (κάτι που υπέθετε και ο Kaupert ό.π.). Ακόμη και το μονοπάτι που, περνώντας (από την πλευρά του πύργου του Leake) δυτικά του βράχου του Άρματος, οδηγούσε προς τα βόρεια σε υψόμετρο πάνω από τα 800 μ. εμφανίζει ίχνη της αρχαίας λιθόστρωσης.
Σχετικά με την τροφοδοσία νερού του οχυρού είμαστε αναγκασμένοι να μιλήσουμε υποθετικά. Τέσσερις και περισσότερες πηγές του ρέματος μπορούσαν άνετα να διοχετευτούν από τα βόρεια. Ωστόσο, εφόσον θα λαμβανόταν υπόψη η πιθανότητα στρατιωτικού αποκλεισμού από όλες τις πλευρές, δεν πρέπει να έλειπαν και οι δεξαμενές. Τα διατηρούμενα ίχνη ενός λαξευμένου στον βράχο αγωγού, τον οποίο μπορεί να παρατηρήσει κανείς μεταξύ του δρόμου που ανεβαίνει από τα νότια και του δυτικού φαραγγιού (είχε σημειωθεί ήδη από τον Dodwell, σ. 503 και τον Gell, Itin. σ. 19· πρβλ. και Κορδέλλας ό.π. σ. 144, καθώς και στον χάρτη μας), δεν ανήκουν σε κάποια τοπική εγκατάσταση αλλά σε ένα μεγάλο (Αδριάνειο;) έργο, το οποίο μετέφερε τις απορροές της Πάρνηθας στο Θριάσιο Πεδίο και την Ελευσίνα. Ο Κορδέλλας συνδέει απευθείας με αυτό τα κατάλοιπα ενός κτιστού αρχαίου αγωγού νερού στην Κόκκινη Λάκκα, στο επάνω ρυάκι της Γκούρας (βλ. παραπάνω σ. 9). Η ίδια η λάξευση του βράχου έχει πλάτος 0,55 μ. και βάθος 1,30 μ. Σε κάποιο δε σημείο το φαράγγι πρέπει να είχε γεφυρωθεί (βλ. π.χ. την αρχαία «γέφυρα» που βρίσκεται 1.500 μ. νοτιότερα), γιατί εξερχόμενοι από το βουνό (βλ. στον χάρτη το φύλλο «Πύργος»), βρίσκουμε ξανά τη συνέχεια του αγωγού ύδρευσης στη δεξιά όχθη του ρυακιού (το οποίο φαίνεται να την ακολουθεί έως τη Θρία), ενώ 800 μ. νοτιοδυτικά αναγνωρίζονται ίχνη της διακλάδωσής του προς την Ελευσίνα (βλ. λεπτομερέστερα στα σχετικά με το φύλλο XXVI).
Σε ό,τι αφορά τα οικιστικά κατάλοιπα της ειρηνικής εποχής, στην κοντινή περιοχή γύρω από το οχυρό της Φυλής δεν εξακριβώθηκαν παρά λίγα πράγματα. Στην πηγή του ανατολικού παραποτάμου του ρυακιού και ακόμη παρακάτω, απέναντι από το φρούριο, υπάρχουν αρχαία «άνδηρα». Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για τοίχους από λίθους που αποσκοπούσαν στη συγκράτηση του εύφορου και συχνά μεταφερμένου από αλλού χώματος, παρόμοιου με εκείνου που συναντούμε στις πλαγιές του Αιγάλεω, του Υμηττού, του Πεντελικού, αλλά και σε άλλες θέσεις της Πάρνηθας (Dodwell σ. 505). Κάποιοι τοίχοι στην περιοχή του οχυρού, καθώς και κοντά στον βόρειο πύργο και την πηγή Βίγλα –εδώ υπάρχουν και αρχαία πήλινα κατάλοιπα– προέρχονται τουλάχιστον από ανθρώπους που κατοίκησαν την περιοχή· πάντως ένας συνοικισμός σε κατοικημένη περιοχή με τη σημασία του δήμου Φυλής (βλ. «Demenordnung», σ. 9 αρ. 48) σε αυτήν τη θέση δεν είναι καθόλου αληθοφανής.
Αρχικά, είναι εύλογο ότι η επιλογή της θέσης για το φρούριο έγινε για αποκλειστικά οχυρωματικούς λόγους. Ωστόσο, αυτό το φρούριο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε πάρα πολλές έδρες ιπποτών στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, δεν συγκέντρωσε γύρω του μια κοινότητα, αλλά πήρε την ονομασία του από μια «φυλή», το κοινωνικό κέντρο της οποίας θα μπορούσε να βρίσκεται μακριά από το φρούριο αλλά τόσο, όσο δεν θα έχανε το αμυντικό πλεονέκτημα.
Είμαστε, άρα, ακόμη σε θέση να αναλογισθούμε για ποια συμφέροντα και με ποιους σκοπούς οικοδομήθηκε αρχικά το φρούριο της Φυλής; Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο πολιτικός ρόλος που έπαιξε το φρούριο σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες διαθέτουμε ιστορικά στοιχεία, όταν η Αττική αποτελούσε ήδη ένα σύνολο, και στρεφόταν ενάντια σε εκείνους που κατείχαν την εξουσία στην Αθήνα και την αθηναϊκή πεδιάδα. Για παράδειγμα όπως κατά τον 6ο αιώνα, οι εχθροί του Πεισίστρατου κατέφυγαν εδώ (Πλούταρχος, Αποφθέγμ. Πεισίστρ. 1), έτσι και το χειμώνα του 404/3 ο Θρασύβουλος συγκέντρωσε στη Φυλή το συνεχώς αυξανόμενο πλήθος των οπαδών του εναντίον των «Τριάκοντα Τυράννων» (Ξεν. Ελλ. ΙΙ, 4, 2-5· Διόδ., XIV, 32). Επίσης, στα χέρια του Κασσάνδρου (Πλούταρχος, Δημητρ., 23) η Φυλή χρησίμευσε ως ἐπιτείχισμα τῆς Αττικῆς, έως ότου ο Δημήτριος εξουδετέρωσε την πίεση από την ύπαιθρο. Πράγματι, ο χώρος αποδείχθηκε εξίσου επικίνδυνος, όπως και απρόσβλητος από εφορμήσεις, και μια πρώτη παράτολμη επίθεση που επιχείρησε το στράτευμα των «Τριάκοντα» στα τείχη (Ξεν. ό.π.) εξελίχθηκε όπως ήταν αναμενόμενο. Μια ξαφνική χιονόπτωση και η σύγχυση των πολιορκητών εν μέσω πανικού [13] διέκοψε την προσπάθειά τους να οδηγήσουν τους αμυνόμενους σε λιμοκτονία. Όμως, η απόπειρα αποδεικνύει ότι οι επιτιθέμενοι είχαν στην κατοχή τους το επάνω πέρασμα και τα υψώματα που δεσπόζουν στα βόρεια ή ότι ήταν σε θέση να τα καταλάβουν με σκοπό να αποκόψουν την τροφοδοσία από την Βοιωτία (πιθανόν με τον ίδιο τρόπο και την τροφοδοσία νερού).
Από αυτήν την πλευρά, τουλάχιστον, το φρούριο ήταν ευάλωτο· χωρίς την κατοχή των περασμάτων της Πάρνηθας θα είχε στην καλύτερη περίπτωση, δηλ. όταν είχαν συγκεντρωθεί εκεί επαρκείς προμήθειες, μόνο την αξία ενός ισχυρού αμυντικού σημείου. Όμως, είναι βέβαιο ότι οι πρώτοι που οικοδόμησαν όλη αυτήν την εγκατάσταση δεν το έκαναν για έναν τόσο περιορισμένο σκοπό. Αντιθέτως, με την προϋπόθεση ότι η αποτελεσματικότητά της θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνον προς τα κάτω, δηλαδή ως οδόφραγμα, ως προκεχωρημένο φυλάκιο και ως φρούριο ελέγχου της περιοχής, η εγκατάσταση σχεδόν δεν βρίσκει άλλη όμοιά της στην Αττική. Με άλλα λόγια, το οχυρό δεν κατασκευάσθηκε για την προστασία της αθηναϊκής πεδιάδας, αλλά εναντίον αυτής, και μάλιστα από εκείνους που κατείχαν τους βόρειους-βορειοδυτικούς ορεινούς δρόμους, που οδηγούσαν προς τα επάνω μαζί με τα υπόλοιπα οδικά περάσματα.
Δεν μπορεί να λειτουργήσει ως αντίθετο επιχείρημα στην αρχική πρόθεση της δημιουργίας αυτού του φρουρίου το γεγονός ότι η Φυλή, ως υπαρκτός ισχυρός χώρος, εμφανίζεται μεταγενέστερα μεταξύ των συνοριακών οχυρώσεων της Αττικής ή ότι δεχόταν συνεχώς μόνιμες φρουρές (πρβλ. π.χ. C.I.A. II, 1217· Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 135 κ.εξ.). Ακόμη μικρότερη βαρύτητα έχει το επιχείρημα ότι σε έκτακτες περιπτώσεις κρινόταν κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο του αγροτικού πληθυσμού (Δημοσθ. XVIII, 38)[7]. Με επαρκή φρούρηση των υψωμάτων η διέλευση του εχθρού από το πέρασμα της Φυλής μπορούσε τουλάχιστον να αποτραπεί, ενώ ακόμη κι αν επιτυγχανόταν αυτή, ο εχθρός θα είχε στην πλάτη του ένα οχυρό, το οποίο θα καθιστούσε αδύνατη την επιστροφή του μέσω της ίδιας οδού. - Εκτός από τα παραπάνω, η αξία του φρουρίου ως κρησφύγετον θεωρείται εντελώς δευτερεύουσα.
Εάν, όμως, το φρούριο της Φυλής ιδρύθηκε από τον βορρά, τότε πρέπει να ληφθεί υπόψη και η πιθανότητα ότι αρχικά λειτουργούσε, όπως και οι Ελευθερές, ως προκεχωρημένο φυλάκιο των Βοιωτών εναντίον της Αττικής. Αυτή φαίνεται να είναι η άποψη του λοχαγού Winterberger (Arch. Anz. 1892, σ. 124), ο οποίος, κατά τα άλλα και σύμφωνα με όσα γνωρίζω, από την αρχή εκτίμησε ορθά την στρατηγική κατάσταση. Ωστόσο, η ιστορία δεν αναφέρει τέτοιες συνοριακές συγκρούσεις, οι οποίες θα έπρεπε να είχαν επεκταθεί και πιο χαμηλά έως το επάνω μέρος της αθηναϊκής πεδιάδας, ενώ μας παραδίδονται ανάλογες κοντά στις Ελευθερές, την Οινόη, το Πάνακτον και τις Μέλαινες. Και σε αυτήν την περίπτωση, οι συγκρούσεις ήταν περισσότερο τοπικού χαρακτήρα και εκτείνονταν σε μια σχετικά στενή ζώνη καλλιεργήσιμης γης. Οι υποθέσεις ότι οι Βοιωτοί διεκδίκησαν κάποτε για τον εαυτό τους την Πάρνηθα, όπως τον Κιθαιρώνα, ή ότι κινήθηκαν σε κάποια χρονική στιγμή επιθετικά εναντίον του ισχυρότερου ορεινού φρουρίου της Αττικής, δεν βασίζονται σε καμιά παράδοση και εξαρχής δεν μπορούν να είναι αξιόπιστες.
Με βάση όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω επιστρέφουμε απλώς στο σημείο εκκίνησης της σκέψης μας· η Φυλή δεν μπορεί να κριθεί διαφορετικά από τη Δεκέλεια. Τα φρούρια έχουν μακρά ιστορία που συνδέεται με την τοπική κατοίκηση και ιδρύθηκαν από εκείνες τις κοινότητες, τις οποίες αργότερα συναντούμε ξανά ως αττικούς δήμους με τις ίδιες ονομασίες. Αλλά, ενώ προφανώς ο Κλεισθένης αφαίρεσε από τους Δεκελείς περιοχές που παλαιότερα τους ανήκαν χορηγώντας τους αυτονομία, όπως το Οίον και η Σφενδάλη που αναπτύχθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της προς την Ωρωπία, η επικράτεια των Φυλασίων, από ό,τι βλέπουμε, δεν κατατμήθηκε προς την πλευρά των συνόρων. Ο δήμος Φυλής αποκαλείται από τον Στράβωνα (σ. 404) «ὅμορος τῆ Τανάγρᾳ» (κάτι που τίποτε δεν μπορεί να το αλλάξει).
Ένα χωρίο από τους «Ἀχαρνῆς» του Αριστοφάνη (στ. 1022 κ.εξ.) μας βοηθά να προχωρήσουμε παραπέρα. Οι Βοιωτοί άρπαξαν τα βόδια του Φυλάσιου Δερκέτου, τα οποία χρησιμοποιούσε στο όργωμα: τὼ βόε – ἀπὸ Φυλῆς ἔλαβον οἱ Βοιώτιοι. Επομένως, αυτός δεν όργωνε φυσικά στο βουνό αλλά στο ανατολικό τμήμα της σημερινής πεδιάδας των Σκούρτων (κατά τον Hanriot, Rech., σ. 90, ονομάζεται, επίσης, Αγελάδα, που περίπου θα σήμαινε «χωράφι αγελάδων») ή στην περιοχή Καλύβια, η οποία εμφανίζεται στον χάρτη μας (βλ. παραπάνω σ. 11). Όμως, ακριβώς εξαιτίας των λόγων που αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να επεκτείνουμε την επικράτεια του δήμου Φυλής έως αυτό το σημείο. Ότι αυτός [14] δεν περιλάμβανε μόνον το βουνό με την κορυφογραμμή και τις πλαγιές του, αλλά και αρόσιμο έδαφος, έχει ήδη προκύψει από τη στατιστική και πολιτική σημασία του (αντιπροσώπευση στην Πρυτανεία κλπ., πρβλ. π.χ. C.I.A. II, 960b III, 1037). Λόγω της παλαιότατης, μόνιμης κατοχής αυτού του τμήματος του συνοριακού τοπίου από αττικό πληθυσμό εξηγείται και η έλλειψη πληροφοριών που σχετίζονται με συγκρούσεις φύλων, κάτι που λάμβανε χώρα δυτικότερα.
Επομένως, εδώ στις εξόδους της οδού της Πάρνηθας και κοντά στην πεδιάδα, ανατολικά και βορειοανατολικά της Κρώρας, πρέπει να αναζητήσουμε τον δήμο Φυλής, εφόσον υπήρχε ως οριοθετημένη τοποθεσία. Το ερώτημα, κατά πόσον η μεταγενέστερη οργάνωση μικρότερων και σίγουρα γειτονικών κοινοτήτων, όπως η Υπώρεια και οι Ευνοστίδες, βασιζόταν σε επέκταση ή εκχώρηση επικράτειας, μπορεί προσωρινά να παραμείνει αναπάντητο.
Όσα γνωρίζουμε σχετικά με τους θρησκευτικούς θεσμούς και τις λατρείες των Φυλασίων έχουν εν μέρει τοπική και εν μέρει ευρύτερη σημασία. Από τον δασώδη και ορεινό χαρακτήρα της περιοχής δεν εξηγείται μόνον η λατρεία του Πάνα και των Νυμφών (βλ. παραπάνω σ. 10) αλλά και της Άρτεμης Αγροτέρας, οι θυσίες προς τιμήν της οποίας, σύμφωνα με μια ελευσινιακή επιγραφή (Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 135-136 στ. 30 κ.εξ., πρβλ. σ. 214), φαίνεται ότι αποτελούσαν μία από τις κύριες γιορτές του δήμου (γινόταν προς τιμήν της και η λαμπὰς της αναθηματικής επιγραφής της Παναγίας τῶν Κλειστῶν C.I.A. III, 93;). Διαδεδομένο χαρακτήρα είχαν και οι ορεινές λατρείες, τις οποίες μαρτυρά ο Παυσανίας (Ι, 32, 1), συγκεκριμένα εκείνη για τον Δία (ως Παρνήθιος, Σημάλεος κλπ.), η οποία εκτός από την ψηλότερη κορυφή του βουνού (βλ. σ. 9) σχετιζόταν ιδιαίτερα και με την κορυφογραμμή του Άρματος. Είναι γνωστός ο χρησμός της κεραυνομαντείας, ο οποίος αναμενόταν στην Αθήνα από αυτήν την περιοχή προκειμένου να ξεκινήσει η δελφική Θεωρία (Στράβ., 404· Ευστάθ. Σχόλιο στον Όμ. Β 499· Ησύχ. λ.δι’ Ἅρματος και Ἀστραπή· Στεφ. Βυζ. λ. Ἅρμα· C.I.A. II, 844). Σύμφωνα με αυτά, ήδη ο Leake (σ. 130 γερμ. μτφρ.) τόνισε τα «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σχήματος του βουνού» στη Φυλή, μολονότι ήταν εγκλωβισμένος στην υπόθεση ύπαρξης μίας θέσης με την ονομασία «Άρμα» της οποίας αναζητούσε τα ερείπια. Πρώτος ο Ross (Königsr. II, 86) παρομοιάζει το ύψωμα Παγανιά (βλ. παραπάνω σ. 10) με τον σκελετό ενός ἅρματος [ἅρμα ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] και ο Hanriot (Recherches, σ. 108 κ.εξ.) αντικρούει εκείνη την εσφαλμένη άποψη με περισσότερες λεπτομέρειες. Μπορούμε τουλάχιστον να θεωρήσουμε ότι ο βωμός του Διός Σημάλεου βρισκόταν σε αυτόν τον βράχο. Ένα άλλο ανάθημα βρίσκεται, ίσως, σε μια πιο προσπελάσιμη θέση κοντά στον δρόμο, ο οποίος περνά πολύ κοντά στα δυτικά (βλ. στον χάρτη «λιθόστρωτη οδός» και παραπάνω σ. 12). Η τέλεση της λατρείας του Απόλλωνα Παρνησσίου φαίνεται ότι γινόταν, κυρίως, από τους κατοίκους της περιοχής της βόρειας Πάρνηθας (πρβλ. C.I.A. II, 609, προφανώς από το Μαρκόπουλο της Ωρωπίας· βλ. Loeper, Athen. Mitt. XVII, σ. 397 κ.εξ. αρ. 3). Παρόλα αυτά, είμαι πεπεισμένος ακόμη και σήμερα ότι η αθηναϊκή Θεωρία στον δρόμο προς τους Δελφούς, περνούσε, μέσω του περάσματος της Φυλής, από τον χώρο όπου υπήρχαν τα σημεία των κεραυνών, για να προσεγγίσει κοντά στην Τανάγρα την συντομότερη οδική διαδρομή με την «Ιερά Οδό» («Über d. att. Apollon», σ. 56· E. Curtius, Ges. Abhh. I, σ. 38).
Μεγάλο Βουνό
(Χάρτες της Αττικής – φ. ΧΧV)
Το Μεγάλο Βουνό, το οποίο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο της οροσειράς του Κιθαιρώνα με την Πάρνηθα, είναι ένα πολύ γυμνό και τραχύ ασβεστολιθικό όρος, οι κορυφογραμμές του οποίου έχουν ανοδικό προσανατολισμό με κατεύθυνση δυτική-βορειοδυτική (άνω των 600 μ.) προς ανατολική-νοτιοανατολική (έως και άνω των 880 μ.) και συνορεύουν στα βόρεια με το οροπέδιο των Σκούρτων.
Τα χαμηλότερα τμήματα αυτής της πεδιάδας, από την οποία μόνον το νότιο επίμηκες μισό της συμπεριλαμβάνεται στον χάρτη μας, βρίσκονται σε ύψος όχι μικρότερο των 529-530 μ. Τα χωριά στα νότια άκρα της πεδιάδας που κατοικούνται σήμερα –από τα δυτικά προς τα ανατολικά, το Κακό Νιστίρι ή Κακό Νεοχώρι (166 κάτοικοι κατά το έτος 1879), Καβάσαλα (84 κάτ.), Κρώρα (155 κάτ.)–, όλα σε υψόμετρο 560 μ., βρίσκονται μόνον 20 μ. πιο χαμηλά από τα υψηλότερα σημεία των περασμάτων που ανεβαίνουν με νοτιοδυτική κατεύθυνση το Μεγάλο Βουνό. Με αυτόν τον τρόπο, τα ορεινά όρια του οροπεδίου επιτρέπουν να κατευθυνθούν προς αυτό μόνον μικρές υδάτινες ροές, το νερό των οποίων, φθάνοντας στο έδαφος, συγκεντρώνεται αμέσως σε καταβόθρες.
Αντίστροφα, ένα πλούσιο δίκτυο μικρών ρυακιών διασχίζει τις νότιες πλαγιές του βουνού μας, κατά κύριο λόγο ρέματα του αριστερού κύριου υδάτινου παραποτάμου του ελευσινιακού Κηφισού που πηγάζει επάνω από τα Βίλια στον Κιθαιρώνα, δηλαδή ενός ρυακιού με την ονομασία Κοκκίνι ή Κοκκινοπόταμος. Συγχρόνως, το τελευταίο διασπά προς νοτιοανατολική κατεύθυνση τις υπώρειες του Μεγάλου Βουνού που έχουν προσανατολισμό προς την Ελευσίνα. Με τον ίδιο τρόπο κινείται νοτιότερα και ο σχεδόν παράλληλος Σαρανταπόταμος ή και ο ίδιος ο Κηφισός. Μετά από μια εκτροπή [15] του πρώτου προς νότια κατεύθυνση, τα δύο ρυάκια ενώνονται λίγο πριν από την έξοδό τους στην πεδιάδα.
Στο σημείο όπου η πεδιάδα της Ελευσίνας ανοίγεται με ομοιόμορφη κλίση προς τη θάλασσα, βρισκόμαστε σε μέγιστο ύψος που ξεπερνά λίγο τα 100 μ. Και η τρίτη πεδιάδα που εμφανίζεται στον χάρτη μας, η περιοχή των Ελευθερών και της Οινόης (όπως μπορούμε ήδη να την ονομάσουμε), η οποία εκτείνεται δυτικά του Μεγάλου Βουνού και νότια του Κιθαιρώνα, βρίσκεται στο ανατολικό της τμήμα σε υψόμετρο μόλις 300 μ., δηλαδή 230-260 μ. βαθύτερα από το οροπέδιο των Σκούρτων που βρίσκεται βορειοανατολικά και σε απόσταση μόλις 4 χλμ.
Έτσι, πέραν του ότι δημιουργείται ένα πιο άνετο πέρασμα, το οποίο από την περιοχή του χωριού Κακό Νιστίρι συνδέει απευθείας τις δύο πεδιάδες, από το οροπέδιο κατηφορίζουν, επίσης, πολλά ορεινά, σχετικά πολύ απότομα μονοπάτια από τα Καβάσαλα και την Κρώρα με κατεύθυνση προς την κοίτη του Κοκκινοποτάμου που απολήγουν στο ευρύ παράκτιο τοπίο.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της περιοχής πιστεύουμε ότι οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο έπαιξε καίριο ρόλο ως μεθόριος της Αττικής και της Βοιωτίας. Δεδομένου ότι η συγκέντρωση εχθρικών δυνάμεων και η υπεροχή τους μπορούσε να ασκήσει κάθε είδους πίεση στις περιοχές που βρίσκονταν σε χαμηλότερα σημεία, καθίστατο αναγκαία για αυτές τις περιοχές η επαρκής οχύρωση και, όπου ήταν δυνατόν, ο μόνιμος έλεγχος αυτού του χώρου, ο οποίος από πλευράς γεωργικής παραγωγής δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικός. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι αυτό το τμήμα της πεδιάδας των Σκούρτων αποτελούσε από την εποχή του μύθου αντικείμενο διαμάχης, όπως γνωρίζουμε, επίσης, ότι η Αττική φρόντισε να την οχυρώσει προκειμένου να τελεί υπό τη συνεχή κατοχή της, ενώ παρόμοια οχυρωματικά έργα πραγματοποιήθηκαν και σε περιοχές που βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αναμφίβολα τα κατάλοιπα ενός φρουρίου το οποίο, καθώς βρισκόταν επάνω από το νοτιοδυτικό άκρο της πεδιάδας και άλλα 150 μ. ψηλότερα από τα χωριά Κακό Νιστίρι και Καβάσαλα, μπορούσε, επίσης, να ελέγχει τα περάσματα που ξεκινούσαν από τις δύο ανατολικές θέσεις. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η τοποθεσία δεν θεωρείτο ως ένα μεμονωμένο αμυντικό φυλάκιο, αλλά λόγω της δεσπόζουσας θέσης της και της ύπαρξης πηγών στις πλαγιές, επιλέχθηκε ως μια μόνιμα κατειλημμένη θέση υπεράσπισης των περιοχών που εκτείνονταν χαμηλότερα. Τα σωζόμενα ίχνη ενός οχυρωματικού περιβόλου με κατάλοιπα πύργου και άλλα ίχνη από θεμέλια κατασκευών αξίζουν προσεκτική καταγραφή. Ένα τμήμα του τείχους που διατηρείται καλύτερα έχει μεγάλες, κατά κύριο λόγο ορθογώνιες λιθοπλίνθους, αλλά και πολυγωνική τοιχοποιία με συμπλήρωμα από μικρότερους λίθους. Παρότι μόνον η πλήρης χαρτογράφηση αυτής της σημαντικής μεθοριακής περιοχής θα καταστήσει εφικτή τη διαμόρφωση άποψης ακόμη και για τους στρατηγικούς συσχετισμούς της, έχει ήδη διαπιστωθεί ότι στην ευρύτερη περιοχή αυτού του φρουρίου δεν υπάρχει κάποια μεγαλύτερη οχυρωματική κατασκευή. Μπορούμε, επομένως, να ταυτίσουμε χωρίς επιφυλάξεις αυτά τα οικοδομικά κατάλοιπα με το Πάνακτον (βλ. και το δικό μου «Bericht», Berl. Akad. 1887, σ. 1096 και «Demenordnung d. Kleisth.», σ. 37), όπως ήδη σωστά επισημαίνεται στον χάρτη του Γαλλικού Επιτελείου Στρατού (φ. 8)· το ίδιο και στο σχέδιο του λοχαγού Winterberger στο Arch. Anz.1892, σ. 123[8].
Ο καθοριστικός ρόλος που έπαιζε για τους Αθηναίους το Πάνακτον ως οχυρό της μεθορίου επιβεβαιώνεται για την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου σαφώς από τον Θουκυδίδη (V, 3. 39. 40. 42)· κατά τον 4ο και 3ο αιώνα διαδραματίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με αυτόν της Φυλής ως φρούριο και τόπος εγκατάστασης φρουράς (Δημοσθ., 19, 326· 54, 3. Παυσ. Ι, 25, 6· Πλούτ. Δημήτρ. 23· C. I. A. II, 1217. Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 135 κ.εξ.). Όσο κι αν ήταν μισητό στους Βοιωτούς, αυτοί μπορεί, όταν τους δινόταν η ευκαιρία, να το κατέστρεφαν επικαλούμενοι τη συμφωνία ότι ὅρκοι παλαιοὶ μηδετέρους οἰκειοῦν (βλ. οἰκεῖν στον Wilamowitz, Kydathen, σ. 117 αρ. 30) τὸ χωρίον ἀλλὰ κοινῇ νέμειν, ποτέ όμως δεν το διεκδίκησαν αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Και μόνον από αυτό το γεγονός θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι το οχυρό οικοδομήθηκε στην αθηναϊκή πλευρά και δεν βρισκόταν ποτέ εντός της ίδιας της περιοχής της Παρασωπίας, ώστε να θεωρηθεί ότι αποτελούσε για αυτήν απειλή.
Ο προσδιορισμός της θέσης του Πανάκτου έχει άμεση σχέση και με εκείνην των αρχαίων Μελαινών, οι οποίες εμφανίζονται επιγραφικά ως δήμος με την Πτολεμαΐδα φυλή (C. I. A. II, 991· III, 1147· προηγουμένως, σύμφωνα με το Στεφ. Βυζ. στην Αντιοχίδα). Αυτό γιατί, σύμφωνα με μια επιγραφή από την Ελευσίνα (Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 135, στ. 29 κ.εξ. πρβλ. σ. 213) η απόδοση τιμών στον στρατηγό Αριστοφάνη έπρεπε να ανακοινωθεί ἐμ Πανάκτω[ι Ἀπατο]υρίων τῇ θυσίᾳ, στην Ελευσίνα κατά τα Αλώα, στη Φυλή κατά τη γιορτή της Άρτεμης Αγροτέρας, στην [16] Αθήνα κατά τα Διονύσια, γεγονός που σημαίνει ότι για κάθε περίπτωση καθορίζεται μια κύρια τοπική γιορτή. Επομένως, η πρώτη αναφερόμενη γιορτή παραπέμπει με βεβαιότητα στις Μελαινές ως την κοινότητα που σχετιζόταν με το φρούριο του Πανάκτου και η οποία μαζί με τον επώνυμο ήρωά της, τον Μέλανθο, και την ιστορία της κίβδηλης μονομαχίας του με τον Βοιωτό Ξάνθο, αποτελούν την αφετηρία του μύθου των Απατουρίων (πρβλ. τελευταία Joh. Töpffer στοPauly-Wissowa’s Encycl. λ. «Apaturia»[9].
Με τα παραπάνω συμφωνούν και άλλες εκδοχές που τοποθετούν τον δήμο Μελαινών σε αυτήν τη θέση. Μέχρι σήμερα ο δήμος τοποθετείται ομόφωνα κοντά ή κάτω από τη μονή του Αγ. Μελετίου, στη νοτιοανατολική πλαγιά του Κιθαιρώνα Leake, σ. 132 γερμ. μτφρ.· Hanriot, σ. 84 κ.εξ.· Bursian, σ. 332· Ross, Demen, σ. 83· επίσης, Deneke, Arch. Anz. 1892, σ. 124· οι παλαιότερες υποθέσεις των Ο. Müller, Preller, Grotefend και άλλων, ότι οι Μελαινές βρίσκονταν, δήθεν, στην περιοχή της Ελευσίνας, κοντά στη Μάνδρα, έχουν ήδη απορριφθεί δικαιολογημένα από τους Hanriot και Bursian ό.π.). Όπως φαίνεται το όνομα του Αγίου Μελετίου (συγκρινόμενο με εκείνο του Μελάνθου) έπαιξε σε αυτό το ζήτημα κάποιον ανεπίσημο ρόλο, ας σημειωθεί μάλιστα ότι ο εν λόγω Άγιος είναι ιστορική προσωπικότητα και ίδρυσε ο ίδιος τη μονή κατά τον 12ο αιώνα (Σουρμελής, Αττ., σ. 25). Κυρίως, όμως, υπήρχε η πεποίθηση ότι κάποια ορατά κατάλοιπα πύργων και θεμελιώσεων κοντά στον Αγ. Μελέτιο, τα οποία σημειώνονται και στον χάρτη μας, θα έπρεπε να συσχετισθούν με τις Μελαινές. Ωστόσο, από αυτά όσα βρίσκονται στα νοτιοανατολικά ανήκουν σε ένα μεμονωμένο φρούριο υπεράσπισης ενός περάσματος, ενώ αυτά προς τα νότια πιθανώς αποδίδονται και πάλι σε κάποιο οχυρό που σχετίζεται με το αμυντικό σύστημα της Οινόης (βλ. παρακάτω). Οι Μελαινές αυτές καθαυτές, όμως, δεν αναφέρονται πουθενά ως «φρούριο» (τέτοιο ήταν το Πάνακτον), και μόνον αυτή η λανθασμένη υπόθεση θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδοχή μιας βουνοπλαγιάς ως θέσης των Μελαινών, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες διαβίωσης της κοινότητας. Στην πραγματικότητα, ήδη η θέση και η σημασία της Οινόης αποκλείουν από μόνες τους έναν δεύτερο δήμο σε αυτήν την περιφέρεια. Συνεπώς, και για αυτόν τον λόγο οδηγούμαστε στο δυτικό μέρος της πεδιάδας των Σκούρτων. Εφόσον η έκφραση του Δημοσθένη (19, 326) είναι: «περὶ Δρυμοῦ καὶ τῆς πρὸς Πανάκτῳ χώρας μεθ’ ὅπλων ἐξερχόμεθα», τότε το διαφιλονικούμενο σημείο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά εκείνο που η παράδοση για τα Απατούρια προσδιορίζει ως «Μελαινῶν πέρι» (έτσι ήδη από τον Πρόκλο στο Φώτ. Βιβλ. σ. 321). Κατάλοιπα της αρχαίας θέσης δεν έχουν εκ νέου εντοπιστεί στη σύγχρονη εποχή. Μόνον ο Gell (Itinerary, σ. 54), στον δρόμο από τη Φυλή προς το Δερβενοσάλεσι (αυτός λανθασμένα το ονομάζει Κακοσάλεσι), είδε στην πεδιάδα και σε απόσταση 37 λεπτών από αυτό το χωριό «many heaps, like the vestiges of a town».
Η θέση Δρυμός με ένα φρούριο (χωρίον καὶ φρούριον πρβλ. Ησύχ. Αρποκρ. το λ. Bull. corr. hell. VIII, σ. 207 κ.εξ.) σωστά αναζητήθηκε στη βόρεια πλευρά του οροπεδίου (Bursian, σ. 332)· βεβαίως, ο Hanriot (σ. 102) θεωρεί ότι είναι το δικό μας Πάνακτον. Πιθανώς, θα πρέπει κάποιος εδώ να σκεφθεί την περιοχή του Δερβενοσαλεσίου. Δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω με ποιον τρόπο ο v. Wilamowitz (Hermes 22, σ. 242, 2) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ονομασία Δρυμός κατά τον 4ο αιώνα αντικατέστησε εκείνη των Ελευθερών. Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες πρέπει να παραμείνουν προς εξέταση για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η πλήρης χαρτογραφική δημοσίευση αυτής της τόσο σημαντικής για την προϊστορική και ιστορική περίοδο μεθοριακής περιοχής.
Δυτικά του Κακού Νιστιριού ένας δρόμος από το βοιωτικό Δαριμάρι, ο οποίος περιτρέχει τον Κιθαιρώνα (πήρε την ονομασία: αἱ Πόρταις από μια διάβαση), οδηγεί στην περιοχή που βρίσκεται 250 μ. χαμηλότερα από τον άνω Κοκκινοπόταμο. Εκεί κατά την έξοδό του (μετά από 4 χλμ.) ο δρόμος φθάνει στην αρχαία τοποθεσία Μυούπολις (Οινόη). Ήδη στα μισά του δρόμου συναντά κανείς αριστερά «τα κατάλοιπα πύργου και θεμελιώσεων» του προαναφερθέντος μεμονωμένου φρουρίου υπεράσπισης (380 μ.) που βρίσκεται σχεδόν ακριβώς δυτικά από το Πάνακτο. Δεδομένου ότι, εάν κοιτάξουμε από το ψηλότερο οχυρό παρατηρούμε μια επικλινή πλαγιά που είναι προσανατολισμένη προς το φρούριο, καθίσταται εμφανές ότι το τελευταίο επιλέχθηκε ως ενδιάμεσος σταθμός λόγω της ιδιαίτερα στρατηγικής θέσης του, όχι μόνον για την ταχεία λήψη σημάτων και την παραμονή αγγελιοφόρων, αλλά και ως μια δυναμική αμυντική θέση σε περιπτώσεις ανάγκης. Άλλοι πύργοι ανατολικά της Μυουπόλεως και [17] ενός δευτερεύοντος ρέματος στα αριστερά του Κοκκινοποτάμου (ρέμα Ριμπάρι στον χάρτη) φρουρούσαν τους δρόμους των φαραγγιών, οι οποίοι διακλαδίζονταν στο βουνό.
Ωστόσο, το συνολικό οχυρωματικό σύστημα σε μια σχετικά ανοιχτή περιοχή που διαθέτει η μεθοριακή γραμμή της Αττικής, διατηρείται σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα στην ίδια τη Μυούπολη. Αυτή η πράγματι αρχαία ονομασία, που γνώριζε ήδη ο Leake (Travels in N. Gr. II, σ. 375), θα πρέπει, αν εμπιστευθούμε τον Σουρμελή (Αττ., σ. 24 κ.εξ.), να προφερόταν κατά τον Μεσαίωνα «Νοιούπολις». Σε κάθε περίπτωση, συσχετίζοντάς την με την Οινόη, ο Σουρμελής διατυπώνει μια σωστή ερμηνεία (το ίδιο και ο γαλλικός χάρτης), σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τοπογράφους που τη συνέδεσαν είτε με το οχυρό του Γυφτόκαστρου (Ελευθερές) είτε με το πελώριο ερείπιο ενός πύργου-παρατηρητηρίου κοντά στο χωριό Μάζι, πιο κοντά προς το κέντρο της πεδιάδας και τον δρόμο που οδηγεί από την Ελευσίνα προς το πέρασμα του Κιθαιρώνα (Γυφτόκαστρο: Gell, Itin., σ. 29. 108. Leake, Demen, σ. 34 και αλλού κοντά στο Μάζι: Hanriot, σ. 83 κ.εξ., ακολουθεί μάλλον ο Bursian, Geogr.I, σ. 250. 332). Φαίνεται ότι από τους ειδικούς ερευνητές κανένας απολύτως δεν διαμόρφωσε μια πιο λεπτομερή εικόνα της θέσης της Μυουπόλεως, από την οποία, δυστυχώς, ο χάρτης μας περιλαμβάνει μόνον τα ανατολικά όρια. Σε αναμονή νεότερων συμπληρωματικών δημοσιεύσεων θα πρέπει, επομένως, και εδώ να μην προβούμε σε εκτενέστερη περιγραφή.
Σε μία περιοχή με μέτρια τοξωτή ανωφέρεια, ανοιχτή προς τα δυτικά και οι οποία ορίζεται στα ανατολικά και νότια από τις κοίτες των ρυακιών, ένα ορθογώνιο τείχος με περιφέρεια περίπου 7 λεπτών αποτελεί αυτή καθαυτήν την οχύρωση. Από αυτήν είναι καλύτερα διατηρημένοι αρκετοί πύργοι της βόρειας πλευράς, εκεί όπου εντοπίστηκαν επίσης δύο πύλες, ιδιαίτερα ένας βορειοανατολικός πύργος με 11-12 σειρές που εδράζονται σε κροκαλοπαγείς λιθοπλίνθους. Κατάλοιπα οικιών και άλλων θεμελιώσεων εμφανίζονται ιδιαίτερα πολυάριθμα στα νότια και νοτιοδυτικά, όπως και πολλά κεραμικά θραύσματα. –Προφανώς, έχουμε να κάνουμε με έναν πρώτης τάξης στρατιωτικό χώρο, ο οποίος και μόνον από τον πληθυσμό που διέμενε μόνιμα σε αυτόν μπορούσε να βρίσκεται σε συνεχή αμυντική ετοιμότητα. Επιπλέον, μέσα από ένα σύστημα ισχυρών προκεχωρημένων φυλακίων, οι διασυνδέσεις του ήταν οργανωμένες με έξοχο τρόπο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει πια καμία ανάγκη για άλλες αποδείξεις προκειμένου να αναγνωρίσουμε σε αυτόν τον χώρο την Οινόη της Ιπποθοωντίδος φυλής (πρβλ. επίσης «Demenordnung d. Kleisth.», σ. 32), ακόμη περισσότερο όταν απέναντί της προς τα βορειοδυτικά, στην έξοδο του μεσαίου περάσματος του Κιθαιρώνα, έχουν αναγνωρισθεί εδώ και καιρό οι Ελευθερές (= Γυφτόκαστρο). (Πρβλ. Αρποκρ. λ. Οἰνόη· πρὸς ταῖς Ἐλευθεραῖς και το απόσπασμα αναφοράς στον Στράβωνα, σ. 375: Οἰνόῃ σύγχορτα ναίει πεδία ταῖς τ’Ἐλευθεραῖς· σχετικά βλ. v. Wilamowitz, Kydath., σ. 117, 29, για τον οποίο, βεβαίως, το οχυρό των Ελευθερών, το μόνο γνωστό τότε, θεωρείτο ταυτόσημο με την Οινόη). Τα πολεμικά γεγονότα του 6ου και 5ου αιώνα (Ηρόδοτ. V, 74· Θουκ. ΙΙ, 18 VIII, 98), καθώς και μια περιστασιακή συνεργασία με τη Δεκέλεια και το Πάνακτον (Λιβάν. [Απολογ. Δημοσθ.] IV, σ. 299, Reiske) υποστηρίζουν επαρκώς τη σπουδαιότητα αυτού του σημείου συγκέντρωσης για την άμυνα της Αττικής. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η επίμονη, αν και μάταιη, πολιορκία της Οινόης από τους Πελοποννησίους υπό τον Αρχίδαμο κατά το έτος 431 (Θουκ. ΙΙ, 18 κ.εξ.), παρότι το οχυρό τότε, αλλά και αργότερα, αποτέλεσε στην πραγματικότητα ένα πολύ μικρό εμπόδιο στην εχθρική προέλαση, όπως οι Ελευθερές ή άλλα μεθοριακά φρούρια. Αντιθέτως, πληροφορούμαστε (Θουκ. VIII, 98) ότι ένα επικουρικό σώμα των Σπαρτιατών από Κορίνθιους που επέστρεφε από τη Δεκέλεια αποκρούστηκε με επιτυχία από τη φρουρά της Οινόης (μάλλον κατά το έτος 411· πρβλ. Θουκ. VIII, 71), κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια νέα πολιορκία, η οποία έληξε με την παράδοση στους Βοιωτούς εξαιτίας προδοσίας. Κατά τον ίδιον τρόπο φαίνεται ότι ακόμη και αυτή η σημαντική οχύρωση ήταν επικίνδυνη για τον εχθρό περισσότερο στην περίπτωση πλήγματος στα νώτα του παρά κατά την κάθοδο του από τα περάσματα. Σε κάθε περίπτωση, κάτι ανάλογο, πιθανότατα, θα οδήγησε τον βασιλιά Αρχίδαμο να ματαιώσει την αποχώρηση του από αυτόν τον δρόμο και να επιλέξει να επιστρέψει ακολουθώντας την μεγάλη παράκαμψη μέσω της Ωρωπίας (Θουκ. ΙΙ, 23). Ωστόσο, η Οινόη στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου αποτελούσε, όπως και η Ελευσίνα, η Αθήνα και το Πάνακτον, αλλά και άλλες καίριες θέσεις, κατεξοχήν σημείο συγκέντρωσης της αττικής στρατιωτικής δύναμης, ίσως και καταφύγιο. Σε έναν παρόμοιο σκοπό, με καθαρά τοπικό χαρακτήρα, μπορούμε να αποδώσουμε και την αρχική ίδρυση αυτής της μόνιμης εγκατάστασης· η τελευταία πρέπει να πραγματοποιήθηκε την εποχή που οι Ελευθερές ήταν ακόμη ανεξάρτητες και ο χώρος θα λειτουργούσε υποστηρικτικά, ενδεχομένως ως επιχειρησιακή βάση του αττικού πληθυσμού που προωθήθηκε προς αυτήν την περιοχή.
Η φυσική κύρια οδός, η οποία από τη Βοιωτία και διαμέσου του περάσματος στις Δρυός Κεφαλές περνάει από τις Ελευθερές και τη θέση Παλαιοκούνδουρα (βλ. το σχέδιο στο Arch. Anz. 1892, σ. 123), σε καμία περίπτωση δεν συνιστά για την Οινόη τη συντομότερη σύνδεση με την περιοχή της Ελευσίνας και την υπόλοιπη Αττική. Κι αυτό γιατί σε εκείνο το σημείο του υψιπέδου διανοίγεται το φαράγγι του Κοκκινοποτάμου προς τα ανατολικά και νοτιοανατολικά, και νοτιότερα, σε απόσταση 2,5-2 χλμ., εκείνο του Σαρανταποτάμου, όπου η κορυφογραμμή του βουνού διαχωρίζει τους δύο υδάτινους παραπόταμους και επιτρέπει την ύπαρξη αρκετά επίπεδων μονοπατιών προς την ίδια κατεύθυνση. Όλοι αυτοί οι σύντομοι δρόμοι, [18] καθώς κι εκείνοι που κατέρχονται από την περιοχή του Πανάκτου (βλ. παραπάνω σ. 15), καταλήγουν μαζί με τον Κηφισό στην επάνω πεδιάδα της Ελευσίνας και της Θρίας, η οποία ανατολικά στο ίδιο υψόμετρο οδηγεί, με τη σειρά της, στην επάνω πεδιάδα της Αττικής.
Εδώ έχουν παρατηρηθεί αρκετά αρχαία ίχνη που καθιστούν σαφές ότι κατά την Αρχαιότητα οι αναφερθείσες οδικές συνδέσεις που χρησιμοποιούνταν ήταν βατές και διέθεταν φρούρηση. Κατά κύριο λόγο, σε αυτήν την περιοχή ανήκουν ένα ακόμη σωζόμενο τμήμα δρόμου με τεχνητά κατασκευασμένο άνδηρο, που συγκρατεί τις κοίτες δύο ρυακιών, καθώς και τα κατάλοιπα ενός πύργου-παρατηρητηρίου σε ένα ύψωμα που βρίσκεται νοτιότερα. Πριν από τη στροφή του προς τα νότια, το φαράγγι του αριστερού παραπόταμου διευρύνεται σε μια μικρή κοιλάδα, την οποία καταλαμβάνει το χωριό Κοκκίνι· σήμερα, σε αυτό το σημείο υδρεύουν από τις υπάρχουσες πηγές μόνον λίγα περιβόλια. Μερικές αρχαίες λιθόπλινθοι, όπως και μαρμάρινα θραύσματα που βρίσκονται στο ανακαινισμένο εκκλησάκι της Παναγίας επιβεβαιώνουν την εύλογη υπόθεση ότι εδώ υπήρχε ένας αρχαίος μικρός οικισμός. Αυτά τα κατάλοιπα πληθαίνουν και γίνονται σημαντικότερα στο σημείο όπου τα ρυάκια εκρέουν στην πεδιάδα, ήδη πιο πάνω από το σημείο όπου τα τελευταία συναντώνται, σε μια περιοχή με ελαιόδεντρα που μαζί με μια προστατευμένη πηγή φέρει την ονομασία Καμάρα, αλλά και δυτικά, στον Σαρανταπόταμο, καθώς ανεβαίνει προς τον Αγ. Βλάσιο, παρατηρεί κανείς στην πλαγιά μεγάλες αρχαίες λιθοπλίνθους. Σημαντικά κατάλοιπα, μαρμάρινα θραύσματα, λιθόπλινθοι από ασβεστόλιθο ή κροκαλοπαγή λίθο και δεξαμενές που συγκοινωνούν συναντά κανείς κοντά στο πρώτο «Χάνι» (πανδοχείο)· άλλα «ίχνη θεμελιώσεων» εμφανίζονται στο ύψωμα νοτιοδυτικά του δεύτερου. Το όνομα της περιοχής είναι Σαβάνι Καλύβια (άκουσα επίσης Σαμπάνη Σπηλιά), εκεί όπου κάποτε ο Bursian, Geogr. I, σ. 332, 1, αναζητούσε την Ικαρία. Επομένως, θεωρείται βέβαιη η θέση κάποιου δήμου στην έξοδο της κοιλάδας. Στο «Demenordnung des Kleisth.», σ. 28, σε συσχετισμό με ένα πολυσυζητημένο χωρίο του Σοφοκλή (Οιδ. Κολ. 1060 κ.εξ.), υπέθεσα ότι βρισκόταν εδώ η κοινότητα Όη ή Οίη, σε μια θέση όπου η τελευταία ενώνεται αρμονικά με τη Θρία στην παράλια τριττύν της Οινηίδος φυλής [10].
Αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής τα φρούρια, τα οποία, κοντά στα παραπάνω κατάλοιπα στις δύο όχθες του Σαρανταποτάμου, βρίσκονται στην κορυφή των τελευταίων υψωμάτων. Η βόρεια και στο υψηλότερο επίπεδο οχύρωση (319 μ., δεν διενήργησα προσωπικώς αυτοψία), το Παλαιό Κάστρο, μου αναφέρθηκε και ως Κάστρο Κορορέμι, ονομασία που έχει το βορειοανατολικό ορεινό τμήμα του Μεγάλου Βουνού και προφανώς επανεμφανίζεται και στο χωριό Κρώρα, στο νότιο άκρο της πεδιάδας των Σκούρτων. Το νότιο φρούριο (220 μ., δηλ. 100 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας) ονομάζεται Κάστρο Πλακωτό δεν καταλαμβάνει, όπως το προηγούμενο, την κορυφή ενός υψώματος, αλλά βρίσκεται στην ανατολική γλωσσωτή απόληξη μιας βουνοπλαγιάς, η οποία είναι πολύ απόκρημνη και ψηλότερη (κινούμενη ανηφορικά άνω των 450 μ.), στα νότια, αλλά εύκολα προσβάσιμη από τα βόρεια (από την κοιλάδα Σαράντα). Σύμφωνα με τα σχέδιά μου, η ανατολική πλευρά περιβάλλεται από αρκετά τμήματα τειχών διαφορετικών κατασκευαστικών τεχνικών, συγκεκριμένα από έναν πολυγωνικό, δύο (;) σε μορφή προμαχώνα και έναν ακόμη επιμελέστερα κατασκευασμένο· από τα βόρεια ανοίγει μια πύλη, ενώ στα νοτιοδυτικά, επάνω στην πλαγιά, δεσπόζει ένας κυκλικός πύργος που διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση.
Και οι δύο εγκαταστάσεις είναι απολύτως κατάλληλες αφενός για να κρατούν υπό έλεγχο τη χαμηλότερη περιοχή, αφετέρου για να υπερασπισθούν την αρχή της πεδιάδας του Κηφισού από όποιον εχθρό έρχεται από τα νοτιοανατολικά. Ταυτόχρονα, εκείνοι που τις ίδρυσαν είχαν υπό τον έλεγχο τους και τις άνω κοιλάδες των ποταμών, όπως υποδεικνύουν οι βόρειες δίοδοι. Με τον ίδιο τρόπο, πρέπει, και σε αυτήν την περίπτωση, να εστιάσουμε στις απαρχές και στους τοπικούς παράγοντες που συντέλεσαν στην ίδρυση των φρουρίων και να μην υπερεκτιμήσουμε τον στρατιωτικό ρόλο που έπαιξαν στην υπεράσπιση της επικράτειας κατά τους ιστορικούς χρόνους. Παρόλα αυτά, ως μόνιμα οχυρά στην έξοδο του περάσματος, και σε συνάρτηση με την Οινόη και το Πάνακτον, προσέφεραν μια επιπλέον ασφάλεια στις διόδους της πεδιάδας του Κηφισού και του Μεγάλου Βουνού.
____________________
ΙΙ. Η περιοχή γύρω από την Ελευσίνα
(Χάρτες της Αττικής – φ. ΧΧVΙ)
[19] Ο «Μεγάλος Ελαιώνας», βεβαίως όχι τόσο πυκνός όσο ο αθηναϊκός, ο οποίος ακολουθεί τον ελευσινιακό Κηφισό στη δεξιά πλευρά του και ανέρχεται έως την είσοδο των πλευρικών κοιλάδων, διαχωρίζει το δυτικό ορεινό ήμισυ του χάρτη μας από αυτή καθαυτήν την πεδιάδα Ελευσίνας-Θριασίου στα ανατολικά.
Τα δυτικά [τμήματά του], στο σημείο που στρέφεται προς τη θάλασσα, καλύπτονται από τις υπώρειες μιας οροσειράς, η οποία, κοντά στο σημείο που αρχίζει ο Κιθαιρώνας και ξεκινώντας από τον ανατολικό μυχό του Κορινθιακού κόλπου, σχηματίζει με μία νοτιοανατολική πορεία ως το Καρύδι, τον Πατέρα (1.090 μ.) και το Τρίκερι, ένα ισχυρό εγκάρσιο χώρισμα μεταξύ των ιστορικών περιοχών της Αττικής και της Μεγαρίδας. Προς το τέλος του, ο κύριος κορμός στρέφεται περισσότερο προς τα ανατολικά· αυτό το τμήμα, που επιστέφεται από αρκετές βουνοκορφές (έως 470 μ.) μεταξύ των οποίων προεξέχουν δύο «κερατόμορφες», τα γνωστά Κέρατα των Αρχαίων (Στράβ. 395· Πλούτ., Θεμιστ. 13 σήμερα Τρίκερι), που διακρίνονται από μεγάλη απόσταση και σχηματίζουν, όσο πλησιάζουμε στη θάλασσα, μία εντυπωσιακή κατάληξη της πεδιάδας και του κόλπου της Ελευσίνας.
Ο υπόλοιπος δυτικός ορεινός όγκος αποτελεί έναν συνδετικό χώρο μεταξύ των αναφερθέντων κύριων υψωμάτων και του Μεγάλου Βουνού. Πρόκειται για κορυφογραμμές, οι οποίες κατευθυνόμενες από τη μια πλευρά από τον Πατέρα προς τα ανατολικά και παράλληλα προς την άνω κοίτη του Σαρανταποτάμου, και από την άλλη από το Τρίκερι προς τα βορειοανατολικά, καταλήγουν στην πεδιάδα, με τις προεξοχές τους να δίνουν την εντύπωση ότι χωρίζονται από κόλπους.
Αυτά τα φυσικά όρια επέτρεπαν μόνον λιγοστές διασυνδέσεις προς τα δυτικά και βορειοδυτικά, και αυτές μόνον όταν υποστηρίζονταν από τεχνητές επεμβάσεις.
Αυτά τα φυσικά όρια αποτελούν τον μοναδικό βατό δρόμο προς τα Μέγαρα, ο οποίος ακολουθούσε πάντοτε πορεία, ομοίως με τον σημερινό δρόμο και τον σιδηρόδρομο, παράλληλα προς τη βραχώδη ακτογραμμή που σχηματίζει η κατωφέρεια των Κεράτων. Στις νότιες υπώρειες των τελευταίων ο δρόμος ακολουθούσε πορεία λίγο ψηλότερα από τον τωρινό, όπως αφήνουν να εμφανισθούν στον χάρτη οι, για μια απόσταση περίπου 2,5 χλμ., τμηματικά ορατές αρματροχιές (πρβλ. επίσης Gell, Itin. σ. 14). Σε μια στροφή από την Ελευσίνα που έχει κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα δυτικά (πίσω από τον Αγ. Νικόλαο) δεσπόζουν (140 μ.) επάνω στην βραχώδη απότομη πλαγιά τα κατάλοιπα ενός αρχαίου πύργου-παρατηρητηρίου, ένα τμήμα τοίχου του οποίου κατηφόριζε προς τον δρόμο. Η εγκατάσταση μπορούσε αναμφισβήτητα να χρησιμοποιηθεί για την αποστολή σημάτων σε μεγάλη απόσταση, καθώς και ως σημείο φραγής του περάσματος· ωστόσο, η φυσική άνοδος προς το ύψωμα ξεκινά από μια καμπή του δρόμου προς τα δυτικά. Επιπλέον, «τα ίχνη θεμελιώσεων» [που εντοπίζονται] σε ένα φαράγγι που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του ορεινού όγκου των Κεράτων και κατευθύνεται προς τα βορειοανατολικά, προφανώς προέρχονται επίσης και αυτά από κάποια οχύρωση. Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι η τελευταία, μαζί με την παράκτια οχύρωση, επίσης ήταν αρχικά στραμμένες προς την πεδιάδα. (Ως προς τα άλλα, πιο δύσβατα και εύκολα στην υπεράσπιση περάσματα μεταξύ Τρικερίου, Πατέρα και Καρυδίου, το πέρασμα Καντήλι κ.ά. που δεν βρίσκονται στην περιοχή του χάρτη μας βλ. Winterberger, Arch. Anz. 1892, σ. 123 κ.εξ. επίσης, παρακάτω σ. 21).
Για την περαιτέρω ερμηνεία αυτής της μεθοριακής σχέσης προς τα Μέγαρα μπορεί να ληφθεί υπόψη και μια αρκετά άγονη παράκτια λωρίδα μήκους 2,5 χλμ. και πλάτους 400 μ., η οποία εκτείνεται από το σημείο όπου το βουνό του Τρικερίου [20] κατακρημνίζεται στη θάλασσα στα βορειοανατολικά έως την περιοχή «Βλύχα» (έτσι στον χάρτη· Gell, Itin. σ. 17: Βλυχί, το σωστό είναι μάλλον Βλυχό, βλ. K. v. A. III-VI, σ. 3, δηλ. πιο υγρό και ιδιαίτερα πλούσιο σε αλάτι έδαφος) στο νοτιοδυτικό άκρο του ορεινού όγκου της Ελευσίνας. Μόνον αυτή η περιοχή μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στην κατηγορία για «ἐπεργασία τῆς γῆς τῆς ἱερᾶς καὶ τῆς ἀορίστου», που οι Αθηναίοι έθεσαν εναντίον των Μεγάρων (Θουκ. Ι, 139). Στον Πλούταρχο (Περικλ. 30) αναφέρεται μόνον «ἀποτέμνεσθαι τὴν ἱερὰν ὀργάδα», η θέση της τελευταίας ανάμεσα στην Αττική και τη Μεγαρίδα επιβεβαιώνεται και από τον Φώτ. Βιβλ., 534 a, 12 κ.εξ. Είναι αλήθεια ότι σε καμία περίπτωση δεν συμπεραίνεται από αυτά η πλήρης ταύτιση της ἀορίστου [ἀόριστον ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] με την ἱερᾶ γῆ, την τοποθέτηση της οποίας σε αυτήν τη θέση καθιστά απαγορευτική ήδη η χρήση του διπλού άρθρου. Αντίθετα, στην περίπτωση που η οργάς εφαπτόταν και ταυτόχρονα εισερχόταν στην ἀόριστον, τούτο θα ήταν σε πλήρη συμφωνία τόσο με τη διατύπωση του Θουκυδίδη όσο και με τις κατά χώραν συνθήκες. Για τον 4ο αιώνα βλ. την ενδιαφέρουσα, από τον Foucart ευφυώς συμπληρωμένη, επιγραφή από την Ελευσίνα Εφ. Αρχ. 1888, σ. 25 κ.εξ.· Bull. corr. hell. 1889, σ. 433 κ.εξ. – Πέραν του Βλυχού ξεκινά η εύφορη γη που κατά την Αρχαιότητα μέσω ενός παροχετευμένου παραποτάμου του Κηφισού αρδευόταν με πηγάδια, το βορειοανατολικότερο των οποίων (βλ. τον χάρτη) μπορεί κανείς, παραπέμποντας στην σαφέστατη μαρτυρία του Παυσανία (Ι, 39, 1, ἐρχομένοις τὴν ὁδόν –από την Ελευσίνα προς τα Μέγαρα– φρέαρ ἐστὶν κλπ.), να ταυτίσει με το Ἄνθινον (ή σύμφωνα με τον Ύμν. Δήμ. 99 Παρθένιον) φρέαρ, όπου η Δήμητρα αναπαύθηκε αμέσως μετά την άφιξή της στην Ελευσίνα. Με αυτό το μνημείο, κοντά στο οποίο βρίσκεται και το ιερό της φιλόξενης Μετανείρας (βλ. Παυσ. ό.π.), αναμφίβολα βρισκόμαστε σε μια περιοχή που γειτνιάζει με το, αναφερόμενο από τον Παυσανία (Ι, 38, 6) αμέσως μετά το Καλλίχορον φρέαρ, Ῥάριον Πεδίον. Η Ῥαρία, το μέρος όπου φύτρωσε η πρώτη σπορά της Δήμητρας (Παυσ. Ι, 38, 6· Marm. Par. 13), δεν ήταν, όπως το Θριάσιον Πεδίον, ένα γενικό τοπωνύμιο, αλλά ένας αρκετά μεγάλος, αλλά σαφώς οριοθετημένος αγρός, που εκμισθωνόταν από το κράτος (σε διάταγμα του έτους 329/8 στον ρήτορα Υπερείδη· πρβλ. Εφημ. Αρχ. 1883 σ. 123, 40· Bull. corr. hell. VIII [1884], σ. 199 κ.εξ.) και περιστασιακά καθαριζόταν με κρατική δαπάνη (πρβλ. Εφημ. Αρχ. ό.π. σ. 119, 42 κ.εξ.). Εδώ πραγματοποιείτο ο (αναμφίβολα αρχαιότατος) «ἱερὸς ἄροτος» (Πλούτ. praec. conj. 42)· θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η ιερή οργάς αποτελούσε ιδιαίτερο τμήμα της Ραρίας, και συγκεκριμένα το νοτιοδυτικό.
Ο Gell (Itin., σ. 14) προσπάθησε να εντοπίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια κι άλλες αξιοσημείωτες θέσεις αυτής της περιοχής έως την αρχή του ορεινού μονοπατιού, οι οποίες αναφέρονται κυρίως από τον Παυσανία Ι, 39. Εάν, όπως νομίζω, ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι το αναφερόμενο στο 39,3 μνήμα της Αλόπης, της κόρης του Κερκύονος και μητέρας του Ιπποθόωντος, εντάσσεται στην ίδια τοπική συνάφεια με την πηγή Αλόπη (Ησύχ. λ., ονομάζεται επίσης και Φιλότης), η οποία αποτελεί το σημείο γέννησης του μύθου του έρωτα του Ποσειδώνα για την ηρωίδα ή καλύτερα νύμφη, τότε, προφανώς, πρέπει να αναζητήσουμε τη θέση της σε μια υφάλμυρη πηγή στην περιοχή του Βλυχού (βλ. παραπάνω). Πριν από τα παραπάνω μνημεία ο Παυσανίας σημείωνε τους τάφους των επί Θήβας πεσόντων ηρώων και κοντά στο μνημείο της Αλόπης έναν τόπο που όφειλε την ονομασία του στον ηττημένο από τον Θησέα πατέρα της, την «Παλαίστρα Κερκύονος». Το ρυάκι Ίαπις, το οποίο θεωρείτο ως σύνορο μεταξύ της Αττικής και της Μεγαρίδας (Σκύλαξ, Περιπλ., 56 κ.εξ.· πρβλ. Στέφ. Βυζ., λ.), πρέπει να αναζητηθεί ήδη στη δυτική πλευρά των Κεράτων.
Η κύρια οδός από την περιοχή της Ελευσίνας προς τη Βοιωτία ανηφόριζε ανέκαθεν διασχίζοντας το ορεινό τοπίο που εκτείνεται από τα βόρεια του Τρικερίου έως τον μεσαίο Σαρανταπόταμο. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί της σημαίνονται από το σημερινό χωριό Μάνδρα (περ. 90 μ.), το Βιλαρί, ψηλότερα στην ίδια βορειοδυτική κατεύθυνση, κατόπιν το παλαιό σημείο διασταύρωσης Παλαιοκούνδουρα, καθώς και τα (σήμερα επίσης ερημωμένα) Κούντουρα, επάνω από τα οποία ανοίγεται αμέσως το οροπέδιο του Μαζίου (Οινόη-Ελευθεραί) με το πέρασμα του Κιθαιρώνα.
Η Μάνδρα (παλαιότερο όνομα: Στειχάς, σύμφωνα με τον Μελέτιο στο: Σουρμελής, Αττ., σ. 29), σήμερα το μεγαλύτερο χωριό του «Δῆμου Ἐλευσῑνος» [Δῆμος Ἐλευσῑνος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] με διαφορά (κατά την απογραφή του 1879 με 2.553 κατοίκους), αναπτύχθηκε, όπως παρεμπιπτόντως και η Μαγούλα (βλ. παρακάτω· αυτό θα πρέπει να ίσχυε μάλλον και για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Ελευσίνας), κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα μέσω μετοίκησης από τα Κούντουρα. (Πριν από τους Απελευθερωτικούς πολέμους της Ελληνικής Επανάστασης τα Κούντουρα ήταν το σημαντικότερο προάστιο της δυτικής Αττικής και αποτελούσε με την ισχυρή φρουρά του το «κλειδί του Μοριά»· κατά το έτος 1805 είχε περίπου 400 «σπίτια», δηλ. οικογένειες· πρβλ. Gell, Itin. σ. 17· Dodwell, Travels I, σ. 285 ήδη το 1834 ο Ross το βρήκε «σχεδόν εγκαταλειμμένο», βλ. Königsreisen I, σ. 14).
Κάποιες «θεμελιώσεις» ανατολικά και δυτικά της Μάνδρας συνδέονται προφανώς με την κοντινή οδό που διέρχεται από το πέρασμα και πιθανόν προέρχονται από φυλάκια ή πύργους. Επίσης, μερικές επιγραφές που βρήκα ο ίδιος εκεί (πρβλ. Athen. Mitt. XII, σ. 328 κ.εξ. αρ. 487-89· 491-2 από αυτές η 489 είναι γνωστή από το παρελθόν· η 490 είναι αμφιβόλου γνησιότητας), δεν είναι δυνατόν λόγω απουσίας άλλου είδους καταλοίπων [21] να αποτελέσουν απόδειξη για την ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού στη θέση του σύγχρονου χωριού. (Ωστόσο, κρίνοντας από τις επιτύμβιες επιγραφές της Ελευσίνας και της Μάνδρας, η κοινότητα Βερενικίδαι, που ιδρύθηκε αρχικά από την Πτολεμαΐδα φυλή, βρισκόταν με βεβαιότητα σε αυτήν την περιοχή της δυτικής Αττικής· πρβλ. Demenordnung d. Kleisth., σ. 40, 1). Το πλέον ενδιαφέρον επιγραφικό μνημείο (το οποίο βρήκα ο ίδιος το 1887 σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης, κοντά στην εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης, 1 χλμ. δυτικά από το κέντρο της περιοχής, και το αντέγραψα κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, Athen. Mitt. ό.π. αρ. 488) αφορά ειδικά μια οδομέτρηση της εποχής του Διοκλητιανού (Μαξιμιανού και Κωνστάντιου), η οποία έλαβε χώρα κατά τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. και σχετίζεται, σε αυτήν την περίπτωση, με τα θραύσματα που βρέθηκαν στα Χασιώτικα Καλύβια και στο πέρασμα του Δαφνίου (βλ. Athen. Mitt. ό.π. 326 αρ. 469 και XIII, σ. 346 αρ. 588 = C. I. A. ΙΙI, 405-7· επίσης, «Karten v. Att.» II, σ. 47). Οι επιγραφές συμπληρώνουν η μια την άλλη. Ο [ενεπίγραφος] λίθος από τα Καλύβια κατονομάζει τον Διοκλητιανό και τον Μαξιμιανό· [στον ενεπίγραφο λίθο] της Μάνδρας αναγνωρίζει κανείς ακόμη με ευκρίνεια τα ονόματα του Κωνσταντίου και του Μαξιμιανού στους επάνω στίχους της πρόσθιας όψης. Στη δική μας περίπτωση πρόκειται για έναν στρογγυλό κιονίσκο ύψους 1,15 μ. από γαλανό λίθο, παρόμοιο με μάρμαρο, του οποίου η πρόσθια, μεγαλογράμματη επικεφαλίδα αναφέρει: Ἀπὸ Μεγάρων ΙΒ. Την ίδια απόσταση από την Αθήνα (ἐξ ἄστεως ΙΒ) παραδίδει και το θραύσμα από τα Καλύβια, ενώ εκείνο από το πέρασμα του Δαφνίου αναφέρει τη μισή απόσταση. Επομένως, φαίνεται ότι ως βάση της μέτρησης που σημειώθηκε χρησιμοποιήθηκαν κυρίως οι αριθμοί των 6 και 12 μιλίων.
Αμφότεροι οι προαναφερθέντες τόποι εύρεσης αντιστοιχούν με μεγάλη ακρίβεια στις αποστάσεις που καταγράφονται, δηλαδή (το ρωμαϊκό μίλι υπολογιζόμενο με 5.000 πόδια x 0,296 μ. = 1.480 μ.) 8.880 και 17.760 μ., εάν για τα Καλύβια χρησιμοποιηθεί η πιο κοντινή θέση της «Ιεράς Οδού», η οποία διέρχεται νοτιότερα. Αντίθετα, γίνεται μεγάλη υπέρβαση του υπολογισμού των 12 μιλίων = 17.760 μ. εάν ως βάση για την απόσταση από τα Μέγαρα έως τη Μάνδρα χρησιμοποιηθεί ο δρόμος κατά μήκος της ακτής και διαμέσου της ελευσινιακής πεδιάδας. Αυτή η διαδρομή έχει μήκος περίπου 20 χλμ., συνεπώς ο μιλιοδείκτης μας θα έπρεπε να είχε τοποθετηθεί ήδη λίγο βορειότερα από τον Βλυχό (βλ. παραπάνω). Η υπόθεση της μεταφοράς του βαριού λίθινου κυλίνδρου σε μεταγενέστερη εποχή για περισσότερα από 4 χλμ. και σε ανηφορικό δρόμο που ξεπερνάει το ύψος των 90 μ., θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη. Αντίθετα, μου φαίνεται αδιαμφισβήτητο ότι ο μιλιοδείκτης μας σχετίζεται με έναν δρόμο, ο οποίος, μέσω του περάσματος του Κανδηλίου (μεταξύ Πατέρα και Τρικερίου, βλ. Τμήμα Βιλαρί), συνέδεε τα Μέγαρα με την ελευσινιακή κύρια οδό προς τις Ελευθερές. Αρματροχιές στον βράχο αποδεικνύουν ότι αυτή η οδός ήταν αμαξιτή κατά την Αρχαιότητα· τη σχετικά πολύ καλή κατάσταση αυτής της σπουδαίας διάβασης διαπίστωσε ακόμη και o Gell (Itin. σ. 11 κ.εξ.). Βεβαίως, σε αυτήν τη διαδρομή η Μάνδρα απέχει από τα Μέγαρα μόνον περ. 18 χλμ., ενώ η επιγραφή στην αρχή της παράπλευρης κοιλάδας προς αυτήν την κατεύθυνση βρίσκεται σχεδόν ακριβώς στην αναμενόμενη θέση. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να ήταν αυτός ο δρόμος που καταμετρήθηκε, διότι δεν είναι σαφές για ποιο λόγο ο δρόμος από το τμήμα του περάσματος του Κανδηλίου θα έπρεπε να επιστρέφει και πάλι προς τα ανατολικά, προς την περιοχή της Μάνδρας και της ελευσινιακής πεδιάδας. Πράγματι, αυτός καθαυτόν ο δρόμος του περάσματος συνέχιζε πάντοτε να έχει βόρεια κατεύθυνση, όπου και συναντάμε τη συντομότερη διαδρομή προς την κύρια οδό στα Παλαιοκούνδουρα. Αυτό το σημείο ταιριάζει, και ακόμη περισσότερο όταν πρέπει να υπολογίσει κανείς τις στροφές και την ανοδική κλίση του δρόμου, πολύ καλύτερα με τα αναφερθέντα 12 μίλια από τα Μέγαρα (στο σχέδιο του γαλλικού χάρτη μπορούμε να μετρήσουμε περίπου 16 χλμ. έως τα Παλαιοκούνδουρα και περίπου 18 χλμ. έως τα Κούνδουρα). Ως αποτέλεσμα, θεωρώ πιθανότερη την αρχική τοποθέτηση του λίθου μεταξύ αυτών των δύο περιοχών και τολμώ να συνδυάσω ότι η μεταφορά του χαμηλότερα προς τη Μάνδρα έγινε όταν, συγχρόνως με τη μετοικεσία των Κουντουριωτών, ανεγέρθηκε η εκκλησία. Κατά τα άλλα, φαίνεται ότι ο στίχος 5 της δικής μου μεταγραφής ως Καδμ[εία;] υποδηλώνει κάποια σχέση με τη Θήβα.
Το χωριό Μαγούλα (με περ. 540 κάτ.), στην πλαγιά ενός λόφου που εισέχει στην πεδιάδα του Κηφισού, είναι, όπως και η Μάνδρα (βλ. παραπάνω σ. 20), νεότερο (στον χάρτη του Leake σημειώνεται ακόμη ως «Καλύβια των Κουντούρων»· ο Σουρμελής, Αττ., σ. 29 αναφέρει, ακολουθώντας τον παλαιό γεωγράφο Μελέτιο, την ονομασία Ακέρνα) και, οφθαλμοφανώς, έχει, όπως και η τελευταία, εξίσου λίγες πιθανότητες να βρίσκεται στη θέση ενός αρχαίου οικισμού. Σε ό,τι αφορά τις αρχαιότητες (Athen. Mitt. XII, σ. 327 αρ. 485 κ.εξ.), εκτός από το τμήμα ενός επιτύμβιου αναγλύφου, βρίσκεται ακόμη εκεί το τμήμα ενός ψηφίσματος προς τιμήν των Πρυτάνεων μιας φυλής, το όνομα της οποίας δεν έχει διασωθεί. Ο πρώτος που το δημοσίευσε (U. Köhler, Athen. Mitt. X, σ. 112) υπέθεσε εύλογα ότι ο λίθος είχε αρχικώς ανιδρυθεί στο ιερό της φυλής. Το ερώτημα εάν [ο λίθος] μεταφέρθηκε από το ιερό της Ιπποθοωντίδος φυλής, το οποίο βρισκόταν στην Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα πριν από τη διάβαση του Κηφισού (Παυσ. Ι, 38, 4, Ιπποθόωντος Ηρώον), σε απόσταση περίπου 4,5 χλμ. και προς τα πάνω (Wilamowitz, Aristot. u. Athen II, σ. 152, σημ.), πρέπει να παραμείνει αναπάντητο, πολύ περισσότερο [22] όταν σε αυτήν την περιοχή είχε έντονη εκπροσώπηση και η Οινιήδα φυλή. Σχετικά με την Όη, την οποία αναζητήσαμε βόρεια, στην έξοδο του Κηφισού από τα όρη, βλ. παραπάνω σ. 18 σχετικά με τις Κοθωκίδες κ.ά. παρακάτω σ. 23 κ.εξ. Βεβαίως, έχει αιτιολογημένα απορριφθεί η ύπαρξη ενός κύριου δήμου που να ανήκει στην παράκτια περιοχή των Οινηέων, δηλ. της Θρίας, ακριβώς στη θέση της Μαγούλας (βλ. παρακάτω: Καλύβια της Χασιάς), ωστόσο άδικα απέδωσαν στον Leake αυτήν την ταύτιση επικαλούμενοι το «Demen v. Att.», σ. 146 γερμ. μτφρ. Πρώτος ο Hanriot (Recherches, σ. 111), επικαλούμενος το αλάνθαστο του Leake και ταυτόχρονα έχοντας παρανοήσει τις απόψεις του, προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει υπέρ της θέσης της Θρίας «à l’actuel village Magula, à 2 kilometres E. de Mandra». Ο Leake, όπως και οι Gell (Itin. σ. 13) και Dodwell (Travels I, σ. 585), σε καμία περίπτωση δεν αντιλαμβάνονται ως Μαγούλα τον σημερινό οικισμό, αλλά το επιβλητικό ύψωμα, το οποίο, εντελώς απομονωμένο από την πεδιάδα, ορθώνεται επίσης απέναντι από την όχθη του Κηφισού, σε απόσταση μεγαλύτερη του 1,5 χλμ. νοτιοανατολικά του χωριού. Αυτός ο λόφος, που εκτείνεται από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά σε μήκος περίπου 1,30 χλμ. και προς τα βορειοανατολικά τέμνεται από ένα διάσελο, ονομάζεται στον χάρτη ως Τσουμακατσίκι (δηλ. μάλλον Τσούμπα Κατσίκι = Κατσικόβουνο ν. έλλ.). Ωστόσο, η αρβανίτικη ονομασία Μαγούλα, η οποία χρησιμοποιείται και πιο συχνά, σύμφωνα με τη σωστή παρατήρηση του Leake (σ. 146, σημ. 358) σημαίνει «λόφος στην πεδιάδα» και στον Gell (ό.π. σ. 17) μεταφράζεται εξίσου σωστά βουνό τοῦ κάμπου, αναφέρθηκε σε εμένα και ως Μαγούλεζα (με αρβανίτικη τοπική κατάληξη). Πιθανώς, το χωριό Μαγούλα, το οποίο δεν βρίσκεται επάνω σε έναν μεμονωμένο λόφο, και στον χάρτη του Leake ονομάζεται ακόμη Καλύβια των Κουντούρων, ονομάστηκε έτσι εξαιτίας της θέσης του.
Και αυτός ο λόφος προφανώς σήμερα διασώζει πράγματι λίγα αρχαία κατάλοιπα· ορατά είναι ακόμη τα ερείπια ενός πύργου στο νοτιοδυτικό ύψωμα (75,5) και κάποιες θεμελιώσεις στις ανατολικές υπώρειες του. Ο Gell (ό.π. σ. 13 και 17) παρατήρησε επίσης αρχαία λατομεία, ενώ ο Leake αναφέρει γενικά κάποια «αρχαία κατάλοιπα». Ωστόσο, η θέση του λόφου, τον οποίο ο Κηφισός αναγκάζεται να περιτρέξει στα βορειοδυτικά και δυτικά δίκην τάφρου (μάλιστα, στις βορειοανατολικές υπώρειες του λόφου υπάρχει και μια λιμνούλα), θα του προσέδιδε, εάν βρισκόταν κοντά σε έναν πολυσύχναστο κόλπο, περίπου την ίδια σπουδαιότητα με εκείνην που κατείχε η Τίρυνθα. Όπως και να έχει, ο Leake απέδειξε για μια ακόμη φορά την τοπογραφική του δεινότητα, καθώς θέλησε να συνδέσει τον λόφο με ένα περίφημο όνομα[11]. Δυστυχώς, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξακριβώσουμε τον ενεργό ρόλο που έπαιζε αυτή η θέση της πεδιάδας κατά την προϊστορική περίοδο, ωστόσο φαίνεται ότι ορισμένα στοιχεία του θρησκευτικού και ηρωικού μύθου που έφθασαν ως εμάς παραπέμπουν σαφώς σε αυτήν. Στον δρόμο από την Αθήνα προς την Ελευσίνα, φθάνοντας στον Κηφισό, ο Παυσανίας (Ι, 38, 5) κατονομάζει «παρ’ αὐτῷ» μία τοποθεσία με το όνομα (από τις αγριοσυκιές) Ερινεός, όπου ο Πλούτωνας κατέβηκε μαζί με την Κόρη στον Άδη. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η λαϊκή φαντασία θα επέλεγε για αυτόν τον μύθο έναν τόπο που δεν εντυπωσιάζει σχεδόν καθόλου, όπως είναι η επίπεδη και με πολλούς τρόπους εκτεθειμένη σε πλημμύρες χαμηλή περιοχή κοντά σε έναν δρόμο με έντονη κίνηση. Το ίδιο ισχύει και για τον χώρο παραμονής του δολοφονημένου από τον Θησέα ληστή Πολυπήμονος, Δαμάστη ή Προκρούστη, τον οποίο ο Παυσανίας ό.π., αναφέρει αμέσως μετά τον Ερινεό και τον τοποθετεί κι αυτόν πρὸς τούτῳ τῷ Κηφισῷ[12] *. Ήδη ο Gell (Itin., σ. 13) αδυνατούσε να φαντασθεί ότι το λημέρι του ληστή που απέκλειε το δρόμο βρισκόταν σε μια ανοιχτή πεδιάδα και, για αυτόν τον λόγο, το αναζήτησε σε ένα σπήλαιο δυτικά από τον λόφο της ελευσινιακής ακρόπολης (το τέλος του οποίου θεωρούσε ότι ήταν ο Ερινεός), ερχόμενος βεβαίως σε αντίθεση με την περιήγηση του Παυσανία. Νομίζω ότι η Μαγούλεζα προσέφερε για αυτούς τους λόγους τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό για την τοπογραφική ένταξη και των δύο θέσεων, καθώς μπορούσε και να θεωρηθεί ως η έδρα ενός ληστή αλλά θα μπορούσε να υποστηρίξει και έναν μύθο για την είσοδο στον Άδη. Έτσι, παρουσίαζε μια εκπληκτική αναλογία με έναν άλλο λόφο που βρισκόταν, επίσης, κοντά σε έναν Κηφισό, τον «Κολωνό» της αθηναϊκής πεδιάδας με τις χθόνιες λατρείες και τους μύθους του. Όπως και εκείνος, έτσι και ο Ερινεός ως τοπωνύμιο περιέκλειε μια μάλλον μεγαλύτερη περιοχή, η οποία εκτεινόταν έως το σημείο όπου διερχόταν η οδός από την Αθήνα προς τα Μέγαρα, βόρεια από την Ελευσίνα. Αυτό, διότι κατά τον Πλάτωνα, Θεαίτ., [23] 143 Β, εκεί ορίζεται το μέσον της διαδρομής μεταξύ των δύο πόλεων. – Ανάμεσα στις σημειώσεις που κράτησα στη Μαγούλα, βρήκα εκ των υστέρων την πληροφορία ότι μια θέση γειτονική με αυτήν στην κοίτη του Κηφισού, όπου είναι ορατοί «μεγάλοι λίθοι», φέρει την ονομασία Χάος, ένα όνομα το οποίο φαίνεται αρκετά σημαντικό να αναφερθεί, τουλάχιστον στο υπό εξέταση πλαίσιο. Αντιθέτως, πρέπει κατηγορηματικά, ως συνήθως, να απορριφθεί μία ετυμολογία που διατύπωσε ο Σουρμελής (Αττικά, σ. 27), σύμφωνα με την οποία ο Ερινεός θα πρέπει να τοποθετηθεί, ναι μεν προς την κατεύθυνσή μας, σε διπλάσια όμως απόσταση από την «Ιερά Οδό», κοντά σε μια προεξοχή του βουνού που δεσπόζει στην περιοχή του Κηφισού, βορειονατολικά του χωριού Μαγούλα. Ο χάρτης την αναφέρει ως «Μεγάλο Κατερίνα», δηλ. μάλλον Μεγάλο Βουνό Κατερήνη ή τῆς Κατερήνης, λαμβάνοντας την ονομασία της σίγουρα από την Αγ. Αικατερίνη (έτσι, και όχι Καταρίνα στη ν. ελλ.), η οποία λατρεύεται και στη Μάνδρα (βλ. παραπάνω σ. 21). Σύμφωνα με την επιβεβαίωση του Σουρμελή, η περιοχή ονομάζεται επίσης Κατερινειό. Όπως και να έχει, η λατρεία της Αγ. Αικατερίνης, ή καλύτερα της Ειρήνης, θα έπρεπε να συσχετιστεί αρχικά, εξαιτίας του ομόηχου ονόματος, με τον Ερινεό, –μια εξαιρετικά απίθανη υπόθεση. – Τα «ίχνη θεμελιώσεων» στο ύψωμα προέρχονται μάλλον, όπως και τα «κατάλοιπα πύργου» στους νότιους πρόποδές του, από φυλάκια ή φρυκτωρίες, πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς σε αυτό το σημείο εισέρχονται στην πεδιάδα δρόμοι από τον Βορρά και τον Νότο από τη δυτική ορεινή περιοχή. Αυτές οι εγκαταστάσεις ολοκληρώνουν το σύστημα σταθερών σημείων, το οποίο παρατηρήσαμε στις εξόδους όλων των περασμάτων, στο Σαβάνι - Καλύβια, τη Μάνδρα και το Τρίκερι.
________________________
Ο τρόπος ομαδοποίησης των διάσπαρτων αρχαίων καταλοίπων στο βόρειο τμήμα της ελευσινιακής πεδιάδας επιτρέπει την απόδοσή τους σε δύο οικισμούς, για τους οποίους μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν αυτόνομοι δήμοι.
Αυτά τα κατάλοιπα ακολουθούν τη ροή του Σαρανταποτάμου βόρεια της Μαγούλεζας, σήμερα στην αριστερή όχθη του και σε απόσταση περίπου 1 χλμ., ενώ ο γαλλικός χάρτης σημειώνει μια κύρια θέση ερειπίων κοντά στην ίδια την κοίτη του ποταμού, λίγο νοτιότερα από το σημείο όπου και στο Τμήμα «Ελευσίς» σημειώνονται «κατάλοιπα τοίχων». Μπορούμε, επομένως, να υποθέσουμε ότι η αρχική μόνιμη έδρα της κοινότητας που καταλάμβανε αυτήν την περιοχή βρισκόταν στη Μαγούλεζα.
Η δεύτερη θέση, περίπου 3 χλμ. βορειοανατολικά από τη Μαγούλεζα, και σε ίδια απόσταση βορειοδυτικά από τα Καλύβια, βρίσκεται, επίσης, στην άνω περιοχή ενός από τα ρυάκια που διασχίζουν το Θριάσιο Πεδίο και μάλιστα του μεσαίου, το οποίο στο Μεγάλο Βουνό, από όπου κατεβαίνει, ονομάζεται Ξερό Ρεύμα και εδώ Ποτάμι της Γκοριτσάς. Οι ερημωμένες σήμερα περιοχές της Γκοριτσάς και (βορειοδυτικά) της Σκάρπας, στις οποίες ευδοκιμούν βελανιδιές, ταυτοχρόνως αποτελούν το όριο της περιοχής όπου βρίσκονται κατάλοιπα των αρχαίων οικισμών. Η Γκοριτσά ήταν κάποτε μετόχι της μονής Παναγίας των Κλειστών στην Πάρνηθα (βλ. παραπάνω σ. 10). Ο Gell (Itin., σ. 19) μνημονεύει τη θέση ως «a metochi, with some inscriptions», από τις οποίες είδα στο εκκλησάκι του Αγ. Ιωάννη μόνον τη σπασμένη επιτύμβια στήλη ενός Φειδοστράτου από τις Κοθωκίδες και της συζύγου του (Athen. Mitt. XII, σ. 326 κ.εξ. αρ. 480). Αρχαίες λιθόπλινθοι, μαρμάρινα κατάλοιπα και ίχνη θεμελιώσεων εμφανίζονται δίπλα, τόσο στην περιφέρεια της εκκλησίας, όσο και στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά, στην περιοχή Σκάρπα κοντά στον Αγ. Λουκά (επάνω από τη θύρα του οποίου υπάρχει επίσης ένα τμήμα γείσου).
Καθώς στη ν. ελλ [νέα ελληνική γλώσσα] η λέξη Γκοριτσά σημαίνει αγριοαχλαδιά = αρχ. ελλ. ἀχράς, ο Σουρμελής (Αττ., σ. 29) προσπαθεί μέσω της (στον Αριστοφ. Εκκλησ. 362 όμως μόνον κωμικά διαστρεβλωμένης) μορφής του δημοτικού Ἀχραδούσιος αντί του κανονικού Ἀχερδούσιος να τοποθετήσει εδώ την κοινότητα Ἀχερδοῦντος (= λευκάκανθας) της Ιπποθοωντίδος φυλής. Αυτή η τοποθέτηση θα ήταν καλύτερα τεκμηριωμένη εάν κάποιος μπορούσε να εμπιστευθεί μια περαιτέρω αναφορά του ίδιου συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία αυτή η τοποθεσία ονομάζεται επίσης Ἀχερδάρι (προηγουμένως, όμως, είχε ταυτιστεί, από τον ίδιο, με το Χαϊδάρι στο Αιγάλεω). Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υποστηρίζουν συμπληρωματικά αυτήν την άποψη ούτε το γεγονός ότι, όπως γνωρίζουμε σήμερα, στο Θριάσιο Πεδίο, εκτός από την Οινηίδα, εκπροσωπείτο και η Ιπποθοωντίς φυλή, ούτε ότι ο Αχερδούς θα μπορούσε να ανήκει από κοινού με την Ελευσίνα κ.ά. στην αντίστοιχη παράλια τριττύν της Ιπποθοωντίδος.
Αντίθετα, μας δίνεται το όνομα ενός συγκεκριμένου δήμου στην μνημονευθείσα επιτύμβια επιγραφή ενός δημότη των Κοθωκιδών, την πρώτη από αυτόν τον δήμο που βρέθηκε ποτέ σε αττικό έδαφος. Είναι, εξάλλου, πολύ πιθανόν και δεν τίθεται σήμερα υπό αμφισβήτηση ότι οι Κοθωκίδαι ανήκαν μαζί με τη Θρία στην παράκτια περιοχή της Οινηίδος φυλής (βλ.«Demenordnung d. Kleisth.», σ. 29· Loeper, Athen. Mitt. XVII, σ. 406 κ.εξ. v. Wilamowitz, Aristot. u. Ath. II, σ. 152). Επομένως, είμαστε υποχρεωμένοι [24] να χρησιμοποιήσουμε αυτό το μοναδικά θετικό και ταυτόχρονα κατεξοχήν ταιριαστό επιχείρημα[13]. Σε αυτήν την περίπτωση, θα ήταν λογικό να ταυτίσουμε και τον δεύτερο οικισμό που βρισκόταν προς τον Κηφισό με τις Ιπποτομάδες,· η μεταγενέστερη κοινή μετατόπιση των δύο ασήμαντων δήμων, των Κοθωκιδών και των Ιπποτομαδών, στη νέα Δημητριάδα φυλή μού φαίνεται (πρβλ. Demenordnung, σ. 29) ότι αποτελεί ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι βρίσκονταν κοντά ο ένας με τον άλλον.
Το χωριό Καλύβια (τῆς Χασιᾶς ή Χασιώτικα Κ., δίπλα στη Μάνδρα, σήμερα το μεγαλύτερο χωριό στην πεδινή περιοχή με περισσότερους από 1.500 κατοίκους πρβλ. επίσης «Karten v. Att.» II, σ. 48 κ.εξ.) και η άμεση περιφέρειά του κοντά στο τρίτο και ανατολικότερο ρυάκι (Γιαννούλα; βλ. παραπάνω σ. 9) προσδιορίζει την περιοχή ενός δήμου που δεν μπορεί να ταυτισθεί παρά μόνον με τη Θρία. Επιγραφές που αναφέρονται στη Θρία και τους κατοίκους της, εκτός από την περιοχή του άστεως, έχουν έρθει μόνον εδώ στο φως (βλ. Athen. Mitt. XII, σ. 326 αρ. 467. 478· άλλες αρχαιότητες αυτόθι σ. 325 αρ. 463 κ.εξ.).
Ο Παυσανίας δεν αναφέρεται στη Θρία· στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής της Ιεράς Οδού προς την Ελευσίνα (Ι 38, 4) κατονομάζει μόνον το ηρώο του Ιπποθόωντος (βλ. παραπάνω σ. 21) και του Ζάρηκος, ενός αοιδού του Απόλλωνα, πατέρα του Ανίου. (Αξίζει ίσως να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ότι και οι μάντισσες Θριαὶ σχετίζονταν με τον Απόλλωνα).
Από τα επιτύμβια μνημεία που κάποτε κοσμούσαν αυτό το τμήμα του δρόμου, το μουσείο των Αθηνών [Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο / Σ.τ.Μ.] κατέχει το μεγάλο ανάγλυφο της οικογένειας του Πλάτωνα από την Οινόη (Athen. Mitt. ό. π. αρ. 475), ενώ το επιτύμβιο μνημείο ενός Στράτωνος Κυδαθηναίου στη βόρεια πλευρά της οδού (βλ. «Grab») αναγνωρίζεται ακόμη σε ερείπια (Athen. Mitt.,αρ. 479· Leake, Demen, σ. 144).
Η περιοχή όπου εκβάλει το ρυάκι της Γκοριτσάς ξεκινά 1 χλμ. δυτικά από αυτό το σημείο και αμέσως μετά εκείνη του ελευσινιακού Κηφισού. Η κάτω παράκτια ζώνη είναι ελώδης σε όλη την έκταση της έως την Ελευσίνα, και η συνέχιση του δρόμου είναι δυνατή μόνον επάνω σε ένα υπερυψωμένο επίπεδο με τη μορφή φράγματος με ανοίγματα, όπου βρίσκονται ενσωματωμένες και αρκετές λιθόπλινθοι, οι οποίες μαρτυρούν μια παρόμοια τεχνητή κατασκευή κατά την Αρχαιότητα. Για τη λίθινη γεφύρωση του Κηφισού πληροφορούμαστε από ένα ψήφισμα του 4ου αιώνα (Εφ. Αρχ. 1892, σ. 103· πρβλ.Hermes 1893, σ. 469 κ.εξ.) ωστόσο, σύμφωνα με μια άλλη επιγραφή (Athen. Mitt. XIX, σ. 163), το ανατολικότερο από εκείνα τα ρυάκια με αλμυρό νερό που ονομάζονταν «Ῥειτοί» (βλ. «Karten v. Att.» II, σ. 48[14]) είχε ήδη κατά τον 5ο αιώνα εφοδιαστεί, τουλάχιστον για τους πεζούς, με μια ασφαλή διάβαση, η οποία κατασκευάσθηκε με λιθοπλίνθους από τον παλαιό ναό της Ελευσίνας, συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη παρόμοιων έργων και για το τελευταίο τμήμα της διαδρομής πριν από την Ελευσίνα. Πάντως, η απευθείας σύνδεση της Αθήνας με την Ελευσίνα κατά μήκος της ακτής πρέπει τότε να ήταν ακόμη σε αρκετά ημιτελές στάδιο. Σύμφωνα μάλιστα με το Χρονικό του Ευσέβιου, πρώτος ο Αδριανός έλυσε οριστικά τον κίνδυνο από τις πλημμύρες του Κηφισού με την κατασκευή μιας γέφυρας [γεφύρωσις ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] (ΙΙ 285, γεφυρώσας Ἐλευσῖνα κατακλυσθεῖσαν ὑπὸ Κηφισοῦ ποταμοῦ). Ήδη ο Leake (σ. 149 κ.εξ.) είχε σωστά υποθέσει ότι η διαμόρφωση της κοίτης του ποταμού έγινε ταυτόχρονα με την κατασκευή φραγμάτων, όπως εκείνα που είναι ακόμη και σήμερα ορατά σε αρκετά σημεία της πεδιάδας. Έτσι, παρατηρούμε ιδίως τη μεταστροφή ενός παραπόταμου από τη νοτιοδυτική γωνία της Μαγούλεζας προς τον Βλυχό, στην έξοδο του περάσματος των Μεγάρων, και τον περιορισμό του άλλου, ανατολικού κυρίως ποταμού, στη δεξιά του όχθη. Ωστόσο, και η «Ιερά Οδός» πρέπει να απέκτησε εκείνη την περίοδο, στο τελευταίο τμήμα της, τη μορφή ενός συνεχούς φράγματος με μια μεγαλύτερη τοξωτή γέφυρα και ανοίγματα για μικρότερες απορροές υδάτων. Τους προηγούμενους αιώνες, και κυρίως κατά τις υγρές περιόδους του έτους, η κυκλοφορία μεταξύ Αθηνών και Μεγάρων πιθανόν διεξάγετο μέσω ενός δρόμου που διέσχιζε την πεδιάδα σε ένα κάπως ψηλότερο επίπεδο, ο όποιος ίσως επικοινωνούσε και με τον δήμο Θρίας. Βεβαίως, τότε η χαράδρα μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω («K. v. A.» II, σ. 44 κ.εξ.) έπαιζε έναν πολύ πιο ζωτικό ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ των πεδιάδων Θριασίου και Αθήνας από ό,τι σήμερα[15]. Σύμφωνα με μια πολύ πειστική υπόθεση του Leake (Demen, σ. 150 κ.εξ.), με την οποία συμφωνεί και ο Κορδέλλας, ο υδραγωγός της Πάρνηθας, ο οποίος κατηφορίζει δυτικά από το βουνό της Χασιάς [25] προς την πεδιάδα (βλ. παραπάνω σ. 8 και 12, επίσης Gell, Itin., σ. 19), οφείλει επίσης στον ίδιο αυτοκράτορα την τελευταία διαμόρφωσή του, με την οποία διερχόταν από την πεδιάδα πάνω σε τοξωτά υποστηρίγματα. Στον χάρτη σημειώνονται τα ίχνη του αγωγού που ακολουθεί ανοδική πορεία από την Ελευσίνα προς το ποτάμι της Γκοριτσάς, η επάνω περιοχή του οποίου ενδυναμωνόταν με κάποιες εισροές.
Η Ελευσίνα, σε άμεση επαφή με τη θάλασσα (στην πραγματικότητα, διαθέτει έναν ανοιχτό κόλπο, ο οποίος όταν κατασκευάστηκαν οι μόλοι μπόρεσε να διαμορφωθεί σε λιμάνι), συνδύαζε την φυσική οχύρωση με έναν στενό και μήκους περίπου 1,5 χλμ., αλλά απομονωμένο σε όλες τις πλευρές του, βραχώδη λόφο, ύψους 50 μ. στην κορυφή (στις απολήξεις του: δυτικά 57, ανατολικά 63 μ.). Η κάτω πόλη, η οποία εκτεινόταν στις ανατολικές υπώρειές του, δεν προφυλασσόταν μόνο από το φρούριο της ακρόπολής της, αλλά, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της, μάλλον περιβαλλόταν από δύο ισχυρά σκέλη του τείχους, τα οποία κατέβαιναν προς τη θάλασσα. Σε ό,τι αφορά τον 5ο αι. αυτή η υπόθεση φαίνεται αιτιολογημένη, κυρίως εξαιτίας της αναφερόμενης από τον Ξενοφ., Ελλ. ΙΙ, 4, 8 πυλίδος [πυλὶς ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] που οδηγούσε στην ακτή. (Κατάλοιπα του τείχους φαίνεται ότι αποτυπώνονται στο «Alt. v. Attika», πίν. 2· σήμερα, τα ερείπια της κάτω πόλης έχουν σχεδόν εξαφανισθεί).
Η αναλυτική τοπογραφία της Ελευσίνας βρίσκεται έξω από τους σκοπούς αυτού του κειμένου που αφορά τον χάρτη· πρβλ. Alt. v. Att. C. I-V· Leake, Demen, σ. 149 κ.εξ.· Bursian, Geogr. I, σ. 328 κ.εξ.· μετά την έναρξη των ανασκαφών της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας [Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας], τα σχέδια στα Πρακτικά 1887, Bull. corr. hell. IX σχ. 1 και τη συνοπτική πραγμάτευση των ιερών από τον O. Rubensohn, Die Mysterienheiligthümer v.Eleusis u. Samothrake, Berlin 1892· τις επιγραφές Fr. Lenormant, Rech. arch. à Eleusis, 1862 και Εφημ. Αρχ. από το 1883.
___________________________
ΙΙΙ. Η Σαλαμίνα και τα θαλάσσια στενά
(Χάρτες της Αττικής – φ. ΧΧΙ-ΧΧΙΙΙ)
[26] Το νησί της Σαλαμίνας (επίσης Σαλαμίν, Ησύχ. λ. «Πιτυούσα» κατά τον Στράβωνα, 393, λόγω του πλήθους των πεύκων που κάποτε διέθετε· οι ονομασίες «Κυχρεία» και «Σκιράς», στο ίδιο, έχουν απλώς μυθική-ποιητική προέλευση) προφανώς έφερε ήδη κατά την (όψιμη;) Αρχαιότητα τη δημοφιλή ονομασία «Κούλουρις», η οποία προέρχεται από το καμπύλο σχήμα του νησιού (σήμερα Κούλουρη, από το «κουλούρι» σύμφωνα με το σχόλιο στον Ευσέβ., Ευαγγ. Προπ., IV, 16, ήδη στην «Εκάλη» του Καλλιμάχου εμφανιζόταν με αυτό το τοπωνύμιο. Επομένως, εντελώς αδικαιολόγητα ο C. Müller, Fr. Hist. Gr. V, σ. 3 υποθέτει αντί αυτών την ονομασία Κυνουρίς).
Ο Στράβων ό.π. αναφέρει ότι το μήκος του νησιού ανέρχεται στα 70 ή στα 80 στάδια, καθώς η απόσταση του βορειότερου από το νοτιότερο σημείο ανέρχεται περίπου στα 15 χλμ., ενώ εκείνη του δυτικότερου από το ανατολικότερο σχεδόν στα 17 χλμ., η δεύτερη αναφορά βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ο πλέον ακριβής υπολογισμός της έκτασης φαίνεται ότι είναι έως τώρα (βλ. Beloch, Die Bevölkerung der griech.-röm. Welt, σ. 56, από τον Strelbitzki) 93,5 τ.χλμ.
Η Σαλαμίνα, με τους τρεις κύριους ορεινούς όγκους που συνδέονται μέσω πεδιάδων, βρίσκεται στα βόρεια, ανατολικά και νότια γύρω από τον όρμο της Κούλουρης που εισέρχεται σε βάθος από τα δυτικά. Το μεσαίο, ανατολικό τμήμα καταλαμβάνεται από το Μαυροβούνι, το οποίο μέσω των κορυφών του (ύψους 404,8 και 379,6 μ.) φέρει τα μεγαλύτερα υψώματα του νησιού. Το νότιο τρίτο, που διαχωρίζεται από το προηγούμενο μόνον διαμέσου της βάθυνσης της κοιλάδας με την ονομασία Κατσί Βίγλα (Κακή; βλ. παρακάτω σ. 36), είναι, στην ουσία, επίσης μια συμπαγής ορεινή περιοχή από την οποία ξεπροβάλλουν οι κορυφογραμμές Καμπόλι και (προς τα νότια) Κοκκί (ύψους 355,1 και 276 μ.). Ενώ σε αυτές τις δύο περιοχές που εκτείνονται προς τα νοτιοδυτικά δίνεται η εντύπωση ότι η εδαφική διαμόρφωση του αττικού Κορυδαλλού συνεχίζεται πέρα από τα θαλάσσια στενά, το βόρειο τμήμα, που διαχωρίζεται από το μεσαίο διαμέσου των ευρύτερων ενδιάμεσων πεδιάδων κοντά στο Αμπελάκι και την Κούλουρη, σχηματίζει κατά έναν τρόπο μια γεφύρωση προς τα δυτικά, προς τη Μεγαρίδα. Κατά τον ίδιον τρόπο και στους δύο ορεινούς όγκους του (Ρέστη στα νοτιοδυτικά, με ύψος έως 260,2 μ., και Μπατσή στα βορειοανατολικά, 248,4 μ.) συνεχίζει αναμφίβολα να επιδρά η κατεύθυνση των Γερανείων και των Κεράτων (πρβλ. επίσης Neumann – Partsch, Phys. Geogr. v. Grld., σ. 172). Μια παρόμοια δυτική-ανατολική τάση χαρακτηρίζει εξάλλου και τις άλλες οροσειρές της Σαλαμίνας, όταν τις παρατηρεί κανείς μεμονωμένα.
Η λεπτομερέστερη περιγραφή των επιμέρους τόπων ξεκινά φυσικά με το ασφαλέστερο σημείο αφετηρίας, τη θέση της ιστορικής πόλης της Σαλαμίνας, ούτως ώστε αφορμώντας από εδώ να συζητήσουμε την τοπογραφία των θαλάσσιων στενών και στη συνέχεια να αναζητήσουμε τα υπόλοιπα σημεία που αναφέρουν οι αρχαίες μαρτυρίες.
Η επίπεδη περιοχή των αμπελώνων του αρβανίτικου χωριού Αμπελάκι –που πήρε από αυτούς την ονομασία του (με 876 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 1879)– αποτελεί το δυτικό υπόβαθρο ενός όρμου, ο οποίος προς τα βόρεια και προς τα νότια οριοθετείται από βραχώδεις χερσονήσους που εκτείνονται σε μάκρος μέσα στη θάλασσα.
Η νότια, μήκους σχεδόν 3,5 χλμ., αποτελεί μια απόληξη του Μαυροβουνίου (βλ. παραπάνω) που διαμεσολαβείται από τα βουνά Βελανίδι και Παλαιοθύρεζα και απολήγει στο αιχμηρό ακρωτήριο Βαρβάρι που παίρνει την ονομασία του από ένα (τώρα εξαφανισμένο) εκκλησάκι της Αγ. Βαρβάρας. Η αρχαία ονομασία «Κυνόσουρα» είναι επαρκώς τεκμηριωμένη για αυτήν τη θέση (Ηρόδοτ. VIII, 77): Ο χρησμός για τη γεφύρωση της ακτής της Άρτεμης με την εἰναλίη Κυνόσουρα από τον περσικό στόλο). Επιπλέον, η ονομασία ταιριάζει μόνον [27] με αυτήν την επιμήκη χερσόνησο· πρβλ. τον χάρτη του Μαραθώνα. Με το Κυνὸς σῆμα στον Πλούτ., Θεμιστ., 10, για το οποίο επινοήθηκε η ιστορία με τον σκύλο του Ξανθίππου που κολύμπησε στην απέναντι ακτή, προφανώς εννοείται η ίδια θέση. Από το τρόπαιο της μάχης της Σαλαμίνας ονομάστηκε στη συνέχειαΤροπαία ἄκρα: Σχόλιο στον Αισχύλ., Πέρσαι, 303 Σιληνίαι αἰγιαλός ἐστι τῆς Σαλαμῖνος τῆς λεγομένης Τροπαίας ἄκρας. Για το Τρόπαιον πρβλ. Παυσ. Ι, 36, 1 και Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 169 στίχος 33. Η ονομασία ἀκταὶ Σιληνίων του Αισχύλου φαίνεται ότι έχει διατηρηθεί, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, στη θέση Σελήνια στην προς τα νότια γειτονική ακτή βλ. τον χάρτη.
Η βόρεια, περισσότερο κυκλοτερής λωρίδα γης με την αμβλεία απόληξη και το όνομα Πούντα, αρχικά ένα νησί που συνδέθηκε μέσω προσχώσεων με την ξηρά, είναι ο τόπος χερρονησοειδὴς του Στράβωνα (393) επάνω στον οποίο ανεγέρθηκε ένα τμήμα της πόλης της Σαλαμίνας μαζί με το κύριο κάστρο. Το ύψωμα που επιστέφεται από έναν ερειπωμένο ανεμόμυλο αφήνει να διαφανεί ακόμη και σήμερα ένα σύστημα από ευθεία και ορθογώνια τμήματα τείχους που ανήκαν είτε στην αρχαία οχύρωση είτε σε μεγάλα δημόσια κτήρια. Αυτό που τώρα προσφέρει ο χάρτης συμπληρώνεται με ένα –σαφώς πληρέστερο σχέδιο της πόλης και σημειώσεις από τη δεκαετία του 1830–, το οποίο φιλοτέχνησε ο αρχιτέκτονας Eduard Schaubert και βρίσκεται μαζί με τα υπόλοιπα γραπτά κατάλοιπά του στο μουσείο του πανεπιστημίου Breslau (πρβλ. σχετικά τη λεπτομερή αναφορά του F. Koepp, Arch. Anz. 1890, σ. 128 κ.εξ.). Για το σχέδιο, το οποίο μάλλον αξίζει να συμπεριληφθεί στα ήδη δημοσιευθέντα αττικά ειδικά σχέδια, παρατηρεί ο Schaubert (στο Koepp, σ. 139): «πολύ κανονική εγκατάσταση, τμήματα οδών και άνδηρα παραλλήλως με το τείχος του λιμένα –χαμηλά κοντά στη θάλασσα, εκεί όπου βρίσκεται μια πεδιάδα, πιθανώς η αγορά». Γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ «τοιχοποιίας κακής ποιότητας από ακανόνιστους μικρούς λίθους» και «τοιχοποιίας από λιθοπλίνθους κανονικού σχήματος της καλύτερης εποχής». Ο Koepp προσθέτει: «Βλέποντας το σχέδιο, έρχεται αβίαστα στο μυαλό κάποιου μια ιπποδάμεια εγκατάσταση», και ασφαλώς πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια σχετικά νέα πόλη που οικοδομήθηκε συνολικά –συγκεκριμένα με την πρωτεύουσα της αττικής Σαλαμίνας.
Και ως προς τις ειδικότερες και γνωστές σε εμάς εγκαταστάσεις της πόλης, δηλαδή τα ιερά, η υπόθεση μιας παλαιότερης χρονολόγησης δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να γίνει αποδεκτή. Επιπλέον, κάποιες αναλογίες με την Αθήνα και τον Πειραιά είναι κάθε άλλο παρά τυχαίες.
Ο Παυσανίας μνημονεύει καταρχάς (Ι, 35, 3) τα ερείπια της αγοράς (ἀγορᾶς ἐρείπια). Η αγορά, όπως επιτρέπει να φανεί η ακόλουθη περιγραφή (βλ. παρακάτω), και όπως ήδη υπέθετε ο Schaubert, βρισκόταν στην κοιλάδα κοντά στο δυτικό πέρας του λιμανιού. Μαζί με αυτήν αναφέρεται και ο ναός αυτού καθαυτόν του ήρωα της πόλης, του Αίαντα, ο οποίος μνημονεύεται πολλές φορές και στην επιγραφή των εφήβων ως Αιάντειον (πρβλ. π.χ. C. I. A ΙΙ, 467,25 469,87 470, 17, εδώ μαζί με τον ίσως συλλατρευόμενο Ασκληπιό Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 170, 32 Τέμεν]ος; Αἴαντος). Στην ίδια θέση μπορούμε, όπως και στην Αθήνα, να τοποθετήσουμε ένα βωμό των Δώδεκα Θεών (C. I. A. I, 420) επιπλέον, το μόλις κατά τον 4ο αιώνα ανεγερθέν άγαλμα του Σόλωνα ήταν ανιδρυμένο στην αγορά (Αισχίν. Ι, 25. Δημοσθ. XIX, 251)· τα αγάλματα της Δημοκρατίας (C. I. A. ΙΙ, 470, 62) και της Σαλαμίνας (C. I. A. ΙΙ, 962) θα πρέπει ομοίως να βρίσκονταν εδώ. Σε δύο επιγραφές κληρούχων του τέλους του 2ου αιώνα π.Χ. (C. I. A. II, 594. 595) γίνεται λόγος για κτήρια εργαστηρίων σε μια νότια στοά και για μια εξέδρα που ανήκαν στην αγορά ή σε κάποιο γυμνάσιο που μνημονεύεται εκεί και δεν πρέπει να βρισκόταν μακριά. Με το τελευταίο πιθανώς συνδεόταν η λατρεία του Ερμή, με την οποία συσχετιζόταν και η εορτή των Ερμαίων [Ἔρμαια ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] που αναφέρεται στην πρώτη από τις παραπάνω επιγραφές. Κατά τα άλλα, γνωρίζουμε για τη Σαλαμίνα και την γιορτή των Διονυσίων (C. I. A. II, 469, 82· 594· μια χορηγική επιγραφή C. I. A. II, 1248). Η θέση του θεάτρου δεν έχει ακόμη εντοπισθεί.
Αφού έχει στραφεί από την αγορά προς το λιμάνι, ο Παυσανίας προκειμένου να μνημονεύσει έναν λίθο που βρίσκεται κοντά και στον οποίον υποτίθεται ότι κάθισε ο Τελαμώνιος, συνεχίζει (36, 2): ἐν Σαλαμῖνι δὲ - - τοῦτο μὲν Ἀρτέμιδός ἐστιν ἱερόν, τοῦτο δὲ τρόπαιον ἕστηκε κλπ. Η αντίθεση τοῦτο μὲν - τοῦτο δὲ μας κατατοπίζει ότι έχουμε να κάνουμε με εγκαταστάσεις και στις δύο πλευρές του σημείου που προηγείται, της αγοράς και της ακτής του λιμανιού, κάτι που βεβαιώνεται μέσω της ήδη γνωστής θέσης του Τροπαίου στη χερσόνησο της Κυνόσουρας.
Επομένως, στη βόρεια χερσόνησο υπήρχε το ιερό της Άρτεμης –μια λιμενοσκόπος, όπως η Μουνιχία στον Πειραιά. Μάλιστα φαίνεται ότι σύνναός της εδώ, όπως και εκεί, ήταν η Βενδίς, πόσο μάλλον όταν το ψήφισμα των Θιασωτών, το οποίο προοριζόταν να ανιδρυθεί στο ἱερόν της (C. I. A. II, 620 μια άλλη επιγραφή Θιασωτών, αυτόθι 987) πράγματι αποκαλύφθηκε στο ύψωμα με τον ανεμόμυλο.
[28] Με το Τρόπαιο της ναυμαχίας συνδεόταν μια λατρεία του Διός Τροπαίου (π.χ. C. I. A. II, 467, 25. 468, 16· εκεί φαίνεται ότι κατονομάζονται και οι Μοίρες). Στη σημαντική, αλλά ως προς τα όσα ενδιαφέρουν εδώ δυστυχώς πολύ αποσπασματική επιγραφή αποκατάστασης από τον Πειραιά Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 169, 33 (πρβλ. Joh. Töpffer, Quaest. Pisistr., σ. 21, 2, μετά τη νεότερη αντιπαραβολή του Lolling) διαβάζει κανείς: - - ν ἐφ’ οὗ κεῖται τὸ Θ[εμισ]τ[οκ]λέους τ[ρόπαι]ον [κατὰ Π]ερσῶν καὶ πολυάνδρειον τῶν / - -, δια του οποίου μετατοπίζεται εδώ και το μνημείο των πεσόντων.
Ειδικά ως προς την Κυνόσουρα, είναι σχετικοί οι συλλογισμοί του Lolling, ο οποίος στις μελέτες του για τα «στενά της Σαλαμίνας» (Hist. u. phil. Aufsätze E. Curtius gewidmet, σ. 8 κ.εξ.) προσπάθησε να αποδείξει ότι «η πόλη της Σαλαμίνας κατά την όψιμη εποχή βρισκόταν επί ή πλησίον της θέσης της πρώτης ιδρύσεώς της». Ασχολήθηκε κυρίως με τον Απολλόδωρο στον Στράβωνα (393), ο οποίος αναφέρει τα εξής για τη νήσο: ἔχει δ’ ὁμώνυμον πόλιν τὴν μὲν ἀρχαίαν ἔρημον πρὸς Αἴγιναν τετραμμένην καὶ πρὸς νότον (καθάπερ καὶ Αἰσχύλος εἴρηκεν Αἴγινα δ’ αὕτη πρὸς νότου κεῖται πνοάς) τὴν δὲ νῦν ἐν κόλπῳ κειμένην ἐπὶ χερρονησοειδοῦς τόπου συνάπτοντος πρὸς τὴν Ἀττικήν. Επιπλέον, ο Lolling φαίνεται να μην απορρίπτει αυτήν την αναφορά, ωστόσο προκειμένου να εναρμονισθεί με αυτήν προσπαθεί να επεκτείνει «την περιοχή της παλαιότερης πόλης» περαιτέρω προς τα νότια, έως την Κυνόσουρα. Αντίθετα, προβάλλεται η ένσταση, κάτι που έκανε ήδη ο Töpffer (Quaest. Pisistr., σ. 11), ότι ένας συγγραφέας δύσκολα θα διαφοροποιήσει υπό αυτήν τη μορφή δύο πόλεις εάν αυτές δεν διαχωρίζονται πράγματι και χωροταξικά μεταξύ τους. Έτσι, και στην επιγραφή της Εφημ. Αρχ. 1884, σ. 169, 32, σύμφωνα με μια πολύ ασφαλή ανάγνωση, αναφέρεται μια ἀρχαία πόλις [ἡ προ]σον[ομ]ασθεῖ[σ]α Κυ[χρεία.
Οι ιστορικού περιεχομένου σκέψεις, οι οποίες, ούτως ή άλλως, προϋποθέτουν μια αρχαιότερη, στραμμένη πιο κοντά προς τους Αιγινήτες πόλη, παρατίθενται πρόσφατα από τον Töpffer ό.π. σ. 10 κ.εξ. (πρβλ. Att. Geneal., σ. 273). Περισσότερες λεπτομέρειες για τις θέσεις που αναφέρονται βλ. παρακάτω.
Οι θετικοί λόγοι που εκθέτει ο Lolling βασίζονται κυρίως σε παραδόσεις που σχετίζονται με τον αναμφισβήτητα πανάρχαιο και γνήσιο Σαλαμίνιο ήρωα Κυχρέα, μια μορφή παράλληλη με τον Αθηναίο Κέκροπα (βλ. την πιο πρόσφατη εποπτική παρουσίαση για αυτόν στον Roscher, Lex. κλπ.). Ωστόσο, για την ακριβέστερη τοποθέτηση δεν συνεισφέρουν αυτά καθαυτά ούτε τα Κυχρῆνος ἄντρα Βοκάρου τε νάματα του Λυκόφρονα (Αλεξ. 451· σπήλαια υπήρχαν παντού, ενώ ιδίως στην περιοχή του Αμπελακίου απουσιάζει εκείνη η υδάτινη ροή), ούτε ο Κυχρεῖος πάγος· περὶ Σαλαμῖνα (Στέφ. Βυζ., λ., σύμφωνα με τον Σοφοκλή, όπου με το π. Σ. είναι δυνατόν πράγματι να χαρακτηρίζεται γενικά η νήσος). Κατά τον ίδιον τρόπο, γενικά και μόνον με ποιητικό τρόπο αναφέρονται οι σαλαμίνιες ακτές ως ἀκταὶ Κυχρεῖαι στον Αισχύλο (Πέρσ. 570), ενώ, επίσης, ελάχιστα παραπέμπουν σε κάποιον συγκεκριμένο τόπο οι σχέσεις του Κ. με «την κοντινή Ελευσίνα». Βεβαίως, ο Παυσανίας κλείνει την αναφορά του στο Τρόπαιο με τα λόγια: καὶ Κυχρέως ἐστιν ἱερόν, αλλά συμπληρώνει ότι ο ήρωας εμφανίσθηκε στους Αθηναίους κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας με τη μορφή δράκου και ερμηνεύθηκε με θεϊκό χρησμό. Με αυτόν τον μύθο πρέπει να συνδέθηκε, όπως αποδέχεται και ο Lolling, όχι μόνον η λατρεία του στην Αθήνα (Πλουτ., Θησ. 10) αλλά εξίσου καλά και εκείνη στη νέα Σαλαμίνα, όπως εξάλλου αυτή παρέλαβε και τη λατρεία του Αίαντα μέσω μεταφοράς. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε καν εάν ο Κυχρέας απολάμβανε κάποιας ιδιαίτερης λατρείας στην παλαιότερη πόλη.
Σε ό,τι αφορά τα αρχαία ίχνη, τα οποία λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη του ο Lolling, πρόκειται αφενός για τον μεγάλο τύμβο στην κορυφή του υψώματος της Μαγούλας που προεξέχει προς τα βόρεια της Κυνόσουρας. Ο τύμβος βρίσκεται επάνω σε ένα φυσικό κάθετο βραχώδες τοίχωμα, που από μακριά μοιάζει με ένα πολυγωνικό-κυκλικό κτίσμα. «Κάτω από αυτήν τη φυσική βραχώδη ζώνη η χαμηλότερη βόρεια πλαγιά του λόφου, η οποία φέρει τάφους και μεγάλες λιθοπλίνθους, κατέρχεται βαθμιδωτά προς τη θάλασσα. Πιο απότομες είναι οι παρυφές του λόφου στην ανατολική πλευρά. Η στραμμένη προς την πόλη της Σαλαμίνας δυτική πλευρά παρουσιάζει πολλές σπηλαιώδεις κοιλότητες, στις οποίες εισβάλλουν τα κύματα όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη. Στη νότια πλευρά του υψώματος στηρίζονται αρχαία τμήματα τοίχων, τα οποία περιβάλλουν ένα μέρος της γειτονικής γης έως τις πλαγιές της απέναντι ανωφερούς λοφοσειράς». Ταυτοχρόνως, ένα τείχος κατευθύνεται από τη Μαγούλα προς τα νότια ανεβαίνοντας πλήρως στη ράχη της Κυνόσουρας, για να κινηθεί στη συνέχεια, στρίβοντας προς τα δυτικά, κατά μήκος αυτής της κορυφογραμμής, έως ότου καταλήξει κοντά στο Αμπελάκι.
Σε αυτό το τείχος, που ομοιάζει με το «Δέμα» μεταξύ Αιγάλεω και Πάρνηθας ο Lolling διαβλέπει τα όρια της παλαιότερης πόλης προς τα νότια, εν είδει ενός αμυντικού έργου προς την πλευρά της Αίγινας (αλλά η παλαιότερη πόλη βρισκόταν περισσότερο σε σχέση εξάρτησης παρά σε αντίθεση με την Αίγινα), ενώ στο ύψωμα της Μαγούλας πιστεύει ότι αναγνωρίζει τον Κυχρεῖο πάγο [Κυχρεῖος πάγος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.].
Ότι αυτή η υπόθεση είναι εξαρχής απίθανη συνάγεται ήδη από τις προηγηθείσες παρατηρήσεις. Αλλά και η ιδιαίτερη σημασία των τειχών, όπως και του εισερχόμενου στον όρμο [29] φυσικού και τεχνητού υψώματος, προκύπτει σχεδόν από μόνη της εάν θεωρηθεί υπό άλλες προϋποθέσεις. Αυτή η ζώνη τείχους, παρόμοια με εκείνη της Ηετιώνειας στον Πειραιά, αποσκοπούσε στην εξίσου αποτελεσματική προστασία του λιμανιού και της πόλης από τα νότια, αλλά και μέσω του φρουρίου από τα βόρεια, και ενδεχομένως στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Μαγούλας και Πούντας βρίσκονται, όπως και στον Πειραιά, ακόμη ίχνη από τους μόλους που απέκλειαν το λιμάνι. Ωστόσο, ο εντυπωσιακός ταφικός τύμβος της Μαγούλας ταυτίζεται πιθανότατα με εκείνο το πολυάνδρειον των πεσόντων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, για τη θέση του οποίου επάνω στη χερσόνησο της Κυνόσουρας μας πληροφορεί η παραπάνω (βλ. σ. 28, στην αρχή) επιγραφή της Εφ. αρχ. 1884. Μνημεία τέτοιου είδους δεν μπορεί σήμερα κανείς πλέον να τα χρονολογήσει απλώς «στην Προϊστορική Εποχή».
Στην προεξοχή του υψώματος της Μαγούλας ο όρμος της Σαλαμίνας διέθετε στην πλευρά της εισόδου του μια φυσική στένωση και διασφάλιση, η οποία, όπως υποθέσαμε προηγουμένως, ίσως συμπληρωνόταν με τεχνητές κατασκευές (και στο εσωτερικό παρατηρεί κανείς ακόμη στη δυτική πλευρά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σημαντικά κατάλοιπα αναχωμάτων με τη μορφή φράγματος).
Καθώς τα υπόλοιπα δεδομένα για την τοπογραφία των στενών της Σαλαμίνας συσχετίζονται, κατά μείζονα λόγο, με τη ναυμαχία και έχουν ενδιαφέρον πρωτίστως εξαιτίας αυτής, η περιγραφή του χώρου που ακολουθεί οφείλει να πραγματευθεί τόσο τα δεδομένα όσο και τη ναυμαχία εντός μιας συγκεκριμένης συνάφειας. Για όσα μας απασχολούν εδώ, δεν θα ήταν πρόσφορη μια συνολική εξιστόρηση των αξιομνημόνευτων γεγονότων, αλλά περισσότερο πρέπει να εξαρθούν μέσω της εξέτασης της συγκεκριμένης περιοχής εκείνα τα σημεία που κατά τη γνώμη μας παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Εκτός του ακρωτηρίου Βαρβάρι, ένα ασφαλές τοπογραφικό σημείο σε νοτιοανατολική κατεύθυνση και σε απόσταση μόνον περίπου 770 μ. (1.200 μ. από την αττική ακτή) αποτελεί η στενή, μήκους 1.480 μ. από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά βραχονησίδα Ψυττάλεια (σήμερα Λειψοκουτάλα), η οποία διαθέτει ένα κακό αραξοβόλι μόνον στη βορειοδυτική πλευρά και είναι ακατοίκητη (Στράβ. 395· Παυσ. Ι, 36, 2, ο οποίος αναφέρει εκεί κάποια άτεχνα ξόανα του Πάνα· πρβλ. για τον τελευταίο και Αισχ. Πέρσαι, 448 κ.εξ.). Ο Ηρόδοτος, VIII, 76, αναφέρει την κατάληψή της από τους Πέρσες –η οποία αργότερα θα απέβαινε τόσο μοιραία για τους εκλεκτότερους από αυτούς– ως πρώτη κίνηση του Ξέρξη μετά τη λήψη του μηνύματος από τον Θεμιστοκλή: ἐν γὰρ δὴ πόρῳ τῆς ναυμαχίης τῆς μελλούσης ἔσεσθαι ἐκέετο ἡ νῆσος. (Ομοίως Πλούτ. Αριστ., 9 πρὸ τῆς Σαλαμῖνος ἐν τῇ πόρῳ και Αισχ. Πέρσ., 453 ἐνάλιοι πόροι. Εδώ, επομένως, ήταν ήδη, σύμφωνα με την αρχαία οπτική, «τα στενά»[16]). Περαιτέρω, πρέπει να συγκρατήσουμε το γεγονός ότι όχι μόνον από τη μαρτυρία του Ηροδότου αλλά και από τα λόγια του αγγελιοφόρου στον Αισχύλο (450 κ.εξ., και με την ίδια αιτία για την κατάληψη της Ψυττάλειας: για τη σωτηρία ναυαγών συντρόφων και την εξόντωση εχθρών που θα κολυμπούσαν) καθίσταται σαφέστατη η θέση αλλά και ο σημαντικός ρόλος που επρόκειτο να παίξει το νησί, από την οπτική γωνία των Περσών, στην επικείμενη σύγκρουση.
Καθώς η Ψυττάλεια επέχει θέση χωρίσματος, η θαλάσσια οδός μεταξύ Κυνόσουρας και Κορυδαλλού, η οποία, με τη σειρά της, στο στενότερο σημείο της έχει εύρος 1.500 μ. (δυτικότερα έως 2 χλμ.), αποκτά δύο στενά περάσματα, το ένα στα νοτιοδυτικά και το άλλο στα νοτιοανατολικά. Προ του νοτιοδυτικού βρίσκεται στον άξονα της Ψυττάλειας και σε απόσταση περίπου 700 μ. το πολύ μικρότερο, μήκους μικρότερου των 200 μ., κυκλικό νησί της Αταλάντης (σήμ. Ταλαντονήσι) που έχει παρόμοιο σχήμα με το ομώνυμο νησί μεταξύ Ευβοίας και Λοκρίδας, το οποίο αναφέρει ήδη ο Στράβων (395).
Από την άλλη πλευρά μνημονεύεται στον Στράβωνα πριν από την Ψυττάλεια και στην αττική ακτή ο Φώρων λιμήν, τον οποίο, συμφωνώντας με τον Leake, αναγνωρίζω στον αρκετά βαθιά εισερχόμενο όρμο του Κερατσινίου (πρβλ. Χάρτες της Αττικής ΙΙ, σ. 8 και 10 στο ίδιο και για το διατηρούμενο αρχαίο τοπωνύμιο στη σύγχρονη ονομασία κλεφτικὸ λιμάνι [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]).
Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ αμφίβολο το δικαίωμα να αναζητήσουμε στον όρμο του Κερατσινίου, δηλ. στην περιοχή του δήμου Θυμοιτάδων, το Ηράκλειον, το οποίο οι αρχαίες μαρτυρίες συνδέουν τόσο με τον (υποτιθέμενο) σχεδιασμό μιας γέφυρας του Ξέρξη (Κτησίας, Περσ., 26 στην Φωτ. Βιβλ. 39 b Αριστόδημ. 2 στα Fr. H. Gr. V σ. 1), όσο και με το σημείο που αυτός καθόταν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας (Φανόδημος στον Πλούτ., Θεμ. 13), όπως, τέλος, και με τη θέση του ελληνικού στόλου πριν από την έναρξή της (Έφορος στον Διόδ. XI, 18). Και αυτό διότι ο συνδυασμός που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Leake (Demen, σ. 25 κ.εξ. 213), [30] ότι δηλαδή έχουμε δήθεν να κάνουμε με το τετράκωμον Ἡράκλειον των κοινοτήτων Φαλήρου, Πειραιά, Ξυπετής και Θυμοιτάδων, προς το οποίο προσανατολίζεται η θέση των Εχελιδών (Στέφ. Βυζ. λ. Ἐχελίδαι – μεταξὺ – Πειραιέως καὶ τοῦ τ. Ἡ.) έχει, πέραν των άλλων αμφιβολιών, καταστεί πολύ αδύναμος και μετά την ανεύρεση του μεγάλου αναγλύφου του Εχέλου στο Νέο Φάληρο (Athen. Mitt. XVIII, σ. 212 κ.εξ.· Εφ. αρχ. 1893, σ. 129 κ.εξ.)[17]. Εάν, όμως, αυτό το Ηράκλειον –ένα από τα πολλά– δεν βρίσκεται αναγκαστικά στις Θυμοιτάδες, θα μπορούσε να αναζητηθεί κατά μήκος όλης της ακτής έως τη δυτικότερη απόληξή της. Προσωρινά, μπορούμε μόνον να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η πιο στενή θέση του θαλάσσιου περάσματος (βλ. παρακάτω ακρωτήριο Αμφιάλη), η οποία θεωρείται ως το μέρος όπου επρόκειτο να κατασκευασθεί η γεφύρωση, δεν ταυτίζεται με εκείνη επάνω από την οποία ο Ξέρξης παρακολούθησε τη ναυμαχία (κάτι που, εξάλλου, δεν αποτόλμησε να ισχυριστεί και κανένας από του νεότερους ερευνητές), άρα, δηλαδή, είτε ο Κτησίας (και ο εξαρτούμενος από αυτόν Αριστόδημος· πρβλ. Busolt, Gr. Gesch. II2, σ. 708, 1) είτε ο Φανόδημος τοποθετούν το Ηράκλειον σε λανθασμένη θέση (εάν κάποιος δεν επιθυμεί –όπως κάνει ο Lolling, Aufs. f. Curtius, σ. 6– να επεκτείνει με πολύ βεβιασμένο τρόπο την ονομασία σε όλο το τμήμα της αττικής ακτής που είναι στραμμένο προς τα νότια). Πιθανότατα, ο Κτησίας έχει άδικο και ο Ξέρξης καθόταν πράγματι ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον (Πλούτ. ό.π.), και ταυτοχρόνως, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (VIII, 90), ὑπὸ τῷ ὄρεϊ τῷ ἀντίον Σαλαμῖνος, τὸ καλέεται Αἰγάλεως. Καθώς λόγω της θέσης του είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της σύγκρουσης έως την παραμικρή λεπτομέρειά της (ενέργειες της Αρτεμισίας, Ηρόδοτ. VIII, 87 κ.εξ. και ενός πλοίου από τη Σαμοθράκη, στο ίδιο 90), αλλά επίσης και την καταστροφή της Ψυττάλειας (Αισχ. Πέρσ., 465 κ.εξ.), τότε το σημείο που βρισκόταν δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί πιο δυτικά από το μεσημβρινό του ακρωτηρίου Βαρβάρι. Κατά την εξέτασή μας σχετικά με την είσοδο του ελληνικού στόλου στον πόρο μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Ἡρακλείου (Έφορος στον Διόδ. XI, 18) θα επιστρέψουμε εκ νέου σε αυτό το θέμα.
Ακόμη δύο αρχαία τοπωνύμια μας έχουν παραδοθεί, τα οποία αμέσως θα προσπαθήσει αυτή η αμερόληπτη θεώρηση να τοποθετήσει στην ίδια περιοχή, μολονότι έχουν προξενήσει κάποια αντίδραση και προκαλέσει μερικές προσπάθειες αλλαγών: η Κέως και η Εύβοια.
Ο Ηρόδοτος (VIII, 76) αναφέρεται στην Κέω μόνον μια φορά κατά τις ακόλουθες κινήσεις των πλοίων, τις οποίες ο Ξέρξης (μαζί με την κατάληψη της Ψυττάλειας, βλ. παραπάνω) διέταξε να εκτελεστούν τα μεσάνυχτα πριν από την ημέρα της ναυμαχίας για να εγκλωβίσει τους Έλληνες στα στενά: ἀνῆγον δὲ οἱ ἀμφὶ τὴν Κέον τε καὶ τὴν Κυνόσουραν τεταγμένοι. Ήδη η στενή σχέση τε καὶ δεν επιτρέπει (όπως σημείωσε ο Stein για τον Ηρόδοτο ό.π.) να σκεφθούμε την Κέω και την Κυνόσουρα ως δύο μεταξύ τους απομακρυσμένες περιοχές. Ακόμη λιγότερο επιτρέπεται να αντικαταστήσουμε το Κέον: Λέρον, όπως κάνει ο Lolling (Aufs. f. Curtius, σ. 5), και να αναγνωρίσουμε σε αυτό το νησί Νερά ή Λερό στη βόρεια έξοδο των θαλασσίων στενών, προς την πλευρά του κόλπου της Ελευσίνας. Αυτό γιατί εάν βρισκόταν εκεί ήδη μια περσική μοίρα, η περικύκλωση των Ελλήνων θα είχε ολοκληρωθεί προτού δώσει ο Πέρσης βασιλιάς τις νέες διαταγές του, τις οποίες μνημονεύει ο Ηρόδοτος ό.π. (ομοίως και ο Busolt, Griech. Gesch. II2, σ. 702, 1).
Η Εύβοια αναφέρεται σε μια από τις αφηγήσεις του Πλουτάρχου που σχετίζονται με τις επιθέσεις του Σόλωνα εναντίον των Μεγαρέων, οι οποίοι κατείχαν τη Σαλαμίνα (Σόλων, 9). Για να τους παρασύρει εκτός της πόλης, αρχικώς αποβιβάζεται με 500 εθελοντές στο νησί: κατὰ χηλήν τινα πρὸς τὴν Εὔβοιαν ἀποβλέπουσαν. Στην πλευρά που είναι στραμμένη προς το Φάληρον μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χηλή μόνον η Κυνόσουρα (ομοίως Töpffer, Quaest. Pisistr., σ. 13 πρβλ. και την Ηετιωνεία στον Πειραιά, Θουκυδ. VIII, 90, 3). Κάποιοι προσπάθησαν να διορθώσουν το Εύβοια. Μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη μόνον μια πρόταση του v. Wilamowitz, με τον οποίο συμφωνεί ο Töpffer (ό.π.): Αντί για ΕΥΒΟΙΑΝ να αναγνωσθεί ΘΥΜΟΙΤΑΝ. Ωστόσο, πέραν της αμάρτυρης μορφής, η λωρίδα γης της Κυνόσουρας έχει κατεύθυνση νοτιότερη από τις Θυμοιτάδες. Με την προϋπόθεση ότι εννοείται ένα μέρος της αττικής ακτής, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί εξίσου καλά το ΤΡΟΙΑΝ, μια άλλη ονομασία της Ξυπετής.
Μολαταύτα, πιστεύω ότι δεν δικαιούμαστε να προβαίνουμε σε τέτοιου είδους ατυχείς αλλαγές. Οι γνώσεις μας για τα αρχαία τοπωνύμια είναι μόνο αποσπασματικές και το γεγονός ότι οι ονομασίες Κέως και Εύβοια επανεμφανίζονται σε αυτήν την περιοχή δεν πρέπει να μας ξενίζει, όντας κάτι που συμβαίνει με μαρτυρημένες διπλές ονομασίες όπως Αταλάντη, Κυνόσουρα, [31], Λέρος, Τροία, και περαιτέρω Ερέτρια, Εστιαία ή Σικελία στην Αθήνα. – Πιθανώς δεν αποτελεί σύμπτωση ότι η ομάδα των τοπωνυμίων, η οποία μας απασχολεί εδώ, φαίνεται να επιτρέπει και μια στενότερη ομοιότητα: ο ναυτικός της Αττικής μάθαινε να αναγνωρίζει τις Κέω, Κυνόσουρα, Εύβοια, Αταλάντη σε μια και μοναδική ναυτική οδό από τον Σαρωνικό έως τον Μαλιακό κόλπο. Εάν, ωστόσο, ήταν σωστή η υπόθεσή μας ότι η ονοματοδότηση της σαλαμίνιας Αταλάντης στηριζόταν στη σύγκριση του σχήματός της με αυτό της λοκρικής (πρβλ. τον γαλλικό χάρτη φ. 3), τότε και η ομοιότητα της με τη νήσο Κέω δεν είναι μικρότερη. Επίσης, διαμέσου της, με απλοϊκό τρόπο, μεταφοράς των μεγαλύτερων σε μικρότερες διαστάσεις η σύγκριση της επιμήκους και καμπύλης στο ένα άκρο Ψυττάλειας με την Εύβοια ήταν επιτρεπτή. Επιπλέον, είναι εύλογο να σκεφθούμε εξαρχής ότι έφεραν τις ίδιες ονομασίες νησιά από τα οποία στην περιοχή μας τα μόνα διαθέσιμα είναι όσα προαναφέρθηκαν. Μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το Κέως αποτελεί μια άλλη ονομασία της Αταλάντης και το Εύβοια της Ψυττάλειας αποκτούν ένα εντελώς σαφές και ικανοποιητικό νόημα οι μνημονευθέντες συγγραφείς.
Από τους πόρους [πόροι ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] γύρω από την Ψυττάλεια έως τον κόλπο της Ελευσίνας, αυτά καθαυτά τα θαλάσσια στενά συστρέφονται αρχικά σε δυτική και στη συνέχεια σε βορειοδυτική-βόρεια κατεύθυνση. Το σημείο καμπής μεταξύ του πρόσθιου τμήματος των στενών, μήκους περίπου 2,5 χλμ. και πλάτους, κατά μέσο όρο, 1.700 μ., και του δεύτερου τμήματος που είναι στραμμένο προς την Ελευσίνα (περίπου ιδίου μήκους και λίγο μεγαλύτερου πλάτους, κατά μέσο όρο) αποτελεί ταυτοχρόνως και την πλέον στενή θέση του: 1.220 μ. από την «Πούντα» έως τον αττικό σταθμό απόπλου του σημερινού πορθμείου.
Στον τελευταίο ο Lolling (Aufs. f. Curtius, σ. 5 κ.εξ.) τοποθέτησε αναμφίβολα ορθώς το ακρωτήριο Αμφιάλη, και μάλιστα με τη βοήθεια του κειμένου του Στράβωνα (395): εἲτα (δηλ. μετά τη θριάσια παράλια περιοχή) ἡ ἄκρα ἡ Ἀμφιάλη καὶ τὸ ὑπερκείμενον λατόμιον, καὶ ὁ εἰς Σαλαμῖνα πορθμός ὅσον διστάδιος, ὃν διαχοῦν ἐπειρᾶτο Ξέρξης, ἔφθη δὲ ἡ ναυμαχία γενομένη καὶ φυγὴ τῶν Περσῶν· ἐνταῦθα δὲ καὶ αἱ Φαρμακοῦσαι, δύο νησία, ὧν ἐν τῷ μείζονι Κίρκης τάφος δείκνυται.
Ὑπὲρ δὲ τῆς ἀκτῆς ταύτης ὄρος ἐστὶν ὁ καλεῖται Κορυδαλλός, καὶ ὁ δῆμος οἱ Κορυδαλλεῖς· εἶθ’ ὁ Φώρων λιμὴν καὶ ἡ Ψυττάλεια κλπ.
Ο Lolling διαπιστώνει ότι στην ακτή από το Κερατσίνι έως τον Σκαραμαγκά δεν υπάρχει άλλο λατομείο εκτός από αυτό που βρίσκεται επάνω από το «Πέραμα», το οποίο σημειώνει και ο χάρτης (βόρεια από αυτό μια πηγή, ίχνη του αρχαίου κτιστού παράλιου δρόμου και παραπάνω, όπως φαίνεται, τα κατάλοιπα ενός μικρού οχυρού). Ταυτοχρόνως, εδώ βρίσκεται το σημείο των στενών με το μικρότερο εύρος, για το οποίο θα μπορούσε να σχεδιασθεί η κατασκευή μόνον ενός αναχώματος και γέφυρας προς το απέναντι νησί. Βέβαια, ο πορθμός [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] δεν έχει πουθενά εύρος 2 σταδίων και η πρόταση του C. Müller (Fr. H. Gr. V, σ. 1), να αναγνωσθεί δ΄ στάδιος δηλ. τετραστάδιος απέχει από την πραγματικότητα, ενώ η ανάγνωση δεκαστάδιος των Hanriot (Recherches s. 1. dèmes, σ. 115), Vischer («Erinnerungen», σ. 200) και του Lolling υπερβαίνει μεν αρκετά τις διαστάσεις της μικρότερης απόστασης (βλ. παραπάνω), ωστόσο θα ήταν εύστοχη για τη θέση της γραμμής πλεύσης προς την αντίπερα όχθη που ακολουθείται σήμερα, πιθανώς και κατά την Αρχαιότητα. Η ανεύρεση μιας πιθανής «θέσης της γέφυρας», η οποία θα χρησιμοποιούσε το νησί του Αγ. Γεωργίου και τον ανατολικό βραχώδη σκόπελο (βλ. Lolling ό.π. και τον χάρτη), θα σήμαινε, όπως μου φαίνεται, ότι παίρνουμε πολύ σοβαρά το σχέδιο του Ξέρξη ή του μεταγενέστερου μύθου περί ενός τέτοιου σχεδίου[18]. Ωστόσο, ο Lolling είχε κάθε δίκιο να ερμηνεύει τα δύο νησιά ως τις Φαρμακούσες που μνημονεύει ο Στράβωνας. Επάνω στο πολύ μεγαλύτερο, τον Αγ. Γεώργιο (κατά τη νεότερη εποχή σταθμό καραντίνας), επιδείκνυαν τον τάφο της Κίρκης· με αυτήν συνδεόταν μάλλον και η Μήδεια, η οποία γνωρίζουμε ότι είχε μια στενότερη σχέση με την Αθήνα[19]. Επιπλέον, πρώτος ο Lolling (ό.π. σ. 5 και 7) ταύτισε τα ονόματα των υπόλοιπων νησιών έως τον κόλπο της Ελευσίνας. [32] Το Λερό (ή Νερά, με κατάλοιπα αρχαίου πύργου· η ονομασία Αγυρά που δίνει ο Leake είναι εσφαλμένη) προδίδει την ομοιότητα με την ιωνική νήσο Λέρο μεταξύ Καλύμνου και Πάτμου (στα ίδια θαλάσσια νερά, τουλάχιστον προς την ακτή, επίσης μια «Φαρμακούσα»). Από εκεί προς την αττική ακτή βρίσκεται η Αρπηδόνη [Ἁρπηδόνη ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.]. Ως προς τις δύο προκείμενες νησίδες που βρίσκονται βορειότερα και προ του ακρωτηρίου του Σκαραμαγκά, τις Κυράδες, οι οποίες παλαιότερα ταυτίζονταν με τις Φαρμακούσες, ο Lolling ανήγαγε την ονομασία τους στις αρχαίες Χοιράδες [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.][20].
Στην ανατολική ακτή της Σαλαμίνας, προς τα βόρεια από τη λωρίδα γης με την ακρόπολη της πόλης, ακολουθεί ο όρμος Παλούκια που καλύπτεται σε μεγάλο μέρος από τον Αγ. Γεώργιο. Επάνω από τον όρμο, μεταξύ δύο αμβλείων απολήξεων του βόρειου ορεινού συστήματος του νησιού, το Γοβιό και τον Αράπη, βρίσκεται ο σημερινός ναύσταθμος του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Το ακρωτήριο Αράπης έλαβε την ονομασία του από τα κατάλοιπα μιας περίεργης αρχαίας εγκατάστασης, το σπίτι του Αράπη [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] (δηλ. σπίτι των φαντασμάτων, πέραν της κυριολεκτικής σημασίας), το οποίο ο Lolling (Athen. Mitt. I, σ. 127 κ.εξ.· επιπλέον, το μάλλον ατελές σκαρίφημα πίν. VΙ) προσπάθησε να ερμηνεύσει ως το ιερό της Αθηνάς Σκιράδος που βρισκόταν κοντά στο ακρωτήριο Σκιράδιον. Κάτω από τα απότομα τοιχώματα του βράχου, στη νοτιοανατολική πλευρά του Αράπη, σχηματίζονται σήμερα δύο άνδηρα, τοποθετημένα το ένα αμέσως επάνω από το άλλο, τα οποία αποτελούνται από λίθους που είναι αρμοσμένοι κατά το πολυγωνικό σύστημα. Το μεν μεγαλύτερο και κατώτερο έχει μήκος 44 μ. και ύψος 3,5 μ., το δε ανώτερο, με εσοχή 2 μ., μήκος 40 μ. και ύψος 2 μ. Αυτό θα μπορούσε να διέθετε έναν ναό, από τον οποίο πιθανώς προέρχονται κάποιες ακόμη επιτόπου ευρισκόμενες λιθόπλινθοι. Στα αριστερά (δυτικά) συνέχεται στην πλαγιά του βουνού με μορφή μικρού τόξου το κάτω μέρος του κτίσματος, ενώ στα δεξιά η άνω επιφάνεια του ανδήρου εκτείνεται περαιτέρω προς τα ανατολικά, επάνω από τo θεμέλιο. Σε αυτήν την προέκταση παρατηρεί κανείς τις θεμελιώσεις ενός ορθογώνιου κτηρίου μήκους 12,30 μ. και πλάτους 6 μ. Κατά τον Lolling (σ. 138) θα πρέπει να αναγνωρίσουμε εδώ το ιερό του Ενυαλίου που ιδρύθηκε από τον Σόλωνα (Πλουτ., Σόλ., 9). Και σε αυτήν την εγκατάσταση αντιστοιχεί πιο κάτω ένας λιγότερο επιμελούς κατασκευής τοίχος ανδήρου. Η άποψη του Lolling φαινόταν να ενισχύεται σημαντικά μέσω μια επιγραφής στον βράχο, την οποία διαβάζει κανείς στα τοιχώματά του σε ύψος 1,5 μ., σε ένα σημείο που βρίσκεται πιο δεξιά, μετά την καμπή γύρω από την ανατολική γωνία του ακρωτηρίου (εκεί όπου ένας παλαιός συνοριακός τοίχος κατεβαίνει την κορυφή του βράχου) και πίσω από ένα άτεχνα κατασκευασμένο άνδηρο μήκους 13 μ. (για πρώτη φορά αντιγράφηκε από τον Pouqueville πρβλ. C. I. A. III 1071): οἱ πρυτάνεις τῆς Ιπποθωντίδος φυλῆς εὐσεβήσαντες τὴν θεὸν αὑτοὺς ἀνέγραψαν κλπ. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, εδώ λατρευόταν μια γυναικεία θεότητα. Καθώς, ωστόσο, σε ό,τι αφορά το Σκιράδιον, πέραν του Πλουτάρχου ό.π., εξαρτώμεθα μόνον από την αξιολόγηση ενός επεισοδίου της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, μετά την παρατήρηση του κόλπου φαίνεται σκοπιμότερο να συνοψίσουμε εδώ την άποψή μας σχετικά με την εξέλιξη της σύγκρουσης.
Από τοπογραφικής άποψης επιτρέπεται, ή ακόμη και επιβάλλεται να αφήσουμε κατά μέρος ερωτήματα που αφορούν περισσότερο ή λιγότερο «αυτή καθαυτήν την τεκμηριωτική αξία των πηγών», όπως είναι ο Ηρόδοτος, ο Έφορος κ.ά. όταν η μορφολογία του χώρου εκφράζεται με μια εντελώς συγκεκριμένη γλώσσα.
Και αυτή κάνει ακριβώς αυτό, ερχόμενη σε αντίθεση με την κυριαρχούσα από τον Leake έως τον Busolt άποψη ότι οι Πέρσες κατά τη διάρκεια της νύχτας που προηγήθηκε της ημέρας της σύγκρουσης, ξεκινώντας από τα ανατολικά, κατέλαβαν κρυφά το βόρειο τμήμα των θαλασσίων στενών και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξανάγκασαν τον ελληνικό στόλο να ναυμαχήσει. Όμως, θα έπρεπε, καταρχάς, να αποδειχθεί ότι μια τέτοια επιχειρησιακή κίνηση θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Έλληνες, και μάλιστα εντός ενός διαύλου εύρους 1.500 μ. κατά μέσο όρο, ο οποίος παρόλα αυτά σε πολλά σημεία, συγκεκριμένα κοντά στην Αμφιάλη, εξαιτίας των νησιών, των σκοπέλων και των ξερών εμφάνιζε πολύ μεγαλύτερη στένωση. Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι φωτιζόταν από τις πυρές των φρουρών, το αργότερο δε κατά το δεύτερο ήμισυ της νύχτας (Busolt ό.π. σ. 702, 2) και από το φως της σελήνης. Ακόμη κι αν σκεφθεί κανείς κάτι τέτοιο, δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο οι Πέρσες απλώς παρέλειψαν να συντρίψουν ήδη πριν από την χαραυγή τις ελληνικές τριήρεις που βρίσκονταν στην παραλία, όταν οι αρχηγοί των μοιρών ακόμη συζητούσαν, ή να εμποδίσουν τη συντεταγμένη ανάπτυξη του στόλου κατά το χάραμα.
Και πού βασίζεται η τερατώδης υπόθεση ότι, μετά από μια άμεση προώθηση του περσικού στόλου από τον Πειραιά, τα κατά μήκος της ανατολικής ακτής αγκυροβολημένα ελληνικά πλοία θα επέτρεπαν την στενή περικύκλωσή τους; Βεβαίως μόνον σε δύο χωρία του Ηρόδοτου που αφορούν τη «δυτική πτέρυγα», το VIII 76: ἐπειδὴ ἐγίνοντο μέσαι νύκτες, ἀνῆγον μὲν τὸ ἀπ᾽ ἑσπέρης κέρας κυκλούμενοι πρὸς τὴν Σαλαμῖνα, [33] ἀνῆγον δὲ οἱ ἀμφὶ τὴν Κέον τε καὶ τὴν Κυνόσουραν τεταγμένοι, κατεῖχόν τε μέχρι Μουνιχίης πάντα τὸν πορθμὸν τῇσι νηυσί και το 85: κατὰ μὲν δὴ Ἀθηναίους ἐτετάχατο Φοίνικες (οὗτοι γὰρ εἶχον τὸ πρὸς Ἐλευσῖνός τε καὶ ἑσπέρης κέρας). Εάν οι αναφερθείσες προτάσεις περιείχαν αυτό το νόημα, τότε αυτή που θα παρέμενε καθοριστική θα ήταν αποκλειστικά η μορφολογία του χώρου, οπότε θα θεωρούνταν είτε τα λόγια του Ηροδότου εσφαλμένα είτε τα χωρία παρεφθαρμένα. Τη δεύτερη άποψη ασπάζεται σε ένα σημείο ο Löschcke (Jahrb. f. Phil. 115 [1877], σ. 25 κ.εξ.), που κατά τα άλλα, εξήρε ενεργά για πρώτη φορά την άποψη που και εμείς εκθέτουμε και η οποία στην ουσία δεν έχει με κανέναν τρόπο ανατραπεί. Στο δεύτερο χωρίο αξιολογεί το πρὸςἘλευσῖνος ως μη αποδεκτό και επιχειρεί, συσχετίζοντάς το με το πρώτο χωρίο, την ανάγνωση ως πρὸς Σαλαμῖνος· βεβαίως, κατά τον ίδιον τρόπο προσδίδει στην επιχειρηματολογία του τη νέα δυσκολία ότι οι Φοίνικες, οι οποίοι σύμφωνα με τη σαφή αναφορά του Διοδώρου (XI 17 κ.εξ.) βρίσκονταν στη δεξιά πτέρυγα απέναντι από τους Αθηναίους, τώρα θα έπρεπε να τοποθετηθούν στο στραμμένο προς τα βόρεια μέτωπο της σύρραξης, στην αριστερή πτέρυγα.
Συμφωνώ με τον Goodwin (η ενδελεχής συζήτηση του οποίου λαμβάνει προσεκτικά υπόψη τις χωρικές ιδιαιτερότητες, Papers of the American School I [1885], σ. 239 κ.εξ. και είναι εκείνη που έως τώρα βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα) ότι οι αναφορές του Ηροδότου μπορούν να εναρμονισθούν απολύτως, ακόμη και χωρίς μεταβολές, με τον Αισχύλο και τον Έφορο. Έχουμε, δηλαδή, δύο ξεχωριστές κινήσεις των περσικών πλοίων, τη μια το βράδυ πριν από τη σύγκρουση, και την άλλη κατά τη διάρκεια της νύκτας. Η πρώτη είχε κατεύθυνση από το φαληρικό λιμάνι προς τη Σαλαμίνα (Ηρόδοτ. VIII, 70 ἀνῆγον τὰς νέας ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα, καὶ παρεκρίθησαν διαταχθέντες κατ᾽ ἡσυχίην)· τα πιο προωθημένα πλοία ήταν πριν από την άφιξη των νέων διαταγώντὸ ἐπ᾽ ἑσπέρης κέρας στο κεφ. 76, και ακόμη πιο συγκεκριμέναοἱ ἀμφὶ τὴν Κέον (περί αυτού παραπάνω σ. 30) τε καὶ τὴν Κυνόσουραν τεταγμένοι. Για αυτήν την πτέρυγα αναφέρεται στο ίδιο ἀνῆγον (ακολουθώντας τη νυχτερινή διαταγή) κυκλούμενοι πρὸς τὴν Σαλαμῖνα. Η τελευταία έκφραση αυτή καθαυτήν μπορεί να σημαίνει τόσο μια μερική κυκλική κίνηση πριν το νησί όσο και μια περικύκλωση αυτού, και μάλιστα είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Εάν ήταν βέβαιο, όπως έως σήμερα γίνεται σχεδόν γενικά παραδεκτό, ότι αυτή η δυτική πτέρυγα ταυτόχρονα ήταν ίδια με εκείνη της ημέρας της ναυμαχίας την οποία ο Ηρόδοτος, εννέα κεφάλαια αργότερα, χαρακτηρίζει ως τὸ πρὸς Ἐλευσῖνός τε καὶ ἑσπέρης κέρας και ως αυτή όπου ήταν παραταγμένοι οι Φοίνικες, τότε δεν θα χρειαζόταν να γίνει λόγος για έναν πλου στον δίαυλο που έφθασε μέχρι κοντά στον κόλπο της Ελευσίνας. Εξίσου λίγο θα χρειαζόταν η [παλαιότερη] υπόθεση του Duncker (Gesch. d. Alt. IV2, σ. 793 κ.εξ.), ότι η φοινικική μοίρα περιέπλευσε κατά τις ώρες μετά τα μεσάνυχτα όλο το νησί και το πρωί επανενώθηκε στα στενά ως «δυτική πτέρυγα» με τον υπόλοιπο στόλο. Τα λόγια του Ηροδότου θα ανταποκρίνονταν, ωστόσο, στην πραγματικότητα εάν αυτή η μοίρα προωθείτο από την έως τότε θέση της στην είσοδο των ίδιων των θαλασσίων στενών, και μάλιστα στη βόρεια πλευρά τους, προς τα δυτικά του όρμου του Κερατσινίου και κάτω από το σημείο όπου αργότερα πήρε θέση ο Ξέρξης. Ακόμη και τότε αυτή η πτέρυγα είχε κατεύθυνση «προς Ελευσίνα και προς τα δυτικά, δηλ. προς τα βορειοδυτικά, όπως η αριστερή είχε «προς τα ανατολικά και προς την πλευρά του Πειραιά», δηλ. εκτεινόταν προς τα νοτιοανατολικά.
Αλλά ήδη αυτή η διπλή ονομασία της θέσης της δυτικής πτέρυγας διαφέρει αισθητά από το ἐφ᾽ ἑσπέρας κέρας της προηγούμενης νύχτας. Ως συνέπεια των μεταβληθέντων σχεδίων, δεν χρειάζεται να είναι ταυτόσημες (βλ. επίσης Goodwin ό.π. σ. 253), και καθώς ο Ηρόδοτος δεν περιγράφει πουθενά την ουσιώδους σημασίας για την πίεση που ασκήθηκε στους Έλληνες κρίσιμη ενέργεια της περικύκλωσης (η οποία έγινε γνωστή στους επικεφαλής αρχικά εμμέσως, υποτίθεται από τον ερχόμενο από την Αίγινα Αριστείδη [Ηρόδοτ. VIII, 79: «περιερχόμεθα ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ»], και στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε από έναν Τήνιο που αυτομόλησε [VIII, 82]), τότε μπορεί και πρέπει το κυκλούμενοι πρὸς τὴν Σαλαμῖνα να σημαίνει την περικύκλωση από την άλλη πλευρά. Για αυτό αρκούσε πλήρως η κατάληψη των δυτικών στενών στον όρμο Τρουπίκα, απέναντι από τα Μέγαρα, κάτι που πράγματι αναφέρεται από τον Έφορο στον Διόδωρο XI, 17.
Με τoν ίδιο τρόπο μπορούν να συσχετισθούν τα λόγια του Αισχύλου (Πέρσ., 368) κύκλῳ νῆσον Αἴαντος πέριξ, αφού και οι αναφορές για όσα ακολουθούν συνάδουν πλήρως. Ενώ η περσική παράταξη μάχης γύρω στην ώρα που άρχιζε η ναυμαχία, τοποθετημένη σε λοξή θέση ως προς τα στενά, εκτεινόταν από την περιοχή του όρμου του Κερατσινίου έως τη νότια απόληξη του Πειραιά, τα ερχόμενα ελληνικά πλοία από τους ανατολικούς όρμους της Σαλαμίνας, τα οποία γέμιζαν τα στενά έως το Ηράκλειον (Διόδ., XI, 18), παρουσιάστηκαν στους εχθρούς θοῶς- ἐκφανεῖς ἰδεῖν (Πέρσ., 398). Εφόσον ο Ξέρξης καθόταν επάνω από το Ηράκλειον (Φανόδημος στον Πλούτ., Θεμ., 13), τότε, κάνοντας σωστή επιλογή χώρου, είχε μπροστά στα μάτια του το σκηνικό της πρώτης σύγκρουσης. Αν και η δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, καθώς δεν χρειαζόταν να στρίψει, αναπτύχθηκε με μεγάλη ταχύτητα (Πέρσ., 399) όταν η αριστερή περσική πτέρυγα βρισκόταν πάρα πολύ πίσω, παρόλα αυτά οι Αθηναίοι στην αριστερή πτέρυγα ήταν οι πρώτοι από όλους που ήλθαν σε επαφή με τους αντιπάλους τους, τους Φοίνικες, [34] (Πέρσ., 409 κ.εξ.· Ηρόδοτ. VIII, 84), αφού οι τελευταίοι σχημάτιζαν ταυτόχρονα την κεφαλή προς την πλευρά των στενών. Πράγματι, ο Αισχύλος παρομοιάζει (στ. 412) τα μαζικώς ερχόμενα περσικά πλοία με ένα ρεύμα (ῥεῦμα), το οποίο στη συνέχεια αποκόπτεται στα στενά και τελεί υπό σύγχυση (στ. 413 κ.εξ. πρβλ. Διόδ. XI, 18), μια εικόνα που γίνεται σαφής μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έπλεαν λοξά. Ακόμη και αφού κρίθηκε η μάχη, η δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων με τους Αιγινήτες ήταν η πλέον προωθημένη προς τα ανατολικά (μέσω Ψυττάλειας), όπου και πρόλαβαν τους εχθρούς που κατέφευγαν προς το Φάληρο (Ηρόδοτ. VIII, 91), ενώ οι Αθηναίοι πολεμούσαν ακόμη εντός των στενών, και συγκεκριμένα παρωθούσαν τους Φοίνικες προς την ακτή (Ηρόδοτ. VIII, 90· Διόδ. XI, 19)· παράλληλα οι οπλίτες διαπεραιώνονταν από τη Σαλαμίνα στην Ψυττάλεια για να εξολοθρεύσουν τους Πέρσες που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί (Ηρόδοτ. VIII, 95· Αισχύλ., Πέρσ., 454 κ.εξ.).
Εκτός από τους Αιγινήτες, τους Μεγαρείς (Διόδ. XI, 18) και τους Σπαρτιάτες (κατά τον Ηρόδοτ. VIII, 85· στον Διόδ. ήταν παραταγμένοι αριστερά) βρίσκονταν στη δεξιά πτέρυγα μάλλον και οι Κορίνθιοι. Για αυτούς ο Ηρόδοτος αφηγείται (κεφ. 94) μια κακόβουλη ιστορία των Αθηναίων, σύμφωνα με την οποία δήθεν τράπηκαν σε φυγή υπό τον επικεφαλής τους Αδείμαντο αμέσως μετά την έναρξη της σύγκρουσης, ενώ, στη συνέχεια, στο ιερό της Αθηνάς Σκιράδος, «μετά από θεϊκή παρέμβαση», συνάντησαν ένα σκάφος το πλήρωμα του οποίου τους πληροφόρησε για τη νικηφόρα τροπή της ναυμαχίας. Ο Αδείμαντος τότε επέστρεψε, αλλά έφθασε όταν όλα είχαν ήδη τελειώσει. Υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η ιστορία εναρμονίζεται έστω και μερικώς με τις τοπικές συνθήκες, θα πρέπει καταρχάς να υπογραμμισθεί ότι ο Αδείμαντος θα μπορούσε από την προωθημένη δεξιά πτέρυγα (ανάμεσα από Κυνόσουρα και Ψυττάλεια) να κινηθεί προς την ανοιχτή θάλασσα, όχι όμως ακολουθώντας προς τα πίσω τον περαιτέρω θαλάσσιο δρόμο, ο αποκλεισμός του οποίου στα Μέγαρα τού ήταν γνωστός. Το Σκιράδιον βρισκόταν, επομένως, στην ανατολική ή νότια πλευρά του νησιού. Από αυτό προκύπτει ότι αυτό ήταν πολύ απομακρυσμένο, μιας και η μάχη έληξε (σύμφωνα με τον Αισχ., Πέρσ. 428) μόλις άρχισε να πέφτει η νύχτα. Με αυτό συμφωνεί η έκφραση του Πλουτάρχου, ο οποίος (Περί Ηροδ. κακοήθ. 39) υπαινίσσεται την ίδια συνάντηση: περὶ τὰ λήγοντα τῆς Σαλαμινίας, εφόσον κάποιος παρακολουθεί τα γεγονότα, όπως είναι εύλογο, από την θέση που βρίσκεται η Αττική. Ωστόσο, και το χωρίο του Πλουτάρχου (Σόλων, κεφ. 9), το πρώτο μέρος του οποίου που σχετίζεται με την επιχείρηση του Σόλωνα εναντίον των Μεγαρέων στη Σαλαμίνα εξετάσθηκε ήδη παραπάνω (σ. 31), μάλλον δεν επιτρέπει κάποια άλλη ερμηνεία: Καθώς ο Σόλων αποβιβάστηκε σε εκείνην τη χηλή [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] (η οποία πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι η Κυνόσουρα, βλ. παραπάνω), κατάφερε να καταλάβει απαρατήρητος το πλοίο που είχε αποσταλεί για αναγνώριση και να το επανδρώσει με τους δικούς του ανθρώπους. Ενώ αυτός πολεμούσε εναντίον του στρατιωτικού σώματος που είχε αποσταλεί κατά τον ίδιο τρόπο, υποτίθεται ότι εκείνοι κατέλαβαν την πόλη (καθώς εκεί αρχικά νόμισαν ότι οι συμπατριώτες τους επέστρεφαν με το σκάφος τους). Από αυτό το συμβάν, λοιπόν, (και μάλιστα στην τελευταία φάση του) θα πρέπει να προέρχεται το έθιμο, σύμφωνα με το οποίο ένα αττικό πλοίο αρχικά πλησίαζε σιωπηλά, μετά, εν μέσω πολεμικών κραυγών, πηδούσε έξω ένας ένοπλος και έτρεχε προς το ακρωτήριο Σκιράδιον (δυστυχώς, εδώ το χωρίο γίνεται αποσπασματικό). Κοντά, όμως, ο Σόλων ίδρυσε το ιερό του Ενυαλίου. Τα αναφερθέντα «δρώμενα» [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] υπαινίσσονται, επομένως, την κατάληψη της πόλης της Σαλαμίνας και πρέπει, κατά τον ίδιο τρόπο, να λάμβαναν χώρα κοντά σε αυτήν, ακόμη κι αν απλώς προσέφεραν την αιτιολογική βάση για αυτήν την αφήγηση. Άρα, το Σκιράδιον, σύμφωνα και με αυτήν την είδηση, θα πρέπει να βρισκόταν προς τα νότια και προς την πλευρά της Αίγινας, όπου και δικαιούμαστε να αναζητήσουμε την προαττική πόλη (βλ. σ. 28)[21].
Δυστυχώς, μετά από ενδελεχή παρατήρηση, καμία από τις σωζόμενες πληροφορίες δεν ευνοεί την υπόθεση του Lolling, ο οποίος θα ήθελε να τοποθετήσει τη θέση του ακρωτηρίου με το ιερό της Αθηνάς Σκιράδος και το [35] ιερό του Ενυαλίου στο ακρωτήριο Αράπης, ως εκ τούτου· απρόθυμα βλέπουμε αυτές τις περίεργες εγκαταστάσεις να επιστρέφουν πίσω στο σκοτάδι τους![22]
_________________
Μετά τη στροφή γύρω από το ακρωτήριο Αράπης η ακτή που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Ελευσίνα ακολουθεί την οροσειρά, η οποία (ως όρος Αράπης, Πέρδικα και Μπατσή), κρίνοντας από την κατεύθυνσή της, φαίνεται ότι αποτελεί συνέχιση των Γερανείων (όπως επίσης της νότιας οροσειράς του Κορυδαλλού). Από την «αρχαία οχύρωση» (Leake, Demen, σ. 215 και πίν. IV, η οποία εδώ, ακόμη και σε σχέση με τη μορφολογία των ακτών και των διαφόρων θέσεων είναι εντελώς εσφαλμένη) συναντά κανείς μόνον στα δυτικά το ερείπιο ενός από τους πολλούς πύργους-παρατηρητήρια (πρβλ. τους φρυκτούς [φρυκτοὶ ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] ως σηματοδότες από εδώ έως την Αθήνα, Θουκυδ. ΙΙ, 94). Όλοι οι υπόλοιποι τοίχοι φαίνεται ότι προέρχονται απλώς από εκείνα τα άνδηρα των καλλιεργειών τα οποία και εδώ τεκμηριώνουν για την ελληνική εποχή την εντατική εκμετάλλευση των επιφανειών του εδάφους για γεωργικούς σκοπούς. Ο Leake (ό.π., με εσφαλμένη τοποθέτηση της μονής της Παναγίας στην οποία θα γίνει αναφορά αμέσως παρακάτω) προφανώς εξέλαβε το βορειοδυτικό ακρωτήριο ως το Σκιράδιον.
Από τις αναφερθείσες οροσειρές διαχωρίζεται προς τα νότια και προεκτείνεται περισσότερο προς τα δυτικά μια λοφοσειρά, η οποία απέναντι από τη γλώσσα γης του μεγαρικού Τείχους διχοτομείται ψαλιδωτά και κατά τον ίδιον τρόπο σχηματίζει τον κλειστό όρμο Τρουπίκα (με το ομώνυμο νησί). Μόνον στενές θαλάσσιες οδοί με 400 μ. και περίπου 340 μ. πλάτος οδηγούν εδώ μεταξύ της Σαλαμίνας και της ξηράς προς τα βόρεια και προς τα νότια.
Στο μέσον του βόρειου σκέλους της ψαλίδας βρίσκεται επάνω από μια μικρή και στραμμένη προς τα βόρεια παράλια πεδιάδα η μονή της Παναγίας Φανερωμένης, κάποτε ένα από τα ιερότερα και πλέον περιώνυμα μέρη της ελληνικής Ανατολής (πρβλ. Pouqueville, Voy. d. 1. Gr. IV, σ. 65· Dodwell, Travels I, σ. 578 κ.εξ.· Leake, Demen, σ. 115· Hanriot, Recherches, σ. 116 κ.εξ.). Κατάλοιπα δωρικών κιόνων και αρχαίες λιθόπλινθοι (Dodwell και Leake ό.π.) μαρτυρούν ότι εδώ υπήρχε ήδη κατά την αρχαία εποχή κάποιο ιερό. Ο όρμος που συνεχίζει προς τα ανατολικά με μια καλλιεργήσιμη πεδιάδα (όπως και εκείνη της Τρουπίκας διαθέτει πλούσιους αμπελώνες) πιθανώς ταυτίζεται με τη «baie septentrionale» του νησιού στην οποία (σύμφωνα με μια σημείωση που μου είναι γνωστή έως τώρα μόνον από την Revue arch. 1893 [XXII], σ. 248) λέγεται ότι αποκαλύφθηκαν τάφοι Μυκηναϊκής περιόδου και κοντά τα κατάλοιπα ενός ναού του 7ου αιώνα.
Από την άλλη πλευρά της μονής, στο δυτικό πέρας της βραχώδους χερσονήσου, εκεί όπου από το στενότερο σημείο της θάλασσας ακόμη και σήμερα αποπλέει το πορθμείο για τα απέναντι ευρισκόμενα Μέγαρα, παρατηρούνται τα ίχνη μιας οχύρωσης, από την οποία κυρίως ο Dodwell (ό.π. σ. 579 κ.εξ.) είχε δει σημαντικά κατάλοιπα τειχών και πύργων, (πρβλ. v. Velsen, Arch. Anz. 1855, σ. 115, που ιδίως περιγράφει τα ερείπια ενός κατώτερου, τετράπλευρου πύργου και ενός ανώτερου πολυγωνικού-κυκλικού πύργου). Ήδη ο Dodwell υπέθετε ορθώς ότι επρόκειτο για το αττικό φρούριο Βούδορον, το οποίο αναγέρθηκε για την προστασία του στενού από τα Μέγαρα και είναι γνωστό από έναν αιφνιδιασμό που ξεκίνησε από τη Νίσαια με πρωτοβουλία των Πελοποννησίων, που στην πραγματικότητα απέβλεπαν στον Πειραιά (στο τρίτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου: Θουκυδ. ΙΙ, 93 κ.εξ.· Διόδ. XII, 49). Ο Διόδωρος το αναφέρει ως Βουδόριον και ο Στράβων (εδ. 446) ονομάζει Βούδορο ένα βουνό της Σαλαμίνας, επομένως, όλη η οροσειρά της χερσονήσου έφερε πιθανώς αυτή την ονομασία.
Στα βόρεια η ίδια οριοθετεί τον κύριο και βαθιά προς τα ανατολικά και βορειοανατολικά εισερχόμενο όρμο του νησιού, τον κάποτε αποκαλούμενο Φραγκολιμιώνα και τώρα όρμο Κούλουρης. Στην απώτατη βορειοανατολική γωνία βρίσκεται το ομώνυμο χωριό, τώρα ο με διαφορά μεγαλύτερος οικισμός της Σαλαμίνας (με 3.507 κατοίκους το έτος 1879). Αυτή η τοποθεσία δεν είναι μόνον εξαιρετική εξαιτίας του προφυλαγμένου λιμανιού της και ενός απομονωμένου λόφου, που είναι πολύ κατάλληλος για ακρόπολη (Προφ. Ηλίας, ύψος έως 98,7 μ.), αλλά και για την, κατά κάποιον τρόπο, κεντρική θέση της, καθώς από εδώ πεδιάδες, κοιλάδες και παράλιοι δρόμοι διευκολύνουν την ανετότατη σύνδεση του νησιού προς κάθε πλευρά: προς τα δυτικά και βορειοδυτικά προς τους άλλους όρμους του Βούδορου, προς τα ανατολικά προς τον όρμο Παλουκίων, όπου πλησίον του στενότερου σημείου του νησιού, πλάτους μόλις 2 χλμ., [36] το βόρειο και το μεσαίο τμήμα της συνδέονται μόνον διαμέσου μιας ελαφρώς κυρτής, εύφορης λωρίδας γης. Από τον ίδιο δρόμο ή μέσω μιας εξίσου εύφορης κοιλάδας, η οποία απλώνεται περαιτέρω προς τα νότια γύρω από μια ομάδα λόφων, είναι προσβάσιμο το Αμπελάκι και η αρχαία θέση της πόλης. Τέλος, κατά μήκος των προς δυτικά στραμμένων παρυφών της ακτής βρίσκεται η εντομή της κοιλάδας του Μουλκίου με τις διασυνδέσεις του προς το νοτιοανατολικό λιμάνι και το τρίτο, ορεινότερο τμήμα της Σαλαμίνας. Παρόλα αυτά, στην Κούλουρη απουσιάζει έως τώρα οποιοδήποτε ασφαλές ίχνος που θα παρέπεμπε σε έναν αρχαιότερο, κάπως σημαντικό οικισμό. Αυτές οι περιστάσεις αποτελούν μάλλον μια επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η Σαλαμίνα εξαιτίας της εναλλασσόμενης εξάρτησής της από την Αίγινα, τα Μέγαρα και την Αθήνα ήδη εξαρχής δεν μπόρεσε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο πολιτικό κέντρο, το οποίο θα δικαιούτο κανείς να αναζητήσει πρώτα από όλα εδώ (εξ αυτού, ο Bursian, Geogr. I, σ. 364, 1, παρά την τοποθέτησή της στα νότια από το Στράβωνα, προτιμούσε πάντοτε να αναζητεί την παλαιότερη πόλη της Σαλαμίνας σε αυτό το σημείο).
Μια κοιλάδα, παρόμοια με εκείνη μεταξύ της Κούλουρης και των όρμων Παλουκίων-Αμπελακίου, επαναλαμβάνεται στα νότια από θάλασσα σε θάλασσα στις κοιλάδες που συνεχίζουν στο μικρό χωριό Μούλκι (στα δυτικά, με 100 κατοίκους) και Κατσή Βίγλα (στα ανατολικά· στον απογραφικό κατάλογο του 1879 ονομάζεται Κακηβίγλα [ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.] και, μαζί με την παρακάτω αναφερόμενη μονή του Αγ. Νικολάου, έχει πληθυσμό 57 κατοίκων. Επίσης, στο Bull. corr. hell. VI [1882], σ. 527 ονομάζεται Κακηβίλλα). Οι αρχαίες «θεμελιώσεις» κοντά στις δύο θέσεις προφανώς περιορίζονται σε μικρότερες οχυρώσεις, πύργους μετάδοσης σημάτων κλπ. (πρβλ. γενικά για την ανακατασκευή τῶν τειχῶν τῶν ἐν τῇ νήσῳ πεπτωκότων μια επιγραφή από τα μέσα του 3ου αιώνα Bull. corr. hell. ό.π. σ. 526 στίχος 11 κ.εξ.). Πέραν αυτής της γραμμής διαχωρίζεται ο συμπαγής όγκος του νοτιοδυτικού, στραμμένου προς την Αίγινα τελευταίου τρίτου της Σαλαμίνας.
Όπως η ανατολική πλευρά του νησιού έτσι και η νοτιοανατολική ακτή παρουσιάζει μια διαμόρφωση πλούσια σε όρμους και μικρές παράλιες πεδιάδες πίσω από τους τελευταίους (αυτές του Αγ. Νικολάου [Σελήνια], Κακής Βίγλας, Σερλίου και Περανίου [με το νησί Περανήσι] κλπ.). Καμία από αυτές δεν είναι τόσο αξιοπρόσεκτη όσο τα λιμάνια και οι νότιες απολήξεις του βουνού Κοκκί (με το πλέον προτεταμένο ακρωτήριο Κολώνες και τα νησιά Περιστέρια), όπως και ο όρμος ή το παράλιο τοπίο που αντιστοιχούν στο νησί Κανακιανή –τα τελευταία ήδη περισσότερο στραμμένα προς τα δυτικά.
Και οι δύο περιοχές βρίσκονται περίπου σε ίση απόσταση από το κεντρικό και κομβικό σημείο του όρους Καμπόλι που δεσπόζει στο εσωτερικό, εκεί όπου η τώρα ερημωμένη μονή του Αγ. Νικολάου καταλαμβάνει μια αξιοσημείωτη θέση. Εδώ πηγάζουν ακόμη και σήμερα πραγματικές, στη Σαλαμίνα πολύ σπάνιες, πηγές και από εδώ ρέουν τα δύο κυριότερα ρέματα του νησιού (αμφότερα μήκους περίπου 4 χλμ., το δυτικό πλουσιότερο σε παράπλευρες ροές) προς τους όρμους των Περιστεριών και του Κανακίων. Το ένα από τα δύο πρέπει να είναι ο Βώκαρος ή Βοκάλια, η μόνη υδάτινη ροή του νησιού, η οποία κατονομάζεται (Στράβ. 394· Λυκόφρ. Αλεξ., 451 Κυχρῆνος ἄντρα Βωκάρου τε νάματα).
Τις πιο λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις αρχαιότητες των προκείμενων υψωμάτων του Κοκκιού και του όρμου Περιστεριών τις οφείλω στην ευγενή βοήθεια του Joh. Töpffer, ο οποίος ερεύνησε την περιοχή το 1892. Οι αναφορές του είναι οι ακόλουθες: «Στα νότια του νησιού υψώνεται ένας βραχώδης λόφος που καταπίπτει απότομα στη θάλασσα που έχει τη μορφή μιας χερσονήσου με εκτεταμένη επιφάνεια (θέα προς την Αίγινα κλπ.!). – Επάνω βρίσκονται τα ακόμη αρκετά καλά διατηρούμενα και μεγάλης έκτασης ερείπια ενός οχυρωματικού πύργου (μάλλον του 4ου αιώνα). – Προς τα ανατολικά και δυτικά εκτείνονται δύο καλά προφυλαγμένοι όρμοι. - Προς την πλευρά των πλαγιών του βουνού: Κτίσματα ποιμένων, ανεγερθέντα επάνω σε ένα πολυγωνικό τοίχο μήκους περίπου 25 μ. με πολύ πρώιμα χαρακτηριστικά (πολυγωνικώς κατεργασμένοι και καλά αρμοσμένοι λίθοι)· επιγραφή: σημειώνεται ΚΥ». Ο Töpffer είχε την εντύπωση ότι εδώ μάλλον έπρεπε να βρισκόταν η παλαιότερη Σαλαμίνα (πρβλ. επίσης Hanriot, Recherches, σ. 116 και τον χάρτη)· επιπλέον πίστευε ότι αναγνώρισε εδώ τον Κυχρεῖο πάγο [Κυχρεῖος πάγος ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], τα Κ. ἄντρα και (στο ανατολικό ρέμα) τον Βώκαρο. Βεβαίως, και ο ίδιος αξιολογεί αυτά τα αποτελέσματα όχι ως οριστικά, καθώς πια δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει περαιτέρω έρευνες. Κυρίως, μας λείπουν συγκριτικές παρατηρήσεις του ίδιου ερευνητή για τον όρμο Κανάκια.
Ως προς την τελευταία θέση, προστίθενται κάποιες σημειώσεις οι οποίες ξεκινούν με τον Dodwell (Travels I, σ. 576 κ.εξ: «some ancient traces and foundations of considerable extent», τις οποίες όμως είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς μέσα στους θάμνους). Βασιζόμενος στον Dodwell ο Leake (Demen, σ. 164· 215) βλέπει εδώ την παλαιότερη πόλη. Στη συνέχεια, το 1871 αρκετοί ερευνητές που επέβαιναν στη γερμανική κανονιοφόρο «Delphin», με επικεφαλής τους E. Curtius και B. Stark, πραγματοποίησαν μια ημερήσια εξόρμηση και μπόρεσαν να παρατηρήσουν αυτήν την ακτή από κοντά (πρβλ. [37] Curtius, «Alterth. u. Gegenw.» II, σ. 95 κ.εξ.· Stark, «Nach d. griech. Orient», σ. 359 κ.εξ. και 406). Η κάπως λεπτομερέστερη αναφορά του Stark μνημονεύει σε αυτήν τη θέση (εκτός από ένα μετόχι της μονής [Αγ. Νικολάου] και μιας ασβεστοκαμίνου) «πολλά συντρίμμια, ακόμη και από την αυτοκρατορική εποχή, όπως μια τιμητική επιγραφή για κάποιον άνδρα ο οποίος ανίδρυσε με δικά του έξοδα τα εικονιστικά αγάλματα των αυτοκρατόρων (επομένως, όχι πριν από τους Αντωνίνους) και έγινε αρχιερέας τους» (σ. 406 = C. I. A. III, 728, εδώ σύμφωνα με αντίγραφο του U. Köhler άρα, μήπως μεταφέρθηκε ο λίθος στην Αθήνα;). «Μια πηγή, πολύ κοντά στην ακτή, η οποία πηγάζει από τον βράχο όπως και αρχαίες αρματροχιές αποτελούν ασφαλή τεκμήρια μιας αρχαίας, αρκετά μεγάλης εγκατάστασης». Καθώς, επιπλέον, το ρέμα που εκβάλλει εδώ έχει τις περισσότερες πιθανότητες να είναι ο Βώκαρος, ενώ προς τα βόρεια υπάρχει επίσης ένα σπήλαιο (το κυχρείο;) υπερτερούν, κατά τη γνώμη μου, πράγματι εκείνοι οι λόγοι που ευνοούν την τοποθέτηση της παλαιότερης πόλης σε αυτό το σημείο. Εάν αυτή η πολύ κατάλληλη για έναν αρχαίο οικισμό θέση είναι στραμμένη περισσότερο προς τα νοτιοδυτικά παρά προς τα νότια, όπως το επιτάσσει ο Στράβωνας, τότε μπορεί κάποιος για αυτήν την αναντιστοιχία να επικαλεστεί τους περιηγητές που αναφέρθηκαν τελευταία. Ο Curtius (ό.π.) κάνει λόγο για τον «όρμο Κανακίων στα νότια, απέναντι από την Αίγινα», ενώ ο Stark τον χαρακτηρίζει ως τον «πλέον νότιο». Επιπλέον, φαίνεται ότι η προαναφερθείσα επιγραφή μπορεί να συμπεριληφθεί στα τεκμήρια (βλ. παραπάνω σ. 28 Στράβων και Εφ. αρχ.) που αποδεικνύουν ότι, τουλάχιστον κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, η ἀρχαία πόλις άρχισε να επαναφέρεται ζωηρότερα στη συλλογική μνήμη. Ωστόσο, και η περιοχή ενδιάμεσα των δύο θέσεων που απέχουν μεταξύ τους μόνον 4 χλμ. ήταν κατοικήσιμη και πράγματι κατοικείτο, όπως αποδεικνύει μια ολόκληρη σειρά πηγών και τα καλλιεργητικά άνδηρα που σημειώνονται στον χάρτη.
Για το Σκιράδιον διαθέτουμε επίσης δύο χαρακτηριστικά ακρωτήρια: Το περίπου ύψους 100 μ. ακρωτήριο Πρικόνια, προς τα νότια του νησιού Κανακιανή και το ακρωτήριο Κολώνες ή Κοκκί που έχει ήδη μνημονευθεί, το οποίο, όντας το νοτιότερο σημείο του νησιού, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ακόμη και στην περίπτωση που η απόφανση σχετικώς με τη θέση της παλαιότερης Σαλαμίνας έκλινε οριστικά προς την περιοχή που βρίσκεται δυτικότερα.
A. Milchhoefer.
___________________________
[1] Ας σημειωθεί, πάντως, ότι εδώ οι απότομες πλαγιές του όρους και των προκείμενων παράλληλων βουνοπλαγιών, όπως η καλοσχηματισμένη Αρμενιά και το Λιόπεσι, επιτρέπουν την έξοδο αξιόλογου όγκου υδάτων μόνον στις δύο απολήξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Στα δυτικά, αντιστοιχεί στην εντομή του ρέματος της Φυλής, στη βόρεια λεκάνη απορροής, ένα ρυάκι, το οποίο εισέρχεται στην πεδιάδα δυτικά του Κακοσαλεσίου και φθάνει στον Ασωπό, στα βόρεια αυτού του χωριού. Σύμφωνα με τις έρευνές μου, η ονομασία του είναι Βαθέσα. Κατά γενική και θετική διαβεβαίωση των κατοίκων του Κακοσαλεσίου, στην κάτω κοίτη του τελευταίου δεσπόζει ένα αρχαίο φρούριο, το οποίο, δυστυχώς, ο οδηγός μου (τον Ιούλιο του 1887) δεν μπόρεσε να εντοπίσει. Πιο ψηλά, σε ένα μεγαλοπρεπές βραχώδες τοπίο, στο σημείο όπου συνενώνονται αρκετά φαράγγια, βρίσκεται το περίεργο και αξιόλογο ορεινό εξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας με ένα «ασκητήριο» («ἀσκητήριον»). Στα νοτιοανατολικά, σε ένα μικρό οροπέδιο, βρίσκεται η αρχαία θέση Βούντιμα (Voundima, στον γαλλ. Χάρτη), όπως προκύπτει από πήλινα και λίθινα κατάλοιπα. - Ομοίως, στα ανατολικά όρια της Πάρνηθας συνεχίζεται το πέρασμα της Δεκελείας προς τα βόρεια μέσω της εντομής ενός ρυακιού που αρχικώς ερχόταν από νοτιοδυτική κατεύθυνση (από το «δάσος της Μόλας», όπου, προς την άλλη πλευρά, σχηματίζεται ένα ισχυρό παράπλευρο ρέμα της Βαθέσας) και το οποίο, περνώντας από το ειδυλλιακό εκκλησάκι του Αγ. Μερκουρίου (και της Αγ. Αικατερίνης), ανάμεσα στο Λιόπεσι και τη Μαλακάσα (Σφενδάλη), ρέει, στρεφόμενο προς τα βορειοδυτικά, επίσης προς τον Ασωπό. Ο γαλλικός χάρτης φέρει για αυτήν τη θέση την ονομασία «Μαρμαράδα», αλλά επιτόπου μου αναφέρθηκε η ονομασία Βιρόι.
[2] Η τελευταία αναφορά μπορεί σήμερα να χρησιμοποιηθεί αντιστρόφως, ως μια συμβολή στη μετρολογική εξακρίβωση του αττικού σταδίου. Από τις Αχαρνικές Πύλες έως το Τατόι καταμετρώνται σε ευθεία γραμμή 20 χλμ. Από αυτή την ευθεία παρεκκλίνουν ελάχιστα τόσο η αρχαία όσο και η σημερινή οδός. Στην επιμήκυνσή της συνέβαλαν, κατά κύριο λόγο, μόνον κάποιες βαθιές τομές στον βραχίονα του Κηφισού και μια ανύψωση του εδάφους περί τα 400 μ., με αποτέλεσμα η επέκταση του δρόμου σε σχέση με εκείνα τα 20 χλμ. να μην είναι μεγαλύτερη του 1,5 χλμ. [πρβλ. τα άλλα συνήθη συμπληρώματα για αναβάσεις και στροφές, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 1/8 και 1/4 του συνολικού μήκους του δρόμου: Athen. Mitt. VΙΙ, σ. 303]. Αλλά ακόμη και αυτός ο ελάχιστος υπολογισμός δεν συνάδει με την εκ μέρους του Dörpfeld πρόσφατη αποδοχή της αντιστοιχίας ενός αττικού σταδίου 500 ποδών σε 164 μ. (Athen. Mitt. XV, σ. 178 κ.εξ.), καθώς 120 στάδια αυτού του είδους θα αντιστοιχούσαν σε 19.680 μ. Αντιθέτως, το μήκος ενός σταδίου ίσου με 177,5 μ. ή με 178 μ., όπως ο Dörpfeld είχε εξακριβώσει παλαιότερα (Athen. Mitth. VII, σ. 279, 301 κ.εξ., πρβλ. XV, σ. 178), θα ταίριαζε απολύτως και στην περίπτωση που εξετάζεται εδώ (120 στ. = 21.300 ή 21.360 μ.).
[3] Δεν χρειάζεται να συζητήσω εδώ τα εντελώς αβάσιμα, μη τοπογραφικά επιχειρήματα, στα οποία βασίζεται η παραπάνω αναφερόμενη ερμηνεία του τάφου (πρβλ. Wolters ό.π., επίσης Dümmler, Berl. phil. Wochenschr. 1893, σ. 1648 κ.εξ.). Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τη σημείωση του ανωνύμου βιογράφου, ότι δήθεν ο Σοφοκλής τάφηκε 11 στάδια από τα τείχη, και μάλιστα με άδεια της σπαρτιατικής δύναμης κατοχής της Δεκελείας, έχει ήδη προ πολλού επισημανθεί ότι αυτή η απόσταση δεν πρέπει να υπολογισθεί από τo φρούριο, αλλά από την πόλη, αφού αυτή οδηγεί προς τον Κολωνό, τον τόπο γέννησης του ποιητή. Υπεισέρχομαι και σε αυτό το σημείο μόνον για να αποτρέψω επιπλέον αυξανόμενους συνδυασμούς. Ισχύει, δηλαδή, ότι στον Loeper «Die Trittyen und Demen», Athen. Mitt. XVΙΙ, πίν. XII και σ. 392 πιθανολογείται ένας Κολωνός πολύ κοντά στη Δεκέλεια. Τώρα, ακόμη κι αν κάποιος επιθυμούσε, παρά τον Κικέρωνα (de fin. V, 1) και την πρώτη υπόθεση του Οιδίποδος επί Κολωνώ, να αποσυνδέσει τον δήμο του Σοφοκλή από τον λόφο του Ίππιου Κολωνού, θα παρέμενε, ωστόσο, το γεγονός ότι συνανήκει με την Αιγηίδα φυλή (πρβλ. το απόσπασμα του Ανδροτίωνος, Σχόλιο Αριστείδ. ΙΙΙ, σ. 485 Dindf.), ενώ από τον Loeper συσχετίζεται με εκείνον της Λεοντίδος φυλής, αλλιώς η Μεσογαία τριττύς της Αιγηίδος είναι αδύνατο να προσεγγίσει τη Δεκέλεια στα 11 στάδια. - Ότι ο φόβος μιας καθόδου των Σπαρτιατών στον Ίππιο Κολωνό ήταν βάσιμος, βεβαιώνεται από την ανάλογη περίπτωση των βακχικών πομπών, τις οποίες, κατά τη διάρκεια του Δεκελεικού Πολέμου, τολμούσαν να πραγματοποιούν μόνον μέσω θαλάσσης ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δια ξηράς υπό ισχυρή κάλυψη (Ξεν., Ελλ. I, 4, 20· Πλούτ., Αλκιβ. 34).
[4] Το κάτω τμήμα του ρυακιού ονομάζεται, επίσης, Γιαννούλα, όπως και ο αγωγός νερού που θα αναφερθεί αργότερα (Leake, Demi2, σ. 125· Hanriot, Recherches, σ. 110)· δεν μου είναι σαφές σε ποιο από τα δύο δόθηκε αρχικά η ονομασία. Σε αυτήν ακριβώς την περιοχή των ποταμιών ταιριάζουν άριστα οι στίχοι του Σενέκα (Φαίδρα 4 κ.εξ.): Quae saxoso loca Parnethi | Subjecta jacent, quae Thriasiis | Vallibus amnis rapida currens | Verberat unda. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να συσχετίσει με τους τελευταίους και το δυτικότερο ρυάκι (της Γκοριτσάς), καθώς και αυτό είναι πλούσιο σε υπερχειλίσεις (πρβλ. και Leake, σ. 145 γερμ. μτφρ.)· παρόλα αυτά, αμφιβάλλω εάν ο Ρωμαίος Σενέκας είχε στον νου του κάποιο άλλο ποτάμι πέραν του πιο γνωστού της πεδιάδας, του Κηφισού στην Ελευσίνα, την ορμητικότητα του οποίου, άλλωστε, τονίζει και ο Παυσανίας (Ι, 38, 5).
[5] Η Παγανιά Ross, Königsreisen II, σ. 86, 12· επίσης Lolling, Mitth. V, σ. 292· Dodwell, σ. 306 με την τόσο συχνή για αυτόν εσφαλμένη μεταγραφή: Papagná. Στον χάρτη εμφανίζεται ως «Pagoni», ένα βουνό στο δυτικό άκρο· για τον βράχο του Άρματος δίνει τη μοντέρνα ονομασία: Kala – mara (Kalamari;), την οποία δεν έχω συναντήσει ποτέ εδώ· αντιθέτως, έχω σημειώσει για την πλαγιά του βράχου και τον χαρακτηρισμό Σκανδάμι.
[6] Σήμερα, βέβαια, χαρακτηρίζεται με την παλαιά ονομασία «στο Φυλί» (εκτός από «Κάστρο» και «Καστέλλι»), όπως και στην εποχή του Leake (σ. 129, αρ. 311 γερμ. μτφρ.). Ο Dodwell (σ. 504) είναι ο μόνος που αναφέρει την ονομασία «Αργυρό - Κάστρο», χωρίς όμως να υφίσταται κάποια άλλη μαρτυρία σχετικά με αυτό. Πάντως, ο ίδιος περιηγητής δεν έχει δίκιο όταν ταυτόχρονα αμφισβητεί πλήρως τις ονομασίες που παραδίδουν οι Stuart, Hobhouse, Chandler: Βιγλατούρι, Φυλατούρι, Φιλιόκαστρο, Φυλάκαστρο. Τώρα, αναρωτιέται κανείς μήπως οι προαναφερθέντες εξήγαγαν εξ ακοής τα Φυλά-, Φυλιο- από το Μπίγλα ή, μάλλον, από το Βίγλα, δηλ. φρουρά, φρούριο. Όπως μπορώ να βεβαιώσω με απόλυτη σιγουριά, η ονομασία Βίγλα συνεχίζει να χρησιμοποιείται για τα κατάλοιπα της πηγής και του πύργου, τα οποία συνδέονται με το φρούριο μέσω του επίπεδου δρόμου της κορυφογραμμής που έχει κατεύθυνση από βορρά προς νότο (βλ. το κείμενο).
[7] Εδώ μπορούσε η Φυλή (με την Ελευσίνα, το Πάνακτον και τις Αφίδνες) να προσφέρει προστασία σε εκείνους τους κατοίκους της Αττικής, οι οποίοι κατοικούσαν σε απόσταση μεγαλύτερη των 120 σταδίων από την πόλη. Η απόσταση του φρουρίου μας από την Αθήνα είναι περίπου 22 χλμ., λίγο περισσότερο από εκείνη της Δεκελείας (βλ. παραπάνω σ. 3, σημ.). Η απόσταση των 100 σταδίων που αναφέρει ο Διόδωρος (XIV, 32) μπορεί μόνον να απορριφθεί και όχι να εναρμονισθεί με ένα μεγαλύτερο μέτρο σταδίου. Το ίδιο ισχύει για τα πέντε καὶ δέκα στάδια ἀπὸ Φυλῆς του Ξενοφώντα (Ελλ. ΙΙ, 4, 4) σχετικά με τον χώρο όπου το αναγνωριστικό σώμα των «Τριάκοντα» δέχθηκε νυχτερινή έφοδο από τον Θρασύβουλο και την ομάδα του. Διότι ακόμη κι αν ο Διόδωρος (ό.π.) δεν είχε χαρακτηρίσει ακριβέστερα τη θέση με: «περὶ τὰς ὀνομαζομένας Ἀχαρνάς», θα έπρεπε να θεωρήσουμε αδύνατον ένας στρατός που σκόπευε αποκλειστικά να προστατέψει τα σιτηρά της πεδιάδας να στρατοπέδευε ανάμεσα στα βουνά που βρίσκονται μεταξύ Χασιάς και Φυλής, εκεί όπου λίγο νωρίτερα είχε λάβει χώρα η αναφερθείσα καταστροφή. - Εάν επιτρεπόταν να βελτιώσει κανείς το κείμενο, θα μπορούσε να βάλει στον μεν Διόδωρο 120 στάδια (αντί 100), στον δε Ξενοφώντα 50 στάδια (αντί 15)· με αυτήν την απόσταση θα προέκυπτε η περιοχή στην κάτω έξοδο του περάσματος της Χασιάς, άρα πράγματι μια τοποθεσία περὶ τὰς Ἀχαρνάς.
[8] Οι υπόλοιποι τοπογράφοι, οι οποίοι ούτε καν επεκτείνονται πέραν της πεδιάδας των Σκούρτων προς τα νοτιοδυτικά (πρβλ. Forbiger, Hdb.d. a. Geogr. III2, σ. 640 αρ. 37), το αναζητούν στο βόρειο ή βορειοδυτικό τμήμα της· οι Hanriot (Rech., σ. 102 κ.εξ.) και Bursian (Geogr. v. Grld. I, σ. 250 κ.εξ.) κοντά στο Δερβενοσάλεσι, όπου διατηρείται μόνον ένας πύργος· φαίνεται εκεί το τοποθετεί και ο Leake (Demen, σ. 131 γερμ. μτφρ.)· κάπως πιο αόριστα, αλλά πρβλ. πίν. I) και ο Ross (Arch. Int.-Bl.1837, σ. 36· δεν μου ήταν προσβάσιμο).
[9] Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι αναμενόμενο ότι με βάση την αρχική εκδοχή του μύθου η διαφωνία αφορούσε τις Μελαινές, κάτι που πράγματι ισχύει για την πλειονότητα των εκδοχών: Αρποκρ. λ. Απατούρια (κατά τον Έφορο), Σχόλ. Αριστοφ. Αχαρν. 146 (Σουίδ. Ησύχ. λ. Ἀπατ.), Πολύαιν. Ι, 19. Bekker,an. gr. I, σ. 417. –Έπεται και η Οινόη.Etym. Magn. 6. λ. Κουρεῶτις και Bekker, an. gr. I, σ. 416: «περί Οινόης και Μελαινών» Σχολ. Πλάτ. Τίμ. 21 και 39 μόνον «περί Οινόης» Σχόλ. Πλατ. Συμπ. 208 (Ελλάνικος;): «σύμφωνα με κάποιους περί την Οινόη και το Πάνακτο, για άλλους περί τις Μελαινές». Η τελευταία αναφορά όπου φαίνονται να διαχωρίζονται η Οινόη και το Πάνακτον από τη μια και οι Μελαινές από την άλλη, αποτελεί σε κάθε περίπτωση προϊόν σύγχυσης. Παρόλα αυτά, ίσως «κάποιοι» εκ των πληροφορητών (όπως προφανέστατα ο Πρόκλος στο Φώτ. Βιβλ., σ. 321) αντιλαμβάνονταν ως Πάνακτον μόνον την ακρόπολη των Μελαινών, με αποτέλεσμα να εννοούν την ευρύτερη περιοχή (πρβλ. Etym. Magn.), ενώ οι «άλλοι» τη στενότερη. Ωστόσο, θεωρώ ως απολύτως δευτερεύον θέμα την επέκταση της αμφισβητούμενης επικράτειας έως και την Οινόη. Παρά τη σχετική εγγύτητα, από πλευράς τοπογραφίας και τοπικής ιστορίας, η Οινόη ανήκε μάλλον σε άλλη περιοχή, δηλαδή στην πεδιάδα του άνω Κοκκινοποτάμου, η οποία με την προσάρτηση των Ελευθερών περιήλθε στην Αττική. Περισσότερα για τη θέση της Οινόης και τις Μελαινές βλ. στο κυρίως κείμενο.
[10] Πρβλ. επίσης Athen. Mitt. XVIII, σ. 299. Ας κρατήσουμε ότι ο χορός εννοεί έναν δεύτερο απευθείας δρόμο από το Θριάσιο Πεδίο προς τη Θήβα, και ένας τέτοιος δρόμος οδηγεί πράγματι εκεί από το άνοιγμα της κοιλάδας του Κηφισού. Η ερμηνεία του Loeper «από το Αιγάλεω προς τα δυτικά» (Athen. Mitt. XVII, σ. 403 κ.εξ.) θα πρόσφερε στο προηγούμενο, όπου δηλώνεται ο δρόμος προς την Ελευσίνα, μια εντελώς λανθασμένη ταύτιση. Επιπλέον, η ερμηνεία του «χιονισμένου βράχου» (πέτρας νιφάδος) στο Αιγάλεω αποτελεί, επίσης, εμφανές σφάλμα του αρχαίου Σχολιαστή, όπως κι εκείνη της «πυθικής οδού» στον Μαραθώνα, κάτι που έχει αναπτύξει πολύ σωστά ήδη ο Hanriot (Rech., σ. 96 κ.εξ.). Εκείνος ο βράχος πρέπει να είναι είτε η Οβρεόπετρα, που δεσπόζει στο Θριάσιο Πεδίο (βλ. παραπάνω σ. 9), είτε η ίδια η Πάρνηθα.
[11] Αυτή η τοποθέτηση της Θρίας εκ μέρους του, δεν αντικρούεται με παραπομπή στον Στράβωνα, σ. 395, όπως υποστηρίχθηκε, διότι ακόμη και σε μια τέτοια θέση ο τελευταίος θα είχε σίγουρα αναφέρει τον δήμο και την από κοινού αναφερόμενη πεδιάδα αμέσως μετά την Ελευσίνα. Βεβαίως, υπάρχουν άλλοι λόγοι που συνηγορούν για την τοποθέτηση της Θρίας ανατολικότερα.
[12] Στον Πλούταρχο, Θήσ. 11, δεν είναι, πάντως, δυνατόν το παραδεδομένο ἐν Ἑρμεῖ να μετατραπεί σε ἐν Ἐρινεῷ, όπως προτείνει ο Preller, Griech. Mythol. 113, σ. 290, 2, αλλά πρέπει, σύμφωνα με τον Διόδ. IV, 59, να ταυτισθεί με τον Κορυδαλλό, δηλ. το πέρασμα από το Δαφνί που ανήκε στον δήμο Έρμου. Παρεμπιπτόντως, από αυτό προκύπτει ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί εκεί και ο δήμος Οίης, όπως πιστεύει ο Loeper, Athen. Mitt. XVII, σ. 403 κ.εξ. Η διπλή εκδοχή σχετικά με την κατοικία του Προκρούστη φαίνεται ότι προέρχεται από το γεγονός ότι η αντίληψη που επικρατούσε τότε σχετικά με την αρχαιότερη αθηναϊκή μεθόριο, σύμφωνα με την οποία ο Κορυδαλλός ήταν ακόμη μια ξένη και άγρια περιοχή, επεκτάθηκε μεταγενέστερα έως την Ελευσίνα· πρβλ. επίσης v. Wilamowitz, Kydathen, σ. 124, 2.
[13] Και ο Loeper ό.π. θεωρεί ότι οι Κοθωκίδες βρίσκονταν κοντά στη Θρία, ωστόσο στην άλλη, νοτιοανατολική πλευρά, στα βασίλεια Κρόκωνος, μόνο και μόνο εξαιτίας της μνείας ενός κτήματος των Αφειδαντιδών σε αυτές, καθώς και του γεγονότος ότι οι Αφείδας και Κρόκων ήταν συγγενείς! Σε αυτό είναι αντίθετη η πληροφορία ότι το ιερό της Αφροδίτης Φίλης, στο δυτικό άκρο του περάσματος του Δαφνίου, βρισκόταν ακόμη στην περιοχή της Θρίας (Αθήναιος VI, 255c· πρβλ. «Kart. v. Att.» ΙΙ, σ. 47 κ.εξ.).
[14] Ήδη εκεί, βάση της νέας επιγραφής, υποστήριξα απλώς την άποψη ότι η «Ιερά Οδός» δεν παρέκαμπτε τις σημερινές αλμυρές λίμνες· αυτές οι σκέψεις προφανώς διέφυγαν από την προσοχή του Φίλιου (βλ. Εφ. αρχ. ό.π. σ. 165 κ.εξ.).
[15] Γνωρίζουμε ότι παλαιότερα το αθηναϊκό Δίπυλον ονομαζόταν Θριάσια Πύλη, Πλούτ. Περικλ. 30. Ωστόσο, αυτή η πύλη είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς το Καματερό, δηλ. προς εκείνο το πέρασμα, ενώ η οδός που διέρχεται από το πέρασμα του Δαφνίου σε ευθεία γραμμή ξεκινά από τη γειτονική νοτιοδυτική πύλη. Η δυσκολία να ταυτίσουμε την τελευταία με το Δίπυλο δεν θα υπήρχε εάν μας επιτρεπόταν να αναγνωρίσουμε στον πρώτο δρόμο, ο οποίος ακολουθείται και σήμερα από τη σιδηροδρομική γραμμή, τον πραγματικό «θριάσιο» δρόμο. Βεβαίως, σε σχέση με την ἱερά ὁδό [ἱερὰ ὁδὸς ελλ. στο πρωτότυπο / Σ.τ.Μ.], είναι μια παράκαμψη, π.χ. προς τα Καλύβια, που υπερβαίνει τη μισή ώρα. Για αυτό το ζήτημα δεν αποτολμώ τη διατύπωση κάποιας άποψης.
[16] Όταν ο Leake, Demen, σ. 207, βρίσκει την έκφραση στον Πλούταρχο «ανακριβή» (χωρίς να σκεφθεί το ίδιο για τον Ηρόδοτο και τον Αισχύλο), αυτό συναρτάται με την προσπάθειά του να μετατοπίσει αυτόν καθαυτόν τον χώρο της ναυμαχίας ακόμη βαθύτερα στα στενά.
[17] Επίσης, η προσπάθεια του C. Müller, Fr. H. Gr. V, σ. 2 (με τον οποίο ο Löschcke, Jahrb. f. Phil. 115, σ. 28 συμφώνησε χωρίς καθυστέρηση) να αξιολογήσει μια πληροφορία του Ακεστοδώρου στον Πλούτ. ό.π., σύμφωνα με την οποία ο Ξέρξης καθόταν στα «Κέρατα», ως προϊόν σύγχυσης εκ μέρους του συγγραφέα των μεγαρικών «Κεράτων» με την ομώνυμη απόληξη του Αιγάλεω (ή Κορυδαλλού) είναι έωλη. Αυτό συμβαίνει διότι τόσο η ονομασία του μικρού χωριού του Κερατσινίου (πρβλ. Σουρμελής, Αττ., σ. 144) όσο κι εκείνη του προς τα δυτικά γειτονικού «Κερατόπυργου» (= πύργος του διαβόλου) είναι άσχετες με τα ορεινά Κέρατα.
[18] Έως ότου ολοκληρωνόταν ένα τόσο περιπετειώδες έργο οι Αθηναίοι θα είχαν διαφύγει από τη Σαλαμίνα. Κατά τα άλλα, ήδη ο Busolt (Gr. Gesch. II2, σ. 708, 1, ο οποίος όμως πιστεύει σε μια εικονική επιχειρησιακή κίνηση μετά την σύγκρουση), επεσήμανε ότι το ανάχωμα θα ήταν περιττό εάν οι Πέρσες νικούσαν με τα πλοία τους, κάτι που πρέπει να ήλπιζαν από την άλλη πλευρά, μετά την ήττα δεν ήλεγχαν πια εκείνη τη θάλασσα. Ο δε Welzhofer (Histor. Taschenb. 1892, σ. 68) έφθασε έως και το εξής σκεπτικό: «Πιθανώς ο Ξέρξης, ο οποίος, παρά τον πόλεμο με την Αθήνα, βαθιά στην καρδιά του ήταν φιλέλλην, επιθυμούσε να αφήσει ένα μνημείο της μεγαλοψυχίας του στην εχθρική χώρα, εκτελώντας με τη βοήθεια των στρατευμάτων του τις πρώτες δύσκολες εργασίες της γεφύρωσης Αθηνών και Σαλαμίνας!». Είναι χαρακτηριστική η αντίφαση με την οποία οι συγγραφείς μας τοποθετούν την κατασκευή του έργου άλλοτε αμέσως πριν από τη ναυμαχία (Στράβ. ό.π.· Κτησίας, Περσ., 26· Αριστόδημ., 2), άλλοτε μετά τη μάχη (Ηρόδοτ.VIII, 97 Πλούτ., Θεμ., 16). – Μήπως στη βάση αυτής της ιστορίας βρισκόταν ο γνωστός χρησμός (Ηρόδοτος. VIII, 77): Ἀλλ’ ὅταν Ἀρτέμιδος χρυσαόρου ἱερὸν ἀκτὴν | νηυσὶ γεφυρώσωσι καὶ εἰναλίην Κυνόσουραν;
[19] Η Κίρκη και η Μήδεια συνδέονται ως μάγισσες, βλ. και Σχόλιο στο Θεόκρ. 2, 15 ἔτι καὶ νῦν ἐν τῷ Σεληναίῳ ὄρει ὅλμους δεικνύουσι τῆς Μηδείας καὶ Κίρκης, ἐν οἷς ἔκοπτον τὰ φάρμακα. Οι ἀκταὶ Σιληνίαι (βλ. παραπάνω σ. 27 στην αρχή) δεν πρέπει να συσχετίζονται εδώ. Ο Röscher (Lex. d. Myth. II, στήλη 1203, 61 κ.εξ.) αναζητεί αυτό το μέρος στην Τυρρηνία.
[20] Κατά την άποψη μου, η υπόθεση ότι ο Αισχ. Πέρσ., 421, με το στίχο ἀκταὶ δὲ νεκρῶν χοιράδες τ᾽ ἐπλήθυον, αν και εμμέσως, υπαινίσσεται αυτό το σύνολο, όπως υποστηρίζει ο Σπ. Λάμπρος, Athen. Mitt. XIII, σ. 408 κ.εξ., είναι πολύ αμφισβητήσιμη. Για την ονομασία μπορούμε να προβούμε σε σύγκριση με το νησί «Porquerolles» κοντά στην Τουλώνη.
[21] Βέβαια, ο Töpffer πιστεύει (Qu. Pisistr., σ. 13 κεξ.), ότι είναι «luce clarius» πως η αφήγηση του Πλουτάρχου αναφέρεται στη νέα πόλη της Σαλαμίνας και, επομένως, μπορεί να δημιουργήθηκε μόλις «cum antiquae urbis memoria jam evanuisset». Μολαταύτα, αναζητά και αυτός το Σκιράδιον στο νότιο πέρας του νησιού (σ. 18 κ.εξ.). Όμως, έτσι θα έμενε απλώς ανεξήγητο πώς, κατ’ αυτόν, τα «δρώμενα» συνδέονται με την κατάκτηση αυτής της πόλης. Ωστόσο, και όλη η ιστορία, όπως τη διηγείται ο Π., αποδεικνύει ότι η συγκεκριμένη πόλη απείχε πολύ από τη θέση αποβίβασης του Σόλωνα, τη χηλή (στην οποία και οι δύο αναγνωρίζουμε την Κυνόσουρα). Ενώ η Κυνόσουρα μπορούσε εύκολα να κατοπτευθεί από εκείνο το γειτονικό ύψωμα κοντά στο Αμπελάκι, και, μάλιστα, ανήκε ήδη μερικώς στην οχυρωμένη πόλη (βλ. παραπάνω σ. 28 κ.εξ.), οι Μεγαρείς πληροφορούνται ότι οι Αθηναίοι πλησιάζουν μόλις ἐκ τινος φήμης οὑδὲν βέβαιον. Στη συνέχεια διαβάζουμε για την αποστολή ενός αναγνωριστικού πλοίου και ενός μικρού στρατιωτικού σώματος, τα οποία δεν είχαν καμία επαφή ούτε μεταξύ τους ούτε με την πόλη, το πλοίο μπόρεσε να απαχθεί κρυφά, να επανδρωθεί από τους αντιπάλους και να αποσταλεί πίσω· μόλις εδώ ακολουθεί σε ένα άλλο σημείο η μάχη στη στεριά, ενώ στο μεταξύ οι Ψευδο-Μεγαρείς από το πλοίο αιφνιδιάζουν την πόλη. Επομένως, τα γεγονότα προϋποθέτουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και μεγαλύτερες αποστάσεις. Δεν είναι ορθή, όμως, και η άποψη του Töpffer ότι δεν είχε διατηρηθεί καμία μνήμη της παλαιότερης πόλης. Αυτή είναι γνωστή όχι μόνον στον Αισχύλο και τον Απολλόδωρο (στον Στράβ. σ. 393), αλλά και σε μια επιγραφή Εφ. αρχ. 1884, σ. 169, στίχος 32. Πρβλ. επίσης παρακάτω στην τελευταία σελίδα σχετικά με την C. I. A. ΙΙI, 728.
[22] Η τοποθέτηση του Lolling φαίνεται ότι έχει τύχει γενικής αποδοχής. Αμφιβολίες για την ορθότητά της έχω μέχρι σήμερα διατυπώσει μόνον υπαινικτικά, «Χάρτες της Αττικής» Ι, σ. 64, 3. Πιο ενδελεχείς ενστάσεις διατύπωσε πρώτος ο Töpffer ό.π. σ. 18, επί τη βάσει των αναφορών σε σχέση με τη φυγή των Κορινθίων κατά τη διάρκεια της μάχης. Αλλά και ο Πλούτ., Σόλ. 9 τον επιβεβαιώνει. Επιπλέον, μπορεί να συμπληρωθεί ότι, εάν το Σκιράδιον βρισκόταν τόσο κοντά στη νέα Σαλαμίνα, οι έφηβοι μάλλον θα το συμπεριελάμβαναν στις εξορμήσεις τους και μάλλον θα είχαμε πληροφόρηση για αυτό από τις λεπτομερείς επιγραφές. Ως προς τις γυναικείες θεότητες που θα σχετίζονταν με τη λατρεία στο ακρωτήριο Αράπης (βλ. Töpffer σ. 18, 1), θα μπορούσε εκτός από αυτήν της Άρτεμης (πρβλ. το Αρτεμίσιον στην Εύβοια, αλλά και παραπάνω σ. 27 στο τέλος) να αναφερθεί και η Δήμητρα (μια ἀγέλαστος πέτρα στο Σουίδα, λ. Σαλαμῖνος· βέβαια, η επιγραφή C. I. A. II, 1413 πρέπει να προέρχεται από την Ελευσίνα).